Διάλεξη 5: Στο προηγούμενο μας μάθημα είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε, να δούμε τέλος πάντων με μεγαλύτερη προσοχή, ένα μέρος από την πρώτη αφήγηση για την ανάσταση του υπάρχει στο καταλουκάνιο κακέλιο. Είχαμε πει ότι όλες οι αναστάσιμες αφηγήσεις ουσιαστικά εντοφίζονται στο 20.8.2014. Στο προηγούμενο μας μάθημα συζητήσαμε τα όσα υπάρχουν, μιλήσαμε μάλλον γενικά για το ρόλο που διαδραματίζουν οι αφηγήσεις αυτές για την ανάσταση στο καταλουκάνιο κακέλιο, ότι είναι γενικότερη θεολογική το σημασία, το πώς εντάσσουμε μέσα στο γενικό θεολογικό πλαίσιο του κακέλιου και είχαμε μάλιστα και στη συνέχεια στο δεύτερο μέρος του μαθήματος συζητήσαμε πιο αναρρυπτικά το πρώτο μέρος του κεφαλαίου, εκεί όπου έχουμε πλέον την εμφάνιση του Ιησού, μάλλον όχι την εμφάνιση του Ιησού, την επίσκεψη των γενναικών στον τάφο και την επίσκεψη του Πέτρου στον τάφο, του γεννό τάφο και όλα όσα τα είχαμε ήδη δει και στα δύο προηγούμενα Ευαγγέλια, δηλαδή στο Ματθαίο, και στον Μάλλο. Είχαμε ευκαιρία να πούμε εκεί το πως αυτό το 24ο κεφάλαιο συνδέεται εντάστιτα αρμονικά μέσα στην γενικότερη ατζέντα του τρίτου Ευαγγελίου, θεωρική και δεύτερον είχαμε τα ευκαιρία να βρούμε με πολύ έτσι πιστεύω ξεκάθαρο τρόπο το πως, μάλλον είχαμε πει εκεί και είπαμε ότι θα το πούμε και συνέχεια ακόμη περισσότερο, το πως αυτό το κεφάλαιο, το 24ο κεφάλαιο, λειτουργεί σαν μια αφηγηματική γέφυρα αποδηγή στο Μιβλίο των Μράξεων από την Ευρύα δηλαδή στο δεύτερο ουσιαστικά τόμο που έχει γράψει κατά την παράδοση ο Ευαγγελιστής Μουκάς και ταυτόχρονα αποτελεί και μία αναφορά, μία ανασκόπιση των όσων ήδη έχουν γραφτεί μέσα στο καταλουκάν Ευαγγέλιο, στο τρίτο δηλαδή συναπτικό Ευαγγέλιο. Αυτά που είδαμε την προηγούμενη φορά θα καταστούν ακόμα πιο σαφή στην καινούργη μας περικοπή, στην περικοπή που έχουμε σήμερα ως θέμα της συνάντησής μας και πρόκειται για την πολύ γνωστή και εξαιρετικά αγαπητή ιστορία της πορείας του Ιησού μεσί με δύο μαθητές προς μια κόμμη, την κόμμη που λεγόταν η Μαούς και τις συνομιλίες που είχαν εκεί, ό,τι γενικότερα διημήφθη μεταξύ του Ιησού και των μαθητών και τελικά την αναγνώριση του Ιησού από τις μαθητές σε εκείνο το δείκνο αργά το βράδυ, αργά τα φόγευμα στην κόμμη Μαούς. Η αφήγηση λοιπόν τώρα που θα δούμε όντως είναι πολύ ενδιαφέρουσα, είναι εξαιρετικά αγαπητή, είναι ένα κείμενο το οποίο σε ελληνικές ραμμές μας είναι γνωστό, ο πολύ γνωστός ζωγραφικός πίνακας κοσμούσε για δεκαετίες τα σαράνια των ελληνικών σπιτιών με την εικόνα, την παράσταση της πορείας αυτής, κάτι στάει. Ακριβώς από τη δική αρχάς μια απόδειξη πόσο αγαπητή είναι αυτή η περιοχή και ταυτόχρονα είναι και μια, ήταν επίσης ένας τρόπος ομορφωματισμού και η πνεφήμιση αυτής της ιστορίας, η ιστορία η ίδια από μόνη της είναι γνωστή. Πριν τη διαβάσουμε, πριν συζητήσουμε αναλυτικά να ακούμε ότι αυτή η ιστορία βίβεται μόνο από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, είναι νοικοπομένη στο ιδιαίτερο υλικό του Λουκάν και αυτό το γεγονός, δηλαδή ανήκει στο ιδιαίτερο υλικό του Λουκάν, έχει προκαλέσει αρκετά συζητήσεις όπως θα πούμε στη συνήθεια όσον αφορά την ιστορία της σύνδρεξης και τις παραδόσεις που μπορεί να ακουμπούνται μέσα σε αυτήν την ιστορία. Για βάση κανείς που σε κρυφή αυτήν την περικοπή θα δει ότι και εδώ διακρίνονται μερικά βασικά θεολογικά θέματα αλλά και πολλά γνωστά μοτύβα από το υπόλοιπο Ευαγγέλιο. Ουσιαστικά είναι πάρα πολύ αρμονικά δεμένοι με το υπόλοιπο κείμενο, επαναλαμβάνει με έμμεσο και αφηδηματικό τρόπο στοιχεία γνωστά της θεολογίας του τρίτου Ευαγγελίου και το τρίτο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να έχουμε υπόψη πριν ξεκινήσουμε να συζητάμε την περικοπή είναι οι ενδοκειμενικές και οι διακειμενικές συνδέσεις που γίνονται μεταξύ της περικοπής και του υπόλοιπου και του Ευαγγελίου και άλλων κειμέν. Δηλαδή αυτό που διακρίνουμε σε αυτήν την περικοπή και αυτός το οποίο θα εστιάσουν το ενδιαφέρομα μας είναι από τη μία ότι έχουμε πολλές ενδοκειμενικές συνδέσεις όπως δεσμε, αλλά και διακειμενικές συνδέσεις. Οι διακειμενικές συνδέσεις ονομάζουμε εκείνες συνδέσεις οι οποίες ουσιαστικά λειτουργούν στο επίπεδο του ίδιου του κειμένου όπου ένα κείμενο αντιμετωπίζεται πλέον ως μία συντακτική ενότητα και ο ερμηνευτής ο οποίος να το κατανοήσει να ζητά επενειγμούς, να ζητάς αναφορές αμέσες ή πιο άμεσες από ήχους κτλ. τα οποία παραπέμπουν σε άλλα σημεία του ίδιου κειμένου. Από τέλος το ίδιο το κείμενο λειτουργεί ως ερμηνευτής του κειμένου μας, της περικοπής μας. Αυτό είναι ενδιαφέρον στοιχείο, η ενδιακειμενικότητα φυσικά είναι απόρεια και της γενικότερης σύγχρονικης, όπως είπαμε, ανάγνωσης των κειμένων μας και φυσικά στον αποείχο και όλης αυτής της εξέλιξης που είχε από τη Δεκρατία κυρίως του 1960 και εξής η λεγόμενη θεωρία της διακειμενικότητας. Δηλαδή μία μορφή θα λέγαμε διακειμενικότητας, η οποία μπορεί να είναι ουσιαστικά κοινή στο εσωτερικό θα λέγαμε ενός κειμένου. Από την άλλη μορφή η διακειμενικότητα είναι μία άλλη περίπου. Στην διακειμενικότητα πλέον έχουμε μια σύνδεση του κειμένου μας μέσα από υπενηγούς, απηχείς, απόειχους και άλλες τέτοιες αναφορές, φραστικές, συνεργατικές κτλ. Την αναφορά λοιπόν του κειμένου μας σε άλλα κείμενα έξω από αυτό το κείμενο το δικό μας, οπότε στην περίπτωση αυτή ανατρέχουμε στα κείμενα τα οποία θεωρούμε πιο καθαρό που οι συγγραφές να έχουν υπόψη του ή να είναι τα κείμενα που ανήκουν στο γνωστό στο ακροατήλαιο του υλικό. Φυσικά για την περίπτωση των κειμένων της Καινής Διαθήκης το κατεξοχή κείμενο ή τα κατεξοχή κείμενα τα οποία βρίσκουμε να συνδέονται και κειμενικά με τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι και στις Παλάς Διαθήκης. Έχουμε πάρα πολλές φορές ότι Παλά Διαθήκη ουσιαστικά ερμηνεύεται και κατανοείται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Η Καινή Διαθήκη κατανοεί για αυτό έχουμε έτσι οι συγγραφείς αν θέλετε καλύτερα κατανοούν τον εαυτό τους μέσα από την ανάγνωση και την κριτοκεντρική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Έχει βέβαια την ιστορική του εξήγηση. Κατ' αρχάς γιατί η ίδια η Ευχαία Εκκλησία φαίνεται και αυτό το ξενόριζουμε πολύ ξεκάθαρα ότι ως πρωτοσκήμενο ανάγνωσης η ερμηνείας αν θέλετε είχε την Παλαιά Διαθήκη. Και κατά δεύτερο γνωρίζουμε ότι αυτή η ερμηνεία η κριτοκεντρική των γραφών αρχίζει η ίδια από τον Ιησού, τον είχε τον Ιησού, τουλάχιστον σύμφωνα με όσα παραδείγονται μέσα στα Ευαγγένια. Αυτές οι προϋστορικές τα λέμε προϋποθέσεις δίνουν την άνεση στους συγγραφείς και αν θέλετε και στην ίδια την παράδοση στην οποία κατ' αρχάς είναι προφορική, να κάνει τέτοιες διακειμενικούς συνεργμούς μεταξύ των λόγων του Ιησού ή των έργων του Ιησού και γεγονότων ή λόγων ή προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. Δηλαδή ότι είναι η προϋπόθεση ή αν θέλετε αυτό το που ουσιαστικά οδηγεί τελικά και δίνει το έργο να φτάσουν εκεί. Οι διακειμενικές λοιπόν συνδέσεις κατ' αρχάς είναι με την Παλαιά Διαθήκη, κατάτευτον διακειμενικές συνδέσεις έχουμε και με το βιβλίο των γράψων. Γενικά στην έρευνα υποστηρίζεται με πολύ λάχιες τις εξαιρέσεις ότι οι πράξεις κατά Λουκάν είναι δύο κείμενα αλληλένετα, με πρώτο τόμο θα λέγαμε το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και δεύτερο της πράξης του Αποστάρου. Από αυτή την έννοια ο Λουκάς είναι ο μόνος Ευαγγέλιστής ο οποίος έγραψε με την προοπτική να υπάρχει και ένα δεύτερο μέρος στην ιστορία του και είναι αλήθεια ότι πραγματικά αν βούμε την ιστορία των πράξεων, συμβεί με την ιστορία του κατά Λουκάν θα δούμε ότι υπάρχει μία συνέχεια, μία θεολογική συνέχεια που είναι πάρα πολύ σημαντική, μία θα λέγαμε αφηγηματική συνέχεια και επίσης υπάρχει μία αφιερωστική συγγένεια. Όλα αυτά λοιπόν μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για δύο κείμενα τα οποία είναι λεβέτα του 21ου κεφάλαιο του Ιωάννια. Βιβαιότητα την πεποίθηση ακριβώς γιατί σε αυτό το κεφάλαιο βρίσκουμε πάρα πολλές διακειμενικές συνέσεις μεταξύ των κειμένων μας, μάλλον των περιστατικών περιγράφων του 21ου κεφάλαιο και όσων περιγράφονται στην αρχή των πράξεων του 21ου. Θα έχουμε τη δευκολία να δούμε ότι η διακειμενικότητα αυτή είναι πολύ βαθύτερη και ουσιαστικά λαμβάνει η χώρα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Πριν πούμε άλλα πράγματα για την περικοπή θα πρέπει λίγο να δούμε την ιστορία της συνταξιστής, μια και μιλήσαμε ήδη για εκτενώς για διακειμενικότητα, για αναφορές και συνδέσεις και τα λοιπά. Με τις πράξεις των Αποστόλων ή με την Παλαιά Διαθήκη ένα εύλογο ερώτημα είναι ότι καλά ανήκει βέβαια στο ιδιαίτερο υλικό του λοικά, η περικοπή μας το ερώτημα όμως είναι αυτό το ιδιαίτερο υλικό τι είναι τελικά. Αυτό βέβαια είναι μια πολύ μεγαλύτερη συζήτηση, δεν είναι μόνο συζήτηση για την συγκεκριμένη περικοπή, είναι μια συζήτηση που κρατεί εδώ και πολλά χρόνια μέσα στην έρευνα όσον αφορά τις πηγές του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, τη σχέση του με τα άλλα συνακτικά της σχέσης του με το Λουκάν Ευαγγελίου. Και φυσικά αφορμή και πρώτα πρώτα δίνει ο ίδιος Ευαγγελιστής όταν στην αρχή του Ευαγγελίου του μιλά ο ίδιος για τον τρόπο τον οποίο εργάστηκε, θα πρέπει να αναφέρομαι πολύ σύντομα, ο Λουκάς είναι ίσως ο μόνος Ευαγγελιστής ο οποίος μας δίνει λειροφορίες για το πώς εργάστηκε για να κάνει το έργο αυτό, για να κάνει το κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Εκείνη λοιπόν στην αρχή του Ευαγγελίου του ξεκαθαρίζει ο συγγραφέας ότι δούλεψε με έναν πραγματικό συγκεκριμένο τρόπο. Λέει, επειδή πολλοί επιχείρησαν ανατάξεσθε διήγησην περπληροφορημένων ενιμήν πραγμάτων καθώς παράδεισαν ενιμήνη απαρχής αυτοπτε και υπηρέτη γεννόμενη του λόγου, έδωξε καμή παρικολουθηκότι άνθεν πάσην ακριβώς καθ' εξής συγγράψε κράτης τε θεόφυλλο ή να επιβιμνός περιόδου κατηχήθης λόγων να σφάλει. Εδώ είναι ξεκάθερο ότι ο συγγραφέας κάνει μια έρευνα, το ξεκαθαρίζει, ερευνάει τα γεγονότα, αυτό το παρακολουθηκότι άνθεν πάσην ακριβώς. Υπενίστε ακόμα ότι ο ίδιος δεν είναι αυτό από τις μάρτρες, μπορείς να στοιηθεί σε άλλες μαθαιρίες, το ρώτημα βέβαια είναι αν τελικά αυτές οι μαθαιρίες είναι γραφτές, είναι αφορικές, τι μορφή είχαν και πως ο ίδιος τελικά παρεβαίνει σε αυτές τις πηγές. Εδώ βέβαια είναι ένα μεγαλύτερο ρώτημα πάλι όσον αφορά τις πηγές γενικότερων του Ευαγγελίου, το ρόλο που διαδραματίζουν οι Ευαγγελιστές στη σύνταξη των Ευαγγελιών. Η γενικότερη τάση τα παλαιότερα χρόνια, η οποία κυρίως προήλθε από την μετοδυτικόχορο της έραμνας, είναι ότι ο συγγραφέας αποτελεί την αυθεντία, είναι αυτός ο οποίος ουσιαστικά αποφασίζει τι θα σε περιλάβει και τι όχι. Στις παλαιότερες εγγροχές της αυτή η θεωρία ήθελε τον συγγραφέα να είναι ο συλλέκτης πυροφοριών και συνέχεια να τις συρράπτει μεταξύ τους σαν ένα πατσουόρ, θα λέγαμε σαν ένα πολύ χρόνο ύφασμα και αυτό να αποτελεί τη δικιά του αφήγηση. Η κυρίως Φόμιου Σίφτε το λύζει αυτή την θέση. Επομένως εμείς αυτού που έχουμε ως Εδωμητέρων Επιστωχών να κάνουμε και χρέος να κάνουμε είναι να εντοπίσουμε αυτά τα επιμέρους κομμάτια τα οποία συναποτελούν την ιστορία του Ευαγγελιστηρίου. Η ιστορία της σύνταξης, η σχολή που τέλος πάντων να πτύχει στους αντίποδες της ιστορίας εμόρφου ιστορικής σχολής, τόνισε ότι ο συγγραφέας κάθε άλλο παρά ένας απλός συλλέκτης είναι, αλλά απέναντίας είναι εκείνος ο οποίος συγκεντρώνει το υλικό και θεολογικά το συνδυάζει και το εσωχωρτώνει μέσα σε ένα γενικό τραφυγενατικό πλαίσιο και μέσα από την αφήγηση ο κάθε συγγραφέας σε θεολογή είναι βάση βάζονται και τις ανάγκες και τις απλητήσεις και τις προκλήσεις του περιβάλλοντος του. Από αυτό ξεκινώντας, όπως δείχατε η συζήτηση μετά, η επιπροχώρηση στο ποιο ρόλο έχει τελικά ο συγγραφέας στη συλλογή και στην σύνταξη του κειμένου, αν είναι ο μόνος η τέχνη του σε αυτήν την διαδικασία ή αν εδώ πρέπει οπωσδήποτε να λάβουμε υπόψη και την κοινότητα. Σήμερα, και εδώ να φέρω κυρίως τους νεότερους καινοδιαθηκολόγους όπως είναι ο Μαρτίν Χέγγελ ή ο Χόφιος, αυτό γινόζουν κυρίως το ρόλο και της κοινότητας στη σύνταξη του κειμένου. Είναι ο ιδιαίτερος Μαρτίν Χέγγελ ο οποίος διαπιστώνει ο ίδιος ότι ο συγγραφέας μπορεί να λειτουργεί ως αυτός ο θεολόγος ο οποίος αξιοποιεί το υλικό του, αλλά ουσιαστικά από αυτό βρίσκεται μια κοινότητα, ο ίδιος είναι παιδί αυτής της κοινότητας, βγαίνει μέσα την καπιά της κοινότητας και αυτήν τη διακόμμα. Αυτά τα λέω γενικά για να έχουν υπόψη, για να καταλάβουν περίπου αυτά τα που είναι στη συνέχεια. Το πρόβλημα λοιπόν των πηγών, στην προκειμένη περίπτωση, είναι επίσης σημαντικό σχεδόν σχεδόν της εμφάνισης του Ιησού Προσεμαούς και το ερώτημα που τίθεται είναι ποιες είναι τελικά οι πηγές που χρησιμοποιήθηκε ο Λουκάς και ποια είναι η παρέμβασή του, εντάξει πέντες πηγές και πόσο παρεμβαίνει. Παρεμβαίνει της αντιγράφωπλος, επινοεί εντενώς από μόνο στο περιστατικό, υπάρχουν διάφορες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί. Μια θεωρία είναι ότι ο Λουκάς ενσωματώνει αυτούσιο υλικό, στο οποίο όμως παρεμβαίνει λουσικά και αυτό είναι προφανές διότι το κείμενο εδώ έχει στοιχεία τα οποία προβλήκαν ακριβώς στη λουσική παρέμβαση ψηλοφέρα του Ευαγγελίου. Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι ο Λουκάς παρέλαβε μία ιστορία από την παράδοση, η οποία ιστορία όμως έδινε έμφαση στην ερμηνεία των γραφών. Δηλαδή, παρουσία εις τον Ιησού Αναστημένο να ερμηνεύει τις γραφές. Και σε αυτή την ιστορία έρχεται ο Λουκάς και προσθέτει, σε εφαρμογραφημένη εκδοχή, την ιστορία της κλάσης του Άρκου, την οποία βρίσκουμε στο τέλος της αφήγησης. Η τρίτη εκδοχή ξεκινάει από το ακριβώς αντίθετο σημείο, λέει ότι ο Λουκάς παίρνει κάποια στοιχεία από την παράδοση, μια αφήγηση από την παράδοση, όπου όμως η έμφαση δεν είναι στην εξήγηση των γραφών, αλλά είναι στην κλάση του Άρκου. Και ότι συνέχεια ο ίδιος προσθέτει ως, θα λέγαμε, εισαγωγικό κμήμα σε αυτή την κλάση του Άρκου, προκειμένου να δημιουργήσει μια κλιμάκωση της αφήγησης, που σθέτει την αφήγηση για την εξήγηση των γραφών από την Αστημένο Ιησού. Και τέλος υπάρχει και μία άλλη αδοχή, ότι εδώ προέρχεται μια καθαρά, ελεύθερη δημιουργία του Λουκάου. Λουκάς αφέρετα επινοεί μία ιστορία, η οποία βέβαια είναι μία ιστορία που ξεκριτεί πλήμως στο θεωρημικό του σχέδιο και αυτό φυσικά αυτή η θέση υποκύπτει ακριβώς από ποιο όνος του, όπως είπα, η αφήγηση για την εφάνιση του Ιησού Προσεμόνου, είναι μία ιστορία η οποία δεν υπάρχει ομολογικά με την υπόλοιπη ιστορία του Ευαγγελίου και με το θεωρημικό στόχο. Όπως καταλαβαίνετε αυτό που τελικά προκύπτει εδώ με τις πολλές θεωρίες είναι μία μεγάλη σύγχυση, η οποία ακριβώς αναδεικνύει μία μεγάλη πρωματικότητα, ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο σήμερα με βεβαιότητα να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Θα δείτε διαβάζοντας την έρευνα ότι σε κάποιες μελέτες τονίζεται κάποια στοιχεία να δεικνύει, να δώσει χαρακτηριστικά στοιχεία του Ευαγγελιστή, ενώ τα ίδια στοιχεία σε κάποιο άλλο έρευνα, με εξίσου δυνατά επιχειρήματα, θεωρούνται ότι είναι στοιχεία που προβίδουν την παρέμβαση, το παραδοσιακό και το πηγαιοηλικό. Έτσι λοιπόν το ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσαμε να εντυπώσουμε είναι ότι η διοίγηση διασώζει υλικό αρχαιότερο δηλαδή και θα πω γιατί, δηλαδή διασώζει μία αφήγηση η οποία σήμερα οικάζουμε ότι είναι μία αφήγηση που έρχεται από την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, είδαμε ότι υπάρχουν στιγμές πυρήνες διατήρησης της παράδοσης για τον Ιησού και αυτό το υλικό όμως το επεξεργάζεται στον τεχνικά ο Λουκάς έτσι ώστε να δένει με το υπόλοιπο Ευαγγέλιο τόσο αφηγηματικά όσο και θεολογικά. Γιατί απορρίπτουμε τη θεωρία να είναι μία αφθαίρετη αφήγηση, γιατί ο Λουκάς γενικά δεν μας δίνει το δικαίωμα να καταλήξουμε σε αυτές τις συμπεράσματα. Ο Λουκάς γενικά δεν επινοεί ιστορίες, δεν φαίνεται να τις επινοεί αλλά θα φαίνεται να χρησιμοποιεί προηγούμενες ιστορίες τις οποίες όμως τις επεξεργάζεται με διάφορους τρόπους, έχει πολλούς και ιδιαίτερους τρόπους επεξεργασίας του Λουκάς που δηλαδή αξίζει κανείς να ασχοληθεί με αυτούς και έτσι με αυτόν τον τρόπο δίνει μια νέα ιστορία η οποία όμως δεν είναι αφθαίρετη, σαφώς δεν έχει τον παραδοσιακό της πυρήνα και εντάσσεται φυσικά αυτή η ιστορία συνέχεια μέσα στο γενικότερο θεολογικό εφηγηματικό πλαίσιο της δικιάς του ιστορίας. Στο αρχαίο υλικό, στην προκειμένη περίπτωση, οι περισσότεροι ερευνητές καταλήγουν ότι πρέπει να είναι αυτή η αναφορά στην κόμμη ΕΜΑΟΣ, η οποία προέρχεται από την Ιερουσόλυμ, ωστόσο το ενδιαφέρον είναι ότι μιλά για μια κόμμη έξω από τα Ιερουσόλυμα. Επίσης σε αυτό το πηγαίο υλικό, αρχαίο πηγαίο υλικό, ανήκει η αναφορά στον Κλεμπά και δεν δεχόμαστε, ικάζουμε ότι δεν πρόκειται για μια παρέμβαση του επαγγελιστή αναφορά του εργανετός, του γονός μαθητή, όπως έχει προστατευθεί απορρισμένους ερευνητές, γιατί στην περίπτωση που θα λέγαμε ότι η ιστορία τα φτιαχτεί, δηλαδή η ιστορία τα στιμαίνει κατά κάποιον τρόπο από τον κλάτα, περίμενε κανείς, να δει εδώ μια παράθυσή και των δύο μαθητών. Αντίθετα, διασώζεται το όνομα του Κλεοπά ή η Κλεόπα ενώ δεν διασώζεται το όνομα του άλλου μαθητή. Αυτό μας οδηγεί σε ορισμένα ενδιαφέροντα συνεδράσματα όσον αφορά την σημασία που μπορεί να έχει αυτό το πρόσωπο, ο Κλεοπάς δηλαδή, μέσα στην ιστορία μας και λέω σημασία γιατί όπως είπα και πριν, ενώ απουσιάζει το όνομα του άλλου μαθητή, ουσιαστικά διασώζεται μόνο το όνομα του ενός του Κλεοπά και αναφέρεται μάλιστα μέσα, εντελώς απλά και εντελώς πολύ χαλαρά μέσα στην αφήγησή μας. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μία αφήγηση, μάλλον ένα στοιχείο της παράδοσης, εξαιρετικά παλαιό, και λέω εξαιρετικά παλαιό δηλαδή με την έννοια ότι αυτή η ιστορία ουσιαστικά πρέπει να προέρχεται από τον κύκλο του ίδιου του μαθητή Κλεοπά. Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχει μία παράδοση, μία ομάδα παραδόσεις, οι οποίες διαμορφώνται γύρω από αυτό το πρόσωπο. Γενικά έχουμε αυτήν την τάση στην ερμηνεία να θεωρούμε ότι τέτοιες αναφορές σε πρόσωπο ουσιαστικά μας παραπέμμους, πρόσωπα πραγματικά και σε κύκλους παράδοσης μέσα στην αρχαία εκκλησία. Και στην προκειμένη περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι ένας τέτοιος κύκλος είναι αυτός ο οποίος αναπτύσσεται γύρω από τον Κλεοπά. Τώρα ο Κλεοπάς είναι μια μεγάλη συζήτηση, ποιος είναι η παράδοση τον τάφτισε με διάφορα πρόσωπα, όπως ο παράδοσος πάλι να ταυτίσει επίσης με διάφορα πρόσωπα και τον δεύτερο μαθητή, να τον ταυτίσει είτε με μαθητή είτε ακόμη στα νεότερα χρόνια και με μαθήτριας. Σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητα από το οποίο πρόσωπο μπορεί να κρύβεται πίσω από τον δεύτερο μαθητή, σημασία έχει ότι η παράδοση αποφασίζει να διασώσει το όνομα μόνο του ενός και αυτό όπως είπαμε πριν δεν είναι μια τυχαία περίπτωση, αλλά αντίθετα πρόκειται μάλλον κατά πάσα πιθανότητα για ένα πρόσωπο σημαντικό μέσα στην αρχαία εκκλησία. Έτσι ας πούμε για παράδειγμα ο ίγισης που σας αναφέρει ότι ο Κλεοπάστης είναι αδερφός του Ιωσή, γνωστεκτίος του Ιησού και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον γιατί αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε μιλάμε για μία αμαρτυρία που έρχεται από έναν πάρα πολύ στενό και πολύ κοντινό στον Ιησού κύκλο. Επίσης στην ίδια ραμμή φέντρα διασώσεται και σε διάφορα ραμμή παράδοσης δεκεμονίας, διασώσεται σε διάφορες γλώσσες χειρογράφου, στους 12 β, δε, συγγνώμη το μεγαλογράμμα, το οποίο ο Κλεοπάς συναφέρθηκε ως ανεξιώς του Σωτήρα και δεύτερος επίσκοπος του Νιωσολούνα. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια την ιστορική του πράγματος βλέπουμε ότι εδώ η παράδοση, η αρχαία εκκλησία θέλει να απορδώσει την μαρτυρία αυτή για τον Κλεοπά, μάλλον την ιστορία για την εμφάνιση στον Κλεοπά, σε ένα πολύ κοντινό στον Ιησού Πρόσωπο και μιλάμε για μια αρχαία παράδοση η οποία παράδοση γενικά προσπάθει να τονιστεί ακριβώς η εγκυρότητά της. Όσον αφορά το δεύτερο μαθητή, όπως είπα και πριν, παραμένει ανώνυμος και ενδιαφέρουσα και η ανωνυμία όταν υπάρχει. Και υπάρχουν διάφορες ευγενείες για το ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο ανώνυμος μαθητής, παραμουσφάρει ο Ριγιάννης λέει ότι ο Ριγιάννης ονομαζόταν Σίμων, όμως δεν θα περιμένεται αυτός το δευτερό Σίμων ο Πέτρος, γιατί είναι ξεκάφαρος του 24 και πάρεως στη συνέχεια, στο 24, ο Πέτρος δεν ήταν μαζί με τον Κλεοπά Πρόσωπο και Μαούς και αυτό μάλλον θα φαίνεται μια απόψη που επικράτησε και στην αρχαιότητα, ίσως ακριβώς από παρανόηση του ότι ο Ριγιάννης μιλάει για κάποιον Σίμωνα, για αυτό θα δούμε και τον κύριο του Αλεξανδρίας να το τονίζει αυτό και να το διευθυνίζει. Από εκεί πέρα υπάρχουν και άλλοι μαθητές οι οποίοι θεωρήθηκαν ως πιθανή μου ψήφι για τη θέση αυτού του ανώνυμου μαθητή και τέλος, ο Ριγιάννης πάρε της εορτής του Λουκά, δηλώνεται ότι αυτός ήταν ο δεύτερος συνοδιπόρος του Ιησού Προσεμμαούς, ο ανώνυμος μαθητής. Ωστόσο αυτή η θέση δεν θέλει να υποστηρίζεται από τον πρόλογο του Ευαγγελίου, τον οποίο ήδη μιλήσαμε. Γεννώντας αυτά που λέγαμε για την ιστορία της σύντραξης, λέμε λοιπόν ότι η διοίκησή μας προφανώς διασώζε ανθέα στοιχεία, όπως είναι μεταξύ αυτών η αναφορά στους δυο μαθητές και ιδιαίτερα στον Κλεοπά. Και κατά πάσα πιθανότητα, σύμφωνα με τον Παουλ Σούμπερ, μεγάλο κοινωνιδιωτικό λόγο, σε αυτή την βασική αρχική ιστορία προσθήθηται κάποια βασικό δηλαδή ιστορική πυρίδα της αφήγησης, προσθήθηται ορισμένα άλλα στοιχεία όπως η στοίχη 33-35, η στοίχη 14-15α και 17-27. Σε κάθε περίπτωση που του καταλήγουν λίγο πολύ όλοι οι ρητές είναι ότι η αρχική ιστορία αφηγούνταν πως ο αναστημένος Ιησούς περπάτησε μαζί με τους μαθητές του και μάλιστα ως άγνωστος είναι ο δικός όρος του μαθητή, δεν μπορούσε να τον γνωρίσουν και το πως τελικά τους άφησε να τον γνωρίσουν στο τέλος του ταξιδιού μετά από το οποίο εξαφανιστεί. Αυτό που θα λέγαμε λίγο πολύ είναι ο κορμός της ιστορίας. Σαφώς στο αρχαίο υλικό της περικοπής ανήκει η σκηνή του δείπνου και τις κλάσεις του Άρτου και αυτό γιατί εδώ τα ρήματα που χρησιμοποιούνται οι τετρόμους που περιγράφεται αυτή η κλάσση του Άρτου θυμίζει πάρα πολύ, όπως θα δούμε αυτό στον μυστικό δείπνο, θυμίζει πάρα πολύ και την αερολογία που χρησιμοποιεί ο Παύλος στην Άλφα προς Κορυφείου στον 10ο κεφάλαιο, σχετικά περιγράφοντας ακριβώς το μυστήριο της Αφραστίας, λέγοντας ότι έχουμε τα ρήματα το ρήμα λαμβάνι και στις δύο περιπτώσεις όπως και το ρήμα καταοπλό. Και το δεύτερο στοιχείο που είναι σημαντικό είναι ότι η συγκεκριμένη ιστορία αυτή δηλαδή της πορείας προς Αιμαούς θυμίζει πάρα πολύ και την ιστορία που υπάρχει στον Κατά Ιωάννη στο 21ο κεφάλαιο στις 21-14 όπου και εκεί πάλι ο Ιησούς εμφανίζεται ως ο Οικοδεσπότης. Θυμίσω ότι αυτή η ιστορία έχει να κάνει με την εμφάνιση του Ιησού στη Γαλλία και εδώ είναι