: Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα. Είναι η δεύτερη καταστηρά εκδήλωση αυτής της τρίτης ενότητας των εκκληλώσεων λόγου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αφιερωμένη στο Γιώργο Ιωάννου. Να σας πω μόνο ότι ο κ. Καψάλης τα συντώνιζε αυτή την εκδήλωση. Έχει ένα εμπόδιο, το οποίο δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Και έτσι αυτό το φρέος των συντωνισμών θα το κάνω εγώ. Και θα ξεκινήσω τώρα αμέσως... Θα μιλήσεις εδώ, Σοφία. Θα ξεκινήσω τώρα αμέσως με πρώτη εισήγη στην κ. Σοφία Ιαρκοβίδου από το Πανεπιστήμιο της Αλεξανδρούπολης. Καλησπέρα σας. Το ολοκληρωμένο έργο των συγγραφέων, όσο αμπλύνεται η ψαλίδα του χρόνου, όφω ήλιος έχει φύγει, ανοίγεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Η μία είναι αυτή των αναγνώσεών του, ακαδημαϊκών και άλλων. Η άλλη, εκείνη, των χρυσαών του. Εδώ περιλαμβάνεται μια πλατιά γκάμα εισηχωρήσεων του έργου σε διάφορους τομείς. Από τις επιδράσεις που άσκησε σ' άλλους συγγραφείς, το πώς αναγνώρισαν εαυτών σε διάφορες δίματα ύφους και θεματικής, μέχρι το πώς, που και από ποιους ανασύρωνται ή αξιοποιούνται κάποια κείμενά του. Προσφάτως, για παράδειγμα, βλέπουμε κείμενα του Ιωάννου δραματοποιημένα όχι μόνο σε φάτα στις θέτρικες παραστάσεις, αλλά και για το θέτρο σκιόν. Πρωτεύουσα, όμως, σημασία ανάμεσά τους για την επιβίωση και βρήτερη διάχυση του έργου, έχετε κατά πόσο αυτό έχει διηζήσει στον χώρο της εκπαίδευσης, της δευτεροβάθμιας εκ πρώτης και ακολούθως της τριτοβάθμιας. Πρόκειται για ένα άτυπο δίκτυο, που προσφέρει ιωνή χάρτας σε δυνητικούς χρήστες, χαράστας διαδρομές, υποδεικνύοντας σταθμούς. Τρόπους δε κυκλοφορεί κανείς το έργο αυτό, ως αναγνώστης ή κάποιος που μιλάει ή προσπαθεί να τοποθετηθεί από αυτόν. Ένα ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν γίνεται και ο Ιωάννος ο περνά καιρός από το θάνατό του, ένας από εκείνους τους συγγραφείς για τους οποίους θα μπορούμε να μιλάμε χωρίς να τους έχουμε πραγματικά διαβάσει. Και αυτό το ερώτημα δεν είναι παραγιαχμή ενός ευρύτερου. Το αν και κατά πόσο εξακολουθεί να διαβάζεται ή να επιβιώνει. Πάντως, όπως κάθε δίκτυο, έτσι και όπως πάντως, το συγκεκριμένο έχει τις διασταυρώσεις, τις παρακάμψεις, τις τυφλές στροφές και τα διέξοδά του. Στην περίπτωση του έργου του Ιωάννου, μια χρόνια παράκαμψη διαπιστανόταν ως προς το θέμα του φίλου. Κάτι διόλως συνήθως για μοφιλόφιλους συγγραφείς. Ιδίως όταν το έργο δίνει προσφυέστερα, δηλαδή πιο ανώδυνα θέματα προς εκτίληξη. Γινόταν βέβαια πάντα ορίστως αναφορές σε ερωτική ενορθοδοξία, αλλά χωρίς αυτήν να αντιμετωπίζεται ως κλειδί, που μπορεί να ξεκλειδώσει ιδεολογικά ζητήματα, τα οποία βέβαια τα κείμενά του τάθεταν εξαρχής και εξακολουθητικά. Εδώ βέβαια ένας όψιμος κινδυνός εντοπίζεται στο να φτάσουμε στο άλλο άκρο, να θεωρήσουμε τη γραφή του κουήρ λογοτεχνία κάτι που θα ήταν αδόκιμο, όχι επειδή θα φορούσαμε ένα φανταχτερό υπερμοντέρνο ρούχο σε ένα συγγραφέα που μιλούσε για παγιάτιδες και απεχθανόταν μόδες παντός τύπου, αλλά επειδή το έργο του δεν κάνει το τολμηρό προχώρημα που έδειχνε αρχικά να ευαγγελίζεται ως προς τα θέματα του φίλου. Για την ακρίβεια στις λίγες φορές που το επιχείρησε δεν έγινε με τρόπο που δικαιώνεται λογοτεχνικά. Οι μεγαλύτερες τόσο διαστάυρους μεταξύ τόσο των ακαδημαϊκών του αναγνώσεων όσο και των διαφόρων προσωπικών ή ιδιοσυγκρασιακών αφορά στο θέμα της πόλης. Έχει διαβαστεί σε τέτοιο βαθμό από ειδικούς και μη ως συγγραφές της Θεσσαλονίκης ώστε το θέμα αυτό να έχει περικεράσει οποιοδήποτε άλλο καθισθώντας ορισμένα κείμενα του γνώριμο λογοτεχνικό περίπατο στο σώμα της νύφης του Θερμαϊκού. Είσαι η νύφη και η μόνη φύος όπως θα πει χαρακτηριστικά σε ένα το γνωστά του κείμενο που τους αφιερώνει το περίφημα με τα σημάδια της πάνω μου. Είναι ωστόσο άλλο να διαβάζουμε το με τα σημάδια της πάνω μου ως συγγραφική δήλωση, αποτύπωση δηλαδή των σημαδιών που έχει αφήσει η πόλη πάνω στο εγώ του Ιωάννου και άλλο να το δούμε ως απάντηση στην κριτική που δέχτηκε. Και απομένω σε αυτήν που σας απαντάω με μια ολική επαναφορά στην κητήδα ακριβώς της παρεξήγησης στην πόλη γιατί κατηγορήθηκε για αρχαιοτισμό λίγο πιο πριν. Και τι κάνει, κάνει έναν βυρτουαζικό ξαναγράψιμο των σπουδαότερων συγγραφέων της πόλης που τους αναστηθέτει όλους κατά κάποιο τρόπο με βάση στη δική του μορφή, είναι σαν η δική του μορφή και δεν δείτε το κάπως έτσι. Τα κείμενα είναι και απαντήσεις, διορθώσεις κάποιων κριτικών υπροσλήψεων που βιώθηκαν ως παραχαράξεις. Δεν διακρίνουμε ή δεν διαβάζουμε με πληρότητα την πορεία ενός συγγραφέα αν δεν σταθούμε στην κοινωνιοποιητική του έργου και επιμείνουμε να τη δούμε μόνο ως ποιητική. Πώς περνά αυτό το κοινωνικό? Το κοινωνικό περνά και ως συγκεκριμένοι άνθρωποι, ανθρωπογεωγραφία, κυρίαρχη ιδεολογία, τύχες και ατυχήματα προσωπικά και καλλιτεχνικά και όλες αυτές του εκφάνισης είναι συνδιαμορφωτικοί παράγοντες του έργου. Με έναν τρόπο βιογραφία του έργου είναι και η βιογραφία του. Τα δικά της σημάδια αφήνουμε επίσης να διαβάζουμε πάνω του ώστε να την αναστηθήσουμε. Ευαίσθητος ο ίδιος Ιωάννο απέναντι στην Κρητική που δέχθηκε ίσως και ευαιρέθητος για ορισμένους. Ο Μαρωνίτης είναι Τουρκία και εσύ Ιελάς θα φτάσει να πει. Και θα περάσει αμέσως στην έκδοση του περιοδικού Φιλάδιου που έωρθε εξαλογλύρου τύπον και διένι με μόνος του και δεν ήταν παρά μία ακόμη τις απαντητικές του χειρονομίες στην Επίθεση όπως του βίωσε Μαρωνίτη. Θα αναλωθεί και σε μία άλλη σειρά κινήσεων οχύρωσης μετά το σιβάνο αυτό που θα ολοκληρώσουν την οργογραφία του με ένα καταληκτικό, πολλαπλά αυτοσχολιαστικό μέρος. Το εκτενέσεις σε αυτόν θα είναι το τελευταίο κομμάτι αυτής της επιχείρησης που περιλαμβάνεται στο βλίο του Πρωταύου Σατοπροσφύγων την οποία μαζί με το δικό μας σέμα, ο συγγραφές την έβλεπε σαν το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας της Θεσσαλονίκης όμως δεν πρόλογα να την ολοκληρώσει. Το εις εαυτόν είναι μία παρακαταθήκη που δεν μπορεί να προσπεράσει κανείς που οφείλει, αντιθέτως, να την προσπελάσει. Είτε να ζητάει έναν ορισμό του πεζογραφήματος, της ιδεολογικής πατέντας του Ιάνου στην Ολληνική Πεζογραφία, είτε θελήσει να δει τη διαδρομή του από την αρχή, να δει πώς προέκυψε καθένα από το βιβλίο του, και πώς οδήγησε συνολισμένη τους ακολουθία και μέχρι το πέραστος. Το κείμενο αυτό γράφει το 1984, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του. Και συνιστά, μαζί με ένα ακόμη προηγήτε μες στο βιβλίο, το μία μικρή επέτειος, μια συνολική επισκόπηση της καριέρας του, «straight from the horse's mouth» θα λέγουμε σήμερα. Σίγουρα σε μία γλώσσα που ο ίδιος δεν θα προτιμούσε καθόλου. Αν και τα δύο αυτά στοιχεία που πονήσαμε εδώ, ο ίδιος ο Ιάννος το αποστρεφόταν. Αμφενός δηλαδή το ξενικό ή το σύγχρονο, όπως έχει δημοφωθεί από τις τεχνολογικές εξελίξεις, έχει φρεσταίνει τίκα για μια σειρά σχετικών θεμάτων, που σήμερα ήσου και στην εποχή του ακόμη θα ξένιζαν από τις πολυκατοικίες, από τον τουρισμό ή ακόμη και για το αυτοκίνητο. Αφετέρου το άλλο θέμα που δεν θα του άρεσε καθόλου είναι ότι όταν τα εσχορούσαν στο έργο του η τυμπορύχη των γραμμάτων, όπως τους έλεγε, με τις δικές τους ερμηνείες και ανοιολογήματα, παρόλα αυτά είχε έναν τρόπο να είναι σύγχρονος ή και πρωτοποριακός τόσος προς τους συγκεκρινούς του όσο και ως προς τους μεταγενέστερους. Ακόμη και το Φιλάδιο μπορούμε να το δούμε κάτι σαν τα σύγχρονα blog. Αν, όπως λέει ένας σύγχρονος Αμερικάνος συγγραφές, υπάρχουν δύο ειδών συγγραφής. Αυτοί που γράφουν για τους άλλους συγγραφείς και εκείνοι που γράφουν για τους αναγνώστες. Ο Ιωάννου Φάνκη εξ αρχής προσέγραφε και για τους δύο. Άνοιξε μάλιστα καινούριους δρόμους και για τους δύο. Σε ό,τι αφορά τους συγγραφείς καινοτόμησε σε μορφολογικό επίπεδο. Με τη σύντομη κρυπτική αλλά ευρύχωρη ως προσπικίλες παρικβάσεις φόρμα με αυτήν την παπαδιαμάντια διαφορία για θέματα σύνθεσης, η οποία άνοιγε έναν άλλο δρόμο ανάμεσα στο διηγήμα, το δοκιμείο και το χρονογράφημα. Δημιούργησε το δικό του ευρυδικό αυτοκίνητο και με όχημα το νέο αυτοίδος, το πεζογράφημα, οδήγησε τόσο δικές του ανάγκες όπως αυτήν της εξομολόγησης, χωρίς όμως το ρίσκο της πλήρους έκθεσης, όσο και ευρύτερες όπως αυτές οι λογοτεχνίες της εποχής του σε νέες κατευθύνσεις. Έτσι, μάραστα, συναντήθηκε και με το ευρύτερο κοινό. Μπορεί πρωτεύουσα η εύλογη αναγνωστική ανάγκη του κόσμου κατά τα μεταπολεμικά και με τερφυλιακά χρόνια να ήταν η ιστορική ή η πολιτική αλήθεια με άλφα κεφαλαίων. Δηλαδή αναγνώστες περίμεναν να διαβάσουν, αλλά και οι συγγραφείς από τη μεριά τους αναζητούσαν τι έφτεξε και δεν πήγαν καλά τα πράγματα στη χώρα μας με τα πολεμικά, ποια αλήθεια ήταν η πιο έγκυρη έως προς την εμφυλιακή πληγή, εκείνη της αριστεράς ή εκείνη της δεξιάς. Το έργο μας του Ιάνου τα αφήνει πίσω του αυτά, αφήνει το πολιτικό υπό τη στενή κομματική έννοια, εστιάζεται ξεαρχή στην ιδιωτική και όχι στη δημόσια σφαίρα, στη σύντομη και όχι στη μεγάλη οφήγηση. Και στο μυθιστόρι με το δίγημα, στις μικρές, ατομικές, αλλά όχι λογότερο άβολες αλήθειες. Αυτή είναι επίσης μια αναδιώμενη ανάγκη των ανθρώπων των αστικών κέντρων, συχνά ανερμάτιστο μέσα στο πλήθος. Το θραυσματικό, το αποσπασματικό, δεν λογίζεται πλέον ως οδηματικό. Μπορεί εντιθέτως να δώσει έως και τη φιλωτικές αντανακλάσεις των εμπειριών τους, καθώς οι ολικοί καθρεπτισμοί και οι μεγάλες αφηγήσεις που ήδη στενόν τους υποστηρίζουν, αρχίζουν ήδη να τρίζουν. Και τα υποκείμενα μετεωρίζονται ανάμεσα σε κοινωνικές συμπάσεις και κατηγοριοποίησεις που δεν τα καλυπτούν. Η ανάθεση βέβαια του προσωπικού, περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένη, κάποτε καβαφικό το τρόπο έτσι, κρυπτογραφημένη, δεν γίνεται ως αυτοβιογράφηση. Αυτό θα γίνει μαϊστρικά την ίδια εποχή από τον ταχτσί, τόσος προς τη μεγάλη τους και όσους προς τη σύντομη φόρμα με τα ρέστα. Δεν γίνεται έτσι λοιπόν, δεν έχουμε αυτοβιογράφηση, γιατί ο πεισογράφημα δεν διαθέτει ήρωες συπλοκή. Αποφεύονται έτσι οι απευθείας ταυτήσεις. Διαθέτει όμως απαράμοιο βιοβιωματικές ζεστασιά. Ένα ψυχικό βηματισμό που μοιάζει να ακολουθεί, τα εσωτερικά κινήματα του αναγνώστη. Είχε το δώρο το σπλάχνον, όπως θα πει ο Διονύσης Σαβόπουλος. Ήταν άνθρωπος με ρογμή, από όπου είχε μπει η Θεία Χάρης. Όπως θα κοδίδει με θερμοκρασία της δικής του φωνής, σε ένα πεισογράφημά του τη δασκάλα, θα το βάλει προς μότο ο κύριος Ροκόπουλος, στο υπέροχο βίο του για τον νέο μου. Ο μοναχικός περιπλανόμενος των κειμένων του Ιωάννου, μέσα στην πολυπληθή μοναξιά του, βρίσκεται ο κατάλληλος άντρο, το δικό του κελί μέσα στην πόλη, για να συναντηθεί με τους άλλους, να γίνει συγγραφέας, κάποιος που γράφει με ή για κάποιον άλλο. Νομίζω, όπως στην εδαιδεχμένη εφετειρία για μια οσιαστική εξόρμηση, στο συγγραφικό του σύμπαν, μας την προσφέρει και πάλι ο ίδιος, με τα κελιά. Βάζοντας τα ακριβώς στο σημείο εγκίνησης, κάνοντας το κείμενο που ανοίγει το πρώτο του βιβλίο. Ίσως το αξεπέροστο. Δεν είναι το κείμενο που γράφει πρώτο, αυτό είναι οι κότες που ακολουθούν στο βιβλίο. Το γεγονός ότι τα κελιά προτάσσονται σε ολόκληρο το συγγραφικό οικοδόμημα, δεν είναι χωρίς σημασία. Ένας τόπος του εγκλεισμού, τόσο του αναγκαστικού, του τιμωρητικού, της φυλακής, όσο και του εκούσιου, του εξαγνιστικού, μια και οφορέπη στο χώρο του μοναχού, μπερδεύει εξ αρχής εγκληματίες και ασκητές, το ιερό και το βιβλίο. Το κείμενο φέρνει στην επιφάνεια μια κλημένη σωτοπίδα της γλώσσας, που το δείχνει η ίδια η γλώσσα γιατί χρησιμοποιεί την ίδια λέξη και για τις δύο διαμετρικά αντιθετικές αυτές καταστάσεις. Και ακολούθως τι κάνει, τις κατευθύνει συνυρμικά στην ιδεολογική του στόχευση, εμπλέκοντας απασάν και έναν άλλο στενό κυκλωστό χώρο, αυτόν τον ποχορητηρίου, του σπιτιού αρχικά, του στρατού οκολούθους. Ας για τους χώρους που τί θέλετε, βλέπουμε ότι εδώ πολύ γρήγορα το καθαρό και το βρώμικο, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το πάνω και το κάτω κοινωνικά έχουν ανακατευτεί. Οι βεβαιότητες για κοινωνικές και ηθικές κατηγοριοποίησης και ιεραρχίσεις έχουν υπονομιευτεί. Οι εκκλησίες δεν παρέχουν τα προνάμια που έχουν οι φυλακές, δηλώνεται στην αρχή του κειμένου, δεν προσφέρονται για απομόνωση και συγκέντρωση του πνεύματος και της ψυχής, ενώ αντιθέτως στα αποχωρητήρια, στο τέλος, γίνονται προναμιακοί τόποι για βαθιά αναγνώση και γραφή. Με το πρόσχημα του στενού και κλειστού χώρου που ενώνει το πνεύμα με την ψυχή, τα σφίγγει με το Θεό, τα ισχύοντα έχουν ανεπεστήτως, χαμηλόφωνα αλλά στεναρά, ανατραπεί. Όπως λέει ο ίδιος αφηγητής εξάλλου από τις πρώτες βρανές του κειμένου, εκείνο που μετρά περισσότερο είναι ο τόνος της διαμαρτυρίας, ούτε θρασής ούτε και να λυγίζει, για να συνεχίσει. Δύσκολο όμως να πετύχεις το σωστό τόνο, όταν σε κοιτάζουν τόσοι και τόσοι, περιμένοντας αυτό ακριβώς το πράγμα. Αναφέρεται στα δικαστήριο που οτίθεται όπως περιφέρεται, ετοιμάζοντας απολογίες, χωρίς βέβαια να έχετε πράξει ακόμη κάποιο αδίκημα, από μια έτσι ασαφή ακόμη ενοχή. Τα δικαστήρια προφανώς δεν αφέρονται εδώ ως ένα άγχος κρίσης μόνο σε κοινωνικό ή ηθικό επίπεδο, αλλά και σε καλλιτεχνικό. Το άτυπο δικαστήριο που συνιστούν οι άλλοι συγγραφείς, οι άλλοι συνάδελφοι, πρωτοκλασάτη και δευτεροκλασάτη της εγγραφής της εποχής, κριτικοί και επικύλια αναγνώστες, κεντράρεται από την αρχή με μεγάλη ευκρινή εδώ. Από τον Λοκίνο εξάλλου μέχρι τον Χάλλον Κλουμ έτσι αντιμετωπίζεται η είσοδος του νέου ισορχόμενου στο λογοτεχνικό πεδίο, ως ανοιχτή διαδικασία κρίσης. Αυτό ηφείσταται κανείς όταν πρωτοδημοσιεύει και θα εξακολουθεί να δίνει εντύστοιχες εξετάσεις στη συνέχεια με κάθε νέο του βιβλίο. Ο αφηγητής του Ιωάννου, από το πρώτο του φανέρωμα, γνωρίζει πολύ καλά ότι τα πάντα στη λογοτεχνία είναι ζήτημα ύφους. Ενώ όμως η θεματική δεν θα αλλάξει, το ύφος του θα τροποποιηθεί. Βαρέθηκα πια να μιλάω μόνο με το πάνω μέρος μου, με τη λαδιά της ψυχής μου. Θέλω να ανακατώσω πια το καζάνι, να βγάλω στο φως τα κατακάθια, ακόμα και τις κοτρώνες, θα δηλώ στο τελευταίο του βιβλίου από την καταπαχτή. Θα σκαλίζω πια με την κουτάλα μου στον πάτο του καζανιού μου και ό,τι βγάλω. Όποιοι θέλουν λαδιά, στραφτερά και με πολλές ροφήματα, να πάνε σ' άλλου μάγερα το καζάνι. Ενώ λοιπόν από την αρχή και μέχρι το τέλος θα είναι ίδιο το θεματικό και το ιδεολογικό του επίκεντρο, δηλαδή η ανάδευση του πάνω και του κάτω, το ανακάτεμα ή ανατροπή, υφολογικά οι τόνοι έχουν ανέβει καταπολύ. Συγχρόνως έχει συντελεστεί ένα προχώρημα από την υπενυκτικότητα στην καταδήλωση. Ο βυρτουόσος των υπενυγμών, όπως ο Ιωάννος που κάλεσε τον Καβάφη, και όπως κι ο ίδιος αναγκάστηκε να γίνει, ώστε και της αλήθειας του να λέει και από τους δράκους να ξεφεύγει, σύμφωνα με την έκφρασή του, έχει σταδιακά, από τον επιτάφιο εθρίνο και εξής, γίνει κάποιος που προσπαθεί να πει τα πράγματα, τις αισθήσεις, τα αισθήματα και τα πρόσωπα με το όνομά τους. Με τη διαφορά ότι το προχώρημα δεν είναι τεχνοτροπικό όπως το Καβάφη, ο οποίος περνά από τον συμβολισμό στο ρεαλισμό, όπου τα παράθυρα, για παράδειγμα, για να πούμε έτσι κάποια πολύ γνωστά του, ποιήματα ή τα τείχη, παύουν να είναι σύμβολο, ξαναζήτησης ενός ανοίγματος το πρώτο ή σύμβολο εγκλησμού το άλλο και σταδιακά γίνονται στο έργο του το συγκεκριμένο πράγμα και ο συγκεκριμένος χώρος, έτσι προχωρά το συμβολισμό στο ρεαλισμό. Εδώ δεν έχουμε κάνει κάτι τέτοιο, είναι περισσότερο μια ανάγκη προσωπική για εξομολόγηση, ανοιχτή, δημόσια, δίχως κάλυψη. Μόνο που στη λογοτεχνία δεν δικαιώνονται απαραίτητε ειδόμηχες, αδύριτες ανάγκες, όσο τρόπους που αυτές ισορροπούν σε υφολογικές ή δημιουργικές τους αφοδόσεις. Αν μπορούμε ωστόσο να θεωρήσουμε τον Ιόνισο στον καβαφικότερο από τους πεζογράφους μας και σα σίγουρα έναν από τους πιο επρυσοπευτικούς ανάγκους, τους καλύτερους συγγραφείς ελληνικής λογοτεχνίας, αυτό έχει να κάνει με το ιδιαίτερο στίγμα της γραφής του, της βαθιά προσωπικής εντιμηστικής, τα έλεγα, στις καλύτερες στιγμές, που έχει όμως και έρεες κοινωνικές εκχμές, αλλά και στον τρόπο του να σκηνοθετεί συνευρέσεις και περιπλανήσεις μέσα στο αστικό σκηνικό. Ασχέτουσαν αυτό οι Αθηναϊκοί της Θεσσαλονίκης, αφού η χώρα που εστιάζει και στις δύο πόλεις είναι αντίστοιχη. Πλατείες Αγίου, Βαρδαρίου, Βασιθούν Εποκαλή, Ιωμώνιας, Λαϊκά Ξενοδοχεία, ευρύτερα χώρια που θάλλει το λαϊκό στοιχείο, ο κόσμος του Μοχθ. Εκεί εντοπίζεται για κοινωνιχνησιότητα. Εκεί η ομορφιά, ηθική και φυσική. Ο ανδρισμός και η ανδρεία. Ανδρεία με την έννοια της γενναότητας, να αναλαμβάνεις τις επιθυμίες σου, τις υποκρισίες ή υποταγές σε κοινωνικές επιταγές. Αντίθετα, υψηλά ιστάμενοι κοινωνικά, διάφορα θεσμικά υποκείμενα, στρατηγίδες, πότες και άλλοι, αποδεικνύονται κατώτερη, σαφρή. Όπως χαρακτηριστικά φαίνεται ήδη στο κείμενο που κλίνει το για ένα φιλότιμο, τη Λυσασμένη Γελάδα, αλλά και στη συνέχεια ως ολόκληρο το ρούτου. Υπό αυτήν την ενιαστική του σκηνογραφία, παρουσιάζει ιδεολογικές προεκτάσεις, παράλληλες με τις καβαφικές. Όπως το καβάφι, κάτω από το οκάθαρτο, του στενό σοκάκι, στον λαϊκό κρεβάτι, ανθογνήσει αισθήματα και συνευρέσεις, έτσι στον Ιωάννου, πάνω σε ακάθαρτα σώματα, χρήστες ουσιών και παρανόμους, μπορεί να ανθίσει ωσάν βασιλικό στην Κοπρια, ο Σταυρός του Χριστού, όπως λέγεται στο λογοτιμήτη, το δίδυμος προς τα κελιά κοιμένο από τη σαρκοφάγο, αφού και εδώ για φυλακές και μοναστήρια γίνεται λόγος και προκρίνονται και πάλι φυλακές. Ο συγγραφέας μάλιστα φαίνεται να βρίσκει πραγματικά σημεία στο χάρτη, που επιβεβαιώνουν την ψυχική του γεωγραφία. Οι δράσεις στο λογοτιμήτη τοποθετείται στα δύο πόδια της Χαλκιδικής, που το πρώτο στεβάζει φυλακές, ενώ το τρίτο το Άγιον Όρος μονές. Και ανάμεσά τους ο αφηγητής βλέπει να πλαταγίζει φαλός τεράστιος, όπως λέει η Συθωνία. Ο τρόπος που εμπλέκεται το τιμωρητικό, το σεξουαλικό, το θρησκευτικό και το ασκητικό, έχει πλέον λάβει τη δική τους φραγίδα. Ού ποιίδας είναι ότι το σώμα ημών, ναός του εν ημήν Αγίου Πνεύματος αισθήλει. Πώς μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει το σελωμιάν, διερωτάται ριτορικά στο ίδιο κείμενο, θυμίζοντας αντίστοιχες διερευνήσεις του Ζενέ, του Άγιου και Μάρτυρα, όπως θα τον αποκαλέσει ο Σάρτρ, μια και εκείνος θα κάνει το ίδιο του το σώμα πεδίο τους, όντας όχι μόνο θαυμαστής του κάλους που εγκλείουν εγκληματικές πράξεις, και οι μορφές αλλά και οι δράσεις τους. Δεν θα γράψει μόνο γι' αυτές. Και ο Ιωάννου δεν θα πάψει να αναζητά τους δικούς του Άγιους μέσα στην πόλη και να διακρίνει τη λάμψη τους σε λογίες κακοπαθημένους και ελλαϊκά κορμιά, μέσα σε ελλαϊκά σινεμά, σφαγεία, εβραϊκά μνήματα που φτερουγίζουν ερωτικά συμπλέγματα. Ας χειμωνούν, θα έλεγε κάποιος άλλος. Ο ίδιος όμως τα βλέψε ανατρικές μορφές με φτερά αγγέλων, όπως τα ζωγράφη ζωτσαρούχης. Έτσι τα αποτύπωσε και η δική του τέχνη, εκτοξεύοντας τα δικά της πυροτεχνήματος στον βράδυ της ελληνικής λογοτεχνίας. Σας ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστούμε την κυρία Ιακοβίδη. Θα μιλήσετε από κάτω και λίγο ή από πάνω. Το λόγο τώρα έχει ο αγαπητός μου, τον αγαπώ τόσο πολύ που δεν μπορώ να τον πω σεβαστό, Νίδερτα Τριανταφυλλόπουλος, να μιλήσει για ένα περιοδικό, την ελεύθερη γενιά, που κάποιοι από εσάς, από εμάς, μπορούν να το έχουν πάρει στα χέρια τους και ως μαθητές. Θα χειριστείτε εσείς τη διαφάνεια σας. Καλησπέρα σας. Φοβάμαι πως θα σας προσγειώσω απότομα μετά από την ομιλία της προλαγησάσης, αλλά τι να κάνουμε. Το θέμα μου λοιπόν είναι ο Γιώργος Ιωάννη και το περιοδικό Ελεύθερη Γενιά και ας μου επιτραπεί να αρχίσω με ένα μικρό τμήμα από τα επιλεγόμενα του τομιβίου μεταπολεμικά νεανικά περιοδικά που εκδόθηκε το 2015 από τους αντίποδες προλογισμένο από τον παρακαθήμανό μου Σταύρο Ζουγουλάκη. Διαβάζω. Βιάστηκα όπως βλέπω τώρα να υποσχεφώ στον Σταύρο και τον Κώστα Σπαθαράκη ότι θα προσπαθούσα να γράψω ένα κείμενο για την Ελεύθερη Γενιά, περιοδικό που εκδηδόταν στα χρόνια 1976 έως 1981 από το Υπουργείο Παιδείας και διανεμόταν δωρεάν στους μαθητές των γυμνασίων και των ηλικίων. Βιάστηκα γιατί το 1976 δεν ήμουν 15 ή 17 χρονών, είχα ήδη τέσσερα παιδιά και δεν έχανα τον ύπνο μου περιμένοντας το επόμενο τεύχος της Ελεύθερης Γενιάς. Ότι λοιπόν κι αν έγραφα στο βιβλίο εκείνο θα ήταν ψυχρό. Ωστόσο η Ελεύθερη Γενιά ήταν μια αξιομνημόνευτη προσπάθεια που δεν βρήκε θερμή ανταπόκριση. Απευθυνόταν στις μαθητικές κοινότητες, εκείνες όμως τις τιμώνιζαν άλλοι καπετανέοι. Οι περισσότεροι μαθητές του Λυκείου είχαν δασκαλευτεί καλά, το περιοδικό ήταν αντιδραστικό. Ο Γιώργος Ιωάννου από τους στυλωβάτες της Ελεύθερης Γενιάς έπνεε εμένεα. Λυπόμουν κι εγώ βλέποντας στους διαδρόμους του σχολείου μου τάνες αδιάθετων περιοδικών και θυμώνω τώρα με τον εαυτό μου που με ρίμνησε να σώσει μόνο μια σειρά. Άψογη εκτύπωση, εξαιρετικά εξόφυλα, σελίδες αλληλογραφίας και μαθητικών συνεργασιών, διηγήματα, όχι όμως μυθιστορήματα, ποιήσεις δοκίνια καλά διαλεγμένα, αφιερώματα σωστά συγκροτημένα. Όμως δεν ήταν μόνο παρορή η Ελεύθερη Γενιά αλλά και έπαιζε εκτός έδρας. Καθώς φύλλο μετρώ πάλι τα τεύχη της σκέπτομαι πως το αναγνωστικό κοινό που θα τη στέριαζε ήταν ίσως οι πρωτοετής και δευτεροετής φοιτητές των θεωρητικών σχολών, όσοι ενδιαφέρονταν για τα γράμματα και τις τέχνες. Για να συνοψήσω θενομενικά αντιφάσκοντας, η Ελεύθερη Γενιά θα ωφελούσε όχι λίγο αν διαβαζόταν, όμως δεν ήταν ερωτεύσιμη. Μπορείτε να με ρωτήσετε στο τέλος. Αυτό ήταν το κείμενο στα μεταπολεμικά νεανικά περιοδικά. Θα προσπαθήσω τώρα να είμαι ακριβέστερος και ζητώ συγγνώμη για την κάποια σχολαστικότητα με τα στοιχεία ταυτότητας του περιοδικού. Η Ελεύθερη Γενιά που αρχίζει να εκδίδεται τον Φεβρουάριο του 1976, ένα μήνα δηλαδή αργότερα αφότου ο Γιώργιος Ράλις αναλαμβάνει το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, είναι μηνιαίο περιοδικό για τις μαθητικές κοινότητες της Μέσης Εκπαιδεύσεως. Διευθύνεται από Επιτροπή της οποίας πρόεδρος είναι ο Κάπανι Παπανικολάου, Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαιδεύσεως και μέλη ο Επιθεωρητής Μαθηματικών Δημήτριος Αγγελάτος, ο Θεολόγος ΑΧΡΙΣΤΟΠΙΛΟΣ, ο Φυσικός Γεώργιος Μαθάς και ο Φιλόλογος Σοφοκλής Δενητρακόπουλος. Από το τρίτο τεύχος προσθήθεται στην Επιτροπή ο Φιλόλογος Γεώργιος Ιωάννου, αλλά στο αμέσως επόμενο προφανώς στη απαιτήση του τα πράγματα διορθώνονται και γίνεται Γιώργος Ιωάννου. Την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει η μη δέλτα αρχοντίλου. Επανελαμβάνω ότι το πρώτο τεύχος εκδίδεται τον Φεβρουάριο του 1976 ενώ το τεσσαρακοστό τον Μάιο του 1980. Ακολούθησε το τεύχος 41-42-43 για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο 1980 και το τεύχος 44 για τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1981. Είναι το τελευταίο τουλάχιστον στη δική μου βιβλιοθήκη. Στο τεσσαρακοστό υπάρχει μια δυσσίωνη προαναγκαιρία, εισαγωγικά. Η ελεύθερη γενιά από του χρόνου για συνδρομητές, οδηγίες στο επόμενο τεύχος. Κάτι σαν έσωες μάταιο. Το περιοδικό ήταν ήδη διαβεβλημένο και αφέθηκε να βουλιάξει. Το ίδιο φυσικά, άδοξο και άδικο τέλος, είχαν και τα χελιδόνια, περιοδικό για τους μαθητές του δημοτικού που αριθμί πάντως λιγότερα τέφι. Οι σελίδες της ελεύθερης γενιάς ήταν 48 και σε αυτές πρέπει να προσθεθούν τα 4 ή 4 των εξωφύλων. Ήδη είπα ότι ήταν έκδοση ιδιαίτερα φροντισμένη, με εξαιρετική εικονογράφηση στα εξώφυλα και τις έσω σελίδες. Στο περιοδικό λοιπόν αυτό ο Γιώργος Ιωάννου θυτεύει νομίζω με ολική απόσπαση από τον Απρίλιο του 1976 έως τον Ιούνιο του 1979. Δηλαδή 30 συντακτικούς ας τους πούμε έτσι μήνες. Ηκάζω ότι μαζί με τον Πρόεδρο Καπανί Παπανικολάου, ο οποίος με διάφορα ψευδόνιμα δημοσιεύει ουκ ολίγα στην ελεύθερη γενιά, ο Γιώργος Ιωάννου συνεπομίζεται το μεγαλύτερο βάρος της συγκρότησης κάθε τέφους. Η υπογραφή του εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Τεύχος 5 Ιούνιος 1976 όπου δημοσιεύεται το τρισέλιδο διήγημά του «Το παλιό σχολείο». Δεν μπορώ να αποφανθώ με απόλυτη βεβαιότητα ότι το κείμενο, το κυνήγι του θησαυρού στο ίδιο τέφος και με την υπογραφή η διεύθυνση ανήκει στον ίδιο. Η σχέση πάντως αυτού του κειμένου με το διήγημα «Το παλιό σχολείο» είναι στενή και τα δύο απευθύνονται κυρίως τους τελειώφητους που είναι υποχρεωμένοι πια να διαλέξουν τον δρόμο τον οποίο θα ακολουθήσουν διαβίου. Υποκύπτο στον πειρασμό, τώρα που η φιλολογία ελάχιστα διακονείται από άνδρες, να διαβάσω το τέλος του διηγήματος. Ο Ιωάννου είναι ο Ιωάννιος τελειώφητος του εξαταξίου γυμνασίου, παρακολούθησε μια παράδοση στη νομική σχολή μαζί με κάποιον συμμαθητή του ο οποίος, γοητευμένος από την ακρόαση, επέλεξε τελικά αυτή τη σχολή και διακρίθηκε κατόπιν. Ο συνακροατής του Γιώργος Ιωάννου βρήκε το μάθημα ιδιαίτερα ανοιαρό, αυτή είναι η εκφρασία του, αλλά αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει κάποια συμβουλή. Διαβάζω, δηλα-δηλα ζήτησα ακρόαση από τον γυμνασιάρχη, ήταν φιλόλογος και διακρινόταν για τον ζωηρό θεατρικό τρόπο με τον οποίον μιλούσε. Του είπα τα βάσανα μου, τη φοβερή ψυχική ταλεπορία μου, του είπα ότι ήθελα να πάω στη φιλολογία αλλά με είχαν τρομοκρατήσει και έτσι άρχισα να σκέφτομαι τη γεωπονία, μα ένιωθα μέσα μου ένα φοβερό διχασμό. Με άκουσε με προσοχή, ύστερα σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και είπε δραματικά «για το όνομα του Θεού παιδί μου, θα αφήσεις τα πουρνάρια, θα αφήσεις το γάμο να πάσει για τα πουρνάρια» Αυτό ήταν. Δεν ήθελα άλλο τίποτε. Στρώθηκα το καλοκαιράκι στη μελέτη και το φθινόπωρο ήμουν πρωτοετής φοιτητής της φιλολογίας. Παρ' όλες τις δυσκολίες και τις κακοπάθειες, ποτέ μου δεν ξανακοίταξα πίσω. Δεν ξέρω αν το δίγημα έπισε κάποιο ταλαντευόμενο τελειόφυτο αγόρι, ωστόσο μου θύμισε τη φοβερή πολιορκία της συγχωρεμένης της μάνας μου, που απ' όντως στα γρεβενά του γυμνασιάρχη πατέρα μου, πρόσπεσε στον εγχαλικίδι δικό μου γυμνασιάρχη να με πείσει να εγγραφώ στη νομική, θεός φορές τους όλους, και τον πατέρα μου που, σαν τον γυμνασιάρχη του Γιώργου Ιωάννου, με έσφρωξε προς τον έρωτά μου. Από το τεύχος 7 του Νοεμβρίου 1976 καθιερώνεται το ταχυδρομείο μας, με άλλα λόγια, στήλες αλληλογραφίας με μαθητές που στέλνουν στο περιοδικό συνεργασίες για δημοσίευση. Ο Ιωάννου προτάσσει ένα κείμενο δυόμιση στυλών όπου εξηγεί πως θα επικοινωνούν οι μαθητές με την ελεύθερη γενιά. Αντιγράφω την τελευταία του παράγραφο «Και πάνω απ' όλα διαβάζετε κείμενα ποιότητος, ασταμάτητα, με μανία, πίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, απλές και βασικές μελέτες. Μην παραμελείτε την ελληνική λογοτεχνία, είναι σκουδαία, από αυτήν άλλωστε θα καταρτίσετε το γλωσσικό σας πλούτο και θα καταλάβετε την νεοελληνική ψυχή. Και αγαπήστε και τους αρχαίους κλασικούς. Είναι πραγματικά ό,τι ανώτερο στο χώρο του πνεύματος. Αν δεν τους καταλαβαίνετε στο πρωτότυπο, πραγμαπιθανότατο, ορμήστε στις μεταφράσεις. Προσέχετε όμως να είναι σωστές και καλόγουστες». Τέλος του παραθέματος Στα παιδικά και νεανικά περιοδικά, όσα είχαν στείλει συνεργασίας αναγνωστών, η ανηλογραφία του αρχησυντάκτη με το αναγνωστικό του κοινό ήταν εκ των «ΟΚΑΝΕΦ». Θα θυμίσω την διάπλαση των παιδών του Ξενόπουλου και από τα περιοδικά της δικής μου παιδικής και εφηβικής ηλικίας μνημονεύω ευγνώ μόνο στην παιδόπολη σπίτι του παιδιού με αρχησυντάκτη τον Άγγελο Μεταξά, που ασκούσε με παραδειγματική υπομονή και παιδαγωγικό ζήλο ακατάβλητο το θεάρεστο έργο της κριτικής των συνεργασιών σε δυό και τρεις ελείδες του περιοδικού. Συστηματικότερες και εκτενέστερες ήταν οι κρίσεις της μαθητικής διάπλασης, προφανώς γιατί είχε πολύ λιγότερους αναγνώστες, κρίσεις θετικές ή αρνητικές αλλά πάντοτε τεκμηριωμένες. Με τον ίδιο περίπου τρόπο αντιμετωπίζει και ο Γιώργος Ιωάννου τους αναγνώστες της ελεύθερης γενιάς που φιλοδοξούν να φιλοξενηθούν στις ελείδες της. Ο Ιωάννου έχει το πλέον έκτημα, εκτός από την ιδιότητα του συγγραφέα σε όλα σχεδόν τα ίδια του λόγου, να είναι και σχολικός φιλόλογος. Να έχει αναπνεύσει τον αέρα της σχολικής αίθουσας. Συνεπώς, όπως έκρινε τις εκθέσεις και τις όποιες απόψεις των μαθητών του κατά τη διδασκαλία των αρχαίων και νέων ελληνικών, έτσι και από το ταχυδρομείο μας, συνοπτικότερα φυσικά, επιχειρεί να διορθώσει τα βήματα των παιδιών από όλα τα σχολεία της Ελλάδος αυτή τη φορά. Θα φανεί ίσως υπερβολή, αλλά θεωρώ σημαντικότερη και διδακτικότερη από τη δημοσίευση των δικών του κειμένων στην ελεύθερη γενιά, αυτή την εκούσια υλωτία του στις ελίδες της αλληλογραφίας. Επιχειρώ να δώσω μερικά δείγματα των κρίσεών του. Μαθητρία Μαρ Ρεπούσκου Σπάτα, σε ευχαριστούμε για τη συνεργασία, όμως το θέμα του κλόου που παρά τα βάσανά του οφείλει να διασκεδάζει το κοινό είναι πολύ μεταχειρισμένο. Παίρνε τις εμπνεύσεις σου από τον περίγυρό σου στο τεύχος 7. Γιατί, χαρ βλάχο Αθήνας, τα ποιήματά σου, αν και μεστά από νόημα, πεζοφέρνουν. Ίσως η δόση διδακτισμού και συλλογιστικής είναι υπερβολική και δίνεται πολύ άμεσα. Μαθητρία Μη Σκαρπαθίου Χαλκίδα, τα κείμενά σου δείχνουν υψηλή μίηση στην ποιητική λειτουργία, όμως, και αυτό ας θεωρηθεί μόνο ως διαπίστοση, είναι εξαιρετικώς ερμητικά. Ζούμε άραγε σε εποχή που πρέπει να αποκλείουμε τόσο τους άλλους. Τεύχος 17 Παρέκβαση Η Μαργαρίτα Σκαρπαθίου ήταν αυτή που ξεκίνησε τους νεανικούς ορίζοντες του Λικίου Θηλαίων Χαλκίδος, ατήθαση και ανυπότακτη και ήταν αργότερα βασική συνεργάτηδα του Φυλαδίου της Χαλκίδας στα Νεφούργια με κείμενα και υποβλητικά εισατηρικά σχέδια. Ο Ιωάννου διείδε τις δυνατότητες της. Γυρίσω στον Ιωάννου. Μαθητή ποιημπαζό Αθήνα, είσαι επηρεασμένος και μάλιστα θετικά από την ποιήσει του ΚΑΒ. Χρειάζεται όμως ακόμα πολλή πειθαρχία. Τα ποιήματά σου να τα δουλεύεις πολύ. Αυτό έκαμνε και ο ΚΑΒ. Μεταφέρω ακόμη δύο και εκτενέστερες κρίσεις που εκφράζουν νομίζω και τις αντιλήψεις για την ποιήση, όχι μόνο του Γιώργου Ιωάννου αλλά και των περισσότερων συνεργατών της διαγωνίου. Μαθητή ΒΑΡΑΝΚΟ, Αθήνα, τον ασυναντό κείμενα μαθητών, οι οποίοι προσπαθούν να εκφραστούν ποιητικά με τον ΑΙΒ τρόπο, όπως εσύ εδώ υπερεαλιστικά, αυτό μου προξενεί χαρά. Όμως έχω να σου παρατηρήσω τα εξής. Μια γνήσια αυτόματη γραφή που ξεπηδάει πραγματικά μέσα από το υποσυνείδητο παρουσιάζει κάποια ενότητα. Αυτά που τυρανούν το υποκείμενο βγαίνουν και ξαναμπαίνουν. Πρόσεξε λόγου Χάρη το έργο του εμπειρίκου. Σε σένα δεν το βλέπω αυτό. Και δεύτερο, καλή η μαθητία στον υπερεαλισμό αλλά είναι πια κάτι που προπολού έχει ξεπεραστεί. Η πίηση έχει προχωρήσει αφού χαράχτηκε βαθιά από το μεγάλο αυτό κίνημα. Εύχος 21. Στο ίδιο τεύχος. Τελευταίο. Μαθητή ΘΙΤΑΤΣΟΠΑΝΑΚΙ ΠΙΡΕΑ. Τα ποιήματά σου, τα κείμενά σου μάλλον δεν είναι νομίζω όρημα. Πρέπει ακόμα να διαβάσεις και να νιώσεις. Όμως, οι χώροι όπου τα τοποθετείς, τα πράγματα που απαριθμείς και από όπου βγάζεις τη συγκίνηση, τα πράγματα και όχι οι αφηρημένες έννοιες είναι κάτι που οφείλω να εξάρω. Μακάρι να μπορούν πολλά παιδιά να κοιτάξουν έτσι τον περίγυρό τους. Παραθέτω μερικούς στίχους σου. Σας τους διαβάζω με μικρές σπάσεις στο τέλος των στίχων. Τα μπλέ του Ελβιέλλα άνοιξαν. Ωστόσο, περπατούσε στα μαυριδερά, υγρά σοκάκια της ηλικίας, με συντροφιά τις κατάκλυστες φόρτες. Η καρδιά του προσπαθούσε να ζεσταθεί στο λερό μπουφάν του. Ήταν μόνος. Ήταν δεκαεξάχρονος και μόνος. Τελείωσα με τα δείγματα των απαντήσεων του Ιωάννου. Τελειώνω και την σαφώς ελπέστατη ομιλία μου με την ευχή κάποιος πολύ μικρότερος μου στα χρόνια και καλός γνώστης του έργου του Γιώργου Ιωάννου να μελετήσει συστηματικά τα έυχη της ελεύθερης γενιάς και να καταγράψει όλα του τα κείμενα πρώτες ενδεχομένως ή αναδημοσιεύσεις, να ξεψαχνίσει το ταχυδρομείο μας και να ανθολογήσει δεκαπλάσιας από τις δικές μου κρίσεις των συνεργασιών. Επιπροσθέτως να καταρτήσει ένα μικρό ανθολόγιο από τα δημοσιευμένα του περιοδικό και άλλα εγκεκριμένα από τον Ιωάννη ποιήματα και πεζά των μαθητών ως τεκμήριο συν της άλλης και της έγνοιας του κριτή για παιδιά που αγαπούσαν τη λογοτεχνία, όχι πολύ σχετική αλλά αναγκαία προσθήκη. Ο Γιώργος Ιωάννου αρκετά νωρίς με παρόθυσε να κολυπήσω σε βαθύτερα νερά της παπαδιαμαντικής θάλασσας, του χρωστάω αυτή την ενθάρινση. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστούμε τον κ. Διαταφυλλόπουλο και δίνω το λόγο αμέσως στον κ. Δρουκόπουλο, ο οποίος έχει γράψει, επιτρέψτε μου να το πω, το καλύτερο βιβλίο που υπάρχει για τον Ιωάννου. Αν δύσκολο να το βρείτε στα βιβλιογραφεία δεν υπάρχει, είναι αυτό εδώ από τις εκδόσεις Ιρμός που έχουν κλείσει προχωρώνετον. Το δεκέμβριο του 1976, ο εκδοτικός Ικός Ιρμής εκδίδει σε ένα τόμο τις τρεις συλλογές πεζογραφημάτων του Ιωάννου, για ένα φιλότιμο, την σαρκοφάγος και η μόνη κληρονομιά. Τέλος Μαρτίου του 1977, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, στην ομιλία του για τον Ιωάννου, «Εξομολόγηση και η τέχνη του χανακισμού», λέει «Είναι γνωστό πως στα νεοελληνικά γραμμάτα δύσκολα ταξιθετούνται σχολές εγχώριας προέλευσης, γιατί οι λεγοτέχνες μας συχνότερα επηρεάζονται από αλλοεθνείς παρά από ομόγονους στους ομοτέχνους. Τόσο, το γεγονός είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ιωάννου, έστω κι αν δεν μπορεί να αποκληθεί αρχηγός σχολής, έχει κιόλας επηρεάσει μια σειρά από αξιολογότερους νεότερους διηματογράφους. Το Σάκη Παπαδημητρίου, τον Ηρία Παπαδημητρακόπουλο, τον Δημήτρη Νόλα, τον Τόλη Καζατζή, τον Άγγελο Καλογερόπουλο. Τούτο δεν ενέχει τίποτε το μυητικό για τους άξιους αυτούς τεχνίτες, απλώς υποδηλώνει μια γαρματολογική παρατήρηση. Στο κάτω κάτω, ο τρόπος του Ιωάννου και παπαντός η γλώσσα του, μας έχει επηρεάσει όλους μας. Τέλος Απριλίου του 1977, ο Μαρονίτης δίνει διάλεξη και τον Ιούνιο δημοσιεύει στο βήμα τις απόψεις του για το πεζογραφικό έργο του Ιωάννου, όπου διαπιστώνει τα εξής. Ο Καζατζής, ο Καλογερόπουλος, ο Λαχάς, ο Παπαδημητρίου παρουσιάζουν θετικές ή αντιθετικές ομοιότητες με τη δουλειά του Ιωάννου. Εδώ, όμως, βλέπει και τον κίνδυνο της μίμησης. Φυσικά, δικαίωμα του κάθε ανθρώπου και κάθε συγγραφέα είναι να αποφασίσει πώς θα χρησιμοποιήσει τη μνήμη του αν θα τυραγγίσει με τις εμβολές του σήμερα και του αύριο. Το δίλημα, όμως, αυτό αποκτά αντικειμενικότερο ενδιαφέρον από τη στιγμή που ένας συγγραφέας μάστορας αναλαμβάνει κατά κάποιον τρόπο να ρυθμίσει την πελογραφία μας στον επαρχιακό ρυθμό και από κοντά τον ακολουθούν και άλλοι νεότεροι. Ο ίδιος ο Ιωάννου, σε συνέντευξή του, το Νοέμβριο του 1977, σε σχετική ερώτηση απάντησε «Αν και δεν ταιριάζει να το λέω εγώ, έχω παρατηρήσει από χρόνια ότι ασκώ κάποια επίδραση. Ναι, θαρρώ ότι αρκετοί έχουν πατήσει, έχουν στηριχθεί πάνω στο έργο μου για να προχωρήσουν». Εδώ πρέπει να αναφέρω σύντομα τα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Ιωάνν, για να συσχετιστούν με τον νεότερον συγγραφέων. Ισβολή της μνήμης των παρελθών. Εφηβική ηλικία κυρίως, στρατιωτικό, επαρχιακή ζωή της Θεσσαλονίκης. Παρατηρητικότητα, συνεχής ενατένηση της λεπτομέρειας. Διωματική γραφή, λυρισμός εσωτερικής κάψιος καταβαγενά. Ερωτικό βλέμμα και διαμόρφωσή του. Υποκειμενικές εμπλοκές του αφηγηματικού εγώ και μετεωρισμός του πάνω από το μαύρο κενό. Παρανοϊκός χαρακτήρας καταμαρωνίτη, νευρωσικές καταστάσεις κατακοτζιά. Εσθήματα ενοχής, εξομολογητική διάθεση. Μετά από αυτά τα εισαγωγικά, θα κάνω μια περίδιάβαση σε συγγραφείς που ανέφεραν οι προηγούμενοι μελετητές και σε μερικούς άλλους, για να φανεί ποια είναι η επίδραση που άσκησε ο Ιωάννου. Ήδη ακούσαμε τον Κοτζιάνα ομολογή. Στο κάτω κάτω, ο τρόπος του Ιωάννου και προπατός η γλώσσα του, μας έχει επηρέασει όλοι μας. Ο Μέννης Κουμανταρέας, 1931, είχε αρχίσει να δημοσιεύει πεζογραφή μετά του, νωρίτερα από τον Ιωάννου, τα μηχανάκια του 1962. Ωστόσο, το βιβλίο του Σεραφείμ και Χερουβείμ, το 1981, δεν αποκλείεται ένα γράφτηκε κάτω από την κοητεία των αφηγημάτων του Ιωάννου, καθώς απεικονίζει τη ζωή της γειτονιάς του γύρω από την πλατεία Κυριακού Βικτορίας, την προπολεμική και την μεταπολεμική εποχή. Στην αφήγηση μετέχει ενεργά και ο ίδιος αφηγητής. Μετέχει στη ζωή των ανθρώπων της συνοικίας, καθώς τη βλέπει να αλλάζει σιγά σιγά. Ίσως θα έχετε μπροστά σας τα κείμενα. Ας έπεσε το παλιό δυόροφο απέναντί μας. Αυτό με τα κόκκινα κεραμμύρια και την αροκάρια στην αυλή, το τρεπημένο από τις σφαίρες του Δεκέμβρη. Εγώ, παρ' όλη την πολυκατοικία που φύτρωσε στη θέση του, εξακολουθώ να το βλέπω. Είναι χαρακτηριστικό το τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Το προσκλητήριο». Τελικά, νομίζω πως όσα πρόσωπα πέρασαν από εκείνη την περίοδο της ζωής μου και από τα πιο συμπαθητικά ως τα πιο αντιπαθητικά, όλα ή σχεδόν όλα εξελίχτηκαν σε καλά στοιχιά. Τις νύχτες, όταν δεν έχω τίποτα να κάνω και με κανέναν να μιλήσω, έρχονται και κάθονται δίπλα μου σαν άγγελοι και μου κρατάνε βάρδια. Και εγώ έχω έναν μαγικό τρόπο να τα επικαλούμαι. Πιάνω την πένα ή απλά χτυπώ τα πλήκτρα της γραφομικανής και τότε εκείνα οι πάχουα εμφανίζονται. Λίγο μεγαλύτερος από τον που μάταιρα είναι ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Το πρώτο του βιβλίο όμως το εξέδωκε μόλις το 1973, το «Δοντόκρεμα με κλωροφύλλη». Όπως και στα άλλα βιβλία πεζογραφημάτων του είναι εντονότερη η επίδραση του Ιωάννου. Θα λέγει κανείς ότι ο Παπαδημητρακόπουλος ενθαρρύντηκε για να γράψει πεζογράφημα από τον Ιωάννου και πιθανότατα σε αυτόν κάνει επανειγμό στο διήγημα «Δοντόκρεμα με κλωροφύλλη» της συλλογής. Είναι το πρώτο απόσπασμα που έχετε εκεί. Τα πεζογραφήματα του Παπαδημητρακόπουλου είναι διηγήματα, είναι κομμάτια από τη ζωή του αφηγητή κατά την παιδική μαθητική ηλικία του, την κατοχή και τον εμφύλιο και η μετέπειτα η παλιελική στα διοδρομία του. Δεν έχουν όμως καθόλου εξογμολογητικό χαρακτήρα. Είναι σύντομες ανάλαβρες ιστορίες όπου παίζει σημαντικό ρόλο και ο τόπος όπου συμβαίνουν αυτές οι ιστορίες και ιδίως ο πύργος από που κατάγεται ο συγγραφέας και οι γύρω περιοχή. Πολλές είναι οι σελίδες που θυμίζουν Ιωάννου, μερικά παραδείγματα. Τελευταία προτιμώ να τριγυρνώ στον κατάστρωμα να κάνω παρέα με άλλους επιβάτες και να κουβεδιάζω με αυτούς που έρχονται από μακριά. Η κουβέντα στα καράβια έχει μια απροσδόκητη ειλικρίνεια και οι σχέσεις των επιβατών αποκτούν μια οικειότητα προχωρημένη. Και ένα πεζογράφημα σε τύπο δοκιμίου αρχίζει έτσι. Έχω πολλές φορές εξάρει το ρόλο του τοπικού τύπου, του καλούμενου και επαρχιακού, του οποίου είμαι φανατικός και, αν μπορώ να πω, αμετανόητος αναγνώστης. Όταν έκανα τα πρώτα μου ταξίδια στις διάφορες ελληνικές περιοχές του ύπουλου ακύριχτου και πλέον καταστρεπτικού πολέμου στη μακρόχρονη ιστορία της χώρας, του πολέμου δηλαδή των νεοελλήνων κατά της Ελλάδος, προκειμένου λοιπόν τότε να εισχωρίζω στο κλίμα κάποιας πόλης και να καταλάβω τι μου γίνεται, αναζητούσα την κεντρική πλατεία και τις τοπικές εθνημερίδες. Είναι εμφανής, νομίζω, η επίδραση του Ιωάννου. 10 χρόνια νεότερος. Από τον Ιωάννου είναι ο θεσσαλονικός συγγραφέας Τώλης Κατσατζής. Έγραψε κι αυτός κάμποσα διηγήματα στη σκιά του Ιωάννου. Κάθε τόσο χώνο το χέρι μου μες στην ανθέατη σακούλα μιας απίθτημενης μνήμης και από εκεί μέσα ανασύρω κάποια ανάμνηση και αμέσως ένας ολόκληρος κόσμος μπορεί να αναστηθεί, αφού η μια ανάμνηση φέρνει την άλλη και αυτή την παράλλη, την τρίτη και την τέταρτη και την δεν ξέρω ποια, έτσι που ανοίγεται, ανοίγεται όλο και πιο πολύ το πεδίο και η αμβαίνεια του νου και της ψυχής μου. Έχουμε δηλαδή λειτουργία της μνήμης. Παιδικά χρόνια κατοχή στρατιωτικό χώρος οι λαϊκές γειτονιές και η Θεσσαλονίκη. Στα πεζογραφηματά του συναντάμε και άλλα στοιχεία που μοιάζουν με αντίστοιχα του Ιωάννου, αλλά ταυτόχρονα διαφέρουν κιόλας. Παραδείγματος χάρινο Καζαντζής δίνει πολλές λεπτομέρειες για τη χειτονιά, ώστε να την ανασυνθέσεις ολόκληρη, ενώ ο Ιωάννου τις λεπτομέρειες τις χρησιμοποιεί για να εμβαθύνει. Το απόσχομα που έχετε και που δεν διάβασα, αναφέρεται για τη χειτονιά, το απόσχομα που έχετε και που δεν διάβασα, αναφέρεται στον Ιωάννου. Ο Σάκης Παπαδημητρίου είναι λίγο νεότερος από τον Καζαντζή. Άρχισε να γράφει διηγήματα λίγο πολύ συμβατικά. Πιθανότατα, η γνωριμία του με τα πρώτα πεζογραφήματα του Ιωάννου στη Διαγώνιο, τον έσπρωξε να αποτυπώνει νευρωτικές καταστάσεις. Στη συλλογή του ασανσέρ δεν υπάρχει ιστορία με την κλασική έννοια, αλλά διερεύνηση εσωτερικών γεγονότων από αφορμή εξωτερικών συμβάντων και παρατηρήσεων. Συνήθως πρόκειται για ασήμαντα γεγονότα που όμως μεγαλοποιούνται από μια υποχονδριακή συνεχή προσοχή. Από το μάντι της πόρτας φαίνεται και το φωτάκι του ασανσέρ. Πέρασα πολλές ώρες από τα εφητικά μου χρόνια ακόμα παρακολουθώντας το φωτάκι αυτό. Δεν ξέρω γιατί το παθαίνω, αλλά μόλις το βλέπω κόκκινο και ακούω το υπόκοφο γουργουριτό, με πιάνει μια παράξενη ανησυχία, μια νευρική ανυπομονησία. Εσθάνομαι το στομάχι μου να μαζεύεται και την αναπνοή μου να γρηγορεύει. Σχεδόν κάθε φορά ξεγελιέμαι και ελπίζω πως ίσως κάποιος να έρχεται σε μένα και αμέσως μετά προσπαθώ, ασυνέσθητα να συγκεντρωθώ, για να είμαι έτοιμος να τον δεχτώ. Άλλοτε εκφράζονται αισθήματα ενοχής. Σαν να με βαραίνει μια προκαθορισμένη αμετάκλητη απόφαση, σαν να είχα καταδικαστεί, από ποιος αλήθεια, να μένω κλεισμένος, παρόλο που μου δίνεται η δυνατότητα να επικοινωνώ. Αυτό κατατά χειρότερο και αποφυλακή. Εδώ βέβαια, βρισκόμαστε στο χώρο και τα αισθήματα των κελιών του Ιωάννου. Σύγχρονος του Παδημητρίου είναι ο Νίκος Κουλιαράς. Το δεύτερο βιβλίο του, το Μπακακόκ, περιέχει διηγήματα που έχουν ως χώρο δράσης στα Ιάννενα. Το πρώτο διηγήμα του βιβλίου αρχίζει έτσι. Το στενό του Αλιμπάμπα είναι ένας δρόμος, ένα ανηφορικό ασήμαντο δρομάκι 140 βήματα, νύχτα με χιόνι και 137 τη μέρα με καλό καιρό. Και τελειώνει. Υπάρχει μόνο η ζωή της κάθε μέρας. Μια ζωή που βύει χωρίς διέξοδο, που ανεβουκατεβαίνει σαν τον υδράργιο, μες στο κατάκλειστο γυαλί της μνήμης και μας βαραίνει. Γιατί κι εγώ που τώρα σας μιλώ, ξέρω πολύ καλά πως δεν τα κατάφερα ποτέ να φύγω από εκεί. Είμαι ακόμη εκεί στο ανηφορικό στενό του Αλιμπάμπα και το ανεβουκατεβαίνω άφωνος, χωρίς ούτε μια λέξη μαγική να μου έρχεται στο στόμα. Λεπτομέρειες από την παιδική γειτονιά του αφηγητή, όπως φιλτράρονται από τη μνήμη. Οι λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του αφηγητή είναι ένα άλλο στοιχείο που πλησιάζει το χουλιαράς των Ιωάννων. Με τις ομπρέλες είχα από μικρός, θυμάμαι, μια σχέση ιδιαίτερη, μια σχέση παθολογική. Από τη μια ένιωθα γι' αυτές ένα είδος φόβου αλλά και απέχτειας, ενώ από την άλλη για τις ίδιες έτρεφα αισθήματα ατρεφερότητας και αγάπης. Τις μέρες της βροχής, λοιπόν, μ' αρέσει να κατάω μια ομπρέλα και να βαδίζω στο βρεγμένο δρόμο, σιγοσφυρίζοντας εκείνο το παλιό σκοπό που τραγουδούσε ο πατέρας μου. Μιλώ για την ανίποτη χαρά που ανέβαινε στα σωθηκά μου σε όλη τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων, τη χαρά του προστατευμένου που έχει πάψει να ισχύει σήμερα, μιας και τίποτε δεν μας προστατεύει πια. Σύγχρονος του Παπαδημητρίου και του Χουλιαρά είναι ο Δημήτρης Νόλας, που τιμά τη συγκεντρωσή μας με την παρουσία του. Με τον Ιωάννου τον συνδέει μια σχεδόν υποκοντριακή προσοχή στη λεπτομέρεια στα πρώτα του βιβλία. Διαβάζω. «Το ψαλίδι έκανε όμορφες, στρογγυλές κινήσεις. Κάθε φορά που τέλιωνε έναν νύχι, το κοίταζε εξονυχιστικά. Παρακολουθούσε την καμπύλη που φτιάχνε, ύστερα τα κουμπούσε στο μαγγουλό του, καμιά φορά σαν δεν ήταν λίο τότρυπες του παντελόνιτου. Αυτή η δουλειά κράτησε πολύ τόσο που κι ο ίδιος αναρωτιόταν αν μπορούσε κανείς να κόβει τα νύχια του σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να σκέφτεται τίποτε, γιατί σίγουρα τίποτα δεν σκεφτόταν, μόνο που κάθε τόσο ξαναπέρναγε από το κεφάλι του η ίδια μελωδία πάντα, η ίδια και πού στον διάολο την βρήκα. Η ίδια εμμονή και στο πεζογράφημα σαν τη γη της συλλογής πολύξένη. Η σύγχυση αυτών που γράφω είναι μικρότερη αυτών που διαβάζετε, έτσι κι εγώ ξυρίζομαι με πολύ προσοχή και μέθοδο. Παρατηρώ προσεχτικά την παραμικρή γωνιά του προσώπου μου και εθνιδιάζω κάθε τρίχα που προσπαθεί να ξεφύγει ή να κρυφτεί. Και συνεχίζει έτσι με μεγάλες όμως παρενθέσεις, όπου διαλογίζεται κατά τη διάρκεια του ξυρίσματος και κάνει παρατηρήσεις πάνω στην καθημένη ζωή και τελειώνει το αφήγημα. Έχω ξυχαθεί να ξυρίζομαι την ώρα που σκέφτομαι πρέπει να το κόψω. Το έχω πει πολλές φορές αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τις μεγάλες αποφάσεις τις έχω πάρει. Με τις μικρές τι θα κάνω. Νεότερος από τους προηγούμενους είναι ο Κώστας Λογαράς και κατά 23 χρόνια από τον Ιωάννου. Στα πρώτα πεζά του έχει επηρεαστεί από μια ορισμένη πλευρά της γραφής του Ιωάννου αυτό που λέει ο Βαγιανάς πεζογραφικό λυρισμό διαφορετικό από τον εξωστροφή λυρισμό της έως τις μέρες μας, τις μέρες του Ιωάννου. Μια ποιητικότητα εσωτερικής καύσεως. Διαβάζω. Θέλεις λοιπόν να μένεις μακριά και από αυτούς και από τα δίχως ενδιαφέρον βλέμματα. Καλύτερα η σιωπή. Ταιριάζει πιο πολύ στον ερωτά σου. Μα είσαι αναγκασμένος και να τους μιλάς και διακόν να τους συναναστρέφεσαι με συγκατάβαση τις πιο πολλές φορές και της φορείας που την κρύβεις όμως και μάλιστα επιμελώς τόσο που και εσύ ο ίδιος τελικά μπερδεύεις την αλήθεια με το ψέμα σου. Μπορείς τουλάχιστον να προστατεύεσαι καλύπτοντας τα μάτια πίσω από τα σκούρα σου γυαλιά. Είτε στον δρόμο βρίσκεσαι είτε σε χώρους κλειστούς και αποκαλύπτεσαι μόνο για να κοιτάξεις μέσα στα μάτια όποιον νομίζεις να τον νομίζεις. Όποιον λοιπόν νομίζεις πως αντέχει αυτή η γύμνια των ματιών σου ιδιαίτερα αυτόν που υποψιάζεσαι πως δεν θα την ξεχάσει και κάποτε μες στη χαρά του ή τη λύπη του θα την αναζητήσει. Αυτό το κείμενο κατάγεται από την Καταπακτή του Ιωάννου. Ο Χρήστος Παγκαλόπουλος, 1956, γράφει τα εξής για τον τρόπο γραφής του Ιωάννου. Όσο ο συγγραφέας υποκύπτει σε αυτά στα οποία αναφέρετε τόσο καταφέρνει να γίνει εκφραστικός. Όχι για να οργανώσει κάτι αλλά να χαράξει τη δική του διαδρομή μέσα σε αυτό το κάτι. Ο συγγραφέας είναι λοιπόν κάποιος που πρέπει να εγκαταλειφθεί σε ένα γραπτό ταξίδι με πυξίδα το σώμα του. Τότε το αποτύπωμα εμφανίζεται και είναι πάντα το δικό του. Τίποτα το αντικειμενικό δεν υπάρχει σε αυτή την υπορία που ωστόσο άλλο σκόπο δεν έχει από το προσωπικό και το συλλογικό βίωμα. Πάνω σε αυτή τη γραμμή έγραψε τα μυθιστορυματά του Ουβακαλόπουλος ιδιαίτερα τους πτυχιούχους. Στις προηγούμενες περιπτώσεις φάνηκε ότι το πεζογραφικό έργο του Ιωάνν επέδρασε με διαφορετικό τρόπο σε κάθε πεζογράφο ή καλύτερα κάθε πεζογράφος ωφελήθηκε διαφορετικά από τον Ιωάννου στη διαμόρφωση του δικού του έργου. Άλλος παρακινήθηκε να ενεργοποιήσει καλλιτεχνικά τη μνήμη του, άλλος την παρατηρητικότητά του, άλλος να εκφράσει το άγχος και τους φόβους του, άλλος τις ευευθεσίες του. Ίσως όμως το μίζον, αυτό που επεσήμανε ο Κωζιάς το 77, όπως είδαμε, είναι η γλώσσα του Ιωάννου. Και είναι σημαντικό ότι 20 χρόνια μετά τον Κωζιά, το 97, ένας από τους νεότερους πεζογράφους, ο Πέτρος Στατσόπουλος, γεννημένος το 59, στο Συμπόσιο 20 χρόνια νεοελληνικής λογοτεχνίας, μίλησε με θέμα οι παρενέργειες της θερμοκητήδας η γενιά του 80 στην πεζογραφία και υποστηρίξε τα έξις. Δεν μεταμορφωθήκαμε ασφαλώς σε καθαριβουσιανους, δεν θα μπορούσαμε να μεταμορφωθούμε ούτε και το επιθυμούσαμε. Βρήκαμε όμως ξανά τον μύτο, τον γροσικό μύτο, που μας συνέδεε με τη γενιά του 60, τους προδικτατορικούς συγγραφείς, όπως ο Κώστας Ταξής, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Μένις Κουμανταρέας. Μεταξέλιξη του δικού τους αισθητηρίου, της δικής του γροσικής όσφυσης, χρησιμοποιούμε σήμερα. Και θα τελειώσω με μια γενικότερη αποτίμηση του Ιωάννου, που έκανε ένας νέος διηγηματογράφος, ο Σπύρος Γιανναράς, γεννημένος το 1972, το 2015, 30 χρόνια μετά το θάνατο του Ιωάννου. Αγαπώ πολύ τον Ιωάννου, ο οποίος είναι μεγάλο σχολείο και σε επίπεδο γραφής και σε επίπεδο οικονομίας κειμένων. Λίγοι έχουν καταφέρει να κάνουν μικρά διηγήματα σε μικρό χώρο. Στη θεωρία της λογοτεχνίας, ακόμα και ένα αυτοβιογραφικό κείμενο θεωρείται μυθοπλασία. Ο Ιωάννου έκανε ακριβώς αυτό. Βασιζόταν σε φράγματα που ζούσε και τα μετέτρεπε σε λογοτεχνία. Η γραφή του Γιώργου Ιωάννου και η επιδρασία της είναι θέμα για παραπέρα εξέταση, πληρέστερη και βαθύτερη από αυτή που ακούσατε απόψε από μένα. Ευχαριστώ. Ευχαριστούμε τον κύριο Δωρουκόπουλο και τώρα, ξέρω ότι είστε κουρασμένοι, η ώρα για την τελευταία εισήγηση θα την κάνω από κάτω εγώ και αφορά ένα κείμενο του Ιωάννου, το «Χριστός Αρχικός μας». Η χριστιανική κίνηση, η οργάνωση της ζωής δηλαδή, με όλες τις υποοργανώσεις της αριθμεί στα πρώτα μεταπολεμνικά χρόνια δεκάδες χιλιάδες ενεργά μέλη. Τα έντυπά της κυκλοφορούν σε κατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Εδώ να προσέξουμε, τα στοιχεία αυτά δηλώνουν περισσότερο αγοραστές παρά αναγνώστηση. Αυτό ισχύει για όλα τα έντυπα, ισχύει πιο πολύ για τα έντυπα αυτά της ζωής. Η αδερφώ της Θεολόγων η ζωή ιδρύεται το 1907, αλλά ουσιαστικά εκτινάσσεται αριθμητικά μέσα στην κατοχή. Έχει δηλαδή μια παράλληλη πορεία με το ΚΚΕ. Το μικρό κόμμα γίνεται μεγάλο μαζικό κίνημα επίσης στα χρόνια της κατοχής. Και μάλιστα με τρόπο που έχει ομοιότητες. Συμπαραστέκονται και οι δυο στον λαό που δοκιμάζεται. Οργανώνουν συσσίτια για να αντιμετωπίσουν την πείνα. Διαφορές στις μικροφωνούς περισσότερες δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Θα σταθώ όπως σε μία που ενδιαφέρει την απόψινή μας συζήτηση. Οι εριστεροί που μετήχαν στην αντίσταση μέσα από τους οργανώσεις του ΚΚΕ, την ΕΠΟΝ, το ΕΑΝ και τον ΕΛΑΣ, ή κατόπιν στον Εμφύλιο μέσα από τον Δημοκρατικό Στατό, διηγήθηκαν αργότερα οι ίδιοι, την ιστορία τους, τα κατοπθώματα κατά παθήματά τους, τις νίκες και τις ύτες τους, τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις τους. Διαθέτουμε αμέτερη τα σχετικά κείμενα προσωπικών μαρτυριών. Οι χριστιανοί της κίνησης δεν διηγήθηκαν τη ζωή τους. Δεν κατέθεσαν τίποτε. Οι κομμουνιστές και οι εξυστεροί έγραφαν την ιστορία τους. Ήταν περήφανοι γι' αυτήν και πίστευαν ότι άξιζαν να τη μεταδώσουν. Οι χριστιανοί της κίνησης γιατί άραγε δεν διηγήθηκαν τη δική τους. Είχαν λόγο να μην είναι περήφανοι γι' αυτήν. Τόσο πολύ μάλιστα που να θέλουν να την αποκρύψουν. Ήταν άνθρωποι διαπεδαγωγημένοι σε ταπεινή ανονιμία και δεν μπορούσαν να μιλήσουν πρωτοπρόσωπα. Θα μπορούσαν να πολλαπλασιάσουν τα ερωτήματα και η απάντηση να γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Όταν όμως δεν μπορείς να διηγηθείς εσύ ο ίδιος τη δική σου ιστορία, είναι μυραίο να αντιδηγηθούν άλλοι με τον δικό τους τρόπο και τις δικές τους επιδιώξεις. Η πρώτη ουσιαστικά προσωπική μαρτυρία για την κίνηση περάφεται από τον Γιώργο Ιωάννου, ο Χριστός αρχηγός μας, στο τελευταίο βιβλίο του που εκδόθηκε ο Ζωζούσε, την Πορτέχουσα των Προσφυγών 1984. Τρία χρόνια αργότερα θα τυκλοφορήσει το καταφύγιο ιδεών του Χρήστου Γιάννερα. Η περίοδος που καλύπτει το αφήγημα του Ιωάννου είναι από 1943 έως 1948, όταν δηλαδή ήταν 16 έως 21 χρόνων από τις τελευταίες τάξεις του 6α ταξίου ή 8α ταξίου γυμνασίου μέχρι το δεύτερο ιότατο της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος λογαριαζει κάπως αλλιώς στο κείμενο, λέει από τα 15 έως τα 19. Ο Γιάννερας, 8 χρόνια νεότερος από τον Ιωάννου, πρώτον πηγαίνει στο κατώτερο κατηχητικό στην Αθήνα το 1943, όταν φοιτούσε, λέει, στη Δημοδικού. Τότε ο Ιωάννου αρχίζει να πηγαίνει στα συσσίτια. Ο Γιάννερας, όμως, θα φύγει από τη ζωή πολύ αργά το 1964. Πάντως, ορισμένα πρόσωπα είναι κοινά και στα δύο κείμενα και κανένα φορά ταυτίζονται και οι εκδήμεις σας. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ιωάννου κάνει λόγο για την κίνηση, ή αλλιώς, όπως λέει ο ίδιος, για τα κατηχητικά. Στα προηγούμερα κείμενά του, όμως, ο τόνος, όταν δεν είναι ουδέτερος και περιγραφικός, είναι συχνά σκληρός και επικριτικός. Εδώ, σε αυτό το κείμενο, όλα είναι διαφορετικά. Από την πρώτη σελίδα, δηλώνει ότι δεν θα ανταποκριθεί στην αναμονή να αποκαλύψει και να διακομωδήσει τα κατηχητικά, για να γελάσουμε. Θα εξηγήσει, μάλιστα, πως όσα σκληρά έγραψε κάποτε εναντίον τους, που είναι όλα αληθινά, είναι όμως και αυτά έκφραση συμπάθειας, γιατί του αρέσει να πειράζει εκεί που συμπαθεί. Παραθέτω, άλλο αυτό και άλλο η φριχτή παραγνώριση, η κακότητα πέρα για πέρα, η διάθεση για εξόντως και κονιορτοποίηση, απλώς επειδή πρόκειται περί πιστών χριστιανών. Αυτό όχι μόνο το αρνούμε, αλλά και το αποκρούω όπου και να το συναντήσω. Και το συναντώ αρκετά συχνά να εκπέμπεται από πλάσματα φρικτά, κουτά, ανίδεα, κακά, που δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα, με ζωές ανακατωμένες, σκοτεινές, άστατες, στερηγμένος πάνω στην ασυνέπεια και την ανακριβία. Αυτοί ανοίγουν τους στωματάρα τους και λένε «τα κατηχητικά, οι παπάδες». Όχι, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα να μιλάνε γιατί είναι εμπαθείς και άμαθείς, ούτε κάνει δικαίωμα σε απάντηση, δεν έχουν παρά μόνο στην περιφρόνησή μας. Τέλος παραθέματος. Όσο όμως και αν δεν κάνει το χατί των ανίδεων, άλλο τόσο δεν θα χαριστεί και στην κίνηση. Θα μιλήσει με ειλικρίνεια και αλήθεια. Η σχέση του Ιωάννου με τα κατηχητικά ξεκινάει προπολεμικά, όταν είναι μαθητής δετάρτη δημοτικού και πηγαίνει στο κατώτερο κατηχητικό που γίνεται στην αχειροποίητο από κάποιον λαϊκό ζωικό. Η οικογένεια δεν είναι ιδιαίτα θρησκευόμενη, ο μικρός Ιωάννου πηγαίνει στο κατηχητικό, όπως πήγαιναν πολλά καλά παιδιά των λαϊκών κυρίως στρωμάτων την εποχή εκείνη αλλά και αργότερα. Όσοι έχουν φοιτηθεί στα κατηχητικά γνωρίζουν ότι το βασικό τους στοιχείο ήταν το τραγούδι. Παραφέτω, στα κατηχητικά τραγουδούσαμε τόσο δυνατά και τόσο με την ψυχή μας ώστε ένιωθες στο νου σου να ψηλώνει. Ποτέ μου δεν ξανατραγωνίσα έτσι. Δεν είναι λοιπόν διόλου τυχαίο που ένα τέτοιο τραγούδι των κατηχητικών γίνει το τίτλο στο αφήγημα και παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Τα τραγούδια ήταν δικά τους, των κατηχητικών, δεν τα τραγουδούσαν άλλοι. Είχαν δηλαδή και αυτοί τα δικά τους τραγούδια, όπως όλες οι οργανώσεις. Βασική αποστολή τους, πέρα από τη δία την ευχαρίστηση, ήταν η καλλιέργεια του ενθουσιασμού. Δεν θα σκουράσω με πολλές παρεκβάσεις αλλά επιτρέψω να σας διαβάσω από το εγκόλπιον του μαθητή, εκκλησιαστικά κατηχητικά σχολεία του 1953, λίγο μετά δηλαδή από την περίοδό μας, το σχετικό κομμάτι ήρα τραγούδια. Λοιπόν, τραγουδάτε παιδιά, γεμίστε την ατμόσφαιρα τα αγνά θούρια και εμβατήρια. Έτσι την καθαρίζετε από πολλά μικρόβια. Πλημμερίστε τα σχολεία σας και τα σπίτια σας, τους δρόμους, τα εργοστάσια, απτόμαρφο τραγούδι. Ας αντιχίσουν οι πολιτείες και οι κάμποι της βασανισμένης χώρας μας από το ενθουσιαστικό μας τραγούδι. Το διαβάζω για να πω ότι ο Ιωάννου κατάλαβε πολύ καλά τι γίνονταν σε κατηχήθηκαν. Έψαλαν και λίγους εκκλησιαστικούς ύμνους αλλά δεν είχαν πήγηση όπως είχαν το τραγούδι. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι όταν αργότερα στα συσσίτια έψαλαν το πλούσι, επτόχευσαν και πίνασαν, το Ιωάννου δεν το άρεσε. Το βρίσκε καλογερικό, ένα μελανό σημείο των συσσίτειων, ένα μουγκριτό που καταμάβριζε τα πάντα. Με παραξενεύει πολύ που δεν του άρεσε εκείνον του στοχόπεδου ο Ιμνός αυτός. Το βάριο τούτο της αρτοκλασίας από τα δημοφιλέστερα της εκκλησίας είναι οι διεθνείς της εκκλησίας. Το ψάλλει πάντα όλο το εκκλησίαζμα με πάθος. Αν το τυπέρμάχο είναι ο εκκλησιαστικός, εθνικός ύμνους, το πλούσι, η επτόχευσαν είναι οι εκκλησιαστικοί διεθνείς. Ψάλλονται με πάθος και ταδύο από το λαϊκό εκκλησίαζμα. Η σχέση με τα κατηχητικά θα τονείς και θα διακοπεί με την κήρυξη του πολέμου. Οι κατηχητές άλλωστε έχουν στρατευτεί. Θα επανασυνδευτεί μαζί τους μέσω των συστητείων μου. Και δίνει μια εξαιρετική περιγραφή της έθουσας και διαβάζω για τα πέξι ρόλο η έθουσα στο τέλος του κειμένου. Από την μία κλειοστιν άλλη, έτσι όπως έμπαινες, βρίσκονταν κατά το πλάτο στις μακριά τραπέζια, πολύ μακριά, με πάνκους από εδώ και από εκεί. Τα τραπέζια είχαν πράσινα καθαρά τραπεζομάντιλα από φθινό ύφασμα στερεωμένα από κάτω εμπινέζες. Στον βορεινό τείχο βρισκόταν πραγματικά κάτι το θαυμάσιο. Από το ταβάνι, το πολύ ψηλό ταβάνι, ως κάτω έπεφτε ένα τεράστιο γαλάζιο παραπέτασμα. Και στο φόντο αυτό ένα σταυμαστός εσταυρωμένος, μεγάλος πολύ, αλλά σε αναλογίες όχι καταπιεστικές ως προς την έθουσα. Ήταν ένας εσταυρωμένος δυτικής τέχνης, αρκετά ρεαλιστικός, μα σίγουρα διόλου γλυκαιρός. Τον συμβολισμό του εσταυρωμένου με το φόντο του τον κατάλαβα αρκετά γρήγορα, μα δεν μιλούσα. Ο εσταυρωμένος της έθουσας ήταν ο σκλαβωμένος, φυλακισμένος, τουφεκισμένος και πεινασμένος ελληνικός λαός. Το γαλάζιο του φόντου χρησιμεύε ως εγγραφή Ελλάδα. Το πράσινο πάνι του τραπεζιό μας συμβόλησε την ελπίδα που αντιπροσωπεύαμε εμείς τα νεαρά μαατροφικά βλαστάδια των Ελλήνων. Ο Χριστός αναστήθηκε και ο λαός θα αναστηνόταν. Έπρεπε λοιπόν να κάνουμε κουράγιο, να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να διατηρούμε την ελπίδα αυτή. Σ' αυτό το περιβάλλον τελείδωτο μέγα μυστήριο που δεν είχε πράγματι καμιά σχέση με τη φοβερή λέξη συσσίτειο. Δίκαιο είχαν αυτοί που μιλούσαν με θαυμασμό. Τέλος παραθέματος. Δεν πρόκειται λοιπόν ακριβώς για συσσίτεια. Δεν χωρταν απλώς την πείναντο στα μικρά παιδιά. Ετελεί το μέγα μυστήριο. Ο Ιωάννης έχει καταλάβει σωστά ποιο είναι αυτό το μυστήριο. Είναι η αναγεννημένη χριστιανική Ελλάδα. Η καινούργια Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Σύμφωνα με την άποψη και την επιδίωση της κίνησης. Προσάχτουμε συνήθως στις θεσκευτικές οργανώσεις μια ελεγκτική και καταπιεστική στάση και έχουμε δίκιο. Αυτό όμως αφορά άλλες σχέσεις με την οργάνωση, με την κίνηση. Δεν αφορούσε ποτέ τα συσσίτεια. Παραθέτω. Οι ομιλίες που μας έκαναν ήταν ιδιαίτερα διακριτικές. Και καθόλου στον φόβης. Περί το τέλος του φαγητού μας έλεγαν μερικά λόγια πάνω σε κάποιο θέμα. Τα θέματα δεν είχαν τίποτε από τη λαϊκή ορθοδοξία όπως την ξέρουμε. Δεν έγινε ποτέ λόγος ούτε για καλογερικές υπερβολές ούτε για τυπολατρίες. Η ποιότητα ήταν σταθερή και σίγουρη. Το κατηχητικό μας το υπενθύμιζαν, αλλά σε τόνο φαινομενικά αδιάφορο. Τα περισσότερα παιδιά του συστηίου δεν πατούσαν στο κατηχητικό. Αλλά κανείς, κανείς και ποτέ, δεν έθεσε θέμα. Δεν έτρωγαν μόνο αυτοί που πήγαν στο κατηχητικό. Κάθε άλλο. Η λέξη διώξιμο δεν υπήρχε. Πιθανώς θα ακούγονταν αν παρουσιαστούσαν εκεί μέσα ηθικά παραπτώματα, αλλά δεν έπνεε καθόλου τέτοιο πνεύμα τέλος παραθένατος. Ο Ιωάννης θα προχωρήσει τη σχέση του με την κίνηση. Τον Μάρτιο του 44 θα ενταχθεί στην αδελφοσύνη, το οποίο είναι αδελφό της κίνησης που οπευθένονταν στους δημαρχιτές του γυμνασίου. Έχει σημασία το ύστερο σχολείο του, που κάνει, λέει, το 84, για την ανταξύ του στην αδελφοσύνη. Παραθέτω. Αμέσως πρέπει να πω πως η είσοδος μου αυτή στην αδελφοσύνη στάθηκε αποφασιστική για τη διαμορφωσή μου και τη ζωή μου. Η ζωή μου θα ήταν διαφορετική, δεν ξέρω αν καλύτερη ή χειρότερη, αν δεν έπαινα εκεί. Τέλος του σχολείου του Ιωάννου. Και ας κάνω κι εγώ ένα δικό μου σχόλιο, ότι κάθε τι που είναι διαμορφωτικό, είναι εξορισμού, μη απαρνίσιμο. Νομίζει, όμως, πως δεν διαθέτει τα προσόντα που απαιτούνται για να αναληθεί σε σπουδαίο στέλεγος της κίνησης. Ποια είναι αυτά τα? Απαρρυθμίου, Ιωάνν. Τα προσόντα που είχαν μεγάλη πέρα στην κίνηση ήταν, πρώτα, ρητορική δεινότητα. Δεύτερον, κινησιακό λεξιλόγιο και περιεχόμενο, αποχτημένο από τα οικεία, κροάματα και τις μελέτες των εντύπων της ζωής και των βιβλίων μου, ιδίως του Σεραφείμ Παπακώστα. Τρίτον, καλή φωνή για να συμβάλεις στην ομορφιά των συγκεντρώσεων και των λειτουργιών. Και τέταρτον, κρυφή ζωηρότητα, καλυμμένη με άφθονη ιεροπρέπεια. Επιτρέψω να σχολιάσω το δεύτερο προσόν, που αληθέτει για όλες τις οργανώσεις κάθε ιδεολογικής κατεύθυνσης. Για να αναδειχθείς ως στέλεγος τους, πρέπει να μιλάς τη γλώσσα τους, την ιδιολεκτό τους. Αν δεν τη μιλάς, σημαίνει ότι δεν έχεις ενσωματωθεί, ότι παραμένεις λίγος πολύ ξένος. Το ξέρουμε πολύ καλά αυτό και από τις αριστερές οργανώσεις. Λίγους μήνες θα την προσχώρηση του Ιωάννου στην αδελφοσύνη, θα έρθει το τέλος του πολέμου, τα δεκεμπριανά και τα πράγματα θα γριέψουν. Ας προσέξουμε τις διατυπώσεις του Ιωάννου. Παραθέτω, δεν γίνεται καμιά ανοιχτή προπαγάνδα. Είναι σε αυτά πάντοτε πολύ προσεκτική. Τα πάντα δείχνουν πως είναι δικτυωμένοι με τη δεξιά, αλλά με τα ανώτερα κλιμάκια της δεξιάς. Κάτι λαϊκές οργανώσεις, δεν και τέτοια, τις περιφρόνουν αγρίως. Είπε μάλιστα ο πατήρ Λεωνίδας και κάτι σχετικό για το πώς απέκουσε τις προθάσεις τους για συνεργασία και κοινή δράση. Τα κατηχητικά τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη συνδέονται από τότε λόγω ίσως του παρασκευόπουλου, που είχε μεγάλο βαθμό στο στρατό, συνδέονται κατευθείαν με τους στρατηγούς και τα επιτελεία. Τέλος παραφέρατος. Από το σημείο αυτό και πέρα συντελείται μεγάλη στροφή. Η κίνηση γίνεται βασιλική, δεξιά και κυρίως αντικομουνιστική. Η περίοδος είναι πολωμένη και πολωτική, δεν υπάρχουν περιθώρια για ενδιάμεσες στάσεις. Ο Ώκια Λίμωνο, σε όποιο ντορμίσει μέσα στην κίνηση, να πει ότι ο πόλεμος είναι εμφύλιος. Το 1946, ο Ιωάνν μπαίνει πρώτος από τα αγόρια στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκη. Η πορεία είναι υποχρεωτική από εδώ και πέρα. Πρέπει τώρα να μπει και στη ΧΦΕ, τη Χριστιανική Φιλική Ένωση. Τη χρονιά εκείνη κυκλοφορεί η περίφημη διακήρυξης της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημώνων, την οποία πρέπει τώρα τα μέλη της ΧΦΕ να διαδώσουν σε όλη την Ελλάδα. Πράγμα που θα το πετύχουν. Του Ιωάννου δεν του αρέσει καθόλου αυτό το κείμενο, αλλά συμμετέχει κι αυτό στη διάδοσή του. Εκ των ιστέρων θεωρεί ότι, εισαγωγικά, η δημοσίευσή της ήταν σωστή ενέργεια, γιατί προκάλεσε συζητήσεις και αντιθέσεις. Κλείνονται εισαγωγικά. Όμως, ο θυριτής Ιωάννου ασφικτειά μέσα στην κίνηση και θέλει να φύγει. Εισαγωγικά. Αλλά το πράγμα δεν ήταν και τόσο απλό. Όλη μου η ζωή ήταν μονταρισμένη πάνω σε αυτή την προϋπόθεση. Κλείνονται εισαγωγικά. Όσοι έχουμε φύγει αποργανώσει, ξέρουμε πόσο δύσκολη είναι αυτή η απόφαση να φύγει. Αντί λοιπόν να φύγει, κάνει ένα βήμα ακόμα πιο μέσα και γίνεται κατηχητής. Αναλαμβάνει κατώτερο κατηχητικό στην εκκλησία του Αγίου Παύλου. Όμως ο μηχανισμός της εξόδου έχει πια τεθεί σε κίνηση και όταν τεθεί τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ο Ιωάννου στο κείμενό του προβάλλει λόγους ηθικοπολιτικούς για την αποχώρηση. Ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει, δηλαδή να είναι κατηχητής, όταν ο πόλεμος είναι εμφύλιος. Έπρεπε και αυτός να πιστεύει και να λέει πως ο πόλεμος είναι αμυντικός εναντί του ενόπλου κομμουνισμού. Και η θαυμάσια παρατήρηση, εισαγωγικά αυτή ήταν η βασική κολώνα πάνω στην οποία στηριζόταν το παν εκείνη τη στιγμή. Κλείνοντας. Θα πάψει να πηγαίνει συγκεκριμένος, θα χάσει τους φίλους και τις παρέες του, θα υποστεί την καραντίνα. Μετά από λίγους μήνες θα αναρτηθεί στο φιλητικό εντευκτήριο ότι διαγράφεται λόγο ακουσιών. Ισαγωγικά έτσι έλειξε η σχέση με τα κατηχητικά. Μπορεί ο λόγος που προβάλλει ο Ιωάννου να είναι ηθικοπολιτικός, στην πραγματικότητα όμως η λόγη ήταν πιστεύω γιατί ασφιχτιούσε. Ασφιχτιούσε γιατί διάβαζε λογοτεχνία. Ήθελε να μπαίνει σινεμά που απαγορευόταν. Το 1953 η Ζωή θα εκδώσει το φιλάδιο κινηματογράφος και νεότης με δεκάρες επιχειρήματα, ανόητα όλα, εναντίον του κινηματογράφου. Το 1954 την επόμενη χρονιά η Ζωή θα κάνει δεύτερη έκδοση. Επιμένου πάρα πολύ. Θέλει να ακούσει κι άλλα τραγούδια εκτός από εκείνο το κατηχητικό. Η Ζωή, η οργάνωση Ζωή, ήταν μια οργάνωση αυστηρού ελέγχου της ζωής των ανθρώπων σε όλες τις τυχές της. Καταλαβαίνετε ότι εκεί μέσα δεν μπορούσε να φορέσει η ερωτική ζωή του Ιωάννου. Το ζωικό περιβάλλον δεν αντεχόταν από έναν ζωντανό και ανήσυχο άνθρωπο, πολύ μάλλον από έναν ομφιός. Αν δεν έφυγε η θόλουνα από το 1948, θα έφυγε το 49 ή το 51 δυο χρόνια μετά. Η Ζωή δεν μπορούσε να τον στεγάσει. Μετά από αυτή τη μικρή περιδιάβαση του κείμενου, θέλω να προσθέσω λίγα λόγια και να τελειώσω με το τι είναι αυτό που κάνει ο Ιωάννου σε αυτό το κείμενο, το οποίο πρέπει θα μου να πω, προσωπικά το θεωρώ ένα τα καλύτερα του, ένα αδιαμάνι παιζογραφικό. Μας το λέει ο ίδιος τι είναι αυτό που κάνει. Αυτά που εξέθεσα παραπάνω δεν αποτελούν βέβαια την ιστορία της χριστιανικής κοινήσεως της Σαλονίκης, ούτε πολύ περισσότερο καμιά κατεγγελία. Είναι απλώς η άποψή μου. Άποψη ενός Μιγιάνγκικτου, αλλά προσεχτικού ίσως έφυγου, πασπαλισμένη τώρα από το χρόνο και τις διευθετήσεις του. Είναι ασφαλώς η προσωπική άποψή του και της ιδιωτροπίας του. Δεν χάνει ποτέ ευκαιρία να χύσει το δηλητήριό του κατά του Μαρονίτη και του Χρυστιανόπουλου. Αλλά είναι μια άποψη ενός ανθρώπου που ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει. Ζουν αντλή από μελέτες, από γραψήματα άλλων, από βιβλία, αντλή από την προσωπική του εμπειρία και παρατήρηση. Κατάλαβε τα πράγματα πολύ σωστά και τα απέδωσε με ακρίβεια και λεπτότητα. Το Χριστός Αρχικός μας είναι μια αληθινή προσωπική μαρτυρία, δηλαδή μιλάει για το περίου ο λόγος, λοιπόν κατοχητικά και την κίνηση, και ταυτόχρονα μιλώντας γι' αυτά μιλάει για τον ίδιο του τον εαυτό. Θα μπορούσα να παραθέσω εδώ μια μισή σελίδα για τη στάση της κίνησης ενάντι της ορθόδοξης παράδοσης και του μοναχισμού. Δεν έχουμε χρόνο. Θα σας διαβάσω όμως λίγες αράδες για να δείτε την οξυδέρκεια του. Πόσο κατάλαβε πράγματα, από αργότερα γράφονταν δοχίνια για να τα εξηγήσουμε. Παραθέτω, οι πνευματικοί μας φιγέτες πρέσβευαν ξεκάθαρα και αταλάντευτα σε έναν χριστιανισμό βασισμένο με την επιστήμη. Μόνο τα βασικά δόγματα εζέχοντο ότι προσεγγίζονται δια της πίστεως. Όλα τα άλλα με την επιστήμη και τη λογική. Ο χριστιανός πρέπει να είναι ζωηρός, δραστήριος, πρακτικός και αν θέλει να μονάζει, να μονάζει μέσα στην κοινωνία χωρίς να πολυφαίνεται. Τέλος το παραθέματος. Επειδή θέλει και να δημιουργήσει μύθο να φτιάξει ένα μύθο για όλα αυτά, το μύθο της εποχής του για να μπορέσει έτσι ακριβώς να εκφράσει τη βαθύτερη αλήθιση. Παραθέτω, προσπαθώ να πιάσω το διαρκές μέσα στο εφήμερο και να επισυνάψω τα μη συναπτώμενα και να συσχετίσω τα μη συσχετιζόμενα και να δημιουργήσω κυρίως αυτό να δημιουργήσω μύθο για όλα αυτά ή μάλλον συνεκτική ατμόσφαιρα μύθου που με τα μεγάλης χαράς βλέπω διαρκώς να στεργιώνει γιατί μολυνώνται πολλά πράγματα και γεγονότα τα εκλέτω συχνά κατά το δοκούν αυτό το δοκούν έχει τώρα ποια σημασία. Η αλήθεια αυτού του μύθου είναι η ευγγνωμοσύνη για όλους εκείνους που φρόντιζαν τα φτωχά παιδιά της Θεσσαλονίκης με αφοσίωση και ανιδιωτέλεια που επιτρούσαν κάθε μέρα το θαύμα να υπάρχουν τόσες μερίδες φαγητού. Το νόημα του κειμένου το αποκαλέπτει με ισχυρή συγκίνηση το τέλος του. Αλλά δεν έχω καταφέρει ποτέ να το διαβάσω χωρίς να πιάσω τα κλάματα θα το διαβάσει κάποιος άλλος. Όταν ο πατήρ Λεωνίδας Παρασκευόπουλος πέθανε στις 27 Απριλίου του 1984 στην αγαπημένη του πόλη και αμέσως έγινε το θαύμα. Ξεχάστηκαν μόνο μια σχόλα και τα πολιτικά και οι μικρότητες και αναδύθηκε το έργο, η αγάπη, οι συμπαθέστατοι φωνή και μορφή. Χιλιάδες των χιλιάδων συνέρευσαν να τον αποχαιρετήσουν. Αναδύθηκαν τα συσσίτια που έσωσαν χιλιάδες παιδιά, τα καζάνια, οι κουτάλες, τα τραπέζια με τα πράσινα τραπεζομάτια σταυρωμένοι με το γαλάζιο φόντο. Η αίθουσά μας, η αίθουσα, αναδύθηκε, όπως έμαθα στην Αθήνα, το τραβούδι «Ο Χριστός, αρχηγός μας και στρατιώτες εμείς», που το έψαλαν με ραγισμένη φωνή τα παλικάρια και τα κορίτσια της γενιάς μου. «Ό, ναι», κηδεύονταν ο Παρασκευόπουλος, ο Πάτερ Λεωνίδας. Ήταν σπουδαίο, πολύ επιδοφόρο σημάδι για την πόλη μας το ξέσπασμα αυτό της ευγνωμοσύνης. Ο Παρασκευόπουλος, μαζί με τον Αθανάσιο Φραγκόπουλο και τους άλλους συμπαραστάτες, δημιούργησαν για μας μια μεγάλη εποχή. Εκάς οι Βέβελοι. Καλώς. Λοιπόν, έχουμε ένα τέταρτο για τη συζήτηση. Για τον κ. Τζανταφυλόπουλος, πρέπει να προλάβει το τελευταίο ηλιοφορέο για τη Χαλκίδα. Και μπορούμε να κάνουμε μια συζήτηση, ή αν θέλετε να διαβάσουμε ένα διήγημα του Ιωάννου. Να πείτε και ελληνικό. Όταν σας διάβασα το απόσπασμα από τα επιλεγόμενα του Βιβίου, έλεγα ότι η ελεύθερη γενιά αν διαβαζόταν θα ωφελούσε πολύ, αλλά δεν ήταν ερωτεύσιμη. Αυτό φαίνεται σαν αντίφαση και μάλιστα μεγάλη. Ήθελα να πω το εξής. Για μας τους αναγνώστες των παιδικών περιοδικών, μετά από τα πρώτα, μάλλον αμέσως μετά από τη λήξη του πολέμου, ο έρωτας για τα περιοδικά, ήταν αρχικά ο αριθμός των μυθιστοριμάτων. Όταν ο Τσεκούρας που έβγαζε το Ελληνόπουλο, τσακώθηκε με τον αρχαίο εκδοτικό οίκο Δημητράκου, που το συνέχισε το περιοδικό με τον τίτλο «Θησαυρός των παιδιών», θέλησε και ο Τσεκούρας να βγάλει μια συνέχεια, γιατί απ' αυτά ζούσε. Έβγαλε λοιπόν το μεγάλο Ελληνόπουλο, και ο μεγάλος κράχτης ήταν, αυτό διέφυγσε, τα δέκα μυθιστορίματα που θα είχε σε κάθε τέφος. Θα είχε δέκα μυθιστορίματα, ποικίλα, άλλοτε με εικονογράφηση όπως είναι τα κλασικά εικονογραφημένα, άλλοτε με τα συνήθικοί κείμενα κτλ. Το δεύτερο θέλγητρο και πιθανότατα μεγαλύτερο και διακέστερο, ήταν οι λεγόμενες μικρές αγγελίες των περιοδικών. Και αν βέβαια στην διάπλαση των παιδών αυτά, ήταν κάπως πώς να σας πω, γιατί καθώς πρεπίστηκα, γιατί ήταν εκείνα τα χρόνια, αργότερα δώσανε μεγάλη ελευθερία οι αρχησυντάκτες των περιοδικών και γινόντουσαν μεγάλες μάχες με τους ψευδωνημούχους. Έπρεπε να είσαι ψευδώνημο για να μπεις στην κίνηση. Αυτά λοιπόν τα στοιχεία και μέσα γινόντουσαν ενδοσυλλογική, ενδοπεριοδική συλλογή με δύο μάχες μεταξύ τους, με διαγωνισμούς το ένα το άλλο. Αυτό λοιπόν το πράγμα έκανε τα περιοδικά εξαιρετικός ερωτεύσημα. Είχε φτάσει σε τρομακτική, σε τρομακτικό τειράζ το ελληνόπλο. Πρέπει κάποτε να ξεπέρασε τις 80.000, αν θυμάμαι καλά, και δεν ήταν εύκολο πράγμα στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτά δεν τα είχε η ελεύθερη γενιά και γι' αυτό είπα ότι ήτανε και παρωρή και έπαιζε εκτός έδρας γιατί η έδρα είχε παραχωρηθεί πια ήδη στα κόμματα πριν κλείσει η ελεύθερη γενιά. Και επίσης δεν μπορούσε πια και να ήθελε η ελεύθερη γενιά να κάνει μικρές αγγελίες, να κάνει τέτοια πράγματα, δεν γινόταν. Αυτό ήτανε το αντιφατικό φαινομενικά, ότι ήτανε ωφέλημη αλλά όχι ερωτεύσιμη. Σας ευχαριστώ. Υπάρχει περιθώρια συζήτηση ή να διαβάσουμε αδίγημα. Μπορώ. Να φύγετε. Ναι, ναι. Να προλάβει το λεωφορείο τον κ. Νέκοση. Καληνύχτα σας. Καληνύχτα. Λοιπόν, σας διαβάζω έναν δίγημα εγώ τότε. Ο Μπάτης. Κάθε χρόνο τη βραδιά της Αναστάσεως σκύβω με κάποια πρόφαση και χαϊδεύω μυστικά το πορτάρι στο ναυλόγυρο της Αγίας Σοφίας. Δεν έχω πει ακόμα σε κανέναν τίποτε και το νομίζω έχουν προσέξει πως τους παρασύρω όλο ένα στο ίδιο σημείο. Μάλλον θα τους έχει γίνει συνήθεια κι αυτό. Παρ' όλο που δεν με ταιριάζει πια φροντίζω πάντα να έχω μαζί μου ένα κόκκινο αυγό και ενώ να το τσουγκρίσω με όποιον έχει κοντά μου. Καθώς ρίχνω στη γη τα τσέφλια του σκέφτομαι με κάποια χαρά πως όταν φύγει ο κόσμος ίσως ξαναρθεί ο φίλος μου ο Μπάτης να τα συναρμολογήσει και αυτά όπως έγινε κάποτε με εκείνες τις άσσυρμες φωτογραφίες. Τις είχαμε βρει ξεσχισμένες σε αυτό το ίδιο μέρος και το πράγμα τότε δεν παρουσιάσε λιγότερες δυσκολίες. Σε πολλά κομμάτια εικονίζονταν μέλη γυμνά που δεν τα ξέραμε ακόμα απ' αλλού ή που δεν μπορούσαμε να τα φανταστούμε σε τόση αγλυότητα. Εκτός αυτού όμως ήταν κυμπλεγμένες τάσεις των προσώπων. Πήγαινες με την ιδέα πως ενώνεις μια φωτογραφία με δυο άτομα οπότε σε ένα κομματάκι περιζόταν ένα πέμπτο πόδι ή κάτι άλλο υπεράριθμου και σου τα χανούσε όλα. Με λίγα λόγια δεν βοηθούσαν καθόλου οι γνώσεις μας. Ψαββομένοι μπρού μετά στο φορτάρι είχαμε τόσο απορροφηθεί ώστε όταν χτύπησε το κουδούνι του Σισίτιου για τη δεύτερη βάρβεια δεν θέλαμε να πάμε μέσα για φαγητό. Την τελή πήγαια μονάχα εγώ στο Σισίτιο και ο φίλος μου έμεινε κοντά στις φωτογραφίες. Το κακό ήταν πως το κύριο μετά το φαγητό κράτησε πάρα πολύ εκείνη την ημέρα. Πάντως τον βρήκαν να τις έχει όλες οι έτινες απάνω στον φορτάρι και να μάχεται με τον αέρα να μην τους σκορπίσει. Πρώτη φορά μου έβλεπα τέτοια συμπλέγματα. Ήταν πολύ βρώμιος ο κόσμος. Εκείνος όμως τον έφυσε και ωραίο. Μου έδειχνε λεπτομέρειες και γελούσε. Όλα είχαν το όνομά τους και το ήξερα. Δεν ξέρω όμως τι θα έλεγε τώρα γιατί βέβαια όλα θα τα είχε δοκιμάσει. Καθώς έβγαμε έδωσε μια με το πόδι του και σκόρπισαν πάλι τα κομματάκια. Την άλλη μέρα που έλεγα να τα μαζέψω δεν βρήκαμε ήχνους. Κάποιος άλλος θα τα είχε πάρει. Κι αυτό μπήκα μέσα στην εκπλησία και κοιτάζαμε ξαπλωμένη ανάσχελα στις καρέκλες την ανάλεψη στο σιβητοτό του τρούλου. Δύο άγγελοι πετώντας πλαγιαστά κρατάνε τον Χριστό μέσα στη δοξαστική σφαίρα που μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο αυγό. Έβλεπα τους αγγέλους και τιμόμουν εμάς την προηγούμενη μέρα. Όχι ποιος θεωρούσα έστω και τότε τον εαυτό μου για άγγελο αλλά για τον φίλο μου το πίστευα αυτό. Έχει πολλά στοιχεία. Κομματάκι κομματάκι είναι καμωμένο κι αυτό, μου είπε στο τέλος. Ήταν φανερό το σκεφτόταν τις φωτογραφίες. Κι εγώ για το ίδιο λυπόμουν, αλλά δεν ήθελα να το πω. Το είχε η μοναχα τότε. Ποτέ μου δεν τις ξέχασα. Πολλές οργιαστικές διοικήσεις μάλιστα. Σ' αυτές τις κυρίες τις έχω στηρίξει κι ας έχω δει πλήθος άλλους εντωμεταξύ. Από καιρός και καιρό σκέφτομαι. Αυτός που τις ξέσχισε μέσα στο ναυλόγυρο της εκκλησίας δεν μπορεί να έκανε από το φόβο της έρευνας την πράξη. Ήταν προχωρημένη κατοχή τότε. Και από κάθε πιάλο μπορούσες αγκυνδυνέψεις, αν το όρισαν πάνω σου, όχι όμως και από άσσυρνες φωτογραφίες. Και εκεί μου λέει πως θα τις χάρασε μάλλον από φόβο, όμως τις βρήκα μια μάνα τους στις τσέπες τους ή αποδυσκευτική κρίση. Εγώ πάντως θέλω να πιστεύω πως από μετάνοια έγιναν όλα. Ύστερα από λίγες μέρες εξαφανίστηκε ο Μπάτης και από το φαγητό και από το σχολείο. Είπαν πως ήταν άρρωστος, ενώ εγώ έμαθα πως τον είχαν πιάσει. Ένα πρωί με περίμενε κάποιος έξω το σχολείο. Τηνύχτα είχαν εκτελέσει τον φίλο μου μπροστά στο σπίτι του για παραδειγματισμό της γειτονιάς του. Ο ερυθρός σταυρός τον είχε μαζέψει. Πήγαμε στο νοικροτομείο να τον βρούμε, εδώ κι αν ήταν οι κομματιασμένοι άνθρωποι και οι αγγέλοι. Το τι ήταν τα μάτια μου εκεί δεν πρόκειται ποτέ μου να το πω. Εξάλλου δεν το πιστεύω. Κατόπι έγινα ένα με τη γη και έτσι δεν έπηραν χαμπάρι. Φοβάμαι όμως πως δεν χρειάζονταν και τόσο κρύψιμο από μέρους μου. Αυτοί ξέρουν ποιους σκοτώνουν. Έχω υποφέρει απ' τα φτεινά λογοπέγνια και δεν μ' αρέσει να κάνω τέτοια, ούτε στον εαυτό μου τον ίδιο. Παρ' όλα τ' αυτά πεθαίνε αυτόματα, όταν τα καλοκαιρινά απογεύματα φυσάει απ' τη θάλασσα ένας αέρας, που όλοι τον βρίσκουν δροσερό και λένε αναστενάζοντας το όνομα του. |