: Οι Οθωμανικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν στα Χανιά. Το κρίσιμο εκείνο διάστημα, οι χωρικοί της περιοχής διεύρυναν την επαναστατική δράση τους. Μόλις έγινε γνωστή εξέλιξη, μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις κατέφτασαν από τη φορτέζα του Ιρακλίου. Αφού συγκρούστηκαν με τις Βενετικές και Γαλλικές δυνάμεις στη Μαλάξα, μπήκαν στα Χανιά προσφέροντας ανακούφιση στους πολιορκούμενους. Μια ακόμη φορά οι επαναστάτες βρέθηκαν εκτεθειμένοι απέναντι στα αντίπινα. Οι εκκλήσεις τους να φρύγουν καταφύγιο μέσα στο φρούριο της Σούδας δεν εισακούστηκαν. Με την αποχώρεση όλου του χριστιανικού εκστρατευτικού σώματος για το Χάνδακα στα τέλη Αυγούστου, όλα πλέον έδειχναν ότι είχαν λήξει. Γρήγορα όμως ευναλλήφθηκε το ίδιο σκηνικό στην περιοχή. Οι οθωμανικές δυνάμεις βγήκαν από τα Χανιά, κυρίευσαν το φρούριο του από κόρονα και έκαψαν ζωντανούς τους επαναστάτες. Η οθωμανική επιτυχία αποδείχθηκε περιστασιακή. Τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με τις πηγές, επαναστατικό κλίμα κυριαρχούσε σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Πέθρου. Ο στόχος της βενετικής πλευράς είχε επιτεχθεί. Σε αρκετές περιπτώσεις χαλάρωσε πρόσκαιρα η πολιορκία του Χάνδακα. Το ίδιο χρονικό διάστημα οι επαναστάτες ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια από τον Φρατσέσκο Μοροζίνη. Έτσι μόνο, διατύνονταν, μπορούσαν να ανταπεξέρτουν τις ανάγκες της πολεμικής σύγκρουσης. Ο βενετός αξιωματούχος παρέμενε όμως διστακτικός. Στο τέλος, ύστερα από ο πολεμικός συμβούλιο που συγκάλεσε στο Χάνδακα, αποφασίστηκε να απορριθεί το αίτημά τους. Το αδιέξοδο στο οποίο άρχισαν να περιπλέκονται οι επαναστάτες αποκαλύπτει επιστολή τους στις 2 Νοεμβρίου του 1660. Την υπέγραφαν οι καπιτάνοι προεστοί των Σφακιών, των Ρουστίκων, της Γωνιάς, των Σελιών και όλες της περιοχής του Ρεθύμνου, καθώς επίσης οι προεστοί των Φουρειών του Αγίου Βασιλείου και των Σφακιών. Παρά την βενετική στάση, οι επαναστάτες δεν σταμάτησαν τις εκκλήσεις τους για βοήθεια. Στις 27 Δεκεμβρίου του 1660 τόνιζαν ότι είχαν κρυμμένα τα όπλα τους και αν ειδοποιούνταν ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν ξανά δράση. Οι συνομιλητές τους, ωστόσο, δεν συμμερίζονταν την αγωνία τους. Την άνοιξη του 1661 όλες οι εξεγγέρσεις στην Ύπεθρο είχαν πλέον τερματιστεί με την πλήρη επικράτηση των Οθωμανικών δυνάμεων. Ξανά είχαν διαψευστεί οι προσδοκίες των κατοίκων της Ύπεθρο. Οι φόβοι τους ότι θα εγκαταλείπονταν από τους Βενετούς είχαν επιβεβαιωθεί. Εν τελώς απροστάτευτοι αντιμετώπιζαν την εγκλητικότητα των αντιπάνων τους. Η μόνη περιοχή στην οποία συνεχίστηκε το κλίμα αναβρασμού ήταν τα Σφακιά. Από τη μελέτη όσων επαναστατικών κινήσεων επραγματοποιήθηκαν στην Κρήτη την περίοδο του Κριτικού Πολέμου συνάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Το πρώτο έχει σχέση με τα κινήτρα όσων συμμετείχαν. Η προώθηση του Οθωμανικού στρατού στο νησί μάλλον ήταν άνετη. Οι κάτοικοι της υπέθρου στην πλαινότητά τους αντιμετώπιζαν με αδιαφορία την άφιξη των νέων κυριάρχων. Στη στάση αυτή συνέτειναν ορισμένες προσεκτικά σχεδιασμένες κινήσεις των Οθωμανών. Με ειδικές εντολές που εκδόθηκαν από τον Γιουσούφ Πασά, περιορίστηκαν οι βιοπραγίες. Οι χωρικοί μπορούσαν ελεύθερα να φωσιωθούν στις αγροτικές εργασίες τους. Στην πάρω του χρόνου, εξαιτίας των βιοπραγιών και των λοηλασιών που συνεχίζονταν, το κλίμα μεταστράφηκε και άρχισε να διαμορφώνεται κλίμα ένταση στα χωριά. Οι προσπάθειες εξισλαμισμού και επιβολή κεφαλικού φόρου, ζητήματα για τα οποία γίνεται επανειλημμένα λόγω στις πηγές, φαίνεται ότι καθόρεσαν τη μετέπειτα στάση του αγροτικού πληθυσμού. Όσοι ορεσίβοι άντρες ξεσηκώνονταν, εξόδονταν ύστερα από ενέδρες που έστειναν στους δρόμους τους αντιπάλους τους και αφιεσβητούσαν έμπρακτα την εξουσία, αποκαλούνται στις βενετικές πηγές χαΐνίδες. Το δεύτερο στοιχείο ως προς τους επαναστάτες σχετίζονται με τις περιοχές εκδήλωσής τους. Η χαρτογράφηση των περιοχών επιτρέπει τη διαπίσωση που ήταν οι πλέον απομονωμένες, στις οποίες δεν είχε εδραιωθεί πλήρως η Οθωμανική κυριαρχία. Ο δύσβατος ορεινός όγκος των σφακιών καταλάβανε την πρώτη θέση. Είναι αμφίβολο μάλιστα αν ανηλέγχθηκε ποτέ από τους εκάστοτε κυριάρχους. Τις διαθέσεις αμφιεσβήτησης εναντίον του νέου καθεστότος εκμεταλλεύτηκαν με έντεχνο τρόπο οι βενετικές αρχές και μέσω κατασκόπων εξώθησαν τους κατοίκους σε εξέγερση. Το επαναστατικό κλίμα σταδιακά διαβρήθηκε. Εενοχλημένοι οι Οθωμανοί από τη στάση των σφακιανών τους ζήτησαν επανειλημμένα να υποταχθούν με αντάλλαγμα την παραχώρηση αμνηστίας και ελευθερίας χωρίς αποτέλεσμα. Την ίδια κατάληξη είχε η εκστρατεία που επιχειρήθηκε εναντίον τους. Αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές του νησιού εκδηλώθηκαν κατά καιρούς επαναστατικές κινήσεις. Κλίμα έντασης μαρτυρείται πως επεργατούσε την περίοδο 1660-61 στον Αποκόρονα, στο Ακροτήρη, στην Κίσαμο, στο Σέλινο, στο Ρέθυμνο, στον Άγιο Βασίλειο, στο Μηλοπόταμο, στη Μεσαρά, στο Μεραμπέλο και στην Ιεράπετρα. Οι κάτοικοί τους, αφού προμηθεύτηκαν μεγάλο αριθμό όπλων από βενετούς κατασκόπους, άρχισαν να συγκρούνται με τους νέους κυριάρχους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, με χαρακτηριστικότερη την Κίσαμο, έγιναν κύριοι για μικρό χρονικό διάστημα των φρουρέων. Οι προσπάθειες των Οθωμανών να βρουν αρχικά τρόπους συνανόησης τους επαναστάτες απέτυχαν. Η καταστολή των εξεγέρσεων πραγματοποιήθηκε μόνο ύστερα από την άφιξη μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων από τα περίχορα του Χάντακα, τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η περίπτωση της Ιδικής Μεσαράς, όπου φέρονται να συμμετέχουν στις σχετικές κινήσεις κάτοικοι αρκετών χωριών της Πυριότησας. Ο βίαιος τρόπος με τον οποίο κινήθηκαν οι Οθωμανοί το πρώτο διάστημα της παρουσίας τους, όταν λεηλάτισαν τα μοναστήρια της περιοχής, προκάλεσε τις έντονες αντεδράσεις των κατοίκων. Η βίαιωση της Μονής του Αγίου Αντωνίου στο Βροντίση δημιούργησε μεγάλη αίσθηση. Μέσα σε ένα τέτοιο φορτισμένο περιβάλλον, που διαρκώς επιβαρρυνόταν από τις Οθωμανικές αφτερεσίες, έβρισκε αναπήχηση η Προτροπέας του Ηγουμένου της Μονής Οδηγήτριας Ιωσήφ για την οργάνωση εξέγερσης. Αυτός φαίνεται ότι βρισκόταν σε επαφή με τους κατασκόπους των Βενετών και κινούσε τα νήματα των συνομοτών. Ένα τρίτο στοιχείο που συνάγεται από την μελέτη του επανεστατικού φαινομένου είναι η αθρόα συμμετοχή ιερωμένων. Ο θρησκευτικός παράγοντας αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο που δεν έχει αναδειχθεί στο βαθμό που θα έπρεπε. Είναι γνωστό ότι από τα πρώτα χρόνια της Βενετωκρατίας απαγορευόταν η παρουσία στην Κρήτη ορθοδόξων αρχιερέων. Και αυτό για να περιοριστεί η επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον πληθυσμό του νησιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι, προκειμένου να λάβουν υπηρεσία οι ορθόδοξοι ιερείς, που ελέγχονταν μέσω των φιλικά προσκύμμενων προς την εξουσία προς των παπάδων, χρειαζόταν να μεταβαίνουν για να εγχεινευθούν εκτός Κρήτης. Παρά τις επισυμμάσεις αρκετών προνοητών για το ζήτημα, η Βενετία αρνούταν πισματικά να το επιλύσει, μα αποτέλεσμα να ενδύνεται η δυσαρρία σκιά σε βάρος της, κυρίως από τον αγροτικό πληθυσμό. Θα περίμενε κανείς ότι με την πάροδο του χρόνου, η ανεξήγητη ωστότερη πολιτική της Βενετίας θα προσαρμοζόταν στα νέα δεδομένα, αλλά αυτό δεν συνέβη. Το αρνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί στον ορθόδοξο πληθυσμό του νησιού εκμεταλλευόταν έντεχνα η Κωνσταντινούπολη. Η μοιοπική πολιτική της Βενετίας αναδείχθηκε περισσότερο στα χρόνια του Κρητικού πολέμου. Ο σταυροφορικός χαρακτήρας που επιχειρούσε να προσδόσει στη σύγκρουση η Βενετία είχε σχετική μόνο επιτυχία. Κυνητοποιούσε, όχι όμως ως το βαθμό που θα περίμενε κανείς στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στο χώρο της Κρήτης, αρχικά, τα αποτελέσματα υπήξαν κατώτερα των αναμενωμένων. Επιπτώσεις ισχυρωμένων που αγωνίστηκαν με στένος εναντίον των Οθωμανών ήταν λίγες. Χαρακτηριστικότερα είναι τα παραδείγματα του Γερασίμου Βλάχου και του Ηγουμένου της Μονής του Σαγκαράθου Αθανασίου Χρυστοφόρου. Την ίδια περίοδο, η Κωνσταντινούπολη, που γνώριζε τις αντιδράσεις που υπήρχαν και αντιλαμβανόταν πως μόνο με τον προσοτερισμό των κατοίκων μπορούσε να ισχυροποιήσει τη θέση της στο νησί, έδρασε μεθοδικά. Ο νεόφυτος Πατελάρος, ανιψιός του πρώην οικουμενικού πρατριάρχη Αθανασίου III του Πατελάρου, υπέδειξε τη λύση. Ο λόγιος κληρικός από το ρέθυμο προσέγγισε τον Χουσαήν Τελεί Πασά, εξηγούντας του ότι υπέδειξε τη θρησκεία, που αποτελούσε τον ισχυρότερο δισμό μιας κοινωνίας. Ακολουθώντας τις οδηγίες του, μία από τις πρώτες κινήσεις του Χουσαήν Τελεί Πασά ήταν η αποκατάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Την άνοιξη του 1645 εγκατέστησε ως πρώτο μητροπολίτη Κρήτης τον νεόφυτο Πατελάρο και γρήγορα επανειδήθηκαν επτάκομα επισκοπές. Επρόκειτο στην ουσία για την εφαρμογή του σχεδίου που είχε προταθεί στη Βενετία ήδη από το 1575 και είχε απορριφθεί. Όλες οι παρεπάνω ευφυγείες κινήσεις είχαν θετικό αντίκτυπο, κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό. Ο βενετικός ισχυρισμός ότι στις υπονομικές συγκρούσεις της Κρήτης διακυβευόταν η χριστιανική πίστη δεν γινόταν εύκολα πιστευτό στην Ήπεθρο. Πολύ καθυστερημένα, όταν πλέον οι εξελίξεις άρχισαν να λαμβάνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καταβλήθηκαν προσπάθειες από βενετικής πλευράς για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού θέματος. Η σύγκρουση στο χάντακαπ λαμβάνει το χαρακτήρα αναμέτρησης ανάμεσα στο χριστιανισμό και στο Ισλάμ. Η ολοένα και μεγαλύτερη υπερβολή του ιδεολογικού πλαισίου με την ανάλογη βέβαια επεξεργασία αρχίζει να βρίσκει απίχη στον Ήπεθρο. Φοβούμενος ο πληθυσμός της την επιδίνωση της θέσης του συντάσσεται πλέον ανοιχτά με τους Βενετούς, δευκολύνοντας έτσι τα σχέδιά τους. Στην αλλαγή στρατηγικής πολύτιμη αποδείχθηκε η συμβολή του Φραντσέσκο Μοροζίνη, περιοδεύοντας στα νησιά του Αρχιπελάγους με στόχο την εξεύραση τροφίμων και τη στρατολόγηση ανδρών για τον πολιορκούμενο χάντακα, εντόπισε τον τετράκης οικουμενικό πατριάρχη Ιωαννίκιο Β, που ύστερα από την εκθρόνηση του το 1656 μόναζε πιθανότατα στη Σύφνου. Ο Βενετός αξιωματούχος τον υποδέφηκε μεγάλες τιμές στην διάλερα του και τον οδύχησε το φθινόπωρο του 1657 στον χάντακα. Για δύο περίπου χρόνια ορθόδοξος αρχιερίας λειτουργούσε στον Ορθόδοξο Ναό της Παναγίας της Τριμάρτηρης, συσπείρωνε τον πληθυσμό, εψηγώνοντάς τον καθημερινά με τους λόγους του. Ενεργοποιώντας το μυστήριο της εξομολογήσεως, προέτρεπε τους κατοίκους να μάχονται και να πεθαίνουν, κυρίζοντας ουσιαστικά τον πόλεμο των Ορθοδόξων εναντίον των Οθωμανών. Ο Βενετός αξιωματούχος, το ίδιο χρονικό διάστημα, ύστερα από σχετικές οδηγίες που παρέλαβε από τη Βενετία, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο που προέβλεπε την ενίσχυση κινήσεων αντιπερισπρασμού για την περιστολή του ασφιχτικού ελέγχου του Χάνδακα. Έτσι, πολλοί κατάσκοποι προωθήθηκαν σε διάφορες περιοχές του νησιού με την εντολή υποκίνησης επαναστατικών κινήσεων. Παράλληλα, στα χέρια των συνομωτών κατέφτασαν μεγάλες ποσότες εφοδίων και όπλων. Για την επιτυχία των εγχειρήματων κρήθηκε ότι ήταν απαραίτητη η δραστηροποίηση ιερέων και μοναχών. Αποτελούσαν τα ιδανικά πρόσωπα για τέθιδους δραστηριώτες και στις υπηρεσίες τους προσέφευγαν συχνά οι βενετικές αρχές. Οι παραπάνω όπως αλλαδείχνουν δεν αποτελούσαν τη θεία πρόσωπα. Είχαν την αποδοχή των κατοίκων της υπέθρου και μπορούσαν να διαπραγματευτούν με άνεση μαζί τους τις λεπτομέρειες της σχεδιαζόμενης εξέγγεσης αλλά και το αντίκρισμα της συμμετοχής τους σε αυτήν. Για την τύχη όλων των παραπάνω μετά το τερματισμό της εξέγεσης οι πληροφορίες μας είναι ισχνές. Ορισμένοι βρήκαν τραγικό θάνατο κατά την εκτέλεση της επεστολής τους. Άλλοι παρέμειναν στους χώρους δράσεις τους με τους κατοίκους των οποίων άλλωστε διατηρούσαν συγγενικούς δεσμούς. Οι διωστοί επέστρεψαν στο ΧΑΝΔΑΚΑ και τέθηκαν ξανά στη διάθεση των βενεττικών αρχών για να χρησιμοποιηθούν σε καινούργιες φιλόδοξες αποστολές. Τέλος κάποιοι για να αποφύγουν τα ενδίπινα των Θωμανών υποχρεώθηκαν να φύγουν από την Κρήτη και να μετακινηθούν στη Βενετία. Ένα από τα ερωτήματα που έχουν απασχολήσει όσους οι μελετητές έχουν ασχοληθεί με την περίοδο του Κρητικού Πολέμου είναι η αντίδραση του πληθυσμού του νησιού κατά την διάρκεια των πολυετών συγκρούσεων. Από νωρίς παγιώθηκε η αντίληψη ότι ο αγροτικός πληθυσμός του νησιού θύρισε μάλλον ευνοϊκή στάση απέναντι στον εισβολέα. Αν αντιμετώπιζε συντονισμένα και με αποφασιστικό τρόπο την επίθεση υποστειλήθηκε, πιθανόντατα θα άλλαζε η τροπή των πραγμάτων. Η μελέτη του αρχαιακού υλικού της περίοδου ανέτρεψε την εσφαλμένη αυτή εντύπωση. Αρχικά μπορεί να μην υπήρξε εμφανής διάθεση από τους ντόπιους να προβάλουν αντίδραση. Σε αρκετές περιοχές του νησιού, ωστόσο, κάτοικοι της Υπέθρου συντάχτηκαν με τις βενετικές στρατιωτικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση των εισβολέων. Από την πρώτη και όλας περίοδο της Οθωμανικής επίθεσης, πρόεκεψε ότι υπήξαν οργανωμένες αντιδράσεις σε διάφορα σημεία του νησιού. Οι επαναστατικές κινήσεις συνεχιίστηκαν όλο το επόμενο χρονικό διάστημα και κορυφώθηκαν τα χρόνια 1660-1661. Στην εκδήλωσή τους διαδραμάτησαν όλο πολλές αιτίες. Το ότι οι επαναστατικές κινήσεις δεν έλαβαν ευρύτερες διαστάσεις δεν έχει σχέση με τις διαθέσεις που υπήρχαν αλλά με άλλες δυσκολίες. Οι κατατόπους απαναστάτες, κάτω από εξαιρετικά αντίξωες συνθήκες, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες αρθυμητικά δυνάμεις, λειτουργούσαν αποσπασματικά. Η αδυναμία συγκρότησης ενιαίου κέντρου συντονισμού τους στάθηκε καθοριστική για την εξέλιξή τους και τελικά οδήγησε στον εκβηλισμό τους. Παραμένουν ασαφής ωστόσο και οι στόχοι της Βενετίας. Επιθυμούσε πραγματικά να υποφελειθεί από τα γεγονότα και να εγκαθιδίσει ξανά την κυριαρχία της στο νησί ή σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει μόνο ως αντιπετσπασμό για την πρόσχερη λύση της πολιορκίας του Χάνδακα. Για το συγκεκριμένο συζήτημα που έχει άμεση σχέση με το γενικότερο προβληματισμό που αναπτύσσεται στους κόλπους της Συγκλήτου, απέναντι στο νέο τοπίο που διαμορφωνόταν στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, πολλά μπορούν να υποθούν. Η στάση της Βενετίας ενώ του αγροτικού πληθυσμού της Κρήτης χαρακτηριζόταν πάντα από δυσπιστία. Ο Γενικός Επίτροπος και Πρόεδρος του Πολεμικού Συμβολίου της Γαλλικής Εξτρατείας των ετών 1660-1661, στην πολεμική έκθεση που υπέβαλε το Φεβρουάριο του 1661 προς τον Ιούλιο Μαζαρίνο, έγραφε ότι οι ουδέτεροι και αδιάφοροι στάσεις του ντόπιου πληθυσμού απέναντι στους νέους κυριάρχους οφειλόταν στην απαράδειξη συμπεριφορά της Βενετίας. Ακόμα και εκείνη την ίστατη ώρα του Θανάσιμου Κηδίνου εξακολουθούσε να το βλέπει ως αντικείμενο από κιοκρατικής εκμετάλλευσης. Έπρεπε να μεταβάλει επιγόντος την πολιτική της και να επιχειρήσει να προσεγγίσει με ειλικρίνεια τον κρητικό λαό. Ο γάλλος αξιωματούχος, αν και είχε μείνει λίγο χρονικό διάστημα στην Κρήτη, είχε εντοπίσει το σοβαρό πρόβλημα που υπήρχε. Ήταν όμως πλέον πολύ αργά για την Βενετία να προωθήσει τις τόσο απαραίτητες λύσεις. Ενώ ότι είχαν προσπεράσει οι εξελίξεις, δεν έδειχνε διάθεση προσαρμογής στα νέα δεδομένα και εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο που γνώριζε από αιώνες. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστούμε τον κύριο Τσικνάκη, που ήταν και μέσα στο χώνο, απολύτως. Θα παρακαλέσω την κυρία Πανοπούλου, πάλι από το Εθνικό Ίδρυμα, που θα μας μιλήσει για το φοδότηση της βενετικής πλευράς του πολέμου, έχοντας σε μια περίοδο που είχε χαθεί η φυσική της εντοχώρα στην Κρήτη. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Από τους περισσότερους ευμετάβητους τομείς στην περίοδο του πολέμου ήταν εκείνος του επιστητισμού. Η απώλεια των μεγάλων έφορων εκτάσεων, η αύξηση του πληθυσμίου, η αυξητία των πληθυσμίων, η αυξητία των πληθυσμίων, η αυξητία των μεγάλων έφορων εκτάσεων, η αύξηση του πληθυσμού, κυρίως κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου, με την αύξηση κατοίκων προερχόμενων από το υπόλοιπο νησί, αλλά και στρατιωτικών δυνάμεων για την υπεράσπιση της πόλης, καθώς και ο εντυνόμενος περιορισμός των εξόδων των πολιορκούμενων εκτός των τυχών για προμήθειες από τα γιτανικά περίχωρα, αποτέλεσαν τα βασικότερα αίτια της διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης βασικών ειδών διατροφής, σιτιρών, ωσπρίων, λαδιού, κρασιού, παραλαχανικών και κρεάτων. Επεκόλουθο ήταν η αναζήτηση νέων πηγών άδλησης αγροτικών και κτινοτροφικών προϊόντων, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατροφική αφτάρκεια της πόλης. Μεγαλύτερες ασφαλώς ήταν η ανάγκη σε δημητριακά, πρωτί στο σιτιρά, από τα οποία παρασκευάζονταν ψωμί και παξιμάδι για τη διατροφή των κατοίκων και των στρατιωτών. Το ζήτημα της Ιτάρκειας στην Κρήτη αποτελούσε για τη Βενετία χρονίζων πρόβλημα που κατά καιρούς προσπαθούσε να λύσει με διάφορα μέτρα, όπως για παράδειγμα ο περιορισμός της αμπελοκαλλιέργειας που επιχείρησε στα μέσα του 16ου αιώνα και ύστερα σε αρκετές κτίσεις της. Αναγκαστικά σημαντικές ποσότητες σιτιρών εισάγονταν από τις Οθωμανοκρατούμενες περιοχές επιβαρύνοντας τα κρατικά ταμεία. Πάγια ωστόσο θέση της Βενετίας ήταν η επεξάρτηση των κτίσεων από το Οθωμανικό σιτάρι, ζήτημα που προβαλόταν εντονότερα σε περιόδους πολεμικών αναμετρήσεων. Την περίοδο του Κρητικού πολέμου οι ανάγκες διωγόθηκαν περισσότερο εξαιτίας της Οθωμανικής κατάκτησης των σιτοπαραγωγικών παιδιάδων, του αποκόρονα, της μεσαράς και άλλων. Στη διάρκεια της 20χρονης περίπου περιοργίας συχνά στις αρχιακές πηγές αναφέρεται η αποστολή από τη Βενετία εκτός από τα πολεμοφόδια, σιταριού, παξεμιαδιού, αλευριού καθώς και χρημάτων για την αγορά σιτιρών. Φαίνεται ωστόσο ότι οι συγκεκριμένες αποστολές δεν αρκούσαν. Οπότε οι αρχές της Βενετίας και της Κρήτης αναζητούσαν προμήθειες σιτιρών και άλλων αναγκαίων προϊόντων όπως ζωοτροφές, ζώα, κυρίως άλογα για το υπικό και κρασί στα νησιά του Αιγαίου. Εν τούτοις, οι ίδιοι οι Βενετοί αξιωματούχοι διαμαρτύρονταν επειδή οι νεοπομπές προς τα εν λόγω νησιά πραγματοποιούνταν σε αραιά χρονικά διαστήματα και γιατί οι ποσότητες που έφταναν στην πόλη δεν ήταν επαρκής ώστε να καλύπτουν τόσο τις κατανολωτικές ανάγκες όσο και την αποθήκευση ποσοτήτων για μελλοντική χρήση. Τις ελλείψεις και τις καθεστερήσεις του κρατικού μηχανισμού ανέλαβε να καλύψει ιδιωτική πρωτοβουλία. Ναυλοσύνφωνα, ιδρυτικές πράξεις συντροφιών και ναυτοδάνια που συντάχτηκαν την περίοδο του Κρητικού πολέμου, τεκμηριώνουν τις ναυτιλιακές δραστηριότητες στις οποίες επιδόθηκε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της πόλης προκειμένου να εξασφαλίσει μερικά από τα φασικά είδη διατροφής. Έμποροι, πλειοκτήτες αλλά και μικροκεφαλεούχοι ναύλωναν πλοία μεσέας κατά κυριολόγο χωρητικότητας, σαϊκες, πολλάκες, φρεγάτες, γρύπους, κυράτσα και άλλα για να προδμηθευτούν σιτυρά, όσπρια, ζώα, πρόβατα και κατσίκια συνήθως, ζωοτροφές και ξυλία επί τοπλίστων από τα λιμάνια των νησιών του Αιγαίου, του Βόλου, του κόλπου της Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους και λιγότερο από τα λιμάνια της Ζακίνθου, των Κυθήρων, της Μάνης και της υπόλοιπης Κρήτης. Σπανιότερα αναφέρονται και τα λιμάνια της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου. Προς το τέλος του πολέμου, όπως ήταν επόμενο, το δίκτυο των εμπορικών ταξιδιών συρρικνώθηκε και τα πλοία κατευθύνονταν στις κοντινές κεκλάδες, την Κάρπαθο και τη Σπιναλόγα. Οι ιδρυτικές πράξεις συντροφιών περιέχουν σημαντικές πληροφορίες για τα πρόσωπα που συμμετείχαν στις εμπορικές δραστηριότητες, τα χρηματικά ποσά που διέθεταν και τα κέρδη που αποκόμιζαν συγκριτικά με τα ναυλοσύμφωνα και τα νευτοδάνια. Χαρακτηστικό παράδειγμα, όπου συνάγεται από τις συντροφίες που ίδρυσαν, συνιστούν οι πληροκτήτες της ΑΥΚΑΣ, Άγιος Γεώργιος Βακτιστής, Ιωάννης Κληρός, Γιοργάκης Αλμπέρτης και Κόμις Μαμουνάς. Το πλοίο ταξίδευε συνήθως από το ΧΑΝΔΑΚΑ προς το Βόλο και τον κόλπο της Κασσάνδρας για να μεταφέρει από εκεί σιτάρη και όσπρια. Ολόκληρη η σερμαγιά, δηλαδή τα κεφάλαια που είχαν συγκεντρώσει, για κάθε ταξίδι ήταν δυόμιση χιλιάδες ρεάλια, από τα οποία χίλια ανήκαν στους συμπληοκτήτες και τα υπόλοιπα χίλια πεντακόσια σε περισσότερους από 40 μικροκεφαλεούχους. Οι τελευταίοι, που απορριθμούνται ονομαστικά στο έγγραφο, προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα και επένδυαν τα χρήματα που είχαν συσορεύσει στις θαλάσσες μεταφορές αγαθών πρώτης ανάγκης. Από τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα που ανέπτυξαν, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της εκμετάλλευσης για πλουτισμό των αναγκών που δημούργησαν οι πολεμικές συνθήκες. Ας προστοθεί ότι ανάμεσα στους μικροκεφαλεούχους που μαρτυρούνται, συχνά ήταν ο οικονόμος της Μονής της Αγίας Εκατερίνης των Σιναϊτών Μαλαχίας Φουλές, ο οποίος μεταξύ των ετών 1650 και 1652 επένδυσε στη σερμαγιά διαφόρων πλοίων περίπου 1.820 ρεάλια. Ακόμα ήταν ο διάδοχος του Ευθύμιος Μαρίνος, καθώς και μια γυναίκα, η Σοφία Κορναροπούλα. Από την άλλη πλευρά, οι πλειοκτήτες και οι έμποροι που οργάνωναν τα ταξίδια, προσπαθούσαν να διασφαλίσουν τα χρηματά τους, τα οποία κατά κανόνα ήταν περισσότερα από τα ρίσκα και τους εξωτερικούς κινδύνους μέσω της ταυτόχρονης επένδυσής τους, σε περισσότερα του ενός πλοία και προορισμούς. Ο Ιωάννης Κληρώς και ο Γιοργάκης Αλμπέρτης που προαναφέρθηκαν, ήταν συμπληιοκτήτες τριών πλοίων. Της ΑΥΚΑ ΣΑΓΙΩΓΙΩΙΩΣ που ταξίδευε συνήθως στα λιμάνια των νησιών του Αιγαίου, της ΑΥΚΑ ΣΑΓΙΩΙΩΣ Ιωάννης Βαπτιστής που μετέφερε σιτάρι και όσπρι από το Βόλο και την Κασσάτρα στο Χάνδακα και της ΑΥΚΑ ΣΑΓΙΩΙΩΣ Μάρτυρη που ταξίδευε στα λιμάνια της Κύπρου, της Συρίας αλλά και της Ζακίνθου. Παράλληλα, εκτός από τα χρήματα που τοποθετούσαν στο φορτίο των πλοίων τους, δάνιζαν κεφάλαια με ποσοστά επί των κεδών σε ταξίδια άλλων πλοίων και τέλος επένδυαν σεβαστά ποσά στη σερμαγιά διαφόρων πλοίων ή ναύλων ανάλα για να μεταφέρουν τα μπορεύματά τους. Το είδος των εισαγόμενων προϊόντων ήταν άμεσα ξαρτημένο από τις διατροφικές ανάγκες της πολιορκούμενης πόλης. Από την περιοχή της Χαλικηδικής οι Κρητικοί προμηθεύονταν σιτάρι, όσπρια, ξυλία. Ενδεικτικά μόνο το έτος 1650 πραγματοποιήθηκαν πέντε ταξίδια στην περιοχή της Κανσάδρας για αγοράση τυρών, ωσπρίων και ξυλίας. Ενώ ανάλογη κινητικότητα παρατηρείται τα έτη 1652, 1653, 1654 και 1655. Ξυλία αγόραζαν και από τις κυκλάδες, όπως και κρασί, τυρί, λάδι και ζώα. Από τη Ζάκελθο προμηθεύονταν επίσης κρασί, από τη Μάνη τυρί, λάδι και ζώα και από το Ρέθυμνο λάδι. Εκτός από τα είδη που προμηθεύονταν μέσω του θαλάσσου εμπορίου και των κρατικών αποστολών, οι κάτοικοι προχώρησαν στην εκμετάλλευση των αδόμητων περιοχών της πόλης, προκειμένου να καλύψουν την έλλειψη φρέσκων φρούτων και λαχανικών και να κατασκευάσουν μηλικές υποδομές που θα εξυπηρετούσαν την άλεση των εισαγόμενων σητηρών. Η απώλεια των λαχανόκυπων που βρίσκονταν στις παρυφές της πόλης, κατά μήκος των ποταμών Γιώφυρου και Καρτερού και στους γειτονικούς στο χάνδεκα οικισμούς, είχε ως συνέπεια να περιοριστεί ο καλλιεργίσιμος χώρος εντός των τυχών. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, καταβάλλονταν συνεχείς προσπάθειες εκμετάλλευσης κάθε ελεύθερου τμήμα από το γης. Εντάθηκε η καλλιέργεια των περιβόλων των εκκλησιών, ενώ τα κάλυπτα οικόπεδα και τα ερυπωμένα από τον χρόνο σπίτια μετατράπηκαν σε λαχανόκυπους. Εδώ είναι ο γνωστός χάρτης του Βερντ Μίλερ, όπου είναι πράσινο πράγματι ήταν λαχανόκυποι και ταυτίζεται με τις αρχαιακές πηγές, κυρίως το δυτικό τμήμα της πόλης. Τις αλλαγές που σημειώθηκαν στον αστικό ιστό της πόλης, κυρίως στη δυτική πλευρά της, με την αντατικοποίηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, καταγράφουν εκτός από τις συμβολογικές πράξεις, οι εκθέσεις των Βενετών αξιωματούχων, όπως εκείνη του γενικού στρατιωτικού δικητή Λουκά Φραντζέσκο Μπάρμπαρο, ο οποίος επεσήμενε το 1660 πια ότι όλοι οι ακάλυπτοι χώροι της πόλης είχαν μετατραπεί σε κήπους. Παρά τον περιορισμένο εδαφικό χώρο είναι αξιοσημείωτο ότι δεν μειώθηκαν οι υποδομές των λαχανόκυπων, ούτε άλλαξαν οι τρόποι εκμετάλλευσής τους. Το 1664 ο Γιώργης Σεριανός εκμίστοσε στο Μαΐστρο Γιώργιο Αγοραστό τον κήπο του, που βρισκόταν στο Δερματά, εκεί ακριβώς, Απρέσολεντι Φίτσιον Τελεμουνιτιώνι για ένα χρόνο προς 16 Ιραιάλια σε τρεις δόσεις. Ο κήπος ήταν δεντροφυτευμένος περιμετρικά και διέθεται δύο πηγάδια με τις στέρνες τους και τα γεράνια τους. Ανάλογες υποδομές, δύο πηγάδια δηλαδή γεράνι δεξαμενή και κατοικία χωρίς στέγη, διέθεται λαχανόκυπος με δέντρα τριγύρω, που βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Νικολάου στα Μουρχουταριά και εκμιστόταν προσήκωση αργεράρια άλια αιτισίως. Εδώ είναι οι υποδομές ενός λαχανόκυπου, βλέπετε το γεράνι, το πηγάδι και τη περιμετρική φύτευση στο δέντρο. Εδώ είναι δύο κήποι σε ένα μεγάλο ακάλυπτο χώρο, βόρεια είναι του Αγίου Μαθαίου και νότια του Αγίου Νικολάου στα Μουρχουταριά. Εκτενείς πληροφορίες για την καλλιέργεια λαχανικών αντλούνται από την ιστορία του λαχανόκυπου του παπά Μανώλη Κουδουμνή, που βρισκόταν βόρεια, είπαμε αυτού του Αγίου Νικολάου, στην τοποθεσία Γερά Κενά και δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Μαθαίου. Ο Κουδουμνής, όταν ήταν βιάκος, είχε αγοράσει το περιβόλι από δημόσιο πληστηριασμό σε κακή κατάσταση. Αρχικά ανέθεσε στον Κυπουρών η Κύτα Γαβαλά να το καλλιεργεί και να το ποτίζει. Στη συνέχεια, όπως συνάγεται από συμβόλαιο, το εκμίστοσε στον ίδιο Κυπουρώ για ένα χρόνο προς 20 δουκάτα που θα καταβάλλονταν σε δύο δόσεις. Την περίοδο του Κρυτικού Πολέμου το περιβόλι είχε γίνει έφορο και διέθεται όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό, πηγάδι, τέσσερα γεράνια και στέρνες. Φυτευόταν δυό φορές το χρόνο. Συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του 1651 ο Κουδουμνής συμφώνησε με τον Κυπουρώ Γιάννη Σταυράκη να το καλλιεργήσει με αγγούρες όλο από άκρα σε άκρα, χωρίς να αφήσει τόπον εφήμερον, ενώ το Νοέβριο του ίδιου χρόνου με ραπάνι και φυλάδα. Από τη μελέτη του συνόλου των συμβολέων διαπιστώνω ότι στη διάρκεια του πολέμου οι κάτοικοι προδημούσαν τις εποχικές, ταυτόχρονες ή εναλλασσόμενες συγκαλιέργειες και παιφτικών, που απέφεραν ποικιλία λαχανικών σε βραχύ χρονικό διάστημα χωρίς να μειώνουν τη γωνιμότητα του εδάφους. Η καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν συμπληρωματική εκείνης των λαχανικών, καθώς φυτέβονταν περιμετρικά των λαχανόκυπων, βεβαίως με μονομένα οπωροφόρα δέντρα, αλλά και δεντρόκυποι εντοπίζονται συχνά στον αυλόγυρο των εκκλησιών, των μονών και των κατοικιών του Χάνδεκα. Αντίστοιχη λύση με εκείνη της προμήθειας φρέσκων φρούτων και λαχανικών ακολουθήθηκε και προς την άλεση των εισαγόμενων σητηρών, καθώς οι κρατικοί υδρόμυλοι του Αλμυρού και οι ανεμόμυλοι του Μαρουλά και του Κατσαμπά, εδώ οι ανεμόμυλοι του Μαρουλά, εξαιτίας της κατάκτησης ενδοχόρας είχαν χαθεί οριστικά. Κατασκευάστηκαν νέες μηλικές εγκαταστάσεις εντός των τυχών, ενώ συνεχίστηκε η λειτουργία των ίδιων εφιστάμενων, όπως βεβαιώνεται από αρχαιακές πηγές και χάρτες. Πιο συγκεκριμένα, τρεις σε σειρά ανεμόμυλοι που υπήρχαν ήδη από το 16ο αιώνα κοντά στα Σφαγία στην ενορία της Παναγίας των Αγγέλων και δυτικά των Σιταποθηκών, συνεχίστηκαν, τους εντοπίζουμε σε χάρτες του Κλότζα, του Κορνέρ, συνεχίσαν να λειτουργούν ως την περίοδο του Κρητικού Πολέμου. Περισσότερους ωστός ανεμόμυλους υποδεικνύουν χάρτες του 17ου αιώνα στη δυτική πλευρά της πόλης, οι οποίοι προφανώς λειτουργούσαν και στη διάρκεια του πολέμου. Συστάδα τριών ανεμόμυλων απεικονίζεται από τον Βερνμίλερ μεταξύ των προμαχών του Παντοκράτορα και του Αγίου Ανδρέα. Πιθανότατα οι εν λόγω ανεμόμυλοι ταυτίζονται με εκείνους που αναφέρονται σε συμβολογραφικές πράξεις. Ο πρώτος που βρισκόταν στην ενορία της Άγιας Μαρίνας, δίπλα στον Διφίτσιο Τελαπολβερίνα, φαίνεται εκεί, χτίστηκε σε οικόπεδο που αγόρασαν το 1647 ο Φούρναρης Μιχελής Μελισσότης και ο Γιάννης Ψηφιστής. Η θέση του δεύτερου και του τρίτου προσδιορίζονται επίσης με μεγάλη ακρίβεια σε συμβόλιο εκμοίστησης του 1664. «Νε λα κοντρά της σαν τα Μαρίνα αλνταρματά σίβε σαν Ανδρέα» «Απρέσ' ο λεντιφίτσιο τελεμουνιτιόνι». Δύο στρογγυλή ανεμόμυλοι με εξωτερικές σκάλες, ο ένας λίθινη και ο άλλος ξύλινη, κατασκευάστηκαν αυτή ακριβώς την εποχή κοντά στη συνοικία της Εβραϊκής. Στο έγγραφο μάλιστα υπογραμμίζεται ότι εκείνος με την πέτρινη σκάλα ήταν φαμπρικάτο νοβαμέντε, δηλαδή καινούργιος. Τέλος, το 1652, αναφέρεται ένας ακόμα ανεμόμυλος στην ενορία του Αιγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, κοντά στην πύλη του Δερματά. Είναι φανερό ότι οι παραναφερόμενοι ανεμόμυλοι δεν επαρκούσαν για την άλεση των αγκαίων σητηρών, ενώ δεν υπήρχε άλλος ανοιχτός χώρος με ισχυρές ροές ανέμων για την ανέγερση νέων. Κατ' ανάγκη, όπως συνηθιζόταν σε άλλες οχυρωμένες πόλεις, οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν χειρόμυλους ή κατασκεύασαν υποκίνητους μύλους στο ισόγειο των κατοικιών τους. Για παράδειγμα, το 1651, ένας υποκίνητος μύλος βρισκόταν μέσα σε κατοικία στην ενορία της Παναγίας Πανιμνήτου. Τις μηλικές εγκαταστάσεις αυτού του είδους προέκριναν οι Βενετοί, ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα, επειδή εξυπηρετούσαν του πληθυσμού αφενός ο καιρό πολιορκίας και αφετέρου, επειδή κατά τους θερμινούς μήνες ελαττώνονταν οι ροές των υδατικών ερευμάτων του νησιού. Από όσα προαναφέρθηκαν, διαφέρονται ότι οι πολιορκούμενοί, είτε με εισαγόμενα διαθελάσεις, είτε καλλιεργούμενα εντός των τυχών προϊόντα προσπαθούσαν να καλύψουν τις επιστητικές ανάγκες. Δεν σχολιάστηκε όμως μια βασική παράμετρος. Εάν τα συγκεκριμένα αγαθά μπορούσαν να προοριθευτούν όλοι οι κάτοικοι. Χρειάζεται πριν να διευκρινιστεί ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν σημειώθηκαν ρυζικές αλλαγές στην οργάνωση, στη λειτουργία και στο κρατικό έλεγχο της αγοράς. Ενδειχτικά, η υπέθρυα αγορά ψωμιού, ιταλική και ελληνική, λειτουργούσε μέχρι και την τελευταία φάση του πολέμου. Ωστόσο, οι συνέπειες της πολιορκίας αποτυπώθηκαν στην αγοραστική δύναμη των κατοίκων που συνεχώς μειωνόταν, επειδή οι έμποροι, εκμεταλλευόμενοι την συγκερία, διπλασίαζαν τις τιμές ενώ συχνά απολούσαν τα προϊόντα που διακινούσαν στο λιμάνι, επάνω στα πλοία. Η έλλειψη μετρητών οδήγησε στην ανταλλαγή προϊόντων και ειδικά ψωμιού. Η τιμή της αγοράς του οποίου ήταν 4 σόλδια και πόλησης 10 σόλδια. Οι εξελίξεις αυτές είχαν αντίκτυπο στον κοινωνικό ιστό της πόλης, καθώς οδήγησαν στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών ομάδων που διακρίνονταν με βάση την εμπλοχή τους στον επιστητισμό της πόλης. Πλειοκτήτες και έμποροι που διέθεταν κεφάλαια δραστηροποιήθηκαν στο εισαγωγικό εμπόριο ειδών πρώτης ανάγκης. Εύφοροι κάτοικοι επένδυαν στις εισαγωγές τροφίμων και στη λιανική πόληση προϊόντων που παράγονταν εντός των τυχών, όπως τα λαχανικά και το ψωμί. Τα επαγγέλματα του αρτοποιού, του κυπουρού και του μιλωνά είχαν γίνει προσοδοφόρα, ενώ οι ιδιοκτήτες των αντίστοιχων υποδομών είχαν ένα στεθερό εισόδημα από την εκμίστοσή τους. Από την άλλη, η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού, που οι επαγγελματικές ανασχολήσεις τους δεν συνδέονταν με τον επιστητισμό, επιδινώθηκε. Μεγάλος αρθημός κατοίκων δανειζόταν χρήματα προκειμένου να αγοράσει βασικά είδη διατροφής, βάζοντας ως ενέχειρο κοσμήματα και πολύτιμα αντικείμενα. Προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα, οι κρατικές αρχές με τη συνδρομή των ορθόδοξων ιερέων συνέδασαν την άμυνα της πόλης με τον επιστητισμό των πολιορκουμένων. Εκτός από την τροφοδοσία του στρατού, για την οποία είχαν επιφορτήσει τους ορθοποιούς να παρασκευάζουν αμυστή στους φούρνους τους ορισμένες ημέρες της εβδομάδας ψωμί και παξιμάδι, με σιτάρι ή αλεύρι που τους παρήχε το κράτος, προχώρησαν και στη δωρεάν διανομή παξιμαδιού σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως ήταν οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά και οι χείρες. Πράγματι, σε αδημοσίευτο έγγραφο που έχει ήδη αντοπιστεί από τον συνάδελφο Αντώνι Πάρδο, καταγράφονται ανασυνοικία οι χείρες, οι πολυμελείς και οι άπορες οικογένειες και όσοι είχαν χάσει πρώτου βαθμού συγγενείς στις πολεμικές συγκρούσεις που λάμβαναν δωρεάν παξιμάδι. Δωρεάν παξιμάδι παρήχει επιπλέον το κράτος στις γυναίκες και στα παιδιά που συνεπικορούσαν στην άμυνα του Χάνδεκα, μεταφέροντας πέτρες και χώματα για να κλείσουν τα ρήγματα στα τείχη που άνοιγαν τα κανόνια του εχθρού. Πρόσφατη έρευνα, εδώ στο αρχείο της Βικελέας στα μικροφίλν, αποκάλυψε ότι ήδη το 1648 είχε οργανωθεί με τη φροντίδα του πρωτοπαπά της πόλης Θεόδωρου που λαδά, η καθημερινή διανομή παξιμαδιού στις γυναίκες που μετέφεραν χώμα σε τέσσερα σημεία των τυχών. Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, ο αρθυμός των γυναικών, στους οποίες διανεμόταν παξιμάδι βάρους μία λίτρα συμμερισίες, ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 400, ενώ συνολικά εργάστηκαν στα τείχη τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 3.226 γυναίκες. Παρά τη σημαντική προσφορά τους στην άμυνα του Χάνδεκα, η αρθυμητική τους υπεροχή συγκρατικά με τους άνδρες σχολιάστηκε αρνητικά από το γενικό προνοητή των όπλων Αντώνιο Πρίουλη, ο οποίος το 1667 διαμαρτυρώταν για την επιβάρυνση που προξενούσε ο αυξημένος αρθυμός γυναικών στην κατανάλωση τροφίμων, μαρτυρία που αποκαλύπτει την έμφυλη διάσταση του επιστητισμού σε καιρό πολέμου. Συνοψίζοντας, ο αποχωρισμός της πόλης από την ανδοχώρα της στη διάρκεια της πολιορκίας ανέδειξε την προσαρμοστικότητα των κατοίκων που οργάνωσαν τα δίκτυα του επιστητισμού της σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Άλλαξε ριζικά ο χαρακτήρας του κρητικού εξωτερικού εμπορίου με την αύξηση της ντόπιας ναυτιλίας αλλά με την υπερίσχυση των κοντινών και παράκτυων αποστάσεων. Επιπρόσθετα, ο υποθεμονικής και διαρχής ελληνικός χώρος σε όλη τη διάρκεια του πολέμου αποδείχθηκε ως ο σημαντικότερος τροφοδότης του πολιορκούμονου Χάνδακα. Σημαντικές αλλαγές σημειώθηκαν ταυτόχρονα εντός του αστικού ιστού που διαμορφώθηκε με βάση τις διατροφικές και μεταποιητικές ανάγκες του πληθυσμού. Υπήρχε εν τέλεια επάρκει ο τροφήμος στη διάρκεια του πολέμου. Αν και χρειάζεται διεξοδικότερη αρχιακή έρευνα, διαπιστώνεται ότι οι διατροφικές ανάγκες ήταν αλληλέγδετες με τα διαρκώς μεταβαλλόμενα δημογραφικά δεδομένα και με τη συχνότητα των επιθέσεων. Προφανώς, στην αρχή της πολιορκίας υπήρχαν αποθέματα. Εάν συνειπολογιστεί και η μαρτυρία του Μπουνιαλί ότι οι ευγενείς μετέφεραν με χίλιες προφυλάξεις και σε σύντομο χρονικό διάστημα από τα κτήματά τους, σιτυρά, κρασί και λάδι. Επιπλέον, ο έλεγχος ως ένα βαθμό των θαλάσσιων δρόμων από τη Βενετία, που επέτρεπε τη διακίνηση των προϊόντων, την αντατική καλλιέργεια και χρήση αδόμη των εκτάσων της πόλης, καθώς και οι κρατικές προμήθειες συνέβαλαν στην τροφοδότηση του πληθυσμού. Η συγκεκριμένη εικόνα άλλεξε οριστικά τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας, όταν συρρικνώθηκε η αγοραστική δύναμη των κατοίκων και εντάθηκε ο αποκλεισμός. Σας ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστούμε την κυρία Πανοπούλου. Πάμε θεματικά πολύ λίγο πιο δίπλα, μένουμε στο ίδιο μοτίβο, με την ανακοίνωση του Νουρία Διεκέ και της Ναγίου Περκτάη, σχετικά με την δυνατότητα των Βενετών και των Οθωμανών να εμποφεληθούν από την οικονομία και τη δημογραφία της Κρήτης κατά το πολέμο. Στην κομμή του 17ου αιώνα, η Οθωμανική Εμπράτεια δημιουργήθηκε τη διάρκεια της Βενετίας. Το θέμα ήταν η Ιρήνα της Κρήτης. Η διάρκεια της διάρκεια της Βενετίας δημιουργήθηκε ανεξαρτητικά, μεταξύ 1.25 χρόνια, όπως όλοι γνωρίζουμε. Αυτή η διάρκεια της διάρκεια της διάρκειας δημιουργήθηκε σε μεγαλύτερα χρήματα από την Οθωμανική Εμπράτεια και τη Βενετία. Οι σκληρές χρήματα στις δύο πλευρές της διάρκειας της Βενετίας ήταν ανεξαρτητικά δημιουργήθητες από τους υπόλοιπους κομμάτους. Η διάρκεια της διάρκειας της Βενετίας μέχρι τις δημιουργήσεις της Ιρήνας, ή το φύγιση των πολέμων με τη δημιουργήση της Ιρήνας, ήταν πραγματικά από ευκαιρία. Όταν δεν μπορούσαν να φτιάξουν τα φαγητόχρονα στην Ιρήνα, οι στρατιωμένοι άνθρωποι πήγαν από το Φεμίν, καθώς δείχνουν ότι η δημιουργία της Ιρήνας δεν ήταν αρκετή να τα φτιάξει. Στις δεύτερες χρόνια της διάρκειας της Βενετίας, οι Οθωμανοί και οι Βενετιαίοι πήγαν από διάφορες χώρες και διάφορες υπέροχες από διαφορετικές μέρης, με στρατιωμένες. Μερικές φορές, από την αρχή μέχρι το τέλος της διάρκειας της Βενετίας, η Οθωμανική Επιτροπή δημιουργήθηκε λαχαίρια, ράσκια, ρίξα και άλλα φαγητόχρονα, καθώς και άλλα υπέροχες από την Ανατολία, τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. Για διάφορες χώρες, πάνω από 50 στρατιωμένες στρατιωμένες δημιουργήθηκαν. Η μεγαλύτερη περισσότερα ήταν οι ελληνικές στρατιωμένες. Οι ελληνικές στρατιωμένες δημιουργήθηκαν το ίδιο υπέροχο στους Βενετιαίους. Οι ελληνικές στρατιωμένες δημιουργήθηκαν σε έναν περισσότερο καθόλου, κατά τη δεύτερη εποχή της Βουλήσης, καθώς εμπιστευόταν και τα δεύτερη εποχή. Αυτό το πρόβλημα ήταν πιο αξιοπτικό, ειδικά όταν το Βενετιαίο κλείστηκε τα Δαρντενάλια ή όταν οι υπέροχες κατάστασαν. Επίσης, ένας από τους πιο σημαντικούς στους Βενετιαίους στρατιωμένες ήταν να εξασφαλίσει την προστασία των Οθωμανών στρατιωμένων. Κατά τη δεύτερη εποχή των Βενετιαίων στρατιωμένων, κάποιες στρατιωμένες «έφεραν στις Βουλήσης και της Ανατολίας και έφεραν γραμμίες στον Κρήτο, με τραγούδι». Επίσης, πολλές φορές δεν μπορούσαν να βρεθούν γραμμίες και οι στρατιωμένοι δεν είχαν τίποτα. Κατά τη δεύτερη εποχή των Βενετιαίων στρατιωμένων, κάποιες στρατιωμένες «έφεραν στις Βουλήσης και της Ανατολίας και έφεραν γραμμίες στον Κρήτο, με τραγούδι». Μια σημαντική κατάσταση δημιουργήθηκε στον χρόνο του 1667, όταν οι τραγούδιες έγιναν περισσότεροι και δύσκολα στρατιωμένες και έφεραν γραμμίες. Μετά από περιοχές ειδικά σκληράς, υπήρχαν και χρόνια όπου οι βουλήτες, γραμμίες και στρατιωμένες ήταν πίσω στον χρόνο και έφεραν στρατιωμένες στον χρόνο. Οι προστατείες που έπρεπε να εφαρμόσουν στην Βενετία έφεραν στον Χανιά, τον Ρετημνών και το Ιεραπεκτρα, ενώ να εφαρμόσουν τα τραγούδια και τα βουλήτες στον χρόνο από τον Χανιά και τον Ρετημνών, κατά τη στιγμή της Κανδίας, ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα. Οι δρόμοι ήταν σε κακή κατάσταση και η πόλη ήταν, και ακόμα είναι, πόλη. Η εφαρμογή έκανε πολύ χρόνο, αποτεθούντας στη σκληρά των πολλών τραγουδιών. Για να ασφαλίσει αυτό το πρόβλημα, ο Φάζελ Αχμετ-Πασάς είχε δημιουργηθεί το Πόρτ Βαλί. Αυτό το πόρτ, το οποίο ήταν σχετικά με το εγκέμπνετ, ήταν ασφαλισμένο και τα τραγούδια και τα βουλήτες από εξωτερικά το Ιεραπεκτρα, όπως και από διαφορετικά μέρη στο Ιεραπεκτρα, έπρεπε να εφαρμόσουν εδώ. Το Πόρτ Φοδάλα έπρεπε να είναι το δεύτερο πόρτ. Το πόρτ ήταν εφαρμοσμένο στο Ιεραπεκτρα σε αυτόν τον κόσμο. Τρεις διαφορετικές τρόπες έπρεπε να ασφαλίσουν το πόρτ μέσα στο Ιεραπεκτρα. Ερχόμενως, οι ασφαλίτες έπρεπε να εφαρμόσουν και τα βουλήτες τους. Αλλά, οι ασφαλίτες δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν πολύ με την πόρτ, επίσης στις αυτοί τους σκληράς. Επομένως, οι βουλήτες και τα βουλήτες τους έπρεπε να έρθουν από την Ανατολία. Για τον πληροφορισμό, επίσης στις αυτοί τους σκληράς και τα βουλήτες τους, 10 βουλήτες και τα βουλήτες τους έπρεπε να εφαρμόσουν στις αυτοί τους σκληράς και τα βουλήτες τους. Το τρίτο και πιο σημαντικό πρόγραμμα στην οργάνωση του πληροφορισμού ήταν η εμφάνιση της κοινωνικής κοινωνίας. Αυτό έκανε δύο τρόπους. Το πρώτο ήταν η ασφαλία του κεταλού, από ένα τρόπο ασφαλίας. Το πρόγραμμα που έφερε στον ΚΑΔΡ και σε άλλους εθνικούς του Ρεθυμνών, στην αρχή του 1667, έκανε ότι τα βουλήτες που είχαν φέρει από την Ανατολία στο Ρεθυμνών, πρέπει να εφαρμόσουν στις αυτοί τους σκληράς και τα βουλήτες τους. Για αυτόν τον πρόγραμμα, έκανε να εφαρμόσουν μία βουλήτες για κάθε πέντε κοινωνικής κοινωνίας στο Ρεθυμνών και τα βουλήτες τους στις αυτοί τους. Το πρόγραμμα έκανε σε τρία ημέρα, με εφαρμογή 470 βουλήτες από την Ανατολία στο Ρεθυμνών, 190 από την Αιβασίλ, 225 από την Αμαρία και 511 από την Μιλαποτάμου, 1.396 στο τέλος. Κοινωνικές πρόγραμμα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί σε διαφορετικά μέρη του νησίου. Όπως μπορούμε να δούμε από το εφαρμογημένο δικαίωμα, το οποίο έκανε και στην Χανιά. Η δεύτερη τρόπο να εφαρμογεί την κοινωνική κοινωνία στο δημιουργείο είναι το δημιουργημένο δημιουργείο. Κατά τη σύζυγη στο Ρεθυμνών, οξανίες και δαγκίες είχαν εξαρτηθεί από το ΡεΑΙΑ για να εφαρμογούν τους κανόνες και να φτιάξουν γραμμίες. Επίσης, κατά τη σύζυγη στο Ρεθυμνών, οξανίες είχαν εξαρτηθεί από το ΡεΑΙΑ για να φτιάξουν γραμμίες. Ο Ευλιαρ Τσέλεμπι παρουσιάζει ότι οι Κρήτες, που είπαν ότι μπορούσαν να φτιάξουν γραμμίες από τον εξαρτηθείο, βρήκαν χιλιάδες δαγκίες. Ο Ευλιαρ Τσέλεμπι λέει 70.000 δαγκίες, αλλά αυτό είναι σίγουρα ένα τελείως εξαρτηρισμένο σχέδιο. Έμειναν στο δικαίωμα και έγιναν πολλά χρήματα. Συμφωνώντας με τον Ευλιαρ Τσέλεμπι, υπήρχαν δαγκίες δαγκίες για να φτιάξουν γραμμίες σε 40 διαφορετικούς σημείους. Όλοι οι δημοσιογραφικοί στρατιωθούσαν τα υποστηριότητά τους, τα προσοχή τους και τα υπόλοιπα υπηρεσία από το Χανια, το Ρεθυμνών και άλλα πόρτα με αυτά. Ο Ευλιαρ Τσέλεμπι παρουσιάζει ότι ο στρατιωτικός στρατιωτικός στρατιωτικός εγώ είμαι τόσο διευθυντή όταν είδα τι σημαντική δημιουργία έκανε τα δαγκίες. Επιπλέον, εάν ήξερα ότι οι δαγκίες θα βοηθούσαν τους Τουρκούς τέτοιου, μεταξύ προσοχής και αφιερθείς, θα τους είχαμε όλους κολλήσει πριν οι Τουρκούς έγιναν να φτιάξουν. Η δημιουργία της δημιουργίας ήταν εμπλεκτική στον εξελίξιο, αλλά δεν ήταν δημιουργημένη στις πλήρες της πόλης. Βεβαίως, σχετικά με την ασφαλή τους και την πιθανότητα του εξελίξιο, τα υπέροχα που έφεραν στις προγραμμένες θέσεις, πήγαιναν μέσα στο εγκέμπνετ και δημιουργήθηκαν από τους στρατιωτές τους. Ακόμα και πάνω από τις στρατιωτές των Οθωμανικών στρατιωτών, οι δημιουργίες δημιουργούσαν επίσης. Στις 1650, η Βαρλία και η Βαρλία έγραψαν από τα υπέροχα των Οθωμανικών στρατιωτών και το 1654, η Κορκετουδά έδωσε τη δουλειά για το έγραψα με τα παιδιά. Το έγραψα με τα παιδιά της δημιουργίας ήταν επίσης δημιουργημένο. Ένα δημιουργείο, στρατιωμένο από το 1651, δημιουργείται ότι από κάθε χωριό, ένα μούζορ, το οποίο είναι 43 κιλόγραμμα, ένα μούζορ της Βαρλίας, και ένα σύστημα, έπαιξαν κάθε τρία μήνα. Στον Οθωμανικό 1656, 18 βουκιέζ, ένα βουκιέ είναι σχετικά 23 κιλόγραμμα, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ, το οποίο είναι 43 κιλόγραμμα, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας, και στρατιωμένο από κάθε χωριό, ένα μούζορ της Βαρλίας. Κάθε χρόνος κρητικός πόλεμος, καθώς και η διαερεύνηση των χαρακτηριστικών της αγροτικής οικονομίας με βάση το χώρο. Βασική παράμετρος για τη χαρτογράφηση του χώρου αυτού και την ανασύστασή του με βάση τα βοηθητικά εργαλεία των νέων τεχνολογιών, που προσφέρουν τα αγιογραφικά συστήματα πληροφοριών, το GIS, είναι το φυσικό περιβάλλον και οι σταθερές που θέτει η φύση στην αγροτική δραστηριότητα των ανθρώπων. Η εργασία μας υλοποιείται στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου με τίτλο «Η αγροτική οικονομία της Κρήτης στους προημούς νεότερους χρόνους – Προσέγγιση μέσω GIS», που εντάσσεται στη δράση ενίσχυση των υποδομών έρευνας και γενοτομίας και χρηματοδοτείται από το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα και γενοτομία» στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020 με τη συγχρεματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το έργο διεξάγεται στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας Έρευνας, στο Ρέθυμνο, για τη βοήθεια της δημιουργίας των GIS χαρτών, ευχαριστούμε θερμά τη Ρεμπέκα Σέιφραιντ. Βασικές πηγές για την έρευνά μας αποτελούν τα αναλυτικά κατάστηχα που προέκυψαν από τις οθωμανικές απογραφές της Κρήτης κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τη λήξη του Κρητικού Πολέμου, στα 1650 και 1670, καθώς και το κατάστηχο του κεφαλικού φόρου στα 1670. Τα κατάστηχα, ανέκδοτα όσον αφορά στο μεγαλύτερο τμήμα τους, φυλάσσονται στην Κωνσταντινούπολη στο Κρατικό Αρχείο της Τουρκικής Δημοκρατίας, π.ο.Ι. Οθωμανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας. Η απογραφή του έτους 1650 αποτελεί ένα τυπικό δείγμα τιμαριωτικού καταστήχου, ακολουθώντας τη λογική των καταστυχώσεων των περούμενων αιώνων. Σε κάθε οικισμό καταγράφονται οι μη μουσουλμάνοι άρραινες καλλιεργητές της γης και ξεχωριστά οι άγα με γη τους, και αναφέρονται αναλυτικά οι φόροι που βάριναν το κάθε χωριό. Δεκάτες εισπράττονταν από την παραγωγή δημητριακών που αποτελούνταν από σιτάρι, κριθάρι και βρώμη, ενώ ξεχωριστή κατηγορία αποτελούσαν τα όσπρια. Σημαντικό ποσοστό της φορολόγησης βάρινε το μούστο και το ελαιόλαδο. Τέλοι επιβάλλονταν και στις λεγόμενες βιομηχανικές καλλιέργειες, βαμβάκι, λινάρι, στους χείρους, τους μήλους και τα μποστάνια. Ενώ η απογραφή του 1650 περιλαμβάνει σημαντικά στοιχεία για τα δημογραφικά δεδομένα, εν τούτης τα αποτελέσματα της έρευνάς μας αναφορικά με τα μεγέθη της αγροτικής παραγωγής, κατέδειξαν πως αφορούσαν σε φορολογικές εκτιμήσεις, οι οποίες προέκυψαν χωρίς να προηγηθεί μια πραγματική καταμέτρηση της παραγωγής. Ένας ισχυρός συντελεστής συσχέτησης των αριθμητικών δεδομένων μεταξύ των Δημητριακών, αλλά και ανάμεσα στο λάδι και το μούστο, προέκυψε από τη στατιστική ανάλυση του καταστήχου και φανερώνει πως η πρώτη ορθομανική απογραφή της Κρήτης μοιράζεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πρώτων απογραφών της Πελοποννήσου και της Εύβοιας. Ως αποτέλεσμα του τρόπου καταστήχωσης παρατηρήθηκε μια σχετική αναντιστυχία των δεδομένων για την παραγωγή με τις σταθερές που θέτει το ανάγλυφο του νησιού αλλά και το κλίμα, με χαρακτηριστικό την έντονη διαφοροποίησή τους ακόμα και εντός των ορίων της ίδιας διοικητικής ενότητας. Αντίθετα, τα δεδομένα της δεύτερης υπομελέτης απογραφής, αυτής του 1670, η οποία εντάσσεται σε ένα νέο πλαίσιο ορθομανικών απογραφών που έλαβε χώρα κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, βασιζόμενοι στην καταμέτρηση της έκτασης των καλλιεργούμενων εκτάσεων, φανέρωσαν μετά την τοποθέτησή τους σε χάρτη, πως παρουσιάζουν μια αρμονία με το χώρο και το κλίμα. Η μεθοδολογία που ακολουθήσαμε κατά την παρουσίαση των ορθομανικών απογραφών σε χάρτες, είναι καταρχάς η μεταγραφή των πηγών και ο χωρικός προσδιορισμός των οικισμών. Στην περίπτωση της Κρήτης, έχει επισημανθεί ότι το οικιστικό δίκτυο κατά την εποχή που ερευνάμε, είχε διαμορφωθεί τουλάχιστον πριν από τον 16ο αιώνα. Ανακατατάκεις στην κατοίκηση έγιναν στη διάρκεια του 19ου αιώνα λόγω της διαμάχησης Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Είπεθρο. Έτσι, για το 1670 κατοχθώσαμε και ταυτίσαμε με ακρίβεια το 85% των οικισμών που καταγράφονται στο κατάστηχο. Πόλεις, χωριά και μετόχια. Οι οικισμοί που δεν κατέστην δυνατό να εντοπιστούν, είναι στην πλειονότητα τους μικρά μετόχια που βρίσκονταν στα όρια κάποιου χωριού, χωρίς όμως να μπορούμε να τοποθετήσουμε με ακρίβεια τη θέση τους στο χάρτη. Τα πρώτα σημεία στα οποία θα εστιάσουμε τις παρατηρήσεις μας μετά την ανάλυση των πηγών είναι τα δημογραφικά δεδομένα και η κατοίκηση, επιχειρώντας να αναζητήσουμε μια σύνδεση μεταξύ του που ζούσαν και που καλλιεργούσαν οι άνθρωποι στην πρωί Μιοθωμανική Κρήτη. Η πληροφορίας από τα Οθωμανικά κατάστηχα της Κωνσταντινούπολης αλλά και τους ιεροδικαστικούς κώδικες που φυλάσσονται στο Τουρκικό Αρχείο Ιρακλίου της Βικελέας Δημοτικής Βουλιοθήκης, φανερώνουν μια σταθερή μείωση του αριθμού των μη Μουσουλμάνων κατοίκων, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και μέχρι τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα, αποτέλεσμα των αθρώων εξ-Ισλαμισμών, της μετανάστευσης τμήματων του πληθυσμού, καθώς και των συχνών επιδημιών που έπληταν το νησί. Ο αριθμός των 200.000 ανθρώπων που μεταφέρει ο Ευλιάτς Αλεμπί στα 1670 θα μπορούσε να κριθεί ως η ανώτερη εκτίμηση για αυτή τη χρονιά, με βάση της προτεινόμενης μεθόδου για εξαγωγή δημογραφικών δεδομένων από τα Οθωμανικά κατάστηχα και φανερώνει μίωση σε σχέση με τις δύο τελευταίες βενετικές καταγραφές του πληθυσμού. Μετά την επεξεργασία των πληθυσμιακών δεδομένων αναϊκισμό, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως η βάση της κατοίκησης στην Κρήτη, κατά την πρώη Μυρωθυμανική περίοδο, ήταν το μικρό χωριό ή χωριουδάκι. Με βάση το κατάστηχο του κεφαλικού φόρου του 1670, μόνο ένα ποσοστό 2,3% επί του συνόλου των φορελογούμενων μη μουσουλμάνων, εμφανίζεται ως κάτοικη των πόλεων, ενώ η συντριπτική πλειονότητα ήταν άνθρωποι της αγριωτικής υπέθρου. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν ως επιτοπλίστων σε χωριά που το συνολικό ύψος των φορελογούμενων ανδρών δεν ξεπερνούσεται 25 άτομα. Αναλυτικότερα, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των δεδομένων, το 47% των οικισμών στα 1650 και το 65% στα 1670 είχαν μέχρι 25 ενήλικες φορελογούμενους άνδρες, ενώ στην κατηγορία μεταξύ 26 και 50 φορελογούμενων, ήταν το 32% στα 1650 και το 20% στην επόμενη απογραφή. Η ταυτοποίηση των οικισμών στον χώρο οδήγησε στο συμπέρασμα πως στο επίπεδο της κατοίκησης και κατεπέκτασης της χρέσης του χώρου από τον καταβάσι αγριωτικό πληθυσμό της υπέθρου, υπήρξε ομαλή μετάβαση από τη Βενετική στην Οθωμανική κυριαρχία. Με εξαίρεση την περιοχή γύρω από το Χάνδακα, όπου διεξαγόταν το βασικό τμήμα των πολεμικών επιχειρήσεων με τη μακρόχρονη πολιοργία της πόλης, η πληρονότητα των οικισμών των υπόλοιπων επαρχιών απαντάται στις βενετικές καταγραφές του 1583 από τον Καστροφύλακα και του 1630 από τον Μπασίλη Κάτα. Όπως προκύπτει από τη σύγκριση των δεδομένων, αμέσως μετά την πλήρη επιβολή της Οθωμανικής κυριαρχίας, υπήρξε επανίκηση του χώρου γύρω από τον Χάνδακα, στον οποίο δεν καταγράφηκαν κατοικημένα χωριά στα 1650. Η ανάλυση της κατοίκησης και της συγκέντρωσης της πληθυσμού βάσει της παραμέτρου του υψόμετρου μας δείχνει πως η πλειονότητα των οικισμών και οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σε ένα υψόμετρο κάτω των 400 μέτρων, κυρίως όμως ανάμεσα στα 200 και 400 μέτρα. Πιο αναλυτικά, μέχρι τα 400 μέτρα βρίσκονταν το 69% των οικισμών στα 1650 και το 71% στα 1670, μια μικρή αύξηση που εμφανίζεται κυρίως λόγω της σταβιακής επανίκησης της παιδινής περιοχής του Χάνδακα, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή, το 67% του φορελογούμενου πληθυσμού ζούσε σ' αυτούς τους οικισμούς, ανάμεσα στα 300 μέτρα, ενώ το ποσοστό αυτό μετά από 20 χρόνια αυξάνεται κατά μία μισή μονάδα. Ειδικότερα όμως, όπως φαίνεται και από τους δύο χάρτες, οι οικισμοί που βρίσκονταν μεταξύ 200 και 400 μέτρων, ένα ποσοστό της τάξης του 36% συγκέντρωναν το 39% στα 1650 και το 40% στα 1670 των φορελογούμενων μη μουσουλμάνων Νεφεράν. Η χωρική συγκέντρωση των αρρώσιμων γεών αποκαλύπτει πως κυριαρχούσαν στις περιοχές που ο χώρος και το περιβάλλον ευνοούσαν την καλλιέργεια σε όλη της ιστορικές περιόδους. Ο μεγαλύτερος όγκος της καλλιέργειας εντοπίζεται σε παιδινές περιοχές με χαμηλό υψόμετρο μέχρι τα 400 μέτρα, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 80% των εκτάσεων. Όπως και στην περίπτωση της κατοίκησης, η μεγαλύτερη συγκέντρωση γεών εμφανίζεται εκεί που εντοπίζεται και η μεγαλύτερη συγκέντρωση ανθρώπων, δηλαδή ανάμεσα στα 200 και τα 400 μέτρα. Κάτι το οποίο καταδεικνύει την άμεση σύνδεση της αγροτικής οικονομίας με τους όρους της κατοίκησης. Οι κάτοικοι του νησιού ζούσαν εκεί που οι συνθήκες επέτρεπαν την εντατικότερη εκμετάλλευση της γης. Αυτό ενισχύει την άποψη για μια ομαλή μετάβαση από τη Βανετική στην Οθωμανική κυριαρχία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο μεγαλύτερο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού του τόπου. Οι αγροτικές κυριαρχούσαν στην παιδινή βόρεια πλευρά του νησιού, ανατολικά και δυτικά της πόλης των Χανίων, στην πεδιάδα του Μηλοποτάμου και στο Μεραμπέλου. Ακόμα μεγαλύτερη καλλιέργεια εντοπίζεται στην κέντροανατολική περιοχή που περιλαμβάνει την πεδιάδα του Ηρακλίου και την έφορη πεδιάδα της Μεσαράς, τον κύριος ή το βολόνα του νησιού. Η διασπορά των αμπελώνων στην επιφάνεια του νησιού παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτά των αρρώσιμων γεών, ως μια καλλιέργεια που επηρεάζεται άμεσα από τις κλιματικές συνθήκες, τον πόλεμο και τη συντική πολιτική του εκάστοτε κυριαρχού. Ενώ η υψομετρική ζώνη στην οποία εντοπίζεται ο κύριος όγκος της αμπελοκαλλιέργειας είναι και πάλι αυτή ανάμεσα στα 200 και τα 400 μέτρα, φαίνεται πως ήταν εκτεταμένη και σε μεγαλύτερο υψόμετρο που έφτανε μέχρι και τα 600 μέτρα. Συνολικά το 75% της αμπελοκαλλιέργειας ήταν συγκεντρωμένος στη ζώνη μεταξύ των 200 και 600 μέτρων, ενώ με εξαίρεση την ημιορρυνή νότια περιοχή του Σελήνου κυριαρχούσε στη βόρεια πλευρά του νησιού. Η απουσία εκτεταμένης αμπελοκαλλιέργειας στις ιτοπαραβογικές περιοχές κατά την πρόημη Οθωμανική περίοδο φαίνεται πως είναι αποτέλεσμα των περιορισμών που επέβαλε η Βενετία κατά τους τελευταίους αιώνες της κυριαρχίας της στο νησί. Ειδικά η περιοχή της Μεσαράς βρέθηκε στο επίκεντρο τουλάχιστον 4 επιχειρήσεων εκκρίζωσης αμπελώνων. Μία άλλη περιοχή στην οποία το αμπέλι σχετικά απουσιάζει είναι τα περιχωριά του Χάνδακα. Η αιτία αυτή τη φορά συνδέεται με τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και την πιθανολογούμενη καταστροφή των αμπελώνων αλλά και των ελαιόδεντρων όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η Ελλιά κατά την πρόημη Οθωμανική περίοδο στην Κρήτη αποτελούσε τον τρίτο πελώνα της οικονομίας μετά τα Δημητριακά και το Κρασί. Σταδιακά όμως μετατράβηκε στο βασικό περιόδο του νησιού. Η πρώτη παρατήρησή μας έχει να κάνει με την απόλυτη αρμονία των δεδομένων της απογραφής που ακολούθησε την πτώση του Χάνδακα με τους όρους του χώρου και του κλίματος. Η Ελλιά ήταν ο τομέας της αγροτικής οικονομίας του οποίου η μεγάλη συγκέντρωση βρισκόταν σε χαμηλό υψόμετρο μέχρι τα 200 μέτρα. Σχεδόν τα μισά ελαιόδεντρα του νησιού εντοπίζονται σε αυτό το επίπεδο. Αντίθετα, όσο το υψόμετρο αυξάνεται και παράλληλα η θερμοκρασία μειώνεται, παρατηρείται ελάτωση του αριθμού των ελαιόδεντρων. Τα βασικά ελαιοπαραβολικά κέντρα της Κρήτης εντοπίζονται στα βόρεια-βυτικά παράλια του νησιού, τα Χανιά, την Κίσαμο, τον Αποκόρονα και το Ρέθυπνο. Επίσης σημαντικά κέντρα ήταν η περιοχή του Μεραμπέλου και η ζεστή περιοχή της Ιεράπετρας. Η οπτικοποίηση των δεδομένων αποκαλύπτει πως στο χώρο που συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος της καλλιέργειας των αρρώσιμων γεών αλλά και της αμπελεοκαλλιέργειας, δηλαδή σε ολόκληρο το διαμέρισμα του Χάνδακα με τα έφορα εδάφη, υπήρχε η μικρότερη πυκνότητα ελαιόδεντρων. Η αιτία μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην παρεμβατική πολιτική ελέγχου της γης των Βενετών και όχι στους κλιματικούς όρους της συγκεκριμένης περιοχής, η οποία είναι ευνοϊκή για την καλλιέργεια της ελιάς. Από την άλλη, τα όσα προκύπτουν από την Οθωμανική απογραφή συμβαδίζουν και με τους κατά τόπους περιβαλλοντικούς παράγοντες που περιορίζουν την ανάπτυξη του ελαιόδεντρου. Στις βόρειες παρυφές του ψηλορύτη, ελάχιστα ελαιόδεντρες καταγράφονται μετά το όριο των 600 μέτρων. Άλλωστε, οι μαρτυρίες γι' αυτόν τον βουνό κάνουν λόγο για ύπαρξη χιονιού καθόλη τη διάρκεια του έτους, αποτέλεσμα της κλιματικής ανομαλίας που επέφερε η μικρή παγετόδες εποχή. Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ευρωπεδίου του Λασιθείου, στο οποίο καταγράφηκαν συνολικά 139 δέντρα, 138 στους Μέσα Ποταμούς και ένα μόλις στο Τζερμιάδο. Συμπερασματικά, θα τονίσουμε καταρχάς την ανάγκη για μεθοδολογικό έλεγχο των πιβών, πριν αυτές υιοθετηθούν για συμπεράσματα αναφορικά με την αριωτική οικονομία και την ιστορία του χώρου και του κλίματος. Η χαρτογράφηση της υπέθρου της Κρήτης στη μετάβαση από τη Βενετική στην Οθωμανική κυριαρχία και η σύγκριση με άλλες πηγές αλλά και με τους όρους του περιβάλλοντος, φανερώνει πως τα δεδομένα του 1670 κρίνονται πιο αξιόπιστα σε σχέση με την πρώτη απογραφή του νησιού. Κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο φαίνεται πως οι άνθρωποι της υπέθρου εξακολουθούσαν να κατοικούν στο οικιστικό δικτύο που είχε διαμορφωθεί κατά την ύστερη περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, έστω κι αν ο συνολικός πληθυσμός παρουσίαζε μείωση. Η συγκέντρωση των ανθρώπων παρουσιάζει πλήρη αντιστοιχία με τη χωρική οριοθέτηση της αγροτικής δραστηριότητας. Μέχρι το υψομετρικό όριο των 400 μέτρων φαίνεται πως ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος της καλλιέργειας του Μεσογεριακού τρίπτυχου που αποτελούν τα Δημητριακά, το κρασί και το λάδι, καθώς και οι άνθρωποι που τα παρήγαραν. Η διασπορά της αγροτικής οικονομίας στον χώρο φανερώνει μια κανονικότητα. Μεγάλες εκτάσεις γης καλλιεργούνταν στις παιδινές και έφορες περιοχές, ενώ αντίστοιχα μεγάλη ήταν και η κλήρη εκεί που ο χώρος ήταν διαθέσιμος. Το αντίθετο φαίνεται πως ίσχυε εκεί που το ανάγλυφο του εδάφους έθεται περιορισμούς. Οι όροι του περιβάλλοντος φαίνεται πως επηρέαζαν και τις καλλιέργειες που εξαρτώνται από τις σταθερές της φύσης, τη θερμοκρασία και το νερό. Η κανονικότητα αυτή φαίνεται πως διακόπηκε μόνο σε ένα μικρό τμήμα του νησιού, εκεί που διαδραματίστηκε η τελευταία φάση του πολέμου, όπως αντανακλά και η αποσία των πολυγετών καλλιεργιών γύρω από το Χάνδακα. Επιπλέον, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αντανακλάται και η ανθρώπινη παρέμβαση, όπως αυτή καθορίστηκε από την εφαρμογή της πολιτικής των προηγούμενων κυρίαρχων του νησιού, που μετά από τέσσερες και πλέον αιώνες παρουσίας παρέδωσαν την εξουσία τους οριστικά το Σεπτέμβριο του 1669. Ευχαριστούμε πολύ, είναι μία και τέταρτο. Είμαστε πολύ καλά. Θα έλεγα ότι, επειδή ήταν όλοι ομιλητές, να περιουστούμε σε δύο-τρεις ερωτήσεις στον καθένα. Και καθώς δεν χωράμε κιόλας όλοι, θα το κάνουμε αναγκαστικά σε δώσεις, οπότε ας ξεκινήσουμε με τους... νομίζω σε δύο δώσεις, με τον κύριο Τσικνάκτη και τον κύριο Πανοπούλου και την Νουρή Αραντιακέ. Ξεκινώντας από το ανακείμενο του κύριου Τσικνάκτη, θέλω να ρωτήσω αν η πλήτηση αυτοί των δόκτους, ας το πούμε τώρα ορθόδοξου πληθυσμού, που παρατηρείται στην Είπεθρο, αν είχε αντιστοιχεία και στις μεγάλες πόλεις, ιδιαίτερα μέσα στο Χάνδακα, δηλαδή ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν δικές τους διεκλυκήσεις, αν αυτό μορφωποιείται πραγματικά σε κάποιους στόχους και αν μπορεί να διαφανεί κάποια ηγεσία που να κατευθύνει αυτά τα πράγματα εκτός των Βενετσιάνων. Ανέφερα τις πληροφορίες που έχουμε για τις αγροτικές περιοχές. Μέσα στο Χάνδακα έχουμε αρκετές πληροφορίες για το πόσα της συμπεριφέρθηκαν οι ορθόδοξοι πληθυσμούς τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Εγώ νομίζω ότι είναι το καθοριστικό που φαίνεται εκεί και η διαθέση της Βενετίας, η παρουσία του οικομενικού πατριάκη του Ιωαννίκη του Δευτέρου για δύο περίπου χρόνια στο Χάνδακα. Εκεί βέβαια προσκανέστηκε κάτω από έκτακτε συνδίκες από το Μοροζίνι, αλλά ο τρόπος που κινήθηκε τα δύο αυτά χρόνια συσπήρωσε τον πληθυσμό που περισσότερο παίρνει μέρος των αγών εναντίον των Οθωμανών. Δηλαδή φέρνουμε πια ξεκάθαρα ότι έχει ένα κίνητρο, του δίνει την κατεύθυνση ο οικομενικός πατριάρχης, αυτό που ανέφερα με το μυστήριο της εξομολογήσεως του έδωσε τη δυνατότητα, ας πούμε, ότι αν πεθάνεις σε περιμένει ένας καλύτερος κόσμος. Αυτό κράτησε δύο χρόνια. Εκεί ταυτόχρονα φαίνεται και η πολιτική της Βενετίας που ήταν δύσκολη, να πούμε την αλήθεια. Δηλαδή από τη μια πλευρά αυτή η κίνηση με τον Ιωαννίκη την ευνόησε γιατί ο ορθόδοξος πληθυσμός πήρε ενεργότερα μέρος στον αγώνα. Από την άλλη πλευρά όμως προκάλεσε, αυτό δεν είχα δυνατότητα να το αναπτύξω γιατί είναι λόγω συντομίας χρόνου, προκάλεσε την αντίδραση του Βατικανού. Δηλαδή έχουμε από δύο πλευρές αντιδράσεις. Από τη μια πλευρά έχουμε το βικάριο της Λατινικής Αρχιεπισκοπής ο οποίος στέλνει ένα μήνυμα στη Βενετική Σύγκλητο και λέει ότι πρέπει του ταχύτητο να απομακρυθεί ο οικομενικός πατριάχης γιατί υπάρχει πρόβλημα με την ανασίσαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Χάνδακα και από την άλλη πλευρά επεμβαίνει το ίδιο η προπαγάντα φίντε στη Ρώμη και προσπαθεί να αποτρέψει την υπαρρουσία του Ιωαννικίου στο Χάνδακα. Η Βενετία βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Θέλει αφενός μεν να παραμείνει ο Ιωαννικίος στο Χάνδακα, από την άλλη όμως αυτό θα τη φέρει σε αντιπαράθεση και σε σύγκλωση με τον Πάπα. Εκείνο το ακριβώς το διάστημα ζητάει από τον Πάπα να ενεργοποιήσει κάθε κίνησή του για να μπορέσει να προσελκύσει στρατεύματα από τη Γαλλία και από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άντιχον του έφερνε αντίρρηση και δεν τον απομάκρυνε, υπήρχε κίνδυνος να αναβαγίσει η προσπάθειά του για τη δημιουργία εξοτραπτικών σωμάτων που θα έρχονταν στο Χάνδακα. Και έτσι υποχρεώνεται τελικά ο Μωροζίνη, παίρνει μαζί του τον Ιωαννίκιο μετά από δύο χρόνια, τον κατευθύνει, πηγαίνει στη Μάνη, εκεί προσπαθεί να ξεσηκώσει τον πληθυσμό ένα άλλο πολεμικό μέτωπο που έχει άμεσα σχέση βέβαια με το Χάνδακα και τις προσπάθειες για τη λύση της πολιορκίας του. Εκεί βέβαια βρίσκεται σε δύσκολη θέση, τον αφήνει στη Μάνη και φεύγει για τις Κυκλάδες. Ο Ιωαννίκιος παραμένει στη Μάνη και περνάει μετά στα Κύθηρα, όπου και πεθαίνει μετά από δύο χρόνια. Νομίζω ότι το καθοριστικό σημείο ήταν αυτό. Δηλαδή, πρέπει να ξέρουμε και το πώς ήταν η πολιτική κατάσταση τότε στην Ευρώπη και τι δυνατότητες είχε η Βενετία, δηλαδή τι δυνατότητες είχε να κινηθεί. Απλώς διάλεξε αυτή τη λύση. Έχει το λόγο κύριος εκεί. Να παρακαλέσω να κρατήσουμε και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις κάπως. Ναι, για το πρώτο μιλητή. Βασικά έχω παρακολουθώ κάπως το θέμα και βλέπω ότι τα τελευταία χρόνια από κάποιους κύκλους προσπαθεί να παρουσιαστεί ο πόλεμος Κρήτης σαν να ήταν μια σύμπραξη Ορθοδόξων και Καθολικών ενάντια στους Τούρκους. Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα προϊόν περισσότερο του γεωπολιτικού παρόντος. Αφιβάλλω αν τα χρόνια του Μουσολίνη θα παρουσιαζόταν έτσι αυτό το θέμα. Θέλω να πω δηλαδή ότι το σημερινό παρόν καθορίζει λίγο για τη μελέτηση της ιστορίας. Εγώ προσωπικά δεν πίθομαι ότι οι κριτικοί Ορθόδοξοι είχαν κάποιο σκοπό να υπερασπιστούν τη βενετική κατοχή εις βάρος της Τούρκικης τσοτωμανικής εισβολής. Δεν είναι ένα ότι αφισβηθώ τις πηγές που παρουσιάσετε, αλλά δεν ξέρω αν είναι οι μοναδικές. Όχι, αυτή είναι η ερώτηση. Αυτό πάει και στον ομιλητή τον Τούρκο, αν δεν κάνω λάθος, που παρουσιάζει τα γεγονότα διαφορετικά για τον πληθυσμό. Δηλαδή ότι οι κριτικοί, ειδικά οι φτωχοί, αδιαφορούσαν πλήρως για την εισβολή του Οθωμανικού στρατού και μέρη συνεργαστήκαν οικονομικά και κοινωνικά. Αν θέλετε μια άλλη επίπρόσχητη ερώτηση... Εγώ νομίζω είμαι σαφής, ας πούμε, της τάσης του αγροτικού πληθυσμού. Πέρασε από διάφορα στάδια. Στην αρχή ήταν αδιάφορος. Σταδιακά, όμως, άρχισε κατόπιν, ας πούμε, των διαφορών πρωτοβουλιών της Βενετίας και επειδή δόθηκε κάποια έμφαση στην προσπάθεια, πήρε... Εγώ έκανα ερώτηση. Τώρα ελπίζω να χαλαστείτε τόσο πολύ και από τις πόλυπες ερωτήσεις. Εγώ νομίζω ότι απλώς ήμουνα σαφής πώς ακριβώς κλείθηκαν τα πράγματα. Δεν νομίζω τι θέμα για τη τάση του αγροτικού πληθυσμού. Κώστας, ευχαριστούμε πολύ. Στην τόσο εμπεριστατομένη ανακλείσεις σου δύο ερωτήσεις, αν μου επιτρέπεις, στις πηγές που έχεις ερευνήσει και ερευνάς. Υπάρχουν αντίστοιχα πληροφορίες για δράση κατασκόπων, εντός εισαγωγικών, από την πλευρά του Πατριαρχείου, που επέζουν ακριβώς στον αντίθετο ρόλο. Και δεύτερο, στο δίλημα της Βενετίας, μήπως θα μας βοηθήσει και η εξέθεση του οικονομικού παράγοντα, δηλαδή, στο δίλημα, μπορούσε η Βενετία οικονομικά να στηρίξει, είτε τον εφοδιασμό των επαναστατικών σωμάτων που δρούσαν στην Κρήτη, ή γενικότερα να στηρίξει οικονομικά την πολιορκία, ή ήταν εξοθενωμένη ήδη από τις αρχές του ε.Χ. του 17ου αιώνα. Σ' αυτό, Μανώλης, το δεύτερο είναι με σαφή, δηλαδή, ότι δεν μπορούσε. Δηλαδή, μέχρι ενός σημείου μπορούσε να καλύψει οικονομικά την προσπάθεια. Μετά δεν μπορούσε. Ούτε σε πρότους. Δεν μπορούσε, δεν μπορούσε. Με τίποτα δεν μπορούσε. Και γι' αυτό, ακριβώς, μόλις έγινε η αποτυχημένη προσπάθεια κατάλυψης των Χανιών, εγκατέψησαν στον αγώνα, αφήνοντας ανεσπεράσεις τους επαναστάτες. Ούτε τους αξιωματικούς μπορούσαν να... Όχι, όχι, ούτε αυτό, ούτε αυτό, ναι, ναι. Ήταν, δηλαδή, η κατάσταση ήταν πολύ βαρημένη. Από τη πλευρά του Πατριαρχείου... Από τη πλευρά του Πατριαρχείου έχουμε κάποιες κινήσεις, αλλά δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να πω, αν αυτό ήταν κατευθυνό μέσα από το Πατριαρχείο, αλλά η στάση του νεόφυτου Πατελάρου ήταν ενδεικτική, ας πούμε. Απηχούσε τις απόψεις του Πατριαρχείου. Έχουμε μια ερώτηση ακόμα. Συγχαρητήρια προς όλους. Κώστα, θα ήθελα την απόψή σου σχετικά με τους τουρκοκριτικούς, οι οποίοι κάποιοι δεν θέλουν να τους λένε και έτσι. Το τονίζω και παρευρίσκονται και εδώ μέσα. Ποια είναι η απόψή σου, πότε γεννήθηκαν και πώς... Εγώ νομίζω ότι αυτό ξεφεύγει από τα πλαίσια του συμποσίου. Δηλαδή, είναι ένα φαινόμενο το οποίο είναι μεταγενέστερο. Εγώ μπεριορίστηκα στην περίοδο του Κρητικού πολέμου. Δηλαδή, θα μπορούσα να μιλήσουμε, αλλά νομίζω ότι ξεπερνάει τα πλαίσια του συνεδρίου. Νομίζω ότι ο Χώνος μας αναγκάζει να περάσουν... Να επισημάνω και κάτι άλλο. Και στις τοποθετήσεις της δικές σου και της εγγυλικής και σε σχέση με τις τοποθετήσεις των συναδέλφων σας από την Τουρκία. Υπάρχει ένας διαχωρισμός. Επικαλείστε και μιλάτε για τουρκοκριτικό πόλεμο. Οι υπόλοιποι, όμως, μιλάνε για οθωμαϊκό. Μάλιστα, η έβλεπα σε όλες τις εισηγήσεις, δεν αναφέρθηκε ποτέ η λέξη «Τουρκία». Καλά. Αυτό είναι ένα θέμα αναφέρος βογολογίας, το οποίο μπορούμε να συζητήσουμε πολλή ώρα. Ουσιαστικά, εμείς πασχολούμαστε με την περίοδο της Βενετοκρατίας. Λέμε ο Β' Βενετορκικός πόλεμος. Αυτός ακριβώς είναι. Άκηδη και από την κυρία Μαλτέζου, χθες, το επίκεντρο της πολεμικής δραστηριότητας σας στην Κρήτη, το λέμε Κριτικό πόλεμο, όπως επίσης και το Β' Βενετορκικό πόλεμο, το λέμε Πόλεμο της Κύπρου. Επειδή ακριβώς εστιάστηκε αποκλειστικά στην Κύπρο. Τον επόμενο του Μωρέα. Τον επόμενο του Μωρέα, σωστά ακούω. Ίσως μια από τέτοιες παρόμενες πολύ γενικές ερωτήσεις να ταιριάζουν καλύτερα στη λήξη του συνεδρίου και φοβάμαι της καλύτερας ότι θα πρέπει να περάσουμε στην κυρία Πανοπούλου αν έχει κάποιος... Ήθελα να ρωτήσω το εξής. Μας είπατε ότι ένα μεγάλος μέρος του ανεφοδιασμού σε σιτάρι και σε άλλα προϊόντα γινόταν σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό πώς γινόταν, πώς ήταν δυνατόν? Εγώ υποπτεύαμε κάποιο είδους υπόγεια συναλλαγή τώρα και με τους ντόπιους. Υπήρχε και υπόγεια συναλλαγή. Για μεγάλο διάστημα, το έχουν αναφέρει και κυρίως η Ιωάννα Στεριώτου που το είπε στην ομιλία της, τα πλοία μπορούν να κινηθούν άνετα στο χώρο του Αιγαίου, στο Ιόνιο, γιατί ο πόλωμος, ο βενετικός τόλος καταφέρνει και έχει περιορίσει τον Οθωμανικό στα Δαρδανέλια. Οπότε υπάρχει ελεύθερη διακίνηση προϊόντων. Ναι, αλλά εκεί όταν φτάνανε τα πλοία και έρχονταν σε επαφή με τους ντόπιους πραγματευτές, τους εμπόρους και οι αρχές τι κάνανε, μια ευλογη ερώτηση. Δύσκολα μπορούσαν να ελέγξουν, το ξέρουν όλοι όσοι βλέπουν τις πηγές, πώς τα προϊόντα φεύγανε από λιμάνια. Δηλαδή από τη Μάνη υπάρχουν αναφορές και πηγές πλειοκτητών που φτάνουν στη Μάνη και φορτώνουν προϊόντα, σιτάρι, λάδι, χωρίς οι Οθωμανικές αρχές να πάρουν είδηση κάτι. Ευχαριστώ πολύ για την πραγματικά πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ανακοίνωση. Θα ήθελα σε κάποια συνάφεια με την ερώτηση του προηγουμένου ομιλητή να σας ρωτήσω, αναφέρατε για σχέσεις με το ρέθυμνο. Αυτό ενδεχομένως αν υπάρχουν στοιχεία, με ποιες πλευρές, μέσω της Οθωμανικής διοίκησης, με αν θέλετε κάποια δίκτυα μεταξύ Χανδάκα ρεθύμνο και ένα δεύτερο πάρα πολύ σύντομο, αν υπάρχει θέμα, μιλήσατε για νέες κοινωνικές τάξεις μέσα στο Χανδάκα με βάση περιθωριακές αλλά πολύ κερδοφόρες δραστηριότητες. Αυτό έχει αντανάκλαση και στην κοινωνική οργάνωση ή είναι μια αλλαγή οικονομικής, θα λέγαμε, τάξης. Να πω από το δεύτερο, βεβαίως δεν έχει αντανάκλαση στην κοινωνική οργάνωση, στη θεσμοθετημένη από χρόνια, απλώς είναι περισσότερο ομάδος που προκρίνει οικονομική αλλαγή, περισσότερο παρά κοινωνική. Και ως προστορέθυμνο δεν ανέφερα όλα τα λιμάνια, δεν ήταν μόνο τορέθυμνο, απλώς γιατί ήταν για το λάδι και ήθελα να το τονίσω, υπήρχε επικοινωνία και με άλλα, με τα σφακιά, με το σέλινο, με... Είναι πολύ ενδιαφέροντα. Ναι, είναι ένα βλοσύνφωνα, συγκροφίες που είναι σώζονται στους νοταρίους του Χανδάκα. Μια τελευταία όντως. Και εγώ ήθελα να σας ευχαριστήσω για τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, φέρνει βέβαια στην προβληματική ένα από τα κεντρικότερα θέματα που μας απασχολεί όλους, η επάρκεια, η αναζήτηση επάρκειας αυτής της πόλης. Γιατί και εσείς είπατε σε κάποιο σημείο ότι πάλι μπορεί να μην υπήρχε υπάρκεια. Δηλαδή κατά πόσο πήγαιναν συχνά στο βόλο και έρχονταν τα πλοία με το σιτάρι, επίσης οι λαχανόκυποι φαντάζομαι δεν θα επαρκούσαν να θρέψουν όλη την πόλη και πάνω σε αυτό έχουμε μια παρεμβατική πολιτική από τη Βενετία για τη διανομή των λαχανικών ή τα εκμεταλλεύονται κάποιοι ιδιώτες ας πούμε. Άρα πώς να τραφεί ολόκληρος ο πληθυσμός. Νομίζω ότι δεν καλύπτουν όλο τον πληθυσμό, κυρίως εκείνους που μπορούν να αγοράσουν. Εδώ είναι το σημαντικό. Και να πω ότι ακούσατε και ποιος είπε ότι οι στρατιώτες πληρώνονταν με ψωμί. Το ψωμί πρέπει να δούμε και να εξετάσουμε όλες τις πηγές σας προς το ψωμί γιατί έφτασε να είναι περισσότερο ως νόμισμα παρά ως διατροφικό προϊόν λειτουργούσε το ψωμί ή το παξιμάδι. Το πρόβλημα είναι πού βρισκόταν τόσο παξιμάδι για να πληρώνουν και τους στρατιώτες με αυτό. Και πώς η ποσότητα. Και πώς η ποσότητα. Υπάρχει πρακτική διατίμησης αυτών των αγαθών από την πλευρά της Βενετίας. Γιατί είναι πολύ δύσκολες συνθήκες και πάρα πολύ μεγάλος ο πληθυσμός. Αυτό πάντως στα μπάντι που είναι σχετικά με... Δεν βρήκα κάτι. Πάντως σε άλλες πηγές, δεν είναι ξεκάθαρο, είναι πολύ ένα τεράστιο θέμα, το είπαμε και πριν. Σε άλλες πηγές αναφέρονται συνέχεια για πίνες, κακουχίες, στερίσεις. Ανάλογα με το πόσο σφίγγει, πόσο είναι πιο ελαφρύς ο κλειός πολιορκίας. Νομίζω ότι στην αρχή του πολέμου ήταν τα πράγματα πολύ δύσκολα και φαίνεται από τη Βιαννέ. Ναι. Στην αρχή γύρω στο 1648 και μετά προς το τέλος του πολέμου, δηλαδή τα τελευταία έξι-εφτά χρόνια. Υπάρχει έναν διάμεσο κενό που τα πράγματα κάπως λειτουργούν. Αυτό που δεν ξέρουμε βέβαια ποιοι άνθρωποι τρέφονται από όλα αυτά τα προϊόντα και πόσοι. Προφανώς αυτό χρειάζεται ακόμα. Και το εντυπωσιακό είναι ότι δεν παρεμβαίνει η Βενετία στους ιδιώτες. Από τη στιγμή που έχουν κήπους για να τραφεί και ο υπόλοιπος πληθυσμός. Στην Βενετία ποτέ δεν εμπαιμβαίνεις αυτά. Κάτι πολύ μικρόθεν να συμπληγώσει, κύριε Ακόπολ. Και μετά περνάμε. Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για αυτές τις πληροφορίες που είναι από όλα. Όσα άκουσα εξαιρετικές. Άκουσα τις σχέσεις με τις κυκλάδες και την τροφοδοσία. Ξυλία από τις κυκλάδες. Άκουσα καλά. Ναι, ξυλία. Ξυλία από Χαλκιδική. Ξυλία από Νάξο. Από Νάξο και από Τίνο έχει. Είναι τα νησιά που έχουν νερό στην πραγματικό. Είναι και για την άμυνα και για τη θέρμανση. Το τελευταίο είναι ότι ανάμεσα στις κυκλάδες και την Κάντια βρίσκεται η Δία. Η Δία έχει συστήματα της εποχής δενετσιάνικα, δηλαδή για νερό. Έχει μετόχια. Προπαντός έχει μία ύπεθρο που είναι γεμάτη από περιβόλους... που θα μπορούσαν να ειδηλώνουν καλλιέργεια. Υπάρχουν πληροφορίες για αυτήν την... Όχι, και αυτό είναι πολύ σημαντικό που λέτε. Γιατί όλοι για τη Δία λένε ότι είναι χώρος αναφοδιασμού. Όντως αναφέρουν κάποια ζώα, αναφέρουν νερό. Τώρα για περιβόλια, εάν έχετε βρει κάτι, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Να κάνω μια σύντομη συμπλήρωση, Κατερίνα και Αγγελική. Υπάρχει η Δία, χρησιμοποιείται ως βοσκοτόπι. Δηλαδή, υπάρχει αντίστοιχα με αυτό που είπε Αγγελική, πράξη... που δίνουν συντροφία εκτροφής και μεταφοράς προβάτων από τη Δία... μεταξύ Εβραίου και Ιρακλειώτου. Ευχαριστούμε. Ερωτήσεις για τον κ. Διακέ και τον κ. Μπεκτάρ. Στα όρια της ανακοίνωσης, ένα στοιχείο αφορά τη συμβολή... μεμονωμένων συνδρομητών των Οθωμανών στον πόλεμο... και ιδιαίτερα αυτών που ανήκαν σε σούφοι, σε ομάδες αποκλείσεων... ας το πούμε, από το κυριαρχοθρύσκεμα. Ήθελα να ρωτήσω αν υπάρχουν στοιχεία... για τη δράση τους και γενικότερα, αυτό τώρα είναι στα όρια... αν έχετε στοιχεία για το χαρακτηρισμό του πολέμου... στην τελευταία του φάση, σαν ιερού πολέμου. Υπάρχουν στοιχεία αυτά που δείχνουν τη στροφή της Κωνσταντινούπολης... στο να αναλάβει ο πόλεμος τον χαρακτήρι αυτό του ιερού πολέμου. Εκατάκτησης του Χάνδακα, δηλαδή. Εκατάκτησης του Χάνδακα, δηλαδή. Η συμμετοχή των Σούφιων... ήταν κυρίως η εμφάνιση, η συμμετοχή... της συμμετοχής των δημοσιογραφών... και της συμμετοχής των δημοσιογραφών... και της συμμετοχής των δημοσιογραφών... και της συμμετοχής των δημοσιογραφών... και της συμμετοχής των δημοσιογραφών... στο αρχικό πλήρωμα της ελληνικής ορθοδοξιακής χριστιανίας... στην Ισλαμία. Αυτό ήταν η μόνη συνδέα που είχαν. Ο Σούφις έρχεται από άλλα περιοχεία... εξωτερικά στις χειρότες εδώ, στον Χανδακτ, για να συμμετοχθεί στην αγωνία. Εκτός με τους Παρα Medium, όχι οι πολίτες... αλλά άνθρωποι που έρχονται από άλλα περιοχές του Οθωμανικού Εμπίρου. Πιστεύω ότι και εμείς μιλήσαμε για αυτούς τους. Δηλαδή, οι άνθρωποι που έρχονται από άλλα μέρη του Οθωμανικού Εμπίρου, οι Σούφιοι, αυτοί, δεν συμμετείχθηκαν ακτιβικά στον αγώνα, στις αγώνα, αλλά βοήθηκαν με τη συμμετοχή των ελληνικών με την ιχτιδάση. Κάποιες εκατομμύρια σχεδόν... Εκατομμύρια. Υπήρξαν νερό στον αγώνα. Υπήρξαν εκατομμύρια. Υπήρξαν νερό στον αγώνα. Έχουμε στοιχεία σχετικά με τους βεζίριδες πριν τον Γιωπρουλί, που είχαν ως αρχιστράτηγοι για να καταλάβουν την Κρήτη και απέτυχαν. Υπήρξαν νερό στον αγώνα. Αυτή είναι η απόσταση μέχρι ότι δεν ήταν βεζίρι. Μεγάλος βεζίρις ήταν ο Γιωπρουλί. Διάφορες τατηγίες ήταν, για παράδειγμα, ο πορτατής των Χανίων, ο Αγκεμπούτ, παρέμεινε στην Κρήτη μέχρι τέλος της ζωής. Το αγώνα σεκτήματα. Ορισμένοι άλλοι είχαν διάφορες τύχες, όχι πάντα σχετικές με τον πόλεμο. Κάποιοι, ναι. Κάποιοι, ναι. Ορισμένοι, ναι. Τούς ήταν, είστε σωστά. Οι όνομα... Δέλη Ιησέιν Πασχά και Ιησούφ Πασχά, πού θα είμαστε? Όταν μετατουάζει... Χαίρετε. Ένα μικρό σχόλιο είναι μόνο για τη χολέρα που ανέφερε στην περίοδο της πολιοργίας, ότι βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την αναφορά, καθώς μέχρι πριν 10 χρόνια γνωρίζαμε ότι η χολέρα στην Ευρώπη δεν είχε εμφανιστεί πριν το 19ο αιώνα και μόλις πριν 10 χρόνια με κάτι βιολογικές εξετάσεις ταυτοποιήθηκε ο πρώτος θύμα χολέρας στην Ανατολική Ευρώπη και είναι γύρω στο 1640. Οπότε σαν σχόλιο ότι ενδιαφέρουσα η πληροφορία αυτή, καθώς και πως ο Κρητικός Πόλεμος εντάστηκε από πλευράς υγείας στην τεχθενόμενα της υπόλοιπης Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Αναφέρατε ένα πρόσωπο, έναν Βενετό γιατρό, που προσπάθησε να προτείνει μάλλον τη μόλινση των Οθωμανών με το μικρόβιο της πανούκλας, αν κατάλαβα καλά. Έχετε πληροφορίες για αυτό το πρόσωπο, για το όνομα μου μοιάζει Εβραϊκό. Ναι, είναι κάποιος Σολομών που αναφέρατε αυτόν, αν έχετε κάποια πληροφορία παραπάνω. Ο Μικελάντζελος Σολομών. Δεν έχουμε άλλα πληροφορίες που γνωρίζουμε. Ας επαναλαμβάνουμε το όνομα σας. Μικελάντζελος Σολομών. Έχετε άλλα πληροφορίες για τον Μικελάντζελος Σολομών, όχι? Όχι, όχι. Ευχαριστούμε. Η κτινοτροφία, δυστυχώς δεν υπάρχει αναλυτική καταγραφή. Υπάρχει ένα συνολικός αριθμός προβάτων στα 1670, είναι 400.000 αν θυμάμαι καλά. Αλλά δεν ξέρουμε που είναι χωρικά διασπαγμένα αυτά τα πρόβατα. Θα πρέπει να είναι και σε ψηλότερα μέρη από τα 600 που λέτε. Αυτές είναι βαθιές δομές, όλες αυτές. Μεσογειακή τριάδα, κτινοτροφία των αγροτικών οικονομιών, των κοινωνιών, της υπέθρου σε όλο τη Μεσόγειο. Φυσικά παίζει μεγάλο ρόλο και στη διατροφή. Δεν καταγράφεται στις πηγές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να την λάβουμε υπόψη, δεν πρέπει να την λάβουμε υπόψη σε μια ευρύτερη ανάλυση της οικονομίας. Ξέρουμε ότι στο Ψηλαιοίτη είναι κυριαρχή κτινοτροφία, αλλά δεν φαίνεται στις δικές μας πηγές. Εγώ ήθελα να ρωτήσω κατά πόσο έχετε πρόθεση να μελετήσετε συστηματικά τις προγενέστερες αγροτικές δομές. Γιατί, εντάξει, πέρα από το καταλυτικό γεγονός που είναι η αλλαγή πολιτικής κυριαρχίας, οι αγροτικές δομές έχουν άλλους ρυθμούς. Όχι ότι δεν υπάρχουν αλλαγές, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές συνέχειες. Όση ώρα σας άκουγα περνούσα από το νου μου διάφορα τώρα, δεν μπορώ να σας τα πω, το ρόλο του μετοχιού ως κοινωνικής οικονομικής μονάδας, ποιοι έκαναν την συλλογή των φόρων που θα γίνεται κάτι ανάλογο, τα προϊόντα, τι γίνεται επίσης με μεγάλα χωριά όπως τα Ανόγια, ας πούμε, είχαν 800 περίπου κατοίκους στην όψιμη Βενετοκρατία. Σαφώς υπήρχε κτηνοτροφία. Τα αξικά, λέω, Ανόγια. Τα αξικά Ανόγια. Τα κοντά στο Τέμενος, αυτά εδώ, στο Ψηλωρίτη τα Ανόγια. Ποια άλλα Ανόγια? Αξικά. Αξικά. Τις δικές μας πηγές αναφέρονται ως και τα Ανόγια. Και με άλλα θέματα. Το θέμα της αγρανάπαυσης που εφαρμόζεται συστηματικά, ακόμη και με το 17ο αιώνα. Αυτά τώρα. Για όλα αυτά έχω. Καλό είναι να έχετε μια εικόνα δυνατή και για τα προηγούμενα. Ναι, για τη Βενετική περίοδο, οπωσδήποτε. Δηλαδή, η έκδοση πηγών... Δυστυχώς, υπάρχει η μελέτη του Βάμπη του Γάσπαρη, που είναι καταπληκτική, αλλά σταματάει στον 15ο αιώνα. Και αυτή η πράγματα και για το 16ο και 17ο αιώνα. Ναι, πολλά. Αλλά δεν υπάρχει μια συστηματική μονογραφία, ούτε για την Οθωμανική περίοδο. Ελπίζουμε ότι ο Γιώργος θα κάνει μια πρώτη προσέγγιση. Σε αυτό θα ήταν πολύ καλό, αν είχαμε περισσότερα στοιχεία, ώστε να δούμε αυτές τις δομές. Ένα καλό βιβλίο από τους Βενετολόγους για την προηγούμενη περίοδο. Και αν μπορούμε ποσοτικά να συγκρίνουμε κάποια πράγματα. Δεν υπάρχει κατηγορία. Με την ευκαιρία να πω ότι πολύ πρόσφατα εκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών και μάλιστα με την επιμέλεια του κ. Λαμπρινού, ένα σημαντικό συλλογικό έργο για την αγροτική οικονομία. Δεν είναι βέβαια μονογραφία, είναι άρθρα. Το οποίο σίγουρα μπορεί να βοηθήσει σε αυτό το διάλογο. Το διάλογο του βενετοκρατούμενου ελληνικού χώρου, αλλά ένα ικανό τμήμα φιερώνεται και στα της Κρήτης. Και πάλι σε αυτό τον επιδιοκόμενο διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών, με αφετηρία τώρα την ανακοίνωση του κ. Τσικνάκη, που μας μιλάει για αυτά τα εξεγερτικά κινήματα και πραγματικά θα πρέπει να διερευνήσουμε το εύρος τους και την επίδραση. Μήπως μπορούν να βοηθήσουν οι δικές σας πηγές. Εσείς κ. Βίδρα αναφερθήκατε σε μια ομαλή εξέλιξη του αγροτικού κόσμου τρόπον. Αυτές οι κινήσεις θεωρείτε ότι δημογραφικά, οικιστικά ή ως προς την παραγωγή αντανακλώνται στα δικά σας κείμενα. Στην μεγάλη πλειονότητα, μιλάω για να μην πω σε πολλές λεπτομέρειες για την γενική εικόνα, για την μεγάλη πλειονότητα των οικισμών, συνεχίζουν να απογράφονται περίπου με τα ίδια δημογραφικά μεγέθη, με τις ίδιες αναλογίες, δηλαδή μεγάλοι οικισμοί παρέμειναν μεγάλοι οικισμοί και στην προημειοθεμανική περίοδο. Οπωσδήποτε υπάρχουν κάποιοι οικισμοί που χάνονται ανάμεσα στις απογραφές που φαίνεται ότι κάτι συνέβη αλλά στη μεγάλη εικόνα βλέπουμε μια σταθερότητα και αυτό σκεφτόμουν και εγώ ακούγοντας την προηγούμενη ανακοίνωση, ότι η επίδραση στα δημογραφικά μεγέθη φαίνεται ότι και στο οικιστικό δίκτυο ότι πολύ μεγάλο μέρος του οικισμού φαίνεται ότι παρέμεινα στη θέση του και συνέχιζε να καλλιεργεί. Οι οικισμοί χάνουν ανθρώπους, και το βλέπουμε αυτό, των οποίων δημιεύονται οι περιουσίες. Είναι οι άνθρωποι που είναι στις δικές σας πηγές κ. Τσικνάκη. Δεν είναι η μεγάλη πλειονότητα, υπάρχουν όμως κάποιοι. Αυτή νομίζω ότι είναι η γενική εικόνα. Ερημώνεται, φυσικά, το γύρο-γύρο από το Χάνδακα, στην τελευταία φάση τουλάχιστον της πολιορκίας, και υπάρχει το ζήτημα των σφακίων, που δεν ξέρω αν δείτε, ήταν μια τρύπα, αν το προσέξατε, στους χάρτες. Απογράφονται τα σφακιά, κάνουν μια απογραφή οι Οθωμανοί, αλλά έχουν ένα άλλο φορολογικό καθεστώς. Τα φορολογικά τους εισοδήμαται από τη στιγμή που πηγαίνουν στις δυο ιερές πόλεις, στη Μέκα και στη Μεδήνα. Αλλά γνωρίζουμε ότι υπήρχαν προβλήματα στη φορολόγηση. Μέχρι το 1650, εξάλλου, καθυστέρσαν να κάνουν την πρώτη απογραφή, από το 1636-1650 είναι η απογραφή, και το γνωρίζουμε αυτό από τις πηγές, γιατί δεν επέβαλαν φόρο οι Οθωμανοί από την αρχή, γιατί φοβόντουσαν ακριβώς ότι θα ευνοήσουν έτσι, και μάλιστα, για να πάρουν μαζί τους τον κληθισμό. Όταν άρχισαν να επιβάλλουν φορολογία, πολύ ομαλή στην αρχή, πολύ μαλακή, είναι πολιτικές οικονομικές, οικονομικού πολεμού αυτές, αμέσως θα είχαν προβλήματα και, νομίζω, μας είπατε πολύ χαρακτηριστικά, ότι είχαν προβλήματα στην Ίμπετρος όλη τη δεκαετία του 1650. Αν επιτρέπετε, είχε πάρει το λόγο ο κύριος και είναι τη τελευταία ερώτηση, γιατί έχει πάει παρά δέκα. Όχι, ειστείς ο κύριος από πίσω. Εντάξει, πείτε αν θέλετε και οι δύο κάτι σύντομο για να τελειώσουμε. Ήθελα να υπογραμμίσω την περίπτωση του οροπεδίου του Λασιθείου. Το οροπεδί του Λασιθείου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όπως φαντάζομαι ξέρετε, ερημόθηκε και έπαψε να κατοικείται το 14ο περίπου αιώνα, λόγω των κινημάτων ενάντια των ενναιτών, όμως μετά από κάνα δυο αιώνες οι ενναιτοί απήκησαν το οροπεδί, οφέραναν τους ανθρώπους από το Μωριά. Διότι το οροπεδί ο Λασιθείου ήταν ως στοβολόνας στην πραγματικότητα των ενναιτών. Ήταν μια περιοχή που παρήγαγε τρομαρά μεγάλες ποσότητες σιτυρών. Και άλλων τροφών, αλλά κυρίως σιτυρών. Επίσης, δεν κατοικήθηκε ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς. Δηλαδή, ελάχιστοι Οθωμανοί υπήρχαν μετά την κατάληψη της Κρήτης στην περιοχή του οροπεδίου Λασιθείου, γι' αυτό και στη συνέχεια εξακολούθησε ένα κέντρο επαναστατικό. Δεν είδα στοιχεία όμως πάνω εκεί ιδιαίτερα στους χάρτες σας. Γι' αυτό τον ίζω αυτό το πράγμα. Δηλαδή, στοιχεία που να έχουν σχέση με αυτά τώρα που σας λέω. Στάρια, αμπέλια, όχι ελαιές. Θα θέλαμε να πληρώσουμε με την... Θεωρώ ότι είναι μια καλή περίπτωση αυτή. Επίσης, όσα φορά τα αμπέλια και τις αλιάες, και όλα γενικά τις τροφές που αναφέρατε, πάρα πολύ σημαντικό είναι να ξέρει κανείς τις συνθήκες της κλιματικές κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται όλα αυτά. Είπατε κάποια συμπεράσματα. Αυτά τα συμπεράσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα και σας συγχαίρω. Απ' την άλλη μεριά είναι να ξέρετε ότι όποιος δίποτε καλλιερητής αυτών των πραγμάτων θα σας τάλεγε απ' ευθείας ότι οι ελαιές δεν καλλιεργούνται πάνω από ένα υψόμετρο. Δεν αποδίδουν. Στα ορωπέλια πάνω δεν αποδίδουν. Τα αμπέλια πάλι θέλουν υψόμετρο για να τα γυρίσουν. Επειδή είμαστε εντελώς εκτός χόνου, ο κύριος έχει ζητήσει... Ένα πολύ σύντομο σχόλιο. Για εσάς, αυτό που θα πω είναι αυτονόητο, αλλά όχι για όλους τους θεατές εδώ. Και οι δύο πολύ ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις που είδαμε τώρα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, δείχνουν τον απίστευτο πλούτο που έχει ο κεανός των οθωμανικών πηγών, οι οποίες ευτυχώς στις μελετάτες του Ινστιτούτερ έχουμε τους εκλεκτούς τουρκούς ομιλητές που το κάνουν μαζί με άλλους στη Τουρκία. Και μπράβο. Αυτά πρέπει να είναι αυτό, να το καταλάβουμε έτσι ακόμα περισσότερο, γιατί ουσιαστικά είναι ένα μικρό πηγάδι που έχουμε αντλήσει, είναι στο κεανός ολόκληρος υπάρχει μπροστά μας. Θα μου άρεσε πάντως, και με αυτό κλείνω, να έχω ακούσει τα σχόλια για τις οθωμανικές πηγές και την κουβέντα για τα οθωμανικά ζητήματα, τουλάχιστον από τους τουρκούς ομιλητές, τα τουρκικά, στη συνέχεια της οθωμανικής γλώσσας και όχι τόσο στα αγγλικά. Καλό θα ήταν να, δεν λέω ότι... Αν θέλετε να συμπληρώσετε κάτι για την επάντηση για το λασίθι ή... Ευχαριστούμε πολύ όλους τους ομιλητές και για την παρουσία σας. Σας περιμένουμε στις πέντε στην επόμενη συνειδεία το απόγευμα. |