το ενδιαφέρον στοιχείο ότι εδώ έχουμε πάλι με τα κίνηση παραδοσιακού της αφηγήσης από τα Ιωσέρα προσύμοντας την περίπτωση μας στην περιοχή της Λαλινές, είναι ακριβώς τη λύση της Λαλινέας, όμως και στις δύο ιστορίες υπάρχουν παραλυσμοί. Είπαμε άλλωστε ότι ο Ιωάννης και ο Λουκάς συνδέονται μεταξύ τους στενάτο, είπαμε εσείς σε περιοχή σε προηγούμενα μαθήματα. Σε κάθε περίπτωση και στις δύο περιοχές ο Ιησούς λειτουργεί ως ο Οικοδεσπότης. Ακόμα και στην αφήγηση του Καταλουκάν, ενώ είναι ουσιαστικά ο φιλοξενώδος των μαθητών, όταν φτάνουν στις ομοιμόνους, τελικά όμως αυτός παίρνει το ψωμί, το ευλογεί, το σπάζει και το μοιράζει, του βόνινγκας ως ο Οικοδεσπότης στην προκειμένη περίπτωση. Και το δεύτερο είναι ότι η προσφορά του δίπλου και στις δύο περιπτώσεις συνδέεται με τη μαγνωρισσέντια με διαφορετικό τρόπο. Θα θυμίσω ότι στην περίπτωση του Ιωάννη ο Ιησούς, όταν βγαίνουν οι μαθητές έξω, ουσιαστικά έχει στρώσει το τραπέζι, ψήνεται το ψάρι στην άθρακιά, και ενώ το πρωί ο ίδιος τους είχε μιλήσει όσοι είμαστε μέσα στην λίμνη και τους είπε να έχετε κάτι να τσιμπήσουμε, εκείνοι που πάντα δεν έχουν, τους υπερρίξαν τα δίχτυα σε εκείνο το σημείο και βγάλαν τα ψάρια τα πολλά, οπότε με αυτό το περιστατικό της θαυμαστής ηλικαλίας ουσιαστικά μύθηκαν ένα αντίστοιχο περιστατικό στην αρχή της κοινής ζωής τους με τον Ιησού και εδώ θα πω ότι αυτό το περιστατικό δεν υπάρχει στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, αλλά υπάρχει στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και αυτό είναι το ενδιαφέρον στοιχείο και εδώ το κατά Λουκάν παραπέμπει, ξαναγνώσει σε μία ιστορία, η οποία θεωρείται το κατά Λουκάν, κάτι που αφήνει να εμβουλήσουμε ακριβώς ότι υπάρχει μία σύνθεση μεταξύ των δύο Ευαγγελίων. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν και στις διαπληκτώσεις που προσφορά το δείπνο συνδέεται με την αναγνώριση, ειδικά στην περίπτωση του Ιωάννη, αυτή η αναγνώριση έχει να κάνει και με την αποκατάσταση του Πέτρου στα μάτια του. Ο Λουκάς λοιπόν παίρνει αυτό το πηγαίο υλικό, το επεξεργάζεται και προσφέτησε αυτό πολλά από τα αγαπημένα του μοτύβα. Λουκάς έχει ιδιαίτερα στοιχεία, ιδιαίτερα μοτύβα τα οποία συναντούμε μέσα στο κείμενό του, όπως είναι για παράδειγμα το δείπνο. Και μάλιστα εδώ αν πούμε στο κείμενό μας οι μαθητές του τρόπος με τον οποίο καλούν τον Ιησού, ουσιαστικά μοιάζει πάρα πολύ με έναν τρόπο προσευχής. Η πρόσκληση λοιπόν στο δείπνο θυμίζει πάρα πολύ προσευχή. Επίσης η χρονική στιγμή που γίνεται το δείπνο παραπέμπει στην ανάλογη χρονική στιγμή στο χορτασμό του παιδάκι Σιλήνια τον οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Και τέλος η σύνδεση, η μάλλον εκλάσσεις του αρτού συνδέεται με την αγνώριση του Ιησού. Αυτά είναι θέματα ιδιαίτερα αγαπητά και σε άλλα σημεία του Καταλουκάν Ευαγγελίου και αυτό βέβαια μας οδηγεί στο να αρχίσουμε να ψάχνουμε λίγο πιο βαθιά την ιστορία μας προκειμένου να δούμε τι μπορεί να μας αναδείξει. Αν αρχίσω να μιλήσουμε για τη δομή της περιοχής θα ήθελα να την διαβάσω πολύ σύντομα. Είναι η εκτενέστερη μέσα στο 22ο κεφάλαιο και όπως ήμουν και την πρώτη φορά είναι αυτή που ουσιαστικά και από λεβράς θέσης καταλαμβάνει το κεντρικό μέρος κεφαλαίου. Και ειδού δύο εξ' αυτόν ήσαν πορευόμενοι εν αυτή τη μέρα εισκόμινα πέχουσαν στ' αδείλους εξήκοντα από Ιερουσαλήν ή όνομα Έμαρους. Κι αυτοί ομίλουν προς αδείλους περιπάνω το συμβουλικό των εαυτών. Κι αγέντων του μιλήν αυτούς και συζητείν κι αυτούς ο Ιησούς εγκείσαν στην επορέδα του αυτοίς. Οι δύο αφθαλμοί αυτούν εκρατούν του μη επειμνών εαυτών. Είπε δε προς αυτούς, τίνες η λόγη ούτι ους αντιβάλλεται προς αλλήνους ποδιπατούντες κι έσται η σκητροπή, αποκριθείς δε ο ίσο όνομα Κλεοπάς, ή Κλεόπας, είπε προς αυτόν, σίμονος παρ' εκεί σιμούς αλλήν και ουκ έγνωστα γεννόμενα εν τάφτι εν ταις ημέρες τάφτιες. Κι είπε να αυτή η σπία, η δε εικόναυτό τα περιουσούντο να ζωρέω, ως εγένετο αν είναι προφήτης δυνατός εν έργο και λόγο εναντίον του Θεού και παντρός του λαού, όπου στε παρέδοκαν αυτό οι αρχιερείς και οι άρχοντες ημώνης κλημαθονάτου και σταύλου σαν αυτόν. Εμείς δε ελπίζουμεν οτι αυτος ειστομεν μέλλον διτρούσε τον Ισραήλ, αλλα για συμπάσην τούτης τρίτην τάφτων ημέρα Άγιη σήμερα, αφού τάφτα εγένετο. Αλλα και γυναίκες τεινές εξέστησαν εμάς γεννόμενε όφρυ επί των γλυμιών, και μη ευρούσε το σώμα αυτού, ή που λέγουσε και ορτασία να γέβαινε ο Λακένε, ή λέγουσε ναυτόν ζει. Κι απήλθον τεινές τον σύννημην επί των γλυμιών, και έδινε ούτου καθώς και η γυναίκη σκήπον αυτον δε ουκλεί. Κι αυτος είπε προς αυτούς, «Αν ο ηδικεωραδής στη καρδία το πιστεύει με το πάσιμι σε λάλησαν οι προφήτες, ουγεί ταύτα έδι παθήν των Χριστών και εισιλθήν εις την δόξαν αυτούν». Κι αν ξαναγνώσαν από Μωρισαίος κι από πάντων των προφητών, διαρμήνεσαν αυτοίς, εν πάση τις γραφές, τα περί αυτούν, και γυγνήσαν εις την κόμινο επωρέμβατο και αυτος προσεποιεί το ποροπέρο πορεύεσθαι. Και παρεβιάσοντο αυτόν λέγοντες, μοίνωνε θυμόν, ότι προσ' εσπέρνηστη και κέκρικεν η μέρα, και εισιλθήν του μήνες συναυτή. καὶ γὰρ γένετον τὸ κατακληθὴν αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν, λαμὸν τὸν ἄντων ἐπλόγησε καὶ κλάσης ἀπεδίδου αὐτῆς. Αὐτὸν δὲ διὰ νύχτισαν ἡ ὑφθαρμὴ καὶ ἐπέγνωσαν αὐτὸν, καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπὸ αὐτὸν. Καὶ εἶπον πρὸς Ἀγῶνους, καὶ γὰρ γένετον τὸ κατακληθὴν αὐτὸν αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ αὐτὸν ἐπὸ α Υπάρχουν διάφορες διαιρέσεις, οι οποίες άλλωτε στηρίζονται στους ομόκαινους αφηγηματικούς κύκλους που βρίσκονται μέσα στην αφήγηση, στη συγκεκριμένη ιστορία, άλλωτε με βάση τυχιαστή βαθμίδου κειμένου, τίτω παθηξίες, η πιο απλή διαιρέση είναι η εξής, ότι στους 13 έως 14 στίχους έχουμε την εισαγωγή, που εισάγονται τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, 15 έως 27 στίχους έχουμε τη συμμαγελία του Ιησού Βασματικάς, στα συνέχεια 28 μέχρι 32 είναι η κλάση του Άρτου, στην κομμή Μαούς, και τέλος στους 13 έως 35 είναι η επιστροφή των αριθμών στα Ιεροσόλου. Ο πολύ δηλαδή αυτή είναι η διαιρέση που μπορούσε κανείς να προτείνει. Με βάση βέβαια τα μοτίβα τα οποία κυριαρχούν στην αφήγηση, οπωσδήποτε μπορούμε να κάνουμε και άλλες διαιρέσεις ή να δούμε, να διαβάσουμε τη διοικοπή μας, με εμμότητες, οι οποίες θα το νιώσουν να είναι κάποια από αυτά τα μοτίβα. Το βασικό μοτίβα, ένα από τα κεντρικά μοτίβα που έχουμε στην συγκεκριμένη ιστορία, είναι αυτό της ώρας της και της επιγνώσης. Είναι ενδιαφέρον ότι οι μαθητές βλέπουν, αλλά δεν βλέπουν, γι' αυτό δεν επιγνώσουν. Στη συνέχεια, ανοίγουν τα μάτια τους και βλέπουν πραγματικά ότι φτάνουν στην επιγνώση. Θα λέγαμε ότι όλη η ιστορία είναι μια πορεία και μια κλιμάκωση από την άγρυνα στην επιγνώση. Ξεκινάμε με το στιγμή μας, με τον Ιησού να πορεύεται μαζί με τους μαθητές. Όσοι είναι σάπνους στο συγκεκριμένο πόρος, δεν τον απολαμβάνουν. Αρχίζει μια μεγάλη συζήτηση για όσοι έχουν γίνει τις περίπου μερικές μέρες στην Ιαζοσαλήντα, που φυσικά είναι οσθά στους γνωστές και εδώ υπάρχει και η τραϊκή ιδονία του κοινωνίματος, όπου εδώ φαίνεται ότι οι συγγραφές και οι ακροατές μαρίζουν πάρα πολύ καλά ποιος είναι αυτός ο οποίος συνελίδει στους δύο μαθητές. Μαρίζουν πάρα πολύ καλά ότι όσα λέγονται από τους μαθητές σωστικά αφορούν στον Ιησού, ο οποίος είναι φίλος παρόνου και ένα μεσάδους, οι ίδιοι όμως δεν το γνωρίζουν. Οι ίδιοι λειτουργούν μέσα στην άγρυνα τους, υπάρχει μια πορεία, η οποία τελικά τους καθοδηγεί στην επίγνωση και στην αναγνώριση του ίδιου του Ιησού. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά στην αρχή της περικοπής, είναι πάρα πολύ χαρακτηριστική αυτή η πορεία από την άγνια στην επίγνωση, γιατί ξεκινώντας την περικοπή, ο ίδιος στο στίχο 16 αναφέρεται ότι εκκρατούντο οι οθανοί αυτών, του μη επιγνώνε αυτόν και στη συνέχεια στο τέλος της ιστορίας, αυτόν δε διεινύχθησαν οι οθανοί και επέγνουσαν αυτόν. Και φυσικά ξανά γίνεται λόγος για την επίγνωση στο τέλος-τέλος όπου λέει μιλώστε αυτοί σε την κλάση του Άρτου. Κεντρικά μοτίβα θα λέγαμε ανάμεσα σε αυτά τα δύο σημεία της άγρυνας και της τελικής αποκάλυψης και επίγνωσης, είναι το ταξίδι το οποίο δηλώνεται ακριβώς και με την ιδιωτική ιστορία αλλά και με τη φράση «έντοιο εδώ, ήτοιο εδώ». Έχουμε την εξήγηση των γραφών που είναι επίσης ένα σημαντικό μοτίβο μέσα στα Ευαγγέλια και ειδικά στο Καταλουκάντ το είπαμε και στο προηγούμενο μας μάθημα, ο Τουλβουκάς που ήταν αγαπητής αυτήν την εκπλήρωση των γραφών, εδώ αναφέρεται στην εξήγηση των γραφών που ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο πράγμα. Είναι ιστορική εξήγηση η οποία οδηγεί ας πούμε στη συντοπίηση ότι οι γραφές τώρα έχουν λόγο. Και τέλος όμως την κλάση του Άρκλη, επίσης το θέλω να πω, μοτίβο σημαντικό από το Καταλουκάντ με τα Κέλλη, υπάρχουν και το δήμο, έτσι, υπάρχουν αυτά τα μοτίβα και στη συνέχεια ανάμεσα στην άγνοια και στην επίγνωση. Ειδικά για το μοτίβο του ταξιδιού, που πρέπει να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα αγαπητός σπαν λουπά. Και ίσως δεν είναι απλά ένα μοτίβο το οποίο να το καπάρουμε κατά λέξη, αλλά πρέπει ίσως να δούμε πίσω από αυτό και το συμβολικό του περιεχόμενο. Κατ' αρχάς το γεγονός ότι γίνεται αυτό το ταξίδι διευκολύνει πάρα πολύ στην εξέλιξη της ιστορίας, γιατί ακριβώς φέρνουμε από τον τάφο και θα οδηγεί σε αυτή η ιστορία στη συνέχεια στην επίσκεψη, στην εμφάνιση του Ιησού, γιατί έχουμε τους μαθητές που φεύγουν από το Ιεροσόλυμα και τους μαθητές που επιστρέφουν στο Ιεροσόλυμα και στις δύο άκρες αυτού του ταξιδίου έχουμε μία μεριά το κενό μημείο, από την άλλη μεριά την εμφάνιση του Ιησού στο Ιπερό. Πιπλέον αυτή η αναφορά στο ταξίδι παραπέμπει σε μία που το μεγάλο ταξίδι του Ιησού περιγράφεται στο Καταλουκάν Ευαγγέλιο, το ταξίδι του από την Δαλιλαία προς την Ουδαία και την Ιρουσαρία. Αυτό καταλαβαίνει θα λέγαμε την κλαυδιά του Καταλουκάν Ευαγγέλιο, τα κεφάλαια 9 ως 19, με 51 για την Απρίλια ως 1948. Και εκεί, ακριβώς σε αυτό το κομμάτι, σε αυτό που είναι το κεντρικό μέρος της αφηγής, σωστικά έχουμε και τις βασικότερες αφηγήσεις για τον Ιησού, έχουμε τις πιο σημαντικές περικοπές, παραβολές, έχουμε σημαντικά θαύματα και πολύ ιδιαίτερο υλικό, το οποίο δεν το βρίσκουμε στους άλλους συνοπτικούς. Παραπέμπει λοιπόν και αυτό το μεγάλο ταξίδι, στο οποίο σωστικά τι γίνεται, έχουν μια σταδιακή αποκάλυψη του ρόλου του Ιησού στον κόσμο και μια πορεία προς τον Θανατό και την Ανάσταση. Επιπλέον παραπέμπει και στα πολλά ταξίδια που βρίσκονται στις πράξεις του Αποστόλου. Η πράξη του Αποστόλου σωστικά είναι ένα τέλειο ταξίδι, περιγραφή ταξιδιών, μικρών λιγαλύτερο, που κάνουν οι Απόστολοι και κυρίως ο Παύλος και ο Παύλος, αλλά όχι ο Παύλος, για να διαδώσουν τα ευαγγέλη. Και νομίζω ότι ένα άλλο σημείο που είναι σημαντικό είναι ότι αυτή η αναφορά στην Ανάσταση παραπέμπει και σε ένα χαρακτηρισμό των αρχιών Καστιανών, οι οποίοι, σύμφωνα με τη μαρτυρία των πράξεων, ονομάζονταν ή της οδού, αυτή που είναι του δρόμου. Βέβαια αυτό το είναι του δρόμου, αυτή η αναφορά και η μονή θα λέγαμε στον ταξίδι και στην αδό, δεν είναι, όπως είπα και πριν, το χροντικό να την πάρει κανείς κατά λέξη, αλλά θα πούμε ίσως και την μαθήτρια με τέτοιο σημασία, καθώς, όπως λέμε εδώ, αυτό το ταξίδι τελώνει την μετάβαση από την άγνη στην αδύναση. Από τη, θα λέγαμε, τη φλότα στην όραση, στην αναγνώριση και στην συντοποίηση ότι αυτός ο οποίος ταξιδεύει μαζί τους, αυτός ο οποίος μοιράζει, ταξιδεύει μαζί τους, αυτός ο οποίος κάνει στραπέζι μαζί τους είναι ένας άλλος παράδοσης στην αλληλεγγύη του Ιησού. Πολύ ενδιαφέρον, εδώ είναι, πολύ ενδιαφέρον, εδώ είναι ο συνδυασμός της αναγνώρισης και του δίπνου. Η αναγνώριση αυτή γίνεται πλεισού, επίγνωση όπως του μιλάς συμβρίγεται, μέσα στο πλαίσιο μιας ενός δίπνου. Και μάλιστα αυτό, όπως λέει, κατά την κλάση του Άρκου, στους τύμους 3-3-1 και 35. Και αυτό είναι σημαντικό. Δηλαδή εδώ, πολύ ξεκάθαρα, στην ιστορία του Ιησού, δίπνο και αποκάλυψη, δίπνο και συμμετοπίηση και επίγνωση συνδέονται στενά μεταξύ τους. Αντίθετα, αν πάμε στην επόμενη αφήγηση, εκεί όπου ο Ιησούς συναντάει τους μαθητές στο Ιππερό, εκεί θα δούμε ότι ο Ιησούς διανοίγει τις γραφές, εξηγεί δηλαδή τις γραφές, δηλαδή εξηγεί τις γραφές και στην διάρκεια ενός δίπνου και έτσι διανοίγονται οι ευθενοί των μαθητών. Εκεί δηλαδή δεν έχουμε την έμφαση στην κράση του άρτου, τόσο πολύ σε αυτή τη συνάφεια του δίπνου, όσο την έχουμε εδώ στην περικοπή της εμφάνισης του Ιησού στην αιμαούς. Τα δίπνα βέβαια, τελικά, δεν είναι ένα σημαντικό μοτύβο μέσα στο καταλοκάρτων αντίεσης, είναι ένα πολύ σημαντικό μοτύβο με ιδιαίδο θεολογικό περιχώρημα, όπως είμαστε πάρα πολύ συχνά, πίσω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μοτύβα ή από οτιδήποτε άλλο μέσα στα Ευαγγενικές εκδημίσεις. Ο Ιησού συντρώει τακτικά με αμαρτουλούς, ο Ιησού σταφάει μαζί με τους μαθητές του τις 40 μέρες επίσης της κράσης των Αποστόλων που θα είναι ανάμεσα στους μαθητές και το δίπνο εδώ βλέπουμε συνδέεται και με την Ομαστισμένη. Από την ορίση η Ελληνία δέχτηκε και η Πατερική Γραμματεία επίσης, δέχτηκε ότι το δίπνο δεν είναι μια τυχαία αναφορά αλλά είναι σαφώς και ένα συμπεριβμός στην λειτουργική πράξη της κοινότητας και στις ευχαριστιακές συνάξεις. Και εδώ ειδικά αυτό ενισχύεται από τον τεχνικό όρο κλάσης του Άρθου, με τον οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια έκτε νέστερα. Γιατί πραγματικά είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός εδώ ότι ο συγγραφέας μας προτιμά να χρησιμοποιήσει ακριβώς αυτή τη φράση, την κλάση του Άρθου αντί να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε άλλο. Και επειδή ξέρουμε ότι ήδη αυτός ο όρος δεν είναι ένας αυτός ο όρος, δεν είναι ένας όρος ο οποίος δεν έχει έναν ιδιαίτερο περιοχόμενο, νομίζω είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να μας πέρασει έτσι, να μας είναι αδιάφορο ή να περάσει επαρβείο. Τώρα βέβαια όσοι διαβάζουν τη στυτημένη περιοχοποίτη διαβάζουν συνήθως με δύο τρόπους. Και μάλιστα θα δούμε ότι υπάρχει και μια διαφοροποίηση όσον αφορά τη γεωγραφική προέλευση των ερμηνευτών και όσον αφορά και το δόγμα ή τις καταβολές ας το πούμε, τις εγγενικές καταβολές του κάθε ερμηνευτή. Έτσι ας πούμε για πολλούς από τους νεότερους ερμηνευτές, κυρίως το γαλλικό φωνοχώρο και κυρίως το ρωμικαθεωτικό αλλά και λιγότερο από τον αρθόδοξο, οι κλάσεις εδώ είναι σαφώς ο τεχνικός όρος που παραπέμει στην ευχαριστία και η θεωρία είναι εδώ ότι πρόκειται για μια αφορά εδώ έναιση στο μυστήριο της θεσσαχαριστίας. Από την άλλη μεριά ο γαλλικός κυρίως χώρος και κυρίως πιο σκληρής ιστορικοκριτική σχολή τονίζει ακριβώς ότι δεν θα πρέπει να δώσουμε την βαρύτητα στο πιθανό ευχαριστιακό περιεχόμενο της ιστορίας αλλά το κέντρο βάρος εδώ βρίσκεται στην Ανάσταση και στην ταύτηση του αναστημένου Ιησού με τον Ιησού. Το αναστημένο Ιησού με τον Ιησού δηλαδή ότι εδώ ουσιαστικά δεν γίνεται τίποτα άλλο παρά να πείτε αυτό που βρίσκουμε πολλοί συνάστατες αφηγίσεις για την Ανάσταση εδώ έχουμε ουσιαστικά μια επιβεβαίωση ότι πρόκειται για πραγματικό γεγονός της Ανάστασης. Υπάρχει ένα πρόβλημα με την έμφαση που δίνεται είτε μόνο στο ένας της και είτε μόνο στο άλλο