Αντίδωρο | Nikos Ververidis | TEDxPatras /

: [♪ Μουσική faithlessВ Είχα προβοσκίδα και ήμουνα μέλος μιας πολύ μεγάλης γιορτής. Σωστά το μαντέψατε, στο Καρναβάλι ήμουνα. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:TEDx Patras
Μορφή:Video
Είδος:Μαρτυρίες/Συνεντεύξεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: TEDx Patras 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=thyUN8ONAGc&list=PLndeeREyJnDRY9gWF1D-ZqGALxITUEr_C
Απομαγνητοφώνηση
: [♪ Μουσική faithlessВ Είχα προβοσκίδα και ήμουνα μέλος μιας πολύ μεγάλης γιορτής. Σωστά το μαντέψατε, στο Καρναβάλι ήμουνα. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες, είχα πρόσφυγες. Η ιστορία ξεκινάει λίγες εβδομάδες πριν, τέλος καλοκαιριού, αρχές Σεπτεμβρίου, όταν οι επιμελητές του TEDxPandras μου προτείνουν να συμμετέχω στη σημερινή. Λίγες μέρες μετά συμβαίνει τη χάνη να έχω ένα ταξίδι για μια παραγωγή, για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ του Νίκου Καζαντζάκη, μια παραγωγή του Hell Culture στην Κρήτη, όπου πηγαίνω στην γενέτρια του Καζαντζάκη, πολύ κοντά στην πόλη του Ηρακλείου, και ξεναγούμε στο Μουσείο του Νίκου Καζαντζάκη. Και επειδή είναι πολύ πρόσφατη η πρόταση που μου έχει γίνει, αφού μου έχει γίνει ξενάγκηση και θέλω έτσι λίγο να κάνω βόλτες στους διαδρόμους, να ρουφήξω ό,τι έβλεπα στο Μουσείο, υπήρχαν σκέψεις που στροβλίζαν στο μυαλό μου. Η μία βασική ήταν τι να βρω που να αξίζει να υποθεί, που θα μπορούσε, έστω έναν από εσάς, να του φάνη χρήσιμη. Το δεύτερο κομμάτι που με βασάνιζε ήταν στιγμές. Τι είναι στιγμές? Είναι και ένα τα δευτερόλεπτα που είναι ικανά να συμμαδέψουν τη ζωή μας. Μήπως είναι μια δεκαοχτά λεπτή ομιλία σε ένα τέντεξ, ένα σαδοκοστιμπάτρα, ένα μεγαλύτερο σύνολο. Και ενώ σκέφτομαι όλα αυτά τα κομμάτια, σταματώ σε αυτό. Σταματώ σε ένα έγγραφο που μιλάει για τις δύο στράτες της ζωής και τον ανήφορο. Κολλάω στο γιατί και ξαφνικά το μυαλό μου αλλάζει. Αδιάζει. Αδιάζει το μυαλό μου και κολλάω ξανά στο γιατί, γιατί, γιατί, γιατί, γιατί ο ανήφορος είναι στους σωδρόμους και αυτό που αρχίζω να αντιλαμβάνω εκείνη τη στιγμή είναι ότι αυτή η ρύση είναι πάρα πολύ επικοιριστό. Τι μας συμβαίνει σαν κοινωνία, σαν σύστημα, σαν παρέα το τελευταίο λίγο καιρό. Γιατί η μόνη μας επιλογή είναι ο ανήφορος. Το θέμα είναι το γιατί. Και αρχίζει και λίγο και προσωποποιείται όλο αυτό το γιατί, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι ο καμβάς, είναι το μοτίβο, είναι είναι ο τρόπος που έχω μάθει στη ζωή να αντιλαμβάνω με τα πράγματα. Και όταν λέω να αντιλαμβάνω με τα πράγματα, αντιλαμβάνω με τα πράγματα ως πρόοδο, ως εξέλιξη, ως διαδικασία αλλαγής, ως διαδικασία κατάκτησης. Ήμουνα πια σίγουρος ότι αυτό ήταν που θα ήθελα να μοιραστώ στο Δέντεξ Πάτρας. Αυτό το δώρο που μου δόθηκε να το μοιραστώ μαζί σας δικήν αντίδορου. Η ιστορία μου ξεκινάει αρκετά χρόνια πριν. Ξεκινάει σχεδόν 100 χρόνια πριν, όταν σε ταραγμένες για την περιοχή μας εποχές, πόλεμος, φτώχεια, πείνα, είναι η μικρασιατή καταστροφή, μετακινήσης πληθυσμών, προσφυγιά. Θυμίζουν πάρα πολύ τις εικόνες που βλέπουμε 100 μέτρα από εδώ. Άνθρωποι που είναι χαμένοι, έχουν εκτοπιστεί από τις πατρίδες τους και προσπαθούν να βρουν ένα καλύτερο αύριο. Έτσι και οι παππούδες από τη μεριά της μητέρας μου, από τον Πόντο μετακινούνται στο Λαχανάτο Σερών, ξαναφτιάχνουν το βιώστος, αλλά ξανάρχει το πόλεμο στο Δεύτερο Παγκόσμιο, έρχεται το εμφύλιος, αναγκάζουν αυτή τη φορά να εκτοπιστούν στη Θεσσαλονίκη, στη Δυτική Θεσσαλονίκη, στα προσφυγικά έξω από το στρατόπεδο του Παβουδου Μελά. Αντιστίχως ο πατέρας από τα βάθη της μικρασίας, Νικομίδια, οι παππούδες πηγαίνουν σε χωριά της Ξάνθης, τους βρίσκει και εκεί ο πόλεμος πάλι, το εμφύλιος. Βρίσκονται οι άνθρωποι στη νέα πόλη της Δυτικής Θεσσαλονίκης, πάλι στα προσφυγικά και προσπαθούν να φτιάξουν το βιώσι τους. Άρχονται μαζί και προσπαθούν να φτιάξουν το σπιτικό τους. Οι προδιαγραφές και οι συνθήκες είναι δύσκολοι, είναι ανήφορος ούτως ή άλλως η ζωή τους. Το σημαντικό σε αυτή τη στιγμή είναι ότι κάνουν επιλογές, το οποίο ήταν ανήφορος με βάρη για την οικογένειά τους και για τα παιδιά τους, επιλέγουν να αφιερώσουν τη ζωή τους για να διαμορφώσουν ανθρώπους χρήσμους για τους ίδιους και για τους γύρω τους. Αυτό το κάνουν επενδύοντας στην εκπαίδευσή τους, το επενδύοντας πολλά ισαγωγικά, γιατί η οικονομική τους δυνατότητα και η καταγωγή τους καθόλου δεν δικαιολογούσαν τα σχολεία που μας στείλανε. Δουλεύαν νυχτιμερών για πολλά χρόνια, σχεδόν πάντα έτσι τους θυμάμαι, για να μπορούν να τα αποχρηθούν και τρία παιδιά για να τα καταφέρουν και τα κατάφεραν, αλλά δεν μένουν στα σχολεία, τους ενδιαφέρει να δώσουν μια διαφορετική αντίληψη για την πραγματικότητα και για την εκπαίδευση στα παιδιά τους. Ο πατέρας μου τη μάμη έλεγε, δεν ξέρω αν θα σας αφήσω ένα κουτάλι, αλλά θα κάνω ό,τι περνάει από τα χέρια μου για να σας κάνω χρήσμους ανθρώπους. Ο πατέρας μου ήταν ξυλουργός, εξακολουθεί να είναι ξυλουργός, αυτή η σκάλα είναι δική του, είναι δημιούργημά του, εξακολουθεί και τώρα στα 80 του να δημιουργεί και να παράγει προϊόντα που σε βοηθούν να ανέβεις. Ο πατέρας μου είχε μια αγάπη μεγάλη και εξακολουθεί να έχει μια αγάπη για τα ζώα, μια φάρμα, μια φάρμα του μπαρμπαθωμά, κότες, πάπκες, σχήνες, γάτες, σκυλιά, όλα μαζί και ήθελε να μας τα γνωρίσει αυτά και ήταν μέρος του ταξιδιού και της ψυχαγωγίας μας. Κάθε Κυριακή μας πήγαινε στο κτήμα του για να έρθουμε σε επαφή με τα ζώα, να τα φροντίσουμε, να εκτεθούμε, να παίξουμε. Αλλά το ταξίδι μας εκεί ξεκινούσε διαφορετικά. Ξεκινούσε από τη μέρα του Σαββάτου. Κατεβαίναμε τότε στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, στα Ειδόδημα και Πικιακά και πηγαίναμε και γεμίζαμε σακούλες με ζαχαρόδι, με σοκολάτες, με καραμέλες, με καπνό. Και πριν πάμε στα ζώα του, κάθε Κυριακή μας σταματούσε έξω από ιδρύματα, από φρενοκομία, από φυλακές, από γυροκομία. Καθόταν στο αυτοκίνητο και μας έδινε σύνθημα να βγούμε έξω, να πάμε να συγκρουτιστούμε με ανθρώπους των ιδρυμάτων και να τους μοιράσουμε ό,τι είχαμε να τους μοιράσουμε. Με αυτόν τον τρόπο, που πραγματικά για ηλικίες τόσες κάθε φορά ανακαλύττουμε καινούργια πράγματα και κάθε φορά ήταν μια έκπληξη που δεν ήταν συνήθισα, αλλά με αυτόν τον τρόπο μας έμαθε κάτι, μας έδινε ένα μήνυμα, ότι πρέπει να προσφέρεις ό,τι μπορείς. Πρέπει να προσφέρεις ζεστασιά και φροντίδα σε αυτούς που το έχουν ανάγκη. Ο πατέρας είχε περίεργα απόψεις. Νομίζω ότι ακόμη θυμάμαι τη στιγμή που τράπηκα περισσότερο στη ζωή μου. Ήταν όταν έφυγος πια, εμείς, το δεκανείσο στον Βαρδάρη, ένα δρόμο στον Βαρδάρη, τότε δεν υπήρχανε μετανάστες για να σου καθαρίσουν τα τζάμια, τότε υπήρχανε μικροί ρωμά και έρχεται ένας επίμονα για να καθαρίσει το τζάμι για επετία. Μάλλον με άκουψαν τρόπο προσπαθώ να τον απομακρύνω και είναι η στιγμή που με κάνει να δραπώ, πιόντας μου ότι αυτό το παιδί δεν είχε τις ευκαιρίες και τη φροντίδα που είχε εσύ και θα πρέπει να μάθεις να το συμπεριφέρεσαι διαφορετικά. Εφόδια που μας έδωσε, εκτός από το να σκεφτόμαστε για το γύρο μας και για το σύνολο, ήταν τα ταξίδια και τα ονείρωτα. Καθένα από τα παιδιά συμπληρώνουν τα 15 αίτη, τα μακρινά αίτης, μας φόρττον σε ένα αεροπλάνο μεταξύ 3ης μασίου και 1ης λυκείου για να ταξιδέψουμε έξω για 2-3 μήνες να μείνουμε εκτός. Εμένα με έβαλε σε ένα αεροπλάνο και πήγα στην Αυστραλία στα 15 μου αίτη, το 85. Φανταστείτε τις επικοινωνίες εκείνη την εποχή, εμβάσματα, όλα, καμία δυνατότητα, και μάλιστα σε ανθρώπους που ελάχιστα τους είχε, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ήταν κάποιοι συγγενείς που αν θυμάλλον τους είχε δει περισσότερο από μία φορά στη ζωή του και έφυγα με την οδηγία ότι αν σου αρέσει και θέλεις να συνεχίσεις, άκου την καρδούλα και το μυαλό σου και πράξε έναν λόγο. Από εμένα είσαι ελεύθερος. Εκεί πήγα σχολείο, εκεί έπαιξα ποδόσφαιρο σε μια ομάδα στο μακρινό Γουλαγκούνγκ. Εκεί δούλευα σαβδοκύριακα στη βιοτεχνία του μακρινού θείου για να βοηθήσω και εγώ και να συμβάλω στα της φιλοξενίας. Όταν γυρνούσαμε, γυρνούσαμε άλλοι άνθρωποι, γυρνούσαμε πιο όρημοι και πιο μεγάλοι. Γυρνούσαμε σίγουρα διαφορετικοί. Αλλά αυτό που μας έμενε ήταν η αξία του να ταξιδεύεις και να γνωρίζεις τον κόσμο και η αξία του να ονειρεύεσαι, να μπορείς να ονειρεύεσαι μέσα από τα ταξίδια σου. Ο πατέρας έλεγε ότι βασική αξία για να μάθεις να προσφέρεις είναι να μάθεις να δουλεύεις. Και για να μάθεις να δουλεύεις πρέπει να μάθεις να δουλεύεις σε δουλειές άλλων. Έτσι, όταν είσαι ο μεγαλύτερος της οικογένειας από τα αδέρφια και τα αγόρι, κάθε καλοκαίρι, από την πρώτη, πριν την πρώτη γυμνασίου, μέχρι και την τρίτη ηλικίου που πια ο όρημος και μεγάλος μ' άφησε στο δρόμο μου, είχα μια εβδομάδα 10 ημέρες διακοπές και μια εβδομάδα, αφού τελείωνα το σχολείο, και μια εβδομάδα 10 ημέρες διακοπές πριν ξεκινήσω την επόμενη χρονιά και στο ενδιάμεσο, με βάζεσαι σε περίεργες δουλειές, περίεργα challenges. Στην έκτη δημοτικού προς πρώτη γυμνασίου, ήμουνα καφετζής και το παιδί για τα θελήματα σε ένα γραφείο αρχιτεκτονικό. Στην δευτέρα γυμνασίου, με έβαλες σε ένα ζαχαροπλαστείο, στους φούρμους ενός ζαχαροπλαστείου καλοκαιριάτικα, να ξύνω λαμαρίνες για να καθαρίσω τα υπολήματα ψηρόπιτες και τα γλυκά. Το θυμάμαι ως μία τραυματική εμπειρία, γιατί όταν τελείωνα τη βάρδια μου και έφυγα προς το σπίτι μου στο λεωφορείο, καθένας καθόταν μετρομακριά μου από τη βουτυρίλα που είχε διαποτίσει το σώμα μου. Την επόμενη χρονιά, αφού είχα γυρίσει από την Αυστραλία, το καλοκαίρι της πρώτης λυκείου προς δευτέρα μου είχε βάλει τα λαδάδικα. Τα λαδάδικα της Θεσσαλονίκης τότε το βράδυ ήταν η περιοχή με τα κόκκινε φώτα της πόλης, μέχρι το πρωί που ξεκινούσε η εμπορική δραστηριότητα. Τότε δούλευα σε έναν πολύ σκληρό έμπορο. Πιάναμε δουλειά νύχτα. Θυμάμαι πάντα νύχτα καλοκαίρι, για να φανταστείτε λίγο την ώρα. Μόλις προλαβαίναμε αυτούς που φεύγουν από τις βραδινές τους ασχολίες. Η δουλειά μου ήταν να καρφώνω σάρωθρα, να κουβαλάω πλαστικά, γλάστρες, κουτάλια, you name it. Την επόμενη χρονιά αναβαθμίστηκα. Έγινα βοηθός ενός τοκογλύφου. Έπρεπε να ψηθώ και σε αυτό. Τι σημαίνει να ζητάς και πώς λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος. Έκανα θελήματα. Επιταλιές, τράπεζες, μεταφορά χρημάτων στη τσέπη, στο παντελόνι. Πολλά χρόνια μετά, άμαθα ενώ ότι τα πρώτα δύο χρόνια της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας, το βδομαδιάτικό μου, το πλήρωνε ο πατέρας μου. Πλήρωνε για να δουλεύω. Πλήρωνε για να δουλεύω. Όπως βέβαια ανακαλύπτω ότι ο τοκογλύφος αυτός ήταν τοκογλύφος που δανείζεται για να μπορεί να τα επεξέρχεται στις υποχρεώσεις των σχολείων και της εκπαιδευσίας μας. Σίγουρα όσα περιγράφω δεν θεωρώ ότι ήταν ανηφόρα για μένα, δεν το θεωρώ ως ανηφόρα, αλλά ήταν σίγουρα η ανάγνωση της ανηφόρας, γιατί η ανάγνωση της ανηφόρας και αυτός ο δρόμος ήταν που μου έμαθε πράγματα και εμένα και τις αδερφές μου, που μας έκανε καλύτερους ανθρώπους. Και αυτό θα ρω ότι έχει ενδιαφέρον να υποθεί, ειδικά σε ένα κροατήριο που έχει πολλούς νέους ανθρώπους που είναι στις απαρχές της ταδιοδρομίας τους και μάλιστα σε ένα άχαρο και δύσκολο περιβάλλον. Γιατί είναι αυτό που λένε, οι δυσκολίες είναι ευλογία, οι δυσκολίες μπορούν και πρέπει να γίνουν ευλογία. Οι δυσκολίες μπορούν και πρέπει να γίνουν ευλογία, πρέπει να το πιστέψουμε και να προσπαθήσουμε αυτό. Δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνει πάντα, αλλά ταπεινή μου άποψη είναι ο μόνος και είναι και ο ωραίος δρόμος. Θα κλείσω με μια αγαπημένη ρύση του Καζαντζάκη, που αφορά την ευθύνη και με μια προτροπή ότι έχει αξία να αγαπάμε την ευθύνη και να προσπαθούμε. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ.