Διάλεξη 4: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 4η διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου, συνεχίζω με την παρουσία συγκριμηνία της νόμου 4301 του 2014 για την οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα. Και βρισκόμαστε στο άρθρο 5, το οποίο ερμηνεύουμε. Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο πότε αποκτά νομική προσωπικότητα, όχι από τη στιγμή της αναγνώρισης του από το δικαστήριο, αλλά από τη στιγμή που θα γραφεί στο βιβλίο μετά την έγδοση της απόφασης, από τη στιγμή που γραφεί στο ειδικό βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων. Και πώς γίνεται η αναγνώριση από το δικαστήριο με απόφαση που εξετάζει αν εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται από το νόμο για την αναγνώριση αυτή. Εφόσον κρίνει το δικαστήριο ότι εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις, τότε διατάζει να δημοσιευθούν στον τίποτα εξής στη ΓΙΑ. Η ομολογία πίστεως πρώτον και δεύτερον περιλήψει του κανονισμού, δηλαδή του καταστατικού με τα ουσιώδη στοιχεία του. Διατάζει επίσης να γραφεί το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που αναγνωρίστηκε στο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων που τηρείται στον πρωτοδικείο. Τι περιλαμβάνει αυτή η εγγραφή στο ειδικό βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων. Τα δεδομένα της εγγραφής αυτής τα προβλέπει το ίδιο άρθρο 5. Και είναι επωνυμία, έδρα, ομολογία πίστεως, χρονολογία κανονισμού, δηλαδή καταστατικού, μέλη διοίκησης και θρησκευτικός διτουργός, καθώς και οι όροι που τους περιορίζουν αυτούς, δηλαδή τα μέλη της διοίκησης. Το καταστατικό, δηλαδή ο κανονισμός, επικυρώνεται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και κοινοποιείται στο Εσαγγελέα Πρωτοδικών και κατείται στο Αρχείο του Πρωτοδικίου. Άρθρο 6. Παρεμβάσεις και ένδικα μέσα. Τρίτο φυσικό, η νομικό πρόσωπο. Η ένωση προσώπων μπορεί να σκήσει μόνο κύρια παρέμβαση κατά τη συζήτηση της αίτησης, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Δικαίωμα πρόσθετης παρέμβαση υπέρ του ετούντος έχει το κατάρθρο 12 του παρόντος, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, που πρεσβεύει την ίδια θρησκεία και στο οποίο εντάσσεται διοικητικά το υποσίσταση νομικό πρόσωπο ή εφόσον δεν εφίσταται ίδιο μόδοξ εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, άλλα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της αυτής της θρησκείας και δόγματος. Τα δικαιώματα αυτά, λέει, παράγραφος 2 έχει και ο αρμόδιος της Αγγελέας Πρωτοδικών, αυτεπανγκέρτους ηκατόπινη αιτήσιος του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Το άρθρο λοιπόν έξι ορίζει ποιοι έχουν δικαίωμα άσκησης κύριας παρέμβασης κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναγνώριση του θρησκευτικού νομικού προσώπου από το Δικαστήριο. Τρίτο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων έχει δικαίωμα κύριες παρέμβασης. Δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του αιτούντος έχει εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, που ανήκει στο ίδιο θρίσκεμα, στην ιδιαθλησκευτική κοινότητα και στο οποίο εντάσσεται διοικητικά το υποσίσταση νομικό πρόσωπο. Αν όμως δεν υπάρχει ομόδοξο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, τότε δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του αιτούντος θρησκευτικού νομικού προσώπου έχουν άλλα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της ίδιας θρησκείας και δόγματος. Άρθρο 7. Περιουσία νομικού προσώπου. Η περιουσία του θρησκευτικού νομικού προσώπου προέρχεται από τακτικές ή έκτακτες εκούσιες εισφορές των μελών του, δωρεές ή κληρονομίες, από ενισχύσεις συνδεδεμένων με αυτό οι μεδαπονομικών προσώπων της αυτής εκκλησίας ή θρησκείας και από τις προσόδους αυτής της περιουσίας. Δύναται να λαμβάνει δάνεια, από νομίμως λειτουργούν τα τραπεζικά ιδρύματα της μεδαποίησης της Αλουδαπείης, καθώς επίσης και να διανεργεί εράνους κατά τις κείμενες διατάξεις για συγκεκριμένους φιλανθρωπικούς σκοπούς. Δεν δύναται να κατέχει εταιρικές μερίδες σε προσωπικές εταιρίες, δύναται όμως να κατέχει μετοχές σε κεφαλουχικές εταιρίες, εισηγμένες ημεί, σε ποσοστό το οποίο δεν υπερβαίνει το εκάστοτε ποσοστό της μεγάλης μειοψηφίας, χωρίς δικαίωμα διορισμού ή ειδικότερου ελεύκου των μελών της διοίκησής του. Παράγραφος 2. Η περουσία του σκεφτικού νομικού προσώπου ούτε διανέμεται ούτε μεταβιβάζεται στα μέλη του για οποιοδήποτε λόγο. Σε περίπτωση διαλυσής του, η περουσία του μπορεί να περιέρχεται σε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο της αυτής ομολογίας ή σε συνεστημένη εκκλησία της αυτής θρησκείας ή ομολογίας, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στο κανονισμό του. Άλλος περιέρχεται στο δημόσιο και διατίσθηκαν διατάξεις περί εθνικών κληροδοτημάτων για φιλονθρωπικούς σκοπούς στην περιοχή όπου το νομικό πρόσωπο είχε την έδρα του. Το άνθρωπο 7 για την περουσία του νομικού προσώπου προβλέπει ποιοι είναι οι πόροι, δηλαδή οι πηγές εισοδήματος του σκεφτικού νομικού προσώπου. Είναι τακτικές ή έκτακτες εκούσιες εισφορές των μελών του. Δεύτερον, δωρεές. Τρίτον, διερονομιές. Τένταρτον, χρηματοδοτήσεις οι μεδαπονομικών προσώπων της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας που είναι συνδεδεμένο με αυτό το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Πέμπτον, οι πρόσοδοι από την περουσία του. Επίσης, μπορεί να λαμβάνει δάνεια τραπεζικά στο εσωτερικό ή από το εξωτερικό. Μπορεί να κάνει ιεράνους, σύμφωνα με το νόμο, για συγκεκριμένους φιλανθρωπικούς σκοπούς. Όσον αφορά τις εμπορικές εταιρίες, δεν μπορεί να μετέχει ως ετέρος το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο σε προσωπικές εταιρίες. Δηλαδή, σε ομοόριθμη και σε ετερόριθμη εταιρεία. Μπορεί όμως να κατέχει μετοχές σε κεφαλουχικές εταιρίες. Δηλαδή, μπορεί να έχει μετοχές σε ανώνυμες εταιρίες. Αλλά όμως δεν μπορεί να ξεπερνά το εκάστοτε ποσοστό της μεγάλης μειοψηβίας. Δηλαδή, δεν μπορεί να ξεπερνά το 49% των μετοχών. Και δεν έχει δικαίωμα διορισμού ή ελέγχου των μελών της διοίκησης της ανώνυμης εταιρείας. Η περιουσία του σχετικού νομικού προσώπου δεν διανέμεται ούτε μεταεβάζεται στα μέλη του για οποιοδήποτε λόγο, ορίζει παράγραφος δύο. Και σε περίπτωση διάλυσης, η περιουσία του μπορεί να προβλέπει το καταστρατικό, ότι περιέρχεται σε άλλο νομικό πρόσωπο της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας ή σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Αν όμως δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στον καταστρατικό, τότε περιέρχεται στο δημόσιο και διατίθεται κατά το νόμο περί εθνικών κληροδοτημάτων για φιλονθρωπικούς σκοπούς και μάλιστα στην περιοχή όπου είχε την έδρα του το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Άρθρο 8. Διοίκηση και γενική συνέλευση. Το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο διοικείται σύμφωνα με τον καρνισμό του από τον θρησκευτικό λειτουργό του ή από πολυμελές ο όργανος, το οποίο αυτός μετέχει αναγκαστικά. Ούτε συγκαλείται ούτε συνεδριάζει νομίμως εάν απουσιάζει ο θρησκευτικός λειτουργός. Σε περίπτωση που συντρέχει περίπτωση έλλειψης του θρησκευτικού λειτουργού, το όργανο συνδίκηση συνενδριάζει και αποφασίζει νομίμως μέχρι την αντικατάσταση του εκλήποντος μέλους του για θέματα που αφορούν την ευρύθμη λειτουργία του νομικού προσώπου. Παράγραφος 2. Ο κανονισμός θρησκευτικού νομικού προσώπου μπορεί να ορίζει ως ανώτατο όργανο του τη συνέλευση των μελών του, η οποία μπορεί να αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν υπάρχει στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Η συνέλευση, αν ο κανονισμός διαλογεί διαφορετικά, ιδίως εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, εγκρίνει τα οικονομικά και αποφασίζει για τη διάλυση του νομικού προσώπου. Ο κανονισμός ρυθμίζει τουλάχιστον τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνενδριάζει και αποφασίζει συνέλευση και ελεύθερα για κάθε άλλο ζήτημα το οποίο αφορά στο όργανο αυτό, τις αρμοδιότητες και στο έργο του. Το άρθρο 8 δημιουργεί ένα πρόβλημα αντίθεσής του στον διεθνές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικής ελευθερίας συγκεκριμένα, διότι προβλέπει ότι το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο διοικείται, σύμφωνα με τον κανονισμό του, από τον θρησκευτικό λειτουργό ή από πολυμελές όργανο στο οποίο αυτός μετέχει αναγκαστικά. Είναι μια πυροστική διάταξη. Δεν έπρεπε να υπάρχει αυτή η πυροστική διάταξη, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη λευθερία πεποίθησεων και εκδήλωσης θρησκείας των θρησκευμάτων, διότι τα θρησκεύματα είναι ελεύθερα, με βάση σκεφτικές τους πεποίθησεις και την ελευθερία εκδήλωσής τους, να ορίζουν στον καταστατικό τους τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους, δηλαδή το πολιτεύμα τους. Είναι απαραίτητο από την ελευθερία των θρησκευτικών πεποίθησεων να διοικείται το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο από το θρησκευτικό λειτουργό ή να διοικείται από πολυμελές ο όργανος στο οποίο ο θρησκευτικός λειτουργός μετέχει αναγκαστικά. Είναι απαραίτητο. Με βάση στην ελευθερία των θρησκευτικών πεποίθησεων μπορεί να προβλέπεται άλλος τρόπος οργάνωσης και διοικήσεις, όχι αυτός ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8. Παράγραφος 1. Η Παράγραφος 2 έχει ως μοντέλο της το δημοκρατικό πολίτευμα διότι ορίζει ότι ο κανονισμός του θρησκευτικού νομικού προσώπου, δηλαδή το καταστρατικό του θρησκευτικού νομικού προσώπου ευτυχώς λέει μπορεί, μπορεί να ορίζει ως ανώτατο όργανο του η γενική συνελεύση των μελών του μπορεί. Επομένως, σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει αντίθεση στους διεθνείς κανόνες για τη θρησκευτική ελευθερία, διότι αναφέρεται το ρήμα μπορεί στα θρησκεύοντα που έχουν δημοκρατικό πολίτευμα, ανώτατο όργανο είναι η γενική συνελεύση των μελών του. Αλλά στα υπόλοιπα που έχουν ολιγαρχικό ή μοναρχικό πολίτευμα δεν ισχύει αυτό. Άρθρο 9. Ίδρυση ευκτήρων οίκων και ησυχαστηρίων. Τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα δικαιούνται κατά τις ισχύουσες διατάξεις να ιδρύουν, να οργανώνουν και να λειτουργούν οπουδήποτε εντός επικρατίας, επ' ονοματί τους και ως παραρτήματά τους, ευκτήριους οίκους, ησυχαστήρια και γενικότερα χώρους λατρείας για συναθροίσεις με θρησκευτικούς σκοπούς, υπό τη διοικητική και πνευματική τους εποπτή, επίσης δίνανται να ιδρύουν και να ειδρυούν κατασκήμενες διατάξεις, κατασκηνώσεις, ιδιωτικά σχολεία, εκπαιδευτήρια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα για την ανάπτυξη της προσφοράς τους και την προώθηση σχετικών δραστηριοτήτων. Το άρθρο 9 προβλέπει διάφορα δικαιώματα των θρησκευτικών νομικών προσώπων, ξεκινώντας από το δικαίωμά τους να ιδρύουν, να οργανώνουν και να λειτουργούν ευκτήριους οίκους, ισυχαστήρια και γενικά χώρους λατρείας για συναθροίσεις με θρησκευτικούς σκοπούς. Αυτοί χώροι λατρείας τελούν υπό την διοικητική και πνευματική τους εποπτεία, μπορούν να τουργούν οπουδήποτε στην Επικράτεια ως παραρτήματά τους. Επίσης το άρθρο 9 προβλέπει και άλλα δικαιώματα για τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα. Να ιδρύουν και να λειτουργούν κατά την κείμενη νομοθεσία, κατά σκηνώσεις, ιδιωτικά σχολεία, εκπαιδευτήρια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Ποιός ο σκοπός όλων αυτών των δικαιωμάτων είναι η ανάπτυξη της προσφοράς τους και η προώθηση των σχεστικών δραστηριοτήτων τους. Παρατηρούμε ότι όλα αυτά τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 9 επιφυλάσσονται στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα μιας θρησκευτικής κοινότητας και όχι στην ίδια τη θρησκευτική κοινότητα. Επομένως υπάρχει ένα ζήτημα ότι υποχρεώνονται με έμεσο τρόπο και εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα αντίθεσης στους διεθνείς κανόνες για τη θρησκευτική ελευθερία αυτού του άρθρου 9, διότι αυτά τα δικαιώματα του άρθρου 9 περιορίζονται στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα μιας θρησκευτικής κοινότητας και όχι στην ίδια τη θρησκευτική κοινότητα η οποία μπορεί να έχει αντίρρηση στο να ιδρύσει νομικά πρόσωπα. Να έχει αντίρρηση με λόγο των θρησκευτικών της επεπιθύσεων. Άρθρο 10, διάλυση θρησκευτικού νομικού προσώπου. Παράγραφος 1, το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο διαλύεται στις περιπτώσεις που προβλέπει ο κανονισμός του, δηλαδή του καταστατικό του και σε περίπτωση που τα μέλη του μείνουν λιγότερα από 100. Με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικίου το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο μπορεί να διαλυθεί. Αν το ζητήσει η διοίκησή του για οποιοδήποτε λόγο και αν το ζητήσει η εποπτεύουσα αρχή ή ο αρμόδιος της αγγελέας, πρώτον, αν δεν έχει τουλάχιστον ένα θρησκευτικό λειτουργό για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών, δεύτερον, αν στην πραγματικότητα επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν που ορίζει ο νόμος και τρίτον αν η λειτουργία του έχει καταστεί παράνομη ανήθηκη ή αντίθετη στην δημόσια τάξη, η έτηση εκδικάζεται κατ' την εκούσια δικαιοδοσία. Η εποπτεύουσα αρχή κατ' την παράγραφο 2 μπορεί να προβαίνει σε τακτικούς ή έκτακτους ελέγχους για τη διακρύβωση της νόμιμης λειτουργίας του νομικού προσώπου, οι οποίοι περιορίζουν τα αποκλειστικά συνδρομή ή μη των λόγων διάλυσής του. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 10 προβλέπεται ποιοι έχουν αρμοδιότητα για τη διάλυση του θρησκευτικού νομικού προσώπου και με ποιες προϋποθέσεις γίνεται αυτή η διάλυση και ποιο είναι το αρμόδιο όργανο για τη διάλυση. Το αρμόδιο όργανο είναι το μονομελέση πρωτοδικείο. Πάντως ορίζει το άρθρο 10 ότι το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο διαλύεται σε όποιες περιπτώσεις προβλέπει το καταστατικό πρώτον και δεύτερον εάν τα μέλη του μείνουν λιγότερα από 100. Και αυτή η διάταξη βέβαια για τον ελάχιστο αριθμό μελών που απαιτείται προκειμένου να μην διαλυθεί, δηλαδή λιγότερα από 100, άρα με 100 δεν διαλύεται, άρα με 99 διαλύεται, είναι υπερβολικά υψηλός ο αριθμός, το ελάχιστο αριθμός μελών που επιτρέπει τη διάλυση του σωματίου και υπάρχει πρόβλημα αντίθεσης εδώ της διάταξης του άρθρο 10 στους διευθύνες κανόνες για τη θρησκευτική ελευθερία, διότι ο αριθμός 99 είναι πολύ μεγάλος και δεν δικαιολογεί των μελών και δεν δικαιολογεί αντικειμενικά και εύλογα τη διάλυση του θρησκευτικού νομικού προσώπου επειδή τα μέλη έμειναν 99. Ποιος μπορεί να στήσει τη διάλυσή του και για ποιο λόγο? Η διοίκηση για οποιοδήποτε λόγο. Ποιος μπορεί να στήσει τη διάλυση από το μονομελέση πρωτοδικείο. Η διοίκησή του για οποιοδήποτε λόγο. Επίσης μπορεί να στήσει τη διάλυσή του η εποπτεύουσα διοικητική αρχή ή ο αρμόδιος αγγελέας, αλλά μόνο στις εξής περιπτώσεις. Πρώτον, στις εξής τρεις περιπτώσεις. Πρώτον, αν δεν έχει θρησκευτικό λειτουργό για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Εδώ υπάρχει πάλι άλλο πρόβλημα αντίθεσης στους διεθνείς κανόνες για τη θρησκευτική ελευθερία, διότι μπορεί κάποιο θρησκευτικό να μην έχει θρησκευτικούς λειτουργούς. Δεν είναι απαραίτητο στοιχείο της έννοιας της θρησκείας ή ύπαξη της θρησκευτικού λειτουργού. Επομένως, αυτός ο λόγος διάλυσης έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους διεθνείς κανόνες για την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας, σε συνδυασμό με το δικαίωμα του «Συνετερίζεστε» για θρησκευτικούς σκοπούς. Δεύτερος λόγος διάλυσης, αν τη ζητήσεις, την διάλυση υποπτεύουν σε αρχή Ιωρμόδιου Σαγγελέας. Αν επιδιώκει το σκεφτικό νομικό πρόσωπο στην πραγματικότητα, σκοπό διαφορετικό από αυτόν που ορίζει ο νόμος. Ο νόμος ορίζει να αναπτύσσει τις σκεφτικές δραστηριότητες του σκεφτικό νομικού πρόσωπο και όχι άλλες. Αν η λειτουργία του, τρίτος λόγος, διάλυσης με αίτηση της υποπτεύουσας διοικητικής αρχής του Ιωρμόδιου Σαγγελέας, εάν η λειτουργία του έχει καταστεί παράνομη ανήθηκε ή αντίθετη στη δημόσια τάξη. Άρθρο 11. Αναστολή λειτουργίας νομικού προσώπου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνον εφόσον συνδρέχουν λόγοι διάλυσης του θρησκευτικού νομικού προσώπου ή κίνδυνος διασάλευσης της δημόσιας τάξης, κατόπιν αιτήσιος υποπτεύουσας αρχής του Αρμόδιου Σαγγελέας Πρωτοδικών. Δύναται να ανασταλεί λειτουργία του θρησκευτικού νομικού προσώπου, να σφραγιστούν προσωρινά οι εγκαταστάσεις του και να ληφθούν τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικίου της έδρας του, το οποίο δικάζει κατά διαδικασία των άρθρων 682 Κώδικα πολιτικής δικονομίας. Η ισχύση της δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να εμπερβένει τους 6 μήνες, ενώ οι διατάξεις, το άρθρο 693 Κώδικα πολιτικής δικονομίας, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση συνδρομής λόγων διάλυσης του νομικού προσώπου. Οι υποπτεύους αρχείοι ορμόδιους της Αγγελέας, οφείλουν να καταθέσουν να μελητεί ενώπιον του αρμοδιού δικαστήρου τη σχετική έτηση περιδιάλυσής του, η οποία υποχρονικά προσδιορίζεται και συζητείται εντός του χρονικού διαστήματος ισχύου της αναστολής. Το άρθρο 11 περιέχει αντιφαντικές διατάξεις. Από τη μία, προβλέπει τον θεσμό της αναστολής λειτουργίας του θρησκευτικού νομικού προσώπου στην περίπτωση που συνδρέχουν λόγοι διάλυσης του θρησκευτικού νομικού προσώπου ή κίνδυνος διασάλευσης της δημόσιας τάξης. Από τη μία πλευρά και από την άλλη, εάν συνδρέχουν λόγοι διάλυσης του νομικού προσώπου, διότι οι υποπτεύωσες αρχαί ερμόδιες αγγελίας οφείλουν να καταθέσουν αμελητή έτσι διάλυσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Εδώ βρίσκεται η λογική αντίφαση. Πώς μπορεί να υπάρξει αναστολή λειτουργίας σε περίπτωση που συνδρέχουν λόγοι διάλυσης του σχετικού νομικού προσώπου και ταυτόχρονος να υποβάλλεται αίτηση διάλυσης από την εποπτεύουσα αρχή από τον Ισαγγελέα ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Διότι ο σκοπός της αναστολής λειτουργίας είναι να αρθώνουν οι λόγοι διάλυσης από το ίδιο το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Άντως ο θεσμός της αναστολής λειτουργίας του θρησκευτικού νομικού προσώπου ορθώς προβλέπεται σύμφωνα με τους διεθείς κανόνες για την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας σε συνδυασμό με την ελευθερία του συνεταιρίστρια της σκεφτικούς σκοπούς διότι η διάλυση πρέπει να αποτελεί το έσκατο μέτρο. Πρέπει προηγουμένως να δίνεται η δυνατότητα αν δεν έχουν λόγοι διάλυσης να δίνει τη δυνατότητα στον θρησκευτικό νομικό πρόσωπο να άρρει από μόνο του τους λόγους διάλυσης προκειμένου να μην διαλυθεί δικαστικώς. Άρθρο 12 εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Η εκκλησία είναι η ένωση τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της ίδιας θρησκείας, η οποία έχει επισκοπική, συνοδική ή άλλη κεντρική δομή, λειτουργεί βάσει του κανονισμού της και διοικείται από εκλεγμένα ή διορισμένα ατομικά ή συλλογικά όργανα. Για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας και την εγγραφή της στο ειδικό βιβλίο, απαιτείται η κατάθεση κοινής αίτησης των θρησκευτικών νομικών προσώπων, στο πρωτοδικείο της έδρας εκκλησίας, στην οποία επισκυνάπτονται η στατική πράξη, οι ομολογίες πίστεως και των τριών θρησκευτικών προσώπων, τα ονόματα των μελών της διοίκησης, οι οποία αποτελείται απαραίτητα και από θρησκευτικούς λειτουργούς των μελών της και ο κανονισμός της, οι διατάξεις που ισχύουν για τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται ανάλογα και για τις εκκλησίες. Η επωνυμία της περιέχει οπωσδήποτε και την ένδειξη εκκλησιαστικών νομικών πρόσωπο. Θρησκευτικές κοινότητες που δεν φέρουν τα χαρακτηστικά της πρώτης παραγράφου, έστω και χωρίς νομική προσωπικότητα, μπορούν να χρησιμοποιούν τον όρο εκκλησίας την επωνυμία τους, εφόσον όμως δεν αντιποιούνται την επωνυμία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Η δεύτερη μορφή νομικής προσωπικότητας που προβλέπεται από το νόμο 4301 του 2014 στο άρθρο 12 είναι το λεγόμενο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Όρος αυτός εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο είναι εντελώς ασφαλμένος, διότι εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο είναι μία εκκλησία. Εκκλησία δεν είναι μόνο η εκκλησία, είναι και η θρησκευτική κοινότητα. Με την έννοια εκκλησία εννοείται η θρησκευτική κοινότητα. Και είναι ένωση λοιπόν η λεγόμενη εκκλησία, η θρησκευτική κοινότητα, είναι ένωση τριών, δηλαδή το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, είναι ένωση τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της ίδιας θρησκείας. Δηλαδή οι ιδρυτές είναι νομικά πρόσωπα, τρία τουλάχιστον. Μπορεί όμως, θρησκευτική κοινότητα μπορεί να είναι ένα παράδειγμα ισλαμική. Οπότε θα λέγεται «ένωση Μουσουλμάνων Ελλάδος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο», «ένωση Βουδιστών Ελλάδος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο», «ένωση Ινδουιστών Ελλάδος εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο». Γι' αυτό είναι ασφαλμένος ο όρος «εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο», που αναφέρεται σε μία συνένωση τριών τοπικών θρησκευτικών νομικών προσώπων τουλάχιστον, διότι ο όρος «εκκλησιαστικό» χρησιμοποιείται μόνο για τα χριστιανικά θρησκεύματα και όχι για άλλα θρησκεύματα. Αλλά όμως, όπως αναφέρει ο νόμος, υποχρεωτικά πρέπει να χρησιμοποιεί το όρος «εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο» για κάθε συνένωση τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της ίδιας θρησκείας. Σε αυτό το σημείο τελειώνει η τέταρτη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |