Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4

Διάλεξη 4: Στην προηγούμενη εβδομάδα αναλύσαμε και την προηγούμενη αν θυμάμαι καλά, αναλύσαμε την οικονομική ελευθερία υπό την έννοια της επαγγελματικής ελευθερίας, δηλαδή τη μία πτυχή. Θα δούμε τώρα την οικονομική ελευθερία υπό το πρίσμα της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας ή επιχειρηματικής ελευ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πρεβεδούρου Ευγενία (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=2ee6e2dc
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 4: Στην προηγούμενη εβδομάδα αναλύσαμε και την προηγούμενη αν θυμάμαι καλά, αναλύσαμε την οικονομική ελευθερία υπό την έννοια της επαγγελματικής ελευθερίας, δηλαδή τη μία πτυχή. Θα δούμε τώρα την οικονομική ελευθερία υπό το πρίσμα της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας ή επιχειρηματικής ελευθερίας. Αυτή την προβλέπει ειδικά, είπαμε ότι κατοχυρώνεται στο άθρο 5 παράγραφος 1 βέβαια ως επιχειρηματική διάταξη και στο άθρο 106 παράγραφος 2, το οποίο μας λέει ότι η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, δηλαδή ρυθμίζει τον περιορισμό της, η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπει να δημιουργηθεί, σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας προσβλάβει της εθνικής οικονομίας. Εφόσον ρυθμίζει τους περιορισμούς συνάγεται ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. Η διάταξη μάλιστα αυτή επιδιώκει διπλό σκοπό, δηλαδή θέτει όρια τόσο στον κρατικό παρεμβατισμό, τον οποίο επιτρέπει για την προστασία του γενικού οικονομικού συμφέροντος και αφετέρου στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. Άρα ο μεν κρατικός παρεμβατισμός δεν πρέπει να συνίσταται σε μέτρα που πνίγουν την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, δηλαδή σε μέτρα που επιβάλλουν στη χώρα καθεστώς διευθυνόμενης οικονομίας, και από την άλλη πλευρά η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν μπορεί να αναπτύσσεται σε βάρος της, μας τα λέει ρητά, το σύνταγμα της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προβσβλάδη της εθνικής οικονομίας. Εδώ βέβαια, προσέξτε, έχουμε αρνητικό, αποθετικό, όπως λέμε, περιορισμό της ιδιωτικής οικονομίας, περιορισμό της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, υποχρέωση αποχείς, ενώ ο συντακτικός νομοθέτης δεν επιβάλλει θετικές υποχρεώσεις στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. Είναι ενδιαφέρον ότι στο κυβερνητικό σχέδιο συντάγματος, προαμνημονεύτων ετών, είχε προβλεφθεί το εξής, η επαγγελματική και επιχειρηματική δραστηριότητα των πολιτών οφείλει να συμβάλει στην ηλική και πνευματική προαγωγή της χώρας. Απλώς θυμηθείτε το αυτό, αυτή η διάταξη παραλήφθηκε βέβαια, γιατί είναι ασυμβίβαστη με την ουσία της ελευθερίας, γιατί ο καθορισμός του σκοπού της άσκησης αυτής της δραστηριότητας, είναι ακριβώς εντάστηση στον πυρήνα της ελευθερίας. Βέβαια, σε άλλα συντάγματα έχουμε αντίστοιχες διατάξεις, που λένε ότι επιτρέπεται η ανάπτυξη της οικονομικής πρωτοβουλίας, εφόσον υπηρετεί τη συλλογική πρόοδο. Δηλαδή, βλέπετε σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, έχουμε και ένα θετική υποχρέωση. Εδώ έχουμε από θετική, σε άλλα συντάγματα μπορεί να έχουμε θετική. Επομένως, έχουμε κατοχύρωση της οικονομικής ελευθερίας, που περιλαμβάνει την επαγγελματική ελευθερία, το έχουμε δει, άρθρο 5, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, και την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, άρθρο 5, παράγραφος 1, και 106, παράγραφος 2. Τώρα, αυτή η ελευθερία της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, αφορά την παραγωγή και την προσφορά, αλλά αφορά και την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, διότι χωρίς αυτή την κατανάλωση, η πρώτη δεν έχει αντικείμενο. Επομένως, αυτή η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, περιλαμβάνει και την προστασία των καταναλωτών, η οποία μάλιστα είναι αναγκαία στο μέτρο που οι καταναλωτές, λόγω της διασποράς και της δυσχέρειας οργανώσεώς τους, έχουν ασθενέστερη θέση έναντι των παραγωγών, άρα είναι αναγκαία η προστασία τους. Προσέξτε τώρα, σημειώστε τα άθρα 15 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να δείτε το εξής, ότι και εκεί έχουμε διάκριση μεταξύ της επαγγελματικής ελευθερίας και του δικαιώματος προσεργασίας αφενός, και της επιχειρηματικής ελευθερίας αφετέρου. Δηλαδή, μας λέει το άθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που φέρει τον τίτλο Ελευθερία του Επαγγέλματος και Δικαίωμα προσεργασίας, μας λέει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελμα το οποίο επιλέγει ή αποδέχεται ελεύθερα. Μετά το επεκτείνει στον πολίτη της Ένωσης και τα λοιπά, κατοχυρώνει και την ελευθερία εγκαταστάσεως, θα σας πω αυτό είναι ειδικότερο, και το άθρο 16 κάνει λόγο για την επιχειρηματική ελευθερία. Μας λέει λοιπόν ότι η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, πράγμα που σημαίνει ότι και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αναγνωρίζει τη δυνατότητα περιορισμού αυτού του δικαιώματος. Βλέπουμε λοιπόν τη διάκριση αυτών των δύο. Να σας αναφέρω ένα παράδειγμα που απασχολεί αυτή τη στιγμή το Δικαστήριο της Ένωσης. Έχει υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα, αν οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας που επιβάλλουν στον πολιτή προσυσκευασμένου νοπού κρέατος πουλερικών, την υποχρέωσή του λοιπόν να αναγράφει την τιμή επί της συσκευασίας, αντί να την αναρτά απλώς σε πιναγίδα τιμής στο ράθι, συνιστά περιορισμό τόσο της επαγγελματικής ελευθερίας του Άρκου 2015, όσο και της επιχειρηματικής ελευθερίας του Άρκου 2016. Το αντιληφθεί κάτι το πρόβλημα ή όχι? Όχι. Λοιπόν, το επαναλάβω. Υπάρχει μια διάταξη της γερμανικής νομοθεσίας που ορίζει το εξής. Ο πολιτής προσυσκευασμένου νοπού κρέατος πουλερικών, είναι υποχρεωμένος να αναγράφει την τιμή επί της συσκευασίας και δεν αρκεί η αναγραφή σε πιναγίδα τοποθετημένη στο ράθι του καταστήματος. Καταλαβαίνετε τη διαφορά. Οι ενώσεις, ας πούμε, πολιτών και τα λοιπά στη Γερμανία, υποστηρίζουν ότι αυτό αποτελεί σημαντικό περιορισμό και της επαγγελματικής ελευθερίας, περιορίζει τι? Όχι την πρόσβαση σε επάγγελμα, αλλά τον τρόπο άσκησης και βεβαίως την επιχειρηματική ελευθερία του άσπρο 16, διότι συνεπάγεται... μην το γράφετε, απλώς σας το λέω ως παράδειγμα για να δείτε τις δύο πτυχές. Και συνεπάγεται και περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας, διότι επιβάλλει ιδιαίτερες δαπάνες στον πολιτή νοπού κρέατος πουλερικών, τις οποίες ο νομοθέτης δεν επιβάλλει στους πολιτές νοπού κρέατος άλλων, χοιρινού, βοδινού κλπ. Αυτό γίνεται