γιατί αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι αν κάνουμε μια τόσο άυστερη διάθεση ότι ουσιαστικά προεκτείνουμε και προβάλλουμε στον συγγραφέ μας ενδιαφέροντα ή τακτικές που ίσως πρακτικές συγγραφές που είναι ίσως περισσότερο μοντέλνες ή ίσως περισσότερο κοντά στις δικές μας νοτροπίες, από την άλλη μεριά νομίζω αδική και το ίδιο το περιεχόμενο είναι δύσκολο εδώ να διακρίνουμε μεταξύ εμπειρίας και ιστορίας γιατί ακριβώς περιορίζεται το κειμένο σε μία μονοεπίπεδη ανάγνωση και αγνοεί και τη δυναμική του. Πολλές φορές μιλήσει για τη δυναμική του εθνικού κειμένου που σε κάθε κειμένου πόσο δε μάλλον περισσότερο του φιλοφιλικού κειμένου, το κείμενο αυτό έχει μεγαλύτερη δυναμική, έχει πολλούς τρόπους ανάγνωσης, ταχτόχομες ανάγνωσης και επομένως το να μείνουμε μόνο σε ένα σημείο ή να δώσουμε μόνο έμφραση σε αυτό αποκλείοντας όλα τα υπόλοιπα αδικεί το κείμενο καθιστώντας το ουσιαστικά ένα κείμενο μάλλον φτωχό στην προκειμένη περιορισμή. Όσον αφορά το να δώσουμε μια εξαιρετικά μεγάλη αφασία σε ένα από τα δύο στοιχεία, αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να φροντίσουμε, να διατηρήσουμε η ζεωγραφία ανάμεσα στο τοιχείο της εμπειρίας εδώ που είναι όμως η φαριστιακή εμπειρία της εφασίας στην ελληνική εμπειρία της σύναξης κοινώντας και από την 1η μεριά της ιστορίας, του διοργανώτος της αυμάστασης του Ιουσού. Αυτή η σύνδεση εδώ, η πιθανή εφαρστιακή αν θέλατε ανάγνωση ή κατανοέση του κείμενου μας, επιστρίζεται από διάφορες εντοκειμενικές κυρίως συνδέσεις. Το κείμενό μας έχει κάποιες φαστικές κοινωνηματικές ομοιότητες με άλλα περιστατικά του Ευαγγελίου. Θα δούμε ότι το κείμενό μας εδώ, αυτό που είπαμε και την αρχή, παραπέμπει αυτόματα το ψαρμένο και καλά διαβασμένο αναγνώσεις του Ευαγγελίου σε άλλα σημεία του Ευαγγελίου. Και αυτό δεν είναι τυχαία και ιδιαίτερα παραπέμπει σε διάφορα προπασχάλια δείπνα του Ιησού. Δεν είναι πολύ σημαντικό αυτό το στοιχείο, πραγματικά, αν κοιτάξουμε θα δούμε ότι υπάρχει μια τέτοια τάση και αυτή δεν μπορεί να είναι φυσικά εντελώς τυχαία. Βασικά είναι δύο αφηγήσεις με τις οποίες φαίνεται να υπάρχει πιο στιγμός σύνδεσμος μεταξύ της αφήγησης για την ΕΜΑΟΣ και αυτές. Και αυτές είναι οι εξής, η πρώτη είναι «Θάμο του χορτασμού του Πεντακισκυλίου στο έδωτα κεφάλαιο» δεστινχή 10-17 του Πενταλουκάνου Απαδηλίου και η δεύτερη ιστορία είναι η αφήγηση για τον Μισθοδίκνο στο 22 κεφάλαιο. Ας πάμε πρώτα από τη μία από τις δύο αφηγήσεις, αυτή του χορτασμού του Πεντακισκυλίου στη ιστορία, υπάρχει και στην υπόλοιπη συναυτική παράδοση. Θα σας δώσω κάποια στοιχεία μέσα στην ιστορία, έτσι όπως την αφηγή του Λουκάς, τα οποία δημιουργούν αυτό το δεσμό και αυτή τη γέφυρα με την ιστορία πάλι της εμφάνισης του Ιησού και του κοινού δίκμου που έχει με τους μαθητές στην ΕΜΑΡΟΣ. Πρώτα απ' όλα και τα δύο περιστατικά λαμβάνουν χώρο στο τέλος της ημέρας, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και στις δύο περιμεπτώσεις προηγείται η διδασκαλία του Ιησού και το περιεχόμενο της διδασκαλίας είναι διαφορετικό. Στην πρώτη περίπτωση του χορτασμού του Πεντακισκυλίου το θέμα είναι η βασιλεία των ουρανών. Στο δεύτερο είναι η εκείρουση των γραφών στο πρόσωπο του Ιησού. Και υπάρχει επίσης και μια σειρά από φραστικές συνδέσεις. Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε το ρήμα κατακλίνει λαβόν κατέκλασεν εδίδου στο χορτασμό του Πεντακισκυλίου. Και από την άλλη μεριά έχουμε το ρήμα κατακλυθήνε λαβόν ευλόγησε κλάσας επαιδίδου στον δείπνο στην ΕΜΑΟΥΣ. Είναι προφανώς λοιπόν ότι ο ευαγγελιστής που προσπαθεί να δημιουργήσει σύνδεμους εδώ στον αναγνώστη μεταξύ του τον δείπνο που γνωρίζει ο αναγνώστης, ήδη από την προηγούμενη αφήγηση και μεταξύ λοιπόν αυτού του αναγνώστης και της αφήγησης εδώ για τον ασθημένο Ιησού στον δείπνο το οποίο παρατήθηται στην κομμή μάλιστα. Μάλιστα έχει ωστένα επιπλέον στοιχείο αυτό που τονίζει ο Ρόμπινσον ότι δηλαδή εδώ υπάρχουν κινά στοιχεία, ένα άλλο κοινό στοιχείο είναι η μολογία του Πέτρου στην πρώτη περίπτωση και αναγνώριση στη δεύτερη περίπτωση του Ιησού από τους μαθητές του. Και στη συνέχεια μια δεύτερη ενδοκειμενική σύνδεση είναι αυτή που είναι μεταξύ του υπερστατικού εδώ και της αφήγησης που υπάρχει στο δείπνο για το μυστικό δείπνο. Και εκεί επομένως η Ιησού λειτουργεί πάλι ως οικοδεσπότης, αν και στην πραγματικότητα, τουλάχιστον στην περίπτωση που η αιμαούση είναι όπως και του οικουένου, μοιράζει τον Άρτον τους μαθητές και οι φραστικές ομοιότητες είναι εμφανείς. Έχουμε ας πούμε το ανέπεσε, κατακριθεί, είναι λαβόν τον Άρτον ή λαβόν τον Άρτον έκλασε μικλάστα στην δόμενον απεδίδου. Υπάρχει ένα σημείο απόκλεισης βέβαια ότι στην αφήγηση για το μυστικό δείπνο το ρήμα που χρησιμοποιείται εκεί είναι το ευχαριστή σας, το ευχαριστή με το χειροφωνιστή σας, ενώ στην περίπτωση προς κναούς είναι το ευλόγηση. Αυτή βέβαια η διαφορά οδηγήσε πολλές φορές στους αγωνιστές να υποστολίξουν ότι δεν πρόκειται για πραγματικά τα οποία θα πρέπει να τα συνδράσουμε μεταξύ μας, όμως πρέπει κάποτε να σκεφτόμαστε ότι η σύνδεση που γίνεται σε περιπτώσεις ενδοκημενικότητας και δικαιοκημενικότητας είναι αυτή της κλήματος του άθλησης, αλλά είναι εκείνη της αναλογίας. Δηλαδή αυτό που φαίνεται εδώ είναι ότι ο συγγραφός πρέπει να δημιουργήσει μια αναλογία μεταξύ των δύο περιστατικών και φαίνεται να θέλει να υπογραμμίσει, ανακαλώ δηλαδή στο μνήμη των Αναγουστών του, ένα περιστατικό που του είδε το οριζόπιζε ό,τι όλα τα μέλη της Εκκλησίας έχουν μαζί τους τον Ιησού κάτι ευχαριστιακή σύναξη, όλα τα μέλη της Εκκλησίας έχουν τον Ιησού μαζί τους κάτι από το κοινό αυτό βίπνο. Απ' οσδήποτε βέβαια εδώ η σχέση δεν είναι μεταξύ του Ιησού και των Αναγουστών, δεν είναι η ίδια όπως είναι στην αφήγηση για τον Ιηστικό ρίπνο, καθώς ο Ιησούς εδώ εξαφανίζεται, δείχνει ακριβώς, τα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο, μια ιδιαίτερη έμφαση στην παρούσα κατάσταση της Εκκλησίας. Η παρούσα κατάσταση της Εκκλησίας, ο Ιησούς είναι μεν παρόν, δεν είναι στο Ιησού, αλλά ουσιαστικά δεν είναι με τον τρόπο που ήταν στην προπασχάλια περίοδο. Έπανε πολλές ενστάσεις όσον αφορά τη σύνδεση των δύο αφηγήσεων και κυρίως μία άλλη ομάδα αντιρίσεων είναι εκείνοι που λέει, που υποστηρίζουν ότι ακριβώς εδώ έχουν δύο μαθητές και δώδεκα και αυτοί οι δύο μαθητές μάλιστα δεν ανήκουν στο στινό κυκλό των δώδεκα. Πολύ περισσότερο το γεγονός στις ευχαριστίες δεν λαμβάνει χώρα στα ιεροσόριμα που συνεύουν με τον ιστορικό ενδύπνο, αλλά κάποιος μακριά από αυτά. Ουσδήποτε επιχειρήματα αυτά είναι σημαντικά που πρέπει να σκεφτούμε ο κρίσιος του εγκάρ, δεν ας το λέμε έτσι από κρουμία να τρέπω τη θέση για μια θα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο ευχαριστιακή ανάγνωση του κειμένου μας, γιατί το ενδιαφέρον είναι ότι εδώ ουσιαστικά η εκκλησία ανοίγει από κάποιο κοινωνικό χαρακτήρα καθώς αυτούς οι οποίοι συμμετέχουν σε αυτήν την εμπειρία της κοινής τράπεζα με τον Ιησού, το οποίο δεν είναι ήδη ο εγκάρ, αλλά είναι με αυτούς οι οποίοι νοικούν σε έναν ευρύ το κύκλο και δεύτερον τα γεωγραφικά όρια αν θέλετε αυτής της εμπειρίας επεκτείνονται πέρα από τα Ιερουσαλήν και προς την κόμμη αιμαρούς. Και θα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο ότι όλη αυτή η ιστορία και φυσικά χωρίς ποτέ να χάνει τις αναφορές της απαρχές της, ουσιαστικά λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο προληπτικά για όσα τελικά συμβαίνουν μέσα στην ίδια την εκκλησία και τα όσα τελώς πάντων νουσιαστικά βιώνονται στο επίπεδο των σχέσεων και του κέντρου που είναι η Ιερουσαλή με την περιφέρεια τους τόπους που τότε έφτασε το επαγγελί. Αυτό βέβαια πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι ότι αν καταφύγουμε σε μια τέτοια, κατά κάποιον τρόπο θα λέγαμε ευχαριστιακή ανάγνωση της ιστορίας αυτό ταυτόχρονα δεν ακυρώνει το κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας μας. Αυτό που σημαντικό δεν θυμόμαστε και αυτό έγινε να κάνει και η Μαφιλοπούλα στην αρχή νωρίτερο λίγο νωρίτερα μάλλον για την ισορροπία που πρέπει να κρατήσουμε μάλλον σε μια ευχαριστιακή ανάγνωση της ιστορίας, της αφήγεσής μας και της ιστορίας του γεωγονότος της Ανάστασης. Νομίζω ότι αυτή η ιστορία έχει να κάνει και με το κεντρικό χαρακτήρα της Πελοκοπήρης. Αν προσέξουμε το κέντρο της ιστορίες αυτής της ιστορίας είναι ο Ιησούς. Ακόμα και όταν είναι απόν από τη σκηνή της δράσης, εκείνος είναι το αντικείμενο συζήτησης εκείνος είναι το σημείο αναφοράς. Και βλέπουμε ότι οι μαθητές μιλούν για τον Ιησού, έρχεται ο Ιησούς και με μία τραγική ρωνία ουσιαστικά και οι τρεις μιλάνε για τον Ιησού. Στη συνέχεια τον ζουν τον Ιησού, ο οποίος δημιουργεί ως υποδοσκώτης και στο τέλος επιστρέφουν πάλι στην Ιερουσαλή μιλάνε και εκεί πάλι το κέντρο βάρους και το κέντρο συζήτησης του είναι ο Ιησούς. Το δεύτερο είναι και το οποίο ας πούμε αναδεικνύει το κεντρικό χαρακτήρα της Πελοκοπής μας είναι ότι ουσιαστικά στο πρόσωπο του Ιησού πληρώνονται όλες οι προφητείες. Αυτό ξεκάθαρο, όταν είστε ιδιαίτερα μέσα στην Πελοκοπή μας, είπαμε στο άλλο στιγμό, στο πρώτο μάθημα, στο ποστό του κεφάλαιο, αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές. Δηλαδή είναι ιδιαίτερα σαφής αυτή η σύνδεση και η εκτείνωση των γραφών στο πρόσωπο του Ιησού. Και το ενδιαφέρον στοιχείο στη συνέχεια είναι ότι αυτή η εξήγηση των γραφών μαζί με την κλάση του Άρτου οδηγούν ας πούμε, κατά κάποιο τρόπο στην επίγνωση του Ιησού, να γνωρίζει δηλαδή ότι με αυτές τις επαναδύσεις δεν έχουμε αντιτυχαίο, επαναδύσεις μάλιστα έχουν τον ίδιο τον Ιησού. Και οπωσδήποτε το τελευταίο στοιχείο εξαιρετικά χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο της Χριστωφάνης. Όπου ακριβώς βλέπουμε ότι έχουμε τον Ιησού να εμφανίζεται και στη συνέχεια να εξαμφανίζεται στοιχείο πολύ συνηθισμένο και στη θεοφάνηση Παλιάς Διαθήκης. Και αυτή η Χριστωφάνη ουσιαστικά προετοιμάζεται με δύο τρόπους, πρώτα-πρώτα με την Χριστοκεντρική Εξήγηση του Άρτου, η οποία ήδη έχει προηγηθεί και δεύτερο με την κλάση του Άρτου. Μιλώντας τώρα λίγο, προχωρώνεις λίγο παραπέρα τη συζήτηση και ξεκινάς ακριβώς από το στοιχείο ότι εδώ μπορούμε να έχουμε μία αναφορά ουσιαστικά και μία, θα λέγαμε, μία παραπομπή θα λέγαμε, παραπαίνεται μάλλον αναγνώστη στην πράξη της Εκκλησίας, στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η ιστορία μας εδώ θυμίζει πάρα πολύ και αφηγήσεις στις πράξεις των Αποστόλων. Και από το γεγονός ότι εδώ η ιστορία μας, με το οποίο περιγράφεται η ιστορία, ουσιαστικά παραπαίνεται και στην αρχαία εκκλησιαστική πράξη. Συνήθως μία ιστορία από την πράξη των Αποστόλων χρησιμοποιείται από εκείνους που δέχονται αυτή τη σύνδεση. Και πρώτη είναι η ιστορία με τον Αιθείο Παεμνούχο στην αριστά πρώτα κεφάλαια από την πράξη των Αποστόλων, όπου έχουμε εκείνον τον γνωστό Αιθείο Παξιματούχο, ο οποίος ταξιδεύει από τα Ιεροσόρια μέσα στην πατρίδα, ο οποίος προσπαθεί να διαβάσει το κείμενο του Ισραήλ που δεν καταλαβαίνει σε ποιον αναφέρεται η προφητεία για τον κρόμο που θα οδηγήσει στη σφαγή. Εμφανίζεται ο Φίλιππος ο γνωστός διάκομος ο οποίος εξηγεί τις γραφές και στη συνέχεια έχουμε την βάπτιση του Αιθείου Παξιματούχου και την εξαφάνιση του Φίλιππο. Οπωσδήποτε υπάρχουν ομοιώτες μεταξύ των δύο περικοπών, αυτό κανείς δεν μπορεί να το αφιεσβητήσει και κανείς ανάμεσα σε αυτές θα μπορούσε να φέρει το μοτύπου πάλι του ταξιδιού, όπου και εδώ πάλι ο Ιησούς ταξιδεύει, όπου και εδώ πάλι ο Φίλιππος ταξιδεύει και ο Ευνούχος ταξιδεύει και η συζήτηση και η εξήγηση των γραφών, η οποία είναι χρωστοκεντρική και αυτό το δεύτερο σημαντικό στοιχείο γίνεται καθόλου. Γιατί ακριβώς ο Φίλιππος όπως και για χθες εδώ έχει άγνοια και δεν μπορεί να κατανοήσει το πραγματικό περιεχόμενο των γραφών και έχουμε και μία θα λέγαμε χρωστοκεντρική ερμηνεία των γραφών κατά ανάλογο τρόπο όπως η ερμηνεία των γραφών και στην πορεία προς ημαρουσία. Βέβαια από την ερμηνεία υπάρχουν και στοιχεία τα οποία διαφοροποιούνται ανάμεσα στις δύο ιστορίες. Από μια μεριά αποσιάζει στην Πενικοποίη το πράξιο το στοιχείο της Χριστωφάνης, δεν έχουμε διαφάνιση του Ιησού απλώς έναν δραχτή του Ιησού. Δεύτερον δεν γίνεται λόγος για κλάση του Άρτο αλλά εδώ εμφανίζεται καινούριο βάπτι, έναν καινούριο μυστήριο της εκκλησίας με καινούργια σημαντική πράξη της αρχαίας εκκλησίας που είναι το βάπτι. Υπάρχουν βιώτες, υπάρχουν και διαφορές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτό που είπαμε και πριν ότι εδώ πρόκειται για αναλογίες και σε καμία περίπτωση για πλήρη ταύθεση των δύο περιστατικών. Γι' αυτό ακριβώς πρέπει να είμαστε και πάρα πολύ προσευχτικοί. Ναι με δεχόμαστε τη σύνδεση, από την άλλη μεριά όμως δεν χρειάζεται πως έχει τομιστεί από διάφορους ρεβινεστές όπως για παράδειγμα του Τζότζεφ Μιτσφάι, δεν θα πρέπει εδώ να υπερπονίζεται αυτός ο παραλληλισμός γιατί ακριβώς υπάρχει κίνημα να φάσουμε τελικά το νόημα το οποίο κρύβεται στην τελική πίσω από το κείμενο μας. Υπάρχει όμως ένα άλλο κείμενο μέσα στις πράξεις με το οποίο σπάνια συνδέεται ή καθόλου δεν συνδέεται η αναφορά προσεμαούς και αυτό είναι το πράξεις 242. Στο πράξεις 242 έχουμε μία περιγραφή της κοινότητας, της πρώτης ξενικής κοινότητας, έχουμε καλύπτει τις αναφορές στα πρώτα κεφάλαια του Ευαγγένιου για να τον πράξουμε όλοι κάποιος έχει προσπαθεί να αναδείξει ακριβώς με έναν τρόπο ίσως θα έλεγε κανείς υπροβολικό την ομώνια και την ενότητα που υπάρχει στην Αρχαία. Στην Αρχαία, στην πρώτη Αρχαία Εκκλησία, ακριβώς γιατί θέλει μέσα από αυτό να ειδάξει και ψουλουθούν στους μαθητές και μαγνώστες να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, ρηγάζεται στο στίχο 42 του Δευτέρου Κεφαλαίου αυτή η κοινή ζωή των πρώτων βαπτιστέλων και των μαθητών του Ιησού. Υπάρχουν τέσσερις δοτικές σε αυτό το στίχο. Είναι τη δαχή των Αποστόλων, τη κοινωνία, τη κλάση του Άρτου και τις προσευχές. Και από αυτές τις τέσσερις δοτικές, δύο τις βρίσκουμε και στην ιστορία μας προσαρμαούς. Και αυτές είναι η δαχή του Αποστόλου, η δασκαλία δηλαδή. Το δεύτερο σημείο είναι η κλάση του Άρτου. Τώρα, η κλάση του Άρτου, επομένως εδώ, δεν μπορεί να είναι απλά μια τυχαία αναφορά, αλλά πρόκειται για έναν τέρμημος τέχνηκος, όπως λέμε, για έναν τεχνικό όρο. Και σε αυτό μας οδηγεί και η χρήση του όρου αυτού, σε άλλα σημεία μέσα στις πράξεις του Αποστόλου. Θα δούμε ότι και αλλού ο όρος χρησιμοποιείται με την τεχνική σημασία περισσότερο, όχι ως όρους που δηλώνουν που είναι χαραστία, και όχι τόσο ως ένας απλός και τυχαίος όρος. Και μαζί τα ιδιαίτερα εμφανίσεις είναι αυτά στην περίπτωση του 27 κεφαλαίου στους τύπους 7 και 10, όπου και αναφέρεται ότι αυτή η κλάση του Άρτου έλαβε χώρα τιμία του Σαββάτου. Θα θυμηθούμε όσα είπαμε στο πρώτο μέρος του μαθημάτου μας για τον Λουκάο, από εκεί ακριβώς ο Λουκάς, είπαμε, τονίζει αυτή τη τιμιά του Σαββάτου και αυτό παραπέμπει σαφώς και στην πράξη αρχαίας εκκλησίας, η οποία σύμφωνα με τις μαρτυρίες που έχουμε τις αρχές, τελούσε την πρώτη χριστιανή τιμιά του Σαββάτου, η κυριακή δηλαδή είναι ευχαριστιακή τους σύναξη. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, οπωσδήποτε, και μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και στην περίπτωση εκεί που ο Πάμος περιγράφεται στον Κούσιο Κεφάλαιο να δει την κλάση του Άρτου και να μιλά στους παρεμβισκόνους, ουσιαστικά και εκεί έχουμε μια έμιση αναφορά στην ευχαριστιακή σύναξη της κοινότητας. Και εδώ στην ιστορία πάλι ενδιαφέρον ότι οι κλάσεις του Άρτου συνδέονται με τη δασκαλία. Υπάρχει άλλη ένα στοιχεία που βρίσκουμε και στην πορεία του ΣΑΜΑ, όσο από δασκαλία και κλάσεις είναι και τα δύο αλληλεγγύοντας. Μάλιστα και στα δύο η χρονική διαδοχή είναι η ίδια, προηγείται η δασκαλία για να ακολουθήσει η κλάση του Άρτου. Αυτό μας οδηγεί λοιπόν σε ενδιαφέροντες ημεράς, αλλά θα θέλω να μας τέτει ένα ερώτημα, γιατί ακριβώς μας παραπέμπει στο 242, όπως είπα, στις πράξεις του Αποστόλου να περιγράφεται ο τρόπος ζωής της Εκκλησίας. Μπορούμε να πούμε ότι η δασκαλία του Παύλου, όπως περιγράφεται στο 20ο κεφάλαιο ή τον Αποστόλου γενικότερα, όπως αναφέρεται στο 2ο κεφάλαιο των πράξεων, ουσιαστικά έχει το ίδιο περιεχόμενο όπως η εξήγηση των Αγαφών από τον Ιησού. Νομίζω πως ναι. Νομίζω πως ναι για διάφορους λόγους. Και ο βασικότερος λόγος είναι, γιατί ακριβώς αν να τρέξουμε στους διάφορους λόγους των Αποστόλων μέσα στις πράξεις του Αποστόλου, θα δούμε ακριβώς ποιο είναι το περιεχόμενο αυτον τον λόγο. Και το περιεχόμενο λόγο είναι τίποτα άλλο παρά μία χρηστοκενρική εξήγηση των Αγαφών, παρόμοι με αυτήν που βρίσκουμε στο τελευταίο κεφάλαιο του Καταλουκάνε Βατηλίου. Αυτό δεν είναι αμήντεο στοιχείο. Είναι αντίθετα πολύ σημαντικό και πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, γιατί ακριβώς μας επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι το 242 τον πράγμα του Αποστόλου θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να βοηθήσει να καταδοηθεί η αφήγηση για την εφάνιση του Ιησού στην κόμμη μαούς. Επομένως, και στην ιστορία της προσελόγουσης και στην περιγραφή της ιεροσορυμονικής κοινότητας έχουμε αυτά τα δύο στοιχεία. Βλέπουμε την κλάση του Άρκου και την εξήγηση του γράφου. Είναι πολύ σημαντικά αυτά τα δύο στοιχεία και αυτά για να έχουν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βοηθήσει ή να παραγνωρίσει το στοιχείο της ιστορίας. Δηλαδή το πριγωγονός της αρχαίας κοινότητας, της εμπειρίας της αρχαίας κοινότητας ότι ο Ιησούς είναι ασθενειάνος και τη μαρτυρία της ακριβώς και την ιστορικότητα του πριγωγονός. Όχι απέναντίες, απλώς μας διευκολύνει να δούμε λίγο το νου του συγγραφέα ή να δούμε τι μπορεί να καταλάβουμε οι πρώτοι αναγνώστες και πού ακριβώς δίνανε τη μεγαλύτερη έμφαση. Κλείνοντας την περιγραφή μας εδώ, μπορούμε να πούμε κατ' αρχάς ότι ο όρος κλάσης του Άρτου, ο οποίος επανειδημένα αναφέρεται εδώ μέσα στο κείμενό μας και μάλιστα να σημειωθεί ότι η επίγραφη δεν λάβανε η χώρα όταν οι μαθητές ακούνε το κήρυγμα του Ιησού, απέναντίες γίνεται εν τη κλάση του Άρτου. Λέγεται πολύ ξεκάθαρα στο στοίχο 35 και ως εγνώστη αυτής εν τη κλάση του Άρτου. Αυτό είναι ενδιαφέρον στοιχείο και δεν πρέπει να μας είναι, ας το πούμε έτσι, δεν πρέπει να το αγνοήσουμε ή αν θέλουμε να το θεωρήσουμε ότι δεν είναι σημαντικό απέναντίες είναι εξαιρετικά σημαντικό. Απέναντίες είναι εξαιρετικά σημαντικό, δείχνει ακριβώς πως η ίδια η ευχαριστία βιώνεται ως μια εμπειρία συνάντησης του Ιησού με τους μαθητές του και τη συνέχεια των αρτών του που ουσιαστικά τα μέλη της Εκκλησίας τα οποία αυτή τη στιγμή τα παρουσιάζει πολύ συνεκριμένα, είτε στο καταλουκά μου στον κλόπα και το μήνυμα αυτή, είτε ως τα μέλη της ουσιαστικής κοινότητας στις πράξεις των Αποστόλων. Ακριβώς ένα στοιχείο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι αυτός ο ευχαριστιακός, η κλάση του Άρτου εδώ χρησιμοποιείται ως τελεμιούς τέχνους, ως τελεμιούς τέχνους, όπως είπα, την βρίσκουμε και σε άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης, είτε στον Παύλο, είτε και στις πράξεις των Αποστόλων. Ο δεύτερος στοιχείο που είναι πολύ ενδιαφέρον εδώ είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται οι κλάσεις του Άρτου η δασκαλία, παραλαμβάνω ότι η δασκαλία είναι σημαντική, θα λέγαμε είναι κάτι σαν προπαρασκευαστικό για την τελική, ας πούμε, για την κορύφωση του ιστορίας που ουσιαστικά είναι η επίλνωση του ισόδου στους μαθητές και αυτό επιτελείται ακριβώς μέσα στο πλαίσιο αυτής της κλάσης του Άρτου. Ο χρόνος της τέλεσης είναι επίσης σημαντικός, στιγμιάντου σαββάδου, αυτή αυτόματα η φράση που ακολουθεί και αυτή είναι επίσης ένα τέτοιος τέχνηκος στην Αρχαία Εκκλησία μας παραπέμπει ακριβώς σε φαριστιακές συνάγκες, νομίζω πάρα πολλοί λογίες από αρχιών συγγραφείων, όχι μόνο ο χριστιανός αλλά και τη Ραθήρα, ότι η φαριστιακή συνάγκη του χριστιανού λάβα να χώρα ακριβώς αυτή τη μέρα και ταυτόχρονα αυτό παραπέμπει στην αιμαγούς και παραπέμπει και στις πληροφορίες της Ανάστασης. Αυτό το γεγονός της Ανάστασης, νομίζω πάρα πολύ δελά ότι η τέληση της ευχαριστίας συνδέθηκε από πολύ νορισμένα στην Αρχαία Εκκλησία και με το ίδιο γεγονός της Ανάστασης. Ο χρόος λοιπόν τέλος είναι σημαντικός όπως πολύ σημαντικό είναι και το περιεχόμενο της δρασκαλίας. Το περιεχόμενο της δρασκαλίας είναι χριστοκενρικό. Κατά ανάλογο τρόπο όπως χριστοκενρικό είναι και το πρωτοχριστιανικό κήρυμα, όπως χριστοκενρικό είναι και το κήρυμα των Ακοστόλων, στις λακοστικές συνάξεις των Ακοσθανών όπως αυτές περιγράφονται μέσα στα κείμενά μας της Κεννής Διαθήκης. Και τέλος, και νομίζω αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, είναι η ευχαριστιακή υπηρεμή που βρίσκουμε μέσα στο κείμενό μας. Επαναλαμβάνω, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να το διαβάσουμε αποκλειστικά ως έναν υπενηγμό, έναν του περιστατικού ως έναν υπενηγμό, ή ως μια αλληγορία ή έναν περιστατικό το οποίο πρέπει να καθονοηθεί αυστηρά βονάχα μέσα σε συνεχριστιακό πλαίσιο, αυτό δεν καταλήγει σε καμία περίπτωση. Δεν καταλήγει σε καμία περίπτωση την ίδια ιστορία της Ανάστασης, την ίδια ιστορία της εμφάνισης του Ιησού στους αναστημένους μαρειβές. Από την άλλη όμως μυριά αυτό το ευχαριστιακό. Αυτή η ευχαριστιακή διάσης ανάλωμασης δίνει μια διαφορετική προαπτική και στο ίδιο το Ευαγγέλιο, καθώς το καταλοκάν, καθώς το δείχνει να δειχνεί σε ένα κείμενο το οποίο συνδέεται με μια λατρεύουσα κοινότητα, αλλά αυτό όμως το κάνει σε ένα κείμενο το οποίο συνδέεται άμεσα με τη ζωή της προσεκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται στις πράξεις του Ευκοστόλου, αυτό όμως δείχνει το πως βίωναν, αφήνει επενειμούς να, αν θέλετε αφήνει να υποφέσουμε πως βίωναν αυτοί οι πρώτοι χριστιανοί το γεγονός της Ανάστασης ή πως βίωναν το γεγονός της Ευχαριστίας ως μια συνέχεια, τόσο από το γεγονός ότι την επιτερνούν την ίδια μέρα όπως είναι η κειμένα της Ανάστασης, όσο και την κοινή ορολογία χρησιμοποιείται εδώ σε μία εμφάνιση του ναστημένου Ιησού και στην περιγραφή της Ανάστασης και την περιγραφή κυρίως της Ευχαριστίας. Ουμένως εδώ θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι οι αναγνώστες του Ευαγγελίου, οι εχωρατές του Παντογραφικού Ευαγγελίου, εδώ θα μπορούσαν και ίσως προφανώς να κάνουν συνεργασίες, οι οποίοι τους παρέπεινταν στο γεγονός της Ανάστασης του Ιησού, αλλά ταυτόχρονα τους παρέπεινται, η συνειδεία αυτή, συγγνώμη, τους παρέπεινταν κυρίως στην Ευχαριστιακή πράξη και τους βοηθούσαν να κάνουν ακριβώς μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση ότι ο αναστημένος Ιησούς είναι με τον ίδιο τρόπο παρόν, όπως ήταν υπόσχεσθαι στους δύο γραφητές εκεί στην Ουμαούς, με τον ίδιο τρόπο λοιπόν να πάρω μες στις συνάξεις, με έναν ιδιαίτερο τρόπο και να ξεχωριστώ και ότι η ίδια Ευχαριστία είναι εκείνη που λειγεί στην Εφήλουση και στη Χριστωρμουσία και στη Θερμουσία. |