Τιμή στον Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) /

: Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι της Εθνικής Βιλιοθήκης της Ελλάδος, καλησπέρα. Ανταμόνουμε πάλι, όχι με τον τρόπο που θα θέλαμε, ζωντανά δηλαδή και ο ένας διπλάς τον άλλον, αλλά όπως επιβάλλουν οι νέοι υγειονομικές συνθήκες. Η εποψηνή εκδήλωση είναι εμφιερωμένη στον ΚΑΜΙ και είναι η πρώτη εκδήλω...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=7ElWnof-gUs&list=PLW3V1R3KCG4kPnCm6wzPfL2de57fb5vMf
Απομαγνητοφώνηση
: Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι της Εθνικής Βιλιοθήκης της Ελλάδος, καλησπέρα. Ανταμόνουμε πάλι, όχι με τον τρόπο που θα θέλαμε, ζωντανά δηλαδή και ο ένας διπλάς τον άλλον, αλλά όπως επιβάλλουν οι νέοι υγειονομικές συνθήκες. Η εποψηνή εκδήλωση είναι εμφιερωμένη στον ΚΑΜΙ και είναι η πρώτη εκδήλωση άτυχης όγδοης ενότητας του Λόγου. Λέω άτυχης γιατί είχε προγραμματιστεί να γίνει κανονικά, ζωντανά. Η εκδήλωση αυτή είχε σχεδιαστεί από την αρχή του χρόνου σχεδόν. Είχε προγραμματιστεί για τις 19 Μαρτίου, αλλά μεσολάβησε η πανδημία και γίνεται τώρα διαδικτυακά. Η συμβατική αφορμή για την εκδήλωσή μας ήταν τα 60 χρόνια από τον άδικο και παράλογο θάνατο του Αλμπέρ Καμή. Εν τω μεταξύ όμως η επιδημία έδωσε μια νέα επικαιρότητα στο έργο του. Δεδομένου, όπως ξέρετε όλοι, ότι η Πανούκλα έγινε την περίοδο αυτή ένα παγκόσμιο best seller. Και στην Ελλάδα η Πανούκλα μπήκε, τότε στις μέρες αυτήν την περίοδο, στις λίστες των ευπολίτων. Κάτι που έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί οι άνθρωποι καταφύγαμε πάλι στη λογοτεχνία για να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που μας βρήκε. Οι ομιλητές σήμερα είναι η Μαρία Στεφανοπούλου και ο Γιάννης Περλορέντζος, δύο βαθείς γνώστες του έργου του Καμή, και την εκδήλωση θα συντονήσει ο κ. Μάνος Δημητρακόπουλος, αντιπρόεδρος του ευφορευτικού συμβουλίου. Πριν πάρει το λόγο ο κ. Δημητρακόπουλος, θα μιλήσει η συνάδελφος από την Εθνική Βιβλιοθήκη, η κ. Εύη Στεφανή, για να εξηγήσει κυρίως τον τρόπο συμμετοχής των ακροατών στην συζήτηση. Να πω ότι η δεύτερη εκδήλωση της 8ης ενότητας του λόγου είναι αφιερωμένη στον κ. Παπαγιώργη, τον σπουδαίο δοκιμιογράφο της μεταπολίτευσης. Ήταν και αυτή προγραμματισμένη για τον Μάρτιο. Αναβλήθηκε, όπως καταλαβαίνετε, και θα γίνει και αυτή σε μια ημερομή που θα ανακοινωνθεί σύντομα, μάλλον από ότι πάντα πράγματα αποδείχνουν τα πράγματα διαδικτυακά. Ποιος χώρος είναι πιο κατάλληλος από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος για να αποδοθεί τιμή στον Αλμπέρ Καμμού που δήλωνε απερίφραστα ότι ένιωθε Έλληνας που ζούσε μέσα σε έναν κόσμο χριστιανικό και που με το βιβλίο, την ανάγνωση και τη γραφή ανακαθόρησε την προσωπική του μοίρα. Από την απόλυτη ανέχεια των παιδικών και νεανικών του χρόνων, γύρω μου κανένας δεν ήξερα ανάγνωση, λάβετε έτσι σοβαρά υπόψεας αυτό που προειδοποιούσε, μέσα σε μόλις 20 χρόνια σκληρής δουλειάς, το 1957 βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ, επαλειθεύοντας μια παιδική και γαλήνη απεποίθησή του, πως τίποτα ποτέ δεν θα ήταν ακατόρθωτο, τίποτα που να ανήκει σε αυτόν τον κόσμο και μόνο σε αυτόν και ότι θα ήταν πάντοτε έτοιμος να βρίσκει τη θέση του παντού, γιατί δεν ήταν θέση αυτό που υπησιτούσε, αλλά η χαρά, τα ελεύθερα πνεύματα, η δύναμη και ό,τι καλό και μυστηριώδες έχει ζωή και το οποίο δεν αγοράζεται, ούτε εκποιείται, ούτε και θα εκποιηθεί ποτέ. Στην ευρύχορη μητρική σιωπή, στη συντροφιά των παινίτων των παιδών του χρόνων, στον εσωτερικό διάλογο με την αρρώστια και στην τέλειο σωματική του όσμοση με το φως και τη θάλασσα της Μεσογείου, ο Καμμύ εισάβρισε μια πολύτιμη, και τη μετασχημάτισε σε χιλιάδες σελίδες αριστοτεχνικά απλής γραφής, αφοπληστικής ειλικρίνειας και βαθιάς ανθρωπιάς. Νουβέλες και μυθείς θεωρήματα, φιλοσοφικά δοκιμιά, περιστασιακά πολιτικά αρθρογραφήματα, διαλέγματα, επίσης ομιλίες, αλληλογραφίες. Έχω ανάγκη να γράφω, όπως έχω ανάγκη να κολυμπάω, γιατί το απαιτεί το σώμα μου. Τα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και αισθητικά ύφη τα θεωρεί όλα απλά εργαλεία στην υπηρεσία της καλλιτεχνικής του αναζήτησης, της οποίας αγνοεί το σκοπό. Κάποτε απλοποιώντας δηλώνει ότι ψάχνει να ξαναβρει τις δυο-τρεις απλές και μεγάλες εικόνες που σ' αυτές ανοίχτηκε για πρώτη φορά η καρδιά. Ο Καμή προτιστά το προσδιορίζεται ως δημιουργός με το βλέμμα, αυτό το πολύ ιδιαίτερο βλέμμα του, προσιλωμένο σε αυτό που αντέχει στο χρόνο. Δεν είμαι τίποτα προσωπικά χωρίς την τέχνη μου. Το καλλιτεχνικό του ιδεώδες είναι κλασικό, να εξαφανίσει το δημιουργό μέσα στο έργο του, για να επιτευχθεί η κοινωνία, όχι η επικοινωνία, με τους άλλους, όλους, αλλά πρωτίστως τους πιο καταφρονεμένους, σε έναν κοινό τόπο ομορφιάς πρώτων αισθήσεων και συγκινήσεων. Για να το πετύχει ακονίζει στη γραφή τους τους κλασικούς της Γαλλικής Γραμματείας και την όρασή του ο Καμή σκέφτεται με εικόνες, την ασκή στους μεγαλύτερους της ζωγραφικής Κατεπανάληψη δηλώνει ότι γλυπτική είναι η ψήση των τεχνών και στα πιο θαυμαστά έργα της συντελείται, ίσως τρισδιάστατη, μια μυστηριακή ένωση ζωής και τέχνης. Δευτερευόντος, ο Καμή ορίζονε αυτό πτή μάρτυρα και άνθρωπο παρόντα στον καιρό του. Νιώθει βαθιά αλληλεγγύη με τους ομοίους του και τον πόνο τους. Απέναντι στην αγάπη που