: [♪ Μουσική someone says nothing but ATF theme plays at end of the video. Καλησπέρα σας, κυρίες και κύριοι. Παραμονή 25ης Μαρτίου σήμερα και είναι μεγάλη χαρά και τιμή για το Εικονομικό Πανεπιστημίδιο Αθηνών να σας έχουμε κοντά μας για να παρακολουθήσουμε όλοι μαζί τη τελετή ορτασμού της 25ης Μαρτίου. Αμέσως δίνω το λόγο στον Μπρύτανε του οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών καθηγητή, κύριο Δημήτρη Μπουραντόνη, για ένα σύντομο χαιρετισμό. Κύριε Πρίτανη, παρακαλώ. Κυρίες και κύριοι, χρόνια πολλά. Κύριε Αποστολή του Πανεπιστημίου, είναι ένα λειτουργείο ως πνευματική κοιτίδα, που παράγει και διαχέει την ιστορική γνώση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της κριτικής και αναλυτικής σκέψης. Υπό αυτό το πρίσμα, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών οφείλει να αποδίδει την επιβεβαιωμένη τιμή σε ιστορικούς θαθμούς, σε συμβολικά ορόσημα του συλλογικού μας βίου, όπως είναι η 25η Μαρτίου του 21ου. Οφείλει όμως πρωτίστως, και με αφορμή την επέτειο της εθνικής παλεγενεσίας, να αποφύγει τις ευκαιριακές πανηγυρικές υπερβολές και να εγκύψει κριτικά και στοχαστικά, μέσα από το σοβαρό πνευματικό προβληματισμό, στην πορεία του μετά του 21ου συλλογικού μας βίου. Να διατυπώσει ουσιαστικές αποφάνσεις σχετικά με τη διαδικασία μετάλλαξης του ελληνικού κράτους από το 21 και μετά, να προσδιορίσει με εναργή τρόπο, τις χαρακτηριστικές μορφές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, που δημιούργησε η 25η Μαρτίου 21, αλλά και τις μεταβολές που χαρακτηρίζουν τους δύο αιώνες ελεύθερου πολιτικού βίου των Ελλήνων. Αποτελεί εξαιρετική τιμή για το Οικονομικό Πανεπιστήμιο να φιλοξενεί σήμερα στο πλαίσιο του επαιτειακού εορτασμού της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης το διαβρεπεί ομότιμο καθηγητή του Εθνικού και Καποδυστιακού Πανεπιστήμιου Αθηνών, κύριο Θάνο Βερέμι. Ο καθηγητής κύριος Βερέμις θα εκφωνήσει τον πραγματικό της ημέρας με τίτλο «Η Ελληνική Επανάσταση από την πρό-νεοτερικότητα στη δημιουργία ενός έθνους κράτους». Εκ μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας του Οικονομικού Πανεπιστήμιου Αθηνών θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον καθηγητή κύριο Βερέμι και να του δώσω αμέσως το λόγο. Χρόνια πολλά σε όλες και σε όλους. Κύριε Πρίτανη, κυρίες και κύριοι, το 1821 είναι πάντοτε γεμάτο εκπλήξεις για τον ερευνητή. Κάθε φορά που εγγύπτουν οι ερευνητές κάθε εποχής στην υπόθεση αυτή τη μεγάλη να καλύπτουν καινούργια πράγματα με τους προβληματισμούς της δικιάς τους βεβαιοεποχής, γιατί αλλάζουν και οι προβληματισμοί μας, δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι. Θα ήθελα πρώτα απ' όλα να πω ότι η δεκαετία της ελληνικής επανάστασης αρχίζει με την εξέγερηση του Αλέξανδρου Ι' στη Μολδοβουλαχία και τελειώνει με το θάνατο ή τη δολοφονία του κυβερνήτη Καποδίστρια και το έργο του στη δημιουργία ενός έθνους κράτους με συγκεντρωτική εξουσία. Θα ήθελα την αρχή να προσδιορίσω την έννοια προνεωτερικό κράτος. Τι είναι το προνεωτερικό κράτος? Είναι ένα είδος, δεν είναι καν κράτος, είναι μια συγκέντρωση ατόμων με κοινό σκοπό, αλλά με πολλά αντιχαστικά στοιχεία τα οποία προέρχονται από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκαν και έδρασαν σε αντίθεση με άλλους τόπους, από την οικογένεια στην οποία ανήκουν, η οποία είναι ένα πρόταγμα στην πεποίθηση κάθε ανθρώπου εκείνης της εποχής και όλα αυτά δημιουργούν ένα είδος κατακερματισμού. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι έχουμε τόσους εμφυλιούς πολέμους που οφείλουν την δημιουργία τους σε αυτό το ντοπικισμό και στον εκλεκτικό προσδιορισμό της αφοσίωσης του κάθε αγωνιστή και ανθρώπου εκείνης εποχής. Στο διάστημα λοιπόν αυτής της μεγάλης δεκαετίας της Παλιγεννησίας, όπως τη λέμε σωστά, δημιουργείται μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην προνεωτερική κοινότητα που είναι αυτό που περιέγραψα, δηλαδή προνεωτερική είναι μια κοινότητα με οικογενειακούς δεσμούς και τοπικιστικούς δεσμούς, τοπικούς δεσμούς. Πέραν αυτού δεν αναγνωρίζει τους αυτούς που δεν βλέπει, ας το πούμε έτσι, είναι μια πρακτική κοινωνία, εμπειρική, δεν χρησιμοποιεί τη φαντασία της και το αντίθετο είναι η δημιουργία ενός έθνους. Το έθνος είναι, όπως το λέει ο περίφημος ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας ο Βενέντης Άντερσον, είναι μια φαντασιακή κοινότητα, δηλαδή είναι κάτι που δημιουργεί δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλον, καμιά φορά είναι και πολύ μακριά. Παραδείγματος χάρην οι διασπορές οι ελληνικές αισθάνονται ιδιαίτεροι, ιδιαίτερο δεσμό με την πατρίδα τους και αντίστοιχα οι Έλληνες της Ελλάδος, της εποχής αισθάνονται δεσμούς με αυτούς που δεν βλέπουν, που είναι διασπαρμένοι, εξού και όρος διασπορά. Η νεοτερικότητα αντίθετα είναι οφείλη πολλά σε θεσμούς οι οποίοι δημιουργούν μια ενότητα πλέον θεσμική και νομική ανάμεσα σε άτομα τα οποία πρώτα ήταν διασπαρμένα και κατακερματισμένα στις προτεραιότητές τους ας το πούμε έτσι. Όταν λένε ότι οι Έλληνες είναι λαός που εριίζει για το καθετί και ότι μεταξύ τους είναι στο DNA γραμμένος αυτή τη διαίρεση, αυτά βέβαια δεν είναι σοβαρά, το σοβαρό είναι να δούμε τι λογική κοινωνία δημιουργεί τι είδους ανθρώπους. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι η σημερινή κοινωνία με το κοινό σχολείο, με τη βουλή των Ελλήνων, με τα συντάγματα, με τη γλώσσα η οποία βέβαια πάντα υπήρχε και παλιά, αλλά μία γλώσσα που διδάσκεται αποκλειστικά σχεδόν στα σχολεία, έχουμε την αίσθηση του έθνους, του ενιαίου ενωμένου έθνου. Αυτή η ενότητα είναι, αν θέλετε, το μεγάλο κατόρθωμα της κοινωνίας των εθνών. Έθνος, λοιπόν, κράτος. Το κράτος είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τι είναι, όλοι το ξέρουμε και όλοι το υφιστάμεθα και το θαυμάζουμε ανάλογα με την περίσταση. Να πούμε τώρα και λίγα για τους όρους Έλληνας, Ελλάς κλπ. Όρος Ελλάς είναι η πρώτη φορά που ακούγεται με τα, μάλλον, που δεν ποτέ υπήρξε Ελλάς. Η Ελλάδα γεννιέται το 1821. Γεννιέται επίσης τις συζητήσεις των διαφωτιστών πριν από το 1821 του Αδαμαντίου Κωραή, του Πολών, του Βούλγαρη, διαφωτιστών πάσης μορφής οι οποίοι μιλάνε για μια νοητή Ελλάδα η οποία θα υπάρξει κάποτε. Και υπήρξε το 1821 και μάλιστα το 1822 με το Σύνταγμα της Επιδαύρου, προσδιορίζεται ο όρος αυτός και μαθαίνουμε για πρώτη φορά στην ιστορία, αυτό είναι το ενδιαφέρον, ότι η πατρίδα μας είναι η Ελλάδα. Στην αρχαιότητα, όπως ξέρουμε, πατρίδα του καθενός ήταν η πόλης κράτος. Οι πολίτες όφυλαν την αφοσίωσή τους στην πόλη-κράτος στην οποία νήκαν, κατά προτεραιότητα και ενώνονταν και λέγονταν Έλληνες όταν απειλούνταν από κάποια μεγάλη δύναμη. Η μεγάλη δύναμη βέβαια που απειλήσε την αρχαιότητα ήταν η Περσία και ξέρουμε ότι τότε οι Έλληνες ξεπέρασαν τον εαυτό τους και τις δυσχέρειες μεταξύ τους και ενώθηκαν σε ένα σύνολο. Υπό άλλες συνθήκες βέβαια δεν ίσχυε αυτό, αλλά περνάμε μετά στην περίοδο του Βυζαντίου, εκεί ο όρος Έλληνες μάλλον δεν χρησιμοποιείται καθόλου, γιατί Έλληνες στο μυαλό των Χριστιανών της εποχής εκείνης σήμενε ειδωλολάτρης. Οι Έλληνες ήταν χριστιανισμένοι Ρωμαίοι, τουλάχιστον είναι το αντίστοιχο του Έλληνα. Και έμεινε και σε εμάς το Ρωμιός με κάποια σχετλιαστική καμιά φορά έννοια, αλλά εν πάση περιπτώσει έχουμε αυτήν την εμπειρία από το παρελθόν. Να πούμε λοιπόν ότι το Βυζάντιο στην ουσία είναι η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι πολίτες, οι πίκοοι του αυτοκράτορα δεν είναι Έλληνες αλλά είναι Ρωμαίοι. Και έτσι μας αποκαλούσαν και οι Τούρκοι όταν κατέλαβαν πλέον το Βυζάντιο, ό,τι είχε απομείνει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα και τον Μυστρά ενδεχομένως. Λοιπόν αυτή είναι η χρήση των ονομάτων. Βέβαια τα επίθετα υπήρχαν, ελληνικό, ελληνική, ελληνικός, αυτά υπήρχαν, χρησιμοποιούνταν ιδίως για τη γλώσσα, η γλώσσα ήταν πάντα ελληνική βέβαια και αυτή η γλώσσα έπαιξε και το κυριότερο ρόλο σδεσμό ανάμεσα εκτός από τον χριστιανισμό βέβαια, τον Ορθόδοξο για την ακρίβεια, έπαιξε ρόλο και η γλώσσα ως στοιχείο ενότητας αυτών των ανθρώπων. Τώρα τα πρώτα συντάγματα τα οποία το πρώτο είναι της Επιδαύρου του 1822, το δεύτερο είναι του 1823 το Σύνταγμα του Άστρους, σε αυτά δημιουργείται μια σύγχυση αρμοδιοτήτων ανάμεσα στο βουλευτικό και το εκτελεστικό, την βουλευτική και την εκτελεστική εξουσία. Πάνω σε αυτή τη σύγχυση των αρμοδιοτήτων δημιουργείται και ο πρώτος εμφύλιος αν θέλετε ανάμεσα στους δύο αυτούς τους τομείς της εξουσίας. Ευτυχώς έρχεται ο τρίτος ή τρίτη εθνοσυνέλευση της Τριζίνας για να προσδιορίσει πλέον την καινούργια αντίληψη περί εξουσίας και δίνει στον πολύ γνωστό επαΐον της εποχής στον Ιωάννη Καποδίστρια την εξουσία για εφτά χρόνια. Αυτό και μόνο είναι μια μεγάλη αλλαγή γιατί τα προηγούμενα συντάγματα προέβλεπαν μόνο ένα χρόνο εξουσίας στους εξουσιαστές του βουλευτικού και του εκτελεστικού, το δικαστικό ήταν πιο μακρόβιο, σε αυτά τα δύο ξαφνικά επειδή ακριβώς υπάρχει τυχόνια και εμφύλιοι πόλεμοι καταφεύγουν σε έναν ισχυρό πλέον κυβερνήτη. Πώς νοούν τον κυβερνήτη? Κυβερνήτης είναι ένα είδος προθυπουργού αλλά και με χαρκτηριστικά αρχηγού κράτους γιατί δεν είχε ακόμα η Ελλάδα, πρέπει να θυμηθούμε, βασιλέα τον αποκτούν αργότερα. Ο Καποδίστριας μπορούμε να πούμε έτσι εύκολα και γρήγορα ότι είναι ο κατεξοχή παράγων ενότητας σε αυτό το μόρφωμα που περιέγραψα πριν. Αυτός φέρνει μαζί τους Έλληνες, δημιουργεί μια συγκεντρωτική κρατική εξουσία. Η λέξη συγκεντρωτική δεν έχει αρνητικό περιεχόμενο, σημαίνει μια εξουσία η οποία είναι συγκεντρωμένη σε ορισμένους θεσμούς. Δεν είναι δηλαδή το αντίστοιχο της συγκεντρωτικής, είναι η ομοσπονδιακή εξουσία. Σε αντίστοιχη θέση με την Ελλάδα της σημερινή που έχει συγκεντρωτικό σύστημα είναι η Γερμανία που έχει ένα ομοσπονδιακό σύστημα και η Ιελβετία που έχει ένα συνομοσπονδιακό, δηλαδή ακόμα πιο χαλαρή ενότητα ανάμεσα στις περιοχές της διάφορες της διοικητικής. Λοιπόν, για να γυρίσουμε στο 21 πρέπει να θυμηθούμε ότι η θύνουσα τάξη της εποχής είχε ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να το πούμε από την αρχή, ήταν οι πάλληλοι του Οθωμανικού κράτους. Τόσο οι αρματολί και τα αρματολίκια που ήταν συστήματα πολύ περιεκτικά, μέσα ολόκληρους κόσμους οικονομικούς οικονομίας, φιλοτροφίας, αγροτικής παραγωγής και όλα αυτά, ήταν μέρος της επικράτειας του κάθε αρματολίκιου. Υπήρχαν πολλά τέτοια, δεν ήταν ένα και δύο, ήταν πολλά και μάλιστα αντιμέτωπα. Είναι και αυτό ένα στοιχείο, η αντίθεση, ο ανταγωνισμός, θα έλεγα, ανάμεσα στους αρματολούς της εποχής. Απ' την άλλη, η πολιτική εξουσία ήταν στα χέρια των προκρύτων. Οι πρόκριτοι έπαιζαν ένα ρόλο στο φορολογικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν μικροί, μεσαίοι μάλλον, καλλιεργητές της γης και έβαζαν στην πάντα το κεφάλαιό τους, το οποίο μπορούσαν να προκαταβάλουν τον ποσό τον φορολογητέο, γιατί έτσι γινόταν η δουλειά. Όποιος μπορούσε να το κάνει αυτό, μπορούσε και να αναλάβει το ρόλο του φορολογικού στο τελευταίο αναβαθμό του Οθωμανικού Συστήματος. Είναι λοιπόν και οι δύο ένα είδος υπαλλήλων. Και να πούμε ότι και οι πρόκριτοι, μεταξύ τους δεν ομονοούσαν, υπήρχαν τεράστιες διαφορές, πάλι ανταγωνιστικό το σύστημα εκεί και τα βρίσκαν, ενώνονταν όταν υπήρχε απ' έξω κάποια απειλή ή κάποια πρόκληση. Στην ελληνική επανάσταση κατά πειρίεργο και πραγματικά εκπληκτικό τρόπο, αυτοί όλοι κατάθαραν για ένα τουλάχιστον διάστημα, όχι για όλο το διάστημα, αλλά τα πρώτα δύο χρόνια ας πούμε περίπου να ομονοήσουν. Τώρα ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές του πολέμου? Στη Μέν Πελοπόννησο δεν υπήρχαν αρματολίκια, είχαν καταργηθεί μαζί με την κατάργηση, ας πούμε, την καταστολή της κλευτουργίας, της λιστίας, των παρανόμων. Επέζησαν μερικές οικογένειες κλευτών, όπως οι Κολοκοτρονέοι, οι Ορισμένοι Μόνον, έγινε πλήρης καταστολή εκεί από τους Οθωμανούς, και ένας εξ' αυτόν ο πιο γνωστός εμάς πλέον, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, διοκόμενος, πήγε