Oral history interview with Anna Tsemani Galani / Interviewee Galani, Anna Date interview: 2014 November 11 Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation

Interviewee Galani, Anna Date interview: 2014 November 11 Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation: Μουσική Καρακλώσου είναι πολύ πολύ πιέστο. Για μένα. Καλημέρα. Καλημέρα. Καλημέρα σα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: United States Holocaust Memorial Museum 2014
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:No restrictions on access
Διαθέσιμο Online:https://collections.ushmm.org/search/catalog/irn184418
Απομαγνητοφώνηση
Interviewee Galani, Anna Date interview: 2014 November 11 Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation: Μουσική Καρακλώσου είναι πολύ πολύ πιέστο. Για μένα. Καλημέρα. Καλημέρα. Καλημέρα σας. Χαίρομαι πάρα πολύ που ξανασυναντιόμαστε. Θα ήθελα να μας πείτε το όνομά σας. Σας παρακαλώ. Άννα Γαλάνη. Δύο. Ένα. Καλημέρα σας. Θα ήθελα, αν μπορούσατε, να μας πείτε το όνομά σας. Γαλάνη Άννα λέγομαι. Πότε γεννηθήκατε. Γεννήθηκα το 1932, στις 14 Μαΐου, στην Καστοριά. Προλάβατε. Στην Καστοριά. Σε ποιο ακριβό σημείο της πόλης έμενε η οικογένειά σας. Η οικογένειά μου έμενε στο κέντρο. Στον ψηλό μέρος της πόλης. Επειδή είναι αμφιθεατρική. Είχαμε ένα μεγάλο οικόπεδο. Τέσσερα στρέματα και ένα σπίτι. Και μπροστά μας υπήρχε μια μικρή χωμάτινη πλατεία. Και το λέω αυτό γιατί θα παίξει κάποιο ρόλο. Στης αναμείσεις μη πλατείας αυτή. Από πόσα μέλη αποτελούνταν η οικογένειά σας. Ήταν η μητέρα μου. Ο πατέρας μου. Η γιαγιά μου. Η αδερφή του πατέρα μου. Εγώ. Ο αδερφός μου μεγάλος. Και είχαμε και έναν μικρότερο. Ο οποίος γεννήθηκε το 1944. Μετά την ιστορία όλη. Σήμερα διαπραγματευόμεθα. Στην Καστοριά όσο διάστημα είμαστε. Τώρα είμαστε τρεις. Στην περιοχή που ζούσατε με την οικογένειά σας. Ζούσανε και εβραϊκές οικογένειες. Βέβαια. Γιατί οι εβραίοι στην Καστοριά ήταν ο πυρήνας. Ο εμπορικός της πόλεως. Γιατί αυτοί είχανε το εμπόριο. Των μαγαζιών. Και ήταν και πάρα πολλά χρόνια. Και είχανε σωματωθεί με τους. Με την πόλη. Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν γιατρός. Και επειδή είχε σπουδάσει στη Γαλλία. Ήξερε πάρα πολύ καλά γαλλικά. Ήταν πάντα ο αγαπημένος των γιαγιάδων των ευρωπαϊκών σπιτιών. Ήταν ο γιατρός τους. Γιατί μίλαγαν και γαλλικά μαζί του. Υπήρχαν πολλές ιστορίες για αγρίους. Οι οποίοι δεν έχουν τώρα. Ήχανε πολύ μεγάλο δεσμό. Όχι μόνο με τον κόσμο αλλά και με το ραβίνο. Και με τον πρόεδρο της κοινότητας. Ήχε ο πατέρας με επαφές. Δηλαδή λόγω του επαγγέλματος του πατέρα. Όχι μόνο λόγω του επαγγέλματος του πατέρα. Λόγω του χαρακτήρα και της ποιότητας της ανθρώπινης. Όλα τα στοιχεία που βρίσκεις στις σχέσεις των ανθρώπων. Πρέπει να υπάρχει και μία ποιότητας ανθρώπινη. Και μία ευρύτητα μυαλού και πάρα πολλά πράγματα. Εγώ ήταν η καλύτερη μου φίλη και η πρώτη φίλη που είχα στη ζωή μου ήταν εβραία. Και θυμάμαι πάντα από παιδί εκτός από το ότι η αγιά μου δεν ξέρω αν πρέπει να το πω. Αλλά επειδή ήμουνα μόνη μου δεν είχα αδερφάκι και με τη Λιλήκα είχα πολύ μεγάλο δεσμό. Έλεγε τις κοπέλες που είχαμε πήγαινε να φωνάξει την Αγία Λιλήκα κι ας είναι και εβραία δηλαδή επειδή την έλεγε Αγία. Διότι μόλις έμπνουν η Λιλήκα στο σπίτι ήμουνα τόσο ευτυχισμένη που δεν έκανα φασαρία και δεν τους ενοχλούσα. Ήταν το χαρακτηριστικό όλες τις οικογενείας ότι ήταν ενσωματωμένοι. Όταν δε το Σάββατο πηγαίναμε μαζί στην Συναγωγή και μου είχαν κάνει εντύπωση τα κασκόλτα άσπρα που φοράγαν τα μακριά και τα καπέλα. Οι άντρες ήταν για μένα κάτι αλλιώτικο και κρατηγόμασταν χέρι-χέρι και πηγαίναμε μαζί και την Κυριακή ερχότανε μαζί μου στη Μητρόπολη. Την Λιλήκα που τη γνωρίσατε στο σχολείο ή στη γειτονιά? Όχι στη γειτονιά και μετά πηγαίναμε μαζί στο σχολείο γιατί είμαστε συνομήλικες. Πώς ήταν το επίθετο της οικογένειας? Κονφίνου. Και είχε αδέρφια η Λιλήκα? Τι είπατε? Ναι, ναι, είχε τη Ρίτα που ήταν μεγαλύτερη, είχε τον Μπέννη ο οποίος ήταν 16, η Ρίτα θα ήταν 17, ο άλλος ήταν 16, η Λιλήκα είναι η τρίτη. Δηλαδή τρία παιδιά είχαν οι Κονφίνου. Αλλά ήταν παραδοσιακές οικογένειες. Ζούσε ο παππούς, η γιαγιά, η μυνήφη, ο πατέρας της, τα παιδιά, ο αδερφός του πατέρα της που δεν ήταν παντρεμένος, δηλαδή όλοι μένανε μαζί, είχαν μεγάλα σπίτια και ήτανε πατριαρχικές οικογένειες. Πόσο κοντά στο σπίτι σας ήταν το σπίτι σας? Α, ούτε 100 μέτρα, ίσως και λιγότερο, δηλαδή μας χώριζαν, επειδή ήταν μεγάλο το σπίτι, ο κήπος μας όχι το σπίτι, ήταν ακριβώς το πίσω μέρος, το τέλος του κήπου μας, ήταν η πόρτα του κήπου τους, δηλαδή διαγωνίως πολύ κοντά. Και μόνη μου μπορεί να πήγαινε, αλλά πολλές φορές με πηγαίνανε ή την φέρνανε, γιατί όλη την ώρα ήμασταν μαζί. Είσαστε στην ίδια τάξη το σχολείο? Στην ίδια τάξη, ναι. Υπήρχανε και άλλα παιδάκια που κάνανε παρέα, κάνανε την Λιλήκα ή άλλα εβρεάκια, που είχαν την ίδια σχέση, την ίδια εγκαρδιότητα. Να σας πω, δεν θυμάμαι. Στην γειτονιά, η σχέση δικιά μου ήταν αυτή. Και στη γειτονιά ήταν και άλλα παιδιά. Και παίζαμε όλα μαζί. Αλλά το πόσο δυνατή ήταν η σχέση και τα λοιπά, δεν θυμάμαι, δεν μπορώ να μιλήσω. Υπήρχανε παιδάκια που, όπως εσείς πήγατε στη Συναγωγή, έρχονταν και αυτά στη Συναγωγή. Όχι, όχι, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι. Μπορεί να υπήρχανε, δεν το θυμάμαι. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερη σχέση που είχαμε. Δεν θυμάμαι, όμως ίσως ήταν η Λικία και δεν είχα δώσει και σημασία στο γεγονός. Δηλαδή το θεωρούσα δεδομένο το να υπάρχει, να έχω μια πολύ καλή φίλη. Πώς ήταν η σχέση των υπολοίπων Καστοριανών και τους Εβραίους της Καστοριάς? Νομίζω ότι δεν είχανε προβλήματα. Τώρα πάντα σε μια κοινωνία, ιδιαίτερα όταν υπάρχει μια καινούργια, ένας άλλος κόσμος, δημιουργούνται ορισμένες αντιθέσεις, λογικά έτσι πιστεύω, μα είτε γιατί είναι το συμφέροντά τους τα οικονομικά, τα εμπορικά, μπορεί να είχανε διαφορές, αλλά εγώ δεν είχα αντιληφθεί κάτι τέτοιο. Δεν θυμάμαι δηλαδή να τσακώνουν, να υπάρχουν διαφορές, δεν τα θυμάμαι. Και οι άνθρωποι ήταν σκοτπισμένοι. Υπήρχε η Εβραϊκή βέβαια, μια περιοχή που ήταν όλη μαζεμένη προς τη μεριά της Μητροπόλεως, δηλαδή προς το κάτω μέρος, ψηλά όμως, όχι χαμηλά κτλ. Αλλά υπήρχαν και μέσα στην Καστοριά, σε διάφορα μέρη, υπήρχαν σπίτια εβραϊκά. Ήταν όλοι μαζεμένοι κάπου και για να βγούνε ήταν πρόβλημα. Βεβαίως είχαν μια σχέση δικιά τους μεταξύ τους, πολύ πιο στενή από ό,τι είχαν με τους Καστοριανούς. Γιατί ήταν συγγενείς μεταξύ τους, ξαδέρφια. Εγώ θυμάμαι τον Κομφύν, ήταν ξαδέρφια με τους Καλέφι, που είχαν τους Μήλους και τα κορίτσια μεγαλώναν μαζί και κάνανε παρέα και σε σχολιά γυρίζανε μαζί, προπατάγανε, πήγαιναν βόλτα. Αυτό δεν θα πει ότι δεν είχαν καλή σχέση με τους Καστοριανούς, ότι υπήρχε λόγος, ήταν λόγος κοινωνική. Διαμορφώνεται μια κατάσταση, όταν αποτελείς μέρος μιας άλλης κοινωνίας, η οποία από μόνη της παίρνει μια άλλη μορφή, όχι ότι ευθυνότανε κάτι που να υπάρχουν διαφορές και καυγάδες, ή να μη τους θέλουν, ποτέ δεν το θυμάμαι αυτό το πράγμα. Έχετε κάποιο παράδειγμα να μου αναφέρετε για ανητικές σχέσεις, για κάποιος να αναφέρεται ανητικά, να παραπέμπει ανητικά προς τους Εβραίους, ακόμη ακόμη και τη Μεγάη Βδομάδα παραδείγματος χάριν. Εγώ να σας πω δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο. Λέγανε ότι, αυτό το έχω ακούσει όχι σε σπίτι μου, ότι όταν είναι ζωηρά τα παιδιά, οι Εβραίοι τα βάζουν στο υπόγειο και τους πίνουν το αίμα. Όπως σου λένε, ο μπαμπούλας ήρθε, ξέρεις, κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό είναι ένα άκουσμα, το οποίο δεν νομίζω ότι έχει κάποια σχέση με την επαφή που είχανε οι μεταξύ τους οικογένειες, η κοινωνία. Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ίσως επειδή είχε σταυρωθεί ο Χριστός και τρέχει στο αίμα, δεν ξέρω τι, γιατί λέγανε ειδικά για το αίμα. Κάτσε φρόνιμα, γιατί θα συμβεί αυτό. Αλλά όχι σπάνια, περισσότερο ήταν ο μπαμπούλας. Και οι μπαμπούλες λέγανε για τις γριές ότι θα έρθει η μπαμπούλα να σε πάρει για κάτι τέτοιο. Ο γύφτος, η γύφτησα, ξέρεις, διάφορα τέτοια. Αυτά ήταν της εποχής τα φρούτα, που δεν μπορείς να τα διανοηθείς σήμερα, ότι το παιδί σου θα το απειλήσεις ή θα το τιμωρήσεις, θα το φοβερήσεις για να πετύχεις κάτι. Εσάς σας σχολιάσα κανένας από το παιδί γύρω της? Όχι, όχι, καμία, καμία. Ούτε η οικογένεια της μαμάς μου, ούτε του μπαμπά μου, ούτε τίποτα. Όχι από την άμεση οικογένεια. Όχι, όχι, καμία, και δεν θυμάμαι ποτέ να υπάρχει. Αφού πολλές φορές, ειλικρινά, ντρέφομαι που το λέω, γιατί είμαι μεγάλη πια, αισθάνομαι τον υδρότα του χεριού της μέσα στο δικό μου χέρι. Γιατί μέσα στο χέρι και μία προς και την άλλη. Δηλαδή υπήρχε μία αμοιβεώτηση σχέση. Δεν ήταν ότι εγώ την επαιδίωκα ή δεν την ήθελα και με ήθελε εκείνη και τα λοιπά. Και εκτός του ότι η ηλικία ερχόταν στο σπίτι σας... Και όπιγαινα. Και όταν τους διώξεν από το σπίτι τους και πήγαν σε ένα άλλο σπίτι πιο πάνω στο τουαρσί, που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχαν βέβαια, πάλι πήγαινα. Και θυμάμαι συγκεκριμένα μία φορά που ήταν η γιαγιά και καθάριζε φακή. Και όπως την καθάριζε τη φακή, εμείς παίζαμε δίπλα με την ηλικία. Και εγώ πήρα ένα σποράκι και το έφαγα. Και φαίνεται μ' άρεσε. Και ξαναπήρα πάλι άλλο ένα και μου λέει, έλα να τυφάσαι όλοι και δεν θα έχουμε τι να μαγειρέψουμε. Θα τούγα τη φακή την άβραστη. Ξέρεις, κάτι τέτοιο δεν είχαμε δηλαδή. Ύστερα πάντα είχαμε πάρα πολλά δώρα και το Πάσχα τους. Ήταν και δικό μας Πάσχα. Διότι μας φέναν τα αυγά τα ψητά, μας φέρανε τα άζυμα, τα κουλούρια. Ό,τι κάνανε για το Πάσχα τους, στέλναν και σε εμάς και είχαμε και εμείς πάντα. Ή εγώ πήγαινα στο σπίτι τους, όταν κάνηκαν η μαμά κουραμπιέδες, τους πήγαινα κουραμπιέδες με λωμακάρουνα. Γιατί είχαμε μια τέτοια επαφή ανθρώπινη. Δεν θυμάμαι δηλαδή ούτε μνησικακίες, ούτε διαφορές. Και ο πατέρας μου ήταν ιδιαίτερα τους συμπαθούσε. Δεν είχε κανένα λόγο να μην έχει καλή σχέση μαζί τους. Και όταν τον πληροφόρησαν ότι θα έρθουν οι Γερμανοί, γιατί καμιταλούσε εμείς, για αυτό και άλλησα να φύγουν, και ο πατέρας μου λόγω των συγγλώσσας, δηλαδή το ότι ήξερε γαλλικά καλά και τις σπουδείς του, ήταν πολύ φίλος με τον πρόεδρο του Διεθνού Σελβετικού Σταυρού, που αφορούσε τις κατεχόμενες χώρες, δηλαδή να δουν τις καταστάσεις, θέλανε κάτι τρόφιμα, κάτι γάλατα, κάτι διάφορα, και ο κύριος Βέγκερ ερχόταν στην Καστοριά, και επειδή δεν υπήρχε παρά ένα μικρό ξενοδοχείο, έμενε στο σπίτι μας. Και κουβέντιαζε με τον παπά μέχρι τα ξημερώματα, τα διάφορα, γιατί του άρεσαν το πατέρα μου, και του είπε πρέπει να ειδοποιήσετε τους ανθρώπους, γιατί έχω πληροφορίες ότι θα φύγουν οι Ιταλοί και θα έρθουν οι Γερμανοί, οπότε κινδυνεύουν να τους πάρουν. Και την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε ο Βομπάς και πήγε και βρήκε και το ραβίνο, και τον πρόεδρο του κοινότους, και του είπε ότι έχω σοβαρές πληροφορίες, ότι πρέπει, ότι πρόκειται να αλλάξει η φρουρά και θα είναι σβάρος σας, γι' αυτό κοιτάξτε να φυλακτείτε και να φύγετε. Και το βιώσμα τι θα γίνει, του είπανα. Ήθελα να σας ρωτήσω μερικά πράγματα, γιατί δεν μπορώ να τα εντοπίσω χρονικά. Μου είπατε ότι τους υποχρέωσαν να πάνε σε άλλο σπίτι από την φειτογραφία. Ναι, ναι, ναι. Αυτό ποιος το έκανε, οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί? Δεν θυμάμαι, οι Ιταλοί πρέπει να το κάνανε, γιατί θέλαμε το σπίτι επειδή ήταν κεντρικό και είχε μεγάλο το μαγαζί τους κάτω, δεν ξέρω τι το κάνανε, και πήγαν σε ένα σπίτι που ήταν μικρότερο, στον ίδιο δρόμο, αλλά μετακόμισαν, φύγανε. Εγώ τους θυμάμαι και εκεί. Ήθελα να σας ρωτήσω πώς αλλάζει η ζωή των Καστοριανών, από τη στιγμή που κατακτούνε την πόλη οι Ιταλοί και εγκαθίστανται. Γίνανε μερικές, πήραν φυλακή σαν κόσμο, είχαν γίνει μερικές εκτελέσεις, εμένα με έστελνε η μαμά μου σε κάτι φύλλο στον παπά να τους πάω φαΐς μέσα στην Καστοριά, όχι σε φυλακή. Θυμάμαι που άκουγα τα πρωινά, γιατί οι εκτελέσεις γίνονταν ξημερώματα και σκοτώναν ανθρώπους. Και μετά καταλάγιασε το η ιστορία. Θυμάστε ονόματα των εκτελεσθέντων. Όχι, δεν θυμάμαι καλή μου. Ανάμεσα σε αυτούς που εκτελέστηκαν επί Ιταλικής κατοχής, υπήρχαν και Εβραίοι. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να θυμάμαι δηλαδή ποιοι ήταν αυτοί. Θυμάμαι ότι ήταν και πολλοί του μπαμπά Φίλι και τους πήγαινε με φαΐ για το μεσημέρι, γιατί ταλαιπωρούντο. Από εκεί πέρανε κόσμο και τον τουφεκίζανε, αλλά ούτε γιατί, ούτε αν ήταν οι Ιδρυαιλίτες. Και τι αλλαγή αισθανθήκατε όταν αντικαταστάθηκαν οι Ιταλοί, όπως σας είχε προηγουδιάσει ο Τυρίος Βέγγελ από τους Γερμανούς. Τι άλλαξε. Δεν νιώσαμε καμιά διαφορά ιδιαίτερη. Και μάλιστα εμείς ήταν και μια ειδική περίπτωση του πατέρα μου, ο οποίος ήταν εναντίον του κινήματος του βουνού. Διότι λόγω της περιοχής πίστευε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν πατριώτες, ήταν άνθρωποι που θέλαν την εκτονόμηση της Μακεδονίας. Και αυτό ήταν που τον πόναγε και είχε έναν αγώνα, ώστε να μην δέχεται ότι μπορεί να φύγει ένας γνωστός του, για να πεί σε έναν παλικάρι, πήγαινε στο βουνό για να ελευθερώσει την Ελλάδα. Διότι ο πατέρας μου είχε πάει δύο φορές σε θελοντής και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στο δεύτερο. Έξι χρόνια ήταν φαντάρος, έφευγε από τη σπουδή του και ήταν φοβερά Έλληνας και πατριώτης. Και έλεγε ότι αν ήξερα ότι ήταν μια εθνική ιστορία, από τους πρώτους θα ήμουνα εγώ. Αλλά επειδή είχε αναγκατευτεί με τους Ιταλούς και ο Κάλτσεφ και ένας, ήταν την αυτονόμηση, πάντα η περιοχή αυτή είναι λίγο νεφελόδης, δεν ήταν ποτέ καθαρή. Γιατί είναι τα σύνορα και από τις τρεις μεριές και πάντα ήταν μεταξύ δύο καταστάσεων. Δεν είχαν τη σιγουριά της υπολύπω ελλάδος που ήταν πιο κατεχειρωμένη λόγω συνόρων, ίσως και λόγω βλέψεων των γειτόνων. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω τι συνέβαινε. Αλλά ο πατέρας μου λοιπόν, όταν επειδή είχε μια πολύ καλή δουλειά και απήχηση και σαν άνθρωπος και σαν επιστήμον, όταν άρχισε το ΕΑΜ να κινείται, πήγαινα και τον ρώταγα να πάμε στο βουνό γιατρέ, γιατί ήρθανε μας... Ποιος τον ρώταγε? Οι χωρικοί, οι περιφέρια. Και τους έλεγε, μπαμπάς προς Θεού, δεν είναι Έλληνες αυτοί, δεν είναι σωστό, δεν είναι τούτο. Και είχε δηλαδή μία αντίθεση και είχε δημιουργηθεί μία... είχε μία κακή εικόνα απ' τους έξω σαν άνθρωπος που επηρέαζε έναν κόσμο, γιατί μπορεί να πήγαιναν και να του τόλεγαν και να τους τάλεγαν και όλες, ότι δεν μας αφήνει ο Τσεμάνης, ξέρω εγώ, να πάμε. Και... αλλά ο μπαμπάς δεν ενοχλούσε κανέναν, δεν βγαίναμε, δεν φεύγαμε από την Καστοριά, δούλευε στο νοσοκομείο, στο ιατρίο του και τα λοιπά. Λοιπόν, όταν έφυγαν οι Ιταλοί, εμείς δεν είχε πει ο Βέγγερ ότι θα φύγουν και θα μείνουν 24 ώρες στην Καστοριά χωρίς φρουρά. Φύγανε, ήτανε τότε που είχε γίνει η ιστορία με τον Μπαρτόλιο κτλ. Φύγαν οι Ιταλοί τα απόγευμα στις 6, άδειασε δηλαδή, όλοι περάσανε πέξω από την πλατεία κτλ. Και την άλλη ημέρα το πρωί, την άλλη ημέρα το μεσημέρι, ήρθαν οι Γερμανοί. Μόλις λοιπόν φύγαν οι Ιταλοί, ήτανε μια πολύ δύσκολη εμπειρία για μας, ο πατέρας μου το είδε και λέει της μαμάς μου, παίρνει μια ιατρική τσάντα, βάζει ένα πιστόλι που είχε και το είχε ο γιος αδερφός μου, το όχι, και είπε ότι εγώ δεν ξέρεις πού πάω, θα φύγω και αν έρθανε με ζητήσουν πραγματικά δεν ξέρεις. Και άρχισε επειδή πήγαινε επισκέψεις στα σπίτια, να πηγαίνει στα σπίτια τα διάφορα και να τους βλέπει ξέρω εγώ και μετά να πηγαίνει σε ένα άλλο. Μόλις στάνει η ώρα... Συγγνώμη, ως γιατρός πήγαινε? Όχι, πήγαινε... Σε ποιες σπίτια πήγαινε? Ανθρώπων φίλων του, όχι φίλων του, πελατών του κτλ. Εβραίων? Όχι, δεν πήγαινε γιατί πήγαινε σε αυτός που ξέρω από παιδί, ξέρει. Και τελικώς βρήκε ένα σπίτι το οποίο ήταν κατοίκητο Καστοριανό διότι η οικογένεια ήταν στην Αμερική κτλ. Του είπε λοιπόν η κυρία που είχε τα κλειδιά η γειτόνισσα ότι μπορείς να πας να μείνεις εκεί και του λέει μην τυχόν και πεις ότι ξέρεις πού είμαι γιατί θα έρθουν οι Γερμανοί και οπότε δεν θα κινδυνεύω πως κινδυνεύω τώρα. Πραγματικά μας βρήκαν πάρα πολύ άσχημα, μπήκαν στο σπίτι, εμένα η μαμά μου με διώξε και ο μικρός Βασίλης ήταν πολύ μικρός και με πήρε η αδερφή του πατέρα μου και φύγαμε και πήγανε στο σπίτι και ψάχνανε να βρούνε το μπαμπά και να με ξυφωλώχιες και τρυπάγανε τα στρώματα και τρυπάγανε τις ντουλάπες και ψάχνανε από κάτω από τα κρεβάτια και ξέρω εγώ. Η μαμά ήταν τότε έγκυος τον μικρό και την άλλη μέρα το πρωί που πήγα εγώ από τη θεία μου το σπίτι, με στείλανε να πάω να δω τι γίνεται και ήδη είχαν μπει οι αντάρτης με βουλγάρικα τραγούδια, δεν τραγουδάγανε ελληνικά και είχανε στα ισκάνες από τα όμπλα κόκκινα τριαντάφυλλα, ήτανε το σημείο το χρώμα του κόμματος. Αρχίσανε να βγάζουν λόγους και οι βουλγαρικά και οι ελληνικά και τα λοιπά και κάνουνε... Κύριε Γαλάνη εσείς τα είδατε αυτά που μας έφυγες. Πέρα, αυτά έζησα και πολύ έντονα γιατί σε δύο σημεία είχανε βάλει ανακοινώσεις ότι όποιος κρύβει τον πατέρα μου θα του φεκιστεί εφόσον τον ανακαλύψουν ότι είναι στο σπίτι αυτό, δηλαδή ήταν πολύ επικίνδυνος ανάθρωπος και ήταν καταδικασμένος ο μπαμπάς μου και άλλοι δύο αξιωματικοί του ελληνικού στρατού. Θυμάστε μέχρι τι ώρα κάθισαν οι αντάρτες εκεί? Ναι, την άλλη μέρα κατά τις 12 το μεσημέρι μπήκαν οι Γερμανοί, δηλαδή ήρθαν οι Γερμανοί και ακούσαμε κάτι πολυβόλα και τα λοιπά. Γιατί επειδή η Καστοριά είναι Τσέχη της δύο εξόδους, από μια μεριά μπήκαν οι Γερμανοί και από την άλλη φύγαν αυτοί. Και ο πατέρας μου βέβαια ήταν στο χώρο αυτό που ήτανε μόνος του. Και μπήκαν οι Γερμανοί και όταν… Και εσείς τους είδατε τους Γερμανούς να μπαίνουν? Όχι, γιατί δεν ήτανε, τους είδα, γιατί ακούγαμε τα πολυβόλα που πλησιάζοντας πολυβολούσαν συνέχεια και μάλιστα μου είχε πει η μαμά μου ότι δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπαίνει ο εχθρός στην πόλη μας και θα σώζεται ο άνθρωπός μου. Γιατί ήτανε παράλογη η όλη ιστορία και το συνέστημα που ένιωσε. Και πράγματι μπήκανε οι Γερμανοί και ύστερα από λίγο ήρθε ο πατέρας μου, ο οποίος μου λέει ο Βασίλης ότι έχει γράψει ένα γράμμα πάρα πολύ ωραίο εκεί μέσα και αποχαιρετώντας τη μαμά μου και καθιστώντας ουρισμένους ανθρώπους, αναγνωρίζοντα δηλαδή ορισμένα πράγματα και πάει την άλλη μέρα το πρωί, αφού ήρθε στο σπίτι, παρουσιάζει στην κομμαντατούρ και του λέει… του δείχνουν τα χαρτιά του, τον είχαν επικηρήξει και του λέει μάλιστα και του έκανε εντύπωση του μπαμπά, του λέει ο αρχηγός της κομμαντατούρ, πώς λέει εσείς που δεν συνεργαζόσασταν με τους Ιταλούς, δεν ήσασταν με τους Αντάρτες, δηλαδή ότι δεν πρέπει να ήταν εχθρός εφόσον δεν ήταν με τους Ιταλούς, ήταν με τους Ιταλούς εχθρός. Και τελικώς του ζήτησε ότι όταν θα χρειαστεί και θα μπορέσει θα ήθελε να έχει ένα πασπόρ για να μπορέσει να πάει στη Θεσσαλονίκη. Από τη στιγμή που μπαίνουν οι Γερμανοί, τι άλλαξε στη ζωή σας? Σε εμάς όχι, αλλά στους Ισραηλίτες έτσι πάρα πολλά, καταρχήν τους βάλαμε το αστέρι που δεν είχαν. Θυμάστε ποια εποχή ήταν? Πρέπει να ήταν αρχές του χειμώνα, δηλαδή αρχές του χειμώνα ήταν, δηλαδή φθινόπωρο, γιατί δεν τους πήραν αμέσως τους Ιταλούς. Ήσαι αρχής στο σχολείο? Δεν θυμάμαι. Στη ζωή της Λιλήκας τι άλλαξε? Εγώ πιστεύω ότι δεν πίστευαν ποτέ, παρόλο ότι πρέπει να είχαν πληροφορίες, διότι ήταν αυτούς τελευταίους, δεν ήταν αυτούς πρώτους. Δεν είχαν πιστέψει ότι είναι πολύ επικίνδυνο αυτό το οποίο θα συμβεί, διότι ετοιμαζόντουσταν για να πάνε. Δηλαδή, η Λιλήκα της είχαν κάνει γκολφ παντελόνια από μάλινο, από ύφασμα ανδικό, όχι ανδικό, από χοντρό πανί μάλινο, για να κάνει, γιατί θα κάνει κρύο. Είχαν παραγγείλει αρβηλάκια, της είχαν βάλει καπέλα σαν κουκούλες για το κεφαλάκι της. Της είχαν, την μαζόντσαν όλοι, την είδε οι άντρες από ό,τι ξέρω από έναν φίλο του πατέρα μου, πηγαίνανε στο, είχε παπουτσίδικο κάτι ξέρε, έφυγανε κιόλας και που λέγε, το πήγαιναν και ανοίγανε τις όλες από κάτω και βάζανε λίρες ανάμεσα από τα δύο δέρματα για να τα πάρουνε μαζί τους, δηλαδή να έχουνε κάποια χρήματα κρυμμένα. Εσείς το είδατε αυτό σε καμιά περίπτωση, ή ξέρατε εβραίους, δηλαδή παραδείγμα, όσχαρη, το κάνανε οι γονείς της Λιλήκας. Α εντο μεταξύ, όταν πρώτο ήρθαν οι Γερμανοί, ήρθανε οι Λιλήκας οι γονείς της και φέρανε πράγματα στο σπίτι του δικό μας. Αλλά επειδή μείνανε δυο τρεις μήνες, τους είπα ο μπαμπάς ότι εγώ ευχαρίσα να τα κρατήσω κάτι σακουλάκι, κάτι πραγματάκι, ένα πάπλωμα θυμάμαι με ατσλάζι, ξέρετε εκείνης εποχής, κάτι μπομπονιέρας κρυστάλλινες που ήταν ακριβές πυρογόγου, πιστεύω μάρας δηλαδή, δεν είχαν ένα σπίτι μεγάλο και όταν είδαν ότι περνάει ο καιρός και δεν τους παίρνουνε, παρά το σημείο είχαν μόνο τα αστέρι και τη μαζόνσανε, ήρθανε και τα πήρανε τα πράγματα και τα πήρανε γιατί είχαν ησυχάσει ότι δεν θα τους φτιάσουν εκείνους. Και όταν ήρθε η Ρίτα από την ιστορία αυτήν, η κόρη που παίζησε, πήγε στη μαμά και στο μπαμπά και τους είπε ότι τα πράγματα που μας σας είχαμε φέρει, γιατί δεν θυμόταν και αυτοί οι παιδάκια τώρα όλοι, τα πήρανε, δεν έχω τίποτα, ένα σακουλάκι είχαν και έχω κάτι δαχτυλιδάκι φτεινά έτσι όχι ιδιαίτερα κρυβά, λέει αυτά είναι, πάρτε τα γιατί είναι δικά σας, έχω τα έχω φυλάξει μαμά, τα είχε στο σερτάρι. Και του είπε όλη την ιστορία και την τελεπόρια που είπε στην και από εκεί έφυγε, πήγε στο Παρίσι και παντρέθηκε στην Βραζιλία και τα έμαθα πριν από λίγο ότι πέθανε τώρα. Ήθελα να σας ρωτήσω πόσο καιρό από τη στιγμή, καταρχήνα αν φορούσε η λιλήκα αστέρι. Φορούσαν όλοι και τα παιδιά. Και από τη στιγμή που το βάλανε πηγαίνατε σχολείο, ερχόταν με το αστέρι στο σχολείο. Θυμάμαι, δεν μπορώ να θυμάμαι αυτή τη λεπτομέρη αλλά τα αστέρι και τα θυμάμαι που τα φοράγαν όλοι, άντρες και γυναίκες και τα παιδιά. Θυμάστε και τη λιλήκα. Ναι, ναι. Αλλά δεν θυμάμαι αν το φόραγε, δεν το φόραγε. Δεν θυμάμαι καθόλου αυτή την περίοδο. Δηλαδή αυτή τη λεπτομέρεια. Για πόσο καιρό. Πάντως μείνανε δυο μήνες μετά, δεν φύγαν αμέσως. Δεν τους πήραν αμέσως, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Δεν είχαν χώρο να τους βάλουν, ξέρω εγώ να πω είναι μακάβρυ αυτό που λέω, γιατί καθυστέρησαν. Και μετά μια μέρα τους μαζέψαν όλους και τους πήγανε δίπλα στο σπίτι μας, στην απάνω μεριά. Αυτή τη μέρα είχαν προειδοποιηθεί, εσείς το ξέρατε ότι θα τους μάζευαν. Ναι, το είπανε, γιατί κλείσανε τους δρόμους, να τους πάρουνε κτλ. Αλλά τους κράτησαν δυο μέρες και στο σπίτι αυτό που είναι, υπάρχει ακόμα. Τους πήγανε δυο κονάκια τουρκικά, τα οποία ήταν στην επάνω μεριά, την αριστερή μεριά του σπιτιού μας. Και το ένα το είχανε κάνει γυμνάσιο και το άλλο ήταν κατοικούς σε μια οικογένεια. Και τους πήγανε στο ένα το μεγάλο εκεί, το οποίο είναι τριόρφω, υπάρχει ακόμα, μπορεί να το δείτε. Είναι κοντά στο μνημείο που έχουνε κάνει για τους Εβραίους οι Καστοριανοί. Εσείς τους είδατε πώς τους πήγανε σε αυτό το κονάκι. Όχι, αλλά εγώ πήγα στο κονάκι γιατί πήγανε εδώ τη Λιλήκα και να της πάω φαΐ, να της πάω φαΐ. Πώς ξέρατε ότι θέλενε φαΐ. Γιατί τις κρατώσανε, ήταν δυο μέρες. Εκείνοι είχανε πάρει, είχανε ετοιμάσει φαΐ να πάρουνε μαζί τους. Η Λιλήκα το φαΐ που είχανε ετοιμάσει το είχε βάλει σε μια σάκα δερμάτινη του σχολείου, η οποία ήταν με στάμπα, ξέρεις, κορκοδήλου, τέτοιο πράγμα. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ πολύ πολύ τέλεια για να έχεις σε μια τέτοια τσάντα. Και όταν πέρασαν οι άλλοι, μου λέει ο γομπάς πρέπει να πάμε φαΐ. Έμαθα ότι μπορείς να πας, δηλαδή τους αφήνανε και εγώ πήγαινα στην πόρτα, άνοιξαν την πόρτα και τους έδωσα. Και ο κύριος μου έδωσε την τσάντα τη δικιά της που ήταν άδεια για να τη θυμάμαι, η οποία μύριζε τυριά, ξέρεις, και την άρμη φαίνεται αυτά που είχαν. Και την είχα εγώ πολλά χρόνια την τσάντα αυτή. Και μετά δεν την ξαναείδω. Μπορείτε να μου περιγράψετε αυτή τη σημάνιση με τη λιλήκα? Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολα για μένα, ότι έκλαιγα σαν μωροπαιδί κτλ. Εγκαλιά, σφυγιά, πράγματα, τους έδωσα το φαΐ, μου δώσανε το δικιά. Λιλήκα αμέσα καν, γιατί όπως άνοιξε η πόρτα, ήταν όλοι μαζεμένοι και καθισμένοι γύρω γύρω, γιατί ήταν πολύ για να χωράνε στο χώρο, αυτός ο μεγάλος και να'τανε. Και ήτανε κόσμος δηλαδή, αλλά η λιλήκα ήρθε και να τα πάρει και να με δει. Οπότε σας είδε η λιλήκα. Ναι, την μαμά της δεν την είδα και τον παπά της. Είδατε άλλους Εβραίους που τους αναγνωρίσατε σε αυτή τη μάζοξη? Όχι, αλλά κόσμο πολλοί, θυμάμαι. Ήθελα να σας ρωτήσω, υπήρχαν άλλοι σαν εσάς, που να πήγαιναν φαγητά στους Εβραίους, που ήταν υποκράτηση. Δεν θυμάμαι. Δεν είδατε εσείς. Πάντως πρέπει, γιατί του μπαμπά μου το είπα, ότι μπορείς να πας φαΐ. Άρα πήγαν κι άλλοι, από αυτές τις πλευράσεις δηλαδή, αλλά ξέρετε σε αυτή την ηλικία και με όλη αυτή την διδαραχή, που δεν είναι ότι έχουν περάσει τα χρόνια μόνο, γιατί ήταν τόσο έντονη στιγμές που θα το θυμόμουν, αλλά έρχονται δευτερεύοντα αυτά, αν πήγαιναν άλλοι ποιοι ήταν ή άλλοι ποιοι, δεν ήταν θέματα. Εμένα με απασχολούσε να δω τη φίλη μου, να βοηθήσω τη φίλη μου, έστω πηγαίνοντας κάτι, και να πονάω, γιατί ξέρω ότι την παίρνουν. Δηλαδή δεν είχα περιθώρια για να κάνω άλλες σκέψεις, καταλάβατε. Πόσα άτομα περίπου ήταν εκεί, έτσι πώς άνοιξε η πόρτα και τους είδατε. Γεμάτος ήταν ο χώρος, ένας χώρος μεγάλος, ήτανε καθισμένοι κάτω, γιατί που να καθίσουν, και ήταν και άλλα δυο πατώματα πάνω, γιατί ήταν εγκύρωσης πόσοι είχανε τελικώς πιάσει, 850, 900, κάτι τέτοιο, ήταν πολύ άνθρωποι. Ποιος τους ανθρώπους αυτό το κονάκι, ποιος τους φύλαγε απ' έξω. Και η Κεστάπο, ήτανε η Γερμανή, ποιος να σφυλάει δεν ήτανε. Εκτός από την Κεστάπο υπήρχαν άλλοι. Δεν θυμάμαι, δεν είδα δηλαδή, δεν θυμάμαι. Υπήρχανε, υπέπεσε στην αντίληψή σας, Εβραίοι που ακολούθησαν τη συμβουλή του πατέρα σας. Όχι, δεν φύγανε. Δεν φύγανε. Και όταν τους είπαν, και τι θα γίνει το γιος μας και πού θα πάμε, ο μπαμπάς μου, παρόλο ότι είχε τις θέσεις να μην πας στους αντάρτες, γιατί δεν είναι Έλληνες, γιατί είναι για κακό της πατρίδας, κτλ, τους είπες στους αντάρτες να πάτε. Δηλαδή, φύγετε στα γουνά. Γιατί δεν υπήρχε καλλιλήσεις και πού να πηγαίνανε, ιδιαίτερα με τα πόδια. Γιατί δεν ήτανε, δεν ήτανε εύκολη η μετακίνηση τότε. Και μετά φέρανε κάτι James μεγάλα, τα οποία σταματήσανε μπροστά στην πλατεία που ήταν τα σπίτι μας. Εσείς το είδατε αυτό. Ναι, βέβαια. Και τους φέρανε και τους ανεβάζανε πάνω στο James. Είχανε μια σκαλίτσα από πίσω, θυμάμαι και τους ανεβάζανε. Και οι ενταματαξύκανε να παγορεύσουν την κυκλοφορία. Και εγώ καθόμουν μέσα στο παράθυρο, γιατί μεσολαβούσε ένα σκήφος μικρός μπροστά. Και την ώρα που ανέβηκε η λιλήκα, την τελευταία ματιά που έριξε, ήταν στο παράθυρό μου για να με βει. Γιατί καταλάβαινα ότι έφευγε, όχι ότι θα πάνε και θα τους βερθούν όπως τους φέρθηκαν. Και εγώ από εκεί και πέρα κατέραψα, γιατί ήταν το τέλος μιας σχέσης και μιας ιστορίας. Και ήταν και η πρώτη πίκρα που πήρα στη ζωή μου. Και αυτό γίνεται πάρα πολύ έντονη. Δεν είναι, δηλαδή, απλώς ένα γεγονός που μπορεί να το ζήσει ο καθένας και με διάρκεια της ζωής του. Ήταν πάρα πολύ έντονη. Της λιλήκας ήταν η πρώτη και η δεύτερη ήταν που χώρισε η αδερφή της μαμάς μου. Και εγώ ελάτρευα τον άντρα της. Και έχασα το θείο μου, κατά κάποιον τρόπο. Αυτό εδώ έγινε μέσα στην κατοχή? Ναι, αμέσως μετά. Η δεύτερη, αλλά η λιλήκα ήταν η πρώτη. Κι η δικιά μου η συμμετοχή συναισθηματική ήταν η λιλήκα. Και μετά που έχανα τον άνθρωπο που αγαπούσα. Ήταν η γιατρός και ήταν άντρας. Εδώ μένει στην Αθήνα. Και έγραφε η γιαλιά μου ένα γράμμα που εγώ δεν ήξερα και τι θα πει. Ευτυχώς η αδερφή σου διαζεύχθη. Και το διαζεύχθη ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Δεν ήξερα τι είναι. Που είπα ότι χώρισαν. Εγώ να το δάκρυ και να το κλάμα που αρρώστησα με την ιστορία. Λοιπόν αυτή ήταν η δεύτερη που πήρα μαζεμένα. Κυρία Γαλάνη, πόση ώρα κράτησε η μεταγωγή των Εβραίων που τους βάλασαν στα φορτηγά μέχρι να φύγουν. Και τι ώρα της μέρας ήταν. Ήτανε πρωί. Πρωί τους πήραν 10, 10, 11 αλλά δεν θυμάμαι πόση ώρα. Είναι πάρα πολλά τα χρόνια. Και ίσως δεν είχαν δώσει και σημασία στον χρόνο. Γιατί τι να ξέρω. Πήραν στις 10 και να φύγαν κάτω μέχρι τις 2, μέχρι τις 12, μέχρι τις 11. Και αφού φεύγουν πια οι Εβραίοι, τι γίνεται στην Καστοριά. Τι συμβαίνει. Να σας πω, εμείς μετά που λίγο φύγαμε. Γιατί ο πατέρας μου έπρεπε να φύγει. Δεν γινόταν να μείνει άλλο. Και έφυγε μόνος του. Και έμεινε η μαμά. Σ' ενδιαφέροσε και με εμένα και τον αδερφό μου. Και πήραμε πάλι ειδικό πάσο. Γιατί έπρεπε να πάμε με... Όχι με μόνοι μας. Έπρεπε να είμαστε σε... Πώς το λένε... Που ήταν το ένα αυτοκίνητο πίσω από το άλλο. Πώς το λένε... Πώς το λένε... Κομβόι. Κομβόι. Να υπάρχει ασφάλεια. Δεν ήταν να πηγαίναμε μόνοι μας. Βέβαια σταματάγαν στο δρόμο και έκαναν έλεγχο των αυτοτήτων και τα λοιπά. Η μαμά μου έτρεμε γιατί περνάγαμε από χωριά που ήταν εμπουργαρίζοντα. Και φοβότανε μην τυχόν. Και με το επίθετο θα μας κρατήσουν και δεν μας αφήσουν να φύγουν. Να φύγουμε. Μείναμε ένα βράδυ στην Κοζάνη. Και την άλλη μέρα πήγαμε τη Σαλονίκη. Μας περίμενε ο μπαμπάς. Μπήκαμε στον βαππόρι και ήρθαμε στην Αθήνα. Εγώ δεν έζησα τι έγινε μετά. Γιατί μπορεί να κλέψανε. Μπορεί να κάνανε ασκήμιες. Μπορεί, μπορεί χίλια μπορεί. Αυτή την εποχή δεν την έζησα. Γιατί ύστερα από λίγες μέρες φύγαμε. Ήρθε η ώρα δηλαδή που έπρεπε να φύγουμε. Από ό,τι καταλαβαίνω ο πατέρας έφυγε πρώτος και ακολουθήσατε εσείς. Ναι. Σε τι διάστημα γίνονται αυτά. Δηλαδή από τότε που εκτοπίζονται οι Εβραίοι. Πότε φεύγει ο πατέρας. Δεν θυμάμαι. Πόσες μέρες ήταν. Μπορεί να ήταν δεκαμέρες, μπορεί να ήταν δεκαπέντε. Πάνω στον μπαμπάς έφυγε πρώτος και ύστερα από λίγες μέρες φύγαμε και εμείς. Και έμεινε στο σπίτι η αδερφή του πατέρα μου με την ανοιμότητα για να φυλάει το σπίτι να σου πω. Αλλά δεν θυμάμαι ώρες και ημερομηνίες και χρόνο. Χρονικά ξέρω ότι θα το ξεχωρίζω. Αλλά δεν θυμάμαι πόσες μέρες. Τι έγινε μετά δεν ξέρω καθόλου. Γιατί ήρθα εδώ, μεσολάβησαν η γέννα της μαμάς μου, άλλαξα σχολείο, μπήκα σε μία άλλη, σε έναν άλλο ρυθμό. Και το 1945, πότε έγινε, 44 τον Οκτώμβριο που φύγανε οι Γερμανοί, ο πατέρας μου κατέβηκε στην Καστολιά και το 1945, τέλος του 1945, έγινε δήμαρχος δωτός, όχι κατώτυψη, γιατί έπρεπε να συμμαζευτεί και πέρασε όλη την πόλη του Σιμορτωπόλεμου. Και μετά το Σιμορτωπόλεμο, μας κατέβαζε βέβαια και πήγαιναμε Χριστούγεννα και Πάσχα και αυτά, για να ενδυναμώσει το ηθικό της πατρίδος. Και κατεβαίναμε με αεροπλάνα, μέσα ένα αργοδραστικό. Ήταν μια άλλη φάση της ζωής μας, αλλά πηγαίναμε στην Καστολιά. Γινότανε συζητή στην οικογένειά σας για τους Εβραίους, τότε? Πότε, μετά την κατοχή? Ναι, μετά, κατά την απελευθέρωση. Δεν θυμάμαι. Πώς μάθατε αν επέζησαν ορισμένοι? Με τον καιρό, γιατί άρχισαν σιγά σιγά να έρχονται. Αυτοί που έρχονταν λέγανε για τους υπολύπους. Για την Καστολιά, θυμάμαι, είπανε ότι ήρθε ο Ηλιάου, τον οποίον θυμάμαι εγώ, που είχε τις μηχανές και το σπίτι του. Εσείς πώς το μάθατε αυτό? Δεν ξέρω. Πατέρας μου το όμα, θυμάμαι, δεν ξέρω από πού. Ωστόσο, με την απελευθέρωση, ξαναγυρίσατε στην Καστολιά. Εγώ όχι. Ούτε τα παιδιά, ούτε η μαμά. Γιατί εγώ ήδη πήγαινα στο Αρσάκι, το οποίο ο Βασίλης ήταν στο κολέγιο, ο άλλος ήταν μωρό, ήταν η γιαγιά εδώ, ο παππούς, η οικογένεια της μαμάς μου ολόκληρη, η κατάσταση στην Καστολιά ήταν ακόμα αφείροπη, δεν ήταν σωστή, αλλά ο παππούς μου ήθελε να γυρίσει την πατρίδα του γιατί την αγάπαγε πολύ και νόμιζα ότι με αυτόν τον τρόπο θα προσφέρει σε αυτήν κάτι. Εμείς ήμασταν εδώ και βλέπουμε ότι ήταν εποχειακά. Ήρχονταν Χριστούγεννα, πηγαίναμε εμείς καλοκαίρια, έρχονταν η Πάσχα, έρχονταν ανάμεσα, δεν κατεβαίναμε εμείς γιατί η αμαρταξία έχει φουντώσει μια άλλη ιστορία, γιατί ήταν πολύ αλλιώτικα τα πράγματα στην περιοχή εκείνη, από την υπόλοιπη Ελλάδα, λόγω συνόρων, βουνών, το βίτσι, ο γράμος, οι διάφορες εισαγωγές που γινόντουσαν από εκεί και οι προμήθειες των όπλων κτλ. Ανακατεύτηκαν οι διάφορες συνάμεις που θέλαμε την αυτονόμηση, γίνανε μετά δικαστήρια στην Παλιά Βουλή εδώ για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και είχε κατηγορηθεί ένας Ιταλός λοχαβός, ο Ραβάλης και ο Κάλτ Σέφ ο οποίος ήταν των Βουλγάρων, ήταν ο μπασμάρτηρας κατηγορίας και ερχόταν για τις δίκες. Ήταν μια περίεργη κατάσταση, την οποία είναι τελείως αλλιώτικη από ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτή είναι η ιστορία. Δεν είναι κάτι ξέχωρο. Γιατί κάθε περιοχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και από πλευράς κοινωνικής διαρθρώσεως και ιδανικών και σκέψεων και ανασφάλειας ακόμα. Δηλαδή υπήρχε μια ανασφάλεια μεγάλη και φοβόνισταν. Και αυτό μείραμε πάνω και εμείς. Εσείς όταν ξαναγυρίσατε στην Καστοριά συναντήσατε κανέναν από τους Εβραίους που γνωρίσατε. Κανέναν. Τον Ελιάου και τώρα τον είδα. Έχει μεγαλώσει. Βέβαια τον θυμάμαι γιατί ήταν ακριβώς απέναντι από τον Κομφίνου έμενε. Είχε ένα μαγαζί και από πάνω σπίτι και ακόμα εκεί μένει. Δηλαδή δεν ήταν ξέχωροι οι Εβραίοι από εμάς. Ήταν μέσα στη γειτονιά μας. Αυτό είναι γεγονός. Δηλαδή γετοποίηση δεν υπήρχε. Μπορεί να υπήρχε μια σχέση πιο στενή λόγω κοινής γλώσσες, λόγω χαρακτήρων, λόγω νοτροπίας, λόγω θρησκείας, ό,τι θέλεις. Αλλά δεν υπήρχε γετοποίηση. Κυρία Γαλάνη, πώς μάθατε για τους Εβραίους που επέστρεψαν και επέζησαν από τα στρατόπεδα θανάτια. Δηλαδή όταν ήρθε εδώ πέρα η Ρήτα η Κομφίνου και πήγε στον παπά μου και στη μαμά μου, της του είπε ότι η Καλέθη έζησε, οι άλλοι όλοι φύγανε, η οικογένεια όλοι χατήκανε. Δηλαδή πληροφοριακά μέσω ανθρώπων από αυτοί οι λίγοι που γυρίσανε. Δεν έγινε καμιά ανακοίνωση επίσημη ούτε κρατική, ούτε με τα ονόματά τους, ούτε τίποτα. Τουλάχιστον εγώ δεν ξέρω αν εσείς σαν υπηρεσία ξέρετε ότι όταν αυτοί που φύγανε, που δεν γύρισαν, ανεφέρθησαν τα ονόματά τους και υπάρχει ένας κατάλογος που σωθήκαν ήτανε 5, 10, 15, 30 πρέπει να υπάρχει. Γιατί εγώ που διάβασα έτσι σε διάφορες εφημερίδες, σε όλες τις πόλεις δεν υπάρχει το ίδιο ποσοστό απολίας γιατί τους φροντίσανε και σωθήκανε πολλοί περισσότεροι και όσο πιο μεγάλες ήταν οι πόλεις τόσο πιο εύκολο να γίνει. Δηλαδή από ότι κατάλαβα από αυτά που μου λέτε, η Ρίτα, η αδελφή της Λιλήκας, μήθα και σας βρήκε στην Αθήνα. Βεβαίως, στην Αθήνα. Και αυτή μας είπε τα νέα, δηλαδή των υπολοίπων όλων, καταλάβατε. Εγώ δεν θυμάμαι, αλλά πρέπει να είναι καταγραμμένη, καταγραμμένη. Γιατί από τα ποσοστά που διάβασα και μάλιστα μου έκανε εντύπωση, έγραφε ας πούμε ότι είναι ίσως και αυτά που μου φάρατε εσείς τα βιβλία που διάβασα. Στα Γιάννεν έχουν περισσότερους διασωθέντες από τη Καστολιά, στην Χαλκιδά έχουν πολύ περισσότερους, στην Αθήνα το ίδιο. Παίζει ρόλο φαίνεται και το μέγεθος της πόλης και οι δυνατότητες. Αυτό θα πει ότι οι σχέσεις ήταν καλές οι ανθρώπινες, δεν είχαν λόγους, είχαν δημιουργηθεί δεσμοί. Δεν ήταν μια γενιά και δεύτερη και τα λοιπά. Είσασταν εσείς προσωπικά στη συνάντηση των γονιών σας με τη Ρίτα Κομφίνο. Όχι δεν ήμουνα, γιατί ήμουνα παντρεμένη εγώ, ή όχι. Όχι δεν ήμουνα παντρεμένη, αλλά δεν ήμουνα εγώ. Πότε έγινε αυτή η συνάντηση, περίπου θυμάστε. Πρέπει να έγινε, όχι δεν ήμουνα παντρεμένη, μπορεί να μην ασχολείω. Δηλαδή μου είπε ότι ήρθε η Ρίτα και της δώσαμε το σοκουλάκι που είχε αυτά τα δαχτυλιδάκια και τα λοιπά και μας είπε ότι χαθήκαν όλοι και τα λοιπά. Ήταν μια άλλη ιστορία για μένα, γιατί όσον άξερα ότι είχε γίνει ο Γκρόμ και είχαν σκοτωθεί όσοι οι άνθρωποι, μ' αντελπίζει κανείς ότι μπορεί κάποιος να γλίτωσε. Δεν θυμάμαι λετομέρειες. Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε στην αφήγησή σας για αυτή την εμπειρία της εκτόπισης. Όχι, για μένα είναι αδιανόητοι. Τι να προσθέσω, ούτε να αφαιρέσω, ούτε να προσθέσω. Διότι ήταν κάτι το οποίο, ειλικρινά, μέχρι τώρα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έγινε. Και πού απέβλεπε τον καθαρισμό, ποιον της έρτηκε να κατεμιουργήσουν την αριεφήγη φιλή και τους έφτεγαν οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν τόσα εκατομμύρια και υπέστησαν όλη αυτή την ιστορία. Όχι, αυτό που εννοούσα είναι κυρίως από αυτά που είδατε και βιώσατε. Τώρα για τα σπίτια τι έγινε, ούτε για τις περιουσίες τους που βρίσκονται, δεν ξέρω καθόλου. Δηλαδή αυτά, το σπίτι ας πούμε της Κομφίνου, που ανήκει στην Ισραελληνική κοινότητα, στο ελληνικό δημόσιο, δεν ξέρω τίποτα τι γίναν αυτά. Και πολλές φορές διερωτόμαι και λέω, μα καλά, μπορεί να μην υπάρχουν κληρονόμοι αλλά όλη αυτή η περιουσία που πήγε, γιατί ήταν περιουσία. Εγώ σας λέω, τα πράγματα τα κλέψανε, τα πήραν οι άνθρωποι που δεν είχανε βεστισίες, τα πήραν οι Γερμανοί και έκαναν την επιλογή τους και άκουσα ότι κρεμίζανε τους τείχους των σπιτιών να ψάχνουν να βρουν τις λύρες και κάτι τέτοιο, αλλά αυτό δεν μου αρκεί εμένα, διότι ήταν μια περιουσία ολόκληρη και μια ζωή σ' ανθρώπων. Δουλεύανε δυο τρεις γενιές για να δημιουργήσουν μια περιουσία. Πού πήγανε αυτά, πήγανε στην ισραλική κοινότητα την κεντρική, τα πήραν το ελληνικό δημόσιο, τα κατέσκον, πέγρεμίσανε, τι κάνανε. Να τα λεφταία ερώτηση κύριε Γαράνη. Αυτό ειλεκρινά με απασχολή, δηλαδή με πάρα πολλές φορές το έχω σκεφτεί, αλλά δεν έχω δώσει λύση βέβαια γιατί δεν είχα την κατάλληλη περιοχόρηση. Υπάρχει ακόμα το σπίτι της οικογενείας Κομφίνο. Ναι, βεβαίως. Και του Ελιάου που είναι απέναντι. Και ως τι υπάρχει τώρα, είναι κατοικημένο, έχει γίνει κάτι. Δεν είναι εγώ, τώρα που το ξαναείδα πάλι που πήγα, γιατί πάντα πάντων τα μάτια μου εκεί, δεν το είδα κατοικημένο. Αλλά λέω τι γίνονται αυτά τα κτίρια και γενικά όλοι αυτοί, ότι έχει απομείνει, γιατί μπορεί να κατεστράψουν, μπορεί να έχουν πεσαλαβήσει τόσο πολλά χρόνια, μπορεί να έχουν μια παλαιότητα και άμα χαλάσει τη στέγη από τα χιόνια, χαλάει και το σπίτι. Ξέρετε, είναι πάρα πολλοί παράγοντες, αλλά δεν ξέρω τι γίνανε. Και διερωτόμαι, λέω, άμα καλά, δεν μπορεί ένας που γύρισε ο Ελιάου, να κληρονόμησε όλη την παρικία την Ιδραηλίνη, καταλάβατε. Δεν το πιστεύω αυτό το πράγμα. Και διερωτόμαι, αλλά και αν ξέρετε να μου πείτε εσείς, εγώ πολύ θα το χαρώ, γιατί θα μου βγάλετε μια αυτή, δεν μπορώ να το χωνέψω τι γίνανε. Τουλάχιστον τα κινητά, γιατί τα κινητά κινούνται, δεν είναι θέμα. Αν τα πήραν, τα κλέψαν, δεν ξέρω τι κάνουν, τα πούλησαν, αλλά τα σπίτια. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές γι' αυτό το ζήτημα και θα προτιμούσαμε να το συζητούσαμε μια άλλη ώρα. Τώρα θέλω να σας ευχαριστήσω για την αφήγησή σας. Είναι πολύ σημαντική η μαρτύρια σας. Ό,τι νιώθω και λοιπάμαι που δεν μπορούσα να είναι πολύ σαφής ορισμένα πράγματα, αλλά είναι και τα χρόνια και η ηλικία μου, και υπάρχουν προηγούνται φαίνεται άλλα συναισθήματα από το να κοιτάς το ρολόι, πώς η ώρα πήρε. Δεν ήταν γι' αυτό και δεν θυμάμαι, αλλά τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Θα σε ευχαριστούμε ωστόσο πονεί και δεν ξέρω αν έχει ο συντονιστής και η συντονίστρια μας κάτι να προσθέσουν ως ερωτήσεις σ' αυτά που είπαμε. Ανίτα, λοιπόν θα φάτε κάτι ή όχι. Να. Ήθελα... Συγγνώμη, δεν υπάρχει παγωτική. Τρία, δύο, ένα, πάμε. Κυρία Γαλάνη, θα ήθελα λίγο να ξαναγυρίσουμε στη σκηνή της εκτόπισης. Καταρχήν πώς μάθετε εσείς ότι ανεβάζουν τους Εβραίους στα φορτηγά. Αποκλείσανε την, διέκοψαν την κυκλοφορία, γιατί ήταν η μέρα που θα τους πέρανε. Πώς το ακούσατε αυτό? Ίσως θα το είπε τελάλη, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Ήταν η πληροφόρηση για όλη την πόλη, δεν ήταν για μας μόνο. Αλλά επειδή ήταν κοντά στο σημείο που τους είχαν μαζεμένους, η πλατιούλα μπροστά στο σπίτι μας, εκεί σταμάτησαν τα James και τους κατεβάζανε και τους βάζανε με τα σκαλάκια που ανεβαίνανε στο James, τους βάζανε μέσα στα αυτοκίνητα. Πόσα ήταν αυτά τα αυτοκίνητα? Δεν ξέρω, πολλά, αλλά δεν θυμάμαι πώς. Δηλαδή... Θυμάμαι πως ήταν μεγάλα, δεν ήταν τριών, τετάρτων, ήταν James. Και ψηλάκια, με τα σκαλίτσα, αυτό το θυμάμαι. Και πέμπαινε από εκεί και το ένα πίσω από το άλλο. Λίγο μπορείτε να φέρετε την εικόνα στο μυαλό σας, ήταν σκεπασμένα τα φορτηγά, ήταν ανοιχτά... Ναι, με πανιά, έτσι, πώς ήταν, δεν ήταν ξέσκεπα. Και όταν λέτε πολλά, ήταν 20 ή ήταν 100? Ο 100 δεν μπορεί να ήταν, γιατί να είναι 100 για τόσο κόσμο. Μπορεί να ήταν 30, ξέρω εγώ πόσα να ήταν. Αλλά πάντως όταν έχεις μια εικόνα, δεν μετράς πώς είναι τα αυτοκίνητα, βλέπεις αν είναι πολλά ή όχι. Εγώ θυμάμαι ότι δεν είναι γεμάτη η πλατεία, τώρα τι να σας πω πώς θα ήταν. Καταλάβατε, δεν μπορώ να ξέρω. Εσείς, μετά από πόση ώρα φύγατε από το παράθυρο, πότε σταματήσατε να παρακολουθείτε... Όταν έφυγαν όλοι, είστε μα, μπήκα κι εγώ μέσα. Ήταν και ο μπαμπάς μου, ήταν και η μαμά μου, όλοι μέσα από το παράθυρο, δεν ήμουν μόνο εγώ. Όλοι παρακολουθούσαμε τη μεταφορά. Αλλά δεν θυμάμαι να κάθισα πολλή ώρα μετά. Όταν φύγανε, μπήκα μέσα, δεν ξέρω τι έκανα. Δεν ξέρω αν έκλαιγα εκείνη την ώρα, αν έκλαιψα μετά ή αν έκλαιγα τη νύχτα. Πάντως, θυμάμαι ότι ήταν κάτι το οποίο με συμμάδευσε πάρα πολύ και μου στήχισε πολύ. Τώρα, λεπτομέρειες χρόνου, δεν μπορώ να σας πω. Υπήρχαν άλλοι Καστοριανοί, όχι βέβαια στο σπίτι σας, εκτός σπιτιού που παρακολουθούσανε... Πού, αφού δεν μπορούσα να βγούνε, όλοι ήταν μέσα, η δρόμη ήταν άδικη. Και αν ακόμα υπήρχανε, που να τους δεις. Δηλαδή, μπορεί να ήταν η γειτόνηση απέναντι, αλλά δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, δεν υπήρχε, δεν υπήρχε η κυκλοφορία, επιγορεύεται. Κυρίο Γαλάνι, στα φορτηγά, εκτός από τους Γερμανούς, υπήρχανε και Έλληνες? Δεν ξέρω. Άλληνες δηλαδή τι? Που να συνόδευαν ή να βοηθούσαν στην εκφόρτωση... Δεν νομίζω, δεν ξέρω, αλλά δεν νομίζω ήταν κάτι τέτοιο. Δεν άκουσα, δηλαδή, εκ των ιστέρων, να πούν ότι υπήρχανε προδότης που ήταν μαζί, κτλ, ξέρεις. Ύστερα, δεν είχαν στην Καστοδιά, δεν είχανε τάγματα ασφαλείας, που ήτανε προσερμοσμένα προς την Γερμανική στρατεύματα κατοχής. Αν είδατε κάτι, αυτό ρωτά... Όχι, όχι, δεν είδα. Γιατί δεν ξέρω σε άλλες περιοχές αν υπήρχανε και άλλοι, γιατί μπορεί να υπήρχαν προδότης, μπορεί να υπήρχαν συνεργάτες, μπορεί να υπήρχαν διάφοροι, αλλά εγώ δεν ξέρω, δεν είδα κάτι τέτοιο. Σας ευχαριστώ πολύ.