Ο Πέτρος Τατσόπουλος παρουσιάζει το βιβλίο του «ΓΚΑΓΚΑΡΙΝ» /

: Λοιπόν, καταρχάς, ξεκινώντας, θέλω να καλωσορίσω όλους εσάς και εκ μέρους, ας φαντάζω, με τον Πέτρο στην παρέα μας και στην πόλη μας και στη βιβλιοθήκη που έχεις ξαναέρθει εδώ πέρα. Καταλαβαίνεις πόσο σημαντική είναι για εμάς. Είναι το καμάρι μας μέσα σε άλλα, λίγα, αλλά είναι για αυτή. Λοιπόν, πρ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=Rr-YBYxXXhU&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Λοιπόν, καταρχάς, ξεκινώντας, θέλω να καλωσορίσω όλους εσάς και εκ μέρους, ας φαντάζω, με τον Πέτρο στην παρέα μας και στην πόλη μας και στη βιβλιοθήκη που έχεις ξαναέρθει εδώ πέρα. Καταλαβαίνεις πόσο σημαντική είναι για εμάς. Είναι το καμάρι μας μέσα σε άλλα, λίγα, αλλά είναι για αυτή. Λοιπόν, πρώτα απ' όλα θέλω να σας πω ότι με μεγάλο ενθουσιασμό δέχθηκα να μιλήσω εδώ παρέα με τον Πέτρο. Αυτό, όμως, στις επόμενες εβδομάδες μετατρέπω και σε φιάλτι, να ξέρεις. Γιατί μέσα στο μυαλό μου είχα πράγματα που έπρεπε ή θεωρούσα, εγώ αστεία να πω, όλη αυτή τη ροπή προς την ατάκα που έχεις κι εσύ και πράγματα που θεωρώ σωστό να υποθούν για σένα ως ένας κατάλλωσης γραφέας. Οπότε αυτό ήταν εξωσιανωτικό. Και συνήθως, ας πούμε, δεν παίρνω ύπνος και ερχόσουνα στον ύπνο μου με τις φλεύες εδώ να πετάγονται για να μου λες, κερατάχεις να κάνεις μια δουλειά, να μου δώσεις μια σωστή πάσα για να γοητεύσω εγώ το κοινό μου και ασχολήθηκες να πεις όλες αυτές τις λακκίες. Αυτό ήταν το κυρίαρχο στοιχείο που με απαγόρευσε να προετοιμαστώ. Μα ξέρεις, δεν έχω προετοιμαστεί πολλά. Το έχω διαβάσει το βιβλίο με τις γιορτές. Αλλά επειδή λέω, άντε να κάνω και μια περιήγηση στο διαδίκτυο να βρω μια παρουσίαση στην Αθήνα ή κάτι τέτοιο, εκεί έφαγα τη δεύτερη σφαγιά. Γιατί είδα το ατάλα συμπαθέστατο διάζωρα 30 φιλίδι με την ισόβια της ανεξιάς στο ρό, όπως λες και εσύ για το χατζιδάκι. Μετά είδα τον περάκι που πρέπει να είχε πρόβλημα με το μικρόφωνο, δεν ξέρω τι. Τέλος πάντων ακουγόταν μόνο ο Τατσόπουλος. Οπότε κατάλαβα ότι ό,τι και να κάνω θα είμαι εντελώς απαρατήρητος σήμερα. Και γι' αυτό σκέφτηκα να τυθώ ζωρό η βασίλισσα της νύφτας για να κερδίσω λίγο από την προσοχή σας. Αλλά μετά λέω άντε ας μείνω στην αξία του συγγραφέα. Ήταν μια σπάνια κρίση ορειμότητας. Την απέληψα τη σκέψη αρκετά γρήγορα. Και λέω ας είσαι μόνος σύντομος και δεν θα αποφύγω να πω λέξεις που καταλήγουν σε ισμός. Και θα μείνουμε μόνος στην αξία του Τατσόπουλου. Ο οποίος, το ξέρετε, δεν θα πω σε διαδικασίες διογραφικού. Γιατί ξέρω ότι είστε διαβασμένοι. Και ο πέντος ξέρει ότι η Βέρεια γενικά είναι μια πόλη στην οποία μάλλον διαβάζουμε για τη διατέλεση και αντιπρόεδρους του κεντροβιβλίου. Όπου έλεγε κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον σε μια συνέντευξή του, έλεγε ότι ο Έλληνας διαβάζει ένα βιβλίο. Μετά που καίει τα βιβλία της ιστορίας στα σχολικά. Όχι? Να το πεις τώρα, αφού με διέκοψες. Ένα στοιχείο. Είπες, το πες λάθος. Μου θύμισες μια ταινία παλιά που ήταν με έναν πιλότο. Ο Χάριξον Φορντ έπαιζε έναν πιλότο. Και είχε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο. Και είχε μια επιβάτη που δεν θυμάμαι τώρα πώς το λέγανε. Οι οποίοι γνωστοί και αυτοί. Είχαν μια πολύ κακή αρχή. Είχανε μαλώσει, αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον. Είναι το γνωστό Hollywood. Οι δύο που αντιπαθιούνται και μετά αγαθιούνται. Και που την πάει, έχει μια πολύ κακή πτήση. Και μετά, στη δεύτερη πτήση, πέφτει το αεροπλάνο και πέφτει σε έναν έρημο τόπο. Και είναι δύο ροβινσόνες, ας πούμε. Και γυρνάει κάποια στιγμή ο Χάριξον Φορντ. Και της λέει, ρε, ξέρεις ποιος είμαι εγώ. Τι πιλότος, πόσες ώρες πτήσεις έχω εγώ στην πλάτη μου. Και του λέει αυτή, τι πιλότος είσαι. Στο 50% των πτήσεων μαζί, έπεσες. Ένα στοιχείο είπες, το είπες λάθος. Στο 100% λάθος. Ναι, όχι έλεγα ότι το πολύ βραχή διάστημα, το 2010 που ήμουν αντιπρόεδρος στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, μου φαίνανε διάφορες στατιστικές να διαβάσω. Και εκείνη η οποία μη είχε σοκάρει πάνω απ' όλα, είναι ότι ο ένας του δύο ενήλικους Έλληνες, μόλις τελειώνει και καίει τα σχολικά τους βιβλία, ο ένας του δύο, το 50%, δεν διαβάζει κανένα βιβλίο στη ζωή του, ολόκληρο. Το οποίο είναι εφιαλτικό ποσοστό. Είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη και ανατολική, δυτική, νότια, βόρεια. Και είναι από τα υψηλότερα ποσοστά στις χώρες που δεν είναι όλος ο πληθυσμός αναλφάβητος. Δηλαδή, έχουμε στην ουσία έναν πληθυσμό λειτουργικά αναλφάγραφα. Και μάλιστα, όχι μοναχά λειτουργικά αναλφάβητον, γιατί στις χώρες που είναι αναλφάβητοι, έχουν, ας πούμε, και μια ταπεινότητα. Εδώ έχουμε και ξερόλες αναλφάβητος. Δηλαδή, και ξέρουμε την τύφλα μας και είμαστε βεβαιοί ότι τα ξέρουμε όλα. Δεν σε διακόπτω. Ως το τέλος του επόμενου πενταλήφτου. Τι έλεγα, κάτι πολύ σημαντικό σίγουρα. Έλεγα ότι είσαι πολύ σπουδαίος. Όχι, σε αυτό δεν θα σε διακοπτώ. Λοιπόν, πολλά πράγματα μου άρεσαν στον Καγκάριν, αλλά μου άρεσε και κάτι που νομίζω ότι ταιριάζει και στον Πέτρο πάρα πολύ. Λέει στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, που αναφέρεται για τη σχέση του Μάνου Χατζιδάκη με το ρεμπέτικο τραγούδι και την περίφημον μορμία του, λέει σε κάποιο σημείο ότι κάθε εποχή ορίζει το κάδρο της. Τι θεωρεί ότι χωράει σε αυτό και τι θεωρεί ότι περισεύει. Ξυχνά, μάλιστα, οι ίδιοι άνθρωποι αλλάζουν γνώμη γύρω από το τι χωράει και το τι περισσεύει. Ο Τατσόπουλος χωράει στον κάδρο μας για πάρα πολλά χρόνια. Τελευταία 35 χρόνια, το 80 έγραψε το πρώτο βιβλίο. Αυτό ήμουνα σωστό. 78. 78, 80 όμως... Βγήκε, βγήκε. Ω, ξέρεις και η παραγία, είσαι προκατελημένος. Έχω ένα 50% θα το ανεβάσω μετά. Όχι, δεν είμαι προκατελημένος. Το λέω από την αρχή, νιώθω πάρα πολύ συμπλεγματικά. Όχι μόνο επειδή είσαι ψηλότερος, αυτό το έχω συνηθίσει, όλοι είναι ψηλότεροι. Αλλά επειδή χτες έκανα ανάρτηση, έβαλα τη φωτογραφία του βιβλίου, έβαλα τη δικιά μου και τη φωτογραφία του Αλέξανδρου και πήρε, για το Θεό, 105 like η φωτογραφία του Αλέξανδρου. Μόνο. Χαιστήκανε για το βιβλίο, χαιστήκανε για το εξώφυλλο, χαιστήκανε για μένα. Πήρα ένα like από την καλοσύνη, φαντάζομαι. Νομίζω ότι ήταν δικό μου. Οπότε ήρθα σε μια βραδιά που θα παρουσιάσω τον Αλέξανδρο και προσπαθώ όσο μπορώ να τον πωικοτάρω. Μέχρι στιγμής θα πας καλά. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Όχι, αλήθεια πάντως, ο Τατσόπουλος χωράει στο κάτω μας τα τελευταία 35 χρόνια και παραπάνω. Και δεν είναι ότι έχει αλλάξει εποχή ή ατμόσφαιρα. Έχουν γίνει φρικτά πράγματα, φρικτές αλλαγές από τότε μέχρι τώρα. Είναι ότι τέτοιοι δημιουργεί τόσο χαρισματικοί σε οποιαδήποτε εποχή. Μα λέω χαρισματικοί και δεν λέω ότι θα φύγει τώρα με το χαρισματικό. Πού να δεις μετά που αρχίζω και σε φρύζω. Να το υπογραμμίσεις. Λοιπόν, τόσο χαρισματικοί δημιουργοί δεν θα μπορούσαν να περισσέψουν σε καμία εποχή, αλλά δεν το ξέρουμε μόνο από αυτό. Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να προσωποποιήσει το βνευματικό άνθρωπο, που όλοι αποζητάμε, πάντοτε με το ενδιαφέρον του και με τη στάση του για τα κοινωνικά θέματα, όπως και το θεωρώ πολύ σημαντικό πριν και πρόσφατο, η στάση σου για το ζήτημα των 8 τουρκων αξιωματικών. Προσπαθεί, λοιπόν, πάντοτε να προγραμματίσει τον ακροατή, τον αναγνώστη, και πάντα με ορθολογικές απόψεις, τις οποίες της υποστηρίζει με πάθος, που κάποιες φορές και γι' αυτό το πάθος έχει παρεξηγηθεί. Άδικα, προφανώς, αλλά είναι ένας άνθρωπος που πραγματικά πρώτα είναι κυρίως συγγραφείας, αλλά δεύτερο είναι οδιανόμενος της εποχής μας. Και όταν ο Μωρίς Μπλανσό, που εμείς στο Βλαχομαγαλάδ, δεν ξέρω αν με έχεις ακούσει, το διαβάζουμε πάρα πολύ, πολύ μας αρέσει, είχε αποπειραθεί να ορίσει το διανοούμενο, κατέληξε στα εξής. Ο διανοούμενος είναι ένα τμήμα του εαυτού μας, που όχι μόνο μας αποσπά στιγμή από το καθήκον μας, αλλά μας ξαναφέρνει κοντά σε ό,τι συμβαίνει στον κόσμο με την πρόθεση να το κρίνουμε και να το απολάσσουμε. Και αυτό έχεις κάνει και στον Καγκάριν. Έχεις δημιουργήσει όλες αυτές τις κατάλληλες συνθήκες για να κρίνουμε και να απολάσσουμε μικρο ιστορίες του παρελθόντος μας, που χαρακτηρίζουμε τον ένα με τον άλλο τρόπο της σύγχρονη Ελλάδα. Μια ιστορία, λοιπόν, που όπως θα διαβάσετε και στο πιστόφιλο του βλίου, δεν θα τη δαφούμε ποτέ στα σχολεία και γι' αυτό το λόγο θα είναι πάντοτε ελκυστική. Τώρα, επίσης, από το πιστόφιλο θα διαβάσετε ότι πρόκειται για ένα non-fiction novel. Εμείς, πάλι, είμαστε εξικοιωμένοι με τον Όρο, τώρα λέω για τους υπόλοιπους, ότι τον Όρο, από ό,τι έχω μάθει και εγώ, τον ήσυχα και ο Τούρμαν καπότε το 1965. Μέχρι στιγμής συμφωνούμε, γιατί ήταν λίγο περίεργο αυτό, ήταν λίγο περίπλοκο το ιστορικό. Ήταν μια τρομερή χρονιά, τότε διακονίζονταν ποιο θα είναι πρώτο, ο Τενξικρότου Καπότε, ο Δόκτω Ζιβάγκο του Πάστερμακ και η Λολίτα του Ναμπόκο. Ήταν κολλασμένη η χρονιά, δεν έπρεπε να είσαι εκείνη τη χρονιά να εργάζεται. Λοιπόν, άρα, τι είναι το νόημα... Όχι ότι μπήκανε στους 2005, στις άλλες χρονιάς. Αλλά εντάξει, εκείνη η χρονιά ήταν πάρα πολύ δύσκολη, ήταν κολοσοί. Θα σας πω και μια μικρή ιστορία μετά. Μόλις τελείωσε το κοραλίδιμα του Αλέξανδρο, με το Εν ψυχρό. Που έχει λίγο σχέση και με το Γκανγκάιλι. Πολύ μικρή σχέση, φαντάζουμε. Πολύ μικρή σχέση. Η αλήθεια είναι αυτή. Λοιπόν, το non-fiction novel είναι μυθιστοριματική αφήγηση μιας πραγματικής ιστορίας. Δηλαδή, είναι μία αφήγηση πραγματικών γεγονότων και ανθρώπων με τη τεχνική και το δραματικό ύφος του μυθιστορίματος. Ένα είδος έχει χαρακτηριστεί δημοσιογραφικής λογοτεχνίας. Η πιο γνωστή ελληνική απόπειρα, το σοσάκι ας πούμε της εποχής, είναι το ζήτα του Βασιλικού. Φαντάζουμε κι άλλα, βέβαια, αλλά είναι στο όριο. Όπως, ας πούμε, η ιστορία για το τέρας του Λόχνης, τον Παγκρατίδη και τα λοιπά. Το κοροδέσια, αν δει κανόνα. Νομίζω ότι στο μέλλον, τον Καγκάνιν θα θεωρείται ένα βιβλίο σταθμός για το είδος, τουλάχιστον για την ελληνική εκδοχή του. Μέχρι να σε γράψουν οι New York Times, που θα γίνει γι' αυτό σύντομα. Τώρα, για το περιοχόμενο. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να αναφερθεί κανένας το περιοχόμενο. Είναι πάρα πολύ εύκολο να βρεις ένα σωρό επιθετικούς προσδιορισμούς σταυμασμού. Είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό βιβλίο. Είναι πάρα πολύ ευχάριστο πρώτα απ' όλα να το διαβάσεις. Και φεύγεις σαν νεράκι. Μπορείς να το διαβάσεις πραγματικά, νομίζω, σε μια μέρα. Βέβαια, θα γίνουν τα μάτια σου σαν τα δικά μου, αλλά θα το ευχαριστηθείς 100% Και το βιβλίο, νομίζω ότι λογικά, όπως τα λέει, κανείς ξεκινάει με την επίσκεψη του Γαγκάριν, του Γιούργι Γαγκάριν, στην Ελλάδα, του 1962 και την αναταραχή που προκάλεσε το χαμό σε μια ήδη ταραγμένη πολιτικά, τουλάχιστον, εποχή. Και μάνισε πάρα πολύ ένα σημείο που μιλάει για τη θεωρία που κυλοβόρησε στην εποχή, ότι ο Γαγκάριν ήταν ελληνικής καταγωγής κι αυτός. Ήταν από τους Αθηναίους γκάγκαρους που είχαν πάει, για κάποιο λόγο, στη Ρωσία. Και μου θύμισε την πρόσφατη ιστορία με τον Τραμπ, που λένε ότι είναι καρδιτσιό της τραμπάκουλας μετανάστης στην Αμερική και λέω ότι τελικά υπάρχει αυτή η αιώνια ελληνική φαντασία, να το πω στην καλύτερη περίπτωση. Ήταν πάρα πολύ αστείο και ενδιαφέρον. Από εκεί πέρα, πραγματικά, καμία περίπτωση δεν μπορεί να το αποτυπώσει όλη αυτή τη χυμαρόδυνη εισβολή γεγονότων, προσώπων και καταστάσεων στις σελίδες του πλείου. Από τον Μάνο Χατζιδάκη και τον Μάρκο Βαβακάρη, πάμε στον Γιάννη Φλωρινιώτη, πάμε στην Άνα Βίσκε, στον Καρβέλλα. Τα νόματα που υπάρχουν και αναφέρονται είναι φοβερά αντιφατικά και πάρα πολλά. Και ιστορίες προφανώς και όλες πάρα πολύ ενδιαφέρουσες. Η Μέληνα Μερκούριο, ο Χάρη Κλίνο, ο Γιώργος Οικονομίδης, για να φτάσουμε στον αίμνηστο Νίκο Τριανταφυλίδη, που μας οδηγεί με το μαγαζί Gagani 205, το συναυλιακό χώρο το γνωστό στην Αθήνα, στη Ιωσίον, και πάλι στο τίτλο του βιβλίου και μάλλον, λέω εγώ, και στην αφορμή της συγγραφής του. Πραγματικά πιστεύω πως αν κάποιος προσπαθούσε να οργανώσει ένα κατάλογο ονομάτων για το βιβλίο θα κινδύνευε να χάσει τα λογικά του. Δηλαδή, έχουμε αναφορά τουλάχιστον στον Εμπειρίκο και στον Σουκλάκο, έχουμε τον Ρόμελ και τον Γλέζο, έχουμε τον Θοθωράκη και την Τζούλια Αλεξανδρά του, έχουμε τον Κουσγούνι και τον Αλέξανδρο Πικουλουέλελ. Είναι ένα μεγαλείο αντιφάσιο. Και θα μας πεις μετά και για το συγκρινωματικό τίτλο, που νομίζω ότι επίσης υπηρεωνεί τα σπουδαία πράγματα που λέω τώρα. Αλλά νομίζω ότι, έτσι θέλω να τελειώσω, αυτό μάλλον είναι και το μεγαλείο μας γενικά, το μεγαλείο του ανθρώπου και του κόσμου μας. Είναι γεμάτος αντιφάσεις, γοητευτικές αντιφάσεις, καλές και κακές στιγμές, αγάπη, μίσος και κυρίως είναι γεμάτος από ζωή και από θάνατο. Και είναι κάτι παραπάνω από σημαντικό για μένα, που το τελευταίο κεφάλαιο σου, που τυτλοφορείται Requiem, στην ουσία μας οδηγεί, εμέσως, στο πώς και στο γιατί γεννήθηκε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Δηλαδή μας οδηγεί στη ζωή, στη γέννηση του βιβλίου σου. Τώρα, μετά από λαϊκή απέτηση, θα σας αφήσω να τα πεις. Να πω προφανώς σε όλους σας ότι το βιβλίο είναι διαθέσιμο στην έθουσα και πραγματικά αξίζει να το αγοράσετε. Θα το απολαύσετε πραγματικά. Είναι ένα απολαυστικό ανμύτη άλλο βιβλίο. Σταματάω, εγώ θα δώσω τώρα τον λόγο στον Πέτρο, να τον απολαύσουμε όλοι μαζί, γιατί πραγματικά… Σε ευχαριστώ, Αλεξάνδρου. Μπορείτε και εσείς να το πω πότε. Σε ευχαριστώ, Αλεξάνδρου. Λοιπόν, ευχαριστώ τώρα, Αλεξάνδρου, όντως ήταν πολύ καλές πάσες. Θα προσπαθήσω να τις θυμηθώ όλες. Πρώτα απ' όλα χαίρομαι πάλι που βρίσκομαι στη Βέρεια. Και μάλιστα στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέρειας. Δεν θέλω να το εκλάβετε ως γλύψιμο, γιατί δεν είναι κάτι, δεν είναι η δικιά μου διαπίστοση. Το ξέρετε ότι η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη έχει έυσημα που ξεπερνούν τον ελλαδικό χώρο και θεωρείται ένας στολίδι για όλη την Ευρώπη, όχι μόνα για την Ελλάδα. Και αυτό και αν θυμάμαι καλά, ο Bill Gates πριν από μερικά χρόνια την είχε επιβραβεύσει χρηματοδοτώντας την. Η ίδια η πόλη πάλι είναι ένα στολίδι πολιτισμού. Δεν σας γλίφω, ειλικρινά το λέω, αλλά έμαθα εδώ και 15 χρόνια περίπου ότι η Βέρεια είναι η πρώτη πόλη που δεν πατάνε τους πεζούς όταν περνάνε από διαβάσεις πεζών. Αυτό είναι όντως σημάδι πολιτισμού και όντως το διαπίστωσα πειραματιζόμενος σε διάφορες διαβάσεις όπου πραγματικά σταματάγανε με τον... σας λέω, πραγματικά δεν το έχω ξαναδεί στην Ελλάδα. Και έχω να έρθω βέβαια από την παρουσίαση του προηγούμενου βιβλίου μου από την «Καλωσύνη των ξένων». Του προηγούμενου νον φίξιον βιβλίου μου, δεν ήταν ακριβώς του προηγούμενου. Τώρα πριν σας πω πώς συνδέεται «Καλωσύνη των ξένων» με τον Καγκάριν να σας πω λίγο πώς μπορεί να συνδέεται με το «Εν ψυχρό» του Τρούμαν Καπότε. Όπως είπε ο Αλέξανδρος, το «Εν ψυχρό» θεωρείται το εμβληματικό νον φίξιον νόβελ στην παγκόσμια λογοτεχνία. Και έχει ενδιαφέρον η μικρή ιστορία του «Εν ψυχρό». Είναι μία αφήγηση του Τρούμαν Καπότε, η οποία ξεκίνησε ως δημοσιογραφική κάλυψη ενός πραγματικού γεγονότος από τρόπεου που είχε γίνει στην Αμερική, στη βαθιά Αμερική, σ' αυτή που λέγεται «ζώνη της βίβλου», δηλαδή στο Κάνσας, όπου λέγεται «ζώνη της βίβλου» γιατί οι κάτοικοι είναι συνήθως πουριτανοί, βαπτιστές, θα λέγαμε οι κλασικοί σήμερα ψηφοφόροι του Μπούση, του Τραμπ. Βαθιά θρησκευόμενοι άνθρωποι, βαθιά συντηρητικοί, αποκαλούνται επίσης «Rednecks», δηλαδή κοκκινολέμιδες από τον ήλιο και γενικώς είναι ό,τι κοντύτερα σε φασισμό μπορεί να βρει κανείς στην Αμερική ως κάτοικοι, αλλά και φιλήσυχοι, δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα στη ζωή τους. Σε μια τέτοια λοιπόν στιγμή που δεν συμβαίνει τίποτα στη ζωή τους, εμφανίζονται εντελώς από το πουθενά δύο άρτι από φυλακισθέντες λιστές, ο Δικ και ο Πέρι, οι οποίοι έχουνε λανθασμένες πληροφορίες ότι στο σπίτι ενός πλούσιου αγρότη του «Κλάτερ», της οικογένεια «Κλάτερ», που έχει να θυμάμαι καλά δύο παιδιά και οι γονείς είναι τετραμελής οικογένεια, υπάρχει ένα θησαυροφυλάκιο. Αυτό ήταν ένα ράδιο αρβίλα που ακούγανε όσοι ήταν μέσα στη φυλακή. Πάνε λοιπόν, έρχονται μια νύχτα, ξεκληρίζουν όλη την οικογένεια, τους σκοτώνουν όλους, θησαυροφυλάκιο δεν υπάρχει και βεβαίως μετά τους συλλαμβάνουν και από τη στιγμή που τους συλλαμβάνουνε ξεκινάει και η δημοσιογραφική ερεύνα του Τρούμαν καπότε γύρω από αυτούς. Το ίδιο το βιβλίο ξεκινάει με μια εκπληκτική φράση που έχει μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας λέγοντας ότι εκείνη τη νύχτα τέσσερις σφαίρες έκοψαν τον ύμα έξι ζωών. Και όταν το βλέπεις αυτό, νομίζεις αρχικά ότι θα πρόκειται για κάποιο εξωστρακισμό, δηλαδή σφαίρες που χτυπήσανε δύο μαζί. Δεν λέει όμως αυτό, δεν εννοεί αυτό καπότε, εννοεί ότι αυτές οι τέσσερις σφαίρες σκοτώσανε και τους δολοφόνους. Γιατί ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου ασχολείται πια με την κρατική δολοφονία, από τη στιγμή που συλλαμβάνονται πως οι ερωτελεστικά οδηγούνται στην αγχώνη. Το πολύ ενδιαφέρον και ταυτόχρονα ανατριχιαστικό για να καταλάβετε λίγο και τι τύποι είμαστε εμείς στις συγγραφείς, είναι ότι ο Καπότε είχε ξεκινήσει μια μεγάλη καμπάνια εκείνα τα χρόνια εναντίον της θανατικής ποινής. Του πήρε πολύ καιρό, του πήρε συμπτωματικά έξι χρόνια να το γράψει από το 1959 έως το 1965 που βγήκε. Εκείνα λοιπόν τα χρόνια ξεκίνησε μια καμπάνια σε όλη την Αμερική, μίλαγε εναντίον της θανατικής ποινής, πόσο αποτρόπεη είναι η θανατική ποινή και ότι πρέπει να καταργηθεί. Ταυτόχρονα ο Καπότε επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, τα είχε φτιάξει με τον ένα από τους δύο μπλιστές, τον Πέρι, ο οποίος δεν ξέρουμε αν αγαπούσε πραγματικά τον Καπότε, αλλά πρώτης πιθανότητας να επιζήσει, να μην οδηγηθεί στην κρεμάλα, μπορεί και να προσποιήθηκε ότι τον είχε ερωτευθεί. Τόσο πάντων είχαν ένα πάρα πολύ στενό δεσμό και όταν πέθανε πια ο Καπότε, αφού δεν κατάφερε να του σώσει από την κρεμάλα και αφού το τελευταίο του κεφάλαιο στο βιβλίο είναι το πιο ενδιαφέρον, το πιο ανατριχιαστικό γιατί περιγράφει σαν λογιστής περίπου το πώς οδηγούνται αυτοί στην κρεμάλα, μετά από λίγα χρόνια πεθαίνει ο Καπότε και βγαίνει στο φως η αλληλογραφία του με το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η αλληλογραφία του με τους πάντες, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση μας ενδιαφέρει η αλληλογραφία του με το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Και εκεί μαθαίνουμε τι πραγματικά πίστευε για τον Ντίκ και τον Πέρι, οι οποίοι πρέπει να σας πω σε παρένθεση, έχουνε περάσει πια στην αμερικανική λαϊκή μυθολογία ως παρημία. Δηλαδή, όταν λες θες να πάμε στην εξοχή το Σαββατοκύριακο, ο άλλος σου λέει όχι γιατί μπορεί να πέσουμε πάνω στο Ντίκ και τον Πέρι. Είναι το αντίστοιχο του μπαμπούλα, ότι μπορεί να έρθει ο μπαμπούλας ξαφνικά. Λοιπόν, μαθαίνουμε από την αλληλογραφία του με το Υπουργείο Δικαιοσύνης ότι τον καιρό ακριβώς που έκανε όλη την εκστρατεία αντίον της θανατικής ποινής, έστελνε χαρτί και καλαμάρι όλα όσα του λέγε ο Πέρι και ο Ντίκ στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, λειτουργούσε κανονικά ως χαφιές, και ταυτόχρονα παρακαλούσε η Κέτεβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να τους εκτελέσει το δυνατόν νωρίτερα, όσο το δυνατόν νωρίτερα, και τον Πέρι και τον κομμενό του δηλαδή. Γιατί? Γιατί δεν είχε τέλος για το βιβλίο του. Δεν μπορούσε να το κλείσει το βιβλίο του. Αυτό το αναθεματισμένο βιβλίο δεν μπορούσε να κλείσει. Βλέπετε λοιπόν ότι η συγγραφή πολλές φορές είναι μια κανυβαλική διαδικασία, καθόλου για καλά παιδιά, και τους συγγραφείς γενικώς καλύτερα να τους διαβάζετε παρά να τους κάνετε παρέα. Αυτό όσο αφορά τον Ψυχρό. Τώρα, όσο αφορά τον Γαγγάριν και την καλωσσύνη των ξένων, η καλωσσύνη των ξένων ήταν το πρώτο νόν φίξιο νόβελ που έγραψα. Εκδόθηκε πριν από 11 χρόνια, το 2006. Και αφορά τη δική μου ιωθεσία, σε μεγάλο βαθμό. Εκεί λοιπόν υπάρχουν τρεις κεντρικοί ήρωες, ανάμεσα στους πολλούς. Είναι και εκείνο ένα πολυπρόσωπο βιβλίο, όπως τον Γαγγάριν. Υπάρχουν όμως τρεις άνθρωποι γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η πλοκή. Είναι ο θετός μου πατέρας, ένας συνταγματάρης χοροφυλακής, η θετή μου μητέρα, μια δασκάλα, και η φυσική μου μητέρα, μια αγράμματι κριτικοπούλα υπηρέτρια, η οποία με έδωσε στο ΠΠΑ και μετά για ιωθεσία κτλ. Αυτός που απουσιάζει εκοφαντικά από το βιβλίο είναι ο φυσικός μου πατέρας. Και απουσιάζει βεβαίως, διότι απουσιάζει μέχρι σήμερα από τη ζωή μου. Δεν τον ξέρω. Δεν τον έχω μάθει ποιος είναι. Σκεφτόμουν λοιπόν, αφού είχα τελειώσει το βιβλίο, την καλοσύνη, σκεφτόμουν ως υπόθεση εργασίας για να γράψω ένα μυθιστόριμα. Ξέρετε, οι μυθιστοριογράφοι έχουν πολλές υποθέσεις εργασίας με τις οποίες δουλεύουν κατά καιρούς. Σκεφτόμουν τι θα συνέβαινε αν γνώριζα κάποτε τον φυσικό μου πατέρα. Τα θετά παιδιά το κάνουν πολύ έτσι ως άσκηση, παίζουν διάφορους ρόλους. Δηλαδή φαντάζονται στη θέση των φυσικών τους γονιών διαφόρων ειδικοτήτων και ιδιοσυγκρασιών ανθρώπους, διότι αυτό τους βοηθάει στο να βάζουν και τον εαυτό τους αυτή τη θέση. Δηλαδή λες τώρα αν ο πατέρας μου είναι ένας ποινικός που αυτή τη στιγμή είναι φυλακή, αν ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος της Δημοκρατίας, αν ο πατέρας μου ήταν χορευτής, αν ήταν ανθρακορίχος, σκέφτεσαι διάφορα. Σκεφτόμουν λοιπόν ανάμεσα σε αυτές τις υποθέσεις εργασίας, πως τι θα συνέβαινε σε ένα παιδί υιοθετημένο σαν και μένα αν ανακάλυπται κάποια στιγμή ότι ο πατέρας του είναι ένας πορνοστάρας. Και μάλιστα όχι το ανακάλυπτε, το έβλεπε. Μαζί με τους φίλους του ως έφηβος, αυτές τις τσογλανοπαρέες που βλέπανε τότε τσόντες τη δική μου εποχή, πηγαίναν και ξαφνικά βλέπαν κάποιον ο οποίος του μοιάζε τόσο πολύ, που του κάνουν αμέσως πλάκα οι φίλοι του ότι να ο μπαμπάς και έβλεπε την αλήθεια γυμνή και φατσακάρτα. Τι θα πάθαινε ένα τέτοιο παιδί. Στο μυθιστόριμα που τελικά δεν έγραψα, σκεφτόμουν ότι αυτό το παιδί μπορεί να γινόταν ένα είδος τένιας μακρύ, δηλαδή να γινόταν ένα σύμβουλος οικογενείας που να βοηθάει τους ανθρώπους, να τους λέει να μην χωρίζουν, να μην απατάνε ο ένας τον άλλον, να μένουν ενωμένοι και να βοηθάνε την Αγία Ελληνική Οικογένεια. Αλλά αρχίζοντας πια να δουλεύω το μυθιστόριμα, άρχισα να ασχολούμαι με το χώρο του πορνόκινηματογράφου. Άρχισα ως δημοσιογράφος, πια να αντλώ στοιχεία από τον πορνόκινηματογράφος στην Ελλάδα. Και έτσι άρχισα να πολύ γρήγορα έφτασα στην αρχαιτυπική μορφή του ελληνικού πορνό, που είναι ο Κώστας Γκουσγούνης. Ο Γκουσγούνης, λαρισαίος όπως ίσως ξέρετε, είναι μια ιδιότυπη μορφή πορνόήρωα, διότι ο ίδιος έχει γυρίσει μόνο μία πορνόταινια στη ζωή του και μάλιστα έχει γυρίσει πολλά χρόνια αφότου, είχε τη φήμη ότι είναι πορνιστά. Κατά κάποιο τρόπο τη γύρισε για να αποδείξει ότι είναι. Ήταν ένας που είχε το όνομα, γιατί είχε το όνομα χωρίς να έχει τη χάρη. Ψάχνοντας να βρω στοιχεία για τον Κώστα Γκουσγούνη και κυρίως να τον γνωρίσω, να τον συναντήσω, να μιλήσω μαζί του, έψαχνα να βρω τους ανθρώπους αυτούς που λέμε τους μεσάζοντες, τους go-between, αυτοί που θα με οδηγούσαν στον Γκουσγούνη. Ήταν ο Νίκος Τριανταφυλίδης, ο γιος του Χαρικλή, που όπως ίσως ξέρετε πέθανε πέρυσι το καλοκαίρι, σε ηλικία 49 χρονών. Ο Τριανταφυλίδης όχι μόνα χαΐξέρε τον Κωσγούνη, αλλά είχε και πολύ στενή φιλική σχέση μαζί του. Τον είχε βάλει να παίζει στις ταινίες του, όχι σε κορονορώλους, συμβατικούς ρόλους τοπιού. Και ο Τριανταφυλίδης αρχίζοντας να μου μιλάει για τον Κωσγούνη και φέρνοντάς με σε επαφή με τον Κωσγούνη, άρχισε ταυτόχρονα να μου μιλάει για τον Καγκάριν. Το Καγκάριν ήταν ο χώρος του, ο χώρος διασκέδασης, ο χώρος πολιτισμού θα λέγαμε, που ήταν κυρίως χώρος συναυλειών στα Σεπόλια στην Αθήνα, μια υποβαθυσμένη περιοχή. Αλλά για πολλά χρόνια προβαλόταν και ένα festival cult ελληνικού κινηματογράφου. Αυτός ο ίδιος χώρος... άρχισε να μου λέει λοιπόν ιστορίες γι' αυτόν τον χώρο. Αυτός ο ίδιος χώρος είχε μια πολύ ιδιότητη μοίρα. Ο ίδιος ο χώρος. Ήταν φορτωμένη. Προβάλλεται αυτές τις μέρες, αν θυμάμαι καλά, ο Σιωπηλός Μάρτυρας, κάπως έτσι λέγεται, του φίλου μου του Κουτσιαμπασάκου, που λέει για τις φυλακές Τρικάλων. Και λέει ανάμεσα στα άλλα, πως ορισμένα κτίρια είναι τόσο βαριφορτωμένα από ιστορία, τα οποία ενώ είναι σιωπηλά, δεν μπορούν να μιλήσουν τα ίδια, λίγο αν ξύσει στην ιστορία τους, μπορείς να βρεις φοβερά πράγματα. Λοιπόν, γι' αυτόν τον χώρο, τον Καγκάριν, μαθαίνουμε ξαφνικά ότι ήταν ένας... θερινός αστικός κινηματογράφος προπολεμικά, όταν και τα Σεπόλια ήταν μια αστική περιοχή. Τώρα είναι εντελώς υποβαθισμένη. Τότε ήταν μια αστική περιοχή και πηγαίναν οι αστροί της εποχής και βλέπαν, ξέρω εγώ, Έρολ Φλίν, Βόγκαρδ, Λορίν Μπακόλ, τους ήρωες της εποχής. Ξαφνικά αυτός ο θερινός αστικός κινηματογράφος, κατά τα Δεκεμβριανά, μετατρέπεται σε χώρο κράτησης της όπλα. Δηλαδή, φανταστείτε ότι οι ίδιοι άνθρωποι, πιθανόν, από την περιοχή που πηγαίναν και βλέπαν ταινίες, ξαφνικά βρεθήκαν όμοιροι. Όμοιροι, μάλιστα, επειδή ήταν και ένας χώρος τράνζιτο, τους πηγαίναν σε άλλους, σε έναν άλλο κινηματογράφο, το Φίβο στο Περιστέρι, που είναι και ο πιο γνωστός, γιατί από εκεί πέρασε και ο Ανδρέας Εμπυρίκος, από εκεί πέρασε και ο Μέννης Κουμανταρέας ως όμοιροι. Λοιπόν, σε εκείνον το χώρο ξαφνικά βρίσκονται όμοιροι, που δεν ξέρουν αν θα ζήσουν ή αν θα πεθάνουν την επόμενη μέρα. Ταυτόχρονα, τελειώνουν τα Δεκεμβριανά, γίνεται βεστιάριο. Γίνεται ένας χώρος, όχι βεστιάριο, γίνεται ένας χώρος για βαριετέ, για θέατρο. Μετά γίνεται εκπύπτη σιγά σιγά, όπως εκπύπτηκε η περιοχή. Γίνεται ένας χώρος που προβάλλουν ταινίες καράτε, δεκαετία του 70, που μας έπιασε αυτή η τρέλα με το καράτε. Μετά προβάλλανε μία ταινία καράτε, μία τσόντα. Περνάγανε από το σεξ το καράτε κάθε μέρα. Μία ταινία σεξ, μία ταινία καράτε. Τα βρεθήκανε το καράτε και βλέπανε μόνο τσόντες. Δύο ταινία σεξ, μία ξένη και μία ελληνική. Μετά κλείνει το τσοντάδικο και πια από την τέφρα του κυριολεκτικά το παίρνει ο Νίκος Τριανταφυλίδης στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και του δίνει μία νέα ζωή. Βλέπω ότι του δίνει ένα χώρο, ένα βήμα για όλους αυτούς τους περιθωριακούς, τους παρακατιανούς καλλιτέχνες, τους καλλιτέχνες που οι ποιοτικοί αντίστοιχοι τους συνομπάρουν. Τους θεωρούν χιδαίους. Βλέπω λοιπόν σιγά σιγά, ψάχνοντας από τη μία ιστορία στην άλλη, γιατί ο Τριανταφυλίδης δεν με οδηγεί μονάχα στον Καγκάριν, με οδηγεί και στον πατέρα του, του Χαρικλίν. Ο Χαρικλίν είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της λαϊκής ψυχαγωγίας. Ένα παιδί από την Καλαμαριά, ένα τσαμούρι, τσαμούρι σταποντιακά είναι οι λάσποι και θεωρούνται λασπότοπος θεωρείται ο Καλαμαριά, που τους είχαν πάει, τους είχαν φέρει από την Τραπεζούντα για πρώτη φορά, ο πατέρας του που είχε τραπετεύσει από τα τάγματα εργασίας του Κεμάλα Τατούρκου. Και ο Χαρικλίν γεννήθηκε το 1940 σε αυτό το λασπότοπο και έζησε και αυτή τη φτώχεια που την αποκαλεί τσαμούρι φτώχεια, δηλαδή την απόλυτη φτώχεια, που δεν έχει καμία σύγκριση με τη ναστική φτώχεια. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος βρίσκεται στο δρόμο του ο Γιώργος Ικονομίδης, που είναι ο ισχυρός άνδρας της ψυχαγωγίας πριν από τη δικτατορία και βεβαίως ο πιο γνωστός, επίσης, άνδρας μέσα συνεργάτης της δικτατορίας, που είχε κάνει εκείνης ο λιμπιάδας τραγουδιού. Περνάμε λοιπόν σε άλλες ιστορίες που μιλάνε για τη συνεργασία των καλλιτεχνών, την επαμφωτερίζουσα σχέση των καλλιτεχνών με τη δικτατορία, που έρχεται, αν θέλεις, και σε αντίθεση με τον αστικό μύθο ότι η μισή ήταν δούλη των συνταγματαρχών και η άλλη μισή ήταν στο βουνό. Υπήρχε μια πολύ γκρίζα ζώνη ανθρώπων, που και συνεργαζόντουσαν και δεν συνεργαζόντουσαν. Και φτάνουμε βέβαια στις σημερινές μέρες. Βλέπουμε τα νήματα τα οποία συνδέουν ανθρώπους που εκ πρώτης ώψης δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Ας πούμε τι κοινό σημείο μπορεί να έχει η Τζούλια Αλεξανδράτου με τον Μάνο Χατζιδάκη. Κανένα θα πει κανείς. Η Τζούλια ήταν 6-7 χρονών όταν πέθανε ο Μάνος Χατζιδάκης. Το 96, αν θυμάμαι καλά. Λοιπόν, ή το 94. Και όμως η Τζούλια έγινε γνωστή, όπως ξέρουμε όλοι, από την φοβερή τσόντα την οποία γύρισε για τον Δημήτρη Συρρυνάκη. Εκεί όμως γύρισε, στην ίδια εταιρία παραγωγής, γύρισε την τελευταία του ταινία και ο Κώστας Γουσγούνης. Ογδονταϊκοντούτης. 80 χρονών, το 2010-2012. Ως νέστορ πια. Δεν πίδαγε ο ίδιος, αλλά ήταν νέστορ του πίδου. Μίλαγε έτσι σοφά και έδινε συμβουλές σε νέες πορνοστάρ. Αλλά ο Κώστας Γουσγούνης ο ίδιος ξεκίνησε πολύ διαφορετικά. Πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1952, από την Αγνή του Λιμανιού. Μια από τις κορυφαίες ελληνικές ταινίες, τις νεορεαλιστικές, του Γιώργου Τζαβέλλα, ο Κώστας Γουσγούνης κάνει ένα απλό πέρασμα που δεν τον αναγνωρίζεις καν έχει μαλλιά. Δεν μπορείς τώρα να καταλάβεις ότι αυτό σημαίνει. Βάρα μόνο αν στον υποδείξουν. Περνάει από ένα μπαρ που λέγεται Κακόφιμου μπαρ της Τρούμπας, που λέγεται Hawaii. Από το ίδιο μπαρ όμως, το ίδιο μπαρ, παίζει πιάνο. Ένας χοντρούλης, συμπαθητικός. Τότε ήταν 26 χρονών, 28 ίσως. Ο οποίος κάνει και το μοναδικό του κινηματογραφικό πέρασμα. Δεν ξαναπαίζει σε ταινία. Και είναι ο Μάνος Χατζιδάκης. Βλέπετε λοιπόν ένα μύτο που μπορεί να συνδέσει την Αλεξανδράτη με τον Μάνο Χατζιδάκη. Όπου εκεί μπορείτε να πείτε ότι παίζει και πολύ μεγάλο ρόλο η σύμπτωση και ότι δεν έχει και τόσο σημασία. Γιατί περάσανε ένας δίπλα στον άλλο και κανείς δεν κατάλαβε τη σημασία του άλλου. Δεν έβλεπε, ας πούμε, ο Χατζιδάκης το να περνάει ο Γκουσγκούνης και να λέει «Α, τόσο διαπρέψεις στις τσόντες κάποτε». Ή τον έβλεπε ο Γκουσγκούνης και έλεγε «Αυτός θα πάρει όσκαρ τραγουδιού σε 10 χρόνια». Όχι, τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Πολλές φορές όμως αυτά τα νήματα έχουν μεγαλύτερη σημασία από αυτή που φανταζόμαστε. Και πραγματικά αλλάζουν τη μοίρα των ανθρώπων. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο Μάνος Χατζιδάκης κάνει την πρώτη του διάλεξη για το ρεμπέτικο. Αυτό που είπε ο Αλέξανδρος, βάζει το ρεμπέτικο μέσα στον κάδρο. Σε μια εποχή, το 1949, το ρεμπέτικο είναι όχι μόνο εκτός αστικού κάδρου. Είναι και εκτός του κάδρου της αριστεράς. Ο Ζαχαριάδης, ο οποίος άκουγε κλασική μουσική, έλεγε ότι το ρεμπέτικο είναι η μουσική της δεκατέντσας και της λάμας, του μαχαιριού και της παρακμής. Συγχαμερή μουσική. Οι αστί ακούγαν ταγκό. Και ο Χατζιδάκης, ο οποίος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τις προφητείες, έλεγε ότι εντάξει, το ταγκό ποτέ δεν θα το αντικαταστήσουν, δεν το βγάλουν από τις καρδιές των Ελλήνων. Πίστευε ότι μέχρι σήμερα θα χορεύουμε ταγκό. Παρ' όλα αυτά, το 1949 στο Θέατρο Τέχνης κάνει μια προσπάθεια να αποδείξει την πραγματική αξία του ρεμπέτικου. Και το πόσο μεγάλη μουσική είναι αυτή. Αλλά δεν είναι μια στεγνή διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης, όπως φανταζόμαστε. Γιατί στο βάθος έχει φέρει και δύο αρκούδες, για να δείξουν τη δεξιοτεχνία του, να κάνουν το νούμερό του. Και αυτές οι δύο αρκούδες είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης και η Σωτηρία Μπέλου. Οι οποίοι κάθονται πολύ σεμνά και ταπεινά, περιμένουν τη νουρά τους, πότε θα βγουν στο προσκήνιο να παίξουν τα τραγούδια τους, να δείξουν τη σημασία τους. Ο Βαμβακάρης χρόνια αργότερα γίνεται καθιερών, με αν θέλετε δούριο ύπο το αρχοντορεμπέτικο, στο οποίο δούλεψε πολύ και ο Μάνος Χατζιδάκης ο ίδιος, έγραψε πολλά. Πολλά κομμάτια θεωρούνται αρχοντορεμπέτικα. Ο Βαμβακάρης, λοιπόν, φεύγει από το κέτο του ρεπέτικου, έτσι σαν νέγρος τζαζίστας που ήτανε, και μπαίνει στο αστικό χώρο και πάει και σε κοσμικά κέντρα και σε ένα από αυτά είναι τα ξημερώματα στη Θεσσαλονίκη. Και εκεί στην κομπανία του, έχουμε φτάσει πια στο 1967, στην κομπανία του, ενώ είναι το πρώτο όνομα ο Βαμβακάρης, υπάρχει ένας νεαρός, ομορφούλης, άγνωστος κυθαρίστας, ο οποίος και γελάει στη φωτογραφία που είδα εγώ. Γελάει, κοιτάει προς τον Βαμβακάρη και γελάει. Και αυτό φαίνεται κάπως σαν λάθος, γιατί οι ρεμπέτες είναι πολύ αυστηροί, έχουν κλειστό, αυστηρό γιακά και αυστηρό μπλουζάκι και δεν γελάει κανένας από αυτούς και ξαφνικά υπάρχει ένας χαζοχαρούμενος ανάγκης που γελάει. Μοιάζει μάλιστα με τον Τζιμ Καρέι πάρα πολύ σε αυτή τη φωτογραφία. Και αυτός είναι ο Γιάννης Φερνιώτης. Παίζει κυθάρα στην κομπανία. Μάλιστα ο ίδιος έχει κάνει δηλώσεις αργότερα ότι εκεί έμαθε πραγματικά μουσική, με τους ρεμπέτες. Περνάνε όμως τα χρόνια και από το 1949 πάμε 30 χρόνια αργότερα στο 1979 και ο Μάνος Χατζιδάκης κάνει το δεύτερο ταχυδακτημουργικό κόλπο με τον Φλωρινιώτη πια. Κάνει την περίφημη εκπομπή στο τρίτο πρόγραμμα, όπου παίρνει στην κυριολεξία τον Φλωρινιώτη μέσα από τα σκουπίδια και τον αναδεικνύει τη φωνή του. Τα κίνητρα, βεβαίως, του Χατζιδάκη δεν είναι τόσο ανιδιοτελείωση με αυτής εξαρτής. Γιατί έχει πάει μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη να ακούσει τον Φλωρινιώτη για να σπάσει πλάκα και να διασκεδάσει στην παραλία εκεί. Και ο Φλωρινιώτης δεν του κάνει και πολύ εντύπωση το Χατζιδάκη. Του κάνει όμως ένας νεαρούλης πάλι που είναι μέσα σε αυτή την ορχήστρα. Καινούριος, ο οποίος είναι μια support φωνή, βοηθητικός τραγουδιστής θα λέγαμε. Βοηθάει, παραγεμίζει τα κενά του Φλωρινιώτη στο πρόγραμμα. Και είναι ο Βασίλης Λέκας. Και από εκεί και πέρα δείτε τον Σαμπιλιάρδο. Για να χτυπήσει σαν μια καραμπόλα, για να χτυπήσει η δήλια του Χατζιδάκη την δήλια του Λέκα, χτυπάει την δήλια του Φλωρινιώτη και ο Φλωρινιώτης πάει και χτυπάει τον Λέκα και φέρνει κοντά τον Λέκα στον Χατζιδάκη και γίνεται ο κύριος τραγουδιστής του Χατζιδάκη για όλη την επόμενη δεκαετία, δηλαδή για τη δεκαετία του 80. Αλλά τα ιρωνίες της ιστορίας δεν σταματούν εδώ σε ό,τι αφορά το Φλωρινιώτη και το Χατζιδάκη. Γιατί περνούν τα χρόνια και ο τενόρος μας ο Μάριος Πραγκούλης αποφασίζει μια φορά κι αυτός να πάει σε μπουζουξίδικο, σε σκυλάδικο κάτι να διασκεδάσει μαζί με την Τέμπορα Μάγεως που ξύπνει. Γιατί και οι Λυρικοί μας διασκεδάζουν στα μπουζούκια, δεν διασκεδάζουν πηγαίνοντας στη Λυρική σκηνή να δούμε τις παραστάσεις. Εκεί όμως πάνε λοιπόν στην Αναβύση, σε μια βραδιά στην Αναβύση που τραγουδάει μαζί με τον πρώην άντρα της, τον Νίκο Καρβέλλα. Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται καλά, γιατί ενώ ξεκινάνε με πολύ καλή διάθεση και μόλις τη συγκατάβαση των ποιοτικών προς τους εμπορικούς, πιάνουν συζήτηση ο Καρβέλλας με τον Μάριο Πραγκούλη, η οποία όμως πάει όσο πιο άσχημα μπορεί να πάει μια συζήτηση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που ένας πιστεύει ότι είναι αδικημένος γιατί γράφει και ροκόπερες, όπως τους δαιμονισμένους ο Καρβέλλας, θεωρεί ότι και αυτός είναι πολύ σοβαρός καλή διάθεση. Και ο άλλος θεωρεί ότι του κάνει και χάρη που του μιλάει. Αφού πάει λοιπόν πολύ άσχημα αυτή η συζήτηση, κάποια στιγμή αρχίζουν να πλακώνονται στο ξύλο. Μονάχα που ο Καρβέλλας έχει και ενισχύσεις, έχει και τους σωματοφυλακές του. Οπότε από ένα σημείο κέπτητα βάζουν κάτω το φραγκούλι και τον κάνουν κοιμά, δηλαδή του σπάνε τα πλευρά του, τον διαλύουν, κάνει μια μήνυση, ζητάει 10 εκατομμύρια δραχμές της εποχής από τον Καρβέλλα και 10 εκατομμύρια από κάθε σωματοφύλακα από τους δύο που τον δήραμε. Μετά αποσύρει την μήνυση γιατί του ζητάει συγγνώμη ο Καρβέλλας δημόσυνη και λέει εντάξει περασμένα ξεχασμένα. Αλλά δεν είναι περασμένα ξεχασμένα δυστυχώς, γιατί ο δήμαρχος της Ξάνθης έχει τη φαϊνή έμπνευση λίγα χρόνια αργότερα να φτιάξει ένα πρόγραμμα στο οποίο να λέγεται από τον Αντώνη Ρέμμο στην Έλλη Πασπαλά και από τον Μάριο Φραγκούλη στην Άννα Δύση. Οπότε διαρρυγνεί τα ημάτια του Φραγκούλη και λέει τώρα είστε σοβαροί θα πάω, θα κάνω κάποιο κουκκινό πρόγραμμα με την Άννα Δύση. Δεν αρκείται όμως να απαξιώσει ο ίδιος ο Φραγκούλης. Βάζει και τον Κύπριο μάνατζερ του, βάζει όμως και τα μεγάλα μέσα, τα μεγάλα ονόματα. Βάζει τον Γιώργο Χατζιδάκη. Ο Γιώργος Χατζιδάκης είναι ο θετός γιος του μάνα Χατζιδάκη. Ο μάνας Χατζιδάκης είπαμε, έχει πεθάνει. Αλλά την παράδοσή του και τα δικαιώματά του τα συνεχίζει ο θετός του γιος. Και ο θετός του γιος βγάζει μια ανακοίνωση που λέει ούτε λίγο πολύ ότι είναι βλασφημία στη μνήμη του πατέρα μου και στο έργο του πατέρα μου να φτιάξετε ένα τέτοιο πρόγραμμα που να είναι ο Ρέμος μαζί με την Πασφαλά και ο Φραγκούλης μαζί με την Πίτης. Σημαίνει ότι δεν ξέρετε τίποτα για το έργο του πατέρα μου. Καταλάβατε τίποτα. Περίληπη η βύση δίνει μια συνέντευξη τύπου, δείχνει ένα τατουάζ που έχει εδώ στο μπράτσο που έχει στίχους του μάνα Χατζιδάκη και λέει ότι ο μάνας Χατζιδάκης δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν θα μιλούσε προσβλητικά και περιχρονιτικά για τα λοιποθυμίσια. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο και στο κάτω κάτω ποιος είναι ο Γιώργος Χατζιδάκης. Τι είναι δηλαδή εκτός από υιοθετημένος τι άλλο είναι. Έχει παράξει έργο ο ίδιος. Ξέρουμε κάνα τραγούδι του Γιώργου Χατζιδάκη και έχει γράψει μουσική ο ίδιος. Τίποτα. Είναι ο θετός γιος μιας μεγάλης μορφής. Άρα δεν δικαιούται για να ομιλεί. Δεν της αρκεί όμως αυτό. Για να δώσει λίγο έμφαση στο ετοιχείρημά της, τον ίδιο χρόνο, είμαστε πια στο 2009, στο Αθηνών Αρένα, φτιάχνει ένα κοινό πρόγραμμα με ποιον? Με τον Γιάννη Φλερνιώτη. Λέγοντας στο Γιώργο Χατζιδάκη, ότι κοίταξε έναν δυσαγοράκι, εσύ που τόλμησες να πεις ότι εγώ είμαι παρακατιανή και δεν μου αρμόζει να είμαι στο ίδιο πρόγραμμα μαζί με κάποιον που θα τραγουδήσει οι επιτυχίες του πατέρα σου, εγώ λοιπόν, η παρακατιανή, θα ανέβω μαζί με αυτόν που ο πατέρας σου τον διάλεξε από τα σκουπίδια και τον αναγνώρισε. Γιατί ο πατέρας σου πίστευε σε όλη του τη ζωή ότι το αίσθημα ανθίζει μέσα στο ευτελές και μέσα στο ευτελές. Ότι πολλές φορές κάτω από το ευτελές περίβλημα μπορεί να υπάρχει ουσία, μπορεί να υπάρχει αίσθημα. Και αντίστροφα, κάτω από ένα ποιοτικό περίβλημα μπορεί να μην υπάρχει καμία ουσία και κανένα αίσθημα. Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο, έτσι με κύκλους και με νήματα, λειτουργεί όλο το καγκάλι, όλο το βιβλίο. Αν θέλετε είναι μια προσπάθεια αυτογνωσίας, εθνικής αυτογνωσίας, μια προσπάθεια να απαντήσω στο ερώτημα ποιοι είμαστε εμείς οι νέο Έλληνες, πραγματικά ποιοι είμαστε όμως. Όχι ποιοι νομίζουμε ποιοι είμαστε. Γιατί άμα μου ρωτήσουμε ποιοι είμαστε θα βρούμε όλοι ότι ξημεροβραδιαζόμαστε στο Μέγαρο Μουσικής και πάμε από την Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής. Προφανώς δεν είμαστε αυτό. Προφανώς δεν είμαστε επίσης ένας λαός που ξημεροβραδιάζεται μόνο στα τσοντάδικα και στα σκυλάδικα. Προφανώς δεν είμαστε μόνο αυτό. Είμαστε λοιπόν το σύμφυρμα. Είμαστε πάρα πολλές Ελλάδες μαζί που αλληλοαποκλεί η μία την άλλη, συχαίνεται η μία δεν την αναγνωρίζει κιόλας κάνει ότι δεν τη βλέπει. Αυτό το βλέμμα στον δρόμο που έκανε ότι δεν με είδε. Η μία Ελλάδα την άλλη, όχι αποκλείεται αυτή η Ελλάδα να συνυπάρχει με εμένα στον ίδιο χώρο, να που συνυπάρχει και μας συνδιαμορφώνει, συνδιαμορφώνει και τον τρόπο που ψηφίζουμε και τον τρόπο που λειτουργούμε, κυρίως τον τρόπο που είμαστε. Αυτό λοιπόν προσπάθησα να το μεταδώσω. Και αν θέλετε η σχέση μου και η γνωριμία μου με τον Νίκο Τρανταφυλίδη, η θηλυκή αυτή η σχέση και κυρίως ο θάνατός του, που το λέω χωρίς να ντρέπομαι και χωρίς να επέρομαι, σας το λέω λίγο με την ομότητα και τον κινισμό που θα μπορούσε να σας πει ο Τρούμαν Καπότε αντίστοιχα για το θάνατο του Πέρη, ότι ο θάνατος γενικά, γιατί ο Νίκος Τρανταφυλίδης πεθαίνει και πεθαίνει και μέσα στο βιβλίο. Συμπεριλαμβάνεται δηλαδή ο θάνατός του μέσα στο βιβλίο. Ο θάνατος πάντοτε και στη λογοτεχνία και στην νον φίξον λογοτεχνία δίνει άλλο βάρος στα λόγια των ανθρώπων. Σαφνικά αποκτούν άλλη σημασία, άλλη πυκνότητα. Τα ίδια λόγια, όταν ο άνθρωπος έχει φύγει, αποκτούν άλλο εντελώς βάρος. Είναι λοιπόν ένα βιβλίο αφιερωμένο στη μνήμη του Νίκου Τρανταφυλίδη, που πολύ με βοήθησε στο να το γράψω. Και το οποίο μου πήρε έξι χρόνια με μεγάλα διαστήματα που ήμουν αλλού για αλλού. Με την πολιτική και τα γνωστά. Από ένα σημείο και έπειτα νομίζω ότι ήταν χρέος μου αυτό το βιβλίο. Όχι μόνο απέναντι στον Νίκο, αλλά απέναντι και στο να δούμε την Ελλάδα από χαμηλά. Να δούμε τον κόσμο από χαμηλά. Και με αυτό κλείνω, γιατί με ρώτησε ο Αλέξανδρος να πω γιατί από χαμηλά, όταν ένα βιβλίο που λέγεται «Γαγκάριν» ο υπότιτλος που σου έρχεται στο μυαλό είναι «Ο κόσμος από ψηλά». Είναι ο πρώτος κοσμοναύτης. Ο πρώτος λόγος είναι κι αυτός κυριολεκτικός, γιατί ο Γαγκάριν ήταν πάρα πολύ κοντός. Και ένας από τους λόγους που τον διανεπιλέξαν ήταν αυτός. Ήταν 1.57. Ήταν σαν τζόκε. Είστε τώρα στη Σοβιετική Ένωση. Να είστε 1.57. Αλλά τότε τα κόκπιτ, οι κάψουλες, θέλανε πάρα πολύ μικρόσωμους. Ήταν πολύ μικρές. Ο Γαγκάριν όσο πατούσε το πόδι του στη Γη, τους έβλεπε το ύψος του στέρνου τους. Τους άντρες. Και ο ίδιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος, βέβαια, που είδε τον κόσμο από τόσο ψηλά. Αυτός. Από την άλλη μεριά ο χώρος Γαγκάριν είναι εκείνος που έδωσε ξανά φωνή σε ανθρώπους που την είχαν χάσει ή που δεν τους αναγνωρίστηκε ποτέ. Και δεν το έκανε επειδή ήθελε να αναγνωριστούν. Ο Τριανταφυλίδης, όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, οι οποίοι παρελάβουν στα φεστιβάλ του και στις εκδηλώσεις του, δεν το έκανε επειδή πίστευε ότι ναι, ήρθε ο καιρός τώρα να αναγνωριστεί η αξία τους. Όχι. Το έκανε επειδή τους αγαπούσε. Και τους αγαπούσε γιατί ήταν ο παιδικός του κόσμος. Ο μπαμπάς του, ο Χάρη Κλίν, ως νομάς που ήτανε για πάρα πολλά χρόνια στην ομογένεια και στον Καναδά και στην Αμερική, έδωσε ένα περιβάλλον παιδικής ηλικίας για το λιό του, που ήταν γεμάτος με κομπέρ, με ταχυδακτυλουργούς, με χορεύτριες, με χορευτές, με πορνοστάρ αργότερα. Και αυτόν τον κόσμο τον αγάπησε. Αυτό το αίσθημα της αγάπης προσπάθησα και να το μεταφέρω, χωρίς να το κάνω μιανιά, χωρίς να το κάνω με λούρα. Είναι λίγο δύσκολο να το καταφέρεις. Εύκολο, βέβαια, αν έχεις και ιδιοσυγκρασία κοινικού, είναι και λίγο εύκολο. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ να συζητήσουμε για αν υπάρχει κάποια απορία ή οτιδήποτε, για οποιοδήποτε θέμα. Για τον Αλέξανδρο, που είναι το θέμα της βαριάς του, όλο αυτό ήταν μια σχοινοδενής παρέγβαση από το θέμα μας. Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ. Όντως, ο Γαγκάριν σκοτώθηκε πολύ νέος. Πέθανε 34 χρονών. Στην Ελλάδα, όταν ήρθε, ήταν 28 χρονών. Ναι, βέβαια. Ήρθε ακριβώς... Ήρθε στις 12 Φεβρουαρίου 1962. Και έγινε, βέβαια, ο κακός σκοτώτης. Πέρα από τη νομιλία του που έκανε στην Ακαδημία Αθηνών, πήγε και στην Ακρόπολη. Ήξερε μόνο δύο λέξεις. Το Νίκαρο, ως το μυθικό πρόσωπο που έκαψε τα φτερά του, πλησιάζοντας τον ήλιο. Και το Γλέζο, ο οποίος τότε ήταν πολιτικός κρατούμενος. Ήταν κρατούμενος με τον νόμο περικατασκοπίας και ήταν και βουλευτής της ΕΔΑ. Από τις εκλογές του 1962. Ήταν φυλακή. Και είχε μάθει το όνομα ο Γκαγκάρην και το είπε στους δημοσιογράφους. Γίναν διαδηλώσεις μέσα στην παράνοια του ψυχρού πολέμου. Γιατί φανταστείτε ότι ο Γκαγκάρην έρχεται ανάμεσα σε δύο εμβληματικά σημεία του ψυχρού πολέμου. Που είναι από τη μία η επέμβαση στον κόλπο των χείρων για να ανατρέψουν το κουβανικό καθεστώς. Ο John Kennedy. Εκείνη είναι η αποτυχημένη απόπειρα. Και το άλλο εμβληματικό σημείο είναι η κρίση των πυράβλων. Το Νοέμβριο του 1962. Όπου πάλι με αφορμή την Κούβα φτάσαμε στα πρόθυρα του πυρηνικού πολέμου. Τα παρεξηγούσαν πάρα πολύ. Ήταν και εκείνος ο οποίος, όπως ίσως ξέρετε, χτύπαγε με το παπούτσι του, είχε βγάλει στο έδρανο του ΟΟΕ και χτύπαγε το έδρανο με το παπούτσι του. Είχε πει ανάμεσα στα άλλα λοιπόν ότι δεν αποκλείεται να βομβαρδίσουμε με πυρηνικά την Ακρόπολη. Γιατί? Γιατί από τη στιγμή που η Ελλάδα είναι αποθήκη πυρηνικών όπλων είναι νόμιμος στόχος. Είναι μια χώρα του ΝΑΤΟ, έχει πυρηνικά όπλα, μπορούμε να βομβαρδίσουμε και την Ακρόπολη. Όταν ήρθε ο Γιούρι το Φεβρουάριο του 1962, η δημοσιογράφη, τον ερωτάγαν συνέχεια αν όντως σκόπευαν να βομβαρδίσουν την Ακρόπολη. Και είναι φοβερό, γιατί βλέποντας τη συνεντεύξη του Καγκάνη σε ελληνικές εφημερίδες, στη Μακεδονία και σε άλλες εφημερίδες που είχε δώσει, βλέπεις ότι μιλάει συνέχεια για το σεβασμό που έχουμε προς τα αρχαία μνημεία, εμείς οι Σοβιετικοί, δεν θα τα πειράξει κανείς και μην ανησυχείτε. Δεν λέει βεβαίως ευθέως ότι ήταν ένας αστεισμός απλός και μόνο του γενικού γραμματέα. Αλλά μέσα σε αυτό το κλίμα έρχεται ένας άγγελος που φέρνει καλές ιδήσεις. Σκοτώνεται λίγα χρόνια αργότερα, σκοτώνεται το 1968, όπως πολύ σωστά είπατε, με το Ηλιούσιν. Ήταν δοκιμαστική πτήση, γίνανε διάφορες έρευνες που φτάσανε μέχρι επί Πούτην. Ο Πούτην έχει βγάλει καινούργιους να κάνουν, γιατί υπήρξαν διάφορες θεωρίες. Πάρα πολύ υπήρξαν τεράστιες θεωρίες αν τον βγάλαν από τη μέση και γιατί να τον βγάλουν από τη μέση. Στην άλλη μεριά είπαν ότι ήταν σε περίπτωση βέρτικο και τότε δεν είχαν εξηγειωθεί με το πώς μπορούν να αντιδράσουν οι πιλότοι και πήγαν και καρθωθήκαν, αυτός και ο εκπαιδευτής του μαζί. Ή ο συνεκπαιδευτής του ή αυτός εκπαίδευε τον άλλον. Σκοτωθήκαν και οι δύο. Ήταν μια μορφή ένα παιδί τεχνικής σχολής. Ο μπαμπάς του ήταν ξυλουργός μέση τεχνικής σχολής που το έφερε και η εποχή και αναδείχτηκε αλλά που ψάχνοντας λίγο την ιστορία του χρησιμοποιήθηκε εν πολλής και ως ανθρώπινο πειραματόζο για να δουν και στον ανθρώπινο οργανισμό τι επιπτώσεις έχει το διάστημα. Μέχρι τότε μόνο οι λαϊκά, η σκυλίτσα είχε πάει και είχε πάει ως χωρίς επιστροφή. Είχαν αποπασίσει γιατί το σύστημα επανισόδου στην ατμόσφαιρα δεν το είχαν δουλέψει τόσο καλά όσο την έξοδο και αυτό συνέβαινε μέχρι και στον Καγκάριο. Και ο Καγκάριος προσγειώθηκε 800-800 χιλιόμετρα μακρύτερα από εκεί που τον είχαν υπολογίσει σε ένα χωράφι μέσα. Τον είδε μια αγρότσα με μια γελάδα και την κόρη της. Ναι, νο το περιμέναμε αλλού για αλλού. Ήταν σίγουρα μια ηρωική μορφή, δεν υπάρχει. Λοιπόν, να κλείσουμε και να σας ξαναπώ ότι γιατί θέλετε το γύρο. Και ευχαριστούμε πάρα πολύ τον κύριο Τατσόπουλο. Ένα χειροπρότημα και πέσεις σαν ακρίδες στο βιβλίο. Ευχαριστούμε πολύ. Υπότιτλοι AUTHORWAVE