Διάλεξη 7: Είδαμε και στα προηγούμενα μαθήματα πώς το μοντέλο αυτών σκέψης, το οποίο συμβαίνει η δημιουργία με τον άνθρωπο στο πλαίσιο της ιστορίας της αφήγησης για τη δημιουργία, μπορεί να αποτελέσει ένα ενδιαφέρον μοντέλο οικολογικής ανάγκησης των κοινών μας. Με στόχο πάντοτε, όπως είπαμε, μία υποθεολογική προσέγγιση, η οποία προφανώς μπορεί να συμβαίνει στη γενικότερη συζήτηση, όσον αφορά τα ζητήματα της οικολογίας, τουλάχιστον του θεωρητικού της επίπερα. Ένα ενδιαφέρον επίσης μοντέλο, έναν στρόπο σκέψης, έναν μοτίβο, αν θέλετε, σημαντικό μέσα στην Αγία Γραφή, είναι ο έννος, η δοξολογία της δημιουργίας των Σταφαιών, ένα θέμα το οποίο θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην ερμηνεία μέσα από αυτό το ο λεγόμενο οικοθελογικό πρίσμα. Και ως παράδειγμα στο σημερινό μας μάθημα θα πάρουμε έναν στίχο, έναν πολύ μικρό δηλαδή ουσιαστικά απόσπασμα, μέσα από την Καινή Διαθήκη, πρόκειται για τον στίχο Λουκάς 1940, για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια εκτεμώς. Το θέμα του έννου της δημιουργίας, δηλαδή ολόκληρη δημιουργία και όχι μόνο άνθρωπος ημμού και δοξολογού, ημμή και δοξολογή των Θεών και των ευχαριστή, είναι ένα θέμα το οποίο είναι αρκετά διαδεδομένο, ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη. Η Διαθήκη όπως θα πούμε δεν είναι τόσο συνοχασμένη. Στη Παλαιά Διαθήκη είναι ένα θέμα εξαιρετικά αγαπητό, επανέρχεται μέσα στα διάφορα κείμενα, κυρίως τα ποιητικά και προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, τα μαθαίρα εδώ χαρακτηριστικά το ψαρμό 148 ή το ψαρμό 69, 95, 97 αλλά και στον Ισαλία και φυσικά όπως είπα υπάρχουν και στην Καινή Διαθήκη ψήνοματα και μπαρτυρίες αυτού του θέματος όπως για παράδειγμα στην Προσφυλικησία στο δεύτερο κεφάλαιο στο σπίχο 10 ή στην Αποκάλυψη στο πέμπτο κεφάλαιο στο σπίχο 13. Και ένα τρίτο παράδειγμα από την Καινή Διαθήκη είναι το παράδειγμα το οποίο θα συζητήσουμε σήμερα. Συνήθως βέβαια αυτό το θέμα του έννοτης δημιουργίας πως πάντων πρωτογωτής αντιμετωπίζεται χωρίς ιδιαίτερη προσοχή τουλάχιστον από το πλευράς οικολογικής μέρους των ελληνιευτών. Δηλαδή συνήθως υπάρχουν μεγάλη συζήτηση πάντοτε, υπάρχουν φωνές οι οποίες λένε ότι εδώ πρόκειται για έναν προεπιστημονικό ανήμισμό, εντελώς ας το πούμε έτσι απλοϊκή αντίληψη του κόσμου ή τουλάχιστον έτσι ο γνωστός μας Λιου Βάιτι που το οποίο ήδη μιλήσαμε στα πρώτα μας μαθήματα έτσι αξιολογικοί τις αναφορές μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Κάποιοι άλλοι φοβούν ότι πίσω από αυτό βρίσκεται μια τάση καμψυχισμού όπου δηλαδή σε όλα τα πράγματα βρίσκουμε να υπάρχει ψυχή, ζώσα και λογική και εκείνοι φυσικά οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν τέτοιες αναφορές ως απλή ποιητική φαντασία. Ό,τι πρόκειται δηλαδή για μια ποιητική έγνευση του συγγραφέα, άλλωστε πάρα πολλά από αυτά τα κείμενα. Πάρα πολλές από αυτές τις αναφορές υπάρχουν σε ποιητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και σε κείμενα προφητικά όπου βλέπουμε ότι είναι κείμενα τα οποία δικαιολογούν τέτοια ποιητική γλώσσα. Τη σημασία αυτού του θέματος, ως θέμα του τείνου δηλαδή της δημιουργίας, στην οικολογική προσέγγιση και ανάγνωση των δικών μας κείμενων τη σημαίνει ιδιαίτερα σε ένα άθρο του μερικά χρόνια ο Ρίτζαβ Μπόκκαν, ο οποίος παρατηρεί και σωστά παρατηρεί ότι εδώ θα πρέπει απλώς να αντιμετωπίσουμε αυτά τα κείμενα, να βρεις αναφορές ως μία χαρακτηριστή, μια ποιητική αποστροφή του ε κάστοτε συλλαφέρα, αλλά ότι εδώ πρόκειται για μεταφορική γλώσσα. Βέβαια πως δείχνει ότι η μεταφορά είναι από τον πόσμο των ανθρώπων, από τον πόσμο των υπόλοιπων δημιουργημάτων, αλλά αυτή η μεταφορική γλώσσα μεταφέρει και ουσιαστικά αποβίβει μέσα από ανθρώπινες εικόνες, ανθρωπογραφικές εικόνες, μια μεγάλη αλήθεια, ότι όλα τα όντα και εδώ η πολύ όμορφη παρατήρηση του Μπόκκαν δοξάζουν τον Θεό ακριβώς με το να είναι αυτό που είναι, ακριβώς και μόνο με την ύπαρξή τους και ότι δοξάζουν επίσης τον Θεό με το γεγονός ακριβώς ότι μέσα από την ύπαρξή τους εκπληρώνουν το σκοπό της δημιουργίας τους. Ο Μπόκκαν μάλιστα προχωρεί και αυτό έχει μια σημασία για εμάς, όταν μιλήσαμε στην αρχή για μεταφόρυξη συμβολή στο θέμα της εποθερωμενικής εμμονίας των δημοκρατειμένων και αναφέραμε όσο τέτοια συμβολή το μοντέλο του Ιωάννη Ζιζιούλα που προχωρεί προγράμμα για τον ιερέα της θύσεως, θέμα λοιπόν έχει ενδιαφέρον γιατί στη συνέχεια ο Μπόκκαν προχωρεί σε μια κριτική της θέσης του Ιωάννη Ζιζιούλα ότι ο άνθρωπος είναι ακριβώς ο ιερέας της κλίσης και την κριτική την εντοπίζει σε ένα σημείο στο ότι αυτή η θέση του Ζιζιούλα ουσιαστικά θεωρεί ότι η δημιουργία έχει αποτύχει στο στόχο της και χρειάζεται την ανθρώπινη παρέμβαση προκειμένου να τον ξαναβρει Αυτό λοιπόν ουσιαστικά θεωρεί ότι είναι ένα καθαράθμινο κεντρικό μοντέλο, άλλωστε και εμείς εντοπίσαμε πίσω από αυτή τη θεώρηση σαφώς ελοχεύει ο ανθρωποκαινισμός αλλά είπαμε ότι αυτός είναι ανακόφευτος Ελοχεύει λοιπόν ένας ανθρωποκαινισμός κατά τον Μπόρκαμπ ο οποίος αρχικά ξεκινά του λογική ότι τα υπόλοιπα δημιουργήματα υπάρχουν ουσιαστικά για να εξυπηρετήσουν τον άνθρωπο, στην προκειμένη περίπτωση για να βοηθήσουν τον άνθρωπο να μετρέψει τον δημιουργό του Στις θέσεις αυτές του Μπόρκαμπ θα επανέχουμε στη συνέχεια στη συζήτηση μας καθώς θα μελετούμε το συγκεκριμένο χωριό μέσα στο καταλουκάν επαγγέλιο και θα δούμε εκεί κατά πόσο θα μπορούσε να στηριφθεί με βάση και αυτό το φωμίου αλλά και τα υπόλοιπα στα οποία ο γνωστός και ο διαδικολόγος αναφέρεται και θα μπορούσε λοιπόν αυτά τα χωριά να τεκμηλιώσουν μια τέτοια κριτική εκ μέρους του ή μια τέτοια τοποθέτηση. Μέσα στο Μπόρκαμπ λέει χρησιμοποιώντας και τη γνωστή φράση των Μπίτλες ότι θα πρέπει να αφήσουμε την φύση να είναι όπως είναι let it be λέει πολύ χαρακτηριστικά μέσα στο άφιτο του και ακριβώς αφήνοντάς την πτήση να υπάρχει έτσι όπως είναι ουσιαστικά την επιτρέπουμε να εκπληρώσει προς τόπο της αφού η φύση από μόνη της και η ρημοφιά της από μόνη της είναι αρκετή για να ενέσει τον δημογωθείο. Ο στίχος στο οποίο θα μελετήσουμε σήμερα προέρχεται από το 19ο κεφάλαιο του καταλοκάνικου βασιλείου είναι ο στίχος 40 ο οποιοίστως απευθύνεται στους Παλισσαίους και σε διάφορους άλλους που τον ακολουθούν η ιστορία ουσιαστικά είναι η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλημα Λέει χαρακτηριστικά στο τέλος αυτούς που διαμαρτύνονται γιατί οι μαθητές του Ιησού τον καθυμώνουν και δοξάζουν λέει χαρακτηριστικά λέγω ειμήν εάν ούτε ισοποιήσουσι και αναφέρεται στο πλήθος γύρω από τον περιβάλλον και ουσιαστικά δοξολογεί οι λύφοι κράξουσαν. Πρόκειται ουσιαστικά από αυτό το στίχο για την κατακλύδα της αφήγησης του Λουκά για την είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλημα. Η ιστορία βέβαια δεν παραδίδεται ως μόνο από τον Λουκά η ιστορία παραδίδεται και από τον Μαρθέο και από τον Μάργο. Ωστόσο ο Λουκάς παρου που έχει υπόλοιπο στους δύο προηγούμενες αφηγήσεις παρεμβαίνει συντακτικά στην ιστορία με διάφορους τρόπους. Επειδή φυσικά έχουν μια θρηλογική σημασία για τον ίδιο περιεχοριστή εγώ εδώ θα το πείσω θα περιοριστώ μονάχα σε αυτές τις συντακτικές παρεμβάσεις που μπορεί να έχουν ενδιαφέρον όσον αφορά αυτή την οικολογική προσέγγιση και ανάγνωση του κειμένου. Το πρώτο και βασικό είναι ότι εδώ διαφορετικά από τους άλλους δύο συγγραφείς, τους άλλους δύο αφηγηστές ο Λουκάς μας λέει ότι το μύθος δεν το κραυγάζει απλώς όπως παρουσίαζαν οι δύο προηγούμενοι αφηγηστές, αλλά δοξολογεί ενή των θεών λέει εκεί συγκεκριμένα ήρξαν το άπαρτο πλήθος των μαθητών χαίροντας ενή των θεών φωνή μεγάλη πελπάσου πασών και φωνή δου δυνάμων. Επιπλέον είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ο Λουκάς εδώ επαντλημένα αναφέρει κάποια αναφορά στο όρος των ελεών ενώ οι άλλοι υποβαθμίζουν αυτή τη λεπτομέρεια ο Λουκάς επανέρχεται σε αυτή τη λεπτομέρεια και αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί ως γνωστόν το όρος των ελεών έχει μια ισχατολογικό χαρακτήρα μέσα σε διάφορα προφητικά κοινότητα και δημιουργικά αλλά και στην αποκαλυπτική γραμματική. Στου Ζαχαρίου ας πούμε είναι το όρος όπου θα έφυγε ο εχθροίς και θα γίνει η κρίση και επομένως αποκτάει δηλαδή μια ισχατολογική προοπτική. Το ενδιαφέρον όμως εδώ κυρίως είναι ότι ο Λουκάς μετατρέπει αυτές τις ετοιματιές σε ένα. Και ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι μας παραθέτει αυτόν τον ένα ο οποίος πάλι διαφοροποιείται ως το περιεχόμενό του από τις περιγραφές τους άλλους δύο δακελιστές. Εδώ λοιπόν στον Λουκά λέγεται χαρακτηστικά «ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλεύς και μ' ονόματι Κυρίου, εν ουρανό ηρήνη και δόξα εν υψίστης». Αυτή είναι η διαφορά στον Λουκά, το δεύτερο εμπιστοίχιο, αυτή η αναφορά στην ειρήνη που έρχεται στις ουρανούς και τη δόξα που έρχεται. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι εδώ ο Λουκάς κάνει αυτή τη διαφοροποίηση ως αναφορά όπως είπα το δεύτερο εμπιστοίχιο και ουσιαστικά με αυτά που λέει στον Ποτιανταπτό κάνει έναν κύκλο και παραπέμπει στην αρχή του Ευαγγελίου του στο δύο κεφάλαιος με τα τέσσερα στίχα όπου εκεί στη γέμιση του Ιησού ακριβώς «ι' άγγελ υψέμι δόξα μ' υψίστης Θεώ και πηγή συρρήνη ενανθρώπις ευλογίω». Και εκεί δηλαδή πάνε το θέμα της δόξας και της ειρήνης, σε σχέση εκεί βλέπουμε τα ουράνια και τα επίγεια είναι παρόμο. Και ένα άλλο στοιχείο ενδιαφέρον που δεν το έχουν οι Ευαγγελιστές είναι το πιστούργο 41 και 6 όπου ο Ιησούς περιγράφεται να ατενίζει την Ιερουσαλήν και με δάκρυα να κλέγοντας όπως λέει να προοφητεύουν αυτήν δύσκολες ώρες. Εδώ το κείμενο θυμίζει πάρα πολύ, το που πρόεχνε τη μικρή αποκάλυψη στις κομμάτων 13 και το σκατογραφικό λόγο του Ιησού, όπως υπάρχουν και αλούνες στο κείμενο. Εδώ οι αναφορές οι έμμεσες φαίνονται να παραπέγουν σε αυτό. Αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα εδώ είναι αυτή η αναφορά στην κραυγή των Λήθων. Η Λήθη λέει θα κραυγάσουν όταν εσείς οι άνθρωποι δεν θέλετε φυσικά να προχωρηθείτε με δαξομεδία στο Θεό. Και το ερώτημα που επιτύθηκε εδώ είναι πρόκειται για μια καθαρά ποιητική ίσως υπερβολή του συγγραφέα ή έχει κάποιο αρθήτερο νόημα συμβολικό. Και το δεύτερο το οποίο συνδέεται άμεσα με αυτό το πρώτο ερώτημα είναι ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο ουσιαστικά και ο σκοπός αυτής της κραγγής. Τι είναι αυτή η κραγγή των Λήθων και γιατί οι Λήθοι κραγγάζουν. Απάντως σε αυτά τα δύο ερωτήματα θα δούμε ότι μπορούμε να διηγηθούμε σε κάποια ιδιαίτερα συμβεράντα που ίσως μας οδηγούν επίσης σε ενδιαφέρουσες σκέψεις από πλευράς της οικολογίας. Η ιδέα λόγω των Λήθων οι οποίοι κραγγάζουν για κάποιους λόγους δεν είναι άγνωστη στον Λιουδαϊκό κόσμο. Είναι μια ιδέα που την βρίσκουμε κι αλλούς σε τήμενα τόσο διβλικά όσο και εξωδιβλικά του Λιουδαϊκού κόσμου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που συνήθως αναφέρομαι περισσότεροι επαγγελματιστές είναι από τον Προφήτη Αλακού στο δεύτερο γεφάλαιο ως τύπος 11 διότι ολίθως εκτίκου βοήσετε και κάμφερος τεξίλου φέγξετε αυτά. Πρόκειται εδώ για μία προφητεία του Αλακούμ, μία προφητεία εναντίον των πλουσίων και τον ισχυρώνει επί καταπλιασμούς αδυνάτους και σαφώς βέβαια υπονοείται για ποιος από αυτούς τους πλουσίους κρύβονται και τα έθνη, τα ιδιωτικά, σαφώς έχουμε μία, έναν υπερνημό και μία προϋπόθεση και κριτική, αν θέλετε, στην για τη λατρεία των Λιούδων, οι οποίοι ήταν ήδη γνωστοί στην αρχαιακή σανατορισία. Σε κάθε περίπτωση βέβαια εδώ το πλαίσιο είναι σκατολογικό, έχει να κάνει με την κρίση του θεού απέναντι στους ισχυρούς και τους πλουσίους, τους οποίους κατοίγονται πλέον και λεπταί θα είναι ακόμα και τα λιθάρια των δίχων αλλά και όλα τα οικοδομήματα και κάθε το πλοίο φυσικά είναι και στην άψυχη. Επιπλέον, η ιδέα των λίθων οι οποίοι κραυγάζουν είναι ένα μοτίβο το οποίο το απαντούν και στην Αποκαλυπτική Γραμματεία. Από τις απολύσεις την Αποκαλυπτική Γραμματεία έχουμε μιλήσει πολλές φορές, είναι μία ομάδα, ένα φυλλογικό είδος, όταν μου θέλαμε να το πούμε έτσι, το οποίο εμφανίζεται στον νεοδαρισμό περίπου από την εμιστική εποχή και συνεχίζει και στα χρόνια της Καινής Δεδοθήκης, που το οποίο περιγράφει με πολύ ζοφτερά και σοκτώνα χρόνια την καταστοφή του κόσμου, την τελική κρίση και την απόδοση της δικαιοσύνης και αποκατάστασης στους δικαιαίους. Και στην Αποκαλυπτική Γραμματεία έχουμε το αντίστοπο μοτίβο των λίθων που κραυγάζουν και όταν αυτό το μοτίβο εμφανίζεται στην Αποκαλυπτική Γραμματεία, αυτό συνδέεται πάντοτε με το τέλος του κόσμου. Με ένα χαρτιστικό παράδειγμα το Δενταέστρα, το Πέμπι και το Φαλισθήκος Πέμπι. Και ένα άλλο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο θα διαβάσω είναι το λεγόμενο βιβλίο των Βιών των Προφητών, το οποίο περίπου κάζεται ότι προέρχεται από την πρώτη ώρα μετά Χριστόν, όπου αμφιγέται λόγος για τον Ιουνά και λέγεται ότι ο Ιουνάς έδωσε ένα χρισμό για την Ιερουσαλήν και την υπόλοιπη χώρα, όταν δουν τους λύθους να τραυγάζουν, το τέλος είναι εγγύση. Και όταν δουν όλους τους εθνικούς του Ιερουσαλήν, οι πόλοι θα ισοκραφεύονται. Λοιπόν, έχουμε πάρει έναν ισχατολογικό πλαίσιο, αλλά με σαφή αποκαλυπτική οπτική. Και εδώ σαφώς, η τραυγή των λύθων αποκτά μια πολύ συγκεκριμένη θέση, μια πολύ συγκεκριμένη τουρία μέσα σε αυτό το αποκαλυπτικό όραμα. Είναι το σημάδι ότι έρχεται το τέλος. Βλέπουμε, δηλαδή, ουσιαστικά εδώ, κατά κάποιον τρόπο, μια συνέχεια, άρα πολύ σκεκριμένος στόχευση της προφητικής λογικής για την τραυγή των λύθων. Αλλά εδώ πλέον, όπως είπα και πριν, είναι σαφός ο αποκαλυπτικός τόμος. Σαφώς η εκκραγή των λύθους ιδέα είναι με την κρίση. Αυτά, λοιπόν, τα δύο στοιχεία μπορούν να μας βοηθήσουν να απαντήσουν καταπλάς, ή οδηγούν, μάλλον, να φεύγουν τους εμμυνευτές, στο να απαντήσουν στον τύπο που είναι αυτή η τραυγή των λύθων. Και, μάλιστα, οι εμμυνευτές συνδέουν αυτούς τους αυτή τη τραυγή των λύθων και όλη αυτή τη σημασία του λύθου, η έννοια αυτή, το μοτίβο αυτό μέσα στην αποκαλυπτική γραμματεία και στην ομορφωτική κυρίως, αλλά και τα αποκαλυπτικά κοινότατοια ανέφερα, το συνδέουν και με τους επόμενους στιγμούς, τους στιγμούς 41 και 42 στο κείμενο μας, όπου Ιησούς πλέει για την τύχη που περιμένει την Ευουσαλή, που λέει ότι εσύ, Ευουσαλή, δεν καταλαβαίνεις ότι έρχεται το τέλος, ότι θα έρθουν μέρες που θα σε περιβάλλουν οι εχθροί σου και θα σε κυρίαζουν, γιατί έχουν το πρόβλημα να μιλήθηκες, να διλαμβάνεσαι αυτοί που έρχεται και να οδηγήσουν με αυτό. Λέει ουσιαστικά η συνεδροφωρία και αυτές συνδέουν ένα, ότι αυτή η κραυγή των λύθων είναι το σημάδι, το αποκαλυπτικό σημάδι, και το κέος που υπάρχει ένας αποκαλυπτικός τόμος στο κοινό μας, είναι λοιπόν το αποκαλυπτικό σημάδι ότι το τέλος πλησιάζει, γιατί ακριβώς η Ιδέη, κάτι του Ιησού Ιουσαλή, απέληψε από τον Ιησού ως βασιλεία του Ισραήλ. Και αυτό έχει τραγικές συνέπειες. Και επομένως, εκθυμούν οι εμβινευτές εδώ και μας, και με τα αποκαλυπτικά μας σημεία, τα οποία δέφερα, ότι η κραυγή αυτού των λύθων γίνονται το τέλος Ιουσαλή, και έτσι όλη η περιοχή μας αποκτά, όπως είπα, ένα αισχαπνωτικό χαρακτήρα, με σαφή όμως από αποκαλυπτικά στοιχεία. Γι' αυτό και όλος, όπως είπα, θεωρούν ιδιαίτερα οι στοίχοι που ακολουθούν μετά από τη Λύσσοδο στο Ιεροσόνιμα, αυτός ο Ιησού Ιουσού και η Προφητεία του, ως παράνυλο προς τον Μάρκος XIII το Φιλό Ελληνικοσταθμός Αποκαλυπτικό, ένα κείμενο αισχαπνωτικό, με σαφή αποκαλυπτικό προσάγωλες. Ωστόσο, όπως πολύ σωστά σημαίνουν δύο Ελληνευτές, ο οποίος σκοτήθηκαν ιδιαίτερα την περιοχή και μάλιστα στο πλαίσιο μιας οικολογικής ανάγκωσης, ο Κόρντ, εδώ, ουσιαστικά, είχαν προβλήματα, αν θεωρήσουμε τη συνέσουση αυτού του κρατικού μύθο, μόνο με μία αποκαλυπτική πρόπτυκη. Και τα προβλήματα που εντοπίζουν, δικαίως, είναι τα εξής. Πρώτο, πρώτο, σαφώς δεν μπορούμε να το συνδέσουμε άμεσα, λοιπόν, αν πρέπει να βαπνούμε, γιατί να βαπνούμε εκεί τα κτίρια είναι αυτά, τα οποία θα τραβγάσουν ως λύθιοι του κοινιού και θα λένεις, ουσιαστικά, τους αυλικούς, στην καλύπτωση μας όμως. Δεν συμβαίνει το ίδιο. Προφανώς, από τον τρόπο που περιγράφεται εδώ η στιγμή, είναι αυτή η πέταση όπου ευθύσκονται στον δρόμο, αυτό που είναι έρχομαι, δηλαδή αυτά τα απλά στοιχεία, ένα κομμάτι της φύσης απλό, και ουσιασμένος δεν μπορούμε να κάνουμε αυτήν την άμεση σύνδεση με τον αγαπώ. Το δεύτερο είναι ότι η ενότητα, από τον Στήμο 41 και εξής, μπορούμε σαφώς να συνδέεται μέσα στη γενικότερη ενότητα της εισόδου του Ιησού, στα Ιεροσόλυμα, όμως στην σύνδεση με την προηγούμενη περικοπή, όπου έχουμε την αντίδραση του Φαρισαίου και έχουμε όλη αυτήν την κριτική στάση από μέρους τους και την αντίδραση του Ιησού που θα αναφορά στην πραγματικότητα είναι αρκετά χαλαρά, ίσως δεν μπορούμε ακόμη να πούμε το ένα, το δύο, το άλλο. Και το τρίτο είναι το εξής, ότι η συνάφεια εδώ, στο κείμενό μας, δεν είναι μια συνάφεια κατακραπής και ελεύθερα, αλλά μια συνάφεια, η οποία είναι αγαπημένη και χαρακτηριστικό του μεταγωνιστή Λουκά, ή του μεταγωνιστικού του συντακτικού παρέμβαση στο συγκεκριμένο σημείο. Είδα λοιπόν εδώ ότι ο Λουκάς παρουσιάζεται ότι οι λιθώσεις των αστυνομάζεμαν λοιπές να ενούν και να χαίρονται. Θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το ασθουχείο του εν και αυτήν την ανατροπή που κάνει ο Λουκάς εξηγείται άμεσα μέσα στο ευρύτερο αθεροελικοπλέσο του ευρυγγελίου, γιατί ο τρίτος Ευαγγελιστής έχει μια ιδιαίτερη έμφαση και τονίζει ιδιαίτερα αυτήν την στοχή του εν και της χαράς, το οποίο σημαίνει ακριβώς την έλευση του Ιησού στον κόσμο. Βλέπω λοιπόν εδώ ότι το θένο μας είναι ο ενός που έχει κατακραυγή. Μένως δεν μπορούμε να πούμε ότι απόλυτα πρέπει να γίνει σύνδεση, απόπλυστικά και μόνο, με αυτά τα αποτελεπτικά κύματα στα οποία αναφερθήκαμε ή με τη συγκεκριμένη προφητική παράδοση. Και προτείνουν οι δύο λοιπόν Ελληνιεφθέες, Κόλιρ και Κόλιρ, το εξής, να συνδυάσουν αυτές τις δύο ερμηγίες, αναπλημώσεις της περιπτωπής, δύο σβέρα περισσότερη έμφαση στο χείρο του εν, γιατί ακριβώς εδώ, και αυτό είναι σημαντικό, έχουμε τους λίθους, οι οποίοι ενούν το Θεό, αφού οι υπόλοιποι δεν μπορούν να αντιλήφθουν αυτό το σημαντικό γεγονός στην ομάδα με την έλεψη του Ιησού στα Ιεροσόλυμα. Λίθοι, λοιπόν, ενούν το Θεό, γιατί αναγκωρίζουν να δημιουργούν τους και αυτό καυτόχρονα βέβαια αποτελεί και ένα στοιχείο ελέγχου και μορφής των ανθρώπων ως κομμάτι της δραστηριότητας, οι οποίοι αποτυχάνουν στην αποτυμμένη περίπτωση, στο στόχο τους, αποτυχάνουν να δημιουργούν ότι ο Ιησούς είναι ο Μασιλέας και επομένως σε αυτό η φύση προηγείται, η φύση ενδυλαμβάνεται το τι συμβαίνει και επομένως εκπληρώνει το στόχο τους. Είπα και στην αρχή ότι αυτό το μοτίβο του ενού, το θέμα το δημιουργικό του ενού της δημιουργίας, μπορεί να έχει ενδιαφέρον σε μια οποιαδήποτε υποδοχική ανάπτυξη των κοινωνικών ασκημένων, γιατί και αυτό είναι πολύ σημαντικό και είναι αυτό που έπρεπε σήμερα όπως είπαμε και της Αλπώγα στο Άρθρον του, οι γης πλέον δεν περιορίζονται στο να είναι απλά η σκηνή πάνω στην οποία διαδραματίζεται το δράμα της σωτηρίας του ανθρώπου. Ναι, όπως φυσικά ο προεκτάς μπορεί να έχει την υπολοιπωμένη υγεία, αλλά είναι και ο χόνος, έμμου και δοξομυγίας του θεού, φωνή δηλαδή της γης υψώνεται ως φωνή δοξομυγίας και ως φωνή έμμου προς θέμα την υποδοχή της και έτσι εκπληρώνει το στόχο της. Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να πούμε εδώ είναι ότι ο έμμος, το πληρώνουμε και στην αρχή, είναι ένα θέμα το οποίο πολύ συχνά το βρίσκουμε στο Παγκάρι Διθήκη, ελάχιστα συχνά το βρίσκουμε στη Κρήτη Διαθήκη, έχουμε το χωρίο που σηφάγω από τους Φιλιππισίους, ο Ευρύ Ευαϊκά, ο Βουλήμου, ωστόσο είναι περισσότερο ανθρωποκαιριντική η αντίκτηση γιατί όλα εκεί αντιμετωπίζουν μέσα από το πρίγμα της ανθρώπιλης οικογένειας, αλλά και το αποκάλυψης 5-12, το οποίο θα έκανε περισσότερο στη συνέχεια των παλαιοδιαθτικών παραστάσεων, του ένδυν της δημιουργίας και τέλος όμως και εγώ το χωρίο, τότε ήταν πάρα πολύ λιθό, ένα ψύγμα θα έδραμε μέσα στο κείμενο μας, να το κάνουμε κάποια άλλη πραγματική, ωστόσο μπορεί να έχει για αυτό το λόγο ως ένα σημείο αναφοράς και στους νέους δημιουργίες μια αυτικού λογική σημασία. Ουσιαστικά εδώ, το 1940, εφόσον εμείς το εμεινεύσουμε με αυτή την λογική γεγονό, ότι η κρατή των δήχων δεν είναι απλώς μια κατακραυγή, αλλά είναι ένα σύμνος μια δοξαλογία, που στο δημιουργό θεωρώ, απειχύνει από το κουλιό μας, αυτό εφόσον το βλέπουμε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, την προηγούμενη βιβλική παράδοση της δημιουργίας και ταυτόχρονα θα μπορούσαμε να το δούμε, καθώς το μελέχει και μια ισχατολογική προοπτική όλη μας, με την σημεία αναφοράς των ώρων στους νεαρών και με την έλεψη των ψάδων και όλα αυτά, ότι ουσιαστικά εδώ, αυτή όσο είναι η δημιουργία σταυτόχρονα, μπορεί και την εκπλήρωση του οράματος για την αισιανική εποχή, έτσι όπως το είχαμε δει και στο προηγούμενο μάθημα, στο μεταμάχημα της ευκαιρίας όπου στο πρώτο κεφάλαιο, ο Ιησούς εφανίστηκε μαζί με τα θηρία, τα οποία ουσιαστικά τον περιβάλλουν, χωρίς να τον απλούν και ως άνθρωπος ο Ιησούς, βρίσκεται με την υπόλοιπη δημιουργία, ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο, σημαντικό σημαντικό, σημαντικό πρωτόντας την ένωση ξανά, την ευκαιρική συνύπτωση όλων των πολιτιών, όπου όπως είπαμε, στη Ρουνική αυτή τη στιά θαράθηκε με την πτώση. Αυτό το που πρέπει εδώ να σκεφτούμε, είναι ότι θα πούμε τώρα να γυρίσουμε ξανά, να δούμε αυτόν τον ένωμα βέβαια, πώς τον κατανοεί το βιβλικό κείμενο, και εφόσον λέμε ότι και τον καταλουτά το 1940, βρίσκεται μέσα σε αυτή τη γραμμή σκέψης, τη γραμμή της οικολογικής, της σύγχρονης του ένωμα της δημιουργίας, του δημιουργικού θεώδου, να ξαναδούμε λίγο αυτά που επισημαίνει, όπως είπαμε, σωστά βέβαια ο Ρίτσε Μπορκαν, και να δούμε κατά πόσο μπορούν να δέσουν με το κείμενό μας, αλλά και με τα υπόλοιπα βιβλικά κείμενα. Ο Ρίτσε Μπορκαν είπαμε ότι λέει πολύ χαρακτηριστικά, ότι ο ένωσος αυτός, ο θεός, ο θεός, είναι της φύσης μόνο και μόνο γιατί υπάρχει. Και μόνο η ύπαρση της βεβαιώνει, αποτελεί έναν ένωμο, που ουσιαστικά γίνωσε το στόχο της, το σκοπό που έβαλε ο θεός μέσα του, και επομένως θα πρέπει να αφήσουμε να είναι έτσι, πως είμαστε να μην την πειράξουμε καθόλου, γιατί ακριβώς μόνο έτσι να θυμίσουμε είναι να πειρώζει το στόχο της. Αυτό βέβαια μπορεί να είναι βάθος, αν λοιπόν να ξέρουμε όσο και δεν μπορεί να είναι ρεργεστικό, γιατί να πείσουμε εδώ ότι ο άνθρωπος αποτελεί κομμάτια του υποσυστήματος, αποτελεί κομμάτια αυτής της δημιουργίας, και είμαστε και μία βασική αρχή των υποθελονικών κριτήριων, να είναι ακριβώς η αρχή της ανυποεξάρτησης και της σύνδυσης, της διασύνδεσης ανθρώπων και υπόλοιπων δημιουργίας. Βλέπω ότι να αφήσεις κάτι να υπάρχει απλά, για να υπάρχει, μπορεί με να είναι πολύ όμορφο, αλλά ουσιαστικά δεν είναι ρεργεστικό. Διαβάζοντας λοιπόν πιο προσεκτικά τα κείμενα μας, στην Παλαιά Διαθήκη, αυτά που μιλούν για τον έννο της δημιουργίας, μπορούν να παρακολουθούν, δηλαδή πολλά από αυτά κείμενα στην Παλαιά Διαθήκη, γραμματικά, μιλούν για αυτόν τον έννο, παρουσιαστικά με τη λογική της προτροπής. Προτρέπει δηλαδή η πόλη δημιουργία να δοξάσει την πνευματική, ουσιαστικά να ενώσει την ποιά της πολύ, η πόλη δημιουργία, αυτό που ο οποίος και εκείνος ανοίγει το θεοχάρισμα, παράδειγμα, στους ψαμούς, ψάρνει αυτό το μιλούν για τον έννο προς το δημιουργό, όπου λέει η Ρήνια, τον Θεό, τον Βραδί, τα Ποτάμι και ποτά. Ψωπικός άνθρωπος εμφανίζεται ως εκείνος ο παιδί, εγώ ως ο παιδί και ο δημιουργός, και καθόλου να κάνει και την επόμενη δημιουργία να σε γράμει σε αυτόν τον έννο. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να γράφουμε. Ένα δεύτερο είναι ότι υπάρχουν δημοσίες μέσα στην παλαιάρια δίκη, στα οποία αυτός ο έννος ουσιαστικά είναι αυτό που προκαλείται στον δημιουργό παρατηρώντας την υπόλοιπα δημιουργία. Βλέποντας δανείμων άνθρωπους την καμοφιά, την αγωνία της δημιουργίας και στους ψαμούς, συγκεκριμένως και της παλαιάριας δημιουργίας, ουσιαστικά καταλήγει σε μία αδοξολογία και σαν θαυμασμό για την μεταλλογησία του θεού. Απομένως και εκεί ουσιαστικά η καμοφιά της δημιουργίας οδηγεί στον δεξοδύνατο ανθρώπινο, και σαν στόχο έχει υπάρχει, να οδηγεί στον άνθρωπο στον άνθρωπο ή στον δημιουργό του. Και φυσικά υπάρχει και να σταθήκαμε ισχατολογικός χαρακτηριστής πάρα πολλές φορές, εις αυτήν την αιώνα, αθώς ο έννος αυτός συνδέεται με τα έσκατα και την τελική αρμονική συνήφαρση ουρανού και γης και την παρουσία του θεού πάνω στον κόσμο ιδέκτα στη Ιησιανοκή εποχή. Απομένως λοιπόν μπορούμε να βρούμε στην Παλαιά Διαθήκη και συνοψίζοντας σήμερα και μιλώντας για κάποιο θέμα, ότι ο έννος της δημιουργίας, στην Παλαιά Διαθήκη, ο οικονομικός δημιουργός, έχει σασκομό να οδηγήσει και τον άνθρωπο στην τοξιολογία του δημιουργού. Απομένως δηλαδή, στην κατημένη περίπτωση ο άνθρωπος δεν είναι ένα μέτωπος σε όλη αυτή τη διαδικασία, ούτε αν θέλετε αυτό που κάνει η φύση είναι κάποιο, δεν επηρεάζεται από τη στάση του άνθρωπου, δηλαδή θα λέγαμε οτι στον οικονομικό είναι απλώς και αυτοί οι άνθρωποι, αφού ο έννος της δημιουργίας είναι αυτός που κατεί τον έννο, από την πλευρά σου του θεού και του ανθρώπου για τον δημιουργό, και ο έννος του ανθρώπου είναι αυτός που καλεί και τον έδειξε τα υπόλοιπα δημιουργήματοι μαζί μας και θα δοξάσουμε τον Θεό. Άρα λοιπόν, ο σκοπός της δημιουργίας θα λέγαμε, διευθώνοντας εδώ από τη Λίτσα Εκπογκάν, δεν είναι απλώς η δημιουργία, τα υπόλοιπα δημιουργήματα να ενέσουν τον Θεό, να δοξάσουν τον Θεό, σχόλος είναι όλων των δημιουργημάτων συμπεγραμμένων και των ανθρώπων, να δοξάσουν και να ενέσουν τον ανθρωπό για την αγαπησία του και για αυτήν την ομορφιά της δημιουργίας. Και αν διαβάσουμε λίγο προσεκτικά, θα δούμε ότι μια τέτοια ιδέα, η οποία δεν θα τον υποδείχτηκε στον Καταλουκάνο με το 1940, θα αναλαμβάνουμε, εφόσον το δούμε από την προοπτική του κείμενού μας, μιλά για ένα και όχι απλώς για έλεγχο των ανθρώπων, από χωρισμένα το δεύτερο να αποκλείται τίποτα. Αν λοιπόν δούμε τα πράγματα έτσι, ακόμα θα μπορούσαμε να μη χρειάσουμε για την κριτική του, θα λέγαμε του Μόγκαμ, στη θέση του Ζυζούλα και από το ευχαριστήλικο πλαίσιο, στο οποίο προσφέρει ο άνθρωπος την υπόλοιπη δημιουργία στον Θεό. Γιατί, ουσιαστικά, αν αφαιρούντας, φυσικά, από το συμμέριο, που είναι δηλαδή ο κοκκινισμός, να στεκριματεύει η ιερέα της κυνησίας, μπορούμε να δούμε ότι μία προσφορά της δημιουργίας στην ευχαριστία, ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η ένδοση, η επόμενη οδοκοφονία θα μένει στον δημοτήμα του, σε μία δουλειογραφία και ευχαριστήλικο στον Λοιμιό Θεό, η οποία κυρίως εκφράζεται μέσα στον χρόνο και στον τόπο του ευχαριστήλικου. Κάπως έτσι θα λέει, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θέση του Βόκαμ, η κριτική στάση του Βόκαμ, ίσως θα όντως είναι αστοχή εδώ με την έννοια ότι δεν λαμβάνει υπόψη και ή διαβάζει με πολύ σχετικό τρόπο τα δημιουργικά κείμενα. Περνώνω στο κείμενό μας, το Λουκάς, στις 1940, βλέπουμε ότι και εδώ, και αυτό έχει μία οικολογική σημασία, βλέπουμε εδώ την υπόλοιπη δημιουργία, που είναι στην εποχή τέλους, όπως πούνται άπλους λογούς, εδώ δηλαδή μία ύψευξη στην καριολογία, δοξάζει τον Θεό. Και μάλιστα την δοξάζει όταν ο άνθρωπος αποτυχάνει σε αυτό. Όταν ο άνθρωπος αρνείται ή δεν αντιλαμβάνεται αυτό που έχει μπροστά, το πνευματικό του, η φύση είναι εκείνη η οποία βρίσκεται σε θέση, που λέγαμε ανάπραγμα, περτερή σε θέση από τα υπόλοιπα δημιουργήματα στις σχέσεις με τον άνθρωπο και ουσιαστικά αντιδρά η φύση στην ανθρώπινη αποτυχία προχωρώντας τον έλεγχο. Εδώ βλέπουμε μία ερευνημοποίηση, όπως ήταν για παράδειγμα στο Ρωμαίου, στο Ρωμαίου με τον Παύλο, από εκεί ο Παύλος διδώνει ότι η αποτυχία του ανθρώπου ούτως αστικά συμβαρασίαν και την υπόλοιπα δημιουργία στην θορά και στην πτώση. Εδώ έχουμε για πρώτη φορά μέσα στο κείμενο την αντίγραση της ίδιας της δημιουργίας απέναντι σε αυτή την ακροδηγία όπου η φωνή της ομένου στον ακροδηγίας, η κραυγή των ήδους των ανθρώπινων υποίησης δικά είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας, μια κραυγή αντίστασης απέναντι στην ανθρώπινη αδυναμία να κατανοήσει, να ξεφύγει από τον εγκοκαινοτροποίηση και να δει αυτό που δείστηκε τον Στάρτης που ήταν τον Ευρώπιστο. Έτσι λοιπόν, ο έννος της δημιουργίας είναι μια αντίσταση. Καυτόχρονα όμως, για να συμπεριβλάβουν εδώ και την κορμή μου, όπως πάνε, η Βαλική και η Βανατία Αφροπαλλητική, αλλά και τα Αποθετικά Κοιμένα, αυτή η αντίσταση είναι και ο έλεγος του εξόχους της ανθρώπινης κίνησης και αυτάκτειας και του άνθρωπους εδώ. Συμβαίνει πως οι Βαλισαίοι και όσοι, όπως πάνε, είναι επικριτές εδώ των αθητών που δοξάζουν τον Θεό. Εδώ οι άνθρωποι αποτυχάνουν να αντιληφθούν ότι ο Ιησούς είναι ο Βασιλέας. Είναι ο Μεσσίας που όπου περιμένε όλος ο κόσμος. Αποτυχάνουν πως αυτό. Η αποτυχία τους αυτή έρχεται να αναπηρεωθεί από τον έννο και την κραυγή των Ιηθών, οι οποίοι ενώντας και που μιλάνε ουσιαστικά και μιλώντας έτσι το στόχο, φτάνοντας να είναι επιτυχία στο δικό στόχο που είναι η αναρρυνόνιση και η δοξαγωγία των Βαλισσών, ουσιαστικά ψηλάει τον άνθρωπο, ο οποίος αποτυχάνει. Μία τέτοια ομολογική προφέντηση, και αυτό έχει πραγματική σημασία, σημαίνει ότι υπάρχει μια έντονη ελεξάδηση ανάμεσα στον άνθρωπο στην Πολιτεία. Η ελεξάδηση δεν είναι ποιότητα πάνω να σημαίνει ότι συμφωνούμε με την ελξάδηση, σημαίνει ακόμα και να μιλάνε στον άλλο, αφού είναι ότι δεν γίνονταν ελεξάδησες στον άλλο, δεν μπορεί να ισχύσει αυτό το Λέτι Μπι, το Βορβόκαμ. Αλλά αντίθετα, ο ένας με τον άλλο συνδέονται τόσο πολύ, μία στατιστάση του ενός επηρέαζει, αλλά πρέπει να επηρέαζει την στάση του άλλου, αφού εδώ ο Ιησούς ενδέχοντας τους Βαλισσίους, φασιστικά φέρνει ως παράδειγμα τη λύθμιση του ασκοπώ φυσικά να ψηφίστηκε ανθρώπους να καταλάβουν που έγινε η αποτυχία τους. Και φυσικά σε αυτό το βήλιο θα πρέπει να μην αγνοήσουμε και την αισχατολογική προφήτηση. Έτσι, ότι οι ανθρώπινες ευαπράξεις θα πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να επιτρέψουν τόσο στους... και στην υπόλοιπη δημιουργία να εκδίωσουν το τέλος, όχι στους φασικοπόλους, που δημιουργείται και τα άλλα παρά ο ένας στο δύο. Αυτή είναι λίγο, θα λέγαμε, προκύπτει από μια ανάληση του συγκεκριμένου πόλου και βεβαιωμένα μέσα σε όλη την υπόλοιπη συνάθεια του φιλοκοπίου που είδαμε ως χώρα. Έχει όμως τη δημιουργική συμφασία και αυτό στο μέλλον φυσικά μπορεί κανείς να το αντιμετωπίσεις. Θα λέγαμε λοιπόν ότι ένα κείμενο, όπως το κείμενο, που έχουμε ακόμα ακόμα, είναι, όπως το λουκάζδικο και η 240, αποτελεί, που είπαμε και πριν, ένα πολύ μικροψύλο. Και σαφώς δεν μπορεί να είναι... να πούμε αυτό και να καταλήξουμε πιο όντως, τα κείμενά μας είναι σαφώς οικολογικά λοιπά, οπότε τις φιλές δεν παραγωγάνουν συνήθεια, ότι κείμενά μας δίνουν πολλές φορές την κατώνα να διαβάσουν ένα λιό, ώστε να διαβάσουν το λιό μέσα από μια οικολογική, χρειάζοντας με πάντη πόρψη, όταν τα συγγραφή μας και ο προφημός του λουκάζδικο δεν είχε υπόψοδο και δεν ενδιαφέρονταν να κατακτήξαμε μια οικολογική διδασκευαία και δεν είναι αυτό το ζωογραφικό. Πρόκειται, βέβαια, σημαίνει ότι οι άνθρωποι και εκείνοι σαν φιλές δεν είχαν οικολογικές άνθρωποι. Στο μέλλον, όπως αντισέχονται από την οικολογική, δεν υπάρχουν οικολογικές άνθρωποι στον παρελθόν. Απλώς, η δυνατότητα μέσα από μια πολύ δημιουργική ανάλυση και ανάγνωση, να δούμε μια πιπανή σημασία τους για έναν οικοθεωρικό διάλογο, είναι δυνατή. Η δυνατότητα είναι πρέπει να τη δώσουμε μόνος. Πάντοτε, βλέπουμε ξεκινώντας αποσοφή και πάντοτε σκάνουμε σε αποστολή. Ξεκινώντας όλα τα ερευναιστικά πράγματα στη διάθεση, είχαμε να κάνουμε την πρωτοβουλική παράδοση της ερευναιστικής παράδοσης. Έχουμε πάλι την υπόψη, και αυτή είναι πολύ σημαντική, ότι αυτοί είναι μόνο μικρά, πολύ μικρά, μικρές ψηφίδες με ανάγκωση στον πρωτό της βουλικής αρθήρισης, οι οποίες, όπως ψηφίδες, μπορούν να έχουν ενία σημασία και μπορούν να έχουν κοιλίωση. |