Διάλεξη 3: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην τρίτη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου, συνεχίζουμε την ερμηνεία του Ελληνικού Νόμου 4301, 4301 του 2014, για την οργάνωση της δομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενός-εών των συνεργασμών. Στην τρίτη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου, συνεχίζουμε την ερμηνεία της δομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενός-εών των συνεργασμών στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στο άρθρο 4, που επιγράφεται κανονισμός. Έχουμε πει και στην προηγούμενη διάλεξη, ότι ο όρος αυτός κανονισμός δεν είναι σωστός. Θα έπρεπε να είναι ταυτόσυμος, δηλαδή να αναφέρεται καταστατικό, όπως αναφέρεται και στο ναστικό κώδικα για τα σωματεία. Αυτό διότι ο όρος κανονισμός θα έπρεπε να επιφυλάσσεται για τις κανονιστικές πράξεις του διοικητικού συμβουλίου ενός θρησκευτικού νομικού προσώπου, οι οποίες κανονιστικές πράξεις θα μπορούσαν να εκδοθούν με βάση εξοδότηση του καταστατικού και στα πλαίσια της εξοδότησης αυτής. Το άρθρο 4 αναφέρει ο κανονισμός. Όπου λέει κανονισμός, εμείς βεβαίως θα πρέπει να εννοούμε καταστατικό. Για να είναι έγκυρος πρέπει να μην έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη και τα χριστά ήθη. Αυτό ισχύει και για τα σωματεία. Και πρέπει να καθορίζει. Θα δούμε ποιο είναι τώρα το περιεχόμενο του καταστατικού. Πρώτον, την επωνυμία, η οποία περιέχει οπωσδήποτε τη βασική προσδιοριστική της θρησκείας λέξης, την ελληνική γλώσσα ή την πιστή απόδοση της με ελληνικούς χαρακτήρες και την ένδειξη θρησκευτικού ονομικού πρόσωπου. Δεύτερον, την έδρα. Τρίτον, την εσωτερική οργανωτική δομή του. Τέταρτον, τα όργανα διοίκησης, τους όρους ανάδειξης ιδιορισμού υπάυσης τους και τους κανόνες λειτουργίας τους. Πέμπτον, τους όρους ανάδειξης εκλογής ή επιλογής των θρησκευτικών λειτουργών έκτον τον τρόπο της δικαστικής και εξόδικης αντιπροσώπευσης. Εύδομον, τους όρους εισόδου, αποχώρησης και αποβολής των μελών του καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Όγδον, τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει το ανώτατο συλλογικό όργανο. Έναντον, τους πόρους του και την προέλευσή τους. Δέκατον, τις στιχών σχέσης, αλληλεξαρτήσεις, πνευματικούς και διοικητικούς δεσμούς με ιμεδαπό εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο καθώς και με θρησκευτικές κοινότητες ή οργανώσεες της αλλοδαπής. Ενδέκατον, τους όρους τροποποίησης του καθαστατικού. Και δωδέκατον, τους όρους για τη διάλεισή του νομικού προσώπου. Στον κανονισμό ορίστε με σαφήνια η θρησκεία, το δόγμα και η ομολογία πίστεως, την οποίαν υπηρετεί το νομικό πρόσωπο, περιγράφονται οι δασκαλίες και οι λατρευτικές εκδηλώσεις τους και αναφέρονται όλα τα ιερά κείμενα και οι κανόνες οι οποίοι συγκροτούν το θρησκευτικό και οργανωτικό περιεχόμενό της και το δεσμεύουν. Το καθαστατικό λοιπόν, το οποίο ονομάζεται κανονισμός, θα πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία. Αυτό είναι το απαραίτητο περιεχόμενο του καθαστατικού. Επωνυμία. Η επωνυμία πρέπει να περιέχει οπωσδήποτε τη βασική προδιοριστική της θρησκείας λέξη. Παράδειγμα. Ιερός, καθολικός, ναός, άγιος, ποιος από την πριετρελτσίνα. Αυτή είναι η υπονομία του συγκεκριμένου θρησκευτικού νομικού προσώπου. Από αυτή προκύπτει η βασική προδιοριστική της θρησκείας λέξη στην ελληνική γλώσσα. Καθολικός αναφέρεται. Άρα είναι της καθολικής εκκλησίας. Και προσθήθηται η ένδειξη θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Ιερός, καθολικός, ναός, άγιος, ποιος από την πιετρελτσίνα. Θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Δεύτερον, η έδρα πρέπει να γράφεται στο καταστατικό. Παράδειγμα. Ιερός, καθολικός, ναός, άγιος, ποιος από την πιετρελτσίνα. Θρησκευτικό νομικό πρόσωπο που εδρεύει στη μεσονγκή Κέρκυρας. Τα όργανα της διοίκησης, τους όρους, ανάδειξης, ιδιορισμού και παύσης τους και τους κανόνες λειτουργίας τους. Όχι, με συγχωρείτε. Τρίτον, η εσωτερική οργανωτική δομή. Πριν πάμε στο όργανα δείξης. Εσωτερική οργανωτική δομή. Δηλαδή, τους κανόνες οργάνωσης. Και η οργάνωση μπορεί να είναι τριών ειδών. Είτε είναι μοναρχική, είτε να είναι ολιγαρχική, είτε είναι δημοκρατική. Μπορεί να έχει ένα από αυτά τα τρία πολιτεύματα η οργάνωση. Είτε σε όλα τα επίπεδα, τοπικό επίπεδο, περιφερειακό, εθνικό, διεθνές. Ένα θρίσκευμα, μια θρησκευτική κοινότητα. Είτε να έχει συνδυασμούς πολιτευμάτων, δηλαδή άλλο είδος πολιτεύματος σε τοπικό επίπεδο, άλλο είδος πολιτεύματος σε περιφερειακό, άλλο είδος πολιτεύματος σε εθνικό, άλλο είδος πολιτεύματος σε διεθνές επίπεδο. Παράδειγμα, ας πάρουμε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία βέβαια δεν υπάγεται σε αυτό τον νόμο, διότι έχει τον καταστατικό χάρι της Εκκλησίας της Ελλάδος, νόμο 590 του 1977, αυτό τον ειδικό νόμο για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Σε επίπεδο τοπικό, ενωρία, ημονή, το πολίτευμα είναι ολιγαρχικό, διότι μια ενωρία διοικείται από τον Ενεργειακό Συμβούλιο, δηλαδή από τον Εφημέριο Πρόεδρο και από τους επιτρόπους, τέσσερις. Το ηγουμινού συμβούλιο της Μονής διοικείται η Μονή και είναι και αυτό ολιγαρχικό, διότι αποτελεί από τον Ηγούμενο και από δύο ή τρεις μοναχούς ηγουμινούς συμβούλους. Σε επίπεδο τώρα περιφερειακό έχουμε της Μητροπόλης. Το πολίτευμα είναι μοναρχικό σε επίπεδο Μητρόπολης. Βέβαια για ορισμένα ζητήματα απαιτείται να λαμβάνονται αποφάσεις σε επίπεδο Μητροπολιτικού Συμβουλίου, όπου ο Πρόεδρος είναι ο Μητροπολίτης και κάποια άλλοι μέλη τα οποία ορίζονται από το νόμο. Για αυτές οι υποθέσεις η οργάνωση της Μητρόπολης είναι ολιγαρχική, αλλά κατά βάση είναι μοναρχική. Σε επίπεδο αυτοκέφαλης Εκκλησίας, δηλαδή σε επίπεδο εθνικό, η οργάνωση είναι ολιγαρχική της ΟΛΕ. Διότι η Εκκλησία της Ελλάδος ως αυτοκέφαλη Εκκλησία οργανώνεται ολιγαρχικά, με την έννοια ότι οργανωτικά προβλέπεται να διοικείται από το σύνολο των Μητροπολιτών που διοικούν Μητροπόλης, με την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Σε επίπεδο διεθνές, αν θέλουμε να πάρουμε όλες τις αυτοκέφαλες εκκλησίες που υπάρχουν, δεκατέσσερις κατά δίπτυχα του Πατριαρχείου Κωνστινουπόλεως, δεκαπέντε αυτοκέφαλες εκκλησίες κατά δίπτυχα του Πατριαρχείου Μόσχα, σημαίνοντας ότι το Πατριαρχείο Κωνστινουπόλεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου το ακολουθεί η πλειονότητα των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, το Πατριαρχείο Μόσχα το ακολουθεί μια μειονότητα των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Και η διαφορά είναι ότι η 15η αυτοκέφαλη εκκλησία είναι η λεγόμενη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής, ρωσικής προελεύσεως, η οποία απέκτησε αυτοκέφαλο, ενώ μέχρι τότε ήταν αυτόνομη, απέκτησε αυτοκέφαλο από το Πατριαρχείο Μόσχα σε επί Πατριαρχού Μόσχα Αλεξίου του Πρώτου. Δεν αναγνωρίζεται αυτή ως αυτοκέφαλη, αν και υπάρχει κοινωνία, μεταξύ του Πατριαρχείου Κωνστινουπόλεως και αυτής της Ορθόδοξη Εκκλησίας Αμερικής. Εν τούτοις δεν αναγνωρίζεται το αυτοκέφαλο από τον Πατριαρχείο Κωνστινουπόλεως και από όσες αυτοκέφαλες εκκλησίες ακολουθούν τον Πατριαρχείο Κωνστινουπόλεως, για το λόγο ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ του Πατριαρχείου Κωνστινουπόλεως και του Πατριαρχείου Μόσχα για το ποιος έχει αρμοδιότητα να χορηγεί αυτοκέφαλα, αυτόνομα. Είναι ένα ζήτημα το οποίο ακόμα δεν έχει επιλυθεί διεκκλησιαστικά, διορθόδοξα. Το Μέν Πατριαρχείο Κωνστινουπόλεως υποστηρίζει ότι αυτό έχει μόνο αρμοδιότητα των 28 Κανώνες Δετάρκου Μενικής, γιατί έχει δικαιοδοσία εν της βαρβαρικής, δηλαδή εκτός ορίων των αυτοδόξων αυτοκεφάλων εκκλησιών. Το δε Πατριαρχείο Μόσχα φέτη το ζήτημα ότι αρμόδια είναι η μητέρα εκκλησία να χορηγήσει αυτοκέφαλο και όχι γενικά το Πατριαρχείο Κωνστινουπόλεως. Είναι ένα ζήτημα το οποίο μένει να επιλυθεί. Σε επίπεδο λοιπόν διεθνές, δηλαδή σε επίπεδο ορθοδόξων αυτοκεφάλων εκκλησιών, η οργάνωση της ορθόδοξης εκκλησίας είναι ολιγαρχική, διότι μετέχουν μόνο μητροπολίτες εκπρόσωποι από διάφορες αυτοκέφαλες εκκλησίες. Αν και όταν γίνεται μία οικουμενική σύλλοδος μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι μητροπολίτες, όλων των ορθοδόξων αυτοκεφάλων εκκλησιών να συμμετέχουν, πάλι ολιγαρχική είναι η οργάνωση διότι σ' αυτούς περιορίζεται το δικαίωμα λήψεως αποφάσεων σε θέματα διορθόδοξα. Παρά το γεωρώσω ότι μπορεί να μετέχουν και άλλοι κληρικοί μοναχοί λαϊκοί, αλλά το δικαίωμα αποφαστικής ψήφου περιορίζεται μόνο στους μητροπολίτες. Έτσι λοιπόν με αυτό το παράδειγμα, παρόλο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δεν υπάγει σε αυτό το νόμο τον 4301, θέλησα να δώσω την έννοια των διαφόρων πολιτευμάτων, δηλαδή μορφών οργάνωσης αναεπίπεδο που μπορεί να υπάρχει σε κάθε θρησκευτική κοινότητα, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από τα πιο οικεία για τους Έλληνες. Η Εκκλησία των Βαπτιστών έχει δημοκρατική οργάνωση, οι εβραϊκές κοινότητες έχουν δημοκρατική οργάνωση, η Ρομοκαθολική Εκκλησία έχει μοναρχική οργάνωση σε όλα τα επίπεδα, παρόλο ότι υπάρχουν και συμβουλευτικά όργανα αλλά τα αποφασιστικά όργανα, εφημέριος σε επίπεδο νορίας, επίσκοπο σε επίπεδο επισκοπής, πάπας σε επίπεδο παγκόσμιο για την Καθολική Εκκλησία, είναι αποφασιστικά όργανα μοναρχικής σύνθεσης, μοναρχικής οργάνωσης. Οι περισσότερες Πρωθυσταντικές Εκκλησίες έχουν ολιγαρχική οργάνωση σε όλα τα επίπεδα. Και προχωρούμε στο τέταρτο στοιχείο του κανονισμού, δηλαδή του καταστρατικού, του θρησκευτικού νομικού προσώπου, που είναι τα όργανα διοίκησης. Πρέπει να αναφέρονται μέσα στον καταστρατικό ποιά είναι τα όργανα διοίκησης. Πρέπει να αναφέρονται επίσης οι όροι, δηλαδή οι προϋποθέσεις, ανάδειξης, ιδιορισμού, υπάυσης αυτών των οργάνων, καθώς και οι κανόνες λειτουργίας των οργάνων. Βέβαια, η έννοια των οργάνων συνδέεται με την έννοια της οργάνωσης. Δηλαδή ανάλογα με την οργάνωση προκύπτουν και πια είναι και τα όργανα, με βάση τα πολιτεύματα που προναφέραμε ή τους συνδυασμούς πολιτευμάτων. Το πέμπτο στοιχείο, το πέμπτο δεδομένο του καταστρατικού, του θρησκευτικού νομικού προσώπου είναι η όρια ανάδειξης εκλογής ή επιλογής των θρησκευτικών λειτουργών. Το έκτο στοιχείο είναι ο τρόπος δικαστικής και εξόδικης αντιπροσώπευσης. Δηλαδή ποιος αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξόδικα το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Το έβδομο στοιχείο του καταστρατικού είναι η ορή προϋποθέσεις εισόδου, αποχώρησης και αποβολής των μελών του. Το όγδοο στοιχείο το οποίο παρουσιάζει πρόβλημα είναι η ορή με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει το ανώτατο συλλογικό όργανο. Όλα τα θρησκεύματα δεν έχουν ανώτατο όργανο συλλογικό. Άλλα θρησκεύοντα που έχουν ανώτατο όργανο συλλογικό, άλλα έχουν ανώτατο όργανο μοναρχικό. Και ο όρος επίσης ανώτατο γι' αυτό παρουσιάζει πρόβλημα. Ποιο είναι το ανώτατο όργανο για παράδειγμα, ποιο είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Καταρχήν το ανώτατο όργανο είναι ο Πάπας και είναι μοναρχικό όργανο και είναι εκτός Ελλάδος. Η λεγόμενη Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος δεν είναι ανώτατο, είναι ανώτερο όργανο για την Ελλάδα. Βέβαια Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας είναι ένας όρος ο οποίος προσυδιάζει στις ελληνικές προσλαμβάνωες παραστάσεις. Ο ορθός όρος είναι επισκοπική συνδιάσκεψη κατά το Κανονικό Δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, κατά το Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας. Το ένα το στοιχείο είναι οι πόροι και η προέλευσή τους. Από πού δηλαδή πιάνει τα εισοδήματα και με ποιον τρόπο περιέρχονται στο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Το δέκατο στοιχείο είναι σημαντικό, τυχόν σχέσεις, αλληλεξαρτήσεις, πνευματικοί και διοικητικοί δεσμοί με μεδαπό εκκλησιαστικό πρόσωπο καθώς και με θρησκευτικές κοινώσεις ή οργανώσεις αλλοδαπείς. Δηλαδή θα πρέπει να καθορίζεται στο καταστατικό Ποια είναι η οργανωτική θέση της θρησκευτικής κοινότητας που δια των μελών της ιδρύει θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Ποια είναι η θέση στην συνολική οργάνωση της οικίας θρησκευτικής κοινότητας. Αν πρόκειται να ιδρυθεί μία επισκοπή καθολική στην Ελλάδα, ως γνωστόν ιδρύεται από τον Πάπα μία καθολική επισκοπή. Εάν τώρα η καθολική επισκοπή και με βάση των κώδικα κανονικού δικαίου του ΔΑΚ έχει νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου αλλά αυτή η νομική προσωπικότητα καν τον κώδικα κανονικού δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας ισχύει μόνο για την εσωτερική καθολική ενόμη τάξη. Για να αποκτήσει νομική προσωπικότητα για την ελληνική κρατική ενόμη τάξη τότε θα πρέπει η καθολική επισκοπή να ιδρύσει δία των μελών της θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Εδώ πάλι παρουσιάζεται ένα πρόβλημα αντίθεσης προς το διεθνές δίκιο θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα θρησκεύματα. Τα ιεραρχικά που έχουν δηλαδή ιεραρχικό πολίτευμα. Παράδειγμα είναι αυτό η ίδρυση καθολικής επισκοπής στην Ελλάδα από τον Πάπα η οποία πρέπει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα θρησκευτικού νομικού προσώπου κατά τον ελληνικό νόμο 4301 του 2014. Αλλά τα ιδρυτικά μέλη είναι 300 φυσικά πρόσωπα. Εδώ υπάρχει μια σαφής αντίθεση του ελληνικού νόμου προς το διεθνές δίκιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί ο ιδρυτής της καθολικής επισκοπής είναι ο Πάπας αλλά ο ιδρυτής της νομικής προσωπικότητας κατωκρατικό δίκαιο της επισκοπής, δηλαδή του θρησκευτικού νομικού προσώπου της καθολικής επισκοπής είναι 300 φυσικά πρόσωπα. Μα τα 300 φυσικά πρόσωπα δεν ιδρύουν καθολική επισκοπή, η καθολική επισκοπή ιδρύει ο Πάπας. Για να υπήρχε συμφωνία με τους διεθνείς κανόνες του ελληνικού νόμου θα έπρεπε να ορίζεται σε αυτό το σημείο, σε αυτό το άρθρο 4 που αφορά το καταστατικό, θα έπρεπε να ορίζεται ότι ο κατά το εσωτερικό δίκαιο του οικίου θρησκεύματος ιδρυτής, αυτός είναι αρμόδιος να υποβάλει αίτηση ως ιδρυτής για την ίδρυση θρησκευτικού νομικού προσώπου κατά το κρατικό δίκαιο. Επομένως, ο Πάπας θα έπρεπε να είναι αρμόδιος να υποβάλει αίτηση στο ελληνικό δικαστήριο για να αποκτήσει η καθολική επισκοπή, την οποίαν ο ίδιος ιδρύσε με βάση το εσωτερικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή τον Κώδικα, κανονικού δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας, αν πρόκειται για λατίνο επίσκοπο. Ο Πάπας, λοιπόν, αυτός θα έπρεπε να υποβάλει αίτηση στο ελληνικό δικαστήριο για να αποκτήσει η καθολική επισκοπή την οποίαν ίδρυσε στην Ελλάδα νομική προσωπικότητα κατά το κρατικό δίκαιο με τη μορφή του θρησκευτικού νομικού προσώπου. Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 4, ο Πάπας με ενιδρύει κατά το εσωτερικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή κατά τον κώδικα κανονικού δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας, μια λατινική καθολική επισκοπή στην Ελλάδα, αλλά 300 φυσικά πρόσωπα καθολική πιστή μαζί με τον επίσκοπο που ορίζεται από τον Πάπα, ο οποίος θα είναι ένα από τα μέλη τα 300, θα υποβάλουν την αίτηση προς το δικαστήριο για να αποκτήσει νομική προσωπικότητα κατά το κρατικό δίκαιο. Αυτή η διάταξη λοιπόν παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία της Καθολικής Εκκλησίας ή άλλων θρησκευμάτων που έχουν παρόμοιο πρόβλημα από αυτή τη διάταξη, διότι έρχεται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την εκδίδωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων της Καθολικής Εκκλησίας, διότι ως προς τους ιδρυτές θρησκευτικού νομικού προσώπου κατά το κρατικό ελληνικό δίκαιο επιβάλλει στην Καθολική Εκκλησία δημοκρατικό πολίτευμα, αφού απαιτεί 300 πιστούς μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος ένας από όλους. Ενώ δεν είναι αυτό το πολίτευμα της Καθολικής Εκκλησίας, είναι μοναρχικό το πολίτευμα τόσο σε επίπεδο παγκόσμι, όσο και σε επίπεδο επισκοπής. Δηλαδή ο Πάπας διοικεί όλη την Καθολική Εκκλησία και ο επίσκοπος την επισκοπή του. Ως γνωστόν το πολίτευμα, δηλαδή η οργάνωση και η διοίκηση ενός θρησκεύματος αποτελεί ζήτημα που προβλέπεται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και αποτελεί θέμα εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Συνεπώς το πολίτευμα βρίσκεται στην καρδιά των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της εκδήλωσής τους, δηλαδή στην καρδιά της θρησκευτικής ελευθερίας. Και δωδέκατο το καταστατικό πρέπει να αναφέρει τις προϋποθέσεις, τους όρους για τη διάλυση του νομικού προσώπου. Και εννοείται και την τύχη της περιουσίας του αν διαλυθεί, σε ποιον θα περιέλθει η περιουσία του. Επίσης διευκρινίζει αυτό το άρθρο 3 ότι στον καταστατικό πρέπει να ορίζεται με σαφήνια η θρησκεία το δόγμα και η ομολογία πίστεως, την οποίαν υπηρετεί το νομικό πρόσωπο. Εδώ πρέπει να περιγράφονται οι δασκαλίες και οι λατρευτικές εκδηλώσεις, να αναφέρονται τα ιερά κείμενα και οι κανόνες που συγκροτούν το θρησκευτικό και οργανωτικό περιεχόμενο και το δεσμεύου. Και προχωρούμε στο άρθρο 5 του νόμου 4301 του 2014 με τον τίτλο εγγραφή στο βιβλίο και απόκτηση νομικής προσωπικότητας. Αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι, το πρωτοδικείο δέχεται την έτσι και διατάζει πρώτον να δημοσιευθεί στον τύπο η ομολογία πίστεως και περίληψη του κανονισμού με τα ουσιώδη στοιχεία του και δεύτερον να εγγραφεί το νομικό πρόσπος στο βιβλίο θρησκευτικών νομικών προσώπων. Η εγγραφή αυτή είναι ημέροχρονολογημένη και επελαμβάνει την επωνυμία και την έδρα του, την ομολογία πίστεως, τη χρονολογία του κανονισμού, τα μέλη της διοικίσεως και τον θρησκευτικό λειτουργό καθώς και τους όρους που περιορίζουν αυτούς. Ο κανονισμός επικυρώνεται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, κοινοποιείται στον Ισαγγελέα Πρωτοδικών και κατατίθεται στο Αρχείο του Πρωτοδικίου. Το σκεφτικό πρόσωπο αποκτά προσωπικότητα από τη στιγμή που θα εγγραφεί στο βιβλίο και η εγγραφή γίνεται αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης. Οι ιδικονομικές προθεσμίες άρχονται για το δημόσιο από της κοινοποίησης της απόφασης στον Ισαγγελέα, για τους τρίτους από την επόμενη της δημοσίευσης στον τύπο. Την ερμηνεία όμως του άρθρου 5, νόμου 4301, επιφυλαζόμαστε να την κάνουμε στην επόμενη διάλεξη με αριθμό 4, διότι σε αυτό το σημείο έλειξε ο χρόνος της τρίτης διάλεξης του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσοχή σας. |