Research interview with Vagia Karamitsou Tambaka / Interviewee Vagia K. Tambaka Date interview: 2015 December 10 Geography creation: Greece. Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation

Interviewee Vagia K. Tambaka Date interview: 2015 December 10 Geography creation: Greece. Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation: Καλησπέρα. Ευχαριστούμε πολύ που δεχθήκατε να μας συ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: United States Holocaust Memorial Museum 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:No restrictions on access
Διαθέσιμο Online:https://collections.ushmm.org/search/catalog/irn629227
Απομαγνητοφώνηση
Interviewee Vagia K. Tambaka Date interview: 2015 December 10 Geography creation: Greece. Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation: Καλησπέρα. Ευχαριστούμε πολύ που δεχθήκατε να μας συναντήσετε σήμερα. Το όνομα του Κυρίου είναι Νατάν Μπεϊράκ. Θα μπορούσατε να μας πείτε το όνομα και το επώνυμό σας για να το έχουμε στην κάμερα. Ο άντρας μου λέγεται Νίκος Βάγια. Το όνομα του συζύπου είναι Ταμπάκας. Ποια χρονιά γεννηθήκατε? Το 1936. Πού γεννηθήκατε? Εδώ. Άρα, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, εσείς πόσο χρονών ήσασταν? Πότε, το 1943 ή 1944, ήταν υπόλοιμος. Το 1940, η πατέρα μου πήγε στην Αλβανία. Ήμουν μικρή, τέσσερα χρονών. Μετά, όταν είχαμε τους βρέους εδώ, είχα 6-7 χρονών. Το 1943-1944. Θυμάστε τους εβραίους να φτάνουν στη Σικιά? Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δενник. Ήeters. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Δεν. Ήταν αδέρφη αυτά και καθόταν εδώ και ο Ιουσέφς καθόταν στο σπίτι μας. Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις που έχετε από τότε που μείνανε μαζί σας ο Ιουσέφ και η οικογένειά του. Δεν τους έκαναν κακό. Αλλά όταν ερχόταν τα αποσπάσματα οι Γερμανίμοι, τότε ήταν ένα χωριό κούκους λιγόταν. Και τους κυνηγούσαν πολύ και τότε τους βγάλαμε και λίγο στο δάσος, τους κρύβαμε για μια μέρα, για δυο. Αυτοί ήταν Τουρκόφοινοι. Βλέπετε ποτέ αυτοί οι Τουρκοφοινοί που έρχονταν στο χωριό εδώ? Αυτοί πήραν προς τα εκεί πέρα, κατ' τον κούκου, έχουμε μια νέα τοποθεσία, μας πήραν τα μικρά μας και μας πήραν και μας πήγαν μια βόρτα εκεί και μας γύρισαν εδώ. Αλλά αυτοί τους κοκκιότες τους ξέραμε που έρχονταν εδώ. Και τους ακούγατε που μιλάγανε Τουρκικά μεταξύ τους? Αυτοί ξέρουμε ότι είναι Τουρκόφοινοι στον κούκου, δεν είναι Πόντι, είναι Τουρκόφοινοι, τους ξέρει ο πατέρας μας, τους ξέρει όλους. Και όταν ερχόντουσαν στο χωριό ακούγατε που μιλάγανε Τουρκικά μεταξύ τους, θυμάστε? Μπορεί να μιλούσαν και Τουρκικά, μπορεί να μιλούσαν και ελληνικά, δεν ξέρω, αλλά εμείς φοβόμασταν με αυτούς, έβλεπα. Καθόμασταν στα σπίτια μας, μικρά παιδιά ήμασταν. Αλλά ήταν και άλλα χωριά εκεί, ήταν και άλλα χωριά, ήταν Κερμπαούτη, ένα χωριό λιγόταν, του ξέρτησαν αυτό. Και και άλλα χωριά, αυτή ήταν μια φυλή όλοι. Παλαιόστενη, ένα χωριό εδώ, κοντά είναι στο Κολεντρό. Παλαιόστενη, πώς λέγεται? Ναι, παλαιόστενη, εκεί είχε. Δεν είμαι σίγουρη αν έκανε να μιλούσαν Τουρκικά, αλλά ήξεραν ότι ήταν Τουρκικά, μιλούσαν ελληνικά, ήξεραν ότι όλα αυτά τα χωριά, Κούκκο, Σαρμπαούτη και άλλα χωριά, ήταν Τουρκικά μιλούσαν. Όλα αυτά έγιναν από έναν τρόπο. Ο πατέρας τους ήξερα, όλους τους. Μας αναφέρατε ότι κάποια από τις φορές που ήρθανε, τραυματίσαν τη μητέρα σας, θα μου πείτε λίγο παραπάνω, το θυμάστε? Ναι, το θυμούμαι, γιατί είχα τον αδερφό μου οχτώ μηνώ και έρχεται ένας θείος μου, ο θείος του Βαγγέλη. Ο θείος του Βαγγέλη? Ναι, το ήξερε το θείο μου. Έρχεται και μου λέει πού είναι η μαμά σου και ο μπαμπάς σου. Είχαμε σκάψει το σπίτι μας και πήγαμε εδώ σε ένα γετονικό και είχαμε τα πράγματα, κρύβαμε λίγο στο δάσος να μην μας τα πάρουν όλα, να μην μείνουμε χωρίς ψωμί, αλεύρι. Λέω πήγα να κοιτάξουν τα πράγματα, μήπως θα πήρε βροχή και λέει Γερμανία έρχονται από εδώ πέρα, μια τοποθεσία κούκου το λέμε εμείς, έρχονται Γερμανοί λέει. Και εγώ πήγα τους φώναξα και ερχόταν κοντά. Εμείς πήραμε τον μωρό με τον Νέστρα και τον άλλον τον αδερφό μου τον Γκώστα που είναι στη Γερμανία, πήραμε τον αδερφό μου οχτώ μηνώ και τον πήγαμε εκεί κάτω στο Ρέμα. Και ξενυχτίσαμε όλη τη νύχτα εκεί περιμένοντας να έρθει η μάνα μου τώρα θύλαζε και το μωρό. Δεν ήρθε και ο πατέρας μου και κάποιος ήρθε το πρωί τόσο καλά ήρθε κάποιος το πρωί και λένε οι άλλοι τι είναι από το χωριό αυτή δε νομίζω φύγαν ή τώρα το βράδυ ή κοιμηθήκαν εδώ στο χωριό οι Παουτζίδες. Και λένε τι είναι από το χωριό φέρα τι φύγαν ή τι έγινε και λένε ας του λένε τραυματίσανε την Ελισάβη την Καραμίτσο αυτή είχε ξεκινήσει προς τα κάτ να έρθει και έρξαν από εδώ από τα σπίτια και την πήρε ένα τραύμα εδώ τη μάνα μου και εδώ και ένα από εδώ και ένα εδώ και 4 τραύματα είχε. Βέβαια θυμάμαι πολύ καλά γιατί ήμουν 8-9 χρονών και ο μικρός μου ήταν 8 μήνες έτοιμος οπότε γενικά θα καθαρίσαμε κάποια από τα πρωί μας, κάποια φύγαν και κάποια φύγια που είχαμε στο χωριό οπότε όταν έγιναν αυτά τα σπίτια θα έρθουν και δεν θα καθαρίστηκαν όλα. Ήμουν στο σπίτι μου και ο πατέρας μου Βαγγέλης ήρθε και έκανε με τους παππούς μου. Οι παππούς μου είχαν φύγει στο σπίτι για να βοηθήσουν ότι δεν είχαν φύγει τα σπίτια μας. Ήμουν και φύγω επειδή ο παππούς μου είπε ότι οι Γερμανοί έρχονται και έφυγαν στο σπίτι και είπαν ότι αυτό συμβαίνει. Οπότε έρθει και πέρασαν στο σπίτι και έτσι έβγαλα τον αγόρι μου που είχε 8 μήνες και τα άλλα 2 αγόρι μου Κώστας και Νέστορας και πήγαμε στους δρόμους για να φυγειρεύουμε. Πέρασα την ομέρα τη νύχτα που φύγανε επειδή αυτοί οι γερμανοί πήγανε τη νύχτα στο σπίτι και εγώ και τα άντρα μας και ήρθαν. Αλλά κάποιος άλλος ήρθε το πρωί και ήμασταν πολύ αγχωρισμένος για να γνωρίζουμε τι ήταν τα νέα από το χωριό. Έτσι, ρωτήσαμε, τι συνέβη, πέρασαν, και είπε ότι τα νέα δεν είναι καλά, γιατί η Ελισάβε Τκαραμίτσου ήταν αδερφή. Εγώ ξεκίνησα να φύγω από το χωριό και να έρθω προς εμάς, όταν πήγαν από εδώ προς εκεί και είχε 4 αδερφή. Είχε 1 πάνω και πάνω στο αγχώριο της και 1 πάνω και πάνω στο κομμάτι της. Ξεκίνησα πολύ καλά, επειδή εκείνη τη νύχτα παρακολουθούσαμε για τη μητέρα μου να έρθει και να φύγει το παιδί, επειδή ήμουν ακόμα να φύγει το παιδί. Αυτό έγινε όταν οι Ιεούς ήμουν ακόμα στο σπίτι σας. Αυτό που μου περιγράφετε τώρα είναι, οι Εβραίοι ήταν στο σπίτι? Όχι Πού ήταν? Οι Εβραίοι είχαμε κάτω καλύβηση, εδώ σε ένα μέρος πήγε ο Μιχάλης βέβαια. Πήγες Μιχάλη, τώρα είπε να μην γίνεις εδώ κάτω. Ναι, ναι, ναι, να μας τα πει μετά ο κύριος Μιχάλης. Πήγαμε, τους πήγαν κάτω, έκαναν στο δάσος σκηνιές και τους είχαμε εκεί. Τους φυλάγαμε, τους πήγαιναν τροφή. Ο πατέρας μου ήταν αρχαιότηρος, κάθε μέρα εκεί βρισκόταν. Τους πήγαιναν τροφή, τους πήγαιναν το ένα, τους πήγαιναν ό,τι λυπόταν και είχαν ανοίξει και ένα πηγάδι με νερό εκεί. Και ήταν εκεί. Και όταν ήρθαν οι Γερμανοί εδώ, για πρώτη φορά είχαμε το σπίτι. Εμείς όσα σπίτια ήταν Οβραί, μας τα κάψαν όλα. Όσα σπίτια είπαν ποιοι είχαν Οβραίοι. Μας τα κάψαν όλα, έντεκα σπίτια. Άλλη φορά όμως είναι αυτή, όχι τη φορά που τραγματίστηκε. Άλλη φορά. Η μάνα μου, ναι. Όχι, νωρίτερα τα σπίτια μας τα κάψανε. Πριν τα είχανε κάψει τα σπίτια. Πριν, πριν. Γιατί γι' αυτό ήμασταν σε ξένο σπίτινις. Πριν μας το κάψανε. Και έρχονται εκεί η Φλώρα, Φλώρα την έλεγαν τη γυναίκα του Ιωσήφ, και τον Ρομπέντ και τον πήραν και έφυγαν στο δάσος. Τους έκραβε το χωριό, έρχονται οι Γερμανοί, φύγετε. Και η γιαγιά έμενε στο σπίτι. Αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει καλά. Μεγάλη ηλικία και έλικη. Μόλις ήρθαν μέσα αυτοί, βλέπουν, εγώ ήμουν και η μωμά μου. Και βλέπω, ήρθαν μέσα και άρχισε αυτή να λέει, γιαγιά, αντάρτη, αντάρτη, δηλαδή δεν είναι αντάρτης αυτή. Και λέει, μάνα, παιδιά, μην προσέχετε αυτή. Είναι η μητέρα μου, λέει, και δεν ξέρει να μιλήσει. Ούτε ακούει, ούτε φτώνει τίποτες. Και μην παραξηγάτε. Και μας άφησαν. Και βλέπουν, υπάρχει στο τζάκι, εκεί είχαμε τζάκι. Και είχε ένα ρολόι προπολεμικό, η Φλόρα. Είχαν το κάνει από το Ισραήλ, δώρο. Είπε τότε πέντε χιλιάδες προπολεμικές, είχαν το κάνει. Δώρο. Και ήρθε ο Γερμανός και το πήρε και το έβαλε στο χέρι. Εμείς δεν πειράζαμε τίποτα. Αυτό θυμούμε που η αγιά μόνο ήταν, οι άλλοι είχαν φύγει. Και μετά όταν έφυγαν οι Γερμανίοι γύρισαν πάλι εδώ. Και θυμάμαι ότι όταν υπήρχε μια εμφάνιση ότι οι Γερμανίοι ή αυτές οι άνθρωποι έρχονταν, οι Ιησούς θα ζητούσαν και θα παντρεύουν στον χωριό, ακόμα και όταν ζητούσαν μαζί μας. Και μόνο η αγιά μόνο θα μείνει μαζί μας, γιατί ήταν πολύ αγώνα, δεν μπορούσε να μείνει και δεν μπορούσε να μιλήσει. Και όταν έφυγαν αυτές οι άνθρωποι, η γερμανίστα ξεκίνησε να μιλήσει και να μιλήσει και να μιλήσει και να μιλήσει και να μιλήσει και να μιλήσει και να μιλήσει. Και όταν έφυγαν, έβλεπαν στον χωριό ένα κόκκινο κομμάτι, ένα πολύ υψηλό κόκκινο κομμάτι που είχε, ή που εκείνη την εποχή μας είχε πει ότι ήταν 5.000 προορισμούς δρακματικούς. Ήταν ένα παράδειγμα που είχε. Και το Γερμανίστα το έφυγε και το έφυγε στον χωριό του. Δεν είχαμε πει ότι αυτό το κόκκινο κομμάτι, το έφυγε. Λοιπόν, πάμε πίσω λίγο. Να πάμε λίγο πίσω. Όταν ακόμα η οικογένεια έμενε, η εβραϊκή έμενε στο σπίτι σας, υπάρχει κάποια έτσι, κάτι που θυμάστε πιο έντονα, πώς ήταν η ζωή σας? Καλή ήταν. Εμείς δηλαδή δεν ιστηρούμασταν το ψωμί μας, είχαμε τα ζώα μας, είχαμε το φτώκαλί. Αυτοί είχαν ένα ελάττωμα. Τα κουτόπουλα που έσφαζαν οι ουραίοι έπρεπε να τα φέρουν στο δικό μας του, του Γιουσέφη. Γιουσέφτη είναι λιγά εμείς. Τον είχαν σαν παπά, τον είχαν σαν αρχαιότερο. Τα κουτόπουλα τα έφυγαν εκεί και τα έσφαζαν σε αυτόν. Και μετά τα πήραν σε σπίτια. Θυμάστε κάτι άλλο έτσι από εκείνο το καιρό? Ήμασταν τόσο αγαπημένοι όλοι, τους αγαπούσαμε, τους εκτιμούσαμε, μας αγαπούσαν και αυτό τον παπανέστρα, τον παππού μου δηλαδή, τον είχαν αυτό. Ο Μενιχέμ, ο Στρούμ, όταν ήταν στη Βέρεια και τον κυνηγούσαν, ο παππούς μου και ένας άλλος φίλος, ο Παπαδίμος, ο Μενέλαος, τον έκανες ακουστά? Τον είπε κύριο Στρούμ. Ο Παπαδίμος, ο Μενέλαος και ο παππούς μου τον πήραν και τον φυγάδιψαν στο Πολυδέντρι. Και εκεί δεν βρήκαν πάλι σίγουρο μέρος και από εκεί τον πήραν πάλι τον φυγάδιψαν και τον πήγαν στα Ριάκια, εδώ ένα χωριόνια απέναντι, Ριάκια. Και από εκεί τον φέραν εδώ και μετά σιγά σιγά έφεραν και τους άλλους. Πώς ήρθαν οι άλλοι, δηλαδή έτσι ήρθαν, ήταν εδώ σε αυτό το σπίτι εδώ μικρήμωνα, ένα χρυσό χωριό στον Λίγαν Γιακώβ, είχε χρυσά και έγιναν καρναβάλια και τους σκότωσαν μέσα στο σπίτι, στη Βέρια, μα τα πως έτσι. Μισό λεπτό, μισό λεπτό, τα λέτε όλα μαζί. Εδώ τους είχαμε 2-3 χρόνια, όλοι έπρεπε να φτάνουν τα κομμάτια στο σπίτι μας, από τον Ιουσέφι, τον οποίο ονομάζονταν πρόεδρος τους, γιατί δεν θα τα έκαναν άλλα. Αλλά τα ζωή μας ήταν καλά, ακόμα και όταν είχαμε τους. Είχαμε τα ζωή μας, είχαμε τα δαίρια, είχαμε τα χρυσά, ζήτησαμε καλά. Και γνωρίζω ότι ο Μενάχαιμς, όλοι αγαπούσαν τον πατέρα μου, ο πατέρας Νέστορας, και εκείνος του έκανε τον Μενάχαιμ, με τη βοήθεια του Μενέλαος Παπαδίμου, και του βοήθησαν να φύγουν στη βοήθεια του Πολυδένδρου πρώτα, αλλά εκεί δεν βρήκαν μια ασφαλή σπίτια για τον Μενάχαιμ, ότι θα μπορούσαν να ασφαλίσουν, ότι ήταν καλά. Και μετά πήγαν σε μια άλλη βοήθεια, η οποία είναι κοντά εδώ, αλλά επίσης δεν βρήκαν μια ασφαλή σπίτια. Και αυτός είναι ο τρόπος που τελειώθηκε η οικογένεια εδώ. Και μετά, οι άλλοι έκανε. Δεν ξέρω πώς οι άλλοι έκανε. Επίσης, θυμάμαι τον Ιακώβ, ο οποίος ήταν σχεδόν ένας βασιλιάς, ένας σχεδόν ένας βασιλιάς που αντιμετώπιζε το χρυσό. Και, αν ξέρω καλύτερα, εκείνος μετά έκανε στη Βέρεια. Ποιοι ήταν οι βασιλιάς που ζούσαν στη σπίτια σας? Ποια? Ποιοι ήταν οι βασιλιάς που ζούσαν στη σπίτια σας? Θυμάστε τα ονόματα της οικογένειας που έμενε μαζί σας, θα μας τα πείτε, ποιοι ήταν οι βασιλιάς που μένανε μαζί σας. Ο Ιωσέφ, ο Σίφπος τον έλεγαν, η Φλώρα, η γυναίκα του και ο Ρομπέν, ο Νικουλάκης. Ρομπενίκου τον έλεγαν. Και η γιαγιά μαζί σας έλεγαν. Και η γιαγιά, δεν την ήξερα το όνομα. Και το Μηνιχέμ την γυναίκα τον έλεγαν Σοφούλα. Αυτό Μηνιχέμ και το ένα το παιδί του έλεγαν Ρομπέν και το άλλο του έλεγαν Πέπο, τον δονδίατρο. Ήταν ο δονδίατρος. Στη μέρα μου ήταν ο Ιωσέφ, ο Σίφπος, η γυναίκα του Ρομπέν και ο Ρομπενίκου τον έλεγαν. Και η γιαγιά, η γυναίκα του, αλλά δεν ξέρω το όνομα της. Και η γυναίκα του Μηνιχέμ ήταν Σοφούλα, το ένα το παιδί του έλεγαν Ρομπέν και το άλλο το παιδί του έλεγαν Πέπο. Την κοιτούσαν από ένα μήνα όλοι. Οι Έλληνες που έρχονταν από το κόκκο, έρχονταν στην Σικιά. Οι Έλληνες κρύφτουν στο δάσος. Είχατε κρύφτει μαζί τους? Μας αναφέρατε πριν ότι όταν ερχόντουσαν, είτε οι Γερμανοί είτε αυτοί οι ληστές από το κόκκο, οι Εβραίοι τρέχανε να κρυφτούνε στο δάσος. Έτυχε ποτέ να πάτε μαζί τους? Εγώ δεν πήγα, είναι μικρό πατέρας μου πήγαινε. Ο πατέρας μου ήξεραν πού θα τις πάνε. Και τις πήκαν εκεί κάτω. Μετά πόσο καιρό δεν θυμάμαι, χρόνος ήταν, μισό χρόνος ήταν, τους ανακαλύψανε. Και τους έφεραν εδώ στην εκκλησία όλους. Τώρα είχαν τους πάνει στον κόκκο, δεν θυμάμαι καλά, γιατί ήμασταν μικροί. Αλλά τους έφεραν εδώ στην εκκλησία και είχαν ένα σκλοί, γάλο χούντα, οι Γερμανοί και τους παιδεύανε γύρω γύρω. Κοίτα μια κουπέλα που ήξερε, πώς την έλεγα, μια όμορφη κουπέλα. Εμένα, εμένα κοιτάτε. Το Ιακό, όχι το Ιακό του, το Δαβίλ κόρη ήταν, άμα ρωτήσουμε το φτώδα αυτό, ήταν στο Ισραήλ πέθανε η καημένη. Δηλαδή πεντάμορφοι, άμα σας λέω. Και τους είχαν στην εκκλησία εκεί και τους τυρανούσαμε το σκελί. Αυτά θυμάμαι εγώ. Δώστε μου μισό λεπτό. Δεν πήγα με αυτούς τους στον χωριό. Δεν πήγα με αυτούς τους. Ήμουν μικρή. Ήμουν εδώ. Ο πατέρας μου θα τους έδωσε εκεί. Και μετά από λίγο, έχουν δημιουργήσει κομμάτια και είχαν ένα θέμα εκεί και τους έδωσαν εκεί. Δεν είμαι σίγουρη πόσο λίγο κρύβονταν στον χωριό. Ήταν πέντε χρόνια, ή ένα χρόνο, και τότε οι Γερμανοί τους αρραστήθηκαν. Και τους έδωσαν στο χωριό και οι Γερμανοί είχαν ένα μεγαλύτερο κομμάτι που τους αρραστήθηκαν, τους αρραστήθηκαν. Και θυμάμαι ότι υπήρχε μια από τις δόντες, νομίζω, από τον Δαβίδ, που μιλούσε Γερμανοί. Δεν θυμάμαι το όνομα της. Όλο που θυμάμαι είναι ότι ήταν μια πραγματική, πραγματική γυναίκα. Αν ρωτήσουμε τον αδερφό μου, είμαι σίγουρη ότι θυμάμαι το όνομα της. Αυτό που μου περιγράφετε με τους Εβραίους που τους φέρνουν οι Γερμανοί στο χωριό, στην εκκλησία, εσείς πού ήσασταν τότε, το είδατε? Εδώ στο χωριό? Το είδατε. Με πήγαμε στην εκκλησία και εκεί κλειπάνε που τους τυρανούσαν. Είμασα μικρά παιδιά εμείς. Μπορεί να κάνουμε μια διακουπή να βρω το τηλέφωνο του Αυτινού, του Ρουμπέν. Γιατί θα τον πάρουμε τηλέφωνο τώρα, όμως. Για να ξέρει ότι είμαστε εδώ. Θα τον πάρετε μόλις φύγουμε εμείς. Και θα του πείτε ότι τα είπατε όλα όπως ακριβώς τα θυμάστε. Αυτός αυτή λένε, αν δεν είσαι στα νησί, εμείς δεν θα ζούσαμε σήμερα. Μισό λεπτό να του μεταφράσω τι είπαμε τώρα. I would like to have a break so I can call Robin and tell him you are here. I said she can do it after we go. And she says this Robin always tells me he wouldn't be alive if it wasn't for us. And he thanks me, he's thanked me a lot of times. Who is Robin? Can I ask? Who is Robin? He's the son of Yosef. I see. So you thought, though you were young, you went to see what was going on with the Jews. No, I would like to talk to you a little bit. Just a minute. Yes, carry on Natan. And where were the Jews taken to in the village? What do you mean? Well, the Jews were brought from the forest to the village. Where in the village they were brought to? She's answering but I ask again. Είπατε ότι τους πήραν από το δάσος που κρυβόντουσαν και τους φέραν πάλι στο χωριό. Πού τους πήγανε? Μετά τους πήραν. Όχι, πριν τους πάρουν. Είπατε τους φέραν στο χωριό και πού τους πήγανε. Οι χωριοί τους είχαν εκεί, τους τυρανούσαμε ένα σκύλο και μετά πρέπει να τους φύγανε, να τους φυγάδιψαν. Πού τους πήγανε, δεν θυμάμαι. Αυτός πρέπει να τον ξέρεις, να σε δώσω να βρεις το όνομα. Εμένα, εμένα, εμένα κοιτάτε. They took them to the church and it's where they were being harassed and tortured by these dogs. After that I don't know where they took them. They took them out of the village. They were there next to the church watching this. Άρα εσείς κατεβήκατε στην εκκλησία. Ναι η εκκλησία, οι μικρά παιδιά ήμασταν και ήμασταν εκεί που μακριά και βλεπάνε που τους είχαν τους βρέους. Και έλεγαν λιφτά, έχετε λιφτά, λιφτά. Λιφτά, τους τυρανούσαν δηλαδή. Και στην εκκλησία έλεγαν ότι, είδες η εκκλησία. Εμένα, εμένα, εμένα. Η εκκλησία που κάνει ένα, αυτό έχει ένα σχίσμα από πίσω τα Ιουβήμα. Εκεί έλεγαν ότι αυτοί έβαλα λιφτά εκεί. Και έλεγαν δεν έχουμε λιφτά, δεν έχουμε λιφτά. Τους έψαζαν, τους έκαναν. Ήταν παιδιά. Ήταν αρκετά κοντά. Μπορούμε να δούμε τι συμβαίνει. Ήταν καταστροφημένοι και το χρυσό τους ζητήθηκε. Και αισθάνεσαν ότι, επειδή υπήρχε ένα σχόλιο στον χώρο της εκκλησίας, έδωσαν λιφτά εκεί. Και έκαναν συνεχώς ερωτήματα για το χώρο που ήταν. Και οι Ιουβραίοι είπαν ότι δεν έχουμε λιφτά, δεν έχουμε λιφτά. Και αυτό είναι ό,τι θυμάμαι. Τους έδωσε κανείς από τους Εβραίους, έδωσε λιφτά, πας και γλιτώσει. Δύο οικογένειες, όπως τα άκουσα, ήταν δυο δέρφια. Εμένα, εμένα, εμένα. Και τώρα επειδή είστε αυτό, ήταν δυο δέρφια, Δημήτρης Λαναράς και Γιώργος Λαναράς. Και όταν έφυγαν, έκρυψαν τα λιφτά αυτοί και τα έφυγαν, τους πήραν. Και άμα γυρίσουμε ή καλά, δεν γυρίσουμε. Αλλά αυτοί τα βρήκαν τα λιφτά και τα πήραν. Πριν γυρίσουν. Πριν γυρίσουν. Και γύρισαν μετά και δεν τα βρήκαν. Και έλεγαν αυτοί οι Ιουβραίοι. Όταν θα βγάλεις, συγγνώμη, μαλλίοι, οι επαλάμοι μας, τότε θα φτιάσεις την προκοπή και εσείς. Ναι, έφυγες έλεγαν. Τους πήραν τα λιφτά. Αλλά χαΐρ δεν είδαν όμως. Πάνε όλα χαμένα. Μισό λεπτό. Εγώ μόνο γνωρίζω ότι υπήρχαν δύο ελληνικές οικογένειες που ζουν με τους δύο αδερφούς του Λαναρά. Δημήτρης και ο αδερφός του. Και γνωρίζω ότι αυτές οι οικογένειες που ζούσαν εκεί πιστεύουν κάποια χρήματα στο σπίτι. Και είπαν ότι αν έρθουμε, θα τα βρούμε. Αν δεν τα βρούμε, θα τα χάσουμε. Αλλά αυτοί οι δύο βρήκαν τα χρήματα και τα πήραν. Όταν οι Ιουβραίοι ήρθαν, τους καλώστηκαν. Και τους είπαν, οι δύο αδερφούς, ότι θα δεις μόνο ένας εξωτερικός ημέρος, όταν το μέρος των χέρων μας δεχθεί. Και είναι αλήθεια. Οι ελληνικοί άνθρωποι, ακόμα και αφού πήραν τα χρήματα, δεν έκαναν καμία από αυτά. Απλά τα πήραν. Και όταν μαθαίφθηκε στο χωριό ότι οι Λαναράδες πήραν τα λεφτά, πώς αντέδρασε ο κόσμος του χωριού? Δεν τους υπολογίσει κανένας. Αλλά πήγαν όλα χαμένα. Καταστράφηκαν. Ό,τι έφτιαξαν, καταστράφηκαν. Άρα τους απαίριψαν λίγο οι χωριοί. Ναι, οι χωριοί, ναι. Σε πήγαν και έκλειψαν και ήρθαν οι άνθρωποι να... Και δεν τα δώσαν πίσω. Έδωσαν υπιστοσύν και ευτό και δεν τα έδωσαν. Ο πατέρας μου, όταν έφυγε Γιουσέφ Σέτς, πήραν και έφυγαν, τον άφησαν μια τσάντα τόση. Είχε όλα τα χρυσαφικά και όλα... Τι είχε μέσα, δεν ξέρω. Ο πατέρας μου τόσο αθώος, τόσο καλός, δεν άνοιξε την τσάντα να δει και είχαμε σταύλους που έβαζαμε τα χέρα, τα χέρα, τα χέρα για τα ζώα. Δεν ξέρω αν τα ξέρετε εσείς, τα χέρα, παράδειγμα. Και πάει και τα άκρυψε μέσα εκεί για να αυτός. Και ήρθαν και μας έκαψαν το σπίτι, την καλύβα αυτή και κάηκαν όλα. Εδώ σε μένα, σε μένα κύριε Βαγία, σε μένα. Και κάηκαν και όταν... Δεν είχαν σκουπώνει, δεν ήξεραν οι τότες να σκάψουν στη γη και να τα παραχώσουν. Θα τα βρίσκαν και εμπιστεύτηκαν. Οτικά είχαν, πραγματικά είχαν τα πράγματα αυτά, που μας έδωσαν. Και μας αγαπούσαν και μας εκτιμούσαν. Σε πιστεύουμε Λία, σε πιστεύουμε γιατί είσαι ειλικρινής. Αλλά πάντα μας έλεγαν, αν δεν ήσαι στα νησίς, εμείς δεν τα ζούσαμε, αν δεν ήσαι στα νησίς, εμείς δεν τα ζούσαμε. Θα ήμασταν... Γι' αυτό έλεγα το ρουμπέ να... Ξέρω ότι ο πατέρας μου είχε δώσει από τον Ιουσέφ ένα μπαγκ, ένα μπαγκ που ήταν πλούτος από τους αξιολόγους. Και προσπαθούσε να το κρύψει στο χέρι, επειδή είχαμε ένα μικρό χατζό με όλο το κόκκινο και το χέρι. Οπότε το κρύψε εκεί, αλλά τότε έγιναν οι Γερμανοί και καταφέραν αυτό το χατζό, οπότε όλα ήταν καταφέρει. Όταν έγιναν και καταφέραν αυτό το χατζό, πιστεύαν ότι είναι αυτό που συνέβη στους αξιολόγους. Υποθέτως, δεν σκέφτηκαν να το κρύψουν και να το βάλουν στη γη. Δεν ήξεραν τότε ότι μπορούσαν να το κάνουν. Και, ξέρετε, είπαν στον πατέρα μου Ηλία, πιστεύουμε σε εσάς. Πιστεύουμε ότι ήταν καταφέρει, επειδή είσαι το ένας που μας σώσε. Πιστεύουμε σε εσάς. Και πάντα μας ευχαριστούν. Και πάντα είναι πολύ χαρούμενοι στους εμάς. Ας ξεκινήσουμε σε αυτό το επεισόδιο, δίπλα στην εκκλησία, όταν είδατε τους Ιησούς που είχαν βάλει εκεί και είπατε ότι είχαν καταφέρει και ζητήθηκαν για χρήματα. Να επιστρέψουμε λίγο, θέλει κάποιες διευκρινήσεις για αυτό το περιστατικό που μου περιγράφεται στην εκκλησία. Μας λέτε ότι τους βασανίζονταν. Και τους ζητάραν λεφτά. Πώς τους βασανίζανε? Τι βλέπατε από μακριά από εκεί που ήσασταν? Τους φέρανε τους ανθρώπους και είχαν ένα σκύλο. Και τους έλεγαν πες σε εκείνο και πες σε εκείνο. Αλλά αυτήν την κουπέλα τερανούσαν πολύ. Ήταν πολύ όμορφη κουπέλα. Λόρα την έλεγαν. Θυμάστε να βλέπετε να την πειράζουνε. Με τα σχυλιά. Όχι να την πειράζουνε αυτό όλα. Ήταν πολύ όμορφη κουπέλα δηλαδή είχε ξέρει και γλώσσα αυτή. Αμερικάνη γλώσσα ήξερε. Εκτός το βρέικα ήξερε και είχαν δυο γλώσσες. Και συνοϊούνταν αυτοί. Αλλά δεν ξέρω αν τους στυπούσαν κιόλας. Ο Νέστρος σας είπε, καλέ. Δεν ξέρω αν τους στυπούσαν κιόλας. Γιατί πέρασαν χρόνια και είμαι μικρή. Αλλά τους είχαν και οι γιοί με τους σκυλί τους τερανούσαν. Του στυπούσαν και τους σκυλί τους τερανούσαν. Του στυπούσαν και τους σκυλί τους τερανούσαν. Του στυπούσαν και τους σκυλί τους τερανούσαν. Του στυπούσαν και τους σκυλί τους τερανούσαν. Του στυπούσαν και τους σκυλί τους τερανούσαν. Μπορούσαμε να μιλήσουμε με αυτούς τους, πως αυτοί χρειάζονταν με το παιδί πολύ, αλλά όλοι τους χρησιμοποιούσαν το παιδί για να τους σκοτώσουν, για να τους σκοτώσουν. Και τι τους είπε η Λόρα? Λόρα. Λόρα. Και ακούσατε τι μπορεί να τους είπε η Λόρα, δεν ξέρω. Ξέραμε μίστορα, ούτε η Γοβραία, δηλαδή τα Ισραήλ, ξέραμε, ούτε τα ξένες γλώσσες. Πώς μπορούσαμε να ξέρουμε, δεν μπορούσα να ξέρω τι είπε η Λόρα, κανένας το ξέρω. Ή σε άλλα λόγια, δεν έχω ιδέα. Αλλά όλο το χωριό τους βοηθούσε, αλλά μερικοί ήταν, σαν τον πατέρα μου, σαν τον παππού μου, που ήταν που τους έκαναν αυτό, πήγαιναν ό,τι τους λυπόταν, δηλαδή λύποντα για τροφή, για αυτά, πήγαιναν και τους... Όλο το χωριό τους βοηθούσε και ξέρετε, ειδικά ο πατέρας μου και ο παππού μου, πάντα ήμουν οι αυτοί που τους έκαναν τα υπέροχα που χρειάζονταν στο χωριό, κάτι που είχαν σκληρά δουλειά, τους έκαναν. Τι μας έλεγαν οι μάσοι τότε, η οικογένειά μας που είχαμε, μη στην αγχωριέστη πουκάκι του σπίτι σας, εμείς με χρυσό να σου σκυπάσουμε. Δεν έκαναν τίποτα, ούτε έχουμε απέτηση, τίποτα, τίποτα, τους αγαπούμε τόσο πολύ και πήγαμε και στο σπίτι και κοιμηθήκαμε και σαλονί και στη Βέρια, δηλαδή η φιλία δεν κόπηκε. Ξεκίνησα ότι μας έλεγαν, μη σκέφτεσαι ότι η οικογένειά που μας ζήτησε, μη σκέφτεσαι ότι το σπίτι σας έκαναν αγχωριέστη. Θα το δημιουργήσουμε για εσάς. Δεν το έκαναν, αλλά η σχέση τους δεν ήταν κακή και δεν περιμέναμε να κάνουμε τίποτα. Είχαμε μια πολύ σχετική σχέση και τους επισκέφτηκαν στους σπίτι τους στη Βέρια και στη Σαλονίκη. Είχαμε μερικές φιλίες και ήταν μια πολύ σχετική σχέση. Απλά να διευκρινήσει κάτι, δεν είναι σίγουρος ότι έχει καταλάβει σωστά. Όταν ήρθανε οι Γερμανοί που τους πιάσαν τελικά τους Εβραίους, ήρθανε πρώτα στο χωριό, βάλανε φωτιά σε κάποια από τα σπίτια. Ήταν προμιλητημένα αυτά. Ποια σπίτια έχουν οι Εβραίοι και τα βγουν όλα. Ναι, αλλά θα ρωτήσω για τη σειρά των γεγονότων. Πρώτα ήρθανε στο χωριό και βάλανε φωτιά σε αυτά τα 11 σπίτια που βοηθούσαν και μετά πήγανε και μαζέψαν τους Εβραίους από το δάσος. Ήτανε την ίδια μέρα. Θυμάστε? Όχι, δεν είχαμε τότε. Εκείνη την εποχή δεν ξέρω. Γιατί τον πατέρα μου τον πήραν και τον είχαν κάτω και σε μια παιδιάδα και τον χτυπούσαν. Είχες Εβραίοι? Είχα. Και μας έκαμψαν από το σπίτι. Ήρθανε οι δυναμίτης από το Γερμανό. Και επειδή ήταν τόσο το σπίτι καινούργια και ζωες τόχτες του, τέσσερις δυναμίτης έβαλαν στο φτώ, στους γονείς και το ανατίναξαν και βγήκαν τα κεραμμύδια. Δεν ξέρω πού έφτασαν. Αλλά δεν θυμάστε αν πρώτα κάψανε το σπίτι και μετά πιάσανε τους Εβραίους ή αν πρώτα πιάσανε τους Εβραίους και μετά πιάσανε το σπίτι. Δεν το θυμάστε. Δεν πειράζει. Αλλά αυτό δεν το θυμούμαι. Και καθόταν σε έντοια σπίτια. Σε δέκα σπίτια έντοια. Τώρα έντοια οικογένειες πρέπει να ήταν. Στον Κουρτέση ήταν ο Δαβίκος καθόταν εδώ. Στον Καραμίτσιο καθόταν ο Μινιχέμ. Σε εμάς καθόταν ο Ιουσέφης. Ο Ιακώ καθόταν εδώ στη γειτονιά στο Βίτο. Και οι δυο καθόταν και στους Λαναρέους που πήραν τα λιφτά. Δεν είναι σημαντικό για εμένα πως έγιναν αυτά τα πράγματα. Ξέρω ότι ο πατέρας μου πήγε έξω από το χωριό σε έναν ανοιχτό χώρο και καταφέρθηκε να σκοτώσει τους Ιουσέφης. Το χωριό ήταν νέο. Πρέπειναν να χρησιμοποιούν 4 διαφορετικές δυναμίες σε κάθε πλευρά για να τα καταφέρει. Ξέρω ότι το χωριό έκανε και πέρασε όλο. Δεν ξέρω πόσο πέρασε. Ξέρω ότι η οικογένειά του Κορτέση είχε την οικογένειά του Δαβίου. Ο Καραμίτσος είχε τον Μενάχαι και εμείς τον Ιουσέφ. Η οικογένειά του Βίτο είχε τον Ιακώ. Οι δύο αδερφές του Λαναράσ είχαν δύο άλλους αδερφές. Ήταν 11 από αυτά τα οικογένειά που έδωσαν χώρο στους Ιουσέφ. Αυτά τα 11 οικογένειά ήταν καταφέρθηκαν στον χώρο των Γερμανών. Και εδώ στον Ιάντου που ήταν πρόεδρος. Τέτος. Καθόταν και εκεί. Στον Ιάντου, αδερφός μου πρέπει να θυμάται όλα. Από εμάς, εμάς κοιτάτε. Πώς έγινε με τη γιαγιά που έμενε μαζί σας. Έφυγαν αυτοί του βράδυ. Έφυγαν οι Γερμανοί και γύρισαν το βράδυ από το δάσος και έμειναν πάλι μαζί. Όχι, αλλά όταν τους πήρανε πια. Τότε την πήραν και τη γιαγιά μαζί. Δεν την είχαν μισή μέρης. Μια μέρα έμεινε επειδή χυνηγούσαν και η γιαγιά, αλλά έμεινε η γιαγιά μας. Και δεν την πήραξαν. Μαζί, μαζί, πρέπει να έφυγαν. Γιατί δεν έμεινε σε εμάς. Τώρα που μιλάτε εσείς μπορώ να σηκωθώ. Δεν θα πάρουμε τώρα τηλέφωνο. Μην πάρετε τώρα τηλέφωνο. Ναι, δεν θα τον πάρουμε τηλέφωνο. Συν ώρα κάνουμε τη συνέντευξη πάντως. Όχι, μετά, μετά. Για να σας πει κάτι και αυτός. Είσατε για αυτό το παράξενο έθιμο που είχανε οι Εβραίοι που φέρναν στο Ιουσέφη να σφάξει την κότα. Θυμάστε κανένα άλλο έθιμο που είχανε διαφορετικό από τα δικά σας. Αυτή η Σαββάτου. Τώρα την Παρασκευή μαγείρισαν, το Σάββατο μαγείρισαν και την Κυριακή. Μια μέρα, δηλαδή το Σάββατο πρέπει να ήταν. Όλη μέρα καθόταν έτσι. Δεν έφτιαχναν τίποτα. Το ξέρουν κυρίως. Δεν έφτιαχναν τίποτα. Και μας έλεγαν, εσείς δεν ξέρετε τι γιορτή έχετε και τι πίστη έχετε. Δεν ξέρετε να τιμήσετε. Έτσι μας έλεγαν. Ναι. Αλλά καθόταν μια μέρα ταύχη και με άλλη μέρα τα φαγητά και εκείνη μέρα καθόταν έτσι. Ο κύριος θα ξέρει. Θα του τα πούμε τώρα. I also remember they had one day that they wouldn't do anything, that they would prepare the food from the day before. I think it was the Friday they prepared the food for Saturday. And on Saturday they sat with their hands crossed and they didn't do anything. And they were telling us it was a big celebration for them. And that it was their faith that said so. Can you remember if the Jewish children went to school? Δεν θυμάμαι. Γιατί πρέπει να ήταν ο Ρομπέν που είχαν μίστα μικρό, το τρία χρονό. Ο Ρομπέν το Μενιχέμ ήταν δεκαπέντια χρονό. Γιατί με έλεγε η Βασχαλονίκη έκαναν γιορτή και μας είχαν στη γιορτή. Και λέει είμανα δεκαέξι-εφτά χρονό και θυμόταν στην οικογένεια που μένανε. Ήταν μια βουβή αδερφή από το θείο εκεί και ένας παππούς με ιστορίες παλαιές, παππούς Χρήστος Καραμίτσιος και μετά έλεγε. Και ο Πέππος ήταν δυο χρόνια μικρότερος. Αλλά ο Ρομπέν με έλεγε πράγματα που τα ζούσαμε στο χωριό μας, ναι. Αλλά σχολείο δεν πηγαίνανε, δεν θυμάστε. Σχολείο τότε και εμείς δεν πηγαίναμε εμείς, δεν είχαμε σχολείο τότε. Μας έκαψανε τα σχολεία, μας έκαψανε και ήμασταν στο δάσος. Εμείς φύγαμε από εδώ ένα χρόνο-δυο στο δάσος μέσα. Φύγαμε από το χωριό. Ερχόμασταν κάπου-κάπου να δούμε μια μάτια, να ρίξουμε μια μάτια και μετά το 47 μας σηκώσανε από εδώ και μας πήγαν στα παλατίτσια. Και από τα παλατίτσια καθίσαμε δυο μήνες στα παλατίτσια και μας πήγα στη Μελήκη Ανταρτόπληκτη. Καθίσαμε τρία χρόνια και μετά του 50 γυρίσαμε εδώ. Και οι γυναίκες του Μενάχαιμ που ήμουν 15 και 13 δεν πήγαν στη σχολία. Μυρίζω πέρα όταν τους έφεραν σε σχολείο. Μου είπε ο πρώτος αδερφός του Πέπο, μου είπε ιστορίες όταν ζήσαμε μαζί στο χωριό και για εμάς μετά έπρεπε να φύγουμε από το χωριό. Μείναμε και κάποια χρόνια στο χωριό και έπρεπε να δούμε ότι τα πράγματα ήταν καλά. Μετά πήγαμε σε ένα άλλο χωριό και μετά σε ένα τρίτο χωριό και αυτό ήταν κατά τη κυβέρνηση. Μυρίζαμε σε αυτό το χωριό το 1950. Το πρώτο χωριό που μας έφεραν ήταν τα παλατίτσια και μετά μας έφεραν σε άλλα μέρη. Οι γνωρίζοντας μας ονομάζονταν αντιμετωπισμένοι για την αντιμετωπισμένη κατά τη κυβέρνηση. Οι γνωρίζοντας μας έφεραν μια ιστορία για μικρά παιδιά. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Ο Νέστορας μας έφερε ένα περιστατικό που ήρθαν στο χωριό και ψάχναν τον Μενάχαιμ. Σας ευχαριστούμε.