Διάλεξη 10: Υπόσχεσθαι, κυρίες και φίλοι, στη δέκατη διάλεξη του Μεταπτιακού Θεσμί Ευρωπαϊκών Λαών δέκατος έντος εικοστός αιώνας του δευτέρου έτους, συνεχίζουμε την εξέταση και την ερμηνεία και το σχολιασμό της συμφωνίας μεταξύ Ιταλικής Κυβέρνησης και Ιταλικής Ινδουιστικής Ένωσης ως ενός μοντέλου συμφωνίας μεταξύ Ιταλικής Κυβέρνησης και ενός θρησκεύματος διαφορετικού από την Γαθολική Εκκλησία στην Ιταλία. Και βρισκόμαστε στο άρθρο 25, το οποίο αφορά την Ινδουιστική Θρησκευτική Εορτή. Η παράγραφος 1 ορίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία αναγνωρίζει σ' αυτούς που ανήκουν στους οργανισμούς που εκπροσωπούνται από την Ιταλική Ινδουιστική Ένωση, ύστερα από αίτησή τους, να τηρούν την Ινδουιστική Εορτή, τη Παβάλη, που αντιπροσωπεύει μεταξύ των εορτών που είναι αφιερωμένες σε διάφορες θεότητες και που ακολουθούνται από σχετικές παραδόσεις, τη νίκη του φωτός εναντίον τους σκότους που τελείται την ημέρα της Νέας Ελήνης μεταξύ του δεύτερου ήμιση του μηνός Οκτωβρίου και του πρώτου ήμιση του μηνός Νοεμβρίου. Αυτό το δικαίωμα ασκείται στο πλαίσιο της προσαρμοστικότητας της οργάνωσης της εργασίας. Παραμένουν επομένως τηρούμενες οι απαραίτητες απαιτήσεις των ουσιωδών υπηρεσιών που προβλέπονται από την ένομη τάξη. Παράγραφος 2. Μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου κάθε έτους, η υπηρομηνία της εορτής για την οποία πρόκειται στην Παράγραφο 1 συνοποιείται από την Ιταλική Ινδουιστική Ένωση στον υπουργό ιστορικών, ο οποίος διατάσσει την δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβερνήσεως. Το άρθρο λοιπόν 25 αναγνωρίζει ως ημέρα αργίας την Ινδουιστική εορτή την Παβάλη, κατά την οποίαν εορτάζεται η νίκη του φωτός εναντίον του σκότους που γιορτάζεται ανάμεσα στο 2ο ήμιση του Οκτωβρίου και το 1ο ήμιση του Νοεμβρίου. Πρέπει όμως να υπάξει η ανάλογη νομοθετική ρύθμιση για να διασφαλιστεί η αργία αυτή για τους Ινδουιστές με σχετικές ενέργειες του Υπουργού Εσωτερικών στην εφημερίδα της κυβερνήσεως και γι' αυτό η Ιταλική Ινδουιστική Ένωση πρέπει να ενημερώνει σχετικά μέσα στον Ιανουάριο κάθε χρόνο για την ημερομηνία της εορτής αυτής προκειμένου ο Υπουργός Εσωτερικών να προβεί στις δικές του ενέργειες για στη δική του απόφαση που αφορά την καθιέρωση της αργίας αυτής ετησίως με σχετική δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβερνήσεως. Άρθρο 26. Ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Λαμάντος υπόψη ότι η ραδιοτηλεοπτική ενωμητάξη διέπεται από τις αρχές της ελευθερίας εκδήλωσης σκέψης και του πλουραλισμού, της πολυφωνίας που καθιερώνονται από το Σύνταγμα στο πλαίσιο του προγραμματισμού των ραδιοσυγνωτήτων. Δεν λαμβάνονται υπόψη οι αιτήσεις που υποβάλλονται από αυτούς που κάνουν εκπομπές τις οποίες διαχειρίζεται η Ιταλική Ινδιουστική Ένωση ή από οργανισμούς που αποτελούν μέρος του Ινδουιστικού θρησκεύματος και ανήκουν στην Ιταλική Ινδουιστική Ένωση και οι οποίοι δρούν σε τοπικό επίπεδο σχετικές με τη διαθεσιμότητα των ραδιοσυγνωτήτων. Μπορούμε στο άρθρο 27 που αφορά τις εκτελεστικές διατάξεις. Οι αρμόδιες αρχές κατά την έκδοση των διατάξεων των εκτελεστικών του παρόνδοση νόμου που κυρώνει τη Συμφωνία μεταξύ της Ιταλικής Κυβέρνησης και της Ιταλικής Ινδουιστικής Ένωσης λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις οι οποίες υποβάλλονται από την Ιταλική Ινδουιστική Ένωση και έχουν, εάν ζητείτε, κατάλληλες διαβουλεύσεις με την Ιταλική Ινδουιστική Ένωση. Προκειμένου λοιπόν να εκδίδονται οι διατάξεις, οι εκτελεστικές, αυτού του νόμου που κυρώνει τη Συμφωνία μεταξύ Ιταλικής Κυβέρνησης και Ιταλικής Ινδουιστικής Ένωσης και που τις έχουμε δει ποιες είναι αυτές οι διατάξεις, οι εκτελεστικές που πρέπει να εκδοθούν σε προηγούμενες διαλέξεις. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις θρησκευτικές απαιτήσεις που υποβάλλονται από την Ιταλική Ινδουιστική Ένωση και, αν ζητά η Ιταλική Ινδουιστική Ένωση, να έχουν μαζί της κατάλληλες διαβουλεύσεις. Το άρθρο 28 αφορά μεταβατικές διατάξεις, το άρθρο 29 αφορά μεταγενέστερες συμφωνίες. Η παράγραφος 1 του άρθρου 29 ορίζει ότι τα μέρη υποβάλλουν σε νέα εξέταση το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας μέσα σε προθεσμία 10 ετών από την έραξη ισχύος του νόμου που κυρώνει τη συμφωνία μεταξύ Ιταλικής Κυβέρνησης και Ιταλικής Ινδουιστικής Ένωσης. Εάν πριν από την Πάρδο αυτού του χρονικού διαστήματος ένα από τα δύο μέρη διαπιστώσει ότι υπάρχει ανάγκη για μία τροποποίηση του κειμένου της συμφωνίας, τα δύο μέρη θα συμφωνήσουν πάνω σε αυτό το ζήτημα. Αν υπάρξει τροποποίηση της συμφωνίας, θα συναφθεί νέα συμφωνία, η οποία στη συνέχεια θα υποβληθεί στο Ιταλικό Κοινοβούλιο προκειμένου να κυρωθεί με νόμο. Και προχωρούμε στο τελευταίο άρθρο 30, το οποίο δεν μας ενδιαφέρει από άποψη νομική, διότι αφορά εσωτερικά ιταλικά ζητήματα. Έτσι έχουμε ελοκληρώσει την εξέταση της συμφωνίας του 2007 μεταξύ της Ιταλικής Κυβέρνησης και της Ιταλικής Ινδουιστικής Ένωσης. Κατά ένα εξανδυτικό τρόπο είδαμε όλες τις διατάξεις, τις ερμηνεύσαμε και τις σχολιάσαμε κατά το δυνατόν. Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε σε μια διεθνή συμφωνία μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Δημοκρατίας της Κροατίας για νομικά ζητήματα. Πρέπει να πούμε ότι η Κροατία έχει συνάψει με την Αγία Έδρα τέσσερις διεθνείς διμερείς συμφωνίες. Μία για νομικές υποθέσεις. Μία, δεύτερη, για συνεργασία στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Μία, τρίτη, για τη θρησκευτική μέρημνα στις ένοπλες δυνάμεις και τη συνοριακή αστυνομία. Και μία, τέταρτη, για οικονομικά ζητήματα. Από όλες αυτές τις συμφωνίες της τέσσερις θα έχουμε τη δυνατότητα να εξετάσουμε, να ερμηνεύσουμε και να σχολιάσουμε τη συμφωνία της Κροατίας με την Αγία Έδρα για νομικές υποθέσεις το έτους 1996. Ως γνωστόν η Κροατία ανήκει στον καθολικό πολιτιστικό χώρο της Ευρώπης. Δηλαδή, έχει έναν πληθυσμό καταπληονότητα καθολικό. Το προήμιο αυτής της διεθνούς συμφωνίας μεταξύ Κροατίας και Αγίας Έδρας έχει ως εξής. Η Αγία Έδρα και η Δημοκρατία της Κροατίας θέλοντας να καθορίσουν το νομικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του κράτους της Κροατίας. Κάνοντας αναφορά, η Δημοκρατία της Κροατίας στις διατάξεις του Συντάγματος και ειδικά στα άρθρα 40 και 41 για τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της συνείδησης και η Αγία Έδρα στα έγγραφα της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού και στις διατάξεις του Κανονικού Δικαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τον αναντικατάστατο ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας στην εκπαίδευση του κροατικού λαού και τον ιστορικό και σύγχρονο ρόλο της στον κοινωνικό, πολιτιστικό και παιδαγωγικό τομέα. Έχοντας επίγνωση ότι η πλειονότητα των πολιτών της Δημοκρατίας της Κροατίας αποτελούν μέλη της Καθολικής Εκκλησίας, υπενθυμίζοντας τις διεθνείς αρχές που αναγνωρίζουν τη θρησκευτική ελευθερία. Έχουν θεσπίσει από κοινού την ακόλουθη συμφωνία για τις νομικές πλευρές των σχέσεών τους. Το προήμιο αξίζει να προσέξουμε ότι η Δημοκρατία της Κροατίας, προκειμένου να συνάψει αυτή τη διεθνή συμφωνία με την Αγία Έδρα, κάνει αναφορά στα άρθρα 40 και 41 για τη θρησκευτική ελευθερία και την ευθερία της συνείδησης, που είναι κατοχυρωμένα στο Σύνταγμα της. Και η Αγία Έδρα κάνει αναφορά στα έγγραφά της και μάλιστα σε εκείνο για τη θρησκευτική ελευθερία της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού, καθώς και στις διατάξεις του κανονικού δικαίου. Επίσης, πρέπει να προσεχθεί η επισήμανση του ρόλου της Καθολικής Εκκλησίας μέσα στην κουρατική κοινωνία, της οποίας η πλειοψηφία των πολιτών είναι μέλη της Καθολικής Εκκλησίας. Έχει δηλαδή έναν ιστορικό αλλά και σύγχρονο ρόλο στον κοινωνικό, πολιτιστικό και παιδαγωγικό τομέα της Κροατίας, η Καθολική Εκκλησία. Και προχωρούμε στην εξέταση, ερμηνεία και σχολιασμό των επιμέρους άρθρων της συμφωνίας μεταξύ Αγίας Έδρας και Δημοκρατίας Κροατίας το 1996. Και ξεκινάμε με το άρθρο 1. Η Δημοκρατία της Κροατίας και η Αγία Έδρα επαναβεβαιώνουν ότι το κράτος και η Καθολική Εκκλησία είναι καθένας στη δική του ένομη τάξη, ανεξάρτητη και αυτόνομη, δεσμευόμενη στον πλήρη σεβασμό της ελόγου αρχής, στις σχέσεις τους και στην αμοιβαία συνεργασία για την συνολική πνευματική και υλική ανάπτυξη του ατόμου και για την προαγωγή του κοινού συμφέροντος. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η διατύπωση του άρθρου 1 μοιάζει αρκετά με το αντίστοιχο άρθρο 1 της διεθνούς συμφωνίας της Αγίας Έδρας και Ιταλικής Δημοκρατίας. Οι δύο οργανισμοί, Δημοκρατία της Κορατίας και Αγία Έδρα, αναγνωρίζουν την αμοιβαία ανεξαρτησία και αυτονομία, κάθε ένας οργανισμός στην αντίστοιχη ένομη τάξη, αλλά συμφωνούν ότι δεσμεύονται να σέβονται αυτή την αρχή της αμοιβαίας ανεξαρτησίας και αυτονομίας στις μεταξύ τους σχέσεις και στην αμοιβαία συνεργασία. Μεταξύ τους, που έχει ω σκοπό τη συνολική ανάπτυξη πνευματική και υλική των ανθρώπων, καθώς και την προαγωγή του κοινού συμφέροντος. Άρθρο 2. Παράγραφος 1. Η Δημοκρατία της Κροατίας αναγνωρίζει την δημόσια νομική προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας. Παράγραφος 2. Η Δημοκρατία της Κροατίας αναγνωρίζει επίσης την δημόσια νομική προσωπικότητα όλων των εκκλησιαστικών οργανισμών, που έχουν την εν λόγο νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου. Παράγραφος 3. Η αρμόδια εκκλησιαστική αρχή μπορεί να ιδρύει, να τροποποιεί, να καταργεί ή να αναγνωρίζει εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου. Αυτή, δηλαδή η αρμόδια εκκλησιαστική αρχή, ενημερώνει σχετικώς το αρμόδιο όργανο της κρατικής διοίκησης για τη σχετική καταχώρηση, σύμφωνα με τις προβρεπόμενες κρατικές διατάξεις. Η παράγραφος λοιπόν 1 του άρθρου 2 αφορά τη νομική προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας στην Πρωατία. Η Καθολική Εκκλησία ως νοστόν είναι ένας παγκόσμιος οργανισμός. Ουδέποτε η Αγία Έδρα δέχθηκε να υπάρχουν Εθνικές Καθολικές Εκκλησίες. Δεν υπάρχουν Εθνικές Καθολικές Εκκλησίες. Για αυτό δεν μιλούμε για Καθολική Εκκλησία της Κουρατίες, μιλούμε για Καθολική Εκκλησία στην Πρωατία. Η μόνη περίπτωση Εθνικής Καθολικής Εκκλησίας είναι η περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας στην Κίνα. Λόγω πολιτικών περιστάσεων, δεδομένου ότι το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας δεν επιτρέπει στους Κινέζους Καθολικούς Επισκόπους να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία με τον ιεραρχικό τους προηστάμενο, δηλαδή με την κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας, με τον Πάπα, με την Αγία Έδρα την οποία κατέχει ο Πάπας και τούτο διότι το κιναιζικό κομμουνιστικό καθεστώς μπορεί μεν να αναπτύσσει οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, αλλά είναι δύσπιστο εναντί όλων των οργανισμών πολιτικών, οικονομικών, θρησκευτικών που έχουν έδρα σε δυτικές χώρες ή περιοχές. Μετά από αυτή την παρένθεση που αφορούσε την Εθνική Καθολική Εκκλησία της Κίνας, που είναι η μοναδική περίπτωση και εξηγήσαμε το λόγο, επανερχόμαστε στην Καθολική Εκκλησία στην Κροατία. Το άρθρο λοιπόν 2 παράγραφος 1 αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα και μάλιστα δημοσίου δικαίου για την Καθολική Εκκλησία στην Κροατία. Η Κροατία αναγνωρίζει επίσης για όλους τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς που έχουν νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο, νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Κανονικό Δίκαιο της Καθολική Εκκλησίας, το οποίο περιέχεται στο Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας και στο Κώδικα Κανόνων των Αντολικών Καθολικών Εκκλησιών αναγνωρίζει για την Καθολική Εκκλησιαστική Ενωμητάξη και μόνο για αυτή βεβαίως την ύπαρξη μορφών νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου. Η παράραβος λοιπόν του άρθου 2 της Διεθνού Συμφωνίας μεταξύ Αγίας Σέδρας και Καθολική Εκκλησίας ορίζει ότι όσοι καθολικοί οργανισμοί που βεβαίως ιδρύονται από τις αρμόδιες καθολικές εκκλησιαστικές αρχές έχουν κατά το κανονικό δίκαιο νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, δηλαδή όσοι καθολικοί οργανισμοί έχουν νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου στα πλαίσια της εσωτερικής ενόμης τάξης Καθολικής Εκκλησίας, αναγνωρίζεται αυτή η νομική προσωπικότητά τους δημοσίου δικαίου και στο πλαίσιο της κρατικής ενόμης τάξης της Κροατίας. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 της Διεθνού Συμφωνίας στο Ινδέξ μεταξύ Αγίας Έδρας και Δημοκρατίας Κροατίας ορίζει ότι οι αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του καθολικού δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας μπορούν να ιδρύουν, να τροποποιούν, να καταργούν ή να αναγνωρίζουν εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Δηλαδή, δεν χρειάζεται αυτή η διάταξη της Διεθνούς Διμερούς Συμφωνίας αυτής, διότι το Κράτος της Κροατίας αναγνωρίζει αυτή τη δικαιοδοσία. Δηλαδή, δεν χρειάζεται αυτή η διάταξη της Διεθνούς Διμερούς Συμφωνίας αυτής, διότι το Κράτος της Κροατίας αναγνωρίζει αυτή τη δικαιοδοσία. Να ιδρύουν, να τροποποιούν, να καταργούν ή να αναγνωρίζουν εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου. Απλώς, κατά το δεύτερο εδάφιο της τρίτης παραγράφου, το ίδιο άρθρο δύο, οι αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές έχουν υποκρέωση να ενημερώνουν σχετικώς το αρμόδιο όργανο το κρατικό, το αρμόδιο για την καταχώρηση, δηλαδή για την εγγραφή των οργανισμών της Καθολικής Εκκλησίας στο κρατικό βιβλίο νομικών προσώπων, προκειμένου να αποκτήσουν με τη σχετική την καταχώρηση, νομική προσωπικότητα, κατά το κρατικό δίκιο. Άρθρο τρία. Η Δημοκρατία της Κροατίας εγγυάται στην Καθολική Εκκλησία και στα νομικά και φυσικά της πρόσωπα, την ελευθερία επικοινωνίας και διατήρησης επαφών με την Αγία Έδρα, με τις επισκοπικές συνδιασκέψεις άλλων χωρών, όπως και με τις επιμέρους εκκλησίες, οργανισμούς και πρόσωπα είτε στο εσωτερικό του κράτους είτε στο εξωτερικό. Αυτή η διάταξη βέβαια δεν ήταν απολύτως αναγκαία να ενσωματωθεί, διότι το δικαίωμα επικοινωνίας των πιστών ή των οργανισμών ενός θεσκέμματος με τον κεντρικό οργανισμό τους, με την κεφαλή τους και με άλλους οργανισμούς του ιδίου θεσκέμματος. Εμπεριέχεται στο δικαίωμα στην ευθερία εκδήλωσης της θρησκείας, όπως αυτό αναγνωρίζεται από τις εθνικές συμβάσεις και διακηρύξεις, καθώς και από το Σύνταγμα της Κροατίας, που αναγνωρίζει τη σκεφτική ελευθερία. Και όπως αυτό, ότι δηλαδή η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας εμπεριέχεται το δικαίωμα επικοινωνίας μεταξύ φυσικών και κοινωνικών προσώπων του ιδίου θεσκέμματος, όπως αυτό αναγνωρίζεται από τις σχετικές δεσμεύσεις των καταλεκτικών εγγράφων και μάλιστα του καταλεκτικού εγγράφου της συνάντησης συνεχείας της Βιέννης του 1989 του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Εκκλησία στην Ευρώπη. Πάντως, με το επαναμβάνεται, μπορεί να μην είναι νοικαία η διάταξη αυτή, με το να επαναλαμβάνεται, δεν χάνει κάθε χρησιμότητα, υπενυθυμίζεται. Στο σημείο αυτό, ο κλειώθηκε ο χρόνος της δέκατης διάλεξης του Μετατυχιακού Θεσμίου Ευρωπαϊκών Λόγου, 1921, θα επανέλθομαι στο ίδιο θέμα, στην δέκατη διάλεξη και μέχρι τότε σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |