: ... Σοφία, κοίτα τι σου βρήκα σήμερα! Μια φωλιά! Μια φωλιά! Μου παρίκειλε τα ειδόνι με το πετροχελιδόνι, να του φτιάξω τη φωλιά του μέσα στα βασιλικά του, να την πλέξω με την τάξη γύρω-γύρω με μετάξη. Πουλιάκια, ειδόνια και λαϊδών, εις τα παράθυρά σας, να είναι καλορίζικα τα στεφανόματά σας. Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, αγάπη που είναι μπιστικιά, πενέματα δεν θέλει. Τι θα κάνουμε σήμερα? Σήμερα θα φτιάξουμε μια φωλιά. Αυτή εδώ πια δεν μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε ούτε εμείς, ούτε τα πουλιά, ούτε καν ξέρουμε ποιο δέντρο έχει πέσει. Θα την αφήσουμε στην άκρη και θα δείξουμε πώς μπορούμε να φτιάξουμε μια φωλιά με μία άλλη τεχνική. Πάμε να τη φτιάξουμε. Λοιπόν, να φέρουμε τα υλικά μας. Θα χρειαστούμε αυτό εδώ το χατόνι. Πιάσουμε τον πυλό. Πυλό, μερικά κλαράκια, ένα μαχαιράκι και δύο μολυβάκια. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να έχουμε αυτήν την ορθή γωνία. Την έχω κόψει από μία κούτα. Και εδώ θα αρχίσουμε να χτίζουμε τη φωλιά. Για να τη χτίσουμε, λοιπόν, πρέπει να κόψουμε πυλό και να φτιάξουμε μακαρόνια. Κάτι που το ξέρουμε πολύ καλά. Ναι. Να το φέρουμε εδώ μπροστά από το πυλό. Λοιπόν, Σοφία, ξεκίνα και κάνε ένα μακαρονάκι εσύ και ένα κόβω εγώ. Όπως κάνουμε με τα παιδιά στο σχολείο. Θα το ξαναβάλω εκεί. Φτάνει. Ου! Και μεγάλο, νομίζω, είναι. Για φέρ, να δούμε. Θα βάλουμε, λοιπόν, το πρώτο είναι κύκλιο. Θα πρέπει να είναι το πιο μεγάλο. Και να το στηρίξουμε εδώ. Ωραία. Παίρνουμε το δικό σου. Α, το δεύτερο. Κατάλαβα. Πρέπει να είναι πιο μικρό. Πρέπει να πάει λίγο πιο μέσα. Γιατί καθώς χτίζεται η χωλιά μας, θα πρέπει να κλείνει κιόλας. Έτσι, ώστε στο τέλος να αφήσει μια πολύ μικρή τρυπούλα, για να μπορεί να μπει μόνο ένα πουλάκι μέσα. Για να δούμε λοιπόν τώρα, γιατί την κάναμε και μεγάλη, μεγάλη. Να αρχίσουμε να την κλείνουμε. Πάρε κι αυτό. Μμμ, είναι χαρά. Ξέρεις τι άλλο μπορούμε να βάλουμε σε ένα από τα μακαρονάκια μας? Τι άλλο? Μπορούμε να βάλουμε, καθώς εγώ θα την κλείνω εδώ, να πάρεις μερικά μικρά κλαδάκια να βάλεις, για να φαίνεται όσο το δυνατόν πιο φυσική. Ωραία ιδέα. Έχουμε κλαδάκια. Να κλείσει κι άλλο. Τα κόβω σε μικρά κομματάκια. Και μπέρδεψέ τα με τον πυλό σου. Εγώ ενδιάμεσα πιέζω έτσι, ώστε να νοθούνε όλα αυτά τα μακαρόνια. Δεν πειράζει να πετάγεται το κλαδάκι. Όχι, αλλά αρκεί να μπορεί να στρίψει λίγο. Να μπορεί να γίνει κυκλικό. Νομίζω ότι είμαστε σε πολύ καλό δρόμο, Σοφία. Ωραία, έλα. Ωραία, τέλεια. Και φτιάξε και ένα κόμμα. Νομίζω ότι μετά από εδώ, είμαστε σχεδόν έτοιμοι. Θα βάλω κλαδάκια και σε αυτό που είναι πάνω-πάνω. Μη βάλεις όμως πολύ μεγάλα. Όχι. Γιατί δεν με βοηθάς να την κλείσω. Ωραία. Λοιπόν... Άλλο θα χρειαστούμε? Όχι, θα την αφήσουμε έτσι. Θα την κλείσουμε λίγο με τα χέρια μας. Ξέρετε, θέλω όμως να βρούμε κάτι... να της κάνουμε μερικά σχεδιάκια απ' έξω, για να δείχνει σαν να την έχουν κάνει τα πουλιά με το ράμφος. Ας πούμε... Πάμε αυτή εδώ τώρα. Με τις ξελομπογιές μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Θα τη δείξουμε και έτσι. Πάρε λοιπόν εσύ. Ωραία. Εγώ θα χρησιμοποιήσω τη μυτούλα. Εγώ το πίσω μέρος. Ωραία. Πρόσεξε μόνο μην μας πέσει. Ωραία. Να την δω λίγο. Νομίζω ότι είναι έτοιμη. Τώρα, αυτή πρέπει να την αφήσουμε να στεγνώσει... μεγάλο διάστημα, αρκετές μέρες. Η τρύπα της εδώ είναι ακόμα μεγάλη, αλλά το πουλάκι θα φροντίσει να βάλει μέσα πανάκια... ή κι άλλα κλαράκια και να την κλείσει τόσο όσο εκείνο χρειάζεται. Ωραία. Πού νομίζεις ότι πρέπει να την βάλουμε? Νομίζω ότι πρέπει να την βάλουμε ψηλά στον τείχο, κάτω από ένα μπαλκόνι ή μια σκεπή για να προβάζει. Ακριβώς. Και από τι πρέπει να την προφυλάξουμε, λες? Από τη βροχή και από τα ζώα. Από κάποιον άνθρωπο που μπορεί να περάσει, αυτό θα την βάλουμε ψηλά. Μέχρι όμως να στεγνώσει η φωλιά μας, θέλεις να πάμε ένα ταξίδι στην Κρήτη? Να πάμε. Αλλά πώς? Με παραμύθια και μαντινάδες. Αργυρό το μίλημα, μα χρυσό το σώπα. Σσσσσ! Ας ακούσουμε το παραμύθι. Η Τρουλίτα. Μια φορά, λέει, ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρία αγόρια. Όταν ήρθανε σε ηλικία να παντρευτούνε, τους λέει ο βασιλιάς. Παιδιά μου, ήρθε η ώρα να διαλέξετε τη γυναίκα σας. Θα σας δώσω τρία μήλα. Ο καθένας θα πετάξει το μήλο του μακριά, και σε όποια γυναίκα θα πέσει, αυτή θα πάρει γυναίκα. Αυτήν και καμιάν άλλη. Σύμφωνοι? Τα αγόρια συμφώνησαν. Ρίχνει το μήλο του ο πρώτος, τυχαίνει σε μια ωραία κοπέλα, αρχόντισα, από καλή οικογένεια. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και το πρώτο βασιλόπουλο. Ήστερα ήρθε η σειρά του δεύτερου. Ρίξε κι εσύ, παιδί μου, το μήλο σου. Το πετάει κι αυτός, και τυχαίνει στη μοίρα του μια ωραία κοπέλα, αρχόντισα κι αυτή. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και με αυτό το τυχερό. Το τρίτο βασιλόπουλο πετάει το μήλο του, αλλά αυτό πάει και πέφτει σε μια τρουλίτα. Η τρουλίτα ήτανε, λέει, πουλί. Βλέπει το παιδί το πουλί και βάζει τα κλάματα. Μα βασιλέα και πατέρα μου, αυτό είναι άδικο! Το πουλί θα πάρω! Λυπήθηκε ο βασιλιάς στο γιο του. Του λέει, θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία. Ξαναπετά το παιδί το μήλο του, λαχαίνει πάλι στην τρουλίτα. Αρχίζει πάλι τις φωνές το βασιλόπουλο. Μα αυτό είναι πουλί! Πουλί θα πάρω για γυναίκα μου! Ο βασιλιάς συμφώνησε πάλι με το παιδί του. Του λέει, άντε, πέταξέ το άλλη μια φορά. Αλλά όπου πάει αυτό είναι, δεν αλλάζει. Ξαναπετά το βασιλόπουλο το μήλο του, πάει πάλι στην τρουλίτα. Φως φανερό πως αυτή έπρεπε να πάρει για γυναίκα του το βασιλόπουλο. Δεν έχεις άλλη επιλογή πια. Θα την επάρεις. Το βασιλόπουλο στενοχωριότανε. Αλλά ο λόγος του πατέρα του ήτανε συμβόλαιο. Την ημέρα που κάνανε και τους τρεις γάμους, οι δύο γη παντρεύτηκαν τις γυναίκες τους και το μικρότερο παιδί παντρεύτηκε το πουλί. Τον κοιτάζανε όλοι και κρυφογελούσανε. Τα αδέρφια του καμαρώνανε με τις νύφες τους, αλλά το βασιλόπουλο είχε μεγάλο καημό. Αφού περάσανε λίγες μέρες, ο βασιλιάς ήθελε να δει ποια από τις νύφες του είναι η πιο προκομένη. Είχε αποφασίσει πως αυτή που θα αποδεικνυόταν η πιο εργατική και πιο εμφανίσιμη γυναίκα αυτή θα γινόταν η επόμενη βασίλισσα του θρόνου. Και ο γιος του βασιλιάς και διάδοχός του. Αποφάσισε λοιπόν να τον εβάλει δοκιμασίες. Θέλω να μου κάνει μια κουβέρτα η κάθε μία νύφη. Να δω ποια θα κάνει την καλύτερη. Να τη φτιάξει όμως με τα δικά της χέρια. Οι δύο νύφες όταν το άκουσαν γελούσανε και κοροϊδεύανε. Η τρολίτα! Η τρολίτα θα κάνει την καλύτερη! Και μπαίνουνε η κάθε μία στον αργαλειό της να υφάνουν την κουβέρτα. Η τρολίτα η κακομοίρας στεναχωριότανε. Δεν εκάτηχε ήνταν να κάνει. Έβλεπε και τον άντρα της να κάθεται στεναχωρημένο σε μια μεριά. Και το πήρε απόφαση να κάνει ό,τι μπορεί για να τον ευχαριστήσει. Του λέει λοιπόν με ανθρώπινη φωνή. Μη στεναχωριέσαι άντρα μου. Θα τη φτιάξω την κουβέρτα που θέλει ο πατέρας σου. Και πώς θα την φτιάξεις εσύ, ένα πουλί! Τα πουλιά πλέκουν όμορφες φωλιές. Έτσι θα πλέξω και την κουβέρτα του πατέρας σου. Θα πάω και θα βρω τα καλύτερα χορταράκια, μαλάκια και ό,τι ταιριαστώ βρω στα χωράφια. Πέταξε και γύρισε μετά από λίγην' ώρα με χορταράκια και πολλά μαλάκια. Στήνει το τελάρο και φτιάχνει μια κουβέρτα όμορφη. Ό,τι θέλεις είχε μέσα. Τα πουλουμιά της μοιάζανε ζωντανά, λες και θα μιλήσουνε. Δίνει την κουβέρτα στον άντρα της. Πάρε τώρα την κουβέρτα και πήγαινε έτοιν στον βασιλιά, του λέει. Πέρασε η ιδιορία που είχε βάλει ο βασιλιάς. Παρουσιάσανε και οι άλλες δύο νύφες στις κουβέρτες τους. Μα αυτές οι κουβέρτες δεν ήταν όμορφες σαν στρουλίτας. Την ευχή μου να έχουν οι νυφάδες μου, μα ποια καλά η τρουλίτα μου! Οι άλλες νυφάδες σκάσανε από τη ζήλια τους. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς όρεσε τη δεύτερη δοκιμασία. Καλεί τους γιους του και τους λέει. Θέλω οι νυφάδες μου να μου κάμουνε ένα γλυκό. Να δω ποια θα το κάνει νοστιμότερο. Φεύγουν οι δύο γιοι ευχαριστημένοι. Μα ο τρίτος γιος ήταν επάλλου σκεφτικός. Οι δυο νυφάδες κορυδεύανε την τρουλίτα και την ερωτούσανε πώς θα το φτιάξεις το γλυκό τρουλίτα. Η τρουλίτα όμως δεν έδινε σημασία στην κακία τους. Μόνο για τον άντρα της λυπότανε, που τον αισθανάχωρούσανε οι κορυδίες τους. Μη στεναχωριέσαι άντρα μου και θα φτιάξω εγώ ένα γλυκό που θα τρύβουνε τα μάτια τους. Και πώς θα το φτιάξεις, θα δεις! Μουσική Πετάει πάλι σαν πουλί που ήτανε και πάει στο δάσος. Μαζεύει βατόμουρα στα φύλλια και δεν ξέρω πώς τα φέρνει στο δωματιό της. Φωνάζει και τις υπηρέτριες να ζυμώσουνε το γλυκό. Τους δίνει και τα φρούτα και γίνεται μία τούρτα πεντανόστιμη. Τη δίνει μετά του άντρα της και την πάει στον βασιλιά. Δοκιμάζει ο βασιλιάς από τα γλυκά των τριών νηφάδων. Τα δύο πρώτα ήτανε νόστιμα. Μα η τούρτα της Τρουλίτας ήτανε ακόμα νοστιμότερη. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς. Έτρωγε, έτρωγε, δεν έλεγε να σταματήσει. Την ευχή μου να έχουνε και οι τρεις νηφάδες μου, μα ποια πολύ η Τρουλίτα μου! Κάτσανε πάλι οι δύο νηφάδες από το κακό τους και αρχίσανε να σκέφτονται... πως η Τρουλίτα πολύ τους έχει μπει στη μύτη με τις νοικοκυρωσύνες της. Πώς μπορεί ένα πουλί να πλέκει τόσο ωραίες κουβέρτες... και να κάνει τόσο νόστιμα γλυκά! Σε λίγο καιρό ο βασιλιάς ανακοίνωσε την τρίτη δοκιμασία. Θα δώσω ένα χορό στο παλάτι και θα στέψω, βασίλισσα, την πιο όμορφη από τις νύφες. Αυτή που θα έχει τους καλύτερους τρόπους, είπε στους γιους του και κοίταξε με στεναχώρι για το μικρότερο γιο του. Γιατί μέχρι τώρα η πιο προκομμένη νύφη είχε αποδειχτεί η Τρουλίτα. Αλλά δεν μπορούσε να στέψει, βασίλισσα, ένα πουλί. Η βασίλισσα έπρεπε να είναι η καλύτερη από όλες, όχι να την κοροϊδεύει όλο το βασίλειο. Δύσκολα, λοιπόν, θα γινόταν η Τρουλίτα, βασίλισσα, κι ας την αγαπούσε ο γέρο βασιλιάς σου. Ήπες το μικρότερο γιο του. Αυτός την αγχωρέθηκε λίγο. Πάει και το λέει της Τρουλίτας. Σε λίγες μέρες ο πατέρας μου θα κάνει έναν χορό στο παλάτι. Θα καλέσει όλο το το επιτελείο και τις νύφες του, για να κάνει βασίλισσα την πιο όμορφη. Αυτή που θα έχει τους καλύτερους τρόπους, την πιο μεγάλη χάρη. Μας κάλεσε κι εμάς. Η Τρουλίτα όταν το άκουσε, στεναχωρέθηκε κι αυτή. Εμάς, τι να μας κάνουν εμάς. Εγώ είμαι πουλί. Δεν είμαι όμορφη ούτω κι έχω χάρη. Θα γελάνε όλοι μαζί μας. Εμένα δεν με νοιάζει. Είσαι γυναίκα μου και θέλω να έρθεις. Δεν πειράζει που δεν θα γίνουμε εμείς οι διάδοχοι του θρόνου. Πώς θα πάω εγώ είμαι πουλί. Θα με πατήσουν και θα με σκοτώσουν. Κι ύστερα τι θα έρθω να κάνω εγώ εκεί. Να κελαϊδώ, να πηγαίνω, να έρχομαι. Αδύνατο άντρα μου, δεν έρχομαι. Το βασιλόπουλο δεν είπε τίποτα άλλο. Λυπήθηκε που θα πηγαίνε μόνο του στον χορό. Αλλά και η γυναίκα του δίκιο είχε. Σαν έφυγε ο άντρας της, η Τρουλίτα το ξανασκέφτηκε. Δεν πάω να καβαλικέψω έναν κόκορα. Αυτός είναι ψηλός. Απάνω του δεν θα με πατήσουνε. Φεύγει απ' το δωμάτιο και πάει και βρίσκει έναν κόκορα. Τον εκαβαλικεύει και δρόμο για το παλάτι. Στον δρόμο που πήγαινε πέρασε από ένα ποτάμι. Εκεί ζούσαν τρεις νεράδες. Αυτές μόλις την είδανε βάλανε τα γέλια. Γελούσανε τόσο που χαλάσανε τον κόσμο. Τι θες να σου δώσουμε που μας έκανες να γελάσουμε, την ερωτήσανε. Τι να θέλω εγώ ένα πουλί, λέει η Μία. Εγώ θα της δώσω την ομορφιά μου. Και τη μεταμορφώνει σε μια γυναίκα πολύ όμορφη. Λέει η άλλη. Εγώ θα της δώσω τη χάρη μου. Θα γελάει και θα πέφτουν από το στόμα τις λουλούδια και θα ευωδιάζει ο τόπος. Λέει η Κιτρίτη. Εγώ θα της δώσω το χρυσό μου άλογο και μια χρυσή κλωσσού με τα πουλιά της. Εκεί που θα πας, θα έχεις σηκωμένη την ποδιά σου και θα τρως. Μια μπουκιά θα τρως εσύ και μια μπουκιά θα δίνεις και στα πουλιά να τρώνε και αυτά. Όταν θα σηκωθείς να χορέψεις, θα μολάρεις την ποδιά σου... και θα πέσουνε τα πουλάκια κυκλοσού και θα σε συνοδεύουν να χορεύεις. Ανεβαίνει η Τρουλίτα στο χρυσό άλογο, διμένη στα όμορφα ρούχα που της έδωσαν οι νεράγδες. Φτάνει στο παλάτι και μπαίνει μέσα. Όταν την είδανε οι άλλοι τα χάσανε. Ρωτούσανε μεταξύ τους ποια είναι αυτή η όμορφη γυναίκα. Είμαι η γυναίκα του Βασιλόπουλου, η Τρουλίτα. Πήγε και κάθισε κοντά του και ο βασιλιάς αμέσως φώναξε. Βάλετε και την νύφης μου να φάει. Σερβίρνουν και την τρίτη νύφη. Οι άλλες δύο την κοιτάζανε και δεν πιστεύανε στα μάτια τους. Το κακά σχημοπουλί έγινε αυτή η ωραία γυναίκα. Την επαρακολουθούσανε γεμάτης κακία. Βλέπανε και τον βασιλιά που την εκοιτούσε με θαυμασμό. Αποφασίσανε να κάνουνε ό,τι κάνει κι αυτή. Για να πάρουνε λίγη από τη χάρη της, να μη φανούνε κατώτερες. Έτρωγε η Τρουλίτα μία μπουκιά. Έδινε μία μπουκιά και στην κλωσσού με τα κλωσσόπουλα στην ποδιά της. Τρώγανε κι αυτά. Βλέπανε οι άλλες δύο νηφάδες που έβαζε το φάι στην ποδιά της. Βάζανε κι αυτές στη δικιά τους. Αλλά αυτές δεν είχαν κλωσσούδος και η ποδιά τους γέμιζε φαγητά, λαδιές και κόκαλα. Αφού έφαγαν όλοι, φωνάζει ο βασιλιάς. Εμπρός! Όλοι να χορέψομαι! Μουσική Συγκώνονται οι νύφες να χορέψουν. Βγάζει η Τρουλίτα από την ποδιά της τα χρυσά κλωσσόπουλα και την κλωσσού. Τα αμολέρνει, γεμίζει ο τόπος χρυσάφια. Αμολέρνουν και οι άλλες δύο νυφάδες όσα είχαν στις ποδιές τους. Φεύγουν τα κόκαλα, τα λάδια, δίνουν στην κεφαλή των ανθρώπων. Γίνονται ρεζίλοι οι νυφάδες. Γελούσανε όλοι. Γελούσε και η Τρουλίτα. Βγαίνανε ρόδα και λουλούδια από το στόμα της και βόδιαζε η σάλα. Την ευκεί μου να έχουν οι νυφάδες μου, μα ποια πολύ η Τρουλίτα μου. Βασίλισαν αγενή και στο θρόνο μου να κάτσει. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Και μου δώκανε ένα κουλούρι. Και μου το έφαγε ο σκύλος ο κουλούρις. Μου έφαγε ο σκύλος ο κουλούρις. Μου έφαγε ο σκύλος ο κουλούρις. Μου έφαγε ο σκύλος ο κουλούρις. Μου έφαγε ο σκύλος ο κουλούρις. |