τώρα νοδεδιακά. Περιμένετε, εκκρεμεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα αποφανθεί λοιπόν το Δικαστήριο εάν αυτή η υποχρέωση, την οποία προβλέπει και κοινοτική οδηγία και έχει μεταθεστεί στη Γερμανική Ένωμη τάξη, ένα νομοθέτημα, αν αυτό αποτελεί περιορισμό της επαγγελματικής και της επιχειρηματικής ελευθερίας, δηλαδή το Εθνικό Δικαστήριο έχει θέση και τα δύο αυτά άρθρα. Επομένως, εάν η κοινοτική οδηγία συνιστά παραβίαση αυτών των δύο διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις συνθήκες, είναι δηλαδή πρωτογενές δίκιο, τότε τι συνέπεια έχουμε. Ότι το παράγωγο κοινοτικό δίκιο, δηλαδή η οδηγία, είναι αντίθετο, επομένως θα κηρυθεί ανίσχυρο από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και συναχωλούθος βεβαίως και η εθνική νομοθεσία που το προβλέπει. Δεν ξέρω αν έχει αντιληπτό το παράδειγμα, να δείτε πώς ανακύπτουν όλα αυτά στην πράξη, ναι. Δεν είναι λίγο υπερβολικό. Η συγκεκριμένη ιστοίωση, πόσα κόφτεται να έχει να γράψει έναν... Έχει κύριε συνάδελφο να σας πω γιατί αυτό είναι δύσκολο για τον πολιτή να αλλάξει, σε περίπτωση που έχουμε ειδική προσφορά. Θα πρέπει να καταλαβαίνετε τι διαδικασία έχει να αλλάξει αυτό επί του σε κάθε συσκευασία. Ενώ είναι πολύ απλό να αναγραφείς ένα ταμπελάκι στο ράφι. Όταν ειδικά έχεις ειδικές προσφορές, όταν εξελίσσεται η αγορά και πρέπει να προσαρμόσεις τις τιμές, αυτό συνεφάγεται μεγάλη δαπάνη. Παρόλα αυτά, τη στιγμή που είναι νοκό κρέας, πρέπει να καταλαβαστεί μέσα σε σύντομο φυσικό διάστημα. Δεν μπορεί να μένει το φυσικό διάστημα στη υγεία. Παρόλα αυτά, είναι μια δαπάνη σημαντική. Με τι απασχολείται το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι. Έτσι είναι άλλο. Άλλο ερώτημα. Όχι, αυτό και εγώ θέλω να πω και εγώ, ότι επειδή είναι όντως νοκό το κρέας, δεν υπάρχει το πρόβλημα της αλλαγής των τιμών, της αλλαγής της προχωράς και της ζήτησης, όσο να χρειάζεται συνέχεια να αλλάζει τη μείγμα. Για τον επιχειρηματία. Εγώ σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να ήταν μετοιωρισμός επιχειρηματικότητας των πολιτών, του σούπερ μάρκετ. Του σούπερ μάρκετ είναι μάκρυβος, το σούπερ μάρκετ. Αυτό δεν το κάνει, δεν την έχει την υποχρέωση αυτή ο παρακογός, καταλάβατε, αλλά την έχει ο πολιτής. Το σούπερ μάρκετ δεν μπορεί να περιοριστεί στην αναγραφή της τιμής σε ταμπελάκι στο ράφι, αλλά πρέπει επί της συσκευασίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο πολίτης... Βέβαια αυτό έχει μια διάρκεια έστω και μια εβδομάδα. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα το να πρέπει να αλλάξει, ξέρετε, την τιμή, γιατί έχουμε μεγάλες ποσότητες κρέατος. Εδώ το δεν πάει τώρα. Εδώ το δεν πάει τώρα. Εδώ το δεν πάει τώρα, βέβαια. Χωρίς, τι για φίλε. Αυτοί σχετίζουν την Ελλάδα, τι θα έπρεπε να κάνουν αυτοί σχετικοί στην Ελλάδα. Ομολογώ ότι την ελληνική νομοθυσία στο θέμα αυτό δεν την έχω αναζητήσει. Αλλά η οδηγία προβλέπει αυτό, αυτή την υποχρέωσε, που σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος ο εθνικός νομοθέτης να έχει σχετική πρόβληψη. Δεν ξέρω τι προβλέπει ο αγωροναμικός κώτης. Ομολογώ ότι δεν το έψαξε. Διάβασα πρόσφατα, η απόφαση, το προδικαστικό ερώτημα, ειστάλλει στο ΔΕΚ, πριν ένα μήνα. Αλλά θέλω να σας πω και αυτό, είναι ερώτημα δικητικού, όχι δικητικού, εφετιού, γερμανικού. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι σημασία του. Πώς, στην ευθέτη λόγη, σε μια τέτοια διάταξη έχει συλλογηθεί, στον εθνικό δικαστήριο. Δηλαδή, γιατί σκεφτείταν, γιατί είπαν ότι σκεφτεί με ένα για το κρέας. Για την προστασία του καταναλωτή. Ακριβώς αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα για επιχείρημα, ας πούμε, του ανισχύρου αυτής της κοινωνικής διάταξης. Γιατί γίνεται αυτή η διαφοροποίηση, μεταξύ νομπού κρέατος πουλερικών και όχι άλλων ειδών κρέατος. Δηλαδή, βλέπετε πόσο η κοινωνική νομοθεσία είναι λεπτομερειακή και πώς απασχολείται το δικαστήριο με τέτοια ζητήματα. Πρέπει να λύσει τέτοια ζητήματα. Φανταστείτε τώρα, θεμελιώδης αρχές, όπως η επιχειρηματική ελευθερία ή και η επαγγελματική ελευθερία, πώς εξειδικεύονται συζητήματα που μας φαίνονται εντελώς τι. Λεπτομερειακά, τεχνικά, ανευδιαίτερες σημαρισίες. Και όμως, αυτό έχει τεράστιο κόστος για τις επιχειρήσεις. Και ξέρετε ποια ήταν η επιχείρηση που ξεκίνησε. Δηλαδή, η διάδικος επιχείρηση, η Lidl. Για να δείτε. Επομένως, να το ενδιαφέρω. Άρα, συγκρατούμε από όλη αυτή την ιστορία τα άφρα 15 και 16 του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Για να δείτε, δηλαδή, άρα η δική μας διάκριση του 5, 5 και 22, 5 και 106, να πω πώς ισχύει και στο ενωσιακό δίκαιο. Είπαμε ότι οι τρεις βασικές φτυχές της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας και η βιβλίαση της επιχειρηματικής ελευθερίας είναι η ελευθερία των συμβάσεων, η ελευθερία των χερδοσκοπικών ενώσεων και η ελευθερία του ανταγωνισμού. Έρχομαι στην ελευθερία των συμβάσεων, η οποία επίσης κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άφρο 5, παράγραφο 1, αυτό δέχεται και η νομολογία πλέον. Μήπως θυμάται κάποιος ενάνθρωπος να μας δώσει έναν ορισμό της Σύμβασης. Ναι, για πείτε μου. Η ταύτηση δύο βιώσεων βουλήσεων που προτιμούν να παίρνουν κάποια νομοτοτελέσμα. Εκεί με βάση το 5 παράγραφο 1 υπάρχει η ελευθερία επιλογής και του περιεχομένου της Σύμβασης και του αντισυμβαλωμένου του βασικού, του αν θα συναφθεί ή όχι η Σύμβαση. Λοιπόν, η ελευθερία των συμβάσεων είναι το σπουδαιότερο τμήμα, όπως λέμε, της ιδιωτικής αυτονομίας. Νομίζω αυτά είναι όλα γνωστά. Δηλαδή, πρόκειται για την εγγύση ενός ιδιωτικού χώρου, στον οποίο ο ιδιώτης είναι ελεύθερος, να ορίζει σύμφωνα με τη βούλησή του τις συμφωνίες που θα συνάψει με άλλους ιδιώτες. Δηλαδή, στη Σύμβαση έχουμε ικιοθελή ανάληψη υποχρεώσεων. Όπως μας είπε οι συνάδεφους, σε τι συνίσταται η ελευθερία των συμβάσεων, στην επιλογή του αν θα συναφθεί ή όχι η Σύμβαση, στην επιλογή του αντισυμβαλωμένου και τρίτον, στο περιεχόμενο που θα έχει Σύμβαση, δηλαδή καθορισμός τιμήματος, τρόπου, τρόπου, χρόνου παροχής, δυνατότητα καταγγελίας κλπ. Υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, αυτά είναι γνωστά από τον Αστικό Κώδικα, δηλαδή η βούληση των συμβαλωμένων δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης και επίσης παρεκλήσεις από την ελευθερία των συμβάσεων έχουμε στις περιπτώσεις φυσικών και νομικών μονοπολίων, θα τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά αυτά, και στο εργατικό και στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκιο. Τι δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα στην ελευθερία των συμβάσεων? Η μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη σε συμβατικές