στην Ζάκυνθο πρώτα, κατετάγησε ένα σώμα Βετανικό για Έλληνες, και στη συνέχεια επανήλθε στην Ελλάδα για να παίξει το ρόλο του στην Επανάσταση. Όμως αυτή η καπετάνη της Μωριά δεν είναι η κατεξοχή πολεμική τάξη. Στο Μωριά οι καπετάνοι είχαν προεργασία, προυπηρεσία, ως χωροφύλακες των προκρήτων, ως σωματοφύλακες των προκρήτων, με το όνομα Κάπι. Κάπι του Δελιγιάννη, του Λόντου, όλων αυτών, του Ζαΐμη. Ο Κολοκοτρώνης ανήκε στην οικογένεια των Δελιγιανναίων, έπαιξε ένα ρόλο του Κάπου, ένα διάστημα, και βρέθηκε στην Επανάσταση ακριβώς με αυτήν την πύρα πλέον, που είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια, να διεθύνει την Επανάσταση στην Πελοκόνησο. Τα Δερβενάκια είναι η μεγάλη του επιτυχία, τον θυμόμαστε κυρίως για αυτά τα δύο πρώτα χρόνια, όπου στρατολογούσε τους απώλεμους αγρότες, οι οποίοι δεν ήξεραν τίποτα από πόλεμο, ούτε ήξεραν πώς να γεμίσουν το όπλο, τους έμαθε πώς να το κάνουν, και στη συνέχεια κατάθερε αυτό το θαύμα της επιτυχίας εναντίον του Δράμαλ, ενώ στρατού 30.000 περίπου αν ήταν τόσοι, πολύ μεγάλη επιτυχία για τον αγώνα, γιατί και τα περιουσιακά στοιχεία αυτής της εκστρατείας του Δράμαλ υπεριήλθαν στα χέρια των Ελλήνων και πριματοδότησαν ένα μέρος του αγώνα. Πρέπει επίσης να θυμίσουμε ότι ο Μελλήν, είναι ο πραγματικός δημιουργός του πολέμου, δηλαδή οι αρματολοί είναι οι πραγματικοί επαγγελματίες του πολέμου, σε αντίθεση με τα αιμορραΐτα, που όπως είπα ήταν απόλεμοι αγρότες κυρίως, που στρατολουγούνταν, πράγματι οι άνθρωποι στου Ρούμελη είχαν μια γνώση, μια εξάσκηση στον πόλεμο, όχι μόνο κυνηγώντας τους κλέφτες της Ρούμελης, που ήταν αρκετοί, αλλά παίζοντας και ένα ρόλο μισθοφόρου, των μεγάλων συγκρούσεων ανάμεσα στους Πασάδες της Ρούμελης, και της Θεσσαλίας, και της Μακεδονίας, και της Υπείρου, αυτοί έπαιξαν ένα ρόλο μισθοφόρου συχνά, στη μία ή στην άλλη πλευρά του πολέμου των Πασάδων ας το πούμε έτσι. Όλα αυτά τους έκαναν εξαιρετικά έμπειρους, αλλά και πολύ ανταγωνιστικούς. Δεν πρέπει να φανταστούμε ότι όλοι οι αρματολοί ανήκαν στην ίδια σχολή, άποψη, ιδεολογία, στρατόπεδο κυρίως. Ήταν, όπως είπα, ένα πολύ ανταγωνιστικό είδος. Το ενδιαφέρον είναι ότι τόσο στη Ρούμελη όσο και στο Μωριά υπάρχει αυτή η έννοια του ανταγωνισμού, δημιουργεί και την έννοια της αριστείας. Δηλαδή, μεταξύ των αρματολών της Ρούμελης, κάποιοι κατάθεραν να επιβληθούν. Και μάλιστα άτομα τα οποία δεν είχαν και την οικογενειακή διασύνδεση ή την ενίσχυση από την οικογένεια, όπως είναι ο πολύ μεγάλος μας αγωνιστής του 21, ο Γιώργιος Καραϊσκάκης. Ο Καραϊσκάκης ήταν έναν νόθο παιδί, έχασε τη μητέρα του πολύ μικρός, δηλαδή φανταστείτε νόθος και ορφανός, να περιφέρεται σε μια κοινωνία όπου οι νόθοι δεν είχαν θέση. Και αυτό τον δημιούργησε έναν άνθρωπο με πολύ ισχυρή θέληση, είχε θέληση και με ένα ιδιαίτερα κοφτερό και έξυπνο κεφάλι. Ο Καραϊσκάκης από το μηδέν, μίον θα έλεγα, κάτω από το μηδέν, κατάθερε να διακριθεί και μάλιστα να καταφέρει να πάρει τα περίφημα αρματολίκια της των Αγγράφων, που ήταν από τα πιο σημαντικά της εποχής. Άλλοι μεγάλοι αρματολίκια ήταν βέβαια, Αθανάστιος Βιάκος για ένα διάστημα, πέθανε νέος, και βέβαια πολύ ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, τεξοχήν αρματολός, αν θέλετε ο ισχυρός παράγον της Ανατολικής Ρούμελης, όλοι αυτοί έπαιξαν το ρόλο τους, τον απολύτως απαραίτητο ρόλο, στον αγώνα του 21, και βέβαια πολλές φορές στράφηκε ο ένας συναντιών τον άλλο. Υπάρχει και το παράδειγμα των Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες είναι, αν θέλετε, αρβανίτες, αλλά χριστιανοί ορθόδοξοι, πολεμούν ως μέρος της Ελληνικής Επανάστασης. Ο ρόλος στην Επανάσταση ήταν πάρα πολύ σημαντικός, ιδίως όταν τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ο Αλή Πασάς, πρώτα μετά επανήλθαν στο Σούλι, στα χωριά του Σουλίου, και τους έδιωξε στο τέλος ο Σουλτάνος, ο Μαγμούτ ο Δεύτερος, ο οποίος και κατέστειλε την Επανάσταση του Αλή Πασά. Πρέπει και να πούμε εδώ ότι οφείλουμε χάριτες τον Αλή Πασά, γιατί χάρις αυτόν οι Έλληνες απήχαν τον καιρό και την ευχέρεια, γιατί αυτός δημιούργησε έναν αντιπερισπασμό στους Οθωμανούς, να προετοιμαστούν ιδίως το Μοριά. Για να γυρίσουμε λοιπόν στους άλλους θεσμούς, ο σοβαρότερος ίσως με την έννοια της ενότητας και της ιεραρχίας ήταν ο μόνος θεσμός που είχε και ενότητα και ιεραρχία σε αντίθεση με τους άλλους, όπως είπα, ανταγωνίζονταν πάρα πολλά κομμάτια από το ένα του άλλου, ήταν η Εκκλησία. Η Εκκλησία ήταν ο θεσμός με την ενότητα και την ιεραρχία και επίσης έπαιξε και τον απολύτως σημαντικό, το μεγάλο σημαντικό ρόλο της Εκκλησίας, ήταν το σχολείο στην ελληνική γλώσσα. Γιατί την ελληνική γλώσσα? Γιατί τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά, συνεπώς η Εκκλησία κήρυξε από την αρχή, ακόμα και στην περίοδο που δεν ήταν μέσα στην επαναστατική της εποχή, κήρυξε την ιδέα ότι μαθαίνουμε ελληνικά για να διαβάζουμε τα Ευαγγέλια. Αυτό ήταν το μήνυμα στους πιστούς. Έχουμε δηλαδή ένα πρακτικό λόγο για τον οποίο διδάσκονται τα ελληνικά, όχι τόσο γιατί υπήρχε μένος κολεμικό στην Εκκλησία, αλλά αντίθετα γιατί θεωρούσαν ότι με τα ελληνικά μπορεί ο κάθε πιστός να προσεγγίζει το λόγο του Θεού. Η Εκκλησία θα μπορούσε να είχε γίνει αντίπαλος της Επανάστασης, δεν συμφωνούσε με ριζοσπαστικές ενέργειες γενικά, είχε την κακή πείρα της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία εξολόθρευσε το ιερατείο των Γάλλων καθολικών ιερέων και φοβόταν μία ανάλογη τύχη κάτω από ένα επαναστατικό καθεστώς. Ωστόσο, ένα είδος ευεργεσίας, χωρίς να το ξέρει βέβαια, για εμάς για τον αγώνα, για την παλιγενεσία, ήταν ο απαγχωνισμός του Γρηγορίου του Πέντου, ενός συντηρητικού ιεράρχη, ο οποίος με το θάνατό του έγινε ένα είδος παραδείγματος που οδήγησε πολλούς, θα έλεγα όλους τους ιεράρχες της εποχής και τον μικρότερο πλήρο στην αγκαλιά της Επανάστασης. Ο παλαιόν πατρόν Γερμανός ήταν και συντοπίτης από την Δημητσάνα του Γρηγορίου του Πέντου και φίλος και οπαδός. Παρ' όλα αυτά ο παλαιόν πατρόν Γερμανός προσήλθε στην Επανάσταση και μάλιστα έπαιξε και ρόλο ιδιαίτερα σημαντικό. Τώρα, πώς χαρακτηρίζουμε τις ελληνικές ηγεσίες. Οι πολιτικές ηγεσίες και οι στρατιωτικές ξεκίνησαν σαν υπάλληλοι μιας αυτοκρατορίας. Από εκεί αντλούν την εξουσία τους, από εκεί αντλούν την δύναμη τους αρχικά, είναι ενδιαφέρον ότι αυτοί οι ίδιοι στρέφονται εναντίον του κέντρου της εξουσίας και καταφέρνουν στο τέλος, παρά τους εμφυλιούς πολέμους, να πετύχουν το σκοπό τους στον τελικό. Τώρα, η κατατμημένη αυτή κοινότητα αποτελείται από όλα αυτά τα άτομα που αναφέραμε, αλλά έχει ένα χαρακτηριστικό πολύ ενδιαφέρον, το οποίο δεν πρέπει να μην το προσέξουμε. Είναι η αξιοκρατία. Αυτός ο ανταγωνισμός δημιουργεί πολύ άξιους ανθρώπους στο δημόσιο βίο. Διότι, όπως είπα ο Καραϊσκάκης, ένας χωρίς μοίρα στην κοινωνία εκείνης της εποχής, καταφέρνει να γίνει ένα αρχηγικό στοιχείο και στην ελληνική επανάσταση. Βέβαια και η απόλυά του να είναι μια μεγάλη απόλυα για την επανάσταση. Το ίδιο και ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος ήταν ένας κυνηγημένος κλέφτης και ο οποίος γυρίζει και παίρνει τον ρόλο του πάρα πολύ σοβαρά και γίνεται ένα είδος ηγέτη των πολεμιστών της Μωριά. Αυτή η αξιοκρατία δεν πρέπει να μας διαφέδει. Η αξιοκρατία αυτή δεν θα την ξαναδούμε σε τέτοιο μεγάλο βαθμό στην κατοπινή ελληνική ιστορία. Βεβαίως θα δούμε προσωπικότητες μεγάλες σαν τον Χαριλότρη Κούπλη, σαν τον Ελευθεριό Βενιζέλο και πολλούς ακόμα. Αλλά δεν θα δούμε τόσους αρίστους αξίους του σκοπού τον οποίο υπηρετούν ανάμεσα στους υπόλοιπους Έλληνες. Το ελληνικό κράτος έχει τα ελαττώματά του. Και τα ελαττώματά του είναι ότι η δημοσιοϊπαλληλεία δεν βασίζεται αναγκαστικά σε αξιοκρατικά κριτήρια. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε δημοσιοϊπαλληλεία. Υπήρχαν αυτόκλητοι ηγέτες, οι οποίοι σιγά-σιγά αποκτούσαν και έρισμα κοινωνικό και πολιτικό και ξέρουμε ότι αυτοί ήταν, ας πούμε, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Δησαίς Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης, ο κατεξοχήν ο Ανδρέας Μιαούλης, ο οποίος έπαιξε ίσως και τον πιο ενεργό ρόλο στον αγώνα γιατί επί μια δεκαετία δεν εγκατέλειψε ποτέ τον πόλεμο και τα πλοία. Ένας άνθρωπος με πολεμική ιδιοφυΐα, ας πούμε έτσι, ο οποίος δεν έχασε ποτέ μάχη στη θάλασσα. Αυτοί όλοι είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι. Αυτό δεν πρέπει να μας διαφέρει. Γιατί αν δεν ήταν θα βρίσκονταν εκτός παιδιάς και εκτός εξουσίας και κάποιος καλύτερος από αυτούς θα τους είχε υποσκελίσει. Τώρα το ζήτημα είναι πώς αυτά τα αρματολήκια πορεύονται και πώς διασφαλίζουν την αξιοκρατία. Ο καπετάνιος ο αρματολός άφηνε το δικό του το πόστο, όχι αναγκαστικά στο γιο του, ο οποίος αν δεν είχε τις ικανότητες τον προσπερνούσε και αναζητούσε τον ικανό στην αυδρύτερη οικογένεια. Και εκεί έβρισκε πάντοτε, γιατί οι αρματολικές οικογένειες ήταν μεγάλες, όπως και όλες οι οικογένειες εκείνη την εποχή, και έβρισκε τον κατάλληλο, τον πιο ικανό, τον πιο γενναίο, τον πιο εφιεί, άνθρωπο της δικιάς του, του δικού του αρματολικιού. Αυτό το στοιχείο της αριστείας, της αξιοκρατίας, φοβάμαι ότι λίγο μας έχει διαφύγιστη στον κατοπινό μας κρατικό βίο. Το ζητούμενο τώρα από αυτήν την κατακερματισμένη, καταθμημένη κοινωνία ήταν η ενότητα. Η ενότητα εξασφάλιζε και την πρόοδο και την ανάπτυξη και όλα αυτά τα στοιχεία τα οποία ήρθαν αργότερα, όταν πλέον η χώρα αυτή έγινε ενιαία και απέκτησε ένα ενιαίο σύστημα διοίκησης, έγινε κράτος δικαίου, όλα αυτά της έδωσαν τα στοιχεία που δεν είχε στην αρχή, τα οποία καθοδόν τα αποκτά σιγά σιγά, αλλά και με τη συνδρομή, όπως είπα στην αρχή, ατόμων σαν τον Καποδίστρια, ο οποίος έπαιξε τον μέγιστο ρόλο στη δημιουργία του έθνους κράτους και την αρχή αυτής της διαδικασίας της ενότητας. Τώρα η διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας έχει παλιές καταβολές, αλλά η έννοια του έθνους, που είναι μια αφηρημένη έννοια, που όπως είπα ισχύει ακόμα και σε άτομα που δεν βρίσκονται κοντά στην κητήδα των Ελλήνων, δηλαδή ένας Έλληνας της Αυστραλίας, ένας Έλληνας της Νέας Βηλανδίας της Αμερικής, μπορεί να βλέπει, να φαντάζεται και να αισθάνεται πάρα πολύ κοντά στον οποιοδήποτε Έλληνα της Ελλάδος. Και αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο θα πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε, διότι συχνά ξεχνάμε την σχέση αυτή της αόρατης φαντασιακής κοινωνίας με εμάς. Όταν ο Κωνσταντίνος Παπαρυγόπουλος, ο δημιουργός αν θέλετε της θεωρητικής πλευράς του ελληνικού έθνους, έμαθε ότι ο αυστριακός ιστορικός και ανθρωπολόγος, ας τον πούμε έτσι εκείνης της εποχής, ο Ιάκωμ Φίλιπ Φαλμεράγερ είπε ότι ουδέ σταγών ελληνικού έματος υπάρχει στις φλεύδες των Ελλήνων, είπε, ε, και ποιος ακούει το έμα, το έμα δεν μιλάει, αυτό που μας λέει ποιοι είμαστε δεν είναι το έμα μας, είναι ο πολιτισμός μας. Και έτσι μαθαίνουμε από τον πολιτισμό μας. Αυτό είναι το σχείο της ενότητας με κατεξοχή, βέβαια, παράγοντα την ελληνική γλώσσα. Αυτά ήθελα να σας πω και να σας ευχαριστήσω για την προσοχή σας. Ευχαριστούμε πάρα πολύ κύριε καθηγητά. Η κοινότητα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ευχαριστεί για την τιμή που μας έκανε τον ομότιμο καθηγητή του Εθνικού και Καποδυστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τον κ. Θάνο Βερέμι. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο Πανεγυρικός Λόγος, ο οποίος μόλις εκφωνήθηκε, συμπληρώνει μια σειρά σημαντικών διαλέξεων για εκεκριμένων καθηγητών, οι οποίοι πάντοτε με θέμα την Εθνική Επανάσταση του 1821 έδωσαν την ομιλία τους για το λόγο αυτό στο Πανεπιστημίο. Σας ευχαριστούμε όλους εσάς που μας παρακαλουθήσατε και θα είμαστε πολύ χαρούμενοι να σας έχουμε κοντά μας και σε μία από τις επόμενες εκδηλώσεις μας. Χρόνια πολλά σε όλη την Ακαδημαϊκή Κοινότητα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Χρόνια πολλά σε όλους τους Έλληνες και σε όλες τις Ελληνίδες. Ευχαριστούμε πολύ. Ευχαριστούμε πολύ. |