Διάλεξη 3: Υπόσχεσθαι, αγαπητοί φίλοι. Θα ασχοληθούμε με την προστασία των θρησκευτικών ανθρωπινων δικαιωμάτων και πάλι σε επίπεδο περιφερειακό, αυτή τη φορά στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης υπάρχει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπινων Δικαιωμάτων του 1950. Το άνθρωπο 9 προστατεύει τη σκεφτική ελευθερία και ορίζει «καθένας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας». Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας, υπεποίθησης και την ελευθερία είτε ατομικά είτε από κοινού με άλλους και δημόσιοι ιδιωτικά να εκδηλώνει τη θρησκεία υπεποίθησή του με τη λατρεία, τη δασκελία, την πρακτική και την τρίση των θρησκευτικών εθήμων. Οι παράλφους δύο προβλέπουν τους περιορισμούς στην ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας υπεποίθησης και μόνο, διότι η ελευθερία της μη θρησκευτικής συνείδησης ή αλλιώς η ελευθερία των θρησκευτικών ή μη θρησκευτικών επεπιθύσεων δεν υπόκειται σε καν περιορισμό, δηλαδή είναι απεριόριστη. Η ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας υπεποίθησης μπορεί να περιοριστεί με βάση το τεστ της νομιμότητας ή της μη νομιμότητας του επιβαλλόμενου περιορισμού που προβλέπει οι παράλφους δύο, το αρθρονέα. Αυτό το τεστ περδούν όλες οι περιπτώσεις που εισάγονται προς κρίση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο είναι δικαστήριο με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το τεστ αυτό περιλαμβάνει τα εξής τρία μέρη. Πρώτον, ο επιβαλλόμενος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περιορισμός είναι η προβλέπεται από τον εθνικό νόμο και όταν λέμε νόμος εννοούμε είτε της Βουλής τυπικός, είτε της διοίκησης που ειδείται με βάση η δική εκκουσιοδότηση νόμου στα πλαίσια της εκκουσιοδότησης και που λέγει του ουσιαστικού νόμου. Δεύτερο στάδιο του τεστ. Ο επιβαλλόμενος περιορισμός επιδιώκει έναν από τους αποκλειστικούς αναφερόμενους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που είναι δημόσια ασφάλεια, δημόσια τάξη, δημόσια υγεία, δημόσια αιθική, προστασία των δικαιωμάτων και λευθεριών των άλλων. Τρίτη φάση του τεστ. Ο επιβαλλόμενος με βάση τον Εθνικό νόμο περιορισμός στην ευθυρία εκκληρίας θρησκείας, που αποσκοπεί σε έναν από τους αποκλειστικά αναφερόμενους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, είναι αναγκαίωσε μια δημοκρατική κοινωνία για την εξυπηρέτηση των ελόγων σκοπών. Είναι αναγκαίως, σημαίνει, εάν εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας. Το άρθρο 10 αφορά την ελευθερία έκφρασης. Η ελευθερία έκφρασης δεν είναι αποκλειστικός θρησκευτικός ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά τον έχει θρησκευτική διάσταση, είναι θρησκευτικό ανθρώπινο δικαίωμα. Υπαράφως 1 προβλέπει το ουσιαστικό δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, παράφως 2 προβλέπει τους περιορισμούς της. Το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμφασης Ανθρωπινων Δικαιωμάτων προβλέπει την ελευθερία του συνετεραιείστα ή της συνένωσης, στην παράφω 1 το ουσιαστικό δικαίωμα, στην παράφω 2 τους περιορισμούς του. Το άρθρο 11 μπορεί, όπως δέχεται η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαίου Ανθρωπινων Δικαιωμάτων, να συνδυάζεται με την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας και να παράγει ένα νέο διεθνές δικαίωμα, που είναι το δικαίωμα στην απόκτηση νομικής προσωπικής, που είναι το δικαίωμα στην απόκτηση νομικής προσωπικότητας για τις θρησκευτικές ομάδες. Το άρθρο 14 αναγνωρίζει την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων και προβλέπει η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών προβλέπονται σε αυτή τη σύμβαση, θα διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις για οποιοδήποτε λόγο, ενδεικτικά όπως φύλλο, φυλή, χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, πολιτικές και άλλες γνώμεις, εθνική και κοινωνική καταγωγή, ενσωμάτωση σε εθνική μειονότητα, περιουσία, γέννηση ή άλλη κατάσταση. Μια άλλη τέτοια κατάσταση που αναγνωρίστηκε προσφάτως είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Στο πρώτο πρόσεκτο πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβα Συναντροπή των Δικαιωμάτων, το άλθρο 1 κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και των θρησκευτικών οργανισμών και ορίζει. Κάθε φυσικό νεομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα στην ενική απόλαυση της περιουσίας του. Κανένας δεν θα αστερείται την περιουσία του, παρά μόνο για λόγο δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το νόμο και από τις Γενικές Αρχές του Διεθνού Δικαίου. Όμως, η αναγνώριση του ουσιαστικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία δεν εννοείται ότι έρχεται σε αντίδυση με την δικαιοδοσία του κράτους να θεσπίζει και να εφαρμόζει νόμους, που φαίνονται που είναι απαραίτητοι, για τον έλεγχο της χρήσης της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή για τη διασφάλιση της πληρωμής των φόρων ή άλλων τελών ή χρηματικών ποινών. Το άρθρο 2 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλου στην Ευρωπαϊκή Αθροπή Δικαιωμάτων αναγνωρίζει το δικαίωμα των γονέων ή των κηδαιμόνων για να τροφεί και η δρασκαλία των παιδιών τους σύμφωνα με τις σκεφτικές ή φιλοσοφικές τους παιπθήσεις. Προβλέπει ότι σε κανέναν δεν πρέπει να αρνείται, δηλαδή να καθίσταται αντικείμενο άρνησης, δηλαδή να μην έχει πρόσβαση στο δικαίωμα της εκπαίδευσης. Κατά την άσκηση οποιοδήποτε λειτουριών, τις οποίες αναλαμβάνει σε σχέση με την εκπαίδευση και τη δρασκαλία, δηλαδή στη δημόσια εκπαίδευση ή στην ελεγχόμενη από τον κράτος ιδιωτική εκπαίδευση. Το κράτος θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίζουν την εκπαίδευση και τη δρασκαλία των παιδιών σύμφωνα με τις συσκευτικές και φιλοσοφικές επιθύσεις των γονέων. Και τώρα θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με την ομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστρίου Ανθρωπιδιών Δικαιωμάτων και θα ξεκινήσουμε με το θέμα του προσιλητησμού. Εδώ έχουμε δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστρίου Ανθρωπιδιών Δικαιωμάτων, οι οποίες αφορούν την Ελλάδα. Κοκκινάκης κατά Ελλάδος και Λαρίσις και άλλοι κατά Ελλάδος. Στην ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας των γνωστών, περιλαμβάνται και η ελευθερία της δρασκαλίας της θρησκείας. Ποια είναι η σχέση του προσιλητησμού με την ελευθερία της δρασκαλίας? Όταν ήταν στο παρελθόν έντονη η έννοια του εθνικού κράτους, ο προσιλητησμός χρησιμοποιήθηκε σε ένα όργανο διασφάλισης της εθνικής ομοιομενοφίας. Δόξα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και της ανοιχτής και πολιτισμικής κοινωνίας, ο προσιλητησμός έχει χάσει σημασία του και κάποιοι τον κατατάσσουν σαν μέτρα προστασίας των θρησκείων. Αλλά, για να πούμε την αλήθεια, δεν έχει κανένα νόημα η ύπαρξη της συνταγματικής απαγόρευσης του προσιλητησμού στην Ελλάδα και της ποινικής προστασίας, της ποινικής κατοχύρωσης της απαγόρευσης του προσιλητησμού, δηλαδή της θέσπισης του εγκλήματος προσιλητησμού, που είχε γίνει επί δικτατορίες μεταξά. Ο προσιλητησμός είναι στην πραγματικότητα η άσχηση της ελευθερίας της δασκαλίας. Προς αυτούς οι οποίοι δεν ανήκουν στη θρησκεία εκείνο ο οποίος τη διαδίδει, με σκοπό να επιτύχουν την αλλαγή της σκεφτικής συνείδησης, δηλαδή να τη μεταστρέψουν και να τον προσιλικήσουν στη δικιά τους θρησκεία. Αυτό είναι ένα νόμιμο δικαίωμο και διεθνός και συνταγματικός. Αλλά στην Ελλάδα δόθηκε, όταν υπήρχε έντονο το εθνικό κράτος, μία έννοια απαξιωτική. Χρησιμοποιείται όρος στο έγκλημα του προσιλίτισμου, τον αθέμη των μέσων. Είναι μία γενική και αφηρημένη έννοια. Το έγκλημα αυτό έρχεται σε αντίθεση τόσο με την ελευθερία της διδασκαλίας, όσο και με την συνταγματική και διεθνή αρχή. Κάνε ένα έγκλημα, καμία ποινή, χωρίς ορισμένο νόμιμο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπιών Δικαιωμάτων, επειδή δεν γνωρίζε το σύνολο της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, έκρινε ότι αυτός ο νόμος που τιμωρεί τον προσιλίτισμο, δεν έρχεται σε αντίθεση με την ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας, ούτε με την αρχή νου λου κρύμεν νου λα πέναι συνελέντζε τσέρτα. Αν όμως είχε υπόψη του τη νομολογία της συνορική, θα έκρινε το αντίθετο. Διότι κανείς μη Ορθόδοξος, μάλλον κανείς Ορθόδοξος, δεν τιμωρήθηκε ποτέ για προσιλίτισμο εναντίον μη Ορθοδόξων. Μόνο μη Ορθόδοξοι τιμωρήθηκαν για προσιλίτισμο Ορθοδόξων στα πλαίσια του εθνικού κράτους, με επικρατούσα θρησκεία την Ορθόδοξη. Στην υπόθεση, λοιπόν, Κοκκινάκης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων έκρινε ότι πραβιάστηκε το Άθρο 9, δηλαδή η ελευθερία εκκλησίας της θρησκείας, διότι τα δικαστήρια δεν εφάρμοσαν σωστά αυτό το νόμο, δηλαδή το νόμο τιμωρήτητο προσιλίτισμο. Δηλαδή η καταδίκη ποινική του Κοκκινάκη δεν δικαιολογούνταν στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης από μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη. Δηλαδή κόλλησε η εφαρμογή του τεστ στην τρίτη φάση του, δηλαδή ότι ο περιορισμός της ελευθερίας εκκλησίας της θρησκείας του Κοκκινάκη με την ποινική του καταδίκη δεν ήταν ανάλογος προς τον επιδιοκόμενο σκοπό εκ μέρους του κράτους της δημόσιας τάξης. Τα ελληνικά δικαστήρια πρόσχαναν να παραγάγει το κείμενο του νόμου για την ποινική καταθήκη του προσιλιτισμού και ότι δεν είχαν εξειδικεύσει τα μη θεμητά μέσα με τα οποία προσπάθησε να πείσει τον γείτονά του να αλλάξει τη θρησκεία του. Στο θέμα της κρατικής αναγνώρισης θρησκευτικών κοινοτήτων υπάρχει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας κατά Μολδαβίας του 2001. Είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αυτονομία των θρησκευτικών κοινοτήτων. Η Μολδαβική Κυβέρνηση, παρόλο ότι είχε πρώτοι υποβάλει αίτηση η προσφεύγουσα Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας για να αναγνωριστεί σύμφωνα με τον Μολδαβικό Νομογραφισκεύματα και να αποκτήσει νομική προσωπικότητα, εντούτοις δεν την αναγνώρισε και δεν της παραχώρησε νομική προσωπικότητα, αλλά έκανε αυτό σε σχέση με την Εκκλησία της Μολδαβίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Σημειωτένω ότι η Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας είναι μια αυτόνομη εκκλησία από πλευράς κανονικού δικαίου του Πατριαρχείου Ρουμανίας και ανήκει στο Πατριαρχείο Ρουμανίας, στο έδαφος της Μολδαβίας. Έχει δικαιοδοσία η Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας, αλλά στο ίδιο έδαφος έχει δικαιοδοσία και η Εκκλησία Μολδαβίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Αυτή την Εκκλησία Μολδαβίας του Πατριαρχείου Μόσχας επέλεξε να ευνοήσει η Μολδαβική Κυβέρνηση λόγω των μακρόχρονων δεσμών με την Ρωσία, της μολδαβικής ελίτ. Θα μπορούσε βεβαίως να αναγνωρίσει και να παραχωρήσει νομική προσωπικότητα και σε αυτήν την Εκκλησία, τη Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας, ορθόδοξη μία, ορθόδοξη κι άλλη, ανήκουν στη διαφορετικά Πατριαρχία και έχουν δικαιοδοσία στο ίδιο έδαφος. Αλλά δεν το έκανε αυτό η Μολδαβική Κυβέρνηση, ισχυριζόμενοι ότι αφού έχει αναγνωρίσει και χορηγήσει νομική προσωπικότητα στην Εκκλησία Μολδαβίας του Πατριαρχείου Μόσχας, δεν μπορεί να κάνει το ίδιο και για την άλλη, διότι ένας είναι ο θεσμικός φορέας ορθόδοξης εκκλησίας της στη χώρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ναοί της Μητροπολικής Εκκλησίας της Βεσαραβίας να καταλαμβάνονται από τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μολδαβίας του Πατριαρχείου Μόσχας και να δημιουργούνται διάφορα βία επεισόδια μεταξύ των δύο ομάδων ορθοδόξων πιστών. Αφού εξάνλησε τα ιστορικά ενδικά μέσα η Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας, προσεύχθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Αθροποιοδικαιωμάτων, το οποίο καταδίκασε τη Μολδαβία, διότι δεν αναγνώρισε και δεν παραχώρησε νομική προσωπικότητα στη Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας και προκάλεσε διακρίσεις σε βάρος της αφού αναγνώρισε νομική προσωπικότητα και παραχώρησε νομική προσωπικότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας του Πατριαρχείου Μόσχα. Προχωρούμε σε μια δεύτερη απόφαση που αφορά την κρατική αναγνώριση θρησκευτικών λειτουργών. Το χασάν και τσαούς κατά Βουλγαρίας του 2000. Ο χασάν είχε αναγορευθεί αρχιμουφτής ενός τμήματος της μουσουρμανικής κοινότητας της Βουλγαρίας και είχε διοριστεί στη θέση αυτή από την κυβέρνηση νέων δυνάμεων της Βουλγαρίας, οι οποίοι ήταν αντίπαλοι του σοσιαλιστικού κόμματος Βουλγαρίας, δηλαδή του πρώην κομμουνιστικού, οι οποίοι αναγνώριζε ως αρχιμουφτή αυτόν που είχε αναδειχθεί από κομμουνιστικού καθυστό τους. Όταν ερχόταν η μια κυβέρνηση αναγνώριζε τον δικό της αρχιμουφτή και έδιωχνε τον άλλον και όταν ερχόταν η άλλη κυβέρνηση έδιωχνε τον προηγούμενο αρχιμουφτή και διώριζε τον δικό της. Στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο φατριών των μουσουρμάνων πιστών και των πολιτικών των δύο κυβερνήσεων προέκυψε αυτή η υπόθεση «χασάν και τσαούς» κατά Βουλγαρίας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Εθνικών Δικαιωμάτων έκλαινε ότι δεν επιτρέπεται στο κράτος να παρεμβαίνει σε ιστορικές υποθέσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων και να ευνοεί ένα θρησκευτικό ηγέτη της μιας φατρείας σε βάρος του άλλου θρησκευτικού ηγέτη της άλλης φατρείας. Η διέρεση μιας θρησκευτικής κοινότητας είναι εσωτερικό θέμα της θρησκευτικής κοινότητας. Αλλιώς, πράττοντας αλλιώς, το κράτος παραβιάζει την υποχρέωσή του στη θρησκευτική ουδετερότητα. Προχωρούμε σε μια τρίτη δικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστρίου, η οποία φορά την έμμεση και την άμεση χρηματοδότηση θρησκευτικών κοινοτήτων. Όζωστον, η χρηματοδότηση και η άμεση χρηματοδότηση δεν αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Με βάση τα διεθνείς standards των θρησκευτικών ανθρωπιών δικαιωμάτων. Συνιστά θρησκευτικό προνόμιο. Αποφασίζει το κράτος να το κάνει και το πράτι. Η απόφαση αυτή έχει τον τίτλο και ένα δύσκολο όνομα ισλανδικό, Asatruvar Thelegyo κατά Ισλανδίας του έτους 2012. Ένα θρησκευτικό σωματείο είναι αυτό, το προσφεύγον. Και ισχυρίστηκε ότι προκλήθηκε σε βάρος του διακρίσης από το γεγονός ότι η ισλανδική κυβέρνηση χωρίγησε άμεση χρηματοδότηση στην Εθνική Εκκλησία της Ισλανδίας που είναι η Ευαγγελικό Λουθυρανική. Ενώ η ίδια ισλανδική κυβέρνηση επιβάλλει υπομορφή φορολογίας για όλα τα θρησκεύματα, τις ενοριακές ισφορές στους πιστούς, συλλέγει τις ισφορές με το φορολογικό σύστημα και τα αποδίδει στα αντίδιδικα θρησκεύματα. Αυτή είναι έμεση χρηματοδότηση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Πέραν αυτόν χωρίγησε άμεση χρηματοδότηση μόνο στην Εθνική. Αφού εξάνθισε τα εσωτερικά ενδικά μέσα το Προσφεύγον Σωματείο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκλαινε ότι δεν υπήρξε διάκριση σε βάρος της Εθνικής Εκκλησίας από την άμεση χρηματοδότηση, αποδεχόμενο το σκεπτικό των εσωτερικών δικαστηρίων της Ισλανδίας, ότι η Εθνική Εκκλησία έχει περισσότερα καθήκοντα και υποχρεώσεις προς την κοινωνία, συγκρινόμενες με εκείνες του Προσφεύγοντος Σωματείου. Με αυτή την απόφαση τι κάνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ενθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ποια έννοια της αρχής της ισότητας αποδέχεται? Αποδέχεται τη σχετική ισότητα. Σχετική ισότητα είναι αυτή που στηρίζεται σε κοινωνιολογικά κριτήρια. Διότι αν η ανισότητα δικαιολογείται για θρησκευτικούς λόγους, τότε αποτελεί διάκριση. Αν η ανισότητα στη μεταχείριση θρησκευμάτων στηρίζεται σε κοινωνιολογικά κριτήρια, τότε δεν αποτελεί διάκριση, αν γίνει δεκτή η ερμηνεία της σχετικής ισότητας. Και η ερμηνεία της σχετικής ισότητας επικρατεί στα κράτη που έχουν χωρισμό κράτους εκκλησίας, και εκτεταμένη συνεργασία του κράτους με ορισμένα θρησκεύματα, αλλά δεν έχουν το σύστημα της λαϊσιτέ, του λαϊκού χαρακτήρου του κράτους, τον οποίον έχει μόνο ένα κράτος, είναι μία περίπτωση, ατομική η Γαλλία, όσον αφορά την Ευρώπη. Και αυγούμε εκτός Ευρώπης οι Ηνωμένες Πολιτείες. Προχωρούμε τώρα σε μία άλλη δικαστική απόψη του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Ανθρωπινων Δικαιωμάτων, που αφορά τους εργαζομένους θρησκευτικών κοινοτήτων. Μία προσφεύγουσα, η Ζι Μπενχάρ, υπέβαλε μία προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Καταγερμανίας, η ενεκαθολική, απασχολούνταν σε μία πρωτεσταντική ενορία, η ενορία, σαν εργαζόμενη σε παιδικό σταθμό της, απολύθηκε από αυτή την ενορία, από αυτόν τον εργοδότη της, διότι ήταν ενεργό μέλος μιας άλλης θρησκευτικής κοινότητας της Παγκόσμιας Εκκλησίας, η Αδερφότητας Ανθρωπότητας. Και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπινων Δικαιωμάτων έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση το άρθρο 9, σε βάρος της, διότι τα εργατικά δικαστήρια της Γερμανίας έκαναν μία λεπτομερή στάθμιση μεταξύ των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας και της αυτονομίας, το δικαίωμα στην αυτονομία της προσφεύγουσας. Όχι, με συγχωρείτε, στο δικαίωμα της αυτονομίας της εργοδότριας εκκλησίας. Στη στάθμιση αυτή έκρυναν τα Γερμανικά εργατικά δικαστήρια ότι υπερισχύει η αξιοπιστία της εργοδότριας εταιρίες με βάση το συμβόλαιο το οποίο υπέγραψε εργασίας, το οποίο υπέγραψε ή προσφεύγουσα, στο οποίο υπήρχε όρος ότι θα σέβεται τη θρησκευτική και ηθική δασκαλία της εργοδότριας εταιρίας κατά την εργασία της και ότι θα έπρεπε να λάβει τον όρο αυτό υπόψη της και ότι η ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε ένα άλλο θρησκεύμα την Παγκόσμια Εκκλησία ήταν ασυμβίβαστη με αυτόν τον όρο που συμβολεούν εργασίες της. Μία άλλη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστρειού Ανθρωπινων Δικαιωμάτων σχετικά με αφορά το δικαίωμα της υποχρεωτικής αναγραφής θρησκεύματος σε επίσημα έγγραφα. Η Σινάν Ισίκ ισχυρίστηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι η Τουρκία απέριψε την αιτησή της δικαστικώς να αναγράφει αυτό ότι τάτησε ότι είναι αλεβίτησα και όχι μουσουλμάνα. Το Τουρκικό απέριψε την αιτησή της αυτή διότι θεώρησε ότι οι αλεβίτες είναι μία υποομάδα του Ισλάμ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπινων Δικαιωμάτων σε αυτή την υπόθεση έκρινε ότι η Λευθερία εκδήλωσης θρησκείας περιλαμβάνει και μία αρνητική πλευρά, δηλαδή το δικαίωμα να μην υποχρεώνεται κάποιος να αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του επιθύσεις. Εδώ ολοκληρώσαμε κάποιες αναφορές στην ομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου Ανθρωπινων Δικαιωμάτων και την προστασία των θρησκευτικών ανθρωπινων δικαιωμάτων στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |