«Ἐν μέρει ἐθνικὸς κ᾽ ἐν μέρει χριστιανίζων». Ἡ δύσκολη συνύπαρξη δύο ἀντίθετων κοσμοαντιλήψεων. /

: Λοιπόν, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, καλωσορίσατε σε αυτή τη δεύτερη καβαφική διάλεξη του Χρήστου Παπάζογλου, προέκταση της προηγούμενης, άρα δεν έχω να πω πολλά από αυτά που είπα την προηγούμενη. Θυμίζω μόνο ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη του Χρήστου Παπάζογλου,...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:Εθνική Βιβλιοθήκη
Μορφή:Video
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος 2023
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=CeJoPNMBAyI&list=PLW3V1R3KCG4kPnCm6wzPfL2de57fb5vMf
Απομαγνητοφώνηση
: Λοιπόν, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, καλωσορίσατε σε αυτή τη δεύτερη καβαφική διάλεξη του Χρήστου Παπάζογλου, προέκταση της προηγούμενης, άρα δεν έχω να πω πολλά από αυτά που είπα την προηγούμενη. Θυμίζω μόνο ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη του Χρήστου Παπάζογλου, η οποία είναι η δεύτερη καβαφική διάλεξη, θυμίζω μόνο ότι όλος ο κύκλος εκδηλώσεων λόγος 12 είναι αφιερωμένος στον Καβάφη και όλο το πρόγραμμα αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γενικού Διευθυντήμαστου Φίλιπου Τσιμπόγλου, ο οποίος στήριξε πάντα τις εκδηλώσεις του λόγου με μεγάλη αγάπη και τις παρακολούθησε όλες, όλες ανελπώς. Πριν δώσετε το λόγο στον κύριο Παπάζογλου, να προσθέσω το εξής. Στη Βιβλιοθήκη υπάρχουν κάποιοι επίμονοι αναγνώστες, οι οποίοι έχουν, μάλιστα, και πολλές δημιουργικές ιδέες. Ένας εξ' αυτόν είναι εδώ, είναι ο φίλος Δημήτρης Κουτραφούρης, ο οποίος είχε την εξής ιδέα από τη μεριά των αναγνωστών, ξαναλέω, του αναγνωστηρίου της Γενικής Συλλογής, να προτείνει στο ακροατήριο, όποιος θέλει, να γράψει ένα, να προσθέσει μάλλον ένα καβαφογενές πείημα στη μεγάλη βιβλιογραφία που υπάρχει σχετικά με τα καβαφογενή πείηματα. Ο κ. Κουτραφούρης στο τέλος της διάλεξης θα είναι στην είσοδο εκεί και θα δίνει στον καθένα αυτό το κομψό φυλάδιο με την πρότασή του. Και όσοι πιστεύουν, προσέλθετε. Επιτρέπουμε στον κ. Παζάκου να κάνει τις δημόσιες σχέσεις του και του δίνουμε στο λόγο. Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ όλους σας και τον καθένα, όπως έλεγα την πρωιγούμενη φορά, ξεχωριστά που ξανά ήρθατε στο δειοκοσμό και σας διαβεβαιώ. Δεν ακούγαμε. Έλεγα λοιπόν ότι διπλοευχαριστώ όσους ξαναήρθανε σήμερα και σας διαβεβαιώ ότι σε ό,τι με αφορά θα κάνω ό,τι μπορώ καλύτερα προκειμένου να ανταποκριθώ στην τιμή που μου κάνετε. Και ευχαριστώ βέβαια και τον πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου της ΕΒΕ, ο οποίος και μόνο από το γεγονός ότι κάθεται δίπλα μου με συγκουρεύει. Λέω θα πάμε. Ευχαριστώ λοιπόν Σταύρο και μάλιστα σήμερα ενδεχομένως θα χρειαστώ στη βοήθειά σου γιατί για ορισμένα χριστιανικό της Καινής Διαθήκης είναι σίγουρο ότι τα ξέρεις καλύτερα από εμένα και αν χρειαστεί θα βοηθήσεις. Θα προσφέρω την ανύπαρκτη βοήθειά μου. Λοιπόν ευχαριστώ λοιπόν πάρα πολύ και μπορούμε να αρχίσουμε παίρνοντας κατά κάποιον τρόπο τη συνέχεια των όσων έλεγα την προηγούμενη φορά. Κάτι που μου φαίνεται αναγκαίο να υπενθυμίσω και σ' αυτούς που ήταν εδώ αλλά κυρίως σ' αυτούς που δεν ήταν εδώ και που δεν ξέρουν ακριβώς τι λέγαμε την προηγούμενη φορά. Στις υπενθυμίσεις αυτές είναι δυο-τρία πράγματα τα οποία συγγνώμη για όσους ήταν εδώ θα τα ξαναπώ και το οποίο θεωρώ αναγκαίο. Το ένα είναι ότι όταν μιλάμε για Έλληνες στον Καβάφη μιλάμε για ελληνόγνωσους κοινωνούς της ελληνικής παιδείας, υπηκόους των μακεδονικών βασιλείων και κατόπιν της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως της εθνικής καταγωγής τους. Και όταν μιλάμε για ελληνισμό στον Καβάφη είναι οι ελληνίζοντες αυτοί στο σύνολό τους και η κοινή πολιτισμική παράδοση την οποίαν αυτοί δημιούργησαν και ανέπτυξαν έξω κυρίως από την αρχαία Ελλάδα, στη Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στην Παλαιστίνη. Όταν κατόπιν, επί Βυζαντίου, οι Έλληνες αυτοί γίνανε χριστιανοί τότε έλληνες κατέληξαν να λέγονται όλοι οι μη χριστιανοί. Που σημαίνει ότι όταν μιλάμε για Έλληνες και ελληνισμό στον Καβάφη μιλάμε για αυτούς τους Έλληνες και αυτόν τον ελληνισμό, ότι υπάρχει κατά τη διάρκεια της Τρουκοκρατίας το 1821, πριν το 1821 και ότι ακολούθησε το 1821 μέχρι σήμερα στον Καβάφη δεν υπάρχει. Άρα λοιπόν να μη γίνονται συγχείσεις επειδή το θέμα είναι πολύ επίκαιρο και πολύ καυτό πολλές φορές οι Έλληνες είναι αυτοί που ονόμασα προηγουμένως, τους είχα πει την προηγούμενη φορά και το επαναλαμβάνω. Παρατηρήθηκε την προηγούμενη φορά ότι στο πίημα ο λόγος είναι για έναν σύρος που θα σπουδαστεί χριστιανίζοντα, όχι χριστιανό. Βεβαίως το πίημα είναι σαφές, είναι ένας χριστιανίζοντα. Βέβαια ότι θεωρούσα ότι από τα διάφορα θέματα που αναπτύσσονται στο πίημα θα περιοριστώ μόνο στην αντιθετική σχέση ελληνισμού-χριστιανισμού που θεωρώ ότι καθορίζει όλα τα άλλα θέματα στο πίημα αυτό και ως προς τους ελληνίζοντες που εκλαμβάνονται ως Έλληνες και ως προς τους χριστιανίζοντες που εκλαμβάνονται ως χριστιανοί. Στο ίδιο θέμα της αντίθεσης ελληνισμού-χριστιανισμού επανήλθε τόσο η συζήτηση που έγινε σχετικά με το τι σημαίνει πνεύμα ασκητικό, όσο και η επιφύλαξη της κυρίας Λακαφώση που αναρωτήθηκε πώς η δήλωση του Μυρτία συνδέεται με το χριστιανισμό. Και από αυτού υπόθηκε ότι από όλες τις αντιθέσεις μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού, η πιο άμεση, η πιο καθοριστική για την καθημερινή προσωπική και κοινωνική ζωή είναι η αντίθεση ανάμεσα στον ελληνικό ενίδωνο τρόπο ζωής και την επιδευλημένη από τον χριστιανισμό αποχή από τη σαρκική ιδονή. Και αυτό όχι μονάχα για τους μοναχούς για τους οποίους η αποχή είναι κανόνας ζωής, αλλά και για τον απλό χριστιανό και μάλιστα επιπινή απολύαστο. Και γι' αυτό η αξεπέραστη, η αγεφύρωτη αυτή αντιθετική σχέση κρίνεται από τον σχολιαστή της δηλώσεως του Μυρτία, κρίνεται επικίνδυνη. Γιατί έτσι συστήνονται δύο τρόποι ζωής, ασυμβίβαστη και ασυμφιλίωτη μεταξύ τους. Στην ίδια θεώρηση ότι δηλαδή το κεντρικό θέμα του καβαφικού ποιήματος είναι η αντιθετική σχέση ελληνισμού-χριστιανισμού και ιδιαίτερος η αντίθεσή τους αναφορικά με την αποχή ημία από τη σαρκική ιδονή, καταλήγει και η εκτυπητή αντιπαράθεση που επεσήμανε η κυρία Πολίνα Ταμπακάκη ανάμεσα στον μέλλοντα στιγμία του σώματος και τον μέλλοντα διαρκή του πνεύματος. Το σώμα μου θα δώσω στις ιδονές, το πνεύμα μου θα ξαναβρίσκω. Τέλος, γιατί το μόνο στοιχείο στην προγραμματική δήλωση του Μυρτία που επιτρέπει στον σχολιαστή της να κρίνει πως ο Μυρτίας είναι και εν μέρη χριστιανίζων είναι η αφοβία του ή ο φόβος του απέναντι στην ερωτική επιθυμία, το σημείο δηλαδή της δήλωσής του που αντιθέτει τις λάγνες του αίματος ορμές στο ασκητικό του πνεύμα. Κατέληξα διαπιστώνοντας ότι στον καβάφι ο ιδανισμός μέσω της μνήμης βρίσκεται στην υπηρεσία της τέχνης. Αυτά όλα τα είχαμε επί την άλλη φορά. Τώρα, έχω μείνει με την εντύπωση από την προηγούμενη φορά ότι έγινε αρκετά πιστικό ότι λίγο πολύ δεχτήκαμε στη συζήτηση ότι ο λόγος τα επικίνδυνα δεν είναι απλώς και μόνο ένα πρόγραμμα ζωής ενός σπουδαστού του 4ου αιώνα του Μυρτία ούτε για την άποψη ενός συγκυρινού ή μεταγενέστερου σχολιαστού των λόγων του, ούτε καν για αυτή του ποιητή το 1911. Αλλά πρόκειται για ένα πρόβλημα με μεγάλο ιστορικό βάθος, πρόβλημα διαχρονικό, πρόβλημα μιας κοινωνίας σε κρίση πολιτιστικής ταυτότητας και γι' αυτό θεωρώ έλεγα πως το ζήτημα αυτό αφορά και εμάς τώρα. Και αυτό είναι το θέμα το σημερινό. Μια τρίτη υπενθύμηση την οποία και αυτή θεωρώ αναγκαία. Έλεγα ότι στις ανθρωπιστικές σπουδές, σε αντίθεση με τις φυσικές, η ταύτιση του υποκειμένου και του αντικειμένου της μελέτης αποκλεί μια απόλυτη αντικειμενικότητα. Αυτό είναι κάτι που το ξέρουμε όλοι, που σημαίνει ότι και όσα υποθούν σήμερα δεν αποτελούν παρά μια άποψη. Όσο μπορώ καλύτερα επιχειρηματολογημένη, τόσο μάλλον που πρόκειται για ένα διαμορφωμένο από την ιστορία κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο αν και προεώνιο δεν φαίνεται να έχει ακόμη βρει μόνιμη, σταθερά και γενικά αποδεκτή λύση. Και κάτι ακόμη, σήμερα μια δυσκολία. Η απουσία κειμένου σήμερα. Δεν έχω ένα πήμα να λέω έτσι λέει το πήμα. Δηλαδή η απουσία κειμένου δημιουργεί μια επιπλέον δυσκολία, η οποία καθιστά τη σημερινή παρουσίαση, όπως καταλαβαίνετε, ευκολότερα αμφισβητήσιμη. Θα το δείξει η συζήτηση. Υπενθυμίζω λοιπόν ότι ο καθένας μας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης του, αλλά η ελευθερία της γνώμης δεν αποτελεί αλήθεια γενική για όλους μας. Είναι αλήθεια την οποία νσεβόμαστε του καθενός μας. Γι' αυτό λοιπόν θεωρώ ότι πρέπει να το υπενθυμίσω. Προχωρώ λοιπόν στα σημερινά. Στις σκέψεις που θα σας προτείνω σήμερα ως βάση για τη σημερινή συζήτηση, δεν λέω τι θεωρώ εγώ σωστό, κάτι που οπωσδήποτε δεν θα μου ήταν επιτρεπτό στο κοινό το δικό σας. Προσπαθώ μόνο να εκθέσω όσο πιο αποστασιωποιημένα και πιο απλά μπορώ και όσο μοναδικά μπορώ. Όσο πιο αποστασιωποιημένα και πιο απλά μπορώ και όσο μου επιτρέπουν τα διαβάσματά μου, τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε αντιθετικής σκέψης που καταγράφεται σε αυτόν τον πίνακα που έχουμε εδώ πίσω στην πλάτη μου. Και κατόπιν, αφού έχουν αναπτυχθεί αυτά τα θέματα, ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί, κατά περίπτωση και κατά το δοκούν, έλεγα, ή στο αριστερό, ή στο δεξιό, ανάμεταξύ μέρος του πίνακα. Στον πίνακα αυτό έχω καταγράψει, όχι βέβαια όλες τις διαφορές που χωρίζουν τον ελληνισμό από τον χριστιανισμό, έχω καταγράψει μόνον αυτές που προκύπτουν από την ανάγνωση του ποιήματος. Αυτές λοιπόν που προκύπτουν από την ανάγνωση του ποιήματος, όπως βλέπετε οι τρεις πρώτες αναφέρονται σε αυτό που έλεγε ο Μυρτίας σε θεωρία και μελέτη. Στις ελληνικές τους σπουδές τι εννοεί λέγοντας θεωρία και μελέτη, οι τρεις πρώτες αντιθέσεις αναφέρονται σε αυτό το πεδίο. Η τρίτη που λέει Δημοκρατία-Μοναρχία, προκύπτει από το ποιήμα, δεδομένου ότι αν προσέξατε ο Μυρτίας λέει πολύ τολμηρά πράγματα, δημοσία, δεν φοβάται κανέναν και μάλιστα ξέρει πως είναι και κάποιος δίπλα που γράφει και μάλιστα εντός εισαγωγικών, δηλαδή επιλέξει αυτά που λέει. Το λέω αυτό διότι βρίσκεται στην Αλεξάνδρια σε μια πολιτική κατάσταση που επιτρέπει χωρίς προβλήματα την ελευθερία της έκφρασης. Και αυτό έχει σημασία γιατί την ίδια εποχή, επί Αυγούς του Κώσταντος και Αυγούς του Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός, ο κατόπιν αυτοκράτορ, στην Οικομήδεια, μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της Κωνσταντινούπολης, φοβάται. Και όχι μόνο φοβάται για πράγματα που δεν θα είναι διανοήτο να πει ο Ιουλιανός από αυτά που λέει ο Μυρτίας, αλλά φοβάται επειδή συναναστρέφεται τους δασκάλους του, τους νεοπλατωνικούς, τον Μάξιμο και τον Χρυσάνθιον, και φοβάται μήπως ο ξάδελφός του στην Κωνσταντινούπολη το πάρει χαμπάρι και γι' αυτό τι κάνει, πάει και γίνεται αναγνώστης στην εκκλησία της Νικομήδειας, που το έχω να το διαβάσω, και εκεί μεγαλοφόνος και μετευλαβίας πολλής της ιερές γραφές διαβάζει και τη χριστιανική του ευσέβεια ο λαός σταυμάζει. Προσέξτε να δείτε την ίδια εποχή το 440-350 μ.Χ. του Ελληνισμού άστοχα πράγματα και κινδυνόδη η έπαινη για τον Ελλήνων τα ιδεόδη. Άδε δεδομένου λοιπόν αυτών των δύο αντιθέσεων δεν είναι σαφές ότι υπάρχει η ελευθερία της έκβασης γνώμης στα μέσα του 4ου αιώνα, τουλάχιστον στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο καιρό μετά υπάρχει ένας άλλος Έλληνας, εθνικός, διαβάζει ελληνικά τη βιογραφία του Απολλονίου Τιαννέως από τον Φιλόστρατο και ο οποίος προσπαθεί να διαβάσει του Απολλονίου Τιαννέως ο οποίος έχει μια βιογραφία σχεδόν ίδια με του Ιησού. Γεννήθηκε, πέθανε, έκανε θαύματα, αναλύφθηκε στο τέλος. Δηλαδή είναι κάτι τελείως περίεργο και επειδή διαβάζει αυτά και φοβάται, γιατί εν τω μεταξύ ο χριστιανισμός έχει αρχίσει και δημιουργεί τεράστιες, μια μεγάλη καταστολή, γι' αυτό λέει ότι στο Φανερών έκανε τον Χριστιανό και αυτός και κλησιάζονταν και στο σπίτι του διάβαζε βέβαια τον Φιλόστρατο τη βιογραφία του Τιαννέως. Αυτό είναι η τρίτη, γι' αυτό λοιπόν λέω η πολιτική κατάσταση που συνεπάγεται ο ελληνισμός και την οποία επιφέρει ο χριστιανισμός. Το επόμενο είναι η βασική αντίθεση για την οποία λέγαμε προηγουμένου, ο ενίδωνος βίος και ο ασκητικός βίος και αμέσως μετά είναι οι συνέπειες αυτού του βίου, δηλαδή άλλος αισθάνεται ενοχή, άλλος δεν αισθάνεται ενοχή. Λέγαμε την προηγούμενη φορά ότι ο Μαρτίας δεν αισθάνεται καμία ενοχή για όσα λέει και για όσα κάνει. Οι τελευταίες πλέον αντιθέσεις είναι σε σχέση με αυτό που λέγαμε την προηγούμενη φορά, ιδονή, μνήμη, τέχνη, αθανασία. Θυμόσαστε όσοι ήσαν εδώ την σχέση της ιδονής που χαράζεται στη μνήμη, η μνήμη που την επαναφέρει μετά από καιρό και την κάνει πήμα και το πήμα που εξασφαλίζει σε αυτόν που το έκανε, εάν είναι σπουδαίο αυτό το πήμα, την αθανασία όπως η αθανασία του Καβάφη. Αυτά λίγο πολύ είναι ο πίνακας και αρχίζουμε τώρα σιγά-σιγά την παρουσίαση για το πίνακα να δούμε πώς τα σκέφτομαι και πώς νομίζω πως μπορούσε να τα σκέφτεται και ένας οποιοςδήποτε θα έλεγα σύγχρονος σημερινός μελετητής αναγνώστης, διαβάζοντας το πήμα τα επικίνδυνα. Στην ελληνική σκέψη είναι δύο αντίθετοι ο ένας τον άλλον, θεογονικοί, κοσμογονικοί μύθοι που εξηγούν τη γέννηση των θεών και τη δημιουργία του κόσμου. Είναι η Ισιώδιος θεογονία-κοσμογονία και η Ορφική θεογονία-κοσμογονία και ομόλογοι προς αυτές τις δύο παραδόσεις είναι η διπλή παράδοση της φιλοσοφίας. Το λέω γιατί, γιατί κατά την Ισιώδιο παράδοση που ήταν κυρίαρχη στην ελληνική αρχαιότητα, στην αρχή ήταν το χάος όπως ξέρετε όλοι υποθέτω, το οποίο ο έρος ως δύναμη ενωτική των χαωτικών στοιχείων της φύσης οργανώνει σε αρμονική τάξη, σε κόσμο. Είναι μια κίνηση από τη γενική αρχική σύγχυση προς ένα ιεραρχημένο κόσμο υπό την εξουσία των Ολυμπίων Θεών. Μια κίνηση όπως λένε τα πολύ σημαντικά διφλία για το θέμα αυτό από την ανάγκη στη δίκη και από το μύθο στο λόγο. Τι σημαίνει αυτό. Μια κίνηση, το έχετε και στη φωτοτυπία αυτό αν θυμάμαι καλά. Μια κίνηση δηλαδή από τα άλογα δαιμονικά στοιχεία της φύσης που επιβάλλουν ως κυρίαρχη επί του παντός την ανάγκη προς την αργή και βαθμία υποταγή της ανάγκης στο δίκαιο, στη δίκη που ως όργανα του διός οργανώνει τον κόσμο και την κοινωνία. Η κίνηση αυτή περιγράφεται στα κείμενα ως τιτανομαχία και γιγαντομαχία. Και στην καθημερινή θρησκευτική ζωή των Ελλήνων, απεικονίζεται μεταξύ άλλων στο έτομα του πρώτου ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, όπου έχουμε την Αθηνά εναντίον ενός αμυνομένου γίγαντα. Τα δαιμονικά και άλογα αυτά στοιχεία, μετά την τίτανομαχία και τη γιγαντομαχία, υποτάσσονται στη δικαιοδοσία των θεών του Ολύμπου, οι οποίοι ελέγχοντάστα, μεταστρέφουν τον φόβο από τις μυστριακές δυνάμεις σε φόβο προς τους θεούς, οι οποίοι θεοί μπορούν να προστατεύουν από αυτές εν αντιδόρων και θυσιών. Οι Ολύμπιοι θεοί, υπό την έννοια αυτή, δεν είναι παρά η εικόνα μιας έλογης οργάνωσης του φυσικού κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας. Η θρησκευτικότητα επικρατεί επί των άλογων δυνάμεων και αφαιρεί εξουσίες από την κυριαρχία της ανάγκης. Το ίδιο είναι και όταν λέμε από τον μύθος το λόγο. Τι σημαίνει αυτό? Ο μύθος αποδίδει την καταιγίδα στον Ποσειδώνα. Και αυτό δημιουργεί μια ηθική υποχρέωση. Δεν πρέπει να θυμώνουμε τον Ποσειδώνα αν θέλουμε να μην έχουμε καταιγίδες. Αυτό είναι η βούληση του Θεού και κατά κάποιον τρόπο η αποδοχή της βούλησης του Θεού. Με την πρώτη φιλοσοφία των Ιώνων, του Θαλή κτλ, η καταιγίδα ερμηνεύτηκε, εξηγήθηκε, κατανοήθηκε ως φαινόμενο που οφείλεται στο νερό, στη φωτιά, στον αέρα. Δηλαδή έχουμε μια μετάβαση από το μύθο που είναι υπόθεση ηθική και θρησκευτική. Η φιλοσοφία μετατρέπει την ηθική αυτή θεϊκή αφθαίρετη βούληση σε σχέση αιτίου αιτία του. Αυτή είναι η κίνηση, όπως έλεγα, από την ανάγκη στη δίκη και από τον λόγο στο μύθο. Και από τον μύθο στον λόγο. Αυτή η κίνηση είναι η κίνηση την οποία προκύπτει από τη λεγόμενη ισιόδια θεογονία, κοσμογονία και τη φιλοσοφία που την ακολουθεί. Αντίθετα, σε διαμετρική αντίθεση προς την ισιόδια, η ανατολικής προελεύσεως ορφική παράδοση είναι περιθεωριοποιημένη στην αρχαιότητα, στην ελληνική αρχαιότητα, αλλά είναι κυρίαρχη στα ελληνιστικά χρόνια, θεωρεί ότι στην αρχή ήταν το εν, που εν συνεχεία διασπάστηκε σε απειρία διακριτών και ξεχωριστών μορφών και ατόμων. Δηλαδή μια κίνηση από την τέλεια ενότητα, από την πληρότητα μιας κλειστής ολότητας προς την απόλυτη διασκόρπηση. Η πολυδιάσπαση του ενός ανοίγει ένα κύκλο αέναες αναζήτησής του με τελικό σκοπό την ποθητή ανακατάκτηση της χαμένης ενότητας, της πληρότητας, που δινητικά επιτυγχάνεται με σειρά ποικίλων τελετών, απαγορεύσεων, ασκήσεων και τέλος με τη μυστική ένωση με το εν. Έτσι στην νεοπλατωνική θεωρία, στην οποία βασίζεται όλη η χριστιανική αποφατική θεολογία, ενδεχομένως για αυτά αν έχουμε καιρό μπορούμε να ξαναμιλήσουμε στο τέλος, έτσι λοιπόν συμβαίνει στην νεοπλατωνική θεωρία περί του ενός, στην οποία βασίζεται όλη η χριστιανική αποφατική θεολογία, έτσι και στην Ιουδαϊκή παράδοση, κατά την οποία το εν, ο Θεός, δημιουργεί τον κόσμο, ο παράδεισος είναι η τέλεια αρμονία της κλειστής ολότητας, η έξοδος από τον παράδεισο δημιουργεί την πλήρη διασκόρπηση και τέλος η έκτοτε αναζήτηση της επανάκτησης της πληρότητας του παραδείσου, η αναμενομένη βασιλεία των ουρανών. Στα ελληνιστικά χρόνια η ορφική παράδοση στη συνάντησή της με τον νεοπλατωνισμό πρώτα και της όμιας με την Ιουδαϊκή παράδοση πρώτα και με τον νεοπλατωνισμό κατόπιν, επικράτησε βαθμιαία σ' όλον τον ανατολικό ελληνίζοντα κόσμο και στον παγανιστικό και στον χριστιανικό. Έτσι, ενώ η ιόδιος παράδοση αποκαθιστούσε μια έλογη σχέση του ανθρώπου με τον θείον, η ορφική παράδοση υπαγόρευσε μια σχέση μυστική, υπερβατική, η οποία και επικράτησε. Και είναι αυτή η βασική διαφορά ανάμεσα στον ελληνισμό που βασίζεται στην παιδεία και στον χριστιανισμό που γίνεται σιγά σιγά υπόθεση θρησκείας. Λέω σιγά σιγά γιατί η νεοπλατωνική στην αρχή δεν ήταν όλη, δηλαδή η πρώτη νεοπλατωνική δεν είναι όπως η τελευταία, γι' αυτό λέω σιγά σιγά. Ας δούμε τώρα τις τρεις πρώτες αντιθέσεις, αυτές που έχουν σχέση με τη μελέτη και τη θεωρία. Σε τι συνίσταται η θεωρία και μελέτη των ελληνικών σπουδών που προσφέρει στον Μυρτία τη σιγουριά με την οποία πιστεύει πως θα ξαναβρίσκει κάθε φορά το ασκητικό του πνεύμα. Αυτό είναι το ένα σκέλος των ελληνικών σπουδών. Και από την άλλη, ποιες είναι οι προϋποθέσεις απόκτησης και κυρίως ανάκτησης του ασκητικού πνεύμα που οδηγούν τον σχολιαστή να κρίνει το πρόγραμμα ζωής του Μυρτία επικίνδυνο. Αυτό είναι η μεριά. Πρώτα λοιπόν η αντίθεση ανάμεσα όπως βλέπετε άμα παρακολουθείτε το μπίνακα λίγο πολύ για να μην επανέρχομαι. Το πρώτο είναι να δούμε η γνώση και η πίστη, έτσι δεν είναι. Λοιπόν είναι ανάμεσα στη γνώση που είναι ο στόχος της παιδείας και την πίστη που είναι το συνεκβανόν της θρησκείας. Έτσι λοιπόν προχωρούμε. Σύμφωνα με αυτά που ξέρουμε εμείς, ο λόγος του ανθρώπου είναι και ομιλία και λογική. Ο λόγος του ανθρώπου είναι η λογική δυνατότητα του ανθρώπου να διατυπώνει ενάρθρωστη σκέψη του. Ο λόγος ως ομιλία, ως γλώσσα και ως λογική είναι μαζί με τις αισθήσεις, το μέσον με το οποίο αποκτάται η γνώση. Πράγματα που όλος ο κόσμος μπορεί να τα δεχτεί. Που σημαίνει ότι ο κόσμος και η δημιουργία του, η ομορφιά του, η αλήθεια του, η αρμονία του, που σημαίνει ότι ο κόσμος αναζητούνται δια του λόγου και της λογικής του ανθρώπου. Με μέσον τη μελέτη, την έρευνα, την επιστήμη, την φιλοσοφία και στόχο την παιδεία. Η φιλοσοφία γεννήθηκε στην Ελλάδα από την πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι έλογος και ότι η ανθρώπινη νόηση μπορεί να τον ανακαλύψει. Όπου δεν μπορεί να υπάρξει φιλοσοφία, εκεί που πιστεύουν ότι η δημιουργία του κόσμου δεν είναι προσιτή στην ανθρώπινη κατανόηση, στην ανθρώπινη νόηση. Οι χριστιανοί αντιθέτως, σε αντίθεση με αυτά που έλεγα, αναζητούν την αλήθεια δια του λόγου του Θεού. Με μέσον την πίστη και με σκοπό την ένωση με το Θεό την υπέρτατη γνώση, την υπέρτατη αλήθεια, την υπέρτατη ομορφιά. Ήδη ο Απόστολος Παύλος έγραψε τα πρώτα χριστιανικά κείμενα πριν το 64. Το 64 πέθανε ότι είναι γραμμένα όλες αυτές οι επιστολές και οι πράξεις των Αποστών πριν το 64, πριν από τα Ευαγγέλια για να ξέρουμε. Ο Απόστολος Παύλος λοιπόν πριν το 64 ξεκαθαρίζει ότι έρχομαι να σας φέρω το μήνυμα της σωτηρίας, της Αγγελίας, του Ευαγγέλιου, δηλώνοντας σε περιφράστος ότι έχει σταλεί να κηρύξει όχι με τη σοφία του λόγου και της λογικής, ούκαν σοφία λόγου, αλλά εν τη σοφία του Θεού που μωρένει τη σοφία των σοφών και σώζει τους πιστεύοντες δεν έχουν ανάγκη ούτε από κάποιο υπερφυσικό σημείο για να πιστέψουν όπως οι Ιουδαίοι, ούτε από κάποιον φιλοσοφικό λόγο και επιχειρήματα που απαιτούν οι Έλληνες. Επειδή έχουμε αργήσει και θα αργήσουμε, το κείμενο αυτό το έχω και στις φωτοτυπίες, το κείμενο του Παύλου δηλαδή μπορείτε να το διαβάσετε. Αλλά το κείμενο του Παύλου σας παρακαλώ να με εμπιστευτείτε, δεν έχω δόλο απέναντι στον Παύλο, λέω ότι γράφει ο Παύλος, να με πιστέψετε δηλαδή. Η Εκκλησία γενικά στάθηκε αρνητική και καχύπωτη απέναντι στην αποκτώμενη μέσο της παιδείας γνώση. Και το ίδιο απέναντι στα μέσα της γνώσης, που είναι η έρωβνα, η μελέτη, η φιλοσοφία. Για τους χριστιανούς η γνώση διαιρεί, αφού οδηγεί σε πολλές εκδοχές. Η πίστη ενώνει. Ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι το μέλλον του κόσμου είναι δυνατόν μόνο αν μέσα στα τόσα πράγματα που διαιρούν τους ανθρώπους, υπάρχει και κάτι που θα τους ενώνει. Προσθέτει, η μερισμένη γνώση δηλαδή των Ελλήνων, η μερισμένη γνώση δεν είναι ίσως εχθρός, τη χρειάζεται γιατί με αυτήν δουλεύει. Δεν είναι ίσως εχθρός, αλλά δεν έχει καμία θέση όπου υπάρχει απόλυτη αλήθεια εξ αποκαλύψεως αποκαλυμμένη. Η πίστη προϋποθέτει μια σφαλερή ή μια αιρετική αντίληψη από την οποία διαφοροποιείται. Γι' αυτό η πίστη συνδέεται με ένα δόγμα το οποίο ή υποστηρίζει ή καταπολεμά. Κάτι τέτοιο στους Έλληνες είναι άγνωστο. Τόσο άγνωστο που δεν ασχολήθηκαν ποτέ αν άλλοι λαοί θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικούς θεούς από τους δικούς τους. Σε αντίθεση με τους Εβραίους που έβλεπαν στους θεούς των γειτονικών λαών, εχθρούς του δικού τους θεού ή και με τους χριστιανούς που θεώρησαν είδωλα τους θεούς των μη χριστιανών. Οι θεοί των Ελλήνων δεν κλείνονται σε πολιτικά, εθνικά, πολιτισμικά πλαίσια. Δεν είναι θεοί εθνικοί ή πολιτισμικά να ανήκουν σε ορισμένες ομάδες ιερατείου ή πιστών. Οι θεοί των Ελλήνων, όπως λέγαμε, είναι η έλογη οργάνωση του κόσμου. Ουρανός, γη, θάλασσα, σοφία, έρωτας, κοινή, γεωργία. Αυτοί είναι οι θεοί των Ελλήνων. Δεν κοιτάτε που η Γεωργία έχει όνομα Δήμητρα ή που το κοινή έχει όνομα Άρτεμις ή που η Σοφία έχει όνομα Αθηνά. Αλλά οι θεοί των Ελλήνων είναι φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις. Γι' αυτό οι θεοί όλων των άλλων λαών μπόρεσαν να μεταφραστούν στα ελληνικά. Γιατί σε όλους τους άλλους λαούς υπήρχε ουρανός, γη, γεωργία κτλ. Και γι' αυτό ο Αλέξανδρος, ο Μέγας Αλέξανδρος μόνον Έλληνας μπορούσε να είναι. Αντίθετα ο θεός των Ιουδαίων, των Χριστιανών, των Μωαμεθανών θέλει να είναι ο μοναδικός αληθινός, ο δικός τους θεός και μόνον δικός τους. Γι' αυτό Αλέξανδρος Εβραίος ή Χριστιανός δεν μπορούσε ούτε μπορεί να υπάρξει μέσα στα πλαίσια των θρησκιών. Τώρα εκτός θρησκιών είναι μια άλλη υπόθεση. Δεύτερη, η αλήθεια στον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό. Για τους Χριστιανούς δεν μπορεί ποτέ να υπάρχει παρά μία και μόνον αλήθεια. Γιατί αν υπήρχαν δύο, η μία από αυτές δεν θα ήταν αληθινή. Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, βεβαιώνει ο Ιησούς. Στον Ιωάννη, δεν σας λέω τις παραπούμβες, η πίστη σε μία απόλυτη αλήθεια δημιουργεί την αντίληψη του ορθού δρόμου και της πλάνης για όσους δεν ακολουθούν τον ορθό δρόμο. Γι' αυτό, κάθε φορά το καλό είναι το κακό που δεν διαπράτεται. Όλες οι ηθικές εντολές του Χριστιανισμού δεν επιβάλλουν το καλό, απαγορεύουν το κακό. Για τους Έλληνες, η έννοια του ορθού δρόμου είναι άγνωστη. Οι ποικίλες θεότητες καθιστούν την πλάνη, την απόκληση από τον ορθό δρόμο αδύνατη. Όσοι θεοί τόσες αλήθειες, για να μην πω και όσοι φιλόσοφοι τόσες αλήθειες, αλλά όσοι θεοί τόσες αλήθειες. Η αλήθεια των Χριστιανών είναι απόλυτη. Άχρονοι, άναρχοι, πάντα ίδια, είναι μία αλήθεια εξ αποκαλύψεως. Η αλήθεια των Ελλήνων είναι πολλαπλή, σχετική, δηλαδή ιστορική. Αλλάζει εξελίξημη, όπως η ιστορία. Ο Καβάφης, ο οποίος θέτει το θέμα σε ένα του πεζό κείμενο, αναρωτιέται, υπάρχουν αλήθεια και ψεύδος άραγε ή υπάρχει μόνον νέων και παλαιών και το ψεύδος είναι μόνον το γύρας της αληθείας Καβάφης. Όταν η αλήθεια γερνάει, λέει ο Καβάφης, γίνεται ψέμα. Σημερινές αλήθειες, αυριανά ψέματα. Υπό την έννοια αυτή συνεχίζει ο Καβάφης, το ψέμα είναι εμπειρότερο από την αλήθεια γιατί ξέρει πως η αλήθεια γερνάει και αποδεικνύεται ψέμα, το οποίο έχει στο μεταξύ προετοιμάσει μια νέα αλήθεια και ούτω καθεξής. Γι' αυτό, προσέχτε να δείτε, ο Καβάφης τα ξέρει αυτά, αλλά τα ξέραν και οι παλαιότεροι, ο Ευρυπίδης, στο τέλος του 5ου αιώνα, οπότε τα ερωτηματικά για τους Ολύμπιους Θεούς είχαν αρχίσει να πληθαίνουν. Μπορεί και να ρωτιέται τι είναι Θεός, λέει, ότι Θεός ή μη Θεός, ή το μέσον, τι σφυσή ερευνής σας βρωτών, ποιος από τους βρωτούς μπορεί να πει τι είναι Θεός, τι δεν είναι Θεός και τι είναι στο μέσον, και ως εφέρεις τι είναι Θεός, τι μη Θεός και τι ήταν άμεσό τους. Χαρακτηριστικό σε αυτή την περίπτωση είναι ο διάλογος που παραδίδει ο Ιωάννης, το Ευαγγέλιο είναι ο μόνος που το παραδίδει, ανάμεσα στον Ιησού και τον Πιλάτο. Λέει ο Ιησούς «ελίληθα εις τον κόσμον, ειν' αμαρτηρήσω τη αληθία». Και ο Πιλάτος, ο οποίος βλέπει τον κόσμο από τον πολυθεισμό, τον ελληνορωμαϊκό, ο Πιλάτος βλέποντας τον κόσμο αυτό, του λέει «τι εστίνει η αλήθεια». Βλέπετε, ο ένας λέει «ήρθα για να σας πω την αλήθεια», ο άλλος που ξέρει πως υπάρχουν θεοί, διάφορες αυτοκράτορες πράγματα και τα λοιπά, λέει «τι εστίνει η αλήθεια». Αδύνατο να συνενοηθούν οι δυο τους. Ο ένας είναι ένας κόσμος και ο άλλος είναι ένας άλλος κόσμος. Προχωρούμε στα μέσα τώρα, τα εργαλεία της παιδείας και τα μέσα τα εργαλεία της πίστης. Στην ελληνική πρόσληψη του κόσμου τα μέσα για την αναζήτηση της γνώσης είναι η μελέτη, η έρευνα, η φιλοσοφία. Αυτά οδηγούν στη γνώση, αυτά οδηγούν στη παιδεία. Έχω κανένα τηλέφωνο εγώ εδώ. Και επειδή η γνώση αυτή είναι έργο ανθρώπων και γράφεται στην ιστορία, δηλαδή είναι συνεχώς εξελίξημη, η αναζήτησή της είναι περισσότερο φιλοσοφία. Δηλαδή ο έρωτας για τη γνώση δεν είναι η οριστική κατάκτησή της. Έχουμε λοιπόν έρως, σοφίας ανθρώπων, λένε οι παλαιοί. Αντίθετα, στον χριστιανισμό, η εξαποκαλύψειος απόλυτη αλήθεια του Θεού δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον Θεό. Ζητώ να γνωρίσω την αλήθεια δεν σημαίνει παραζητώ να γνωρίσω τον Θεό. Η αναζήτηση ωστόσο αυτή απαιτεί την καταθεϊκή νευδοκία προετοιμασία του πιστού να δεχθεί τη Θεία Χάρη. Τα αλήθεια του χριστιανισμού τα οποία ετοιμάζουν τον πιστό να δεχθεί τη θεϊκή δωρεά και να αξιοθεί να έρθει κοντά στον Θεό και να τον γνωρίσει, όπως ξέρουμε όλοι, είναι η προσευχή, είναι η αγνοία, η ισόδια ενδιαρκή μετανεία άσκησή του, δηλαδή η πίστη ότι ο Θεός θα ευδοκήσει να ανταποκριθεί στην ευλάβειά του και να τον δεχθεί στην αγκαλιά του. Αυτό οδηγεί δυνητικά στην αλήθεια και τη γνώση του Θεού. Και επειδή η αλήθεια και η γνώση του Θεού είναι απρόσιτη στον ανθρώπινο νου, η αναζήτησή της είναι ισόδιος διακαΐς πόθος του Χριστού να φτάσει σε μυστική αγαπητική μέθεξη με τον Θεό. Πλην έρος σοφίας ανθρώπων, τώρα έρος Θεού. Προσέξτε, πόθος, έρος Θεού, ένωση με τον Θεό. Έχουμε έναν ιερό ερωτισμό μέσα από τις λέξεις. Εξάλλου η σημερινή ελληνική γλώσσα δεν κάνει πλέον διάκριση μεταξύ έρωτος και αγάπης με κοινό χαρακτηριστικό τη λατρεία του ερώντος. Προσέξτε, τη λατρεία του ερώντος. Είναι δηλαδή πάντοτε αενεργητική η σχέση αυτή. Αλλά έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη αυτόν τον ιερό ερωτισμό, στο ερωτικό άσμα ασμάτων. Στη Δέκαινη Διαθήκη, το ξέρουμε όλοι, ο νυμφίος της εκκλησίας, έρχεται ο νυμφίος εκκλησίας, η παραβολή των δέκα παρθένων, το κοινό τελετουργικό γάμου και χειροτονίας. Ξέρετε ότι στον χειροτονία είναι η Ισαία χόρευε. Το κοινό λοιπόν χειροτουργό. Έχουμε μια χαρακτηριστική... Ιερός χορός. Εδώ το λέω ιερό ερωτισμό, επειδή χρησιμοποίησα τη λέξη Ιέρος Θεού. Το λέει και ο Γιαναράς εξάλλου, που το λες και εσύ. Ιερός χορός είναι τρεις φορές και στους νεονύμφους και στους χειροτονίους. Και επίσης είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του μυστικού γάμου της Αγίας Θηρεσίας της Άβυλας, στο 16ο αιώνα, όπως τον περιγράφει ίδια στην αυτοβιογραφία της και όπως τον απέδωσε σε ένα γλυπτό, ένας Ιταλός γλύπτης ονοματιμπερνίνη με τον τίτλο «Η έκσταση της Αγίας Θηρεσίας της Άβυλας», θέλοντας να πει ο οργασμός της Αγίας Θηρεσίας της Άβυλας. Μπορείτε να δείτε τον γλυπτό αυτό όσοι θέλετε κατευθείαν στο τηλέφωνό σας. Είναι μια συνουσία της Αγίας Θηρεσίας της Άβυλας με πυρφόρο βέλος αγγέλου που βρίσκεται στην εκκλησία στη Σάντα Μαρία Ντελαβιτόρια στη Ρώμ. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης σε ένα πολύ ωραίο σχόλιο που κάνει σε ένα δίγημα του Ιωάννου δημιουργεί αυτόν τον ιερό ερωτησμό σε μια παράλληλη, θα έλεγα, σκηνή ανάμεσα σε δύο αγόρια, 16, 17, 18 χρονών, τα οποία ο Ιωάννου τα βάζει να έχουν μπροστά τους φωτογραφίες με γυμνά σώματα σε ερωτικά συμπλέγματα. Τα κοιτάζουν με ότι αυτός είναι πάγιατε και κατόπιν τα παιδιά αυτά βρίσκονται στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης στον τρούλο της οποίας είναι ένα ψηφιδωτό με την ανάληψη, όπου έχει εκεί κάτι αγγέλους και έχουν τον Ιησού μέσα σε μία δοξαστική σφαίρα και τον οδηγούν προς τον ουρανό και τα παιδιά βλέπουν τους αγγέλους με τα πλαστικά σώματα και αλλοκοιτάζονται και σκέφτονται τις φωτογραφίες που έχουν δει με τα γυμνά ερωτικά σώματα και ο Ζουμπουλάικης. Φυσιολογικό αυτό είναι η σοβαρή λέξη, φυσιολογικό αθώριβο πέρασμα από το ανείερο στο ιερό, από το γύρινο στο ουράνιο. Ερωτικός, ερωτισμός, ιερός. Θέλω να πω ότι δεν είναι τόσο άσχετα τα πράγματα, δημιουργούνται σχέσεις εκεί που δεν τις περιμένουμε. Προχωρούμε στη Δημοκρατία και στη Μοναρθία. Στην αντίθεση δηλαδή που επιβάλλει ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός σε θέματα πολιτικής. Ο παγανισμός ως αντίπαλος του χριστιανισμού αποτελεί χριστιανική αντίληψη. Η συνύπαρξη θεωτήτων και λατριών θεωρείται για τους Έλληνες, εννοώ για τους εθνικούς έτσι, για να συνεννοηθούμε, μην το ξεχνάτε, όταν λέμε Έλληνες εννοούμε μη χριστιανούς. Για τους εθνικούς απολύτως θεμητοί. Οι ρωμαϊκοί διωγμοί κατά των χριστιανών δεν οργανώθηκαν επειδή οι εθνικοί δεν ανέχονταν την παρουσία ενός θεού επιπλέον των κατοντάδων που υπήρχαν, αλλά οι χριστιανοί αρνούνταν, και αυτή η άρνηση εκλαμβανόταν ως σημάδι εχθρικής τάσης και ανταρσίας, αρνούνταν να θεωρήσουν θεό τον ρωμαίο αυτοκράτορα, όταν μετά τον Αύγουστο και ιδίως μετά τα μέσα του 1ου αιώνα, οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως ξέρετε, αποθεώνονται και στη λατρεία τους αφιερώνονται ναοί, βομή, αγάλματα με ακτινοτά στέφανα, θεοί. Αυτούς αρνούνταν να προσκυνήσουν οι χριστιανοί και εκεί δημιουργήθηκε η αντίθεση με την ρωμαϊκή εξουσία και με τους διωγμούς που ακολούθησαν. Όταν κατόπιν ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, διάδοχος και κληρονόμος αυτής της αυτοκρατορικής παράδοσης, προσχώρησε στον χριστιανισμό και πληροφορήθηκε ίσως ότι κατά θείαν επιταγήν, Παύλος, προς Ρωμαίους, ότι κατά θείαν επιταγήν, πάσα ψυχή εξουσίες υπαρχούσες υποτασέσθω, πάσα ψυχή εξουσίες υποτασέσθω, ούγαρε στην εξουσία ή μη υπο του Θεού, όταν το διάβασε αυτό ή όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος, έκρινε πως ο ίδιος οραματιστής ήταν, έβλεπε το εν τούτο νίκα και τα λοιπά, τα οράματα αυτά, ως οραματιστής θεοσιμιών και κυρίαρχος όνειας της αυτοκρατορικής οικουμένης, ότι έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτόν του εκπρόσωπο του Θεού επί της γης. Πως ο αυτοκρατορικός θρόνος και ο θρόνος του βασιλέως Ιησού συμπίπτουν και πως επομένως κυβερνά θειοδικαιώματι. Οπότε, σε συνδυασμό με τη μετακίνηση της πρωτεύουστας της αυτοκρατορίας από τη Δύση στην ήδη προηγουμένως δεσποτική Ανατολή και με ζωντανή πάντα την ανάμνηση της θεϊκής υπόστασης του μεγάλου Αλεξάνδρου, εγκαθίδρισε τον χριστιανισμό ως θεμέλιο της ελέω Θεού βασιλείας και ως εχθρό κάθε ελληνικής δημοκρατικής σκέψης. Είναι σαφές, ή τουλάχιστον σε εμένα είναι σαφές, ότι η πολιτική αντίληψη και πρακτική του μεγάλου Κωνσταντίνου για την ομιμοποιημένη με θεϊκή βούληση από την ταρχική εξουσία του μονάρχη έρχεται να ταιριάξει θαυμάσια με τη χριστιανική πίστη στη σοφία του Θεού στη μία και μοναδική απόλυτη αλήθεια του Θεού στον ένα και μοναδικό Θεό. Η αλήθεια του Θεού δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την αλήθεια του εκπροσώπου του. Η ελέω Θεού απόλυτη μοναρχία είναι η ιωνή φυσική πολιτική έκφραση της χριστιανικής θεώρησης του κόσμου και γενικός του μονοθεϊσμού θα πρόσθετα αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα είναι ο χριστιανικός κόσμος και με το πέρασμα του χρόνου εξελίχθηκε σε βασικό στήριγμα της. Αυτή ήταν η πραγματικότητα σε όλη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την λεγόμενη Βυζαντινή. Αυτό ήταν κατόπιν σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Σουλτάνος παρεχώρησε απόλυτη ελέω Θεού εξουσίας των Πατριάρχη επάνω στους χριστιανούς, όχι τους Έλληνες χριστιανούς μόνον, σ' όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς. Και αυτή ήταν και η πραγματικότητα σε όλα τα δυτικά κράτη μέχρι τον προχωρημένο 18ο αιώνα, μέχρι περίπου τη Γαλλική Επανάσταση. Παντού είχαμε ελέω Θεού Βασίλης. Από τη μεριά των Ελλήνων είναι σαφές ότι από τη στιγμή που κάθε φιλόσοφος πρεσβεύει τη δική του αλήθεια και κάθε θεός έχει τη δική του αλήθεια, η αντίληψη πως η απόλυτη αλήθεια δεν υπάρχει και πως είναι αδύνατη, πως η αλήθεια εν τέλει δεν μπορεί παρά να είναι ένα παρακολούθημα της ιστορίας, μια αλήθεια σχετική και πως η αναζήτησή της είναι έργο της φιλοσοφίας και ένα συνεχής αγώνας του ανθρώπου για την κατάκτηση της γνώσης, αυτή η σκέψη οδήγησε σε ένα πολίτευμα που πρώτον αναγνωρίζει την παιδεία, ώστε κατεξοχή μέσω διαπαιδαγώγησης υπεύθυνων πολιτών οι κανόν να κρίνουν την εκάστωτη αλήθεια και να διαμορφώνουν αναλόγως τις αποφάσεις τους και δεύτερον θεωρεί ότι ο πολίτης έχει δικαίωμα να είναι κύριος της ζωής του και ότι ως εκ τούτου η συμμετοχή του στα κοινά αποτελεί ένα εχέγγιο ορθότητας στον συγκαθορισμό της πολιτικής πράξης. Η δημοκρατία είναι πολίτευμα για αρίστους λέει ο Πλάτωνας και η παιδεία το μέσο αναγωγής τους. Λέει ο Πλάτωνας πως αν θεραπευθέντες θεραπεύω με τη σημασία του εκπαιδεύω, με τη σημασία του παιδεύω. Πως αν θεραπευθέντες γένει το άριστι. Αυτή είναι η διαδικασία προς την ελληνική δημοκρατία. Αυτός ο συνδυασμός παιδείας και συμμετοχής του πολίτη στα κοινά ειδωμένος ως εγγύηση της ορθότητας της πολιτικής πράξης αποτελεί την κοινωνική εκδοχή της αλήθειας που είναι η αρχή και η βάση της δημοκρατίας. Επ' αυτού ενταχωμένως μπορούμε να μιλήσουμε και κατά τη διάρκεια της συζήτησης τι είναι ακριβώς αυτή η κοινωνική εκδοχή της αλήθειας. Έχουν εγγραφεί πάρα πολλά σε αυτά τα πράγματα και επομένως νομίζω ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε, αλλά όχι τώρα. Προχωρούμε στην επόμενη αντίθεση, στην αντίθεση την αντιμετώπιση του σώματος από τους Έλληνες και την αντιμετώπιση του σώματος από τους Χριστιανούς. Η διάκριση ανάμεσα σε σώμα και ψυχή δεν είναι κάτι που ο άνθρωπος γνωρίζει από φυσικού του. Ο άνθρωπος αρχίζει βρέφος να μαθαίνει μόνος του το σώμα του. Έχετε δει τα μωρά ψάχνουν από εδώ, τα μύτου, τα αυτιά τους, το κεφάλι τους. Την ψυχή του τη μαθαίνει όταν του υποδεικνύεται από τρίτους. Το σώμα συνιστά διάσταση φυσική, η ψυχή είναι οντότητα μετάφυσική. Για τους Έλληνες η φύση ως βιολογική ιδιαιτερότητα του σώματος του ανθρώπου είναι φιλική. Το ανθρώπινο σώμα υμνείται, δοξάζεται, γίνεται άγαλμα στην παλέστρα, στους γυμνικούς αγώνες, στον αθλητισμό, παντού. Το ίδιο και η ερωτική ζωή. Όλοι έχετε δει τις αγγεωγραφίες, τους έρωτες των θεών, τις κειμενικές περιγραφές, το περίφυμο κομμάτι της Ηλιάδας με το δίκτυ του Ιφέστου επάνω στον Άρη και στην Αφροδίτη, όλα αυτά είναι πολύ γνωστά. Για τους Έλληνες η βιολογική φύση του ανθρώπινου σώματος είναι φυσική. Το αντίθετο συμβαίνει για τους Χριστιανούς. Η βιολογική φύση του ανθρώπινου σώματος είναι εχθρική. Το σώμα αντιμετωπίζεται ως εχθρός της ψυχής, ως πειρασμός που πρέπει να δαμαστεί με στερίσεις, με νηστείες, με αγρυπνίες, με γονικλησίες κλπ. Ο Χριστιανός στη διαρκή σχέση του με το Θεό καλείται να ζήσει εφόρου ζωής σε συνεχή αντινομία με το σώμα του, δηλαδή σε συνεχή αντίθεση στις πράξεις του και στις σκέψεις του προς τον Θείο Νόμο. Δημιουργείται έτσι μοιραία στη συνείδηση του πιστού ένα αίσθημα μόνιμης ενοχής που βιώνεται ως αμαρτία, ως κίνδυνος δηλαδή διάρρυξης της σχέσης με τον Θεό, ως προσβολή του Θείου με συνέπεια την απώλεια της ψυχής του. Ο κίνδυνος αυτός έγινε ιδιαίτερα αισθητός στη Δύση, πιο αισθητός από την Ανατολή. Γιατί? Γιατί σε αντίθεση προς τους Έλληνες που μελέτησαν τη φύση με σκοπό να την καταλάβουν, όχι να την αλλάξουν και να την υποτάξουν, σε όλη τη δυτική πρόσληψη του κόσμου, η β' ακτίβα, η ενεργή ζωή δηλαδή, στηρίχτηκε όχι μόνο στην κατανόηση της φύσης αλλά και στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Πράγμα και στάση που οι Έλληνες θα το θεωρούσαν ύβραι. Γι' αυτό στην Καθολική Δύση η βιολογική φύση του ανθρώπου θεωρήθηκε εκτός της χριστιανικής πίστης πολύ πιο μισιτός από ό,τι στην Ορθοδοξία και καταπολεμήθηκε πολύ πιο αυστηρά και βίαια με αυτομαστηγώσεις, με στερίσεις και επικύλους κολασμούς και ταπεινώσεις του σώματος. Διακόσια σελίδες των αθλίων του Βίκτο Ριγκό, οι οποίες συνήθως δεν αναδημοσιεύονται στις μεταφράσεις πριν να δείτε το πρωτότυπο. Διακόσια σελίδες είναι τι κάνανε οι καλόγριες στο μοναστήρι που κατέφυγε ο Γιάννης Αγιάννης με την Τιτήκα όταν τον κυνηγούσαν. Διακόσια σελίδες για το πώς οι καλόγριες τυρανούν το σώμα τους. Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης, δηλαδή η συνέσθηση είτε της αμαρτίας για τους χριστιανούς είτε του σφάλματος για τους μη χριστιανούς, γιατί αμαρτία πριν σημαίνει αμαρτία ενοχική, ήταν απλώς ένα σφάλμα. Αυτό σημαίνει αμαρτία στα αρχαία ελληνικά σημαίνει σφάλμα. Ο χριστιανός κάθε φορά που ενδύει στον πειρασμό, δηλαδή συνεχώς και καθημερινά, οφείλει εφόσον θέλει η καλή σχέση του με τον Θεό να αποκαθίσταται κάθε φορά να καταφεύγει συστηματικά στο έλεός του και να ζητεί συγχώρηση σε ένα ισόβιο αγώνα κατά του πειρασμού. Προς τούτο η εκκλησία προβλέπει ποινές απαγορεύσεις, επιτύμια λέγονται αυτές οι ποινές και αυτές οι απαγορεύσεις, προκειμένου μέσω της συντριβής, της αναγνώρισης της αμαρτίας μέσω της εξομολόγησης και της μετανείας, ο πιστός να επιτύχει την άφεση των εκάστοτε αμαρτιών του. Η παιδαγωγική αρχή του χριστιανισμού είναι η ενοχοποίηση του πιστού και η αμοιβή του αγώνα για την αρετή είναι η απαλλαγή του πιστού από την αμαρτία, δηλαδή η απαλλαγή του από την ενοχή του απέναντι στο Θεό. Αντίθετα, στην ελληνική πρόσληψη του κόσμου σε περίπτωση σφάλματος, αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αναπτύσσεται στον πολίτη αίσθημα τιμής και αιδούς, ντροπής δηλαδή για τον εαυτόν του και όχι ενοχής απέναντι σε τρίτους. Τρέπεται τον εαυτόν του αλλά όχι επειδή είναι ένοχος απέναντι σε τρίτους. Και η τιμωρία γίνεται αποδεκτή ως προερχόμενη εκ μέρους ενός τιμωρού, ενός τιμαωρού, δηλαδή ενός φύλακα της τιμής, όπως λέμε θυρά ορός, θυρωρός, όπως λέμε πυλά ορός, πυρός, νεόριο και όλα αυτά, ένας φύλακας της τιμής. Η αμοιβή του αγώνα για την αρετή στον Έλληνα είναι η τιμή. Αν χαθεί η τιμή, υπονομεύεται η ηθική υπόσταση του ανθρώπου στην κοινωνία. Γι' αυτό η τιμή θεωρείται σημαντικότερη από τη ζωή. Η παιδαγωγική αρχή του ελληνισμού είναι η φιλοτίμηση. Και η αμοιβή του αγώνα για την αρετή είναι η κοινωνική αναγνώριση. Αυτά ως προς την αντίθεση που λέει «εδώς τιμή και ενοχή». Φτάνουμε στις δύο τελευταίες αντιθέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού. Η αισθητική των Ελλήνων είναι αισθητική της μορφής, της σευμορφίας. Αυτό μαρτυρούν τόσο η θέαση της θεότητας που στην ελληνική σκέψη είναι έναν μιας τέλειας ομορφιάς, όσο και η έγκλη με την οποία η ελληνική παιδεία περιβάλλει το ανθρώπινο σώμα. Μην ξεχνάτε ότι οι Έλληνες πολέμησαν για την ομορφιά στον τρογικό πόλεμο. Αντίθετα, για τον χριστιανισμό, η ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, αν δεν είναι η ίδια αμαρτία, είναι υπόπτει, είναι τουλάχιστον υπόπτει. Η αισθητική των Χριστιανών είναι αισθητική του πνεύματος. Έτσι άλλαξε η σημασία της έννοιας καλός, που στα προχριστιανικά ελληνικά σημαίνει όπως ξέρετε όλοι όμορφος, ενώ στα μεταχριστιανικά ελληνικά σημαίνει ενάρετος, αγαθός. Η έννοια της μορφής είναι καθαρά ελληνική ιδέα. Τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει για τους Έλληνες χωρίς να έχει μία μορφή. Η άμμορφος ύλη είναι ύπαρξη μόνο δυνάμη. Αποκτά δηλαδή ύπαρξη μόνο επειδή μπορεί να πάρει και όταν πάρει μορφή. Το να λέει κανείς ότι ο Θεός δεν έχει μορφή είναι για τους Έλληνες σαν να λέει ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Γι' αυτό οι ελληνικοί θεοί είναι όλοι ενανθρωπισμένοι. Και γι' αυτό και ο Ιησούς μπόρεσε και έγινε δεκτός από τους Έλληνες ως Υιός Θεού που ενσαρκώθηκε και πήρε μορφή. Ο Ιησούς είναι ο λόγος του Θεού όπως λέει και το Ευαγγέλιο αλλά ο λόγος του Θεού όταν ο Θεός ενσαρκώθηκε, όταν δηλαδή ο λόγος του Θεού έγινε λόγος του ανθρώπου και παραδόθηκε ως διδασκαλία μεταγραμμένος από ανθρώπους τους Αποστόλους εδώ στη γη. Σε αντίθεση με τους Εβραίους για τους οποίους ο λόγος μπορεί να είναι και λόγος ενός ασώμα του Θεού. Είπεν ο Θεός, γεννηθεί το φως και έγινε το φως. Και ο λόγος του Θεού παραδόθηκε χέρι με χέρι γραπτός στον Μωυσή, όπως ξέρετε, στο όρος είναι. Πιδάω και μερικά γιατί πρέπει να προλάβουμε. Θα τα πούμε ίσως και στη συζήτηση. Και πάμε τώρα στην αντιμετώπιση της Αθανασίας από τους Χριστιανούς και από τους Έλληνες. Η χριστιανική εκδοχή της Αθανασίας στηρίζεται ως γνωστόν στην παλαιότερη ελληνική πλατωνική και νεοπλατωνική άποψη πως η ψυχή, ή ό,τι μπορεί να ονομαστεί ψυχή, έχει την ιδιότητα να αποχωρίζεται από το σώμα και να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τον θάνατο σε μια αιώνια ζωή. Στον χριστιανισμό η Αθανασία της ψυχής ερμηνεύεται γενικά ως νίκη επί του θανάτου, ως προσδοκία απελευθέρωσης από τον θάνατο. Θανάτο, θάνατον πατήσας και εις εν της μνήμασι ζωήν χαριστάμανος. Προσδοκία απελευθέρωσης από τον θάνατο της ψυχής μόνον ή της σύνολης ψυχοσωματικής φύσης του ανθρώπου. Τι σημαίνει ακριβώς προσδοκό ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος. Ανεξάρτητα από την απάντηση που μπορεί κανείς να δώσει, εγώ δεν ξέρω στα θεολογικά τι απάντηση έχει δοθεί στο θέμα αυτό, ανεξάρτητα όμως από την απάντηση που δίδεται σε αυτό το ερώτημα, ο θάνατος είτε είναι μόνον του σώματος, είτε είναι της σύνολης ψυχοσωματικής φύσης του ανθρώπου, στον χριστιανισμό συνεπάγεται είτε την παντοτινή ευδαιμονία, είτε το παντοτινό κολασμό του πιστού και τόσο η ευδαιμονία όσο και ο κολασμός εξαρτώνται από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου να ζήσει την επίγεια ζωή του σύμφωνα ή μη με τη θεϊκή χριστιανική επιταγή. Που σημαίνει ότι ο χριστιανός καλείται να ζήσει την επίγεια ζωή του ως μια συνεχή μελέτη του θανάτου του, ως προετοιμασία της άλλης μεταθανάτιας αιώνιας ζωής, ελπίζοντας στο έλεος του Θεού και παρακαλώντας, όπως ο ληστής στο σταδρό, να τον θυμηθεί ο Χριστός εν τη βασιλεία του. Η θεϊκή μνήμη, μια μνήμη εκτός ιστορίας, υπόσχεται την αθανασία ως ατομική σωτηρία στον παράδεισο. Η κατοικία των κεκοιμημένων χριστιανών είναι ο παράδεισος. Η κενική εκδοχή της αθανασίας δεν έχει σχέση με τη μνήμη του Θεού ούτε με τη μνήμη των Θεών. Στους Έλληνες η αθανασία είναι στενά συνδεδεμένη με την ανθρώπινη πράξη, το μεγαλείο της, τη μνημείωσή της στην τέχνη, στην πίστη, τη ζωγραφική κτλ έτσι ώστε η σπουδαία πράξη, ο σπουδαίος άνθρωπος, η κοινά βιωμένη ιστορική εμπειρία να μείνουν εσάει μνημείως στη μνήμη των ανθρώπων που ζουν εδώ στη γη, στον πάνο κόσμο των ζωντανών. Η ελληνική μνήμη είναι μνήμη ιστορική, αποθανατίζει σε έργα τέχνης έντονα βιωμένα ατομικά ή κοινωνικά κατορθώματα. Η αθανασία ως έρωτας της επηγής ζωής, ως ελπίδα του ανθρώπου να διαιωνιστεί στη μνήμη των συνανθρώπων του χάρις το έργο του και την προσφορά του στην κοινωνία. Αυτή είναι η αναμενόμενη αθανασία από τη μεριά των Ελλήνων. Στην ελληνική αντίληψη της ζωής και του θανάτου, ο κόσμος των ζωντανών και όσων ζουν στη μνήμη τους είναι ο πάνο κόσμος. Στην αντίθεση με τον κάτω κόσμο είναι εδώ στον κόσμο που βρίσκεται εν ζωή. Στον κάτω κόσμο ανήκουν μόνο οι νεκροί. Το λέω αυτό γιατί σε ευρωπαϊκές γλώσσες ο κάτω κόσμος είναι αυτό που εμείς ονομάζουμε πάνο κόσμο. Γι' αυτό το λέω. Το άλλο δεν έχει πολύ σημασία. Εμείς το ξέρουμε. Τώρα, και για τους Έλληνες και για τους Χριστιανούς η ζωή σαν μνήμη είτε εν ανθρώπης είτε εν Χριστό είναι μάχη και νίκη κατά της λύθης, κατά του θανάτου. Η μνήμη εξηγεί την αθανασία. Μόνο που για τους Έλληνες η μνήμη εν ανθρώπης ενέχει την τραγική αβεβαιότητα της εξάρτησής της από την κοινωνική αναγνώριση και την τέχνη που σημαίνει όπως ξέρουμε ότι αυτός που ελέγχει τη μνήμη μπορεί να μεταβάλει και την ιστορία και την τέχνη. Αντίθετα, για τους Χριστιανούς η μνήμη εν Χριστό εξασφαλίζει στον πιστό τη σιγουριά της πίστης του και μια θέση στον παράδεισο. Αυτές είναι οι αντιθέσεις μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού έτσι όπως προκύπτουν διαβάζοντας τα επικίνδυνα του Καβάδη. Γίνανε προσπάθειες σύνθεσης. Έχουν γίνει προσπάθειες σύνθεσης και μία ίσως η πλέον θα έλεγα αποτελεσματική, η πλέον τελεσφόρος είναι η προσπάθεια που έγινε από τους τρεις μεγάλους φωστίδες θα λέγαμε, από τους τρεις ιεράρχες, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Αζιανζινό και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Το ερώτημα που τίθεται είναι αυτοί οι άνθρωποι, ο Βασίλιος της Κεσαρίας, ο Γρηγόριος ο Αζιανζινός και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και τις εξαιρετικά καλές ελληνικές τους σπουδές ξεκίνησαν από την ρύση την πλατωνική η οποία έλεγε ότι μπορούμε να βάλουμε ένα καινούργιο κρασί σε παλιούς ασκούς. Και ξεκινώντας από αυτήν την πρόσληψη, είπανε θα χρησιμοποιήσουμε τις ελληνικές λέξεις, τα ελληνικά σημαίνοντα, για να τα γεμίσουμε με χριστιανικά σημενόμενα ή για να καταγγείλουμε τα ελληνικά σημενόμενα. Αυτό προσπάθησαν, πήραν την ελληνική όλη γραμματεία, ό,τι συνέδωνε στον ελληνισμό ως κείμενο, ως τέχνη, ως πολιτισμό και προσπάθησαν να γεμίσουνε αυτό το δοχείο με ένα καινούργιο νόημα, με ένα καινούργιο τρόπο αντίληψης του κόσμου. Κάνοντάς το αυτό, εν συνειδήσει νομίζω εγώ, τώρα αυτό δεν είμαι βέβαιος, αλλά αυτό νομίζω, ότι αντιβαίνανε αναφανδόν προς τα διδασκόμενα στην Καινή Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς βεβαιώνει ότι είναι αδύνατο να βάλουμε νέο κρασί σε παλιούς ασκούς, διότι και οι παλιοι ασκοί θα σπάσουνε και το κρασί θα χυθεί και δεν θα έχουμε τίποτα. Το λέει, το ξαναλέει τρεις-τέσσερες φορές, χρησιμοποιεί μάλιστα και ένα άλλο παράδειγμα ότι δεν μπορούμε να βάλουμε ένα καινούργιο κομμάτι φάσματος μπάλομα σε ένα παλιό ρούχο γιατί θα σκισθεί περισσότερο το ρούχο. Σας έχω στις φωτοτυπίες τα κείμενα μόνο για το κρασί και τους ασκούς στην Καινή Διαθήκη. Έτσι λοιπόν, χάρη σε αυτό, οι τρεις ιεράρχες κατάφεραν να απορρίψουνε τον ελληνικό τρόπο ζωής, αλλά να κάνουνε δεκτό τον ελληνικό πολιτισμό και τα επιτεύγματά του. Ναι στα ελληνικά γράμματα, όχι στην κοσμοθεωρία, την ηθική και τη θρησκεία των Ελλήνων. Αυτή είναι για τους τρεις ιεράρχες η βασική θεώρηση και συσχέτηση ελληνισμού και χριστιανισμού. Η ελληνική γλυπτική, η ζωγραφική υποίηση, ανήκουν στη σφαίρα της τέχνης και όχι της θρησκείας. Προσέξτε, για τους αρχαίους Έλληνας και για τους ελληνίζοντες της εποχής των τριών ιεραρχών, ήταν στη φέρα της θρησκείας. Μην κοίτατε σήμερα που βλέπουμε το άγαλμα της Αθηνάς και λέμε άγαλμα και το βλέπουμε στο μουσείο. Την εποχή των τριών ιεραρχών, το άγαλμα της Αθηνάς ήταν αντικείμενο θρησκείας, δεν ήταν αντικείμενο μουσιακό. Οι τρεις ιεράρχες λοιπόν είπανε, γλυπτική, ζωγραφική, ποιηση, ότι έχει γραφτεί, ανήκει στη σφαίρα της τέχνης, της παιδείας, όχι της θρησκείας. Το ίδιο και η ελληνική γλώσσα είναι γλώσσα πολιτισμού και όχι γλώσσα θρησκείας, όπως τη θεωρούσε και προσπάθησε να την επιβάλλει στα δύο χρόνια που υπήρξε αυτοκράτος Ιουλιανός, ο οποίος έλεγε ότι δεν είναι δυνατό να είναι κανείς Έλληνας και να μην είναι Έλληνας και ως προς τη θρησκεία, έτσι έλεγε ο Ιουλιανός. Οι τρεις ιεράρχες λέγανε το αντίθετο. Ο Γρηγόριος μάλιστα, ο οποίος ήταν και ο πλέον ίσως Ελληνομαθής από τους τρεις, έλεγε ότι τι μας λέει εδώ πέρα ο Ιουλιανός. «Ο αυτοκράτορας διαστρέφει την προσιγωρία Έλληνες κατά το δοκούν, σαν ο ελληνικός λόγος να ανήκει στη σφαίρα της θρησκείας και όχι της γλώσσας και προσπαθεί να μαστερήσει το λόγο μας σαν να είμαστε κλέφτες ξένων αγαθών». Τα ξένα αγαθά είναι η ελληνική γλώσσα και αυτό το κείμενο σας το έχω δώσει στις φωτοτυπίες. Αυτό λοιπόν, το επίτευγμα θα λέγαμε των τριών ιεραρχών, είναι κατά τη γνώμη μου η μόνη κύρια αλλά και η μόνη τελεσφόρος προσπάθεια συνάντησης του χριστιανισμού με τον ελληνισμό. Ένα πραγματικό κατόρθωμα και αυτό γιορτάζουμε στην μνήμη μας. Στους αιώνες που ακολούθησαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δηλαδή τους πρώτους αιώνες του φανατισμού και της μισαλοδοξίας, ο ελληνισμός αποκυρίζεται με ταυδελιγμίας. Παράδειγμα, ένας εξαίρετος ποιητής, πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσης, λέγεται Εφραίμ ο Σύρος από τη Συρία, ο οποίος λέει «Μακάριος όποιος δεν γεύτηκε ποτέ το δηλητήριο της σοφίας των Ελλήνων». Και άλλη, Ρωμανός ο Μελωδός, έχουμε στην εκκλησία τα τροπάρια του, λέει «Τι φυσώση το έχουμε στο κείμενο, σας διαβάζω ένα μόνον. Τι φυσώση και βομβεύουσιν οι Έλληνες, τι φαντάζονται προς άρατον των τρισκατάρατον, τι πλανώνται προς πλάτωνα, τι δημοσθένει στέργουσι τον ασθενή, τι μυνωούσιν όμυρον όνειρον αργών, τι πυθαγόραν θρυλούσιν τον δικαίος φιμοθέντα, τι δέ και μη τρέχουσι και σεύουσι εις εν εφανίσθη το Πανάγιο Πνεύμα». Και ένας άλλος, 7ου αιώνας. «Παρήλθεν η νύξ των πλανήτων μεν λόγον, κέκμικεν ορφεύς και παρήκε την λύραν, ο φύβος αυτόν ουκ ανοίγει το στόμα. Μαρένε τε δρυς και πεφύμωται τρύπους, πλάτων σιωπά, κελαλείς και τεργάτης, νοσή γαλινός, εκφοβεί δε τας νόσους ο πέτρος ημών, τας αγίνας ο πλέκον, πάσαν διόκιν των βρωτίων τη νόσον». Αυτά όλα τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ακόμη τον 1ο αιώνα, λόγοι μεγάλης εμβελίας, όπως ο Φώτιος, ο Αρέθας, ο Κωνσταντίνος ο Ρώδιος, κατηγορούνται για ελληνισμό, δηλαδή για μη χριστιανισμό, για ειδωλολατρία. Υπάρχει ένας καταπληκτικός μαθηματικός, ο Λέων ο μαθηματικός, ο οποίος είναι ένας πολύ σοφός μελετητής από τα ωραιότερα βυζαντινά κείμενα που έχουμε και ο οποίος καταδικάζεται από το μαθητή του, τον λεγόμενο Κωνσταντίνο τον φιλόσοφ που είναι πιο γνωστός με το όνομα Κύριλος, είναι ο αδελφός του Μεθοδίου με τον οποίον πήγαν αργότερα να χριστιανίσουν τους Σλάβους, τον 1ο αιώνα πάντοτε και τον κατηγορεί ότι διαστρέφει και διαφθείρει την εολέα, ότι εν πάση περιπτώσει ότι δεν είναι χριστιανός, ότι είναι απλός και μόνο ένας άπιστος και βέβαια ίσως παρατηρήσατε ότι αυτοί οι χριστιανοί που με τα βδελιγμοί ας αποκυρίσουν τον ελληνισμό είναι άριστοι χρήστες της ελληνικής γλώσσας και της ρητορικής. Είδατε πως παίζουν με τις λέξεις όχι έτσι, όχι αλλιώς, δεν είναι έτσι, δεν είναι αλλιώς. Κάποια στιγμή εκεί προς τον 11ο αιώνα στην αυλή των Κομνινών και των Παλαιολόγων αρχίζει να διαφαίνεται μια κάποια στροφή, κυρίως μετά το Ματζικέρτε μετά το 1941 όταν η Αυτοκρατορία περιορίστηκε πρέον μόνο στα ελληνόφωνα εδάφη της. Εκεί λοιπόν έχουμε πολλούς αλλά έχω διαλέξει έναν τον Ιωάννου Μαυρόποδα ο οποίος βάζει λίγο νερό στο κρασί του και τι λέει «Εάν θέλεις Θεέ μου κάποιους να σώσεις από τους άπιστος όλους σώσε μου σε παρακαλώ τον Μπλούταρχο και τον Πλάτωνα γιατί είναι λίγο κοντά σου». Βλέπετε «Είπερ την ως βούλιο των αλλοτρίων» η αλλότρια είναι η μη χριστιανή «Είπερ την ως βούλιο των αλλοτρίων της εις απειλής εξελέσθε Χριστέ μου πλάτωνα και πλούταρχον εξελιώμη άν φογάρ εις εις και των λόγων και των τρόπων της εις νόμις έγκυστα προσπευφικότες». Θέλω να πω αρχίζει μια δια. Αυτό όσο περνάει ο χρόνος, όσο πλησιάζουμε προς τον 14ο και κυρίως τις αρχές του 15ου αιώνα, γίνεται όλο και εντονότερο και ίσως θα ήταν μια προσπάθεια νέα σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού αν δεν μεσολαβούσε στο μεταξύ το Ισλάμ. Οπότε οι λόγοι οι Έλληνες, δηλαδή αυτοί οι οποίοι θεωρούσαν ότι μπορούν να είναι και Έλληνες χωρίς να πάψουν να είναι Χριστιανοί, αυτοί ενσώματι όσοι ήταν, δεν ήταν και πολλοί μην νομίζετε πως ήταν πολλοί, ενσώματι σχεδόν με εξαίρεση ίσως καμιά εκατοστία ανθρώπους, όλοι οι άλλοι με τίκησαν στην Ιταλία. Και έτσι αυτή η ενδεχομένως νέα προσπάθεια σύνκλησης και σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού να βάγισε. Θα σας πω μόνο ένα μόνο χαρακτηριστικό ότι ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο ο Διονύσης Ζακεθηνός όταν μας μιλούσε για τον Γεώργιο Πλήθωνα για μισθό μας έλεγε ο τελευταίος Βυζαντινός και ο πρώτος νεοέλληνας έλεγε ο Ζακεθηνός. Γιατί, διότι ο πλήθων γεμιστός σε ένα του γράμμα που στέλνει στον Ανδρόνικο Παλαιολόγο του λέει, όχι συγγνώμη στον Μανουήλ Παλαιολόγο Εσμέν γάρ ουν ονυγίσθετε και βασιλεύετε, είμαστε εσείς επάνω στους οποίους κυβερνάτε και βασιλεύετε, Έλληνες το γένος. Προσέξτε, όχι Έλληνες την παιδεία ούτε Έλληνες τη θρησκεία. Έλληνες το γένος. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Όσοι είτε φωνεί και η Πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλης είτε ού και στην Ευρύν, δεν μπορείς να βρεις αλλού Έλληνες παρά μόνο στη χώρα ή τη άλλη κοιωτέρα χώρα, ούτε μάλλον προσήκουσα, καμιά άλλη δεν είναι τόσο ταιριαστή, όσο η Πελοπόννησος. Αυτός βρίσκεται βέβαια στο Μυστρά και τα γράφει αυτά. Και όσοι δε ταύτη Ευρώπης προσεχείς και των νήσων που βρίσκονται κοντά. Και τι λέει μετά, Έλληνες λοιπόν είμαστε εμείς. Μόλις τα ακούει αυτά ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος έλεγε ότι η Κωνσταντινούπολη είναι ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων. Έχει αρχίσει πλέον και χρησιμοποιείται το Έλληνες όχι πλέον ως μη χριστιανή, αλλά αρχίζει και αποκτά σιγά σιγά μία σημασία, θα λέγαμε κοντά στα νεοελληνικά, κοντά στη νεοελληνική. Έλληνες ως εθνωνίμιο πλέον. Και ο πρώτος πατριάρχης που διορίζεται από τον Μωάμεθ τον κατακτητή είναι όπως ξέρετε ο Γιώργιος Γεννάδιος Χολάριος, ο οποίος όταν τα ακούει όλα αυτά του σηκώνεται η τρίχα και απαντάει και γράφει, εξάλλου ο Γεννάδιος Χολάριος από τις πρώτες πράξεις που έκανε μόλις ορίστηκε πατριάρχης, είναι να μαζέψει τα βιβλία του Γεωργιού Πλήθονου και να τα κάψει δημοσία στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν από τις πρώτες του ενέργειας. Και απαντάει λοιπόν και λέει «Ελληνών τη φωνή» μιλώντας ελληνικά «ου καν φαίν ελλην είναι» «δια το μη φρονίν ως εφρώνουν ποτέ οι Έλληνες αλλά από της ιδείας μάλιστα θέλω ονομάζεται δόξης και ή της έρητο και αν κάποιος μου πει «τις ή μη» αποκρινούμαι Χριστιανός είναι». Του θυμίζει δηλαδή ότι στη γλώσσα που μιλάνε και ο ένας και ο άλλος και όλοι γύρω του, Έλληνες δεν σημαίνει αυτό που λέτε εσείς κύριε Γεμιστέ, δεν σημαίνει το γένος Έλληνες, σημαίνει ότι απλώς μιλάμε ελληνικά αλλά δεν έχουμε καμία σχέση με τους Έλληνες. Αυτά γινόντουσαν λοιπόν στο 14ο-15ο αιώνα και βέβαια ακολούθησε μετά το Ρουμ Μιλέτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο Ρουμ Μιλέτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επί 400 χρόνια πρέπει να σας πω, η κουβέντα για Έλληνες, ελληνικά σχέσεις με τα Ρωμαίικα, τη Ρωμιοσύνη και όλα αυτά ξεχνιούνται παντελώς στους αιώνες της Τουρκοκρατίας και η Ορθοδοξία γίνεται στήριγμα και ταυτότητα των Ρωμιών των διαφόρων περιοχών τόσο στην Ευρωπαϊκή όσο και στην Ασιατική πλευρά του Αιγαίου. Σε σημείο που Έλληνες περιγράφονται στις λαϊκές παραδόσεις ένας μυθικός λαός γιγάντον, απόγονη, μην νομίζετε Ελλήνων, απόγονη Άγγλων Λόρδων. Δεν υπερβάλλω, έχει μαζέψει τις παραδόσεις αυτές ο Νικόλαος Πολίτης και τις επανέφερε στη δημοσιότητα της Δημοσίευσης το Μιέτα ο Γιάννης ο Κακριδίσεμ. Και όλες αυτές οι ιστορίες για τους Άγγλους Μιλόρδους μεταξύ των οποίων και ο Έλλην βέβαια και γιατί πιστεύετε αυτό ότι είναι οι απόγονοι των Άγγλων Μιλόρδων, γιατί αυτοί έρχονται να επισκεφθούν τα μνημεία αυτά. Θα σας διαβάσω χαρακτηριστικά. Θα σας διαβάσω χαρακτηριστικά μια σκηνή η οποία λαμβάνει η χώρα μετά την απελευθέρωση. Έχουμε γίνει κράτος, υπάρχει ο Όθων και η Αμαλεία και υπασπιστής τους είναι ο γιος του Κολοκοτρώνη. Και αυτός ο γιος του Κολοκοτρώνη είναι εκεί, κατά κάποιον τρόπο ταξιδεύουν μαζί στην Πελοπόννησο και κάποια στιγμή η βασίλισσα Αμαλεία και ο Όθων και η άλλη συνοδεία φτάνοντας στο Ανάπλη, το ανάπλη γράφει, διαβάζω μέσα σε εισαγωγικά όπως δημοσιεύει τη σκηνή που θα ακούσετε ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη γνωστή ιστορική ανθολογία ανέκδοτα γνωμικά και περίεργα του 1821. Όταν ο βασιλέας Όθων με τη βασίλισσα Αμαλεία και την άλλη συνοδεία έκαναν την πρώτη περιοδεία του στην Πελοπόννησο, φτάνοντας στο Ανάπλη, με κάλεσε και μου είπε ο βασιλέας «πρέπει να επισκεφθώμεν και τας Μικίνας κύριε Κολοκοτρώνη. Σε εσείς που γνωρίζετε τον τόπον, παρακαλώ να φροντίσετε, αύριον θα γίνει η εκδρομή, γνωρίζετε το μέρος». Μικίνας είπε «Μεγαλειότατε, μάλιστα θα φροντίσω». Κατέβηκα στο παζάρι και έφερα γύρα ρωτώντας όσους αναπλειώτες απαντούσα να μου πούν «Που βρίσκονται αυταί, Μικίνε». Κανείς όμως δεν ήξερε να με φωτίσει. «Πρώτη φορά ακούμε αυτό το όνομα. Τι τόπος είναι αυτός» Απελπισμένος κοινάω νύχτα για το πιο κοντινό χωριό. Στον δρόμο απάντησα κάτι τσοπάνιβες. «Ελάτε ρε παιδιά εδώ, πέστε μου σε ποιο μέρος εδώ τριγύρω συνηθάνε οι Λόρδοι και πηγαίνουν να δουνε τίποτε παλιά χαλάσματα». «Εγώ ξέρω» λέει ένας τσοπάνης. «Στο Χαρβάτι το χωριό κοντά στα φύκτια πάνε συχνά οι Λόρδοι με βιβλία και όλο ψάχνουν κάτι παλιόπαιτρες που βρίσκονται απ' έξω από το χωριό». Τότε θυμήθηκα κι εγώ πως ήξερα το μέρος, είχα μάλιστα κάνει ένα γερό πόλεμο με τους Τούρκους εκεί. Την άλλη μέρα το πρωί κινήσαμε κι εγώ μπροστά με τάλογο καμαρωτός έφερα τη βασιλική ακολουθία στο Χαρβάτι, σήκωσα το χέρι μου αργά αργά και έδειξα τις παλιόπαιτρες. «Αυτές είναι οι μηκίνες μεγαλειότητα» είπα. Οι συνάδελφοί μου έμειναν με ανοιχτό το στόμα, παράξενη για τη σοφία μου, αλλά και ο βασιλέας ευχαριστήθηκε όχι λίγο. Ο κύριος Κολοκοτρώνης είναι εξ όλων μας ο λογιότερος και ο περισσότερος κάτοχος αρχαιολογικών γνώσεων. Φανταστείτε που είμαστε το 1850, δεν είμαστε το 1800, ούτε το 1750, είμαστε το 1850 γίνονται αυτά τα πράγματα. Καταλάβετε λοιπόν ακριβώς τι συμβαίνει. Αυτά ήταν τα επιτρουκοκρατίας. Να σας πω τώρα το εξής. Η Εκκλησία σ' όλους τους αιώνες της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σχεδόν μέχρι σήμερα, κράτησε γενικώς μια στάση δυσπιστίας και καχυποψίας απέναντι στον Ελληνισμό. Απαγόρευσε τα ελληνικά ονόματα, τα ελληνικά έθιμα, τις γιορτές. Πρέπει να σας πω ότι ακόμη σήμερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας διαβάζεται στις εκκλησίες, σ' όλες τις εκκλησίες, ευτυχώς που λέει και ο Σταύρος που δεν καταλαβαίνουν πολύ οι πιστή, διαβάζεται ο Αναθεματισμός των Ελλήνων. Σήμερα ακόμη διαβάζεται. Έχει σταματήσει, έχει σταματήσει. Όπως και τα εβραϊκά. Έχει σταματήσει, δεν διαβάζεται. Δεν διαβάστηκε, φέτος δεν διαβάστηκε. Δεν διαβάζεται τελευταία χρόνια. Το διαβάζει μόνο ένα μέρος, διαβάζει ο Πειραιός Σεραφείμ και το διαβάζουν και σε κάποια μοναστήρια του Αγίου. Στις εκκλησίες όλες της Ελλάδας οι Αναθεματισμοί δεν διαβάζονται. Ο Σταύρος προτείνει σαν ένα κείμενό του να αλλάξουν και τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας για τα εβραϊκά. Λοιπόν, επάση με πτώση. Αυτό το κομμάτι δεν θα σας το διαβάσω, αλλά σας το έχω δώσει, μπορεί να διαβάσετε. Γιατί η εκκλησία εξακολουθεί ή εξακολουθούσε μέχρι πρότεινος να αναθεματίζει τους Έλληνες. Συμπερασματικά να κλείσω. Η διαμάχη Ελληνισμού-Χριστιανισμού, πριν καταλήξει όπως κατέληξε στα 200 χρόνια του ανεξάρτητου εθνικού ελληνικού κράτους, πέρασε από τη βίαιη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες και τη συνεχή διακύμανση ανάμεσα σε δύο εμπειρίες παιδείας, πολιτικής και ζωής, με συνέπεια το διχασμό τόσο στη συνείδηση των ανθρώπων όσο και στη διαμόρφωση των πολιτικών και πολιτιστικών δομών της κοινωνίας μας. Με το πέρασμα του χρόνου, ο διχασμός αυτός μετριάστηκε και για πολλούς εξέλιπε. Χάρη κυρίως στον εκ των πραγμάτων συνεχή εξορθολογισμό της κοινωνίας και στην προϊούσα εκοσμίκευση της εκκλησίας ή εξαιτίας τους. Όχι μόνον χάρη αλλά και εξαιτίας τους. Στην πραγματικότητα, όλο και περισσότερο γίνεται νομίζω συνειδητό, ότι η αληθινή σύνθεση ελληνικής κοσμοθεωρίας και χριστιανικής πίστης δεν υπήρξε ποτέ πέρα των τριών ιεραρχών και ίσως να μην ήταν δυνατόν να υπάρξει τουλάχιστον στην ελληνόφωνη και ορθόδοξη Ελλάδα. Γιατί λέω ελληνόφωνη, γιατί η κοινή γλώσσα ελληνισμού και χριστιανισμού είναι η ίδια, είναι τα ελληνικά, γι' αυτό λέω κυρίως. Υπήρξε και υπάρχει μία αντιφατική αλλά αιθημικά αποδεκτή ειρηνική συνύπαρξη και άλλη λέω επικάλυψη συμπεριφορών, ενιών, θεωριών που έχουν καταλήξει στη διαμόρφωση μιας εν πολλής ψευδούς αλλά κυρίαρχης σήμερα ιδεολογίας Ελλήνων χριστιανών, η γελιογραφία της οποίας πολυτογραφήθηκε από τους κομικοτραγικούς συνταγματάρχες του 1967. Μετά από αυτή την τελείως σχηματική ανάλυση που έκανα, με πολλά παραλυπώμενα για να προορέσουμε να τελειώσουμε εγκαίρως, ο σημερινός Έλληνας αναγνώστης του Καβαθικού ποιήματος, επανερχόμενος στον ελληνοσπουδασμένο εν μέρει εθνικό και εν μέρει χριστιανίζοντα Μυρτία και στην επικινδυνότητα της ζωής του, καλείται, αν το κρίνει σκόπι μου, να σκεφτεί πως ο ίδιος νομίζει ότι η συνύπαρξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού έχει επηρεάσει ή επηρεάζει ακόμη τη ζωή του σε επίπεδο προσωπικό και πως η συνύπαρξη αυτή έχει επενεργήσει ή επενεργεί ακόμη στη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν θα μπορούσαν να συνοψηστούν ως εξής. Η διαρκής διαμάχη Ελληνισμού και Χριστιανισμού δημιουργεί ακόμη συγκρούσεις και διχασμούς της συνείδησης ενός Χριστιανού. Ενός Χριστιανού κοιμενόμενου ανάμεσα σε δύο αντιθετικές πρακτικές της ζωής, της παιδείας και της πολιτικής. Κι αν ναι και για όποιους ναι, σε τι βαθμό. Ο σημερινός Έλληνας αισθάνεται στην καθημερινή του πραγματικότητα να βιώνει μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στην ελληνική και χριστιανική ζωή. Δηλαδή, αισθάνεται ο σημερινός αναγνώστης του Καβάφη όπως ο Μυρτίας εν μέρει ελληνικός, δηλαδή αισθησιακός, ιδονικός, κοσμικός, χωρίς μεταφυσικές αγωνίες και με γερές ελληνικές σπουδές που του επιτρέπουν να αντιμετωπίζει τις αντιθέσεις της ζωής και εν μέρει χριστιανός, πνευματικός, αμαρτωλός, εγκρατής, ασκητικός και σε τι βαθμό. Καταφέρνει ο Έλληνας σημερινός αναγνώστης του Καβάφη να συνδυάσει στη σκέψη του την πολύπλευρη ιστορική αλήθεια βασισμένη στην έρευνα, την φιλοσοφία, την ανθρώπινη γνώση με την απόλυτη εξαποκαλύψη ως χριστιανική αλήθεια βασισμένη στην άσκηση, την προσευχή και την πίστη. Πώς νομίζει ότι πρέπει να διαπαιδαγωγεί ο Έλληνας σημερινός αναγνώστης τα παιδιά του στο σπίτι και η πολιτεία στο σχολείο, ελληνικά φιλοτιμώντας τα ή χριστιανικά ενοχοποιώντας τα, τι είδους παιδεία, τι μαθήματα, σε ποια γλώσσα και με τι περιεχόμενο επιθυμεί ο σημερινός Έλληνας αναγνώστης του Καβάφη να έχουν τα παιδιά του. Και αν εν τέλει φτάσουμε στο συμπέρασμα πως σήμερα έτσι που έχουν εξελιχθεί τα πράγματα είμαστε οι πολύ, λίγο πολύ εν μέρει χριστιανοί, εν μέρει χριστιανίζοντες και εν μέρει ελληνίζοντες όπως ο Μυρτίας, θα χαρακτηρίζαμε όπως ο σχολιαστής του Μυρτία την κατάσταση αυτή ως επικίνδυνη και αν ναι ποιος είναι ο κίνδυνος που διατρέχουμε. Θα συμφωνούσαμε με όσους που δεν είναι ούτε λίγοι ούτε άσημοι, έχω εδώ μερικά αν θέλετε να σας διαβάσω στη συζήτηση, θα συμφωνούσαμε με όσους που δεν είναι ούτε λίγοι ούτε άσημοι που θεωρούν ότι ο σύμφυτος με την ίδρυση του εθνικού κράτους διχασμός της ελληνικής κοινωνίας σε αναζήτηση της ταυτότητάς της ανάμεσα στον Παρθενώνα και την Αγία Σοφία την οδήγησε σε αδυναμία αυτογνωσίας και εθνογνωσίας με συνέπεια τον μιμητισμό και την αδυναμία παραγωγής πρωτότυπης σκέψης. Αυτά είναι ερωτήματα που θέτει το ποίημα τα επικίνδυνα του Καβάφη. Αυτά είναι τα επικίνδυνα και γι' αυτό ο Καβάφης μένει και θα μένει ζωντανός ανάμεσά μας όσο ερωτήματα σαν αυτά μας τρεβηλίζουν. Αυτά είχα να σας πω. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με ακούσατε. Σας ευχαριστώ πολύ. Αν έχουμε καιρό θα μπορούσαμε ενδεχομένως σε μια συζήτηση να σας ακούσω να μου λέτε πώς σκεφτόσαστε αυτά τα πράγματα και ενδεχομένως αν βρω ευκαιρία να σας πω και σχεδόν το 1 τρίτον τον όσο είχα γράψει και το οποίο το παρέλειψα γιατί μας πήρε η ώρα. Ευχαριστούμε τον κ. Πάζοβλου για την διάλεξη αυτή. Παράτολοι οφείλω να πω γιατί θέλεις σε μια ώρα μέσα να συζητήσεις το θέμα της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Όποιος είχε ασχοληθεί με το ζήτημα ξέρει ότι από αυτού έχουν γράψει γίγαντες του πνεύματος και αν μπορούσαμε να φανταστούμε τη βιβλιογραφία είναι χιλιόμετρα, χιλιόμετρα πραγματικά σε ράφια μιας βιβλιοθήκης, χιλιόμετρα με τις αναγκαίες όπως είπε και ο ίδιος στο τέλος σχηματοποιήσεις και απλοποιήσεις, αλλά με ισχυρή βάση για συζήτηση. Πριν αρχίσει η συζήτηση να πω ότι πρέπει να προσθέσετε στο Βλαχογιάννη το παράθεμα από τον Σεφέρη το θυμάστε. Στις δοκιμές του Σεφέρης που έχει πάει στις Μυκήνες συναντάει ένα χωρικό, είναι εξαιρετικό το απόστασμα και του λέει ο χωριάτης εκεί τώρα το λένε Μυκήνες, παλιά το λέγανε φύκτια. Εμείς θεωρούμε το αντίστροφο αλλά αυτός που ζούσε εκεί στον τόπο ήξερε την αλήθεια ότι τώρα το λένε Μυκήνες, πού Μυκήνες, παλιά το λέγανε φύκτια. Σε αυτό που είπε ο Σταύρος είναι ένας από αυτούς τους μεγάλους διανοητές ο οποίος λέγεται Φλωρόφσκι. Ο οποίος θα ήθελα να σας πω ότι έχει πει μια κουβέντα που μας αφορά γιατί αυτός έχει γράψει είμαστε χριστιανοί σημαίνει είμαστε Έλληνες. Και αυτό γιατί, γιατί η Καινή Διαθήκη είναι γραμμένη, είναι βιβλίο ελληνικό λέει. Τώρα βέβαια αυτές είναι μπουτάτ που λένε οι Γάλλοι δηλαδή είναι φράσεις οι οποίες προσπαθούν να συνοψήσουν μέσα σε πέντε λέξεις καταστάσεις που σε τελευταία ανάλυση είναι αδύνατο να συνοψηστούν. Αλλά χαρακτηριστικό είναι ότι ο κοινός παρονομαστής Ελληνισμού και Χριστιανισμού είναι η ελληνική γλώσσα και η οικουμενική της διάσταση την εποχή της διάδοσης του Χριστιανισμού. Η συνεκτική της δύναμη, η ικανότητά της να μεταφράζει ξένα στοιχεία στα ελληνικά. Δεν είναι μόνο αυτό, Χριστό, να μου επιτρέψεις και ξεκινάμε τη ζήτηση. Είναι και ο λόγος, είναι η φιλοσοφία, η βασική κεντρική θέση ως τους πιο μεγάλους θεολόγους της σύγχρονης εποχής του Γιώζεφ Ράτσινγκερ, Μακαρίτι Πάπα Βενέδικ του 16ου, ήταν ο ελληνικός χριστιανισμός. Αυτό υπερασπίζεται σε όλο το έργο και στέκεται πολέμιος σε κάθε προσπάθεια υπονόμευσης του λόγου μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας. Μιλάει ρητά, κάτι που εμείς δεν τολμούμε να πούμε, μιλάει για ελληνικό χριστιανισμό. Ο χριστιανισμός της Ευρώπης είναι ο χριστιανισμός που διατυπώθηκε με τα μέσα της ελληνικής φιλοσοφίας. Και ο σπουδαίος, ο πολύ μεγάλος αυτός θεολόγος θεωρεί ότι αν χαθεί το κομμάτι του ελληνικού λόγου ή υπονομευθεί ή μειωθεί, τότε κινδυνεύει όλο το θεολογικό οικοδόμημα του χριστιανισμού. Λόγος στην αίθουσα. Τα δυο-τρία πράγματα που έχω διαβάσει, ειμέν μιλάνε για εκχριστιανισμό του ελληνισμού, άλλοι για εξελληνισμό του χριστιανισμού. Εγώ σε αυτά που δεν σας διάβασα λέω ο ελληνισμός ή ο χριστιανισμός μεταμορφωμένος. Τώρα αυτό είναι μια έτσι δική μου φράση γιατί μου αρέσει αυτό το σχήμα. Οι θεολόγοι αυτοί οι μεγάλοι... Έχουμε και έναν... Μακαρίδης. Τώρα, πρόσφατα. Ναι, στις 2 Φεβρουαρίου. Λοιπόν, αυτοί οι μεγάλοι θεολόγοι, οι οποίοι γράψανε πάνω στο θέμα ελληνισμός-χριστιανισμός, για τους μεν ο ελληνισμός εκχριστιανίστηκε, για τους δε ο χριστιανισμός εξελληνίστηκε. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Προσέξτε, δέστε τη διαφορά που υπάρχει. Ναι. Παρακαλώ. Ναι, η Πολίνα. Κυρία Ταμπακάκη. Κυρία Ταμπακάκη. Σας ευχαριστώ για όλοι μας, για άλλη μια φορά. Σκέψεις είναι περισσότερο, που προέκυψαν από την ομιλία σας. Κατά πόσο το ποίημα ιερεύς του Σεραπείου μπορούμε να το δούμε μέσα σε αυτό το ερώτημα. Το Σεραπείο νομίζω έκλεισε… Εκείνο ο πατέρας του. Είναι ο πατέρας, γιος και η λέξη αγάπη μπαίνει στον ιερέα του Σεραπείου. Αυτό είναι το ένα ερώτημα. Και το άλλο, μου γυρνούσε στο μυαλό του αυτό εγγόμιο του Καβάφη. Και η έμφαση στη λεπτότητα της νοητικής λειτουργίας θα με καταλάβουν όταν θα σκέφτονται περισσότερο. Κατά πόσο αυτό μπορούμε να το συνδέσουμε και με το ότι έλεγε ότι είναι ελληνικός. Δεν ξέρω αυτό, μια σκέψη από την οποία σας συζητήσε. Σας ευχαριστώ πολύ. Τα ποίηματα τα Καβάφικα που θέτουν το ερώτημα ελληνισμού-χριστιανισμού είναι πάρα πολλά. Δεν είναι μόνον το ιερεύς Σεραπείου. Το ιερεύς Σεραπείου έχει την ιδιαιτερότητα να θέτει το θέμα ενός γιου με πατέρα ιερέα. Και τη λέξη αγάπη. Για μένα, ναι, αυτό θα πω. Τα ποίηματα, σήμερα αν ήταν εδώ ο νεότερος συνάδελφος που έθεσε προς την προηγούμενη φορά το θέμα του Μύρη, θα μπορούσαμε σήμερα... Εδώ είναι. Εδώ είναι. Πού είναι, εδώ δεν το βλέπω. Λοιπόν, θα μπορούσαμε σήμερα για να δείξουμε πόσο ξένοι είναι ο ένας από τον άλλο, ναι, ο Έλληνας από τον Χριστιανό, να διαβάσουμε σήμερα τον Μύρη, για να φανεί δηλαδή αυτή η μεγάλη αντίθεση. Τα ποίηματα, λοιπόν, που αναφέρονται στο ελληνισμό-χριστιανισμό είναι πολλά και πιο πολλά από όλα. Βέβαια ο Ιουλιανός τα ποίηματα του Ιουλιανού τα οποία θέτουν όλα τα θέματα, όχι μόνον ένα. Τώρα, σε ό,τι αφορά την αγάπη. Για μένα, ναι, είπα ότι έρος και αγάπη, ήδη από πολλά παλιότερα χρόνια, όχι μόνο σήμερα. Δηλαδή έχω συναντήσει την ταυτότητα της σημασίας έρωτας-αγάπη και σε κείμενα παλαιά. Δηλαδή το έχω δει σε θέματα, σε ένα πρικοσύμφωνο πάνω τος χάρη, το οποίο είναι του 15ου-16ου αιώνα, όπου εκεί υπάρχει η αγάπη, η πατρική και υπάρχει και ο έρωτας του ανθρώπου που πρόκειται να πάρει τη γυναίκα που τους δίνει την μπρύκα. Δεν βλέπω να υπάρχει στα νέα ελληνικά. Δεν μπορώ να πω το ίδιο, γιατί στην αντικόνη ξέρουμε, έρωσα, νίκατε, μάνα, τα ξέρουμε. Αλλά από πότε κι έπειτα ο έρωτας και η αγάπη συμπέσανε στη σημασία τους, δεν το ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η σημασία και της λέξης έρωτας και της λέξης αγάπης, αυτό που είπα, έχουνε από κοινού τη λατρεία του ερώντος. Δηλαδή τος αγαπώ έχει σημασία, όχι αγαπιέμαι, τος αγαπώ. Δηλαδή η λατρεία του ερώντος είναι από κοινού. Στο λατό και παραπάνω δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Εάν όμως θα έχεις σκεφτεί είμαι σίγουρος κάτι, πες το όμως σε παρακαλώ αυτό που έχεις σκεφτεί. Είμαι σίγουρος ότι κάτι έχεις σκεφτεί, όχι? Κάνω λάθος? Στο μικρόφωνο παρακαλώ. Ότι τον αγαπώντα είναι ο μη χριστιανός, είναι αυτός που παίρνει τη λέξη αγάπη και ο χριστιανός γιος σε μία περίοδο, το σεραπείο θα κλείσει, αν θυμάμαι καλά, λίγο πιο πριν και λειτουργεί ως κρύκος εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στον ελληνισμό και τον χριστιανισμό. Με αυτή την έννοια. Αγάπη πατρική βέβαια. Αγάπη και ανεφόρων ταυτόχρονα γιατί τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα. Αυτό δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Δηλαδή δεν έχω ποτέ σκεφτεί επιπλέον. Παρ' όλο που για τον ιερέα, τον σεραπείο έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα, αλλά δεν το έχω θέσει έτσι. Πάντως είναι ευτύχημα για τη γλώσσα μας ότι έχουμε δύο λέξεις, έρωτα και αγάπη. Ενώ οι ευρωπαϊκές γλώσσες δεν την έχουν αυτή τη διάκριση. Δεν την έχουν τη διάκριση, αλλά και στα γαλλικά το αμούρπα είναι και τα δύο. Είναι και τα δύο. Ενώ εμείς έχουμε έρωτα και αγάπη, αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί είναι άλλο το ένα, άλλο το άλλο και ο δάσκαλος Μολεβινάς λέει συνέχεια amour sans eros, αγάπη χωρίς έρωτα, αγάπη χωρίς έρωτα. Θέλει να κάνει την απόλυτη διαστολή και να υπερασπιπλέει την έννοια της αγάπης. Όταν ετοίμαζε αυτό… Αγγάζεται, θέλω να πω στα γαλλικά να πει τη λέξη ερώς για να καταλάβουμε. Ναι, βέβαια, το ξέρω. Εξάλλου το ερωτήκ στα γαλλικά δεν σημαίνει ερωτικός, σημαίνει σεξουαλικός. Ναι, ναι, ναι. Ναι, ο κ. Πάγκαλος. Ναι, ευχαριστούμε πολύ για την προκλητική και από άποψη ερωτημάτων εισήγησής σας. Δύο-τρία θεματάκια έτσι πολύ σύντομα. Πρώτον, στο ζήτημα της παιδείας πιο συγκεκριμένα, έχουμε σημαντικά έργα όπως του Φεσθουζιέρ, του Μαρού, γάλλων... Ο κ. Παπάζοβου ήταν μαθητής του Φεσθουζιέρ. Ναι. Μας λένε ότι η παιδεία, ας πούμε, παραμένει ιδεόδες στους χριστιανικούς αιώνες. Δεν είναι τόσο κάθετη διάκριση παιδεία από τη μία θρησκεία από την άλλη. Ένα αυτό, έτσι πολύ σύντομα, επιγραμματικά. Ένα δεύτερο για το έρωτας και αγάπη. Πέρα από αυτό που κ. Ζουμπουλάκης, υπάρχει ένα κλασικό βιβλίο του Νίγκρεν με αυτό το τίτλο, «Έρωτας και αγάπη», που είναι χριστιανός στοχαστής και λέει, ας πούμε... Τι λέει, λέει ότι... Μισέ λεπτό να σε διακόψω. Το τίλος του βιβλίου του Νίγκρεν, ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, είναι «έρος und agape». Δηλαδή και οι δύο λέξεις ελληνικές. Ναι, ναι. Και επίσης το «αμούρ» ή το «σαριτέ» ή αυτό το «κάριτας» και λοιπά, δεν αποδείχνουν την έννοια της καινούδας εθνικής αγάπης. Και αυτός βάζει την ελληνική λέξη «ΑΚΑΠΕΕΡΟΣ» και «ΑΚΑΠΕ». Σε αυτό το δεύτερο σημείο, λέει ο Νίγκρεν, ότι η διαφορά της χριστιανικής αγάπης στον αρχιολυνικό έρωτα είναι ότι πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω η χριστιανική αγάπη. Είναι η αγάπη που ο Θεός δείχνει για τον άνθρωπο και φτάνει ως τη σταύρωση και το θάνατο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό είναι ή δεν είναι μια ιδέα θεμελιώδης για τον πολιτισμό μας. Εγώ πιστεύω ότι είναι. Γιατί όλοι αυτοί οι κατατρεγμένοι, τα θύματα της ιστορίας, οι άνθρωποι χωρίς δύναμη, ιδιοκόμενοι και λοιπά, βρήκαν παρηγοριά σε αυτήν την ιδέα, αλλά και συνδέεται σίγουρα και με την αλήθεια αυτής της θρησκείας. Είναι μια θεμελιακή ιδέα του πολιτισμού μας. Τώρα το τρίτο ζήτημα, ήθελα και εγώ να πω για το Λεβινάση κάτι διαφορετικό. Δηλαδή λέει ο Λεβινάσης κάπου ότι η εβραϊκή φιλοσοφία περιμένει την ελληνική της διατύπωση, ότι τα ελληνικά είναι η γλώσσα της καθολικότητας. Αυτό ίσως να συμφωνούσατε κι εσείς, ότι τα ελληνικά είναι η γλώσσα της καθολικότητας και της οικουμενικότητας. Να και ότι δεν εκφράζει τα ελληνικά κινδυνόμενα παραμείνει γραφικό, ας πούμε. Το ίδιο λέει και ο Λεβινάς. Ίσως και κλείνω με αυτό, η αντιπαράθεση αυτή και η σύγκρουση των δύο κόσμων, να έχει ένα στοιχείο γόνιμο, δημιουργικό. Αρχίδως από το τελευταίο είναι απολύτως βέβαιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία δεδομένου ότι επί αιώνες σήμερα, για να το πω αλλιώς, σήμερα κανείς δεν πάει στην Αλεξάνδρια για να κάνει σπουδές. Δεν είναι ελληνικές σπουδές. Διότι στο μεταξύ ο χριστιανισμός έχει δώσει τα διαπιστευτήρια του, έχουμε μεγάλα έργα, έχουμε μεγάλους στοχαστές, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Άρα, λοιπόν, καμία αμφιβολία. Εγώ λέω ότι θέματα τίθεται διαβάζοντας τον Καβάφη. Οπομένως δεν υπάρχει αμφιβολία. Εξάλλου, στην άλλη ομιλία θα έχουμε ένα θέμα όπου πλέον μπαίνει μπροστά ο χριστιανισμός κατά κάποιον τρόπο. Εάν σήμερα και την προηγούμενη ομιλία έμπαιναν μπροστά η θεωρία και μελέτη και αυτό γιατί, γιατί ο Μυρτίας είναι απολύτως βέβαιος ότι όποιος έχει ελληνικές σπουδές πίσω του κάνει μια ζωή όπως κι θέλει. Γιατί έχει θέληση, βούληση, δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη. Λοιπόν, τώρα, για το θέμα της παιδείας ανα τους αιώνες. Στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πράγματι, επί όλους τους αιώνες, παρά την αντίθεση ελληνισμού-χριστιανισμού, αντιγράφονταν τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Και μάλιστα, ξέρετε ποιο κείμενο έχει αντιγραφεί περισσότερο από όλα τα άλλα. Ή τουλάχιστον έτσι μάθαινα εγώ όταν τα διάβαζα αυτά, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Το κομμάτι της Ηλιάδας, όπου περιγράφεται η σκηνή, όπου ο ίθως τους ετοιμάζει ένα δίχτυ και πιάνει στο κρεβάτι τον Άρη με την Αφροδίτη, τους ρίχνει από πάνω το δίχτυ και φωνάζει όλους τους θεούς και τους λέει, ελάτε να δείτε το θέμα. Αυτή η σκηνή είναι από όλα τα αρχαία ελληνικά κείμενα, οι πλέον αντιγραμμένοι. Ο δάσκαλός μας στο Πανεπιστήμιο, όχι ο Ζακιθυνός αυτή τη φορά, ο Τωμαδάκης που έκανε τέτοια χειρόγραφα, έλεγε ότι δινόταν ως επιτίμιο στους μοναχούς να αντιγράφουν τη σκηνή αυτή για να εθιστούν στην αντίμια. Δηλαδή, πέρα από λοιπόν τα ανέκδοτα, πράγματι η παιδεία σε ορισμένους κύκλους λογίων και σε ορισμένους κύκλους θα έλεγα ανθρώπων που δεν έκοψαν ποτέ με την μόρφωση, με την παιδεία, με αυτό που λέγεται μάς περιπτώσει κοσμική γνώση, παράλληλα με τη χριστιανοσύνη τους, πράγματι σε όλους αυτούς τους αιώνας αντιγράφονταν τα κείμενα, μιλούσαν, συζηγιόντουσαν, έχουμε τον Ευστάθη ο οποίος σχολιάζει πάρα από τον Όμηρο, δηλαδή δεν υπάρχει διακοπή. Αυτό που υπάρχει είναι ότι αν πάνω το σχάρι στο Βυζάντιο ή στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν δύο ή τρία ή πέντε ή δέκα εκατομμύρια άνθρωποι, οι άνθρωποι που ασχολούνται αντιγράφοντας τα κείμενα είναι ένας, δύο ή τρεις. Αυτές είναι οι αναλογίες περίπου. Δηλαδή ο ελληνισμός σε όλους αυτούς τους αιώνας είναι ο μη χριστιανισμός. Μην το ξεχνάμε. Ότι υπάρχουν μερικοί που λένε, εγώ είμαι και Έλληνας διότι ξέρω εγώ. Υπάρχουν, αλλά δεν είναι ο κανόνας. Είναι η εξαίρεση. Τώρα για τον έρωτα που είπατε, δεν θα δείτε. Συμφωνώ σε αυτό που λέτε. Δεν μπορώ να πω όχι. Ότι ως έρωτας και ως αγάπη διαμορφώνουμε την καθημερινή μας ζωή. Εάν τα επικίνδυνα στην προηγούμενη συνάντηση έθεσαν θέμα και είναι το ασκητικό πνεύμα και γιατί, είναι γιατί σε τελευταία ανάλυση ο πιο καθοριστικός παράγονς στην καθημερινότητά μας δεν είναι όλα τα άλλα, το πώς μαθαίνουμε, το πώς γνωρίζουμε, το πια είναι η αλήθεια, αλλά είναι τι κάνουμε με δύο ασυμβίβαστες προτάσεις. Η μία είναι η πρόταση της αγνοίας ή εν πάση περιπτώσει της μέσα σε ένα συγκεκριμένο νόμο και επιβίωσης του ανθρώπινου γένους και η άλλη είναι ενός ενίδωνου βίου με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Δεν μπορώ να πω τίποτε περισσότερο, διότι ότι πω θα είναι εξεμπειρίας μόνο. Τα διαβάσματά μου λίγο πολύ είναι αυτά. Δηλαδή, οι μεν εκχριστιανίζουν τον ελληνισμό από τους θεολόγους αυτούς, έχω εδώ μερικά βιβλία αν θέλετε, αλλά δεν υπάρχει λόγος να τα πούμε αυτή τη στιγμή. Από τους μεν θεολόγους οι μεν λένε ότι ο χριστιανισμός εξελινίστηκε και εννοούνε ότι είναι περισσότερο ελληνικός και οι άλλοι λένε ότι ο ελληνισμός εχριστιανίστηκε και σημαίνει ότι είναι περισσότερο χριστιανικός. Λοιπόν, τι να σας πω, εγώ επειδή ήθελα να αποφύγω αυτό, προτείνω ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός μεταμορφωμένοι. Η ελληνική συνιστώσα του ελληνισμού είναι η σχετικότητα της αλήθειας. Η εβραϊκή συνιστώσα γιατί ο χριστιανισμός, η άλλη συνιστώσα, αυτή εδώ η πνευρά δηλαδή… Σχετικότητα της αλήθειας στον Πλάτωνα υπάρχει? Ο Πλάτωνας είναι ο τελευταίος Έλληνας και ο πρώτος χριστιανός που λέγε ο Ζακιθήνας. Στο γίγαντας που είναι το αρχαίο της Ελλάδας υπάρχει σχετικότητα. Ο Πλάτωνας, πρώτα πρώτα ο Πλάτωνας, ο Φεστιζιέρας, θέλω να πω κάτι για τον Φεστιζιέρα, γιατί ήταν ένας καταπληκτικός δάσκαλος, αρχαιομαθής, θα πω όμως κάτι, θα μου το θυμηθείτε. Ο Πλάτωνας, μύθος του ηρώς, για πρώτη φορά στην ιστορία, στην οικουμενικότητα, κάποιος επιζει μετά από μία μάχη, ανεβαίνει στα στενά εκεί που τον περιμένουν και ο οποίος περιγράφει τι κάνουν οι ψυχές ανεβαίνοντας στον ουρανό των σκοτωμένων στη μάχη. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό στην ιστορία του κόσμου. Έκτοτε όλοι οι υπόλοιποι αρχίζουν με την αθανασία της ψυχής, η ψυχή που ανεβαίνει και τα λοιπά. Ξέρετε το πήμα του Σεφέρια Πιάσπαλάθων, είναι αναφορά στο μύθο του ηρώς. Με αυτόν τον τύρανο, ο οποίος ανέβαινε, κατέβαινε, ανέβαινε, κατέβαινε. Προσέξτε, ο μύθος του ηρώς έχει συνέχεια, έχει μετεμσυχώσεις. Ένας άντρας γίνεται μετά γυναίκα, μετά αυτό, έχει συνέχεια. Έχει συνεχής μετεμσυχώσεις, τις οποίες όποια και να είναι η απάντηση που δίνομαι στο τι εννοεί ο χριστιανισμός όταν λέει προσδοκώ ανάσταση νεκρών, όποια και να είναι η απάντηση, η μετεμσύχωση στο χριστιανισμό είναι αποκλεισμένη. Τα υπόλοιπα του μύθου του ηρώς υπάρχουν στον χριστιανισμό. Εξάλλου, αν προσέξετε, σε όλες τις αναφορές μου μεταξύ των αντιθέσεων ανέφερα και μια νεοπλατωνική, από πίσω, ιδέα. Γιατί περί αυτού πρόκειται ο χριστιανισμός, έτσι όπως τον έχω καταλάβει εγώ, είναι ένα νεοπλατωνικό παρακλάβι. Δηλαδή, πρόκειται για μια νεοπλατωνική αντίληψη μέσα από μια διαδικασία της ορφικής αυτής, όπως έλεγα, κοσμογονίας για το Φεστιζιέρα. Ένα βιβλίο, το οποίο συνηστώ, διότι είναι ένα βιβλίο που σου ανοίγει τα μάτια, που καταλαβαίνεις πώς γίνανε τα πράγματα, είναι το βιβλίο του Φεστιζιέρα «Ο επίκουρος και η θεή του». Θα σας διαβάσω, όχι από το βιβλίο, αλλά κάτι που δεν το διαβάσαμε. Πώς εξηγεί ο Φεστιζιέρα τη στροφή από την ισιόδια θεογονία, δηλαδή την έλογη σχέση με την εξέλιξη του κόσμου, στην μυστική σχέση που είναι η επικράτηση της ορφικής κοσμογονίας. Λέει ο Φεστιζιέρα, η θεή του δωδεκαθέου, δεν έχω μεταφράσει αυτό το κομμάτι, απλώς λέω όπως το έχω καταλάβει, δεν είναι μετάφραση, δεν είναι εισαγωγικά μέσα. Η θεή του δωδεκαθέου δεν είναι σωτηριολογική. Δεν γνωρίζουν αρρώστια, ούτε βάσανα, ούτε θάνατο. Είναι θεή, προστάτες πόλεων ή κοινωνικών ομάδων, αλλά δεν σώζουν ατομικά τους πιστούς του. Συγγνώμη, είναι αυτό που λέγατε ότι κατατρευμένη και τα λοιπά. Στα ελληνιστικά χρόνια, όταν έγινε φανερό ότι η σωτηρία της πόλης και η ζωή των πολιτών δεν εξαρτιόνταν πια ούτε από τους πολιούχους θεούς, ούτε από τις αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου, αλλά από τις αυθαίρετες αποφάσεις κάποιου μακρινού μακεδόνος ηγεμόνα, τότε μοιραία οι άνθρωποι κατέφυγαν σε θεούς που υπόσχονταν την ατομική σωτηρία τους. Αναπτύχθηκαν έτσι ως αποτέλεσμα βασικά της πολιτικής μεταβολής από τη δημοκρατία της πόλης-κράτους στη μοναρχία των μακεδονικών βασιλείων, αναπτύχθηκαν μυστηριακές λατρείες, λιτρωτικές, σωτηριολογικές, θεότητες ή ηρωικές μορφές που γνώρισαν τον θάνατο και επανήλθαν στη ζωή. Αυτοί προσφέρουν στους ανθρώπους μία ανάλογη προοπτική, αν αυτοί μιμηθούν ή αν οι άνθρωποι μιμηθούν με τη λατρευτική πράξη τους τη ζωή του θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται. Και αναφέρνει τα παραδείγματα του Διονύσου, του Ορφέα, του Σίσιδος, του Ηρακλή, πολλών άλλων. Συστήνονται μυστήρια με μύστες αδελφούς μιημένους που ασκοπούν όχι στη γνώση της αλήθειας μέσω του λόγου και της φιλοσοφίας, αλλά στη μεταθάνατον σωτηρία του πιστού ως ατόμου και την ένωσή του με τον θεό μέσω ειδικών τελετουργιών, θεουργιών και κωδικοποιημένων τύπων άσκησης. Και συνεχίζει την ίδια στροφή, παρατηρούμε την ίδια εποχή και την διαπιστώνουμε και στη φιλοσοφία. Οι τρεις κύριες φιλοσοφικές σχολές που αναπτύχθηκαν στο τέλος του τέταρτου αιώνα, με αρχές του τρίτου, δηλαδή οι στοϊκοί, οι επικούροι, οι κυνικοί και οι οποίες επηρέασαν δραστικά τη σκέψη και τις συμπεριφορές στους τέσσερες-πέντε επόμενους αιώνες, δεν ασχολούνται πλέον ούτε με την κατανόηση του φυσικού κόσμου, όπως κάνανε οι προσοκρατικοί φιλόσοφοι, ούτε με την οργάνωση της ιδανικής πολιτείας, δηλαδή τη διαλεκτική του πλάτωνα. Αυτό που τους απασχολεί είναι να προσφέρουν στον άνθρωπο ένα πρότυπο ζωής. Πώς δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί μέσα στο κοινωνικό γύγνεστε να κατακτήσει την προσωπική ευδαιμονία του. Βλέπετε δηλαδή μία στροφή από το κοινό στο άτομο. Σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία του Ιησού προς τους κατατρεγμένους και τους πονεμένους και τους στοχούς, είναι πολύ χαρακτηριστική η σκηνή στις πράξεις των Αποστόλων όπου ο Απόστολος Παύλος έρχεται στην Αθήνα, συναντάει κάποιους επικούριους εκεί οι οποίοι τον παίρνουν λίγο στο ψηλό και του λένε ως περουμολόγος και κάτι τέτοια εκεί πέρα, του λένε, σε παρακαλώ μη λες το ερώτημα, εμείς εδώ έχουμε άλλα πράγματα. Ο Παύλος μετά από μία μέρα ή δύο, δεν ξέρω πόσο έμεινε, σηκώνεται και φεύγει και πάει στην Κόρινθο. Όπου στην Κόρινθο ήτανε οι εργαζόμενοι στα δύο λιμάνια, η Κόρινθο είχε δύο λιμάνια, ένα λιμάνι στο Σαρωνικό, ένα λιμάνι στον Κοριονθιακό, εκεί είναι όλοι οι αχθοφόροι, οι πουτάνες, αυτά, όλα εκεί είναι μαζεμένα. Εκεί ο Παύλος όχι μόνο έμεινε, ίδρυσε εκκλησία και στέλνει κατόπιν την παρακολουθεί την εκκλησία αυτή από μακριά, τους στέλνει επιστολές, τους λέει τι πρέπει να κάνουν και τα λοιπά, γιατί εκεί βρήκε έναν κόσμο, ο οποίος περίμενε πως και πως να του πει κάποιος ότι ο Θεός δεν ασχολείται με όλο τον κόσμο, ασχολείται με σένανε προσωπικά, με σένανε Μαρία, με σένα Γιώργο, με σένα Κώστα. Δεν είναι ένας Θεός που ασχολείται για να σώσει τον κόσμο, την πολιτεία, τους εχθρούς, τους φίλους και τα λοιπά, όχι. Ασχολείται με σένανε προσωπικά. Είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο του Φεστιζιέρ για την ιστορία αυτή που σας λέω. Ο Φεστιζιέρ ήταν ένας σημαντικός, πολύ σημαντικός, πώς τον ξέρετε, γιατί συνήθως οι Έλληνες δεν τον ξέρουν. Ο Φεστιζιέρ, για να πω και στο κοινό, γιατί η συνύπαραξη χριστιανισμού και ελληνισμού είναι δυνατή, ο Φεστιζιέρ ήταν ο μέγας ελληνιστής, μέγας, και ήταν παπάς, όπως ξέρετε, ήταν παπάς της Καθολικής Εκκλησίας. Δίηγε όλο το δύο του ως ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας. Η κυρία της Κακέη. Μια στιγμή, συγγνώμη, ένα λεπτό. Έχει έναν λόγο. Τον ρωτάει τον Φεστιζιέρ ένας σμαθητής του. Γιατί γίνατε καλόγυρος, γιατί αυτό σας σχολιόταν, όλα τα κείμενα ήταν. Γιατί, απάντηση. Όταν ήμουνα 18, 19, 20 χρονών πήγα να δω έναν θείο μου, εξάδελφο δεν θυμάμαι τι, σε ένα μοναστήρι κάπου στο Βέλγιο. Προσέξτε τη φράση. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνθηκα ότι με αγαπούν. Να ανατριχιάζεις όταν το λες αυτό. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, 20 ετών παλικάρι, αισθάνθηκε ότι με αγαπούν. Και ότι αυτό ήταν το έναυσμα για να γίνει δωμηνικανός. Βέβαια, πέθανε μέσα στην αγωνία, τη φρικτή αγωνία της ιωπής του Θεού, όπως λέει. Διότι ο Φεστιζιέρ έγραψε και ένα κείμενο, το οποίο δεν πήρε το Imprimatur από τον Πάπα, το οποίο δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Και σε αυτό το κείμενο θέτει όλες τις απορίες του, τις αγωνίες του, οι οποίες προσδιορίζονται όλες με τη τεγόμενη ισιοπή του Θεού. Φρικτή αγωνία για τον πιστό. Η ισιοπή του Θεού είναι ένα χριστιανικό ερώτημα. Χριστιανικό ερώτημα. Κύριε Ατσακίδη. Πρώτα να σας ευχαριστήσω για την ομιλία σας που ήταν από… Να διακόψω, Τζούλια. Ήταν η τελευταία ερώτηση για την ώρα που έρχεται και ο κύριος Κουτραφούρης θέλει να μοιράσει τα φυλαδιά του. Θα είμαι πολύ σύντομη. Εκτός που ήταν απολαυστική, ήταν και γάργαρος ο ρυθμός της ομιλίας σας, λέω. Εγκόμιο. Το ακούω, ναι. Εγκόμιο. Δεν βλέπεις ποιος μιλάει. Και αυτό ψάχνω να βρω. Ήθελα να σας ρωτήσω το εξής, βρίσκεται τίποτε ύποπτο στη χρήση της λέξης χριστιανίζων και όχι χριστιανός πέρα από το ενδεχόμενο να έγινε για λόγους μέτρου. Δηλαδή ο Καβάφης, μήπως η θέση του είναι αρνητική προς τον χριστιανίζοντα. Η θέση του Καβάφη απέναντι στο χριστιανισμό είναι ένα θέμα που θα το πούμε την άλλη φορά. Όχι ακριβώς θέτοντας θέμα. Ο δάσκαλος μας, ο κοινός δάσκαλος, όσο εγώ δεν τον είχα προσωπικά δάσκαλο γιατί σπούδασα στην Αθήνα και όχι στη Θεσσαλονίκη, ο ΓΠ Σαβίδης έχει γράψει ένα άρθρο με τον τίτλο «Ήτανε ο Καβάφης χριστιανός» και απαντάει «Ναι, πώς ήτανε». Εγώ δεν ξέρω τι ήτανε, ούτε μπορώ να ξέρω. Αλλά εν πάση περιπτώση αυτό το ερώτημα θα τεθεί την άλλη φορά. Τότε θα τα πούμε. Όσο αφορά τη λέξη «χριστιανίζων». Δεν νομίζω πως είναι ούτε θέμα μέτρου, ούτε θέμα ο Καβάφης δεν κολλούσε σε τέτοια πράγματα, δεν υπήρχε θέμα. Είναι πολύ διαλεγμένες οι λέξεις του. Κάθε φορά δεν υπάρχει καμία λέξη του Καβάφη που να μην είναι διαλεγμένη μέχρι την τελευταία δασία υψηλή. Προσέξτε, όχι λέξη, την τελευταία δασία υψηλή. Κάνει ολόκληρο θέμα στον τυπογράφο του γιατί τυπώνει το Ιόρκη με δασία. Και όταν ο τυπογράφος του λέει ότι όλες οι λέξεις που αρχίζουν από υψηλόν παίρνουν δασία, ο Καβάφης του λέει «Ναι, οι ελληνικές λέξεις». Δηλαδή δεν τίθεται θέμα λοιπόν κάποιας ευκολίας. Νομίζω ότι είναι μέσα στην εποχή ότι είναι χριστιανίζων, διότι ο Μυρτίας λέω και αν καταλαβαίνω καλά στη σκέψη του Καβάφη, το μόνο που σκέφτεται ότι μπορεί ενδεχομένως να τον κάνει να ακουμπάει προς τον χριστιανισμό είναι η αντίθεση ανάμεσα στην ενίδωνη ζωή και στο ασκητικό πνεύμα. Προσέξτε, στο πείωμα μέσα ο Μυρτίας δεν μιλάει για χριστιανισμό. Ο σχολιαστής λέει, ο Μυρτίας δεν έχει τίποτα για τον χριστιανισμό και κάτι άλλο, ο σχολιαστής λέει «επικίνδυνα» και δεν έχει την ανάγκη να φέρει ούτε ένα επιχείρημα. Θεωρεί ότι λέει κάτι του αυτονόητο. Σε ξαναδείτε, αφού διαβάσει κανείς το πείωμα, έρχει ένας σχολιαστής και λέει «Πω πω πω τι ακούω, λάγνες του αίματο, πω πω πω πω πω, επικίνδυνα» και δεν αισθάνεται την ανάγκη να παραθέσει ένα έστω επιχείρημα. Γιατί είναι επικίνδυνα? Το θεωρεί ότι είναι αυτονόητο. Νομίζω πως αυτό θα θέλατε να πείτε. Θα τελειώσουμε εδώ να κάνω μια διευκρίνηση. Α, καταρχάς να πω πριν από τη διευκρίνηση ότι ξεκινήσαμε τις ομιλίες της 29 Απριλίου, η μέρα γέννηση και θανάτου του Καβάφη και να πω εδώ στον φίλο μου τον Χρήστο ότι ο Τάκης Παπατσώνης, όταν σχολιάζει το κείμενο του Σαβίδη «Εάν ο Καβάφης είναι χριστιανός», κομίζει παραδόξως επιχείρημα ότι γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα, ιδού η απόδειξη ότι ήταν χριστιανός. Ο Παπατσώνης όλα τα ποιήματα τα ερωτικά, τα λεγόμενα ερωτικά του Καβάφη, τα θεωρεί χριστιανικά. Εν ονόματι του ιερού ερωτισμού, όπως σας έλεγα, όλα τα ποιήματα. Είχαμε ανακοινώσει, αλλά το έχουμε διορθώσει στο σάιτ μας, ότι η επόμενη διάλεξη θα είναι 5 Ιουνίου. 5 Ιουνίου είναι το Αγίου Πνεύματος και θα υπάρχει πρόβλημα για να γίνει την ημεραθή και το κάνουμε 6. Άρα η επόμενη, τρίτη και τελευταία διάλεξη, δυστυχώς τελευταία του Χρήστο Μπαπάζοκλ, θα είναι 6 Ιουνίου. Σας ευχαριστώ και πάλι πολύ.