σχέσεις. Αλλάζει δηλαδή το νομικό πλαίσιο που διέπει μια κατηγορία συμβάσεων, προβλέπει για παράδειγμα ο νομοθέτης ενικειοστάσιο ή προβλέπει καταγγελία συγκεκριμένης κατηγορίας συμβάσεων. Όλα αυτά είναι τι νομοθετικές παρεμβάσεις που περιορίζουν τη συμβατική ελευθερία και καταρχήν πρέπει να κρίνονται αντισυνταγματικές. Ένα άλλο βασικό ερώτημα είναι εάν η ελευθερία των συμβάσεων καλύπτει και τις διοικητικές συμβάσεις. Εδώ κάνουμε μία μεγάλη παρένθεση να θυμίσουμε, να θυμηθούμε μάλλον τι σημαίνει η διοικητική σύνδεση. Έχει κάποιος συνάδελφος τη δυνατότητα να μας το παρουσιάσει, ναι. Έχει κάποιος συνάδελφος τη δυνατότητα να μας το παρουσιάσει, ναι. Έχει κάποιος συνάδελφος τη δυνατότητα να μας το παρουσιάσει, ναι. Έχει κάποιος συνάδελφος τη δυνατότητα να μας το παρουσιάσει, ναι. Η έννοια της διοικητικής σύμβασης με την ελευθερία των συμβάσεων από την πλευρά της διοίκησης, καταρχάς, του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Τι λέτε. Υπάρχει ελευθερία ως το ωστότι, ενώ ήδη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου έχει θέσει, έχει δηλώσει τη βούλησή του, δεν μπορεί να την ανακαλέψει ή να την μεταβάλλει από τη στιγμή που το άλλο μέρος αποφασίζει να καταβεί τη σύμβαση, τότε όσο και αν βρίσκεται την εργασιστική υπεροχή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεν μπορεί να μεταβάλει τη συνθήκη. Δυστυχώς, κύριε συνάδελφε, δεν είναι. Δηλαδή, αυτό μου θεωρώ το πιο ελεύθερο. Κοιτάξτε, ελευθερία των συμβάσεων από την πλευρά της διοίκησης δεν μπορεί να υπάρξει. Η διοίκηση έχει αρμοδιότητα να συνάψει τη σύμβαση, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμβατική ελευθερία. Η διοίκηση πρώτον δεν μπορεί να αποφασίσει ελεύθερα για το αν θα συνάψει ή όχι σύμβαση. Αυτό πρέπει να προβλέπεται από διατάξεις. Δεν έχει ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλωμένου με την έννοια ότι η διαδικασία σύναψης της σύμβασης ρυθμίζεται πολύ αυστηρά από το Ενωσιακό Δίκαιο σε πρώτη φάση και μεταφέρεται στο Εθνικό Δίκαιο. Και τρίτον και το νομικό καθεστώς της σύμβασης επίσης διέπεται από τις σχετικές διατάξεις. Άρα δεν υπάρχει ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης. Και φυσικά δεδομένου ότι για τη διοίκηση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για συμβατική ελευθερία, η διοίκηση δεν έχει ατομικά θεμελιώδη δικαιώματα, διότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποσκοφούν σε τι? Στην προστασία του ιδιώτη έναντι της κρατικής εξουσίας. Τώρα και ο αντισυμβαλόμενος της δίκησης επίσης περιορίζεται η ελευθερία του γιατί, διότι η σύμβαση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Άρα δεν έχει ούτε δυνατότητα καταγγελίας, ούτε δυνατότητα καθορισμού του περιεχομένου. Η μόνη δυνατότητα που έχει, η μόνη πτυχή της ελευθερίας που διατηρείται είναι πια το αν θα συνάψει όχι τη σύμβαση, το αν θα συμμετάσχει δηλαδή στη διαγωνιστική διαδικασία. Σκέφτομαι το δημόσιο γεγονός διευκολύντων μερικά στοιχεία που δείχνουν ελευθερία όπως, για παράδειγμα, όταν μεταβληθούν οικονομικές συνειδικές γενικά, μπορεί να δητύσει το δισυμβαλόμενο μέρος μια αναδιαιμόρφωση, πρέπει να μην είναι υπέμεντρα επαχθής. Είναι κάποια στοιχεία ελευθερίας. Εννοείται. Υπάρχουν κάποια στοιχεία, φυσικά, διότι έχουν εφαρμογή κανόνες του αστικού κώδικα και σε αυτές τις περιπτώσεις που δεν ρυθμίζονται συγκεκριμένα από τις ειδικές διατάξεις που διέχουν τις διοικητικές συμβάσεις. Αλλά όλα αυτά είναι εψίγματα. Δεν μπορεί να ζητήσει καταγγελία της σύμβασης ο αντισυμβαλόμενος. Φαντάζεστε γιατί διότι σε κάθε περίπτωση καθυστές πληρωμής της αντιπαροχής από το δημόσιο θα μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση και να μην ολοκληρωθεί ένα έργο ή να μην παρασκεθεί μια υπηρεσία που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Άρα είναι πολύ αυστηρή η όρη. Επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συμβατική ελευθερία στην έκταση που έχει στην ιδιωτική οικονομία. Άρα για τις διοικητικές συμβάσεις έχουμε ιδιαίτερους περιορισμούς. Νομίζω ότι αυτά είναι τα βασικά που πρέπει να πούμε για την ελευθερία των συμβάσεων. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η ελευθερία των συμβάσεων σταματά εκεί που αρχίζει η κατάχρησή της. Βέβαια εδώ έχουμε εφαρμογή του Άρθρο 25. Τέτοια κατάχρηση μπορεί να συνιστά η αδικαιολόγητη άρνηση παροχής ή η παροχή υπό αδικαιολόγητα επαχθείς όρους αγαθών ή υπηρεσιών ζωτικής σημασίας. Εδώ δηλαδή δεν αντιστρατεύεται το σύνταγμα η νομοθετική απαγόρευση ή οπεινικός σκολασμός αδικαιολόγητης άρνησης πουλίσεως εμπορευμάτων και υπηρεσιών που εξυπηρετούν ζωτικές ανάγκες. Τέτοιου είδους διατάξεις έχουνε κυρίως στη νομοθεσία περί δημοσιών επιχειρήσεων που είχαν κοινοφελούς χαρακτήρα και που είχαν και μονοπολιακή φύση. Στον Ιδρυτικό Νόμο ΔΕΙΟΤΕ προβλέπονταν τέτοιες ρήτρες που απαγόρευαν την άρνηση σύναψης σύμβασης με καταναλωτές λόγω της σημασίας των αγαθών, των υπηρεσιών που παρήχαν οι συγκεκριμένοι φορείς. Επομένως, νοούνται τέτοιες περιορισμοί. Επίσης, ο Κώδικας Δικηγόρων προβλέπεται το εξής, ότι ο δικηγόρος οφείλει να αναδέχεται κάθε ανατιθέμενη σε αυτό δεκτική υπερασπίσωση υπόθεση. Δεν μπορεί δηλαδή ο δικηγόρος να αγνηθεί παροχή υπηρεσιών υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Υπάρχουν περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας, ακριβώς για την προστασία του ασθενέστερου μέρους. Τώρα, για να γίνει δεκτό, δηλαδή για να στηριχθεί στο σύνταγμα αξίωσης, ας το πούμε συνάψεως συμβάσος, πρέπει να συντρέφουν οι εξής προϋποθέσεις. Να πρόκειται για παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ζωτικής σημασίας. Η παροχή αυτή να εξατάται από αντισυμβαλόμενο, ο οποίος είναι ιδιωτικό ή κρατικό μονοπόλιο ή κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά και η τρίτη προϋπόθεση να μην είναι δικαιολογημένη εν προκειμένου η άρνηση παροχής αγαθών ή υπηρεσιών. Πρέπει να συντρέφουν αυστηρές προϋποθέσεις προκειμένου να γίνει δεκτή αξίωση σύναψης σύμβασης. Η δεύτερη τυχή της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας είναι η ελευθερία των κερδοσκοπικών ενώσεων. Αυτή λοιπόν εντάσσεται στην οικονομική ελευθερία. Αυτό τι σημαίνει ελευθερία σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας κερδοσκοπικών ενώσεων, κυρίως ποιες ενώσεις είναι αυτές, μάλλον ποια μορφώματα ή εμπορικές ιτερίες. Διότι οι ενώσεις αυτές με εξαίρεση τους συνεταιρισμούς εξαιρούνται από την προστασία του άρθρου 12. Δεν καλύπτονται δηλαδή από το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 12 του συντάγματος, επομένως έχει εφαρμογή εδώ το άρθρο 5 παράγραφος 1 του συντάγματος. Τώρα κύριως πρόβλημα δημιουργείται εδώ με νομοθετικές συνατάξεις οι οποίες απαγορεύουν ορισμένες εταιρικές μορφές για την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας. Τέτοιες περιπτώσεις αφορούσαν κυρίως την ιατρική δραστηριότητα. Παράδειγμα, ο νόμος, δηλαδή έχουμε επέμβαση του νομοθέτη στην ελευθερία σύστασης εμπορικής εταιρείας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο κατέληξε σε απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατίας. Σημειώστε τις αποφάσεις είναι 27-72 του 2003 και 1991 του 2005 της Ολομέλειας. Η πρώτη είναι παραπεντική, η δεύτερη είναι της Ολομέλειας. 