Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7

Διάλεξη 7: Υπόσχεσαι, κύριέ μου, να μιλήσουμε για τον Πλάτωνα. Αν αφίβολα, είναι μία από τις πιο σημαντικές μορφές της φιλοσοφίας. Υπάρχουν αρκετοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί Είναι μία από τις πι...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Νικολαϊδης Αργύριος (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Φυσικής / Φυσική και Φιλοσοφία
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2014
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=8866523
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 7: Υπόσχεσαι, κύριέ μου, να μιλήσουμε για τον Πλάτωνα. Αν αφίβολα, είναι μία από τις πιο σημαντικές μορφές της φιλοσοφίας. Υπάρχουν αρκετοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί φορολογικοί Είναι μία από τις πιο σημαντικές μορφές της φιλοσοφίας και υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν ότι είναι αδύνατο να μιλήσει κάποιος για τη φιλοσοφία χωρίς να αναφερθεί στον Πλάτωνα. Ο Πλάτωλ λοιπόν γεννήθηκε το 427 π.Χ., πέθανε το 347 π.Χ. και μεγάλωσε σε αριστοκρατικό περιβάλλον. Στα 20 του γνώρισε τον δάσκαλο, τον Σοκράτη και ήταν σίγουρα ο πιο ικανός και δαιμόνιος από τους μαθητές του Σοκράτη. Ο θάνατος του δασκάλου, κάτω από συνθήκες που ξέρουμε όλοι, υπακούοντας ο Σοκράτης τους νόμους και τους κανόνες της αθηναϊκής δημοκρατίας, τον είχε σοκάρει πάρα πολύ. Προφανώς από εκεί του βγήκε ένα κάποιο συνέσθημα αντιπάθειας ή μη εμπιστοσύνη σε αυτό που οι άλλοι λέγανε το δημοκρατικό πολίτευμα και για ένα κάποιο καιρό κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον Εθκλίδη, τον μεγάλο γεωμέτρη. Εκεί είναι πανκίνως γνωστό η αγάπη του Πλάτωνα προς τη γεωμετρία. Αργότερα βρέθηκε στη Σικελία όπου συνταναστράφηκε με τους Πιθαγόρης και συνέπως πάλι του δόθηκε η ευκαιρία να εκδηλώσει, να εκφράσει και να βαθύνει την αγάπη του προς τα μαθηματικά. Στη Σικελία μάλιστα στις Συρακούσες προσπάθησε να κάνει αυτό που προφανώς δεν μπόρεσε να γίνει στην Αθήνα, μ' άλλα λόγια να παντρέψει τη φιλοσοφία με την πολιτική. Και προσπάθησε λοιπόν να δείξει στον τύρανο των Συρακουσών, τον Διόνυσο τον Δεύτερο τι θα ήταν κατά τον Πλάτωνα ο καλύτερος τρόπος να σκείται η πολιτική. Απέτυχε εκτρά. Ξέρετε εσείς κάποια άλλη προσπάθεια κάποιος να φανταστεί μια προσπάθεια σύζεξης παντρέμματος της φιλοσοφίας με την πολιτική. Δεν έχετε ακούσει τίποτα. Κάποιος να έχει κάποιες φιλοσοφικές ιδέες και να το θεώρησε σκόπιμό να τις συμμεριστεί με άλλους με στόχο τελικά να τις εφαρμόσουν στον χώρο της πολιτικής. Ο Μάξ ο θείος ο Κάρολος Μάξ προσπάθησε για αυτός να κάνει κάτι παραπλήσιο. Μάλλον και αυτός δεν τα κατάθαρα. Τι λέτε εσείς. Άρα μιλάμε για δύσκολο εγχείρημα του να παντρέψει τη φιλοσοφία με την πολιτική. Και γύρισε στην Αθήνα λοιπόν όπου είχε φτιάξει τη δική του σχολή και την Ακαδημία Πλάτανος που σαν θεσμός έμεινε ανοιχτός μέχρι το 529 μετά Χριστό. Τι συνέβη τότε παιδιά το 529 μετά Χριστό. Άρα λοιπόν ήταν το τελευταίο χειρόγια για τους Παγανιστές και την κλείσαν λοιπόν το 529 μετά Χριστό. Απλώς να θυμηθούμε όλοι μαζί ότι αυτό που σας ανέφερα και μια άλλη φορά ότι μπροστά στην είσοδο απέτρεπε τους Αγιομέτρους για να μπουν μέσα που δείχνει πάλι την αγάπη του Πλάτονα προς την αφηρημένη τη μαθηματική σκέψη και ιδιαίτερα προς τη γεμετρία. Τώρα στο πλατωνικό έργο συναντάμε όλα τα ρεύματα που είχαν τότε αναπτυχθεί στην ελληνική φιλοσοφία. Δηλαδή θα πρέπει να θυμηθούμε τι προηγήθηκε οι Ύωνες, ο Ηράκλητος, οι Πιθαγόροι, οι Ελεάτες, οι Ατομικοί και προφανώς ο Σοκράτης. Βέβαια το πάρα πάρα πολύ σημαντικό ποιο είναι πως η κριτική προσέγγιση και η διάνοια του Πλάτονα τον έσπρωξε ώστε να τα συνθέσει αυτά σε ένα καθολικό σύστημα. Μου φαίνεται πως αυτό είναι το πάρα πολύ σημαντικό. Μιλάμε για μια σκέψη που διεκδικεί σχεδόν τα πάντα. Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί και να προταθεί σαν μια συζήτηση, σαν θέμα προσαναλήση και να μην σηκωθεί κάποιος και να πει ξέρετε γι' αυτό ο Πλάτονας μας είπε εκείνο το πράγμα. Προφανώς όλα αυτά τα βρίσκουμε μέσα στους διαλόγους του Πλάτονα, όπου πάντα κατά ένα μυστήριο τρόπο αυτοί οι διάλογοι έχουν σαν κεντρική φιγούρα τον δάσκαλό του και του Σοκράτη, όπου φαίνεται πως ο Σοκράτης κουβεντιάζει και με κάποιους άλλους και μέσα λοιπόν από τη διαλογική μορφή και τους διαλόγους στην ουσία πρόκειται για τις γνώμες του Πλάτονα ο οποίος αντί να κάνει αυτό που κάνουμε εμείς συνήθως παίρνουμε το βαρύ το ύφος και λέμε, δίνουμε μια ομιλία, μια διάλεξη, εκείνος μοιράζει το όλο παιχνίδι σε διάφορους παίκτες και ο καθένας λοιπόν λέει τη γνώμη του για να στηθεί το σκηνικό που θέλει ο Πλάτον. Πάρα πολύ συντοπτικά αν θέλουμε να πούμε με δύο λέξεις μονάχα τι συνιστά την πλατωνική σκέψη θα συμφωνήσουμε μου φαίνεται όλοι ότι σε να δούμε τον διείσμο. Δεν υπάρχει ανθρώπινη σκέψη που να μην είναι τόσο έντονα που να μην πατάει στο διείσμο σε ένα βαθύ διείσμο όσο η σκέψη του Πλάτονα. Από τη μια μεριά λοιπόν τι έχουμε, τον κόσμο της εμπειρίας, της αίσθησης, της δοξασίας που συνδέεται με τη δόξα με μια λαθασμένη σκέψη και από την άλλη είναι ο νοητός κόσμος, ο κόσμος του αληθινού όντως. Μόλις κανένας στα ελληνικά προφέρει τη λέξη ον αμέσως λοιπόν και το μυαλό του πάσει το γεγονός ότι οι Έλληνες έχουν ένα μεγάλο πάθος να βρουν το ον αυτό που δεν αλλάζει και συνεπώς να αποκαταστήσουν την οντολογία. Άρα λοιπόν όλα που βλέπουμε αλλάζουν, αλλάζουν τα πάντα αλλά παρόλα αυτά, παρόλα αυτά, παρόλοιπον που όλα αλλάζουν, κάπου κάπου κάπου πρέπει να υπάρχει ένα πράγμα που είναι κρυμμένο και δεν αλλάζει και συνεπώς όλη η ελληνική σκέψη και του Πλάτονα βέβαια είναι στραμμένη σε αυτή την προσπάθεια, την προσπάθεια την αυτό το αναλείωτο το οντολογικό στοιχείο που παραμένει το ίδιο και δεν αλλάζει όταν τα πάντα τριγύρω μας αλλάζουν. Άρα λοιπόν την ώρα που έχουμε σε επαφή με τα φαινόμενα είναι αυτά που φαίνονται, πρέπει να ανακαλύψουμε πίσω από αυτά την ουσία, την ουσία των πραγμάτων. Ένα παράδειγμα, βλέπουμε ένα δέντρο, το δέντρο συνεχώς αλλάζει, τα χρώματα το φύλλο αλλάζουν, εντάξει δεν είναι τα ίδια την άνοιξη και το φθινόπωρο, τα φύλλα πέφτουν, ο κορμός μαρένεται, πιθανόν με κάποια στιγμή είναι έρθει κάποιος και να κόψει το δέντρο, αλλά την ώρα λοιπόν που το δέντρο αλλάζει, το ίδιο το δέντρο μας παραπέμπει πού, μας παραπέμπει σε μια ιδέα του δέντρου. Και ενώ λοιπόν το δέντρο αλλάζει, η ιδέα του δέντρου παραμένει αναλύοντη γιατί είναι ένα αρχαίτυπο, ένα αιώνιο λοιπόν αρχαίτυπο που υπάρχει πού στον κόσμο των ιδεών. Άρα λοιπόν η ιδέα του δέντρου ανήκει στα αιώντα, σε εκείνα τα πράγματα που υπάρχουν πάντα. Και αυτό που έχουμε μπροστά μας, αυτό το εμπειρικό το δέντρο που το βλέπουμε εμείς, το αγγίζουμε, έχει κλαδιά, έχει φύλλα κτλ, ο φίλι το είναι του στη μέθεξη με εκείνη την ιδέα, με εκείνη την ιδέα που βρίσκεται κάπου αλλού. Την ιδέα λοιπόν του δέντρου. Άρα λοιπόν το δέντρο υπάρχει, ζει, βγάζει κλαδιά, φύλλα χάνεται, αλλά η ουσία του μας παραμένει λοιπόν στην ιδέα του δέντρου και είναι μια εικόνα αυτού του αναλύου του όντως που είναι η ιδέα του δέντρου. Και εμείς τι μπορούμε να κάνουμε άραγε στον κόσμο αυτόν εδώ, που είναι ο κόσμος των αισθήσεων, ο κόσμος της αλλαγής, ο κόσμος του Γίγνεστε, πως εμείς θα μπορέσουμε ίσως να καταφέρουμε να έρθουμε σε επαφή με τα Ιόντα, με τις ιδέες αυτές τις αφηρημένες. Πως εμείς λοιπόν που ζούμε στον κόσμο αυτό της αλλαγής και του Γίγνεστε, θα μπορέσουμε λοιπόν να έχουμε την πρόσβασή μας στον κόσμο των ιδέων. Σύμφωνα με το βλάτονα, αποτελούμαστε από σώμα και ψυχή και η ψυχή προυπάρχει του σώματος. Ήδε κάποτε τις καθαρές μορφές της πραγματικότητας ήδε λοιπόν μια κάποια στιγμή αυτές τις ιδέες στον ασώμα του αυτόν τον κόσμο. Και συνεπώς αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι τι, η ψυχή στην επίγεσή ζωή που είναι κατά κάποιο τρόπο φυλακισμένη μέσα στο σώμα, η ψυχή λοιπόν πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της αίσθησης και να ανακαλέσει με τη μνήμη της τις αρχαίτυπες ιδέες. Αυτό είναι το παιχνίδι. Άρα λοιπόν πως χάρη στην ψυχή που κουβαλάμε μέσα μας αλλά αυτή προϋπάρχει και του σώματος, πρέπει να διώξουμε τις αισθήσεις, τις εμπειρίες και με τη βοήθεια της ψυχής να πάμε πίσω, να πάμε πίσω λοιπόν και να ανακαλύψουμε τις αρχαίτυπες ιδέες. Άρα λοιπόν ψάχνουμε για ποιο πράγμα. Για την αλήθεια, όπου αλήθεια σημαίνει αυτό που λέει η λέξη είναι η άρνηση της λήθης. Αυτό είναι η αλήθεια. Άρα λοιπόν πρέπει να πάμε πίσω, να μην ξεχαστούμε και πρέπει λοιπόν με τη βοήθεια της ψυχής να θυμηθούμε αυτά που είχαμε συναντήσει. Άρα λοιπόν μέσα από άρνηση της λήθης, μέσα από την αλήθεια θα πετύχουμε την έξοδο από το σπήλαιο και τη θέαση των ιδεών. Ποιος θα μου πει και για ποιο σπήλαιο μιλάμε. Είναι μια ιδεωρία από τη συμβουλή της Λαδάνας, όπου θα μπορούσαμε να πείξουμε πώς με το νεστιθό θα κατασκευάσουμε των ιδεών. Θα ήθελα να τον ακούσω. Ε, βέβαια. Σύμφωνα με τον Αιγουέμ, ο οποίος είναι ένα εξοδοπμένο άνθρωπος, βλέπουμε με τεσσάδους τις σκοιές των γραφάτων των μοναδικού τελών με συγγραφή και ηλίσθητος και μόνο εξοδυσμένοι, φιλόσοφοι, πάρκει στη στιγμή να τα φέρνουμε λοιπόν τα παρτεσμάτους και να προχωρήσουμε προς την ώρα του ίδρου που πρέπει να ήρθει από τις ιδέες. Έχουμε ένα χρέος να μιλήσουμε στους στήλια, ώστε να γεγοντήσουμε και στους εσυναχρώτους μας. Άλλο, αυτό είναι, ναι. Αν λύσουμε κάποιον από αυτούς, αυτοί που είναι στους στήλια, αυτοί που βλέπουν τα πράγματα μέσα από τις σκοιές τους, αν λύσουμε έναν από τους και πιέξω και βλέπω τα πράγματα αυτούς, αυτοί που βλέπουν την αλήθεια του κόσμου και έρχονται να την περιγράψουν σε αυτούς που βλέπουν τη σκιά, τους φορονομιάζουν τους υπροσώπους και αυτοί στους στήλια. Οι φιλόσοφοι τελικά ποιοι είναι, είναι εκείνοι που βγήκαν έξω? Οι υπόλοιποι δεν έχουν καμιά ελπίδα, δηλαδή. Κάποιος άλλος, τι είναι αυτό το σπήλαιο. Πάντως εγώ δεν θυμάμαι ότι αυτοί που βγαίνουν και βλέπουν τον ήλιο και βλέπουν το φως και βλέπουν τα πράγματα ότι είναι φιλόσοφοι. Είναι μέσα γραμμένο ότι όντως πρόκειται για τους φιλόσοφους. Εγώ ξέρω απλώς πως είναι κάποιοι που όντως το καταφέρουν να σπάσουν τις αλυσίδες ή να βρουν τον τρόπο για να βγουν έξω, βγαίνουν έξω και τους τυφλώνει ο ήλιος. Και δεν μπορούν να δουν τα πράγματα και αναγκάζονται για να κλείσουν τα μάτια. Επάση περιπτώσει καταφέρουν κάτι να δουν, αλλά όχι όλη την αλήθεια γιατί ο ήλιος είναι πάρα πολύ δυνατός, αυτοί δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν στο φως, έχουν συνηθίσει λοιπόν να βλέπουν στο σκοτάδι μέσα. Τους παίρνει χρόνο το να ανοίξουν τα μάτια τους για να δουν το τι υπάρχει τριγύρω. Και όντως όταν γύριζουν πίσω έχουν μεγάλο πρόβλημα να πείσουν αυτούς που είναι μέσα και βλέπουν τις σκέες τι έχουν συναντήσει έξω. Άρα το πρόβλημα λοιπόν όντως είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, όχι μόνο για να το δει κάποιος πρώτον, αλλά και να μεταφέρει αυτό που είδε στους άλλους. Πώς είναι από το ξανά, από τη φιλοσοφική? Έχετε πρόβλημα όντως το να μεταφέρετε αυτά που γνωρίζετε στους άλλους. Αυτό είναι και το σφύλο και προφανώς θέλει να δείξει κατά κάτι ο τρόπος την δυσκολία πρώτον να βρούμε την αληθινή γνώση, που σίγουρα είναι κάτι το εξαιρετικά σύνθετο, εξαιρετικά δύσκολο, αυτό είναι το ένα, είτε πρόκειται για αλήθεια την άνεστη της λύτης ή για κάτι άλλο. Και το άλλο δεύτερο που λέει αυτή η αληγωρία του σπηλαίου, ότι πρώτον αυτή τη γνώση την συναντάει μέσα από την άμεση την εμπειρία, δηλαδή δεν έχει βάλει τη γνώση για να σκεφτεί ενώ συνεχώς μιλάει για τον ίδιο κόσμο, έχει αυτή την εμπειρία μέσα από το φως, δυσκολεύεται για να την καταλάβει και μετά το δύσκολο του εχειρήματος είναι για να μεταφέρει αυτή τη γνώση που αυτός βρήκε στους υπόλοιπους ώστε να υπάξει μια κάποια κοινωνία γνώσης, ότι κάποιοι συμμετέχουν λοιπόν σε μια κοινωνία γνώσης. Εν πάση περιπτώσει λοιπόν αυτή είναι η πρόσκληση και η πρόκληση, ζούμε μέσα στην εμπειρία, μέσα στα διάφορα φαινόμενα και πρέπει λοιπόν να βγούμε από το σπήλαιο ώστε να έχουμε τη δυνατότητα της θέασης των ιδεών. Τώρα, και φτάνομαι σε ένα σημείο που λέμε αυτός ο άνθρωπος είναι τελείως συνεπής ή άλλα λέτε μια φορά και άλλα λέτε σε μια άλλη συγκυρία. Παρ' όλη αυτή την καταδίκη του αισθητού κόσμου που μας λέει ότι πρόκειται για απάτη, εγώ δεν βρίσκω μια άλλη λέξη. Αυτά που βλέπουμε, αυτά που αγγίζουμε λοιπόν είναι τα φαινόμενα, είναι μια απάτη. Παρ' όλο λοιπόν αυτή την ρητική καταδίκη του αισθητού κόσμου, ο Πλάτων σε ένα από τα τελευταία του τα έργα, τον Τίμεο, δεν ξέρω αν πρόκειται για το τελευταίο τελευταίο ή για το πρώτο τελευταίο, αλλά σίγουρα το έχει γράψει προς τα γεράματά του, λίγο πριν αφήσεις αυτό το νομάτιο κόσμο, ο Πλάτων λοιπόν στον Τίμεο παρουσιάζει τις απόψεις του για το φυσικό κόσμο. Τώρα κάτω από ποιες προϋποθέσεις, κάτω από ποιους όρους, κάποιος ο οποίος σε όλη τη διάρκεια του βίου του, του τονίζει ότι αυτός ο κόσμος είναι το φαινόμενο, πρέπει να βρούμε τις ιδέες, ιδέες είναι κάπου στον κόσμο των ιδέων, λέει ας τραφούμε για λίγο προς το νηστό κόσμο, θέλαγα πως είναι καλύτερα να αφήσουμε τον ίδιο τον Πλάτω να μας μιλήσει. Λοιπόν, στον Τίμεο, αφού μιλάει για ένα ταξίδι στην Αίγυπτο, την Ατλαντίδα κτλ που δεν έχουν πάρα πολύ μεγάλη συνάφεια με το θέμα της φύσης, λέει λοιπόν ο Πλάτων, αν κάποιος θέλοντας να ξαποστάσει, κάνουμε διάλειμμα εντάξει, κάποιος λοιπόν θέλει να ξαποστάσει από τη σκληρή δουλειά του να βρει τον κόσμο των ιδέων, κάνουμε διάλειμμα λοιπόν, αν κάποιος θέλοντας να ξαποστάσει, αφήσει προς τη στιγμήν κατά μέρος τους συλλογισμούς περί των αιωνίων όντων. Συμβιβάζεται, ε, συμβιβάζεται. Άρα λέει η Γημιακή Επιστήμη, παιδιά, δεν κάνουμε διάλειμμα, ας αφήσουμε τα αιώνια όντα και τους συλλογισμούς. Αφήσει λοιπόν προς τη στιγμήν κατά μέρος τους συλλογισμούς περί των αιωνίων όντων και περιοριστεί στις εύλογες νοερές διαδρομές στον κόσμο του Γίγνεστε. Πάμε στον κόσμο του Γίγνεστε, τον αποκηρύξαμε, τον βγάλαμε σκάρτο, είναι η απάτη. Λέει ας ασχοληθούμε λίγο με αυτόν τον κόσμο και του Γίγνεστε, αντλώντας από αυτές αθώα ευχαρίστηση, γιατί το κάνουμε αυτό, ευχαρίστηση, θέλω να παίξω. Όπως ο κάθε ένας με κάποια στιγμή λέει, έχω βαρεθεί κάτι, ας πούμε, τη σοβαρή μου ενασχόληση και θέλω λοιπόν για να παίξω. Άρα λοιπόν αυτό που τον ενδιαφέρει είναι τι, να αντλήσει μια αθώα ευχαρίστηση, θα προσθέσει στη ζωή του ένα μετρημένο και συνετό παιχνίδι. Αυτή είναι η προσκλησία. Πάμε για ένα μετρημένο και συνετό παιχνίδι. Πρόκειται για ένα παιχνίδι, το παιχνίδι ποτέ κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει ένα κάποιο νόημα, το παιχνίδι παίζεται χάρη του παιχνίδιου, κανένας δεν παίζει μπάλα ή δεν ξέρω τι άλλο παιχνίδι για να επικαλεστεί πως κάτι κέρδισε, πως κάτι έμαθε. Η ουσία είναι η ίδια η έννοια και του παιχνιδιού. Πιθανόν κάποιοι φιλόσοφοι να σας πούνε ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά ακριβώς αυτή η έννοια του παιχνιδιού. Εν πάση περιπτώσει λοιπόν ο Πλάτων προς το τέλος μας προσκαλεί λοιπόν σε ένα μετρημένο και συνετό παιχνίδι. Και ο Τίμιος λοιπόν, ο οποίος είναι ένας Πυθαγόριος από τους Λοκρούς, παρουσιάζει σε ένα μονόλογο. Δεν πρόκειται για διάλογο. Μιλάει αυτός μόνος του ξανά και ξανά και ξανά, πουθενά δεν τον κάνει κανένας κόντρα, κανένας δεν το σταματάει. Πρόκειται λοιπόν για ένα μονόλογο. Μιλάει λοιπόν για τη δημιουργία και την εξέλιξη του κόσμου. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο παιχνίδι. Δεν παίζεται καν. Γιατί είναι δύσκολο και το όλο παιχνίδι. Είναι δύσκολο γιατί από τη μια μεριά έχουμε τον Πλάτωνα, τον διισμό του. Ο κόσμος των ιδεών και ο κόσμος του γύγνεστε, ο κόσμος των φαινομένων. Και από την άλλη μεριά για να παίξει μπάλα θα πρέπει να βρει μια γέφυρα και να συνδέσει τον κόσμο των φαινομένων με τον κόσμο των ιδεών. Άρα λοιπόν την ώρα που έχουμε αυτή τη διστική πλατωνική αντίληψη πρέπει να το γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα, ανάμεσα σε αυτόν τον υπερβατικό κόσμο των ιδεών και τον αισθητό κόσμο των φαινομένων. Ο Πλάτωνας, τώρα καταγράφει και το βίντεο, δεν μπορώ για να μιλήσω ελεύθερα, αλλά ο Πλάτων με είπις όρους είναι μεγάλος παίκτης, δηλαδή χωρίς να το καταλαβαίνεις σε βάζει στο δικό του Λούκι. Πώς το πετυχαίνει αυτό? Αρχίζει με αθώες προτάσεις που λες βέβαια και είμαι έτοιμος για να συμφωνήσω και σιγά σιγά, σιγά σιγά, σιγά σιγά σιγά, σε σπρώχνει στο δικό του παιχνίδι. Αρχίζει λοιπόν και λέει τους όρους του, πώς γίνεται σε ένα συμβόλαιο, συμβάλλουμε εμείς οι δύο και συμφωνούμε τι πρώτον, λες ναι, δεύτερον, λες ναι, και στο τέλος του συμβολέου έχεις καταλάβει ότι κάποιος έχει παγιδεύσει κάπου. Λοιπόν, ποια είναι η βάση της δίγησης σύμφωνα με τον Πλάτωνα? Υπάρχει μια διάκριση διαιρετέων τάδε. Ποια είναι αυτή η διάκριση? Η διάκριση είναι αυτό που πάντοτε είναι, το «ον, αι», και είναι αυτό που συνεχώς μεταβάλλεται και ουδέποτε είναι, γυγνόμενον αι, ουδέποτε. Είναι αυτό που είναι το «ον», που δεν αλλάζει ποτέ και είναι μετά αυτό που αλλάζει και το γίνεστε. Η Φυσική τι λέει αυτό? Έχετε συναντήσει στη Φυσική πράγματα που δεν αλλάζουν ποτέ και πράγματα που αλλάζουν. Δηλαδή, αυτή η διάκριση για τους Φυσικούς έχει νόημα, ή ακόμα και για τους Φιλοσόγουφους, αλλά η Φυσική τι λέει αυτό? Ναι? Τη διάκριση ότι έχουμε κάτι που δεν αλλάζει και κάτι που αλλάζει. Αυτό στη Φυσική το συναντάς? Στη Φυσική δεν αλλάζει τίποτα. Σωστά, δεν υπάρχει τίποτα, τουλάχιστον στη Φυσική, που να μην αλλάζει. Πριν από 100 χρόνια, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ζούμε σε εστατικό σύμπαν, το σύμπαν δεν αλλάζει. Έχουμε κάποιους πλανήτες, κάνουν τη βόλτα τους, το σύμπαν δεν αλλάζει από το 28 και μετά ξέρεμε ότι το σύμπαν διαστέλεται. Άρα λοιπόν το σύμπαν αλλάζει, αυτά που είναι μέσα στο σύμπαν και αυτά αλλάζουν, άρα αυτή η διάκριση ανάμεσα σε πράγματα που δεν αλλάζουν και πράγματα που αλλάζουν, τουλάχιστον από την πλευρά της Φυσικής είναι κάτι δύσκολο να υποστηρικτεί. Από την πλευρά των μαθηματικών, από την πλευρά των φιλοσόφων το θεωρείτε σαν εύλογο αυτό το διαιρετέων τάδε, αυτό που είναι πάντα και αυτό που συνεχώς αλλάζει και ουδέποτε είναι. Φιλοσοφική πρόταση είναι, όποιος θέλει την αγοράζει, όποιος θέλει δεν την αγοράζει. Να συνεχίσουμε κάνοντας προς τη στιγμή την υπόθεση ότι όντως κάπου υπάρχει κάτι κρυμμένο που δεν αλλάζει και σίγουρα έχουμε μπροστά μας όλα εκείνα τα πράγματα που αλλάζουν. Τώρα αντικείμενο της έλογης νόησης είναι το αμετάβλητο το αειών ενώ αντικείμενο της άλογης αίσθησης είναι το πρόσκαιρο. Ακούω. Τι κάνει η νόηση λέει πάει και ασχολείται με το αμετάβλητο με το αειών. Ποια νόηση η δικιά μας νόηση που βγήκε πότε εδώ και για πόσο χρονικό διάστημα μιλάμε. Άρα έχουμε μια νόηση που φιλοδοξεί τη ί. Θα πάει να βρει το αμετάβλητο. Πώς βρίσκεται αυτήν την φιλοδοξία. Υπερφίαλι λίγο και η αίσθηση ότι η αίσθηση μπορεί να μας ξεγελάσει μερικές φορές αυτό είναι σίγουρο αλλά να πάμε και στο άλλο άκρο ότι έχουμε την άλογη την αίσθηση. Αυτό λέει πάντως. Πήρε λοιπόν το Ψαλίδι τα χώρη στα δύο είναι το αυτό που πάντα υπάρχει αυτό που πάντα αλλάζει και το γίνεστε. Την νόηση πήγε την κόλλησε πάνω στα αειώντα και την αίσθηση πήγε την κόλλησε πάνω στο γίνεστε. Τώρα επειδή λέει αρχίζει τώρα και πλησιάζει προς τον κόσμο πρέπει σιγά σιγά να έρθει προς το δικό μας κόσμο επειδή λέει ο κόσμος είναι ορατός και απτός υπό κοιτές της αίσθησης το βλέπουμε και το βιάνουμε. Μεταβάλλεται. Προφανώς μεταβάλλεται. Άρα λέει συνεπώς κάποτε γεννήθηκε. Τρεμερό το επιχείρημα λέει εφόσον ο κόσμος αυτός έχει να κάνει με αισθήσεις άρα αλλάζει. Αν κάτι αλλάζει και είναι στο γίνεστε δεν μπορεί να είναι στα αειώντα. Άρα δεν είναι δυνατόν ο κόσμος να υπήρχε πάντα. Άρα υπάρχει μια κάποια στιγμή που ο κόσμος γεννήθηκε. Μάλιστα άμα πάτε στο αρχικό κείμενο και του Πλάτωνα και εξήντων κόπω να έχει κάποιος το αρχείο κείμενο του Πλάτωνα και δίπλα τη μετάφρασή του στα νεαληνικά υπάρχει ένα το υπέροχο βλίο του Κάλφα. Το ότι γεννήθηκε το έχεις σε μια πρόταση με μία λέξη γέγονε τελεία δεν έχω ξαναδεί πρόταση πιο σύντομη γέγονε τελεία. Λοιπόν αυτό το γεγονός ούτε θέλει να το σχολιάσει ούτε θέλει για να το συζητήσει το θεωρεί ότι είναι το σημείο εκκίνησης γι' αυτόνα και το λέει τόσο ομά και τόσο απόλυτα γέγονε ένα ρήμα και τίποτα άλλο. Και είναι η μοναδική συγκυρία που βλέπει στον Πλάτωνα μία πρόταση με μία λέξη γέγονε γιατί δεν μπορεί τίποτα άλλο να υποθεί για κάτι που γεννήθηκε σε μια κάποια στιγμή γέγονε. Όλες οι άλλες φράσεις του Πλάτωνα αρχίζει στο πάνω μέρος της σελίδας και καθώς και τη διαβάζεις με πάρεις ανάσα ανάσα ανάσα ψάχνεις να βρεις πού είναι το υποκείμενο που είναι το ρήμα καμιά φορά και το υποκείμενο είναι στο τέλος τι θέλει να πει ο άνθρωπος και αφού και το διαβάζεις αυτό όλο πας μετά στη μετάφραση στα ελληνικά και βλέπεις πως οι 10 σειρές του Πλάτωνα για να τις μεταφράσουμε στα ελληνικά πήγαινε σε 15 σειρές. Γιατί το κείμενο του Πλάτωνα είναι πάρα πάρα πάρα πολύ πυκνό όπως πυκνή είναι γίνει η αρχαία ελληνική γλώσσα. Λοιπόν δίπλα σε αυτό το πυκνό κείμενο που έχει προτάσεις που πιάνουν μισή σελίδα ξαφνικά βγαίνει αυτό. Είναι το γεγονός για το οποίο δεν μπορεί να πει τίποτα γιατί και αυτός ο ίδιος προφανώς δεν μπορεί να φανταστεί τι προϋπήρχε ενός κόσμου που γεννήθηκε μόνο μία φορά. Ποιος το έχει φτιάξει το σύμπαν? Κάποιος το έχει φτιάξει. Ενώ στους Ιώνες που είχαμε μιλήσει στην αρχή, οι Ιώνες πιστεύανε ότι η ίδια η φύση φτιάχνεται, εντάξει ήταν ιστορία με τον υλοζωισμό, εδώ υπάρχει κάποιος ο δημιουργός του σύμπαντος που το έχει φτιάξει. Είναι αγαθός λοιπόν έχει προχωρήσει στη δημιουργία του σύμπαντος μόνο που ενώ στην βιβλική παράδοση, στην Παλαιά Διαθήκη, εκεί συναντάμε τον δημιουργό του σύμπαντος να φτιάχνει το σύμπαν με βάση τη δική του θέληση, με βάση το λόγο του Θεού. Λοιπόν η δημιουργία είναι στενά δεμένη με εκείνο που την έχει φτιάξει. Το δημιουργό στην περίπτωση και του πλάτωνα, ο δημιουργός έχει δίπλα του ένα υπόδειγμα. Άρα λοιπόν δεν το φτιάχνει με τη δική του φαντασία, δεν το φτιάχνει με τη δική του θέληση. Όχι, έχει δίπλα του το υπόδειγμα που προφανώς ανήκει στον κόσμο των ιδεών, έτσι δεν είναι. Και με βάση το υπόδειγμα που έχει πάει και φτιάχνει και το σύμπαν. Άρα λοιπόν το σύμπαν και ο κόσμος που φτιάχνεται είναι εικόνα από ένα κόσμο που υπάρχει λοιπόν σε αυτόν τον κόσμο των ιδεών που ο δημιουργός ο ίδιος και το φτιάχνει με βάση αυτό το πρότυπο που έχει μπροστά του. Τώρα το σύμπαν αυτό είναι προς το λόγο και φρονήσει περιληπτών. Άρα μπορούμε να καταλάβουμε αυτό το λόγο χάρις το λόγο και τη φρόνηση. Πάρα πολύ σημαντικό. Αν δεν ήτανε περιληπτό και δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε χάρις το λόγο και τη φρόνηση, προφανώς δεν θα μπορούσαμε καν και να κουβεδιάσουμε, έτσι δεν είναι. Αν ήτανε το σύμπαν κάτι το κυχαίο, κάτι το βίαιο, δεν θα μπορούσαμε να συζητήσουμε καν και ο Πλάτον προφανώς θέλει να συζητήσει. Ο λόγος όμως αυτός, θα πρέπει για να το προσέξουμε, δεν είναι εκείνος ο λόγος που αναφέρεται στο αΐΟΝ. Έτσι δεν είναι. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε μια απεικόνιση. Έχει μπροστά το σύμπαν που είναι τι, η εικόνα από ένα υπόδειγμα που ανήκει στον κόσμο των ιδεών. Άρα αυτός ο λόγος που αναφέρεται στην απεικόνιση είναι απλώς ένας οικός λόγος. Εξάλλου από την αρχή το είπαμε, θα παίξουμε ένα κάποιο μετρημένο και συναιδό παιχνίδι. Άρα πάμε για ένα οικόταλόγο που έχει να κάνει με οικασίες, με το οικάζω. Άρα, λοιπόν, η φιλοδοξία μας πρέπει να είναι αυτή η αναζήτηση του οικώτα μύθου. Και τίποτα περισσότερο. Μηδέν έτη πέρα ζητήν. Άρα είναι κάτι το πάρα πάρα πολύ σημαντικό. Κάπου σέβεται τους κανόνες που έχει βάλει ο ίδιος ότι μιλάμε για ένα σύμπαν, που είναι η εικόνα του παραδείγματος, και μελετάμε, λοιπόν, αυτή την εικόνα. Και τί άλλο είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η ύλη πάλι προ-ει-πάρχει. Και ο Θεός τι έκανε. Ο Θεός εκείνο που έκανε ήταν να βάλει τάξη στην προϋπάρκουσα, λοιπόν, την άτακτη ύλη και εφοδίασε τον κόσμο με ψυχή και νου. Άρα, λοιπόν, έχω την αταξία, το χάος. Και ο Θεός δίνει σχήμα και φόρμα στον κόσμο και δίνει, λοιπόν, στον κόσμο τη δυνατότητα να έχει ψυχή και νου. Έχει ήδη θέσει τους βασικούς κανόνες για το πώς να προχωρήσει πιο πέρα, δηλαδή για να μιλήσει τι για τους δομικούς λύθους της ύλης, πώς μπορούμε να πάρουμε τους δομικούς λύθους για να φτιάξουμε τα άλλα τα πράγματα. Επειδή αγαπάει παράφορα την γεωμετρία, για πρώτη φορά υπάρχει κάποιος που συνδέει τους δομικούς λύθους της ύλης με σχήματα που συναντάμε στη γεωμετρία, τα συνδέει με τα πολύεδρα και στο τέλος μας αφήνει μια ασαφή εικόνα τι είναι ο χώρος και η χώρα και κυρίως τι είναι ο χρόνος. Μου φαίνεται εδώ θα πρέπει εγώ για να σταματήσω και να συνεχίσουμε την πέμπτη αλλά υπάρχει κάτι να κουβεριάσουμε από δική σας πλευράς για το πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι του Πλάτωνα για το τι είναι ο κόσμος. Αν δεν υπήρχε η νόηση, η ανθρώπινη νόηση, οι ιδέες θα υπήρχαν και το προφανώς ο Πάτωνας βγάζει τους πέρας όταν υπάρχουν ιδέες γιατί την παρακολουθεί τον κόσμο και κάνει αναβολή του παρακολούθου του κόσμου όπως την ιδέα. Αυτό όμως το κάνει από την άνθρωπος. Η άνθρωπος δεν είναι η ιδέα, δεν είναι κάτι στην ανθρώπινη υπάρξη του Πλάτωνα, η ιδέα είναι μια ιδανική κατάσταση των πραγμάτων. Είναι σαν κοσμική ιδέα, δεν είναι από εμάς, δεν είναι επειδή το σκεφτόμαστε, δεν υπάρχει τελείως τελείως. Δηλαδή τα πράγματα καταλήξουν μέσα από αυτό που είναι επειδή είχα αυτό το σκοπό έτσι τελείως. Είναι το κάθε φορά που συμπέζουμε ότι υπάρχει ιδέα ή δεν υπάρχει τελείως τα πράγματα. Δεν ξέρουμε ότι υπάρχει ιδέα ή δεν ξέρουμε τα πράγματα. Δεν λέει αυτό ακριβώς. Επειδή πάλι συνεχώς μιλάει για το δισμό, λέει ότι κουβαλάμε μέσα μας δύο πράγματα, το σώμα και την ψυχή. Και κατά κάποιο τρόπο η ψυχή προ-υπάρχει του σώματος και βλέπει τις ιδέες. Άρα λοιπόν έχουμε δυνατότητα ή ψυχές για να βλέπουν τις ιδέες. Και μια κάποια στιγμή η ψυχή κατασκηνώνει μέσα στο σώμα σου. Και χάρη στην ψυχή αυτή μπορείς εσύ που κουβαλάς μέσα την ψυχή αυτή να συναντηθείς και να αναγνωρίσεις τις ιδέες που κρύβονται πίσω από τα πράγματα. Και είναι το σώμα σου που σε εμποδίζει να δεις τις ιδέες που κρύβονται πίσω από τα πράγματα. Κάτι τέτοιο λέει. Τώρα θα μου πεις πώς γίνεται αυτό εδώ, πώς απαλλάσσεσαι από τις θύσεις. Πρέπει να πεις σε ένα τρόπο που δεν είναι κάτι το προφανές. Πώς θα πεις, ξέρεις αυτό είναι η αίσθηση μου που με ξεγελάει. Πρέπει να την βάλω στην άκρη και μετά να διατηρήσω αυτό που μου χαρίζει μια κάποια ψυχή και να πάω στην καθαρή νόηση. Τώρα αυτό γίνεται στα συμπόσια του Πλάτωνα που μαζεύονται και τα λένε μεταξύ τους. Γίνεται, δεν ξέρω, στον έρωτα και το συμπόσιο, όπου χάρις τον έρωτα, ο οποίος είναι ο γιος του πόρου και της παινείας, υπάρχει δυνατότητα κάποιος μέσα από το επίγειο για να στραφεί προς το ουρανείο. Ναι. Μετά πηγαίνει και λέει ότι για να καταλάβει αυτό το άρθρο και το γεωργείο πρέπει να αφήσουμε το σταρτό και το κομμάτι που θα αλλάζει. Είναι δε ρωτήσει να πει αν στη φυσική παρατηρούμε πράγματα που δεν αλλάζουν το σύμβατο μας. Δεν αλλάζουν το σύμβατο μας. Παρατηρούμε. Στο όμορφο. Δηλαδή, οι νόμοι του ζωήματος δεν αλλάζουν. Απλά μάλλον από σε ποια κτήμα κατασουλείς παίρνουν διαφορετική. Αν από τη φυσική των κτήματων ή από τη φυσική των πράγματων. Επίσης... Άρα λέτε συγγνώμη, λέτε πως οι νόμοι της φυσικής ανήκουν στον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα. Να συνεχίσει. Από έτσι το βλέπουμε αυτή τη στιγμή. Δεν υπάρχει ότι έτσι είναι. Δεν ξέρω πως είναι. Δεν κοιτάζει. Άρα λέτε πως ο Νεύτωνας, ο Μάξουελ και ο Χιόιστάιν πληρούνε τις προϋποθέσεις που έβαλε και ο συνάδελφος ότι τα κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο των ιδεών. Ναι βέβαια συγγνώμη, ναι. Κάποιος άλλος συγγνώμης που λέει ότι αν εδώ δεν είχα ανακαλύψει το φυσικό, αν δεν είχε ανακαλύψει το φυσικό θα μπορούσε να δεκρίνει από τα σγονίες, αν δεν είχε ανακαλυφθεί η βαλή, θα δεκρίνει το φυσικό. Ουσιαστικά ένα πρόβλημα για την ιδέα όπως είπαμε την σύγχρονη ιδέα της επιστημινουσίκης και όπως είπαμε την ιδέα της επιστημινουσίκης είναι ότι όλες είναι ιδέες και είναι σχετικές με αναπαλλαστητικά συστήματα. Να κατανοήσω το καρδί μου να μπορώ να το αναπαλλαστήσω μέσα μου. Άρα γιατί η ιδέα της επιστημινουσίκης θα μπορείς να αναπαλλαστάς μέσα σου ένα φυσικό καρδί που υπάρχει έξω στο περιβάλλον σου. Οπότε δεν θα ήθελα να πει ότι αν δεν υπάρχει νόηση, θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε από την ομοιολαθός και άχρητος φώτος του οποίου δεν μπορούσε να μιλήσει ο πλάτωνας, θα μπορούσαμε να μιλήσει εκείνο το καρδί του σύμφωνα. Άλλος ή άλλοι. Υποθέτω, δεν το ήξερα αν το πήρατε μυρωδιά, ότι έχουμε πέσει στην παγίδα του πλάτωνα. Μια κάποια στιγμή λέει στην ουσία ποιο είναι το επιχείρημα του πλάτωνα που έχει απόλυτο δίκιο και κανένας δεν μπορεί να το ξεπεράσει και να κτυπιέται κάτω. Ότι αυτό που πιάνω εγώ και έχει να κάνει με τη δική μου τεινέση είναι η αφή και λέγεται τραπεζή. Μόλις εγώ πω τη λέξη σας τραπεζή, εσείς το παίρνετε σε μια έννοια και μέσα στον εγκέφαλό σας, είμαι σίγουρος σε όλους σας, σχηματίσετε στο μυαλό σας ένα κάποιο τραπέζι. Τώρα αν είναι τραπέζι του Λουδοβίκου του 2014, το τραπέζι της γιαγιάς σας που είχατε στο σπίτι σας, το τραπέζι και στο γραφείο σας είναι ένα άλλο πράγμα, αλλά η έννοια του τραπεζιού υπάρχει, ανεξάρτητα από το τραπέζι που πιάνω εγώ τώρα τη στιγμή αυτή εδώ. Άρα λοιπόν η βασική παρατήρηση πέρα από τον κόσμο των ιδεών, το οποίο εντάξει πρέπει κάποιος να πει ποιος κόσμος των ιδεών, είναι ότι υπάρχει το ίδιο το πράγμα σαν πράγμα, το οποίο πιθανόν να είμαι τυφλός, να είμαι ξέρω τι, αλλά αν έρθω και το πιάσω θα πω τραπέζι. Και μετά είναι η έννοια που αναφέρεται σε αυτό, αυτή η έννοια δεν έχει τίποτα να κάνει με το τραπέζι σαν τραπέζι, είναι η αφαίρεση, η αναπαράσταση του τραπεζιού και ανήκει κάπου σε ένα άλλο χώρο, θέλετε για να το πείτε χώρο της γλώσσας, πείτε το, θέλετε για να το πείτε χώρο της νόησης. Αλλά το τραπέζι σαν το αντικείμενο, η λέξη και είναι δύο πράγματα χωριστά. Λοιπόν αυτή είναι η κύρια συμβολή και του πλάτωνα και μπορείς να είσαι φανατικά αντιπλατωνιστής, αλλά μου φαίνεται δύσκολο για να ξεφύγεις από τους κανόνες που έβαλε, γιατί ήταν ο πρώτος που του προσέγγισε και είπε λοιπόν ότι υπάρχει το πράγμα που δένεται με αισθήσεις και μετά είναι μια κακή αφαίρεση που κάνουμε. Εμείς οι ίδιοι και λέμε πέρα από το πράγμα υπάρχει η ιδέα του πράγματος, η ιδέα του τραπεζιού. Αν μαθαίνεις για τους Μπροκς και να πεις ότι αυτή η ιδέα υπήρχε πάντα και τη συναντάμε και την κάνουμε είναι μια άλλη ιστορία. Ότι υπάρχει κάτι και συνιστά αυτή την αφαίρεση την οποία τη δουλεύουμε μέσα από τη νόση και με τη γλώσσα, μου φαίνεται πως ο αφιλότημος έχει δίκιο και έχει βάλει κάποια πλαίσια μέσα στα οποία μπορούμε να κινηθούμε. Και άλλη βασική παρατήρηση που είναι δύσκολο ο κανένας να ξεφύγει είναι ότι ο ιωσδήποτες θέλει να πει κάτι για ένα πράγμα που αλλάζει. Έτσι δεν είναι. Λέμε τα πράγματα αλλάζουν. Για να πει πόσο τα πράγματα αλλάζουν και πόσο γρήγορα αλλάζουν έχει ανάγκη από τι. Ένα σταθερό πλαίσιο. Για να πατήσει κάπου εκεί και να πει τα πράγματα αλλάζουν. Αναφορικά με αυτό εδώ. Μιλάμε για την κίνηση και των πλανητών γιατί για μια κακή στιγμή, έστω για μια μέρα, για τρεις μήνες και τα λοιπά, ο ήλιος δεν κινείται και είναι εκεί. Το ήλιος κινείται λίγο το ξέρουμε. Αλλά εκείνο το χρονικό διάστημα είναι το ακίνητο σημείο για μας, είναι το σημείο της αναφοράς γύρω από το οποίο έχουμε τους πλανήτες που να γυρνάνε. Εάν δεν υπάρχει κάτι το σταθερό, πώς θα μπορέσουμε εμείς για να μιλήσουμε για την κίνηση και για την αλλαγή. Λέει, υπάρχει λοιπόν μια διάκριση, αυτό που δεν αλλάζει και αυτό που αλλάζει. Θα μου πείτε, είναι ανάγκη για να τραβήξει τόσο μακριά και αυτό που δεν αλλάζει να μην αλλάζει ποτέ. Αυτό είναι κάτι το συζητήσουμε, αλλά βάζει μέσα τις βασικές διακρίσεις που συναντάμε στη γλώσσα και στη νόησή μας. Κορίς τις οποίες εμείς δεν μπορούμε καν για να σκεφτούμε και να μιλήσουμε και να έχουμε την επικοινωνία μεταξύ μας. Γιατί εγώ για να μιλήσω με εσάς και για να μιλήσω για το τραπέζι δεν μπορώ κάθε φορά να κουβαλάω και το τραπέζι μαζί μου και να σου λέω... Θα σου πω τάφρο, άλφα, πι, έψινο, ζήτα, γιότα. Και μόλις το ακούς αυτό, αμέσως στο μυαλό σου έρχεται η εικόνα του τραπεζιού. Αν στην περίοδο μας είχαμε έναν Γάλο, Πρωτογάλο, ο οποίος δεν μιλάτε ελληνικά, θα άκουγε τραπέζι, δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Θα ήτανε σαν εκείνος που είναι στο σπήλο και βλέπουνε και τις σκοιές. Εμείς έχουμε αυτόν τον κώδικα και συνήθως έχουμε φτιάξει την εικόνα του τραπεζιού μέσα στην δικιά μας τη γλώσσα. Άρα είναι παιχνίδι, εξαιρετικά στιγμένο, επικίνδυνο και είναι πάνω στα όρια της γλώσσας μας και της νοησίας μας. Υπάρχει κάτι άλλο ή να συνεχίσουμε την πέμπτη. Υπάρχει κάτι άλλο που να μας πιέζει. Λοιπόν, την πέμπτη τότε θα συνεχίσουμε για να κλείσουμε πάλι με τον πλάτωνα. Και την άλλη εβδομάδα θα μπούμε στην έννοια του απειρού, θα μπούμε στα μαθηματικά.