Διάλεξη 6 / Διάλεξη 6 / σύντομη περιγραφή

σύντομη περιγραφή: Στο σημερινό μάθημα θα συνεχίσουμε με την παρουσίαση του έργου και των κύριων εκπροσώπων του κολυβαδικού κινήματος. Των προσώπων δηλαδή αυτών που ήδη αναφέραμε ότι σχετίζονται με αυτό το σημαντικό πνευματικό κίνημα που εξελίχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και στις α...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Κολλυβάδες και Νεομάρτυρες - Αγιότητα και Θεολογία του Μαρτυρίου
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=3e168c05
Απομαγνητοφώνηση
σύντομη περιγραφή: Στο σημερινό μάθημα θα συνεχίσουμε με την παρουσίαση του έργου και των κύριων εκπροσώπων του κολυβαδικού κινήματος. Των προσώπων δηλαδή αυτών που ήδη αναφέραμε ότι σχετίζονται με αυτό το σημαντικό πνευματικό κίνημα που εξελίχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα. Ήδη μιλήσαμε στα προηγούμενα μαθήματα για τους τρεις κυριότερους εκπρόσωπους του κολυβαδικού κινήματος, τον Άγιο Μακάριο τον Οταρά, τον Νικόδημο τον Αγιορίτη και τον Αθανάσιο τον Πάριο. Σήμερα θα παρουσιάσουμε συνοπτικά το έργο του Χριστόφορου Προδρομήτη, ενός προσώπου που κινείται στον ευρύτερο κύκλο του πυρήνα του κολυβαδικού κινήματος, δηλαδή εμφανίζεται ως συνεργάτης των προτεργατών του κολυβαδικού κινήματος, όπως επίσης θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά και στα υπόλοιπα πρόσωπα, στα σημαντικά πρόσωπα, που κυρίως με επίκεντρο το Άγιον Όρος προέβαλαν αυτήν την παράδοση, την κολυβαδική παράδοση, ασχολήθηκαν με τα θέματα τα οποία απασχόλησαν όπως είπαμε ευρύτερα τους Αγιορίτες, αλλά και την θεολογία του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα και με τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύθηκαν συνέβαλαν στην διάχυση αυτής της διδασκαλίας πολύ πέραν του Αγίου Όρους, αφού πολλά από τα πρόσωπα αυτά όπως θα δούμε συνέχισαν τη μοναχική τους ζωή και γενικότερα την πνευματική τους δραστηριότητα σε άλλες περιοχές της υπηρωτικής και κυρίως της νησιωτικής Ελλάδας, διασπάρισαν σε διάφορα νησιά και με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε μια ευρύτερη διασπορά αυτών όλων των πνευματικών ζημώσεων και του προβληματισμού αλλά αυτής της γόνιμης για την Ορθόδοξη Εκκλησία διδασκαλίας, διδαχής, της θεολογίας τους, των πνευματικών ζητημάτων τα οποία εξέτασαν μέσα από το έργο τους. Είπαμε ότι το πρώτο πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσουμε είναι ο Χριστόφορος ο προδρομήτης. Ο Χριστόφορος είναι και αυτός ένα πρόσωπο που όπως αναφέραμε είναι σύγχρονος και συνεργάτης των μεγάλων αυτών προτεργατών του κολυβαδικού κινήματος. Εμφανίζεται μάλιστα ως το άλλτερ έγκο ο κυριότερος συνεργάτης του ΟΣΥΝΙΚΟ Δήμου του Αγιορίτη και γνωρίζουμε ότι ενώ όπως είπαμε στα προηγούμενα μαθήματα ο Άγιος Μακάριος ο Ναταράς και περισσότερο ο Αθανάσιος ο Πάριος εγκατέλειψαν, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν όπως και πολλοί άλλοι κολυβάδες όπως είπαμε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος και να κατευθυνθούν σε διάφορες άλλες περιοχές. Ο Μακάριος ο Ναταράς και ο Αθανάσιος ο Πάριος είπαμε ότι παρέμειναν για μια μεγάλη χρονική περίοδο, την τελευταία περίοδο της ζωής τους στην Χίο όπου και ανέπτυξαν μεγάλη πνευματική δραστηριότητα ή και διδασκαλική δραστηριότητα ως διευθυντής της σχολής της Χίου ο Αθανάσιος ο Πάριος. Ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης όμως ακολούθησε την επιλογή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη δηλαδή παρέμεινε εφόρου ζωής στο Άγιον Όρος. Γνωρίζουμε ότι μνημονεύεται σε αρκετά προημείς πηγές και γι' αυτό γνωρίζουμε ότι και ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης συγκαταλεγόταν στον κύκλο των πρώτων μαθητών του Ευγενείου Βουλγάριος για τους οποίους αναφερθήκαμε και σε ένα από τα πρώτα μαθήματα όταν μιλήσαμε για το ευρύτερο γενικό πνευματικό κλίμα της εποχής όπως και στο προηγούμενο μάθημα όταν αναφερθήκαμε στην περίοδο της μαθητίας του Αθανασίου του Παρίου στην Αθωνιάδα σχολή υπό την διεύθυση και τη διδασκαλία του Ευγενείου Βουλγάριος. Γνωρίζουμε ωστόσο για τον Χριστοφόρο ότι προσήλθε στο Άγιον Όρος όπως είπαμε και ο Αθανασίος ο Πάριος και άλλα πρόσωπα μεταξύ αυτών ο Άγιος Κοσμάς ο Ετολός που μνημονεύεται ο Κωνσταντίνος Βραχορίτης, ο Σέργιος ο Μακρέος που είπαμε αυτός ο μεγάλος διδάσκαλος της Πατριαρχικής σχολής που προερχόταν από την περιοχή των Αγγράφων και είναι επίγονος αυτής της σημαντικής παραδόσεως που δημιουργήθηκε μέσα από την ίδρυση των σχολών των Αγγράφων από τον Όσιο Ευγένιο τον Γιαννούλη τον Ετολό τον 17ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους μαθητές του τον Αναστάσιο Γόρδιο και άλλα πρόσωπα. Σε αυτόν λοιπόν τον κύκλο διαπιστώνουμε ότι εντάσσεται και ο Χρυστοφόρος ο Προδρομήτης με το όνομα, το κοσμικό του όνομα, το όνομα Χριστόδουλος ο Αρτινός. Καταγόταν λοιπόν από την Άρτα, από τα μέρη της Άρτας, γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε γύρω στο 1730 και βέβαια όπως είπαμε σε νεαρή ηλικία προσέρχεται και συγκαταλέγεται μεταξύ των μαθητών του Ευγενείου Βουλγάριος στην Αθωνιάδα. Έκτοτε γνωρίζουμε ότι ο Χρυστοφόρος παρέμεινε στο Άγιον Όρος, η φυγή όπως είπαμε του Ευγενείου Βουλγάριος σχετίζεται με την έναρξη της πρώτης σημαντικής αίριδας, δηλαδή της κολυβαντικής αίριδας, στην οποία φαίνεται ότι ο Χρυστοφόρος έλαβε ενεργό μέρος και μάλιστα υπήρξε από τους πρώτους μεταξύ των οποίων καταγράφονται αντιπαραθέσεις με την μερίδα των αντικολυβάδων. Οι ιστορικοί της παιδείας αυτής της περιόδου τονίζουν ιδιαίτερα το διδασκαλικό προφίλ και την διδασκαλική ικανότητα του Χρυστοφόρου του Προδρομήτη και ο Γιώργιος Ζαβύρας, ο οποίος είναι σύγχρονός τους και έγραψε αυτό το σπουδαίο έργο Νέα Ελλάς για τους Έλληνες που διέπρεψαν στον υπόδουλο ελληνισμό ως λόγοι και συνέγραψαν πολλά σημαντικά έργα. Εκεί λοιπόν αφιερώνεται από τον Γιώργιο Ζαβύρα, το σύγχρονο του Γιώργιο Ζαβύρα, του αφιερώνεται ένα λήμμα όπου μάλιστα σημειώνεται ότι ο Χρυστοφόρος Προδρομήτης υπήρξε και διδάσκαλος σημαντικών, εντάσσεται σε ένα πλαίσιο της λειτουργίας προσωπικών διδασκάλων για σημαντικές οικογένειες Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλης. Έτσι λοιπόν πριν από την απόφαση του να σπαστεί τον μοναχισμό ο Χρυστοφόρος εμφανίζεται ως διδάσκαλος των ανιψιών του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλης του Σεραφείμ του Β' που καταγόταν επίσης από την Ήπειρο. Η Ήπειρο είναι αυτός ο σημαντικός μεκίνας του Ευγενείου Βουλγάριος και ο προστάτης γενικότερα της παρουσίας του και του έργου του στο Άγιον Όρος και αργότερα και στην Κωνσταντινούπολη. Εν συνεχεία γνωρίζουμε μάλιστα ότι διετέλεσε και διδάσκαλος στην Αθωνιάδα σχολή αλλά πρόσφατα από ένα κείμενο που μέχρι τελευταία δεν το γνωρίζαμε είναι μια προαναφώνηση, μια άγνωστη προαναφώνηση που είχε γράψει δηλαδή ένας πρόλογος, ένα προλογικό σημείωμα, ο Άγιος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη για το έργο του, το σπουδαίο έργο του, το συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Σε αυτήν λοιπόν έως πρόσφατα άγνωστη προαναφώνηση που εκδόσαμε πριν από μερικά χρόνια, διαπιστώσαμε ότι μνημονεύεται και ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης και μάλιστα ως διδάσκαλος της ελληνικής σχολής της Αλεκτριοπόλεως και γνωρίζουμε βέβαια ότι κατά την εποχή αυτή με τον όρο Αλεκτριόπολης, τον αρχαίο το βυζαντινό αυτό όρο μνημονεύεται η Αλιστράτη. Έχουμε αναφορά και για την Ελευθερούπολη αλλά μνημονεύεται η Αλιστράτη μια κομμόπολη στην οποία υπήρχε ακμάζον ελληνισμός κατά την περίοδο αυτή και έτσι λοιπόν σημειώνεται ότι διετέλεσε διδάσκαλος και στη σχολή της Αλιστράτης. Ο Ζαβύρας, από τον Ζαβύρα έχουμε και την πληροφορία ότι κατά την περίοδο που ο Χριστόφορος υπήρξε διδάσκαλος της Αθωνιάδας, τότε την περίοδο εκείνη ασπάστηκε και τον μοναχικό βίο και μάλιστα ότι κατέστη μοναχός στην Νέα Σκήτη. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι ο Χριστόφορος εμπλέκεται μέσα στην κολυβαντική έρηδα αφού γνωρίζουμε ότι η Γυρνιάζουσα προς την Σκήτη της Αγίας Άννης Νέα Σκήτη υπήρξε ένας χώρος όπου εμφανίζονται να εγκαταβιώνουν αρκετοί από τους αντικολυβάδες και σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν καταγράφεται μία πρώτη αντιπαράθεσή του με τον γνωστό αντικολυβά και παλαιότερο συμμαθητή του στην Αθωνιάδα σχολή, τον Βυσαρίωνα τον Εκραψάνης ο οποίος επίσης ως μαθητής Βασίλειος Ραψανιώτης καταγράφεται στις σχετικές πηγές που αφορούν στην παιδεία και στα γεγονότα της πρώτης αυτής περιόδου της Αθωνιάδας σχολής. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι αρχικά εγκαταβιώνει στην Νέα Σκήτη και αργότερα λόγω ακριβώς αυτής της εξάρσεως της κολυβαντικής έρηδας αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Νέα Σκήτη και να εγκαταβιώσει στην υβηρυτική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου δηλαδή σε μία σκήτη σε μικρή απόσταση από τη Μονή Υβήρων που γνωρίζουμε ότι κατείχε μία μακρά παράδοση ως ενός χώρου πνευματικών ανθρώπων και μάλιστα αλληπτών νεομαρτήρων και γι' αυτό ακριβώς εις τον λόγο με την υβηρυτική σκήτη ας πούμε σχετιζόταν γνωρίζουμε ο σιωμάρτηρας Ιάκωβος με τους μαθητές του στη διάρκεια του 16ου αιώνα όταν και εγκαινιάστηκε αυτή η παράδοση και γνωρίζουμε ότι διευρύθηκε η παράδοση αυτή στη διάρκεια του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα γι' αυτό και ονομάζεται Προδρομήτης λόγω ακριβώς της εγκαταβίωσής του στην υβηρυτική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου ή Ιβυροσκητιώτης σε άλλες πηγές που ακριβώς δηλώνει το ίδιο πράγμα η σκήτη της Ιβύρων είναι η σκήτη αυτή του Τιμίου Προδρόμου που ανήκει στην κυρίαρχη μονή Ιβύρων του Αγίου Όρους την περίοδο αυτή διαπιστώνουμε από διάφορα έργα ότι ο Χριστόφρος ο Προδρομήτης συνεργάστηκε και θα μπορούσαμε να πούμε συλλειτούργησε στο πλαίσιο αυτής της σημαντικής εκδοτικής δραστηριότητας της συγγραφικής δραστηριότητας που ανέπτυξε ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης συνεργάστηκε μαζί του εμφανίζεται όπως είπαμε ως ο πιο στενός συνεργάτης του αν και δεν υπήρξε ο ίδιος καλλιγράφος δεν αντέγραψε έργα του Αγίου Νικόδημου ωστόσο συνέδραμε ακόμη και με επικυρωτικές επιστολές και με διάφορους άλλους τρόπους και με μια γενικότερη συνεργασία αφού σε κάποια έργα εμφανίζονται να δημοσιεύουν από κοινού κείμενα ο Άγιος Νικόδημος με τον Χριστόφορο τον Προδρομήτη και βέβαια γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης υπήρξε όπως μαζί με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη υπήρξαν Επίτροποι της Αθωνιάδας Σχολής καταγράφονται λοιπόν το 1801 ως οι δύο Επίτροποι της Αθωνιάδας Σχολής και βέβαια γνωρίζουμε ότι και λίγο νωρίτερα το 1799 είχε οριστεί πατριαρχικός έξαρχος για τη διευθέτηση ενός άλλου γεωρητικού ζητήματος που σχετιζόταν με την δημιουργία και την λειτουργία ενός κανονισμού της σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος που υπάγεται στη Μονή Κουτλουμουσίου της Κουτλουμουσιανής σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος και εκεί λοιπόν εμφανίζεται να λειτουργεί με έναν τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε επικυρωτικό αλλά και ουσιαστικό λειτουργώντας για τον καταρτισμό του κανονισμού λειτουργίας της σκήτης. Είπαμε ότι ο Χριστόφρος ο Προδρομήτης εμφανίζεται, καταγράφεται στις πηγές ως ένας από τους πλέον δραστήριους κολυβάδες, μαχητικούς κολυβάδες αυτής της περιόδου και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο καταδικάστηκε όπως είχαμε αναφέρει και στο προηγούμενό μας μάθημα μαζί με τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο καταδικάστηκαν με διαφορισμού τον Ιούνιο του 1776 από την Πατριαρχική Σύνοδο μαζί με τον Αγάπιο τον Κύπριο και τον Ιάκωβο τον Πελοπονίσιο. Επιπλέον γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Αθανάης ο Πάριος ο ίδιος μνημονεύει, αναφέρεται σε έναν διαξηφισμό του Χριστοφόρου με τον Βισαρίωνα τον Εκραψάνης που ήδη μνημονεύσαμε για το άλλο φλέγον ζήτημα που ήταν αυτό της συχνής θείας Μεταλίψιος. Και βέβαια και ο ίδιος ο Χριστοφόρος αναφέρεται σε αυτές τις σχέσεις, τις τεταμένες σχέσεις που είχε με τον Βισαρίωνα τον Εκραψάνης σε μία επιστολή του προς τον πρώην Θεσσαλονίκης Δαμασκινό τον μετέπειτα μοναχό Δανιήλ που εγκαταβιώνει μετά την παρέτησή του από την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, στο Άγιον Όρος και θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρξε μία από τις κυρίαρχες μορφές που διαδραμάτησαν ένα ρόλο συμβιβαστικό μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στο Άγιον Όρος. Και βέβαια ο Χριστόφωρος Προδρομήτης εμφανίζεται ιδιαίτερα στη δεύτερη περίοδο του βιού του ως ένα πρόσωπο σεβαστό και αγαπητό όχι μόνο μεταξύ των κολυβάδων αλλά ακόμη και των αντικολυβάδων. Και αυτό ερμηνεύει το θετικό σχολιασμό της προσωπικότητάς του από τον παλαιό συμμαθητή του τον Σέργιο Μακρέο τον διδάσκαλο όπως είπαμε και σχολάρχη της Πατριαρχικής Σχολής ο οποίος τον εγγομιάζει σε μια επιστολή του προς τον Κύριλο τον Εκφουρνά την περίοδο αυτή που αποστέλεται προς τη σημαντική αυτή προσωπικότητα που ήδη μνημονεύσαμε και στο προηγούμενο μάθημά μας τον Κύριλο τον Εκφουρνά που είναι ένας ακριβώς από τα πρόσωπα εκείνα που λειτουργούν με έναν τρόπο κατευναστικό για την έξαρση αυτή που είχε γνωρίσει η κολυβαδική έρηδα και αργότερα η έρηδα περί της συχνής Θείας Μεταλήψεως. Θα επανέρθουμε στο ζήτημα της σχέσεως του Χριστόφορου Προδομήτη με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη δεδομένου ότι γνωρίζουμε πως η σχέση αυτή υπήρξε πάρα πολύ στενή όπως είπαμε υπήρξε μια σχέση στενής συνεργασίας και αυτό διαπιστώνεται από το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκαν εντάχθηκαν μέσα στο σώμα μεγάλων έργων του Αγιού Νικόδημου του Αγιορείτη όπως είναι το εορτοδρόμιο, όπως είναι ο συναξαριστής του ή η νέα κλίμαξ επικυρωτικές επιστολές του Χριστόφορου Προδομήτη δηλαδή επιστολές που διαπιστώνουμε ότι περιέχονται σε αρκετά έργα του Αγιού Νικόδημου αλλά και άλλων συγγραφέων συγχρόνων τους λογίων προσώπων που απέλαβαν κάποιας ιδιαίτερης εκτίμησης μεταξύ των λογίων της εποχής τους ακριβώς για να εξάρρουν τη σημασία αυτών των νέων έργων τα οποία δημοσιεύονταν. Σε αυτά λοιπόν τα έργα που γνωρίζουμε ότι υπήρξαν πάρα πολύ σημαντικά δεδομένου ότι με τα έργα αυτά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εργάστηκε στο πλαίσιο προβολής και ανάδειξης ενός πολύ σημαντικού τμήματος της βυζαντινής εξηγητικής παραδόσεως δηλαδή και στη νέα κλίμακα όπου έχουμε ερμηνεία των αναβαθμών αλλά και στο εορτοδρόμιο που έχουμε εξήγηση και ερμηνεία των παλαιότερων των δεσποτικών εορτών που στην ουσία χρησιμοποιεί και επεκτείνει επεξεργάζεται τις βυζαντινές αυτές εξηγήσεις κυρίως του δωδέκα του αιώνα του και της εποχής αυτής αλλά περιλαμβάνει και δικές του εξηγήσεις για να προβάλλει αυτήν την θεολογία που εμπεριέχεται ιδιαίτερα στις δεσποτικές εορτές μέσα από την ημινογραφία των δεσποτικών εορτών που γνωρίζουμε ότι προέρχεται από μεγάλες θεολογικές μορφές του 8ου αιώνα της μεσοβυζαντινής περιόδου όπως είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκινός ή ο Μελωδός ο Κοσμάς ο Μαϊουμά Σε αυτό λοιπόν το έργο του ο Χριστόφωρος Προδρομήτης στέκεται αρογός όπως είπαμε και για τον Συναξαριστή για τον οποίον με ρίμνησε ο ίδιος μάλιστα ο Χριστόφωρος ο Προδρομήτης να φέρει σε επαφή τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη με το πρόσωπο εκείνο που εμφανίζεται ως ο καταρχήν χορηγός της εκδόσεως του Συναξαριστή ενός πολυδάπανου βιβλίου δεδομένου ότι η ύλη ήταν πάρα πολύ μεγάλη και γι' αυτό ακριβώς το λόγο αναγκάστηκε να κυκλοφορήσει το έργο αυτό σε τρεις τόμους και στο πλαίσιο αυτό λοιπόν ο όντας διδάσκαλος της σχολής της Αλιστράτης φέρνει σε επαφή τον Άγιο Νικόδημο με μια σπουδαία πνευματική φυσιογνωμία αυτής της περιόδου, τον τότε Μητροπολίτη Φιλίππον και Δράμας Ιωσήφ, τον Αντωνόπουλο ο οποίος αργότερα, λίγο αργότερα όπως γνωρίζουμε εκλέγεται Μητροπολίτης Αρχιπίσκοπος της Θεσσαλονίκης και βέβαια γνωρίζουμε ότι ο Ιωσήφ ο Θεσσαλονίκης υπήρξε μεταξύ εκείνων των αρχιερέων που μαρτύρησαν μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο τον Πέμπτο μετά την έκρηξη της ελληνικής επαναστάσεως όταν βρίσκονταν ως συνοδικός ανήκοντας στην Πατριαρχική Σύνοδο επί της Πατριαρχίας του Γρηγορίου του Πέμπτου. Έτσι λοιπόν ο Χρυστοφόρος εμφανίζεται ως ένα πρόσωπο κύρους και μάλιστα όπως είπαμε ένα πρόσωπο αποδεκτό προϊόντος του χρόνου ακόμη και από τους αντικολυβάδες. Και εδώ ίσως θα έπρεπε να μνημονεύσουμε κάτι πολύ ιδιαίτερο, είπαμε αναφερθήκαμε προηγουμένως σε μια έρηδα μεταξύ του Χρυστοφόρου και του Βυσαρίωνος του Εκραψάνης γύρω από τα θέματα της συχνιστίας μεταλλήψεως. Ωστόσο λίγες αργότερα, λίγες δεκαετίες αργότερα το 1800, όταν ο Βυσαρίων ο Εκραψάνης συγγράφει ένα αρκετά σημαντικό και ελάχιστα μελετημένο έργο, σώζεται σε ένα χειρόγραφο της Μονής Γρηγορίου με τον τίτλο «Η σύναψης της Καινής Διαθήκης». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια να προβάλλει την συνολική εικόνα των Ευαγγελικών Διηγήσεων χρησιμοποιώντας και τις τέσσερα Ευαγγέλια, αυτό που στην προγενέστερη πατερική παράδοση ονομάζεται «Τετράμορφο Ευαγγέλιο». Έτσι λοιπόν, σε αυτό το έργο της «Η σύναψης της Καινής Διαθήκης», ο Χριστόφυρος Προδρομήτης όπως και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης συγκαταλέγονται μέσα σε εκείνα τα σημαντικά πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται να συγγράφουν σχετικά επενετικά, εγκωμιαστικά επιγράμματα του βιβλίου αυτού και του συγγραφέα του. Και γνωρίζουμε βέβαια ότι το έργο αυτό ο Βυσαρίων ο Εκραψάνης είχε προφανώς στη μορφή που μας έχει εισοφεί στο χειρόγραφο της Μονής Γρηγορίου, φαίνεται ότι είχε την πρόθεση να εκδώσει το έργο αυτό, αν και όπως γνωρίζουμε τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν υπήρξε μια τέτοια έκδοση αυτού του χειρογράφου από τον κώδικα Γρηγορίου 17. Και όπως είπαμε ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης συμπεριέλαβε τέτοιες επιστολές που επικυρώνουν και εγκωμιάζουν το έργο του, επιστολές του Χριστόφορο Προδρομήτη, ή συμπεριέλαβε και τους τύπους 29 επιστολών τους ο οποίους είχε συντάξει ο Χριστόφορος Προδρομήτης στο έργο του Κύπος Χαρήτων ως ένα πρόσθετο υλικό που έχει να κάνει με την παλαιά την βυζαντινή παράδοση των επιστολικών τύπων και την κλασική ακόμη παράδοση δηλαδή τον τρόπο, τη μορφή με την οποία θα έπρεπε να συντάσσονται οι διάφορες επιστολές ακολουθώντας τους επιστολικούς κανόνες. Αυτή λοιπόν η ιδιαίτερη σχέση και η εκτίμηση που έτρεφε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προς τον Χριστόφορο τον Προδρομήτη καταδεικνύεται και σε πάρα πολλά σημεία, ιδίως του συναξαριστή του όπου μνημονεύει ο Άγιος Νικόδημος το σχετικό έργο είτε το αγιολογικό και κυρίως το αιμινογραφικό έργο το οποίο γνώριζε ότι είχε παράξει ο Χριστόφορος Προδρομήτης και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο σε διάφορες υποσημειώσεις στα σχετικά συναξαριακά υπομνήματα, στα σχετικά συναξαριακά λήμματα μνημονεύει αυτό το έργο όπως θα δούμε στην συνέχεια. Μια άλλη παράμετρος σημαντική που σχετίζεται με αυτήν την συμπόρευση του Αγίου Νικόδημου με τον Χριστόφορο Προδρομήτη έχει να κάνει με ένα από τα σημαντικότερα έργα του Αγίου Νικόδημου που τουλάχιστον ο ίδιος είχε δώσει πολύ μεγάλη βαρύτα και που είχε ταλαιπωρηθεί πραγματικά για την έκδοση αυτού του έργου που δεν είναι άλλο από το πιδάλιό του. Το πιδάλιο αυτή η σπουδαία κανονική συλλογή που προετοίμασε μαζί με τον Αγάπιο Λεωνάρδο ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης γνωρίζουμε ότι αντιμετώπισε πάρα πολλά προβλήματα ως προς την αναγνώριση και την επικύρωση αυτού του έργου από την Μεγάλη Εκκλησία και γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με την παράδοση, ιδίως αυτή που διέσπειραν οι κολυβάδες το έργο, είχε γνωρίσει και την πατριαρχική επικύρωση γιατί πλέον εισερχόμαστε κατά την περίοδο αυτή σε μια εποχή όπου σε αρκετά εκκλησιαστικά βιβλία διαπιστώνουμε ότι υπάρχει και μια πατριαρχική επίσημη επικύρωση, μία δηλαδή συνοδική πράξη ή ένα έγγραφο επίσημο από κάποιον οικουμενικό πατριάρχη. Στην προκειμένη περίπτωση η επικύρωση αυτή επέρχεται από τον φίλο Κολυβά, πατριάρχη νεόφυτο τον 7ο, ο οποίος όμως κατά την περίοδο συντάξεως της επικυρώσεως αυτής γνωρίζουμε ότι δεν ήταν ενεργία πατριάρχης αλλά ότι εφυσίχαζε στο Άγιον Όρος. Και έτσι λοιπόν στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να πούμε ότι γι' αυτό το έργο, το πολύ σημαντικό έργο που γνώρισε όμως μεγάλες περιπέτειες, υπήρξε ένας συμβνευματισμός μεταξύ του Αγίου Νικοδήμο και του Χριστοφόρου του Προδρομήτη και εφανίζεται εδώ ένα παράδοξο επίσης γεγονός που έχει να κάνει με την ίδια περίοδο ακριβώς στα ίδια χρόνια τελικά εκδίδεται και το πιδάλιο του Αγίου Νικοδήμο του Αγιορίτη με όλα αυτά τα προβλήματα που δημιούργησαν οι προστίκες του Ιερομονάχου Θεοδορίτου αλλά και μια δεύτερη κανονική συλλογή του Χριστοφόρου Προδρομήτη, το κανονικό όπως ονομάζεται το οποίο εκδόθηκε επίσης την ίδια εποχή και κυκλοφόρησε παράλληλα με το πιδάλιο. Αυτό είναι ένα στοιχείο που έχει αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον και βέβαια καταδεικνύει τις κοινές προσπάθειες, τις κοινές πνευματικές αφετηρίες και τις κοινές προσπάθειες που σχετίζονται όπως διακρίνουμε από συνολή τη συγγραφική παραγωγή των κολυβάδων με το να εκδοθούν και να κυκλοφορήσουν κάποια σημαντικά έργα για την πνευματική οικοδομή και την ωφέλεια των χριστιανών αλλά γενικότερα και για την πνευματική λειτουργία των υπεύθυνων εκκλησιαστικών προσώπων όπως ήταν για παράδειγμα το εξομολογητάριο του Αγίου Νικοδήμου που απευθύνονταν στους ποιμένες της εποχής του στους εξομολόγους ή το κανονικό που αφορούσε επίσης τους εκκλησιαστικούς ταγούς για να επαναφέρει αυτή την παλαιότερη κανονική παράδοση των κανονικών έργων και των εξηγητικών έργων των κανόνων να την επαναφέρει μέσα από μια νέα επεξεργασμένη και διορθωμένη κανονική συλλογή. Έτσι λοιπόν προκύπτει αυτή η διπλή, η παράλληλη εργασία από την οποία προϊόν της οποίας υπήρξε αφενός μεν η έκδοση του Πιδαλίου αφετέρουδε η έκδοση του κανονικού του Χρυστοφόρου του Προδρομήτη. Εκείνο το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι ο Χρυστοφόρος ο Προδρομήτης συνέγραψε και αρκετά άλλα κείμενα. Δεν γνώρισαν όλα από αυτά εκδόσεις, δεν δημοσιεύτηκαν, αλλά ως ένας λόγιος διδάσκαλος, μάλιστα αγιορείτης διδάσκαλος με ιδιαίτερο κύρος μέσα στην αγιοειτική κοινότητα, ο Χρυστοφόρος ο Προδρομήτης προέβη σε ένα ανάλογο συγγραφικό έργο, ανάλογο με αυτό που είχε ο συνομιλός του, όπως είπαμε, είχε αναπτύξει ο συνομιλός του Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, όχι βέβαια αυτής της ίδιας εκτάσεως σε καμία περίπτωση, αλλά ακολουθώντας αυτές τις ίδιες, όπως είπαμε, πνευματικές επιταγές για την παραγωγή νέων έργων και την κυκλοφορία τους. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι και ο ίδιος υπήρξε κάτοχος σημαντικού αριθμού χειρογράφων, γεγονός που ακριβώς αποδεικνύει αυτό το ενδιαφέρον, τεκμηριώνει αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκέντρωσης της προγενέστερης θεολογικής εκκλησιαστικής παραγωγής και ανασυνθέσεως της συγγραφής νέων κειμένων. Αν και δεν φαίνεται, δεν προκύπτει, ότι συμμετείχε σε κάποιο από τα κοινά μίζωνα έργα τα οποία συνέγραψαν οι κολυβάδες και εξέδωσαν οι κολυβάδες, όπως ήταν κατά την περίοδο αυτή, όπως είπαμε, το νέο μαρτυρολόγιο ή το νέο εκλόγιο ή το νέο λιμονάριο. Ωστόσο, φαίνεται ότι ήταν γνώστης και ότι εργάστηκε περιφερειακά για κάποια θέματα, όπως ήταν σε σχέση με τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, μια σημαντική συλλογή, ένα σημαντικό σπίνακας, κατάλογος με τα ονόματα Αγίων, που συγκρότησε ο Χριστόφωρος ο προδρομήτης και ο οποίος μάλιστα εκδόθηκε το 1808 στη Βενετία, δηλαδή πολύ πριν κυκλοφορήσει έντυπα ο Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Έχει ενδιαφέρον αυτός ο πίνακας, αυτό το ιδιαίτερο πώνυμα φέρει τον τίτλο βιβλίων καλούμενων Ονομαστικών Πανάγιων, περιέχουν δηλαδή των Αγίων της καθημάς Εκκλησίας τα ονόματα καταλφάβητον όσοι εστάθησαν αποκτήσεως κόσμου έως του νυν. Είναι όπως είπαμε ένας αλφαβητικός πίνακας με τα ονόματα άλλων των Αγίων, θα λέγαμε ένας αλφαβητικός πίνακας που θα μπορούσε να αποτελεί συμπλήρωμα αυτού του σπουδαίου έργου που όμως είχε μυνολογιακή διάταξη του Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, όπου εκεί οι Άγιοι παρατίθενται κατά μυνολογιακή σειρά ξεκινώντας από την 1η όπως είπαμε Σεπτεμβρίου και φθάνοντας ως τις μνήμες των Αγίων και των εορτών της 31ης Αυγούστο. Δημιουργήσε αυτό το έργο που εξηγεί ότι αυτό το πρωτότυπο για την εποχή του έργου εξυπηρετούσε ένα κύριο στόχο να βρίσκει ο καθένας αναγνώστης την ημέρα αλλά και τον βίο και καταγράφονται και τα σχετικά αγιολογικά αναγνώσματα για τις μνήμες των Αγίων που θα ήθελε να διαβάσει για κάποιον Άγιο και γι' αυτό δηλώνει ότι πραγματοποίησε αυτήν την συγκέντρωση και αυτήν τη συνάθρηση των ονομάτων των Αγίων σε αυτό τον αλφαβητικό πίνακα που, όπως είπαμε, εκδόθηκε το 1808. Σημειώνει μάλιστα και προσθέτει και έναν άλλο πίνακα που αφορά στα πρόσωπα εκείνας, τους εκκλησιαστικούς εκείνους συγγραφείς, λογίους, που συνέγραψαν κείμενα, ομιλίες, εγκωμιαστικά κείμενα ή αγιολογικά κείμενα γενικότερα για τους Αγίους του εκκλησιαστικού έτους. Ποιοι διδάσκαλοι και εις ποιους Αγίους έχουσιν εγκωμια. Επιγράφεται αυτός ο δεύτερος πίνακας και έτσι λοιπόν μπορούσε κάποιος να έχει μία εικόνα εναργή των έργων και πού ακριβώς βρίσκονταν αυτά τα έργα, τα οποία είχαν γραφεί από προγενέστερους συγγραφείς, είτε του 18ου είτε και του 17ου και του 16ου αιώνα σχετικά με τους Αγίους του εκκλησιαστικού έτους. Ο Χριστόφωρος επιπλέον στο έργο του αυτό έχει προσθέσει και κάποια ομιλητικά και υμνογραφικά κείμενα και κατανυκτικές ευχές όπως είναι ένας λόγος του στη σύλληψη της Αγίας Άνης που είναι ασφαλώς ένα κείμενο ακριβώς που σχετίζεται προφανώς με την αρχική περίοδο της μοναχικής του ζωής στην γυτνιάζουσα προς τη σκήτη της Αγίας Άνης, όπως είπαμε νέα σκήτη. Και επίσης γνωρίζουμε ότι ακριβώς το ονομαστικό Πανάγιο του Χριστοφώρου Προδρομήτη εκδόθηκε για να αντιμετωπίσει αυτό το κενό και να καλύψει μια υπάρχουσα ανάγκη μεταξύ των μοναχών, οι οποίοι επιζητούσαν ακριβώς τη βοήθεια ενός τέτοιου καταλόγου για να γνωρίζουν την κάθε μέρα σε ποιον συγγραφέα, σε ποιο έργο, σε ποια έντυπη έκδοση και σε ποιο ανάγνωσμα θα μπορούσαν να καταφύγουν για να το διαβάσουν. Και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι κατά την ίδια περίοδο εμφανίζονται και κάποιες χειρόγραφες τέτοιες συλλογές ονομαστικών Παναγίων θα μπορούσαμε να πούμε που μας έχουν σωθεί σε κάποια αγιοριτικά χειρόγραφα και βέβαια η ανάγκη αυτή οδήγησε στη συγκρότηση ενός παρόμοιου καταλόγου που προσθέθηκε, απετέλεσε συμπλήρωμα στον συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη ακριβώς για τον ίδιο λόγο όπως σημειώνει στο προήμειό του Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης εις ευχαιρεστέραν χρήσιν, των βουλωμένων ευρίσκην, εν ποια ημέρα του μηνός εορτάζεται έκαστος των Αγίων και εν τής η βιβλής ευρίσκεται ο καταπλάτος βίος έκαστο. Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί το εκτενέστερο έργο που τυπώθηκε μάλιστα με το όνομα του Χρυστοφόρου Προδρομήτη αγιολογικού ενδιαφέροντος πέραν του ιδιαίτερα εκτενούς έργου του που είπαμε ότι κυκλοφόρησε του κανονικού του. Υπάρχουν και αρκετά άλλα αγιολογικά έργα του και κυρίως υμνογραφικά έργα του τα οποία πολύ σύντομα θα αναφερθούμε στην συνέχεια όπως είναι οι ακολουθίες του σε διάφορους Αγίους στον Όσιο Ακάκιο τον Εντικλήμακη. Ή είναι πληροφορίες που λαμβάνουμε είτε από τις υποσημειώσεις του Αγίου Νικόδημο του Αγιορείτη στα σχετικά λήματα, συναξαριακά λήματα του συναξαριστή, είτε πληροφορίες που λαμβάνουμε από σωζόμενα χειρόγραφα κυρίως σε σκύτες και αρκετά από αυτά μας έχουν σωθεί μάλιστα στην βιβλιοθήκη της σκύτης των Καυσοκαλυβίων, αρκετά από τα χειρόγραφα αυτά αλλά και σε άλλες μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους. Εκτός από την ακολουθία, την πλήρια ακολουθία, το υμνογραφικό δηλαδή μέρος γνωρίζουμε ότι περιελάμβανε η εργασία αυτό το έργο αυτό του Χριστόφου Ροπροδρομήτη και ένα βίο ή ένα εγκόμιο που είχε συντάξει ο ίδιος αλλά το οποίο σήμερα λανθάνει. Ενώ είχε παραφράσει γνωρίζουμε σε δημόδη γλώσσα και το εγκόμιο του Αγίου Γρηγορίου Νύσης στον Άγιο Θεόδωρο τον Τύρονα, όπως επίσης και τον βίο, είχε παραφράσει τον βίο του Οσίου Αυξεντίου του Εντοβουνό που είχε συγγράψει ο Μιχαήλ Ψελός τον 10ο αιώνα. Αυτές είναι κάποιες μεταφράσεις, παραφράσεις δηλαδή της περιόδου της Τουρκοκρατίας στη δημόδη γλώσσα της εποχής τους βυζαντινών αγιολογικών κειμένων. Και ερχόμαστε τώρα στο ημνογραφικό έργο του Χριστόφου Ροπροδρομήτη που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτέλεσε το έργο εκείνο που ευρύτερα παρίγαγε ο Χριστόφου Ροπροδρομήτης και μας είναι περισσότερο γνωστό. Γνωρίζουμε ότι έχουν σωθεί αρκετές ακολουθίες, κυρίως δε κανόνες που παραδίδονται στο όνομά του. Στο πλαίσιο αυτό θα άξιζε να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα το ημνογραφικό έργο του για μια σύγχρονη αγία, νεομάρτυρα την Αγία Κυράννα για τη μνήμη της οποίας όπως γνωρίζουμε συμπεριέλαβε ένα σχετικό μαρτύριο ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης στο νεομαρτυρολόγιο. Αλλά επίσης από διάφορους κώδικες κατά βάσην αυτόγραφους κώδικες του Χριστόφορου του Προδρομήτη που πέρασαν κυρίως στην ιδιοκτησία της αδελφότες των Ιωασαφέων στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων όπως ήδη μνημονεύσαμε. Γνωρίζουμε και αρκετές άλλες ακολουθίες και κανόνες σε παλαιότερους Αγίους όπως είναι η αναφορά του Αγίου Νικόδημου του Αγιορίτη σε οκτώυχους κανόνες και σε προσώμια και ιδιώμελα τροπάρια που φέρεται ότι είχε συνθέσει ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης προς τιμήν του Αγίου Σεραφείμ του ιερομάρτυρος, του Επισκόπου Φανάριο Φαρσάλων που είναι η πιο σημαντική προστίκη υμνογραφικού υλικού που πραγματοποιήθηκε στην ακολουθία του Αγίου Σεραφείμ και που εκδόθηκε στην έκδοση της ακολουθίας αυτής του 1802 με επιμέλεια του Αρχιμαδρίτη Ιωσήφ του εκ Φουρνά. Ή επίσης γνωρίζουμε ότι ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης είχε συνθέσει κανόνες οκτώυχους στην εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου και μάλιστα αυτό επισημαίνεται από τον Νικόδημος στον Συναξαριστή του, όπως επίσης στο Συναξάριο του Ευθυμείου του Μεγάλου σημαίνεται επίσης ότι είχε παρομοίως συνθέσει οκτώυχους κανόνες προς τιμήν του ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης. Επίσης γνωρίζουμε ότι είχε συνθέσει κάποιους ακόμη κανόνες και σε άλλους αγίους όπως είναι ένας κανόνας του Χριστοφόρου προς τιμήν του νεομάρτυρα Μιχαήλ του Εξαγράφων, του νεομάρτυρα δηλαδή που στην διάρκεια του 16ου αιώνα είχε επίσης μαρτυρήσει εδώ στην Θεσσαλονίκη, όπως επίσης η σύνταξη μιας ακολουθίας και ενός εγκομείου προς τιμήν του Οσίου Αβραμίου που μαρτυρείται επίσης από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη ή μιας ασματικής ακολουθίας προς τιμήν του Οσίου Παϊσίου του Μεγάλου που σώζεται σε καυσοκαλυβίτικα χειρόγραφα ή και οι συμπληρώσεις διαφόρων ακολουθιών, η συμπληρώσεις της ακολουθίας του μάρτυρος Χρυστοφόρου και αρκετά άλλα κείμενα τέτοιες συμπληρώσεις, οι παρακλητικοί κανόνες όπως είναι οι πολύ σημαντικοί δυο παρακλητικοί κανόνες προς τιμήν του κτήτορος της Θεσσαλικής Μονής Δουσίκου του Αγίου Βησαρίονος Λαρίσης που συνέθεσε ο Χρυστόφορος ο Προδρονίτης και οι οποίοι γνωρίζουμε ότι εκδόθηκαν, συμπεριλήφθηκαν στις μεταγενέστερες εκδόσεις της ακολουθίας του Αγίου Βησαρίονος από τότε που εκδόθηκε με δαπάνι του ιερομονάχου Αντωνίου του Δουσικιώτη και εντεύθεν εισήλθαν στην έντυπη αυτή ακολουθία του. Και τα βέβαια άλλα ελάσσονα υμνογραφήματα που ακριβώς επιβεβαιώνουν αυτή την προσπάθεια του Χρυστόφορου Προδρομίτη να καλύψει οι φιστάμενα λειτουργικά υμνογραφικά κενά για τις εορτές διαφόρων Αγίων που αφορούσαν είτε στις ανάγκες των αγιοριτών είτε και στις ανάγκες άλλων οικείων προς αυτών προσώπων που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη ή στη Μονή σε άλλες μονές όπως είπαμε, όπως συμβαίνει με τους δύο παρακλητικούς κανόνες στον Άγιο Βισσαρίωνα Λαρίσις. Από όλο αυτό το έργο ο Χρυστόφορος Προδρομίτης προκύπτει ένας από τους σημαντικούς λογίους του κύκλου των κολυβάδων που επιδόθηκε με συνέπεια και με μεθοδικότητα στην παραγωγή ενός σημαντικού έργου που απέβλεπε ακριβώς στην εξυπηρέτηση των αναγκών των χριστιανών όπως ακριβώς στο πλαίσιο της ίδιας στοχοθεσίας είχε εντάσσεται και όλο αυτό το σημαντικό έργο το οποίο είχε παράξει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ή τα άλλα πρόσωπα ο Άγιος Αθανάης ο Πάριος και ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς που οι προτεργάτες του κολυβαδικού κινήματος. Εκτός από τον Χριστόφορο Προδρομήτη θα άξιζε να μνημονεύσουμε και κάποια άλλα σημαντικά πρόσωπα από τον κύκλο των κολυβάδων που μας είναι γνωστά από διάφορες πηγές και που τις τελευταίες δεκαετίες η έρευνα έχει στρέψει ιδιαίτερα μάλιστα την προσοχή της διερεύνηση της ζωής τους, της πνευματικής παραγωγής του έργου το οποίο παρήγακαν το οποίο δεν είναι μόνον συγγραφικό αλλά είναι και ευρύτερα ένα έργο πνευματικό που σχετίζεται με την ίδρυση για παράδειγμα μοναστηριών ή ακόμη και η δημιουργία κάποιων καλλιτεχνικών εργαστηρίων. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκει ένας από τους πιο πρόημους κολυβάδες από τα πρόσωπα εκείνα του κολυβαδικού κινήματος που διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο αυτή και είναι ο Παπαπαρθένιος ο Σκούρτος. Αυτή η σπουδαία κολυβαδική φυσιογνωμία του 18ου αιώνα που θεωρείται ότι διαδραμάτησε πολύ σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της πρώτης περιόδου δηλαδή της κολυβαδικής έρηδας αφού γνωρίζουμε από τις σχετικές πηγές ότι στο κελί του Παπαπαρθενίου του Σκούρτου στις Καριές έγιναν κάποιες από τις πολύ σημαντικές συναντήσεις των κολυβάδων μοναχών του Αγίου Όρους. Γνωρίζουμε ότι καταγόταν από τον φουρνά των αγράφων και αυτό εξηγεί ακριβώς την ένταξή του μέσα σε έναν κύκλο αγραφιωτών καλλιτεχνών, ζωγράφων που έζησαν στο Άγιον Όρος και δραστηριοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο στο Άγιον Όρος και γνωρίζουμε ότι σήμερα χάρη ιδιαίτερα στις έρευνες του πατρός Παταπείου του Καυσοκαλυβίτη ότι ο Παπαπαρθένιος Κούρτος παρίγαγε ένα σημαντικό και οι μαθητές του παρίγαγαν ένα σημαντικό καλλιτεχνικό έργο σε διάφορους ναούς όπως είναι το Κυριακό των Καυσοκαλυβίων ή άλλοι ναοί στους οποίους εργάστηκαν αφήνοντάς μας διάφορες τυχογραφίες αλλά και φορητές εικόνες που παρίγαγε το καλλιτεχνικό εργαστήριο του Παπαπαρθενίου του Εκφουρνά που γνωρίζουμε βέβαια ότι από τον Φουρνά αυτήν την περίοδο στη διάρκεια του 18ου αιώνα προέρχεται ο σημαντικότερος ίσως νεότερος αγιορείτης ζωγράφος που είναι ο Διονύσιος Εκφουρνά ο διδάσκαλος που μας είναι γνωστός κυρίως λόγω της ερμηνείας της ζωγραφικής τέχνης αυτού του πολύ σημαντικού έργου που συνόψησε την τεχνογνωσία των ζωγράφων της Βυζαντινής και της πιο πρόημης μεταβυζαντινής εποχής και αναπαρήγαγε αυτήν την τεχνογνωσία μαζί και με τις δικές του γνώσεις στο σπουδαίο αυτό έργο του εργαζόμενος και ο ίδιος στο Άγιον Όρος όπως γνωρίζουμε και κατά κύριο λόγο έχοντας ως εφαλτήριό του της Καριέας όπως δηλαδή και ο Παπαπαρθένιος ο επονομαζόμενος Σκούρτος. Ζει λοιπόν ο Παπαπαρθένιος στο λαβρεωτικό κελί του Αγίου Γεωργίου που αποκλήθηκε έκτοτε το κελί των Σκουρτέων και γνωρίζουμε βέβαια ότι εκεί στο μαθητές του υπήρξαν και συνεχιστές του υπήρξαν οι περίφημοι Σκουρτέοι αδελφοί ο Νεόφυτος και ο Στέφανος οι Σκουρτέοι που υπήρξαν και οι κληρονόμοι του σημαντικού συγγραφικού και εκδοτικού έργου του Αγίου Νικοδήμου του Αγίου Ορίτη και είναι αυτοί οι οποίοι με ρίμνησαν μετά την κύμηση του Αγίου Νικοδήμου το 1809 να εκδώσουν αρκετά από τα έργα του στις επόμενες δεκαετίες και μετά το 1810 δηλαδή ως και το 1840 εκδίδονται αρκετά έργα του με ευθύνη και δαπάνη των αδελφών Σκουρτέων οι οποίοι ευθύνονται θα μπορούσαμε να πούμε για αυτή τη μεγάλη διασπορά και διάχυση των Αγίων Οικοδημικών συγγραμμάτων. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Παπαπαρθένιος έλαβε ενεργό ρόλο στο περίφημο κελιωτικό ζήτημα που είχε διασαλεύσει μάλιστα σε έντονο βαθμό της σχέσης μεταξύ των κοινοβίων και των κελιωτών, των μοναστηριακών δηλαδή μοναχών των κοινοβίων και των κελιωτών και υπογράφει μάλιστα στον πατριαρχικό έγγραφο, στον πατριαρχικό τόμο ο οποίος εκδόθηκε το 1768 επί πατριαρχίας του Σαμουήλ I του Χαντζερή. Εκείνο όμως το οποίο περισσότερο μας ενδιαφέρει είναι ότι ο Παπαπαρθένιος υπήρξε, όπως είπαμε, ένας από τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν, ένας από τους προτεργάτες του κολυβαντικού κινήματος και γνωρίζουμε ότι με αυτό συνδέθηκε και ο Άγιος Μακάριος Αναταράς όταν ήρθε στο Άγιον Όρος, όντας βέβαια ο Άγιος Μακάριος ήδη αρχιερέας. Και μάλιστα σε κάποιες πηγές καταγράφεται ότι έλαβε το μοναχικό σχήμα από τον Παπαπαρθένιο, τον Σκούρτο στο κελί των Σκουρτέων. Εκείνο το οποίο είναι πολύ σημαντικό είναι ότι για τον Παπαπαρθένιο πέραν αυτών όλων των μαρτυριών που μας έχουν σωθεί και κυρίως του σπουδαίου ζωγραφικού καλλιτεχνικού του έργου, είναι ότι δημιουργήθηκε, όπως και για τον Άγιο Μακάριο τον Οταρά, από πολύ νωρίς μια συνείδηση αγιότητας του προσώπου του, αγιότητας των ιερών λειψάνων του. Και έτσι καταγράφονται αρκετές πρόημες αναφορές, ιδίως στα κολυβαδικά κείμενα συναντούμε τέτοιες πρόημες αναφορές για παράδειγμα και στον βίο του Αγίου Μακαρίου τον Οταρά, και στους βίους, ιδιαίτερα στο βίο που έγραψε ο Ευθύμιος ο παραδελφός του Αγίου Νικοδήμου, ο βίος του Αγίου Νικοδήμου τον Αγιορείτη. Εκεί έχουμε αναφορές στην αγιότητα των λειψάνων του Παππαρθενείου του Σκούρτου και ότι καταγράφεται ότι ιδιαίτερα ότι οι κολυβάδες τιμούσαν τον Παππαρθενείο τον Σκούρτο ως Άγιο και προσκυνούσαν, ευλαβούνταν ιδιαίτερα τα ιερά του Λείψανα. Μάλιστα σημειώνεται χαρακτηριστικά στο βίο του Αγίου Νικοδήμου τον Αγιορείτη ότι είχε ως παρηγοριά του και συνεχώς καταφυλούσε τα τεμάχια των ιερών λειψάνων του Παππαρθενείου τον Σκούρτου και του Αγίου Μακαρίου τον Οταρά. Στο τελευταίο αυτό διάστημα κατά το οποίο είχε αρρωστήσει βαριά και βρισκόταν σε μια πολύ κρίσιμη κατάσταση η ζωή του όπως και τελικά οδηγήθηκε στον θάνατο. Και βέβαια μας διασώζονται πάρα πολλές άλλες πληροφορίες σε μεταγενέστερες πηγές όπως είναι ο βίος του ο Σιουνίφωνος του Χίου από τον ηγούμενο της Μονής του Ευαγγελισμού της Λευκάδος στην Ικαρία του Ισίδωρου του Κυριακόπουλο αλλά και άλλων συγγραφέων. Ο Αθανασίος Σοπάριος στο έργο του το οποίο μνημονεύσαμε δήλωση της περί των Εναγείων Όρει Ταραχών Αληθείας. Επίσης μνημονεύει και αναφέρεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο τον οποίο διεδραμάτισε ο Παπαπαρθένιος ο Σκούρτος στα ζητήματα, στα θεολογικά θέματα αυτής της περιόδου. Και όπως είπαμε εμφανίζεται ως ένα πρόσωπο που απείλαβε ιδιαίτερες εκτιμήσεις μεταξύ των Αγιοριτών, γι' αυτό άλλωστε και εμφανίζεται σε κάποιες πηγές ως κοινός πνευματικός του Αγίου Όρους που είναι ένα οφύκιο το οποίο παρήχε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε διακεκριμένα πρόσωπα της Αγιοριτικής κοινότητας. Εκτός από τον Παρθένιο τον Σκούρτο που μάλιστα σε νεότερες απεικονίσεις απεικονίζεται μεταξύ των κολυβάδων Αγίων και που έχουμε ήδη μια πρόημη απεικόνισή του σε μία φορητή εικόνα μαζί με τον Άγιο Μακάριο τον Οταρά μια φορητή εικόνα που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Μεγής της Λαύρας αφού είπαμε ότι το κελί του Αγίου Γεωργίου τον Σκουρτέων ήταν λαβρεοτικό κελί, ανήκει δηλαδή στην μονή της Μεγής της Λαύρας. Έχουμε επίσης και αρκετά άλλα πρόσωπα τα οποία γνωρίζουμε ότι ανήκαν στον κύκλο των κολυβάδων σε αυτήν την πολύ δύσκολη περίοδο που δίνησε το κολυβαντικό κίνημα στις δύο τουλάχιστον πρώτες του δεκαετίες αλλά και αργότερα δηλαδή ως το 1773 από το 1754 όταν πρώτα εμφανίζεται η κολυβαντική έρηδα και όταν όπως γνωρίζουμε έχουμε μια όξυνση αυτής της έρηδας που οδήγησε σε θλιβερά γεγονότα όπως ήταν τελικά ο πνιγμός του δύο κολυβάδων μοναχών του παπαπαϊσίου του καλλιγράφου και του γέροντα του του Θεοφάνους που ζούσαν σε μια καλύβη στον προφήτη Ηλία κοντά στην Αγία Άννα και στην σκίτη την Καραμαλίδικη στην σκίτη του Αγίου Βασιλείου στο νότιο τμήμα της Αθωνικής Χερσονήσου και που γνωρίζουμε ότι υπήρξε ένας επίσης από τους πνευματικούς ηγέτες του κολυβαντικού κινήματος όπως αυτό εκτιλήθηκε μέσα στο Άγιον Όρος. Γνωρίζουμε τα τραγικά αυτά γεγονότα που οδήγησαν τελικά στον πνιγμό του παπαπαϊσίου του καλλιγράφου και του γέροντα του Θεοφάνη στο Μάιο του 1773 από κάποιους χριστιανούς ληστές που επέδραμαν στην καλύβη τους και τους έπνιξαν ανοιχτά του Αγίου Όρους χάρη σε αρκετά κείμενα, σε αρκετές πηγές αυτής της περιόδου. Η πιο βασική ίσως είναι η δήλωση του Αθανασίου του Παρίου που μνημονεύσαμε αλλά ακόμη και μη κολυβάδες αναφέρονται σε αυτό το τραγικό γεγονός. Είναι χαρακτηριστικό ότι μνημονεύει αυτό το γεγονός που σίγουρα προκάλεσε μεγάλη αίσθηση μεταξύ των Αγιοριτών και ο μεγάλος Αγιορίτης Λόγιος αυτής της εποχής ο ξυροποταμινός Λόγιος Κεσάριος Δαπώντες, ο οποίος αναφέρεται επίσης στο τραγικό αυτό γεγονός δεδομένου ότι όπως γνωρίζουμε από πηγές που μας έχουν σωθεί ο Κεσάριος Δαπώντες συνεργαζόταν με τον Παΐσιο τον καλλιγράφο δίνοντάς του κάποια από τα έργα του για να τα αντιγράφει να τα αναπαράγει δηλαδή σε κάποια μεταγενέστερα χειρόγραφα. Επίσης γνωρίζουμε ότι ένας άλλος κύκλος προσώπων που διαδραμάτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο ζουν κατά την περίοδο αυτής στο Άγιον Όρος και εν τέλει αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν συμβεί αυτό το τραγικό γεγονός με τον πνιγμό του Παπαπαϊσίου του καλλιγράφου έχουμε μια συγκέντρωση των κολυμβάδων που στη διάρκεια της οβείας διαπιστώνεται ότι κάποιοι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος και μεταξύ αυτόν είναι μια σπουδαία μορφή, μια ησυχαστική φυσιογνωμία όπως καταγράφεται στις σχετικές πηγές ο Σίλβεστρος ο Κεσαρέας ο οποίος εγκαταλείπει τελικά το Άγιον Όρος για να συνεχίσει την ασκητική του ζωή στην Ήδρα, σε ένα ερημητήριο της Ήδρας και ο οποίος βέβαια μετά από κάποια περίοδο βλέπουμε, διαπιστώνουμε από τις πηγές ότι επιστρέφει και πάλι στο Άγιον Όρος και εγκαταβιώνει στην σκήτη της Καψάλλας, στην Πατοκρατορινή σκήτη της Καψάλλας δηλαδή στον χώρο που γνωρίζουμε ότι εγκαταβίωσαν όπως είχαμε πει οι προτεργάτες του κολυβατικού κινήματος όπως ήταν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης και ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς αλλά και ο Όσιος Νύφων ο Χίος για τον οποίον θα μιλήσουμε στην συνέχεια σύγχρονος τους και μαθητής και άμεσος συνεργάτης των προτεργατών του κολυβατικού κινήματος αυτής της εποχής. Ο Σίλβεστρος λοιπόν αποτελεί μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία δεν μας έχουν σωθεί βέβαια έργα του αλλά αρκετές αναφορές στο πρόσωπό του που επιβεβαιώνουν ότι διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος όχι μόνο ως προς την κολυβατική έρηδα αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ίσως περισσότερο σε σχέση με το ζήτημα της συχνής θείας μεταλλήψεως που σχετίζεται με την παρουσία αρκετών συμπατριωτών του μοναχών στο Άγιον Όρος δηλαδή μοναχών από την Καπαδοκία, Καραμανλίδων μοναχών που είτε εγκαταβιώνουν στη Μονή Διονυσίου μια μονή που διασώζει και την κοινοβιακή της παράδοση αλλά και ένα υψηλό πνευματικό περιεχόμενο στον κοινοβιακό τρόπο ζωής κατά την εποχή αυτή και αυτό καταγράφεται σε διάφορες πηγές αλλά και των ασκητών εκείνων που εγκαταβίωσαν στην Καλληβική αυτή συνοικία στην Καλληβική σκήτη του Αγίου Βασιλείου πέραν της σκήτης της Αγίας Άννης ανατολικότερα προς την Καπαδοκία. Προς την Μεγίστη Λάδαρ, προς την έρημο του Αγίου Όρους η οποία υφίσταται ασφαλώς και σήμερα και που μας είναι γνωστή καταρχήν από τις αναφορές από τις μαρτυρίες στα μέσα του 18ου αιώνα από τον Βασίλειο Μπάρσκι τον σημαντικό αυτό ο Ρώσο προσκυνητή και περιηγητή του Αγίου Όρους χάρις τον οποίο μας έχουν σωθεί όπως γνωρίζουμε οι σπουδαίες αυτές περιηγήσεις και πληροφορίες που παρέχει στο περιηγητικό υλικό το οποίο διασώθηκε και προέρχεται από τον Βασίλειο Μπάρσκι που περιλαμβάνει περιγραφές των μοναστριών του Αγίου Όρους και των σκητών αλλά και καταπληκτικές αποτυπώσεις, ζωγραφικές αποτυπώσεις των μονών και του περιβάλλοντος χώρου στο Άγιον Όρος. Έτσι λοιπόν ο Μπάρσκι είναι ο πρώτος ο οποίος αναφέρεται σε αυτήν την καλλιβική σκήτη του Αγίου Βασιλείου των Καραμαλίδων η οποία διαδραματίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην εγγένη πνευματική άνθηση αυτής της περιόδου διότι γνωρίζουμε ότι τα πρόσωπα αυτά εργάζονταν ως καλλιγράφοι, ως αντιγραφείς, ήδη το αναφέραμε αυτό και για άλλους κελιότες μοναχούς όπως ήταν ο παπαπαΐσιος ο ιερομόναχος Παΐσιος ο καλλιγράφος και άλλα πρόσωπα που ασκολούνταν με το εργόχειρο της καλλιγραφίας και διοπορίζονταν από το εργόχειρο αυτό, δηλαδή απεκόμιζαν τα προστοζίν βρισκόμενοι στο Άγιον Όρους και γνωρίζουμε το πολύ σημαντικό έργο το οποίο παρήγαγαν από μία πηγή που έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία της δημιουργίας της φιλοκαλικής συλλογής. Πρόκειται για μία επιστολή που μας έχει παραδοθεί στα Σλαβωνικά και προέρχεται από τον μεγάλο πατέρα της Σλαβωνικής φιλοκαλίας τον Όσιο Παΐσιο τον Βελιτσκώφσκιο ο οποίος ζήκε αυτός στο Άγιον Όρος κατά την ίδια περίοδο και ο οποίος εξελίσσεται σε έναν μεγάλο αναζητητή των κειμένων της ησυχαστικής και γενικότερα της νυπτικής παραδόσεως που στο πλαίσιο αυτής της αναζητήσεως καταφεύγει στην έρευνα των μοναστηριακών βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους για να ανακαλύψει τελικά, όπως λέει, έναν κρυμμένο θησαυρό από τέτοια χειρόγραφα και τέτοια κείμενα της νυπτικής παραδόσεως στην Σκήτη των Καραμαλίδων, στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου. Είναι πάρα πολύ σημαντικό λοιπόν ότι από τα πρόσωπα αυτά καλλιεργείται αυτή η παράδοση και γνωρίζουμε, μας πληροφορεί στην επιστολή του αυτή προς τον ερημίτη Σοφρόνιο, ο Σ. Παΐσιος Βελισκόφσκη, ότι παρήγγειλε αντίγραφα αυτών των χειρογράφων τα οποία ασφαλώς και χρησιμοποίησε στη συνέχεια κατά την συγκρότηση, κατά την δημιουργία της δικής τους λαβωνικής φιλοκαλίας που εκδόθηκε 11 χρόνια μετά την ελληνική φιλοκαλία που εξέδωσαν ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς όπως είπαμε και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης το 1782. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η φιλοκαλία του Παΐσιού του Βελισκόφσκη περιλαμβάνει και άλλα κείμενα τα οποία δεν περιλήφθηκαν στην ελληνική φιλοκαλία και βέβαια είναι αρκετά θέματα σχετικά με τη συγκρότηση αυτής της λαβωνικής φιλοκαλίας γνωστά δεδομένου ότι σε αρκετά κείμενα που σχετίζονται και στη βιογραφία του που γράφει ο Μητροφάνης ο Ιερομόναχος Μητροφάνης αλλά και στην δική του την αυτοβιογραφία κυρίως όμως στην βιογραφία του από τον Ιερομόναχο Μητροφάνη καταγράφονται πληροφορίες για τη συγκρότηση αυτής της σπουδαίας σλαβωνικής φιλοκαλικής συλλογής που επέδρασε καταλυτικά στην πνευματικότητα του ορθόδοξου κόσμου κυρίως στους σλαβικούς λαούς. Αφού γνωρίζουμε ότι ο Παΐσιος Βελιτσκόφς και λίγο αργότερα εγκατέλειψε μετά το 1768 αν δεν κάνω λάθος εγκαταλείπει το Άγιον Όρος ζώντας στην σκήτη της Καψάλλας αργότερα ιδρύοντας αυτή την περίφημη σκήτη του Προφήτη Ηλία κοντά στην Μονή Παντοκράτορος την παντοκρατορινή σκήτη του Προφήτη Ηλία εν συνεχεία καταφεύγοντας για να εγκαταβιώσει και να κοινοβιοποιήσει την έχουσα πολλά προβλήματα Μονή της Ημμονος Πέτρας και από εκεί τελικά να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος για να μεταβεί στην Μονή της Δραγκομήρνα στο Νέαμτς στις περιοχές δηλαδή αυτές της γενέτειράς του στην σημερινή Ρουμανία στην περιοχή της Μολδαβίας. Εκεί λοιπόν αυτό το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι τα πρόσωπα αυτά, ο κύκλος αυτός διαδραματίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην διάσωση και στην διάδοση αυτής της φιλοκαλικής παραδόσεις μέσω των φιλοκαλικών χειρογράφων και μας είναι ιδιαίτερα γνωστό από τις έρευνες που έχουμε πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια ότι πολύ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ένα πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο των κολυβάδων συνεργαζόταν με τον νεόφυτο τον Καυσοκαλυβίτη που εμφανίζεται ως ένας εκ των πρωτεργατών του κολυβαδικού κινήματος στην πρώτη μόνον περίοδο γιατί γνωρίζουμε ότι μετά εγκατέλειψε και ο νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτη στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε σε διάφορες περιοχές της Ρουμανίας, στο Σύμπιο, στο Βουκουρέστη κτλ. Και το πρόσωπο αυτό μας είναι γνωστό κυρίως από κάποιες ποραδικές αναφορές που γίνονται, που υπάρχουν κάποιες ποραδικές μνείες που γίνονται σε αυτό στο βίο του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά ή σε άλλα έργα του Αθανασίου του Παρίου που τον μνημονεύει αλλά κυρίως από κάποια πολύ σημαντικά χειρόγραφά του που έχουν εντοπιστεί και έχουν έρθει στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια και δεν είναι άλλος από τον μοναχό Κωνστάντιο ο οποίος όπως σημειώνει ο Αθανασίος ο Πάριος εγκατέλειψε το Άγιον Όρος και αυτός στο πλαίσιο αυτής της φυγής των κολυβάδων μετά τον πνιγμό του Παπαπαϊσίου αυτού του προτεργάτη όπως είπαμε της ηγετικής μορφής της κολυβαδικής παρατάξεως του Παπαπαϊσίου του καλλιγράφου. Ο Κωνστάντιος λοιπόν εγκατέλειψε το Άγιον Όρος και περιήλθε σε διάφορες περιοχές μετέβη και στην Ύδρα όπου όπως είπαμε είχε καταφύγει ήδη και ο Σίλβεστρος ο Κεσαρεύς αλλά όπου βρισκόταν και ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς. Ο Νωταράς που γνωρίζουμε ότι μετέβη δύο φορές στην και παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Ιδραϊκή μάλιστα συναντήθηκε για πρώτη φορά ο Κωνστάντιος με τον Άγιο Μακάριο τον Νωταρά και συνδέθηκε μαζί του και από εκεί αυτή η πρώτη τους επικοινωνία οδήγησε τελικά στο να ακολουθήσει τον Άγιο Μακάριο στην οριστική του ενταταβίωση στην Χίο όπου και παρέμεινε ο Κωνστάντιος μαζί με τον Άγιο Μακάριο τον Νωταρά στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου στα ρεστά της Χίου και μάλιστα εξελίχθηκε σε έναν από τα πρόσωπα εκείνα που κατεξοχήν προσπάθησαν και κατέβαλαν ιδιαίτερο αγώνα για να καθιερώσουν την αγιότητα του Μακάριου τον Νωταρά με έναν μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό τρόπο αφιερώνοντας, ιδρύοντας και ανοιγύροντας και αφιερώνοντας στο όνομα στη μνήμη του Αγίου Μακάριου τον Νωταρά τους πρώτους ναούς που μας είναι γνωστό ότι αφιερώθηκαν στον Άγιο Μακάριο τον Νωταρά. Αυτοί μάλιστα οι δύο αρχαιότεροι ναοί βρίσκονται, ο ένας στη Χίου στο χωριό Ελλάτα της Χίου και ο δεύτερος στους Μύλους της Σάμου όπου τελικά αποσύρθηκε ο Κωνστάντιος ως το τέλος της ζωής του. Και ο δεύτερος τρόπος είναι η δημιουργία εικόνων του Αγίου Μακάριου που επίσης για τις εικόνες αυτές πρωτοστάτησε στη δημιουργία αυτών των εικόνων ο μοναχός Κωνστάντιος. Ο Κωνστάντιος λοιπόν μας είναι γνωστός γιατί όπως πρόσφατα έχουμε δείξει είναι αυτός που συγκρότησε το πρώτο κόρπος θα μπορούσαμε να πούμε των φιλοκαλικών κειμένων πολύ πριν εκδοθεί η φιλοκαλική συλλογή από τον Άγιο Μακάριο και από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη το 1782. Ήδη δηλαδή μας σώζεται ένα χειρόγραφο το οποίο προέρχεται από το χέρι του Κωνσταντίου με βιβλιογραφικά σημειώματα του Κωνσταντίου αλλά και με ένα άλλο πολύ σημαντικό και χρονολογικά σημειώματα. Προκύπτει ότι το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε στη διετία μεταξύ 1768 και 1770 και μάλιστα προκύπτει από τα σημειώματα αυτά καθίστε γνωστός και ο χώρος στον οποίο αντιγράφηκε το χειρόγραφο αυτό και δεν είναι άλλος από την παντοκρατορινή σκήτη της Καψάλλας. Είναι λοιπόν πάρα πολύ σημαντικό το ότι εντοπίζεται ένα τέτοιο χειρόγραφο που αποτελεί τον κυριότερο μάρτυρα στην χειρόγραφη παράδοση της φιλοκαλικής συλλογής. Και εκείνο το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι αυτό το χειρόγραφο αργότερα εντοπίστηκε, μεταφέρθηκε και εντοπίστηκε σήμερα βρίσκεται στην βιβλιοθήκη της Κολυβαδικής Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Σκιάθο που ιδρύθηκε όπως είπαμε και σε άλλο μας μάθημα από τον Όσιον Ήφωνα τον Κοινοδιάρχη για τον οποίον επίσης θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά. Εκείνο το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι ο Κωνσταντιός διαπιστώνουμε ότι αποτελεί έναν από τους λιγότερο γνωστούς θα μπορούσαμε να πούμε κολυβάδες που το έργο του δεν ήταν έως σήμερα γνωστό αλλά που επιτέλει σε ένα πολύ σημαντικό έργο για την συγκρότηση και τελικά για την έκδοση από τους εκδότες της φιλοκαλίας της ελληνικής φιλοκαλίας το 1782. Πιθανότατα σχετίζεται η παρουσία του στην Παντοκρατορνή Σκητή της Καψάλλας με την παρουσία του Αγίου Μακαρίου αλλά και με την παρουσία του Οσίου Νύφωνος του Χίου του Νύφωνος του Κοινοβιάρχη στον οποίον ήδη αναφερθήκαμε που ζει την ίδια περίοδο μεταξύ του 1736 και του 1809. Ο Νύφωνος Χίος ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους της κολυβαδικής επίσης παρατάξεως για τον οποίον δεν συνέγραψε κάποιο έργο αλλά μας είναι γνωστά πάρα πολλά για το πρόσωπό του από τον εκτενή βίο του που συνέγραψε ο διάδοχός του στην ηγουμενία αρκετά χρόνια αργότερα στην ηγουμενία όπως είπαμε μιας από τα μοναστήρια από τα Κοινόβια που ίδρυσε ο Οσίος Νύφωνος ο Κοινοβιάρχης και γι' αυτό ονομάστηκε του αποδοχός του. Αποδόθηκε αυτή η προσωνημία Κοινοβιάρχης στην Ικαρία η Μονή Ευαγγελισμού Λευκάδος Ικαρίας. Ο Νύφωνος είχε χειακή καταγωγή όπως σημειώσαμε και αρχικά εργάστηκε στην ανική του ηλικία στην Κωνσταντινούπολη όπου διατηρούσε κάποιο εμπορικό εργαστήριο ο πατέρας του. Για να φτάσει τελικά στο να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή του ως έμπορος και να μεταβεί στο Άγιον Όρος για να μονάσει αρχικά στην Μονή της Μεγής της Λαύρας. Είναι ο πρώτος του σταθμός όπου προσκύνησε, αναφέρετε ότι προσκύνησε τον τάφο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Και από εκεί να αναχωρήσει τελικά για την σκήτη της Μονής Παντοκράτορος γιατί η σκήτη αυτή όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο βίο του είχε τη φήμη ότι ήταν ένας χώρος στον οποίο εγκαταβείωναν οι πιο ενάρετοι ασκητές του Αγίου Όρος και μάλιστα υπάρχει ένας υπενυγμός στο γεγονός ότι αυτοί οι ασκητές τυρούσαν την συχνήθεια μετάληψη δηλαδή ότι κάθε ημέρα τελούσαν λατρευτικές συνάξεις στις οποίες οι ευλαβέστεροι αυτοί του Όρος ασκούνταν και μεταλάμβαναν σε καθημερινή συνέχεια. Καθίστε λοιπόν μοναχός της συνοδείας ενός ενάρετου κολυβά γέροντα του Διονυσίου του Σταυροδά που πιθανότατα εγκαταβείωνε στο κυριακό της σκήτης της Καψάλλας στο κελί των εισοδείων της Θεοτόκου και εκεί γνωρίζουμε ότι έλαβε το όνομα Νίφωνας και από εκεί εν συνεχεία μετακινήθηκε και σε άλλα σημεία του Αγίου Όρους μεταξύ αυτών καταγράφεται κατά την παράδοση ότι ασκήτευσε και στη σκήτη των Καραμαλίδων και μάλιστα σημειώνει ένας νεότερος λογοτέχνης μας ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ο οποίος γνωρίζουμε ότι στο τέλος της ζωής του και αυτός είχε λάβει το μοναχικό σχήμα. Στο σπουδαίο αυτό λογοτεχνικό έργο του με του Βοριά τα κύματα αναφέρεται στους κολυβάδες και σε αυτή την κολυβαντική παράδοση καταγόμενος γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ήταν σκιαθίτης, ήταν ξάδερφος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και μεταφέρει αυτή την γνώση που είχαν οι επίγονοι των κολυβάδων για τα πρόσωπα αυτά που τελικά μετέφεραν αυτήν την σπουδαία κολυβαντική και την φιλοκαλική παράδοση και την έτειρά τους στη Σκιάθο με την ύδρυση του περίφημου κοινοβίου του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Σκιάθο. Σημειώνει λοιπόν ο Αλέξανδρος Μοραϊτίδης ότι αυτή η παρουσία του στην Καραμαλίδικη σκίτη του Αγίου Βασιλείου σχετίζεται με το γεγονός ότι μετέφερε τον ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθμό και κατά την ανέγερση του καθολικού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Σκιάθο. Αλλά βέβαια γνωρίζουμε ότι και τα άλλα μοναστήρια τα οποία ίδρυσε όταν αναγκάστηκε όπως και οι άλλοι κολυβάδες να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος, γνωρίζουμε ότι εκπροσώπησε μάλιστα τους κολυβάδες το 1772 στην Κωνσταντινούπολη όταν γίνονται αρκετές συζητήσεις και συγκαλείται και σύνοδος του Πατριαρχείου για να εξετάσει το θέμα αυτό. Και τελικά όμως το 1773 μετά τον πνιγμό του Παπαπαϊσίου εγκαταλείπω πως και άλλοι κολυβάδες μαζί με διάφορους μαθητές του ο Νύφωνας το Άγιον Όρος για να περιέλθει διάφορες νησιωτικές περιοχές στις οποίες μάλιστα γνωρίζουμε ότι ίδρυσε Κοινόβια και αρχικά βέβαια μεταβαίνει στην γενέτειρά του την Χίο μαζί με τέσσερις μαθητές του αλλά από εκεί στη συνέχεια μεταβαίνει σε άλλες περιοχές στην Πάτμο όπου γνώρισαν κάποιοι από τους μαθητές του γνωρίστηκαν και με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη νεαρό τότε ο οποίος βρισκόταν αρχικά στην Άξο γνώρισαν τον Άγιο Νικόδημο και εν συνεχεία μεταβαίνουν στην Πάτμο αλλά και σε άλλα νησιά στους φούρνους έξω από την Ικαρία στους Λειψούς και στην ίδια την Ικαρία στην Σάμο ιδρύονται διάφορα μοναστήρια για να μετακινηθεί τελικά με προτροπή ενός μοναχού του του Γρηγόριου Χατζισταμάτη στην Σκιάθο όπου και ίδρυσε το τελευταίο μεγάλο Κοινόβιο και όπου τελικά επιβίωσε ο Όσιος Νύφωνας Οχίος. Ξέρουμε ότι υπήρξε μία πάρα πολύ σημαντική προσωπικότητα ο Νύφωνος Οχίος γιατί συνασκήθηκε όπως μνημονεύεται στις σχετικές πηγές με τον Άγιο Μακάριο τον Οταρά μάλιστα ο Άγιος Μακάριος ο Οταράς υπήρξε από τα πρόσωπα εκείνα που υποστήριξαν ιδιαίτερα την ίδρυση αυτών των Κοινοβίων τα περισσότερα από τα οποία μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν αφιερωμένα στον Ευαγγελισμό της Θεοτό Ρόκου. Και βέβαια με την ίδρυση αυτού του τελευταίου Κοινοβίου του Κοινοβίου δηλαδή του Ευαγγελισμού της Κιάθου όπως είπαμε δημιουργήθηκε το κέντρο εκείνο στο οποίο επιβίωσε η κολυβαδική παράδοση ο χώρος εκείνος των οποίων όπως διαπιστώνουμε κατέφυγαν πάρα πολύ αποδιωγμένοι είτε από το Άγιον Όρος είτε από άλλες περιοχές μέσα στο πλαίσιο των περιπετειών του Ελληνισμού που ακολούθησαν κατά τις μεταγενέστερες δεκαετίες δηλαδή και μετά την επανάσταση του 1821 πολλοί κολυβάδες καταφεύγουν στο Κοινοβίου αυτό που ίδρυσε Ωσιος Νύφων ο Κοινοβιάρχης στη Σκιάθο και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο διασώθηκαν πάρα πολλά τεκμήρια αυτών των πνευματικών κινημάτων στην βιβλιοθήκη και στο αρχείο της Μονής του Ευαγγελισμού της Σκιάθου. Θ' άξιζε τέλος να μνημονεύσουμε και κάποιους άλλους σημαντικούς κολυβάδες με αγιορυτική αφετηρία όπως είναι ο Ιερόθεος ο Γέρον για τον οποίον επίσης γράφει και ένας εκτενέστατος βίος, ο βίος του Ιεροθέου του Γέροντος είναι ο ιδρυτής του Κοινοβίου του Προφήλου. του Κοινοβίου του Προφήλου Ηλία στην Ύδρα ενός επίσης μοναστηριού με μακρά κολυβαδική παράδοση το οποίο σχετίζεται μάλιστα και με την Κοινοβιακή παράδοση και τη Φιλοκαλική παράδοση που δημιουργήθηκε στην Μονή της Λογκοβάρδας, στη ζωοδόχου πηγή της Λογκοβάρδας στην Πάρο που αργότερα οδήγησε και στην προβολή μεγάλων πνευματικών μορφών στη διάρκεια του αιώνα μας όπως είναι ο Σιακής Βιωτής. Γέρον Φιλόθεος ο Ζερβάκος και πολλά άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με την Πάρο γιατί η Πάρος όπως είπαμε υπήρξε γενέτειρα κάποιων από τους κολυβάδες του Αθανασίου του Παρίου ή και του Ιουάσαφ του Παρίου ενός προσώπου που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό αλλά που διεδραμάτισε επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στην προάσπιση της κολυβαδικής παραδόσεως και της παραδόσεως της χνίστιας μεταλήψιος μέσα από τα έργα του. Μας έχουν παραδοθεί χειρόγραφα σε διάφορα κολυβαδικά χειρόγραφα του Αγίου Όρους και έτσι λοιπόν δημιουργείται θα μπορούσαμε να πούμε ένας ευρύτερος κύκλος στον οποίο μετέχουν ο Όσεος Αρσένιος ο Πάριος, ο Όσεος Κύριλος ο Παπαδόπουλος ο Πάριος στην καταγωγή που είτε μεταβαίνουν στην Πάρο και ιδρύουν και εκεί μοναστήρια ή ανασυστήνουν μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου του Σωτήρου Χριστού του δάσους στην Πάρο είτε σε άλλες περιοχές όπως είπαμε αναφέραμε την Ύδρα ή την Πάτμο όπου ζουν ο Άγιος Μακάριος όπως είπαμε αλλά και ο Όσεος Γρηγόριος ο Νησύριος ο Γρηγόριος ο Γραβανός. Που ζει και στο μεγάλο μοναστήρι του Αγίου Ιεάν του Θεολόγου στην Πάτμο και μάλιστα καθίσταται από το Πατριαρχείο επίτροπος και έξαρχος του μοναστηριού μαζί με τον Άγιο Νικόδημο την ίδια περίοδο που βρισκόταν εκεί ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς αλλά και ιδρύει το κάθισμα της Παναγίας του Γραβά και μεταβαίνει και ο ίδιος όπως γνωρίζουμε στο Κοινόβιο της Ικαρίας της Γραβανός. Ικαρίας της γειτονικής Ικαρίας και πολλά άλλα πρόσωπα που δημιουργούν ένα ευρύτατο δίκτυο, ένα πνευματικό δίκτυο τέτοιων προσώπων που όπως είπαμε διέσπειραν την κολυβαντική και γενικότερα την φιλοκαλική παράδοση σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και που επιγόνους τους συναντούμε όχι μόνο στις κατοπινές δεκαετίες μετά την αποβίωσή τους δηλαδή στη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και σε όλον τον 20ο αιώνα με αυτές τις σημαντικές ασκητικές μορφές που γνωρίζουμε ότι προβλήθηκαν και παρουσιάστηκαν στους ίδιους χώρους από τους οποίους δίήλθαν και τους οποίους ανασύστησαν πνευματικά αυτοί οι μεγάλοι πατέρες του φιλοκαλικού κινήματος. Έτσι λοιπόν γίνεται άμεσα αντιληπτό γιατί ακριβώς τα πρόσωπα αυτά κατέχουν μία τόσο σημαντική θέση στην πνευματική κίνηση του 18ου αιώνα σε όλον τον υπόδουλο ελληνισμό και γιατί ακριβώς από τα πρόσωπα αυτά προήλθε ένα τόσο σημαντικό έργο πνευματικό με την πνευματική εργασία που παρίγαν μεταξύ των υπόδουλων χριστιανών αλλά και συγγραφικό και εκδοτικό γενικότερα ένα έργο δηλαδή πνευματικό σε όλες του τις διαστάσεις που ασφαλώς καρποφόρησε στους μεταγενέστερους χρόνους και όπως είπαμε διέσωσε αυτόν τον καρπό της φιλοκαλικής παραδόσιας και μέσα στο Άγιον Όρος αλλά και εκτός του Αγίου Όρους σε ολόκληρον τον ελλαδικό χώρο. Ευχαριστούμε.