27-72 του 2003, τέτατο τμήμα παραπεντική και 1991 του 2005 της Ολομέλειας. Αφορούσε τι η υπόθεση αυτή. Διατάξεις του νόμου 971 του 1979 που επέβαλαν την έκδοση άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος οπτικών ειδών, επωνόματι αποκλειστικά και μόνο κατόχου άδειας ασκήσους επαγγέλματος οπτικού. Αυτό τι σημαίνει ότι τόσο ταυτίζεται το πρόσωπο που έχει την ευθύνη λειτουργίας του καταστήματος, με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η οικονομική εκμετάλλευση του καταστήματος. Δηλαδή για να έχεις άδεια λειτουργίας καταστήματος οπτικών ειδών πρέπει να έχεις και την άδεια ασκήσους του επαγγέλματος οπτικού. Άρα δεν μπορεί να λειτουργήσει ένα καταστήματος οπτικών υπό τη μορφή οποιασδήποτε εταιρείας. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να ανοίξει τέτοιο κατάστατο υπό μορφή εταιρείας έστω και αν έχει ως διευθυντή υπεύθυνο λειτουργίας του καταστήματος οπτικό. Έτσι όμως αποκλείεται η οικονομική εκμετάλλευση καταστήματος οπτικών ειδών από εταιρεία οποιασδήποτε μορφής. Με το περιεχόμενο όμως αυτό είπε το Συμβούλιο Επικρατίας και στην Παραπεντική και στην Απόβαση της Ολομέλειας, οι διατάξεις αυτές αντίκηται στο άθρο 5 παράγραφος 1 του συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία διότι αντιλαμβάνεστε ποιος θα ήταν ο σκοπός αυτής της περιοριστικής διάταξης. Διότι λέει το Συμβούλιο Επικρατίας η προστασία της δημόσιας υγείας στην οποία αποβλέπει κατά την ισυγητική έκθεση του νόμου αυτή η διάταξη, αυτός ο περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας, βαλίζεται πλήρως με ένα άλλο μέτρο που προβλέπει ο νόμος, τη διεύθυνση του καταστήματος οπτικών ειδών από τον κάτοχο άδειας ασκήσους του επαγγέλιματος του οπτικού, ο οποίος πρέπει να ασκεί προσωπικό στη διεύθυνση του καταστήματος και σε περίπτωση απουσίας του να ορίζει προς αντικατάστασή του κάτοχο που έχει επίσης την άδεια ασκήσους του επαγγέλιματος, δηλαδή διπλωματούχο οπτικό. Εφόσον λοιπόν ο νόμος προβλέπει αυτή την υποχρέωση, τη διεύθυνση του καταστήματος να έχει κάτοχος άδειας ασκήσους του επαγγέλιματος του οπτικού, αυτό αρκεί για την προστασία της δημόσιας υγείας. Ο άλλος περιορισμός είναι υπέρμετρος. Άρα ο εισαγόμενος περιορισμός που είπαμε της οικονομικής ελευθερίας δεν είναι αναγκαίος για τη διασφάλιση του επιδιοκόμενου σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας. Και συνεχίζει ότι τέτοιες διατάξεις που αφορούσαν άλλες δραστηριότητες του φαρμακοποιού ας πούμε έχουν ήδη καταργηθεί. Για παράδειγμα, νεότερος νόμος του 1991 επέτρεψε την λειτουργία εταιριών εκμεταλλεύσεως φαρμακίων, εταιρίες εκμετάλλευσης φαρμακίου. Ενώ πριν από το 1991 πάλι δεν επιτρεπόταν η λειτουργία φαρμακίου υπομορφή εταιρείας. Δηλαδή έπρεπε ο φαρμακοποιός να έχει και τη διέθυνση και την οικονομική εκμετάλλευση. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε. Επίσης, δόθηκε άδεια ύδρυσης φάρμακα ποθήκης σε ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, οι οποίες πρέπει να αναθέσουν την ευθύνη της λειτουργίας σε φαρμακοποιώ, σε επιστήμονα. Άλλη μια διάταξη επίσης, επετράπη οικορίγηση άδειας ύδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Έχουμε αυτά τα πολυατρία, πολυοδοντίατρία, διαγνωστικά εργαστήρια υπομορφή εταιριών. Αυτό επετράπη από το 2001 και μετά. Ενώ προηγουμένως απαγορευόταν η λειτουργία, η άσκηση αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας υπομορφή εταιριών. Αυτά άλλαξαν, επομένως, όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η διάταξη που αφορά τους οπτικούς είναι τι? Αντισυνταγματική. Πρόκειται δηλαδή για αντισυνταγματικό περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας. Εντάξει με θέμα, ναι. Η πρώτη είναι αυτή που θα μπορούσε να δουλεύει υπομορφη εταιριά. Ναι. Δηλαδή έπρεπε, ξέρετε, ο κατάστημα οπτικών μπορούσε να λειτουργείς, να το εκμεταλλεύεται οικονομικά, πρόσωπο που είχε διπλωματούχος οπτικός, που είχε την άδεια, λέει, ασκήσως αυτού το επαγγέλιμα του. Ποια δύσκολη εταιρεία είχε, λέω μου. Ανώνιμη εταιρεία μπορούσε. Και δεν μπορούσε. Ναι, κοιτάξτε, αυτό υποχρέωνεται ότι μόνο είχε την οικονομική δυνατότητα ένας διπλωματούχος οπτικός να, πώς να λειτουργήσει η ανώνιμη εταιρεία. Η ανώνιμη εταιρεία έχει δικές, δηλικούς κανόνες. Μόνο μια προσωπική. Ανώνιμη εταιρεία μπορούσε. Μπορούσε. Τώρα αν δεν έχει δέσει το κεφάλαιο για μια ανώνιμη πάρα πολύ, θα μιλάς. Δεν ξέρω ακριβώς τι είπατε. Ήτανε και σε οποιαδήποτε εμπορία. Ήτανε το θέμα του κεφάλαιου, αλλά θα έγινε και η τελετή της υπόθεσης. Το θέμα είναι ότι πρέπει να έχει την οικονομική... Ακριβώς, ναι. Πρέπει να έχει και την οικονομική εκμετάλλευση και τη διέθυνση, την ευθύνη λειτουργίας του καταστήματος, αλλά και την οικονομική εκμετάλλευση. Δηλαδή, ουσιαστικά, τι απαγορεύει, πώς θα σποθέτει έναν περιορισμό, δηλαδή ποιο, την κατοχή επαγγελματικού τίτλου οπτικού, προκειμένου να λειτουργήσει κάποιος να ιδρύσει κατάσταση οπτικών ειδών. Άρα, δεν είναι αυτό περιορισμό υπέρμετρος της οικονομικής ελευθερίας. Ποιο μας υποχρεώνει για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα να έχεις αυτό το προσόν. Δηλαδή, για την άσκηση αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας, γιατί είναι επιχειρηματική δραστηριότητα, πρέπει να έχεις οπωσδήποτε αυτό το προσόν. Άρα, δεν περιορίζει τον οπτικό τον ίδιο, δηλαδή, πώς θα σας πω, δεν είναι περιορισμός του οπτικού, δηλαδή του έχοντος στο δίπλωνο του οπτικού, αλλά είναι τι περιορισμός. Ναι, οπότε γι' αυτό κρίθηκε ως υπέρμετρος περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας. Περισσότερα θα δούμε όταν ασχοληθούμε με τις δημόσεις επιχειρήσεις και κυρίως τις κρατικοποιήσεις, θα δούμε πάλι, θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα της επιχειρηματικής ελευθερίας. Ας δούμε τώρα λίγα πράγματα για την ελευθερία του ανταγωνισμού, η οποία είναι η τρίτη και βασική πτυχή της οικονομικής ελευθερίας. Όπως ξέρετε, ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι ένα κίνητρο της βελτίωσης των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών και επομένως της ευνοϊκής αντιμετώπισης του καταναλωτή και των άλλων οικονομικά ασθενέστερων. Διαμορφώνονται οι όρησεις των συναλλαγών, πόλησης, προσφοράς, μεταπολιτικής εξυπηρέτησης. Έτσι πώς ο ελεύθερος ανταγωνισμός επιτρέπει θετικούς όρους παροχής, πόλησης, μεταπολιτικής εξυπηρέτησης για ποιον, για τον οικονομικά ασθενέστερο. Το Σύνταγμα λοιπόν κατοχυρώνει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και μάλιστα και ως ατομικό δικαίωμα και ως θεσμική εγγύηση. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός καλύπτει την ελευθερία πρόσβασης στην αγορά και την ελευθερία ανταγωνισμού εντός της αγοράς και επίσης καλύπτει και την απαγόρευση του αθέμητου ανταγωνισμού. Η πρώτη νομική ρύθμιση του ανταγωνισμού στη χώρα μας πότε έγινε? Λίγο πιο πριν. Με το νόμο 146 του 2014 περί αθέμητου ανταγωνισμού. Αυτό είχαμε μια απλώς προστασία κατά του αθέμητου ανταγωνισμού. Με την ανάπτυξη όμως μεγάλων οικονομικών μονάδων και την επέκταση του κρατικού παρεμπατισμού, κυρίως όμως εν όψη της προσφόρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ψηφίστηκε ο νόμος 703 του 1977 περί ελέγχου μονοπολίων και ολιγοπολίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού. Δηλαδή ενώ ο νόμος 146 του 2014 προστάτευε, καταπολεμούσε τον αθέμητο ανταγωνισμό, η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δική μας βέβαια για την προσαρμογή σε αυτήν προασπίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Δεν πρόκειται για συμβίδα στους τόπους, αλλά έχουμε έναν κάπως διαφορετικό προσανατολισμό. Τώρα, ο νόμος 703 του 1977 και όπως τροποποιήθηκε, επαναλαμβάνει τις σχετικές κοινοτικές πρώτα και τώρα ενωσιακές διατάξεις. Θα σας πω πρώτα τις αρχές, τους σκοπούς μάλλον της Ένωσης, που αποτυπώνονται πλέον στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να δείτε τη σημασία του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εν συνέχεια θα δούμε τις δύο βασικές διατάξεις 101 και 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα δούμε τι ακριβώς προσταρτεύεται στα πλαίσια αυτής της ελευθερίας του ανταγωνισμού. Μας λέει λοιπόν το άρθρο 2 ότι η Ένωση εγκαθιδρύει εσωτερική αγορά, εργάζεται για την αηφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης, με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, τη σταθερότητα των τιμών και σημειώστε τώρα αυτό, την άρθρος ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς. Βλέπετε δύο πτυχές, ανταγωνιστική και κοινωνική οικονομία της αγοράς. Όχι μόνο λοιπόν αγορές αξίες αλλά και κοινωνικός χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς. Με στόχο συνεχίζει την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Επομένως, εμένουμε στην δημιουργία της εσωτερικής αγοράς με άκρως ανταγωνιστική και κοινωνική οικονομία της αγοράς. Αυφόρος ανάπτυξη της Ευρώπης, με γνώμο να την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, σταθερότητα των τιμών, άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, με στόχο την πλήρη απασχόληση και κοινωνική πρόοδο και υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Δηλαδή, πολύπλευρη στοχοθεσία. Δηλαδή, στο άκρο δύο, το οποίο έχει ενδικασιμότητα, δηλαδή δεν είναι κατευθυντήριες γραμμές, αλλά δεσμευτική διάταξη, προφανώς λόγω της αοριστίας των ενιών, χρειάζεται εξειδίκευση. Αλλά οι συγκεκριμένες διατάξεις της συνθήκης ερμηνεύονται πάντα με γνώμο αυτές τις αξίες της Ένωσης. Λοιπόν, τώρα, ειδικά για τον ανταγωνισμό, έχουμε τις θεμελιώδεις διατάξεις. Αρχικά ήταν 85 και 86 της συνθήκης, μετά έγιναν 81-82 και τώρα είναι 101 και 102, που έχουμε πλουσιότατη νομολογία. Προσέξτε, βέβαια, όπως θα δούμε, οι διατάξεις αυτές φαίνεται ότι απευθύνονται στις επιχειρήσεις, που τους απαγορεύει συγκεκριμένες πρακτικές, με συνέπεια σε περίπτωση τήρησης τέτοιων απαγορευόμενων πρακτικών, έχουμε επιβολή κυρώσεων από την Επιτροπή, υψηλότατον προστίμων, έτσι. Αλλά απευθύνονται οι διατάξεις και στα κράτη-μέλη, τα οποία δεν πρέπει να θεσπίζουν νομοθετικές διατάξεις, που ευνοούν τέτοιου είδους συμπεριφορές επιχειρήσεων. Προσέξτε, τι μας λέει το άθρο 101. Δηλαδή θα μπορούσα να γνωρίζω έναν κόσμο και έναν κάθο που δεν έχει θεσπίσει απαγορευκεία. Ή έχει θεσπίσει διατάξεις οι οποίες ευνοούν αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές. Ακόμα και να μην έχει θεσπίσει διαταγωνιστικές συμπεριφορές. Ναι, φυσικά. Αυτό θα πει είναι η προσφυγή κατά παραβάσους. Παραβιάζει και μάλιστα εδώ διάταξη της συνθήκης, όχι καν παραγώγου δικαίου. Δεν έχει μεταφέρει μια οδηγία. Και επίσης βέβαια να πούμε ότι η βάση των δύο αυτών άρθρων 101 και 102 εκδόθηκε ο περίφημος κανονισμός 1 του 2003, που ρυθμίζει ειδικότερα τη διαδικασία του ανταγωνισμού, την επιβολή κυρώσεων, το δικαστικό έλεγχο κτλ. Ο πρώτος κανονισμός ήταν ο κανονισμός 17 του 62, ένας θεμελιώδης κανονισμός που ίσχυσε πάρα πολλά χρόνια και καταστάθηκε, φανταστείτε, μετά από 40 χρόνια. Λοιπόν, τι μας λέει το άρθρο 101? Ότι είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών. Έτσι, άρα το διακρατικό στοιχείο επηρεάζουμε. Επομένως, έχουμε είπαμε συμφωνίες επιχειρήσεων, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική και καταλαβαίνετε ότι με τον όρο εναρμονισμένη πρακτική μπορούμε να εντάξουμε πάρα πολλές συμπεριφορές. Βλέπετε πώς η αίφαση δίνει συνθήκη στη προστασία του ανταγωνισμού, οι οποίες τι μπορούν να κάνουν? Να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα παρεμπόδηση, περιορισμό ή νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Αυτός είναι ο γενικός κανόνας. Και μας έχει και κάποια ενδεικτική απαρρύθμιση και αυτές οι πρακτικές τι μπορούν να συνίσταται? Στον άμεσο ή αέμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς υπολίσεων ή άλλων όρων συναλλαγής. Δηλαδή, συμφωνούν όλες οι τσιμεντοβιομηχανίες της Ελλάδος να εφαρμόσουν τέτοιες τιμές. Ή όλες οι γαλακτοβιομηχανίες να εφαρμόσουν συγκεκριμένες τιμές ή να καταγγείμουν μεταξύ τους την αγορά. Υποβιάζει την αγορά της Βόρειας Ελλάδας, η 10 της Κεντρικής και ούτω καθεξής. Η γαλακτοβιομηχανία, αυτό δεν είναι η ιδέα. Η ιδέα είναι σχεδόν αυτά. Διαφέρει μερικά νεστά. Για αυτό επιλαμβάνεται η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Υπηλαμβάνεται. Υπηλαμβάνεται, ναι. Η ΚΑΑΚΤΙ έχει αντίκτυπτο σχεδόν να το πες αυτό. Δεν έρχονται, δηλαδή, να... Αυτά είναι προβλήματα. Αυτά είναι να παραβιάσεις νόδευση του ανταγωνισμού λόγω παραβίασης του ανθρωπιστικού. Και πολλά διεθνά τα καρτέλη έχουν εφημιουργηθεί σε τέτοιες ομάδες καρτέλη παραβογών. Κυρίως ο διεθνήτης και παράλληλα το κόσμος είναι τόσο μικρό. Παράλληλα τα χαραμένου χάνουν έτσι. Χαραμένου, πώς το είπατε? Είναι παράνομα, δεν θα έπρεπε. Ωσφαλώς είναι παράνομα. Προδύνως παράνομα. Δεν είναι μόνο παράνομα. Ναι, φυσικά. Λέμε τώρα είναι παράνομα, ναι. Εδώ σε αυτήν την περίπτωση που υπάρχει σαν καρτέλη, θα ήταν σύμφωνο με το ευρωπαϊκό δίκαιο, η επιβολή ανθρώπινων κυβιάτες και νότων του ορειοκόντου από το κράτο μέρος. Θεωρώ πως όχι. Όταν πάθει το νερό, ότι πρέπει να... Το νερό είναι μια διαφορετική περίπτωση. Εντάξει, αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Έχει άλλο εμπόδιο. Θα είναι ένα βασικό προϊόντιο. Και προσέξτε, το γάλα όμως είναι της ανθρώπινης. Το γάλα όμως είναι της ανάγκης σε γάλα. Μπορεί να τις καλύψει η ελεύθερη αγορά. Είναι κάτι διαφορετικό. Το νερό δεν είναι στην ελεύθερη αγορά. Καταλάβατε? Δεν θέλουμε να είναι. Καλώς, κακώς, δεν είναι άλλο ζήτημα. Δεν θέλουμε να είναι, αλλά είναι κάτι διαφορετικό. Δεν έχει καμία σχέση. Την ανάγκη σε γάλα, που είναι ζωτικής φύσεως αγαθό, την καλύπτει θαυμάσια η αγορά. Χρειάζονται παρεμβάσεις του κράτους για να ρυθμιστούν κάποια πράγματα, αλλά δεν χρειάζεται να αναλάβει το κράτος την παραγωγή γάλακτος όπως συμβαίνει με το νερό. Καταλάβατε? Το γάλα δεν είναι η δημόσια υπηρεσία όπως είναι το νερό. Η ύδρευση... Η νερό όχι η ύδρευση, αλλά τα χαλάκια που κουλάνε τα περίπτωσες υπηρεσίες. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό είναι, ξέρετε, κάτι διαφορετικό. Η δημόσια υπηρεσία, το αγαθώς ζωτική σημασία, το παρέχει ποιος? Το κράτος ή τη συνδρέψεως. Το άλλο τώρα, το άλλο εγώ θέλω να παίρνω μπουκαλάκι και τα λοιπά, είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό είναι θέμα αγοράς. Αυτό δεν έχει εκεί υπάρχει αγορανομική διάθεση. Ναι. Το 50%. Το 50, ναι. Αλλά δεν ξέρω αν ισχύει ακόμα αυτό για το 50%. Είναι δίκως ότι κάτι έχει αλλάξει. Το που κάνει τις αγορανομικές τέτοιες... Εννοείται αν αυτές οι διατάξεις είναι... Που ασφαλίζει το νερό. Ναι. Αντίστοιχα, που άμα δεν ήταν σύμφωνο με το πώς βάζουμε το φανότι, η παραγωγή, μήπως αντίστοιχα, είστε μπορούμε να μεταμοσιστεί το γάλαγο, έτσι το βυγό, όχι να παράγει το... να αναλάβει το κράτος, να έχει... Α, ναι. Πάνω, πάνω, πάνω. Κοιτάξτε, γενικά πάντως η επιβολή ανώτατων τιμών είναι ένα ζήτημα, έτσι. Δηλαδή, η τιμή πρέπει να διαμορφώνεται από την αγορά, η οποία όμως στα πλαίσια της οποίας υπάρχει ανώθευτος ανταγωνισμός, έτσι. Δηλαδή, όταν η αγορά λειτουργεί στα πλαίσια ανώθευτος ανταγωνισμού, η τιμή θα διαμορφωθεί κατά τρόπο που ευνοεί και τον καταναλωτεί, έτσι, όταν ο ανταγωνισμός λειτουργεί όπως πρέπει να λειτουργεί. Επομένως, έχουμε άμεσο ή έμεσο καθορισμό των τιμών, δηλαδή οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές καταλήγουν στον άμεσο ή έμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πολίσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων. Δηλαδή, συμφωνούν οι εταιρείες μεταξύ τους και ελέγχουν την παραγωγή, θα παράγουν μέχρι τόσο, θα το κατανέμουν, θα κατανέμουν την παραγωγή τους με συγκεκριμένο τρόπο. Όλα αυτά είναι τι? Νώθευση του ελεύθερου ανταγωνισμού, που λειτουργεί, αυτή νώθευση λειτουργεί σβάρος στήνος, το καταναλωτεί. Κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, αυτό που κάνουν συνήθως επιχειρήσεις, κατανέμουν τις αγορές και τις πηγές εφοδιασμού, αυτές τις συμφωνίες μπορούν να καταλήφουν στην εφαρμογή άνυσων όρων επισοδύναμων παροχών ή στην εξάρτηση της ύναψης συμβάσεων από την αποδοχή πρόσθετων παροχών. Δηλαδή, αυτό να νωθεύει αυτές τις συμφωνίες επιχειρήσων νωθεύουν την ελευθερία των συμβάσεων. Εκμεταλλεύεται ουσιαστικά την θέση της επιχείρησης, μάλλον πολλές επιχειρήσεις και επιβάλλουν συγκεκριμένους όρους συναλλαγών. Και η δεύτερη βασική διάταξη είναι η καταχρηστική εκμετάλληψη δεσπόζουσας θέσης επιχείρησης στο μέτρο βέβαια που μπορεί να πειράσει το εμπόριο μεταξύ χρατών μελών. Ενώ στην πρώτη περίπτωση έχουμε περισσότερες επιχειρήσεις, συμφωνίες, συμπράξεις, εναρμονισμένες πρακτικές περισσότερων επιχειρήσεων, το 102 καλύπτει την περίπτωση επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσας θέσης στην αγορά. Προσέξτε, δεν δημιουργεί πρόβλημα η κατοχή δεσπόζουσας θέσης, αλλά η καταχρηστική εκμετάλληψη αυτής. Κατά τρόπο που επηρεάζει τον ανταγωνισμό. Εδώ το ασυτεί συνίσταται αυτή η κατάχρηση. Επιβολήμι δίκαιων τιμών αγοράς ή υπολήσεως ή όρων συναλλαγής. Περιορισμό της παραγωγής και της διάθεσης της τεχνολογικής ανάπτυξης. Αυτό που είπαμε, εφαγωγή άνισων όρων συναλλαγών. Νόθευση της ελευθερίας των συμβάσεων. Δηλαδή τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η συμφωνία επιχειρήσεων, οι αποφάσεις ενός επιχειρήσεων και τα λοιπά. Τα ίδια μπορεί να έχει και η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Καταχρηστική εκμετάλληψη δεσπόζουσας θέσης. Αυτές λοιπόν οι δύο διατάξεις απευθύνονται σε επιχειρήσεις, αλλά και στα κράτη-μέλη που διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που ευνοούν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Αυτές οι διατάξεις των άθλων 101 και 102 έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική ενόμη τάξη με τον όμο 703 του 77 και τις τροποποιήσεις του. Τώρα, η ελληνική στην Ελλάδα έχει προβλεφθεί, όπως θα ξέρετε, η ίδρυση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει δική της νομική προσωτικότητα και ελέγχει φυσικά την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλει πρόστιμα πολύ ύψηλα σε επιχειρήσεις που επιδεικνύουν αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά. Βεβαίως, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει κρίνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι δεν μπορεί να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα. Άρα δεν αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο με την έννοια του Άρθου 267. Δηλαδή, μάλιστα, αυτή η απόφαση σηματοδότησε μία συσταλτική ερμηνεία της έννοισης του δικαιοδοτικού οργάνου. Διότι, είχε σημαντικό θέμα που ήθελε να διευκρινήσει η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού. Καταλάβατε, ναι. Ναι, το Άρθο 267 ρυθμίζει την προδικαστική παρακομπή. Δηλαδή, ένα εθνικό δικαστήριο, ενώ το οποίο ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους διατάξεως του ενωσιακού δικαίου, μπορεί να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ένωσης. Το Δικαστήριο της Ένωσης όμως, για να εξασφαλίσει την ενιαία και ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, είχε ερμηνεύσει διασταλτικά την έννοια του δικαιοδοτικού οργάνου και δεχόταν ότι τέτοιο όργανο δεν είναι αυτό που σε μια εθνική ενωμητάξη αναγνωρίζεται ως δικαστήριο, αλλά και διάφορες επιτροπές είχε θέσει κάποια κριτήρα με πάση περίπτωση. Γιατί? Για να διευκολύνει όργανα διοικητικά που εξέταζαν εν δικοφανής προσφυγές, τα οποία προφανώς είναι διοικητικά όργανα. Αυτή όμως έδωσε αυτή τη δυνατότητα γιατί? Για να μπορέσει το ίδιο να έχει την ευκαιρία να ερμηνεύσει όσο γίνεται περισσότερες διατάσεις του ενωσιακού δικαίου. Στην περίπτωση λοιπόν της Επιτροπής Ανταγωνισμού θα μπορούσε με τα κριτήρια που έχει θέσει το ΔΕ για την έννοια του δικαιοδοτικού οργάνου να ενταχθεί και αυτή. Δηλαδή η Επιτροπή Ανταγωνισμού ως ανεξάρτητη αρχή, λόγω της διαδικασίας που ακολουθεί, των θεσμικών εγγύσεων που απολαμβάνουν τα μέλη της, του μόνιου χαρακτήρα, να θεωρηθεί ως Δικαστήριο υπό την έννοια του 267. Δεν το δέθηκε όμως αυτό το Δικαστήριο με μια απόφαση του 2003 γιατί, παρά τη θετική εισήγηση του Γενικού Ισαγγελέα, γιατί προφανώς φοβήθηκε ότι θα κατακλυστεί από προδικαστικά ερωτήματα τέτοιων ανεξάρτητων αρχών, οπότε περιόρισε λίγο την έννοια του Δικαστήριο, ναι. Το Δικαστήριο της Ένωσης, δηλαδή υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού για την ερμηνεία κάποιες διατάσεις του νοσιακού δικαίου και το Δικαστήριο έκλεινε ότι είναι απαράδελτο το προδικαστικό ερώτημα διότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν αποτελεί δικαστήριο. Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας ήταν διασταλτικότατη. Δηλαδή δέχθηκε προδικαστικές παρακομπές από διοικητικά όργανα, για ποιον λόγο, για να έχει την ευκαιρία το ίδιο να ερμηνεύσει το νοσιακό δίκαιο. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η Επιτροπή Ανταγωνισμού, που είπε ότι το Δικαστήριο δεν απαντώ, διότι δεν συνδρέχουν οι προϋποθέσεις του 267. Δεν προέρχεται το ερώτημα από εθνικό δικαστήριο, όπως απαιτεί το 267. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν απαντώ, διότι δεν συνδρέχουν οι προϋποθέσεις του 267. Δεν απαντώ, διότι δεν συνδρέχουν οι προϋποθέσεις του 267. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού το ενδιαφέρουν. Υπάρχει ότι οι αποφάσεις της υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Τι δικαστικό έλεγχο? Εκκλητικό ουσία. Ουσίας. Παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει αποφάσεις διότι το να κρίνεις, αν συντρέχει, έχουμε κατάχρηση δεσπούζουσας θέσεις, ή σύμπραξη, εναργονισμένη πρακτική. Αυτό συνεπάγεται, βέβαια, διακριτική ευκαιρία, όπως επίσης και η επιβολή των προστήμων. Η επιβολή των προστήμων, εξορισμού, ενέχει διακριτική ευκαιρία. Παρ' όλα αυτά, ο νομοθέτης προβλέπει προσφυγή ουσίας ενώπιον ποιού διοικητικού εφετιού. Κατά τόπον αργοδιώτα, ποιο διοικητικό εφετιό έχει? Σ' Αθήνα. Ακριβώς. Που έχει έδρα η αρχή. Άρα, προσφυγή ουσίας ενώπιον του διοικητικού εφετιού, και στη συνέχεια, βέβαια, έτισα νερέσους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η σχετική νομολογία. Έτσι, και οι όλες ρυθμίσεις. Δηλαδή, έχουμε ειδική ρύθμιση ειδικές δικονομικές διατάξεις για την έννομη προστασία κατά των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία, όπως καταλαβαίνετε, έχει μεγάλες εξουσίες στο μέτρο που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά η επέμβασή της την επιχειρηματική δραστηριότητα που όλων επιχειρήσουν. Οι φορείς της οικονομικής... Αυτά, όσον αφορά την ελευθερία του ανταγωνισμού, θα έχουμε, όπως σας είπα... Η Επιτροπία του Ανταγωνισμού έχει κάποια σχέση... Είναι ανεξάρτητη γιατί... ... με την υποστηριότητα του ανταγωνισμού και της ΕΝΤ. Όχι, τέτοια σχέση όχι. Απλώς υπάρχει συνεργασία. Δηλαδή, υπάρχει αυτή η αρχή της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των Εθνικών Επιτροπών Ανταγωνισμού και βέβαια της διεύθυνσης ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία καταλαβαίνει τις διαστάσεις που έχει και την ισχύ που έχει. Οπότε, δηλαδή, αν αυτή η Επιτροπία του Ανταγωνισμού δώσει μια ισχύση ευρωπαϊκή, δεν μπορεί να πάει κόντρα η εθνική. Όχι. Πώς το εννοείτε, Λέβη? Για παράδειγμα, αυτό με τη συγχώρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπίας, πρακτικά, είχε δεσθεί εδώ η Επιτροπία του Ανταγωνισμού στην Ελλάδα, μετά είπε όχι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μετά ξαναέγινε και το δέχτηκε τελικά. Ποιος το δέχτηκε? Η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Που σημασία το αυγή εκεί. Θα μου πω ότι φαίνεται ότι είναι ανώτερη. Αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τότε πιστεύετε. Προφανώς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τη δυνατότητα τι να κάνει. Αλλά υπάρχει κάποια σχέση. Φυσικά υπάρχει. Το εξάτηση, δεν θα ήθελα να πω εξάτησης. Δεν είναι θέμα εξάτησης εδώ, αλλά είναι θέμα κατανομής αρμοδιωτήτων. Άλλης αρμοδιώτης έχει η Εθνική Επιτροπή Ανταγωνισμού και άλλης η Επιτροπή. Η Επιτροπή έχει στη συνέχεια τη δυνατότητα να σκύζει προσφυγή λόγω παραβάσους κατά του κράτους μέλος. Οπότε το πραγμάτο θα αποφανθεί το δε, το οποίο θα κρίνει οριστικά την υπόθεση. Προφανώς η Επιτροπή έχει άλλες αρμοδιώτες. Δηλαδή ας αποφύγουμε αυτή την έννοια της εξάρτησης. Καλύτερα να πούμε ότι η κατανομή αρμοδιωτήτων είναι τέτοια που καταλήγει σε αυτό. Ναι, ορίστε. Προσφυγή, κατά παράβαση, μπορεί να σκύζει ποιος, μόνο η Επιτροπή, η Ενταπολεσμού ή η Επιτροπή. Όχι, η Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να την ασκήσει. Δηλαδή αυτό φυσικά η Επιτροπή διαπιστώνει, η Επιτροπή, ότι κάποιο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται προς το ενωσιακό δίκαιο και ζητεί από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την παράβαση. Βέβαια, επίσης υπάρχει και η δυνατότητα κράτος κατά κράτος. Αυτό είναι πιο σπάνια περίπτωση. Αλλά οι περισσότερες περιπτώσεις προσφυγής, κατά παράβαση, σωστούνται από την Επιτροπή φυσικά, η οποία προηγουμένως στέλνει μια προειδοποίηση στο κράτος μέλος να συμμορφωθεί, στη συνέχεια αναρριθεί, έχουμε τη λογημένη γνώμη της Επιτροπής, και εν συνεχεία προσφυγεί. Δηλαδή, είναι μια διαδικασία που διαρκεί αρκετά, αλλά η Επιτροπή μέχρι να καταλήξει στην προσφυγή, έχει έρθει σε επαφή με το κράτος, έχει ακούσει την απάντηση του κράτους γιατί δεν έχει συμμορφωθεί, μέχρι τώρα σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι διαδικασίες συμμόρφωσης και οδοκαθήξης, και αναλόγως ασκεί ούτε την προσφυγή της. Άρα είναι θέμα κατανομής αρμοδιωτήτων και όχι ιεραρχικής εξάρτησης. Δηλαδή, η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τη γενική διέθυνση ανταγωνισμού, η οποία, σας είπα, είναι από τις πιο ισχυρές και σημαντικές γενικές διευθύνσεις της Επιτροπής. Αυτή είναι μια από τις βασικές αρμοδιώτητες της Επιτροπής αυτή. Οι φορείς της οικονομικής ελευθερίας είναι βεβαίως φυσικά και νομικά πρόσωπα, δεν έχουμε εδώ διάκριση. Εκείνο που πρέπει να δούμε κυρίως είναι οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας. Αυτοί ρυθμίζονται στο άρθρο 5, μας λέει δηλαδή το άρθρο 5 παράγραφος 1, καθένας έχει δικαιώματα να λατήσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική της ζωής της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων σύνταγμα και χριστά ήθη και συμπληρώνονται αυτοί οι περιορισμοί του άρθρου 5 παράγραφους 1, είπαμε δικαιώματα των άλλων σύνταγμα και χριστά ήθη, με το άρθρο 106 παράγραφος 2, που μας λέει ότι η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προσβλάβει της εθνικής οικονομίας. Αυτούς τους περιορισμούς τους διαβάζουμε σε συνδυασμό, δικαιώματα των άλλων κυρίως είναι το δικαίωμα των άλλων να συμμετέχουν στην οικονομική ζωή της χώρας, επίσης όλα τα άλλα ατομικά δικαιώματα, δικαιώματα είναι και τα δικαιώματα των καταναλωτών, όπου έχουμε ειδική προστασία και αυτούς. Το σύνταγμα τώρα, η οικονομική ελευθερία δεν πρέπει να παραβιάζει το σύνταγμα. Αυτό τι σημαίνει ότι οι προστατευόμενοι στο άρθρο 5 οικονομική ελευθερία δεν πρέπει να έρχεται σε σύγκνουση με δικαιώματα και άλλες συνταγματικές διατάξεις. Πέστε μου μια συνταγματική διάταξη που θα μπορούσε να προσβάλλει η οικονομική ελευθερία. Για παράδειγμα, το να υπρύσσει κάποιος ένδρα οικονομικό πανεπιστήμιο. Δεν είναι ένας περιορισμός επιχειρηματικής ελευθερίας. Πόσο υπάρχει η διάταξη του άρθρο 16 που αποκλεί αυτή τη φαινατότητα. Επίσης το άρθρο 24. Ναι, τα δάσκια, η προστασία των δασσών, η προστασία γενικά του περιβάλλοντος. Επίσης μας λέει, η οικονομική ελευθερία δεν επιτρέπεται να παραβιάζει τα χρυστά ήθη. Ποιος καθορίζει τα χρυστά ήθη? Το λιγότερο γραμμό της οικονομίας. Καθορίζονται λοιπόν από τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, έτσι, μέσα στα όρια του συντάγματος. Ωραία. Ας πούμε, μπορεί να επιτραπεί το δουλεμπόριο, είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα, η εμπορία ναρκωτικών και τα λοιπά. Όλα αυτά απαγορευόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ιδιαίτερα στην οικονομική πρωτοβουλία αναφέρεται το άρθρο 106, είπαμε, παράγραφος 2, που είπαμε ότι μας λέει ότι δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται εισβάλλωση της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δηλαδή, ουσιαστικά, αυτά είναι δικαιώματα που κατοχυρώνονται συνταγματικά, άρα μπορούμε να δούμε ότι καλύπτονται ήδη από τους περιορισμούς του άρθρο 5. Προσέξτε τώρα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Εδώ το θέμα που ενδιαφέρει φυσικά είναι το ζήτημα της προσωποκράτησης για χρέη. Αυτό ξέρετε ότι έχει ρυθμιστεί το θέμα, δηλαδή είχαμε αντικροώμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για την προσωποκράτηση για χρέη στο δημόσιο. Προσωποκράτησης, λοιπόν, κρήθηκε το ΜΕΝ Συμβούλιο Επικρατείας έτσι, ότι η διάταξη είναι συνταγματική, ο Άριος Πάγος το αντίστροφο, οπότε απεφάνθητο ανώτατο ειδικό δικαστήριο υπέρ της αντισυνταγματικότητας. Έτσι. Ένας άλλος περιορισμός είναι ότι η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν πρέπει να αναπτύσσεται εις βάρος της εθνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι επιτρέπονται περιορισμοί, σε ακρές περιπτώσεις, επιτρέπονται περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας για την προστασία της εθνικής οικονομίας. Το Συμβούλιο Επικρατείας έχει πει ότι η περιορισμή αυτή έχει θέσει ένα όριο, με παλαιά του απόφαση, ότι η περιορισμή αυτή δεν είναι επιτρεπτώ να εισέρχονται τόσο ουσιωδός στον κύκλο των συναλλαγών της ιδιωτικής επιχειρήσεως, ώστε να καθίσταται αδύνατη η πραγματοποίηση των θεμητών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Δεν πρέπει να εισέρχεται τόσο έντονα στη συναλλαγία της ιδιωτικής επιχείρησης, ώστε να καθίσταται αδύνατη η πραγματοποίηση των θεμητών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τους οποίους σκοπούς εξαρτάται η οικονομική της επιβίωση, εκτός εάν ακολουθήσει το κράτος άλλες νόμιμες οδούς, όπως είναι η αναγκαστική απαλλοτρίωση των επιχειρήσεων, εφόσον αυτό επιτρέπεται συνταγματικώς που επιτρέπεται. Επομένως αυτή είναι λοιπόν η βασική περιορισμή. Τώρα προσέξτε και να κλείσω πολύ διαστικά με τον χαρακτήρα του συντάγματος, το οικονομικό σύνταγμα. Το σύνταγμα τι θα δεχτούμε, ότι είναι οικονομικά οδέτερο. Η κρατούσα άποψη δέχεται ότι το σύνταγμα είναι οικονομικά οδέτερο, δηλαδή δεν επιβάλλει κάποιο συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο, έτσι εντός ορίων. Δηλαδή αποκλεί τόσο την απεριόριστη οικονομία της αγοράς, όσο και τη διευθυνόμενη οικονομία. Επίσης σημειώστε και τη διάταξη του 106 παράγραφος 1 που μας λέει ότι το κράτος έχει την εξουσία να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Πρόκειται δηλαδή για τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που όμως έχουν ενδεικτικό και όχι επιτακτικό χαρακτήρα, διότι δεν οείται διευθυνόμενη οικονομία στα πλαίσια του ελληνικού συντάγματος. Επομένως γίνεται δεκτό πλέον ότι το σύνταγμα το ελληνικό είναι οικονομικά οδέτερο, δηλαδή δεν επιβάλλει συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα και καλώς δεν το επιβάλλει, ότι διαφορετικά θα γινόταν πρόγραμμα πολιτικού κόμματος, έτσι, αν επέβαλε είτε το ένα είτε το άλλο. Έχουμε λοιπόν δετερρότητα, όχι πλήρη βέβαια, εντός συγκεκριμένων ορίων, δηλαδή θέτονται η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία έχει όρια, τα οποία της θέτουν τα ατομικά δικαιώματα. Από την άλλη πάλι, οι περιορισμοί της οικονομικής πρωτοβουλίας δεν μπορούν να φτάνουν μέχρι το σημείο της πλήρους εξαφανισης, εξαφανισεώσεις, έτσι. Άρα, ούτε αποκλεί το σύνταγμα τόσο την άκρα τατομοκεντρική, όσο και την πλήρως διευθυνόμενη οικονομία. Αυτά είναι, μπορούμε να πούμε, τα άκρα όρια που θέτει. Τώρα, ο Μάνης της είχε υποστηρίξει διαφορετική άποψη ότι αρνήθηκε την οικονομικοπολιτική ουδετερότητα του συντάγματος, αλλά δέθηκε ότι υπάρχουν, περιέχει τόσες αντιφάσεις που δίνουν πολλές δυνατότητες στον κοινό νομοθέτη για περισσότερο ή λιγότερο ρυζικές παρεμβάσεις, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες. Και αυτό διαπιστώνουμε τώρα με την οξύτατη δημοσιονομική κρίση. Με όλα αυτά κλείνουμε τα γενικά του δικητικού οικονομικού δικαίου, γιατί πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι με την ένταξη της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή κοινότητα, η οικονομική πολιτική του κράτους περιορίζεται σημαντικά, στην ουσία μόνο μέσω της φορολογίας διατηρεί το κράτος δυνατότητα δραστικών επεμβάσεων στην οικονομία, κατά τα άλλα η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει μια συγκεκριμένη πολιτική, συγκεκριμένες κατευθύνσεις, επομένως οι δυνατότητες του εθνικού νομοθέτη περιορίζονται ουσιαστικά. Αλλά μπορούμε να πούμε ότι και το πνεύμα του συντάρματος συνάβει με το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον οικονομικό τομέα.