συγχωρεί ζητάει δικαιοσύνη. Απέναντι στα δικαιώματα υποχρεώσεις. Πιστεύει στην ανατρεπτική δύναμη του προσωπικού παραδείγματος εξού και ο μεγάλος του θαυμασμός για τη Σιμών Βέιλ. Αν αναμειγνύεται με την πολιτική και τον πολιτισμό είναι κατά πως λέει για να αλλάξει τη ζωή που ευτελίζεται και όχι τον κόσμο που ο Καμή τόσο τον λάτρευε. Πρέπει να είναι κανείς σεμνός στις σκέψεις και στις πράξεις του να κρατάει τη θέση του και να κάνει καλά τη δουλειά του. Να ζει ενωλίγεις σωστά. Τι μένει από το έργο του Καμή σήμερα, τι είναι αυτό που το κάνει να μας συγκινεί ακόμη. Η εμπειρία μας της πανδημίας και επαναναγνώσεις που έγιναν διεθνώς, της συνταρακτικά διαχρονικής πανούκλας του έφεραν πάλι τον Καμή στο προσκήνιο. Όμως σήμερα το βράδυ μια σπουδαία συγγραφέας και επιμελήτρια βιβλίων και ένας πολύ χαρισμοτικός καθηγητής φιλοσοφίας θα προσπαθήσουν να μας βοηθήσουν να κοιτάξουμε τον Καμή χωρίς τα στερεότυπα που ακόμη ίσως τον αδικούν. Η κυρία Μαρία Στεφανοπούλου έχει μοιράσει τη ζωή της ανάμεσα στη συγγραφή και την επιμέλεια βιβλίων και τη συγγραφική της δουλειά ανάμεσα στο μυθιστόριμα, το δοκίμιο και το θεατρικό έργο. Όταν κάποτε ρωτήσαν τον Καμή για τη δουλειά του ως αναγνώστης εκδοτικούς ήχους απάντησε ότι αυτή η δουλειά του επέτρεπε να ασχοληθεί με την τέχνη του με πραγματικούς όρους αξιοπρέπειας. Από τα πιο πρόσφατα βιβλία της το Άθος ο Δασονόμος το Ροδακιό 2015 βραβεύτηκε με το βραβείο Πέτου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. Όσοι το έχουμε διαβάσει το κατατάσσουμε εύκολα στα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορίματα της τελευταίας δεκαετίας. Έχει ήδη μεταφραστεί στα γαλλικά και στα γερμανικά. Το δοκίμιο της για τους τέσσερις ρώσους ποιητές Παστερνάκ, Τσβετάγεβα, Μαλδεστάμ, Αχμάτοβα με τον τίτλο «Είμασταν τέσσερις» το Ροδακιό 2018 είναι μια υπέροχη δοκιμή πάνω στην ποιητική δύναμη του ανθρώπινου πόνου. Οι επιμέλειες που έκανε για λογαριασμό της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της σχολής Μοραίτη την περίοδο 97-2001 είναι υποδειγματικές όπως και εκείνες που έκανε για λογαριασμό και κάνει του ΜΙΕΤ. Με πιο πρόσφατη την επιμέλεια της κριτικής έκδοσης των απάντων των δημοσιευμένων του Δημητρίου Καπετανάκη. Ο λόγος εις τη Μαρία Στεφανοπούλ. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση, τη βιβλιοθήκη που μας οργάνωσε αυτή την εκδήλωση. Ευχαριστώ τον Μάνο Δμητρακόπουλο για την εισαγωγή. Θα προσπαθήσω να σας πω τα σκέψεις που έκανα για τη σημερινή συζήτηση. Κάτι μοναδικό στον Καμμιου είναι ότι μιλάει για μια θετική εξέγερση που δεν είχε εχθρό. Εχθρός ήταν η ψευδολόγος ιστορία, η σωτηριολογική και γελιανή νομοτέλεια της ιστορίας. Έλεγε ο Καμμιου το 1757 στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπε Λογοτεχνίας. Κάθε γενιά νομίζει ότι είναι προορισμένη να ξαναφερθεί η σκέψη. Κάθε γενιά νομίζει ότι είναι προορισμένη να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γενιά ξέρει ότι δεν θα τον ξαναφτιάξει. Αλλά η αποστολή της είναι ίσως πιο σπουδαία. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να χαλάσει. Είναι η εποχή του ψιφρού πολέμου και της συσσεροπίας τρόμου των πυρηνικών όπλων. Μπροστά στην απειλή του κόσμου με ολοσχερή καταστροφή, ο Camus περνάει από τη χήμερα της ελπίδας για το αύριο, στο πρωταρχικό καθήκον της ευθύνης. Στη σκέψη του ξεχωρίζει το αίσθημα της άρνησης του μίσους. Όσοι μιλούσαν τότε για την ελπίδα, επικαλούμενοι μια μαρξιστικά προγραμματισμένη αλλαγή της κοινωνίας, υποχρεωτικά μισούσαν ό,τι ήθελαν να μετασχηματίσουν. Το ταξικό μίσος ήταν ανάλογο του εθνικού μίσους που κυριαρχούσε στην όχι και τόσο μακρινή αντίσταση κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Το 1955 ο Camus δήλωνε «Είμαι ευχαριστημένος που συνέβαλα κι εγώ με τις πενιχρές μου δυνάμεις σε τούτη την περιπέτεια, εννοεί τη γαλλική αντίσταση, προσπαθώντας να μην νιώσω το παραμικρό μίσος για το λαό που πολεμούσαμε». Στην κατοχή στα γράμματα σε ένα γερμανό φύλο έγραφε «Την ίδια στιγμή που θα σας καταστρέφουμε ανελέητα, δεν θα νιώθουμε μίσος απέναντί σας. Και ακόμα το δύσκολο κατόρθωμά μας είναι να σας ακολουθήσουμε εσάς τους Γερμανούς στον πόλεμο δίχως να ξεχάσουμε την ευτυχία». Δεν αρνιόταν τον ρόλο των δημίων. Μιλούσε όμως πολιτικά με όρους ηθικής μιας δικής του προσωπικής ηθικής. Ένιωθε υπεύθυνος για τη ζωή του και για τη ζωή των άλλων. Περισσότερο δημιουργός αξιών παρά κριτής των σχέσεων δύναμης. Θέτω εδώ ένα ερώτημα. Ο ήλιος και η ιστορία για τον Καμίου είναι μια αναμέτρηση με την ευτυχία ή με το παράλογο? Δεν το απαντώ. Μου αρκεί η διατύπωσή του. Ακούγεται πάντως μάλλον απλοϊκός ο συλλογισμός. Ήλιος εδώ μπορεί να είναι η ευτυχία, παράλογο η ιστορία. Αλλά μπορεί να γίνει λίγο πιο σύνθετο. Ο ήλιος, ο παντοδύναμος αφρικανός θεός που ως θετός πατέρας έδωσε στο συγγραφέας ζωή στα παιδικά του χρόνια στο Αριγέρη, πάει αδιαχώριστα αντάμα με την ιστορία. Αυτή τον άφησε βρέφος στην κούνια, στέλνοντας στο θάνατο το βιολογικό του πατέρα, στη μοιραία μάχη του Μάρνη στο Μεγάλο Πόλεμο του 14. Τούτο το παιδί μοιάζει να ήταν εξωρισμού προορισμένο να κάνει πάθος του, με την ίδια κατακτητική ορμή, τη θέληση για μια ευτυχισμένη ζωή και συγχρόνως για έναν ευτυχισμένο θάνατο. Παράλογο, πάθος είναι κίνδυνο όσο και σαγηνευτικό. Η ανάμνηση του κόσμου της φτώχιας και του φωτός προφύλαξε τον Gammu από τους δυο εντελώς διαφορετικούς κινδύνους που απειλούν κάθε καλλιτέχνη. Τη μνησικακία και την ικανοποίηση. Μέσα σε μια φράση συμπυκνώνει το νόημα της ίσης απόστασης από τον ήλιο και από τη μυζέρια, από μια φτώχια που παρόλα αυτά ποτέ δεν τον έκανε να νιώσει δυστυχισμένος. Γράφει, η αθλειότητα, la misère στα γαλλικά, δεν μάθεισε να πιστέψω ότι όλα πάνε καλά κάτω από τον ήλιο και μέσα στην ιστορία. Ο ήλιος μου έμαθε πως η ιστορία δεν είναι το πάνο. Τρεις είναι οι μοιραίες ζωντανές πηγές του συγγραφέα. Ο αδυσσόπητος αλιγερινός ήλιος, δολοφόνος στον ξένο, το πρώτο του Μικιστόριμα του 1940, και ζωοδότης στον πρώτο άνθρωπο, το τελευταίο του Μικιστόριμα του 1948. Η ιστορία, παγίδα που στείνει το έγκλημα στην ανθρωπότητα φέρνοντας στο προσκήνιο δίκιο και άδικο τιμωρία και εκδίκηση. Και η μητέρα, καθαγιασμένη σιωπή και οδυνηρία πουσία του πατέρα. Ή, όπως λέει ο ίδιος ο Καμή, στο κέντρο και πάνω απ' όλα βάζω τη θαυμαστή σιωπή της μάνας και την προσπάθεια ενός άντρα, του γιού, να ξαναβρει μια δικαιοσύνη ή μια αγάπη που να εξισορροπεί αυτή τη σιωπή. Διαβάζω από τον αυτοκοπτικό πρώτο άνθρωπο. Ο Ζακ, ο καμή παιδί, περπατούσε τρεκλίζοντας κάτω απ' τον ήλιο τον αφέντη του και αυτό για ώρες δίχως τελειωμό σε έναν τόπο δίχως όρια. Με το μυαλό χαμένο μες στο ένα ο φως και στη σαχανή σε εκτάσεις του ουρανού. Συγχρόνιζε το σφιγμό του με τους φορους παλμούς του ήλιου το μεσημέρι. Ο ηλιοκεντρισμός του λιδικού καμή που όταν ήταν παιδί έβλεπε την ώρα της μεσημεριανής σχέστας το ακτινοβόλο φως να πέφτει πάνω στα κλειστά παντζούρια της γιαγιάς και να βυθίζει ένα πολύ λεκτό ξύφο στο σκοτάδι, μου φέρνει στο νου τον πολιτικό ηλιοκεντρισμό του βασιλιά ήλιου και της απολυταρχίας του 17ου αιώνα. Ο ήλιος, το ξέρουμε, είναι το κέντρο του πλανητικού μακρόκοσμου, όπως η καρδιά του ανθρώπου, ήλιος κι αυτή του ζωικού μικρόκοσμου είναι το κέντρο του ανθρώπινου οργανισμού. Όλα περιστρέφονται γύρω από το βασιλιά ήλιο-καρδιά του κόσμου. Ο εκκλησιαστικός λόγιος της εποχής μοναρχιών, που αρμούν, κοπερνή και επανάσταστη και στη θέση του βασιλιά έβαζε το θεό, συμβούλευε το πίμνιο του να θαυμάζουν και να δοξάζουν ό,τι βρίσκεται ψηλά, ώστε διαρκώς αναζωογονημένοι από κύματα αγάπης και ευμένειας να ζουν ήσυχο και άκοπο βίο. Όσοι όμως πασχίζουν να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα, τους υποσχόταν ότι θα περνούν τη ζωή τους στο σκοτάρι. Αλλά τα ηλιοκαμένα φτωχόπαιδας του Αλιέρι, ανάμεσά τους και ο Καμίου, παιδιά αγνοημένα από το θεό, όπως γράφει ο ίδιος, τα οποίοι επίσης αγνοούσαν τα πάντα, αγνοώντας μαζί και το φόβο, έπαιζαν ανέμελα δοκιμάζοντας τις δωρεάν απολαύσεις της γενναιόδωρης φύσης. Ισαγωγικά, ανήκανα, το γράφει ο Καμίου από τον πρώτο στον πρώτο άνθρωπο, ανήκανα να φανταστούν μια μέλλουσα ζωή, καθώς οι παρούσα τους φαινόταν τόσο ανεξάνδλητοι κάθε μέρα, υπό την προστασία αδιάφορων θεοτήτων, όπως ο ήλιος, η άλασσα, η μυζέρια. Θεότητα λοιπόν και η μυζέρια. Υπάρχει διαφορά με τη φτώχεια, la pauvreté στα γαλλικά, και την αθλειότητα, la misère. Η μυζέρια είναι η λέξη μυζέρια στα ελληνικά. Αλλά υπάρχει και δυσσιμεία στη λέξη μυζέρια. Μπλε στα γαλλικά σημαίνει malheureux, δυστυχής, αλλά και méchant, κακός, άθλιος. Και στα ελληνικά άθλιος, η άθλιη του γκώ, ας πούμε, με λέμε γεράμπλ, σημαίνει δυστυχής, καταπονεμένος, αλλά και πλήρης άθλων, μόχθων. Όπως και η λέξη μοχθυρός, σημαίνει κακός, αυτός που προξενεί κακό και φέρνει δυστυχία. Εξούς και η οικονομική αθλειότητα φέρνει τη μυθυχή αθλειότητα. Ο δυστυχής γίνεται ελεηνός. Για τον Camus, η φτώχεια δεν είναι μόνο στέρηση και δυστυχία, είναι περισσότερο μια αντίληψη της ύπαρξης, απότοκη της ζωής των παιδικών του χρόνου στη φτωχογειτονιά της Μπελκούρ στο Αλιέρι. Η πρώτη φράση από τα σημειωματάρια του, το 1935, είναι 22 χρονών. Μπορούμε να νιώσουμε χωρίς ρομαντισμό, έγραφε, την νοσταλγία μιας χαμένης φτώχειας. Κάποια χρόνια που βιώθηκαν μέσα στην εξακλείωση, αρκούν για να δημιουργήσουν μια ευαισθησία. Το περίεργο συνέστημα που νιώθει ο γιος για τη μητέρα του αποτελεί όλη του την ευαισθησία. Αργότερα του 58 θα γράψει, η φτώχεια δεν υπήρξε ποτέ δυστυχία για μένα. Το φως σκόρπιζε πάνω της τα πλούτη του. Φώτιζε ακόμα και τις επαναστάσεις μου, επαναστάσεις για όλους, για να υψωθεί η ζωή όλων μέσα τους. Εννοτικός εδώ ο Καμή, ονειρικός, σχεδόν ουτοπικός σε εποχές κληρών ταξικών αγώνων και αντιεπικιακού κινήματος. Μιλάει στο όνομα όλων. Η φτώχεια στο Αλιέρι ήταν γυμνή σαν το θάνατο. Σαν τη δουλειά εκείνων που έφερναν το καθημερινό μεροκάμα του στο σπίτι. Χώρος για τη θρησκεία δεν υπήρχε, καθώς η επιβίωση απαιτούσε μεγαλύτερη πίστη στη ζωή παρά στο Θεό. Το θάρρος μετρούσε τότε τη σπουδαιότερη αρετή του ανθρώπου. Τούτη η γυμνή ζωή, γράφει ο κάποιος από τον πρώτο άνθρωπο, ήταν μυστηριώδης και λαμπερή, έφτανε να τον γεμίζει ολοκληρωτικά. Είναι το 36, 23ο χρονό, σε ένα από τα πρώτα του δοκίμια έγγραφη. Ναι, ίσως αυτό να είναι η ευτυχία. Συμπόνια για την δυστυχία μας. Σκέψη που ανακαλεί το ρηξικέλευτο μελλοντικό της απόηχος, την τελευταία φράση του μύθου του σύσυφου. Πρέπει να φανταστούμε το σύσυφο ευτυχισμένο. Ακούω εδώ χωρίς να εκπλήσω με το αμμορφάτι, την αγάπη για το πεπρωμένο, του Νίτσε, που τον διάβαζε πολύ στα νεανικά του χρόνια. Και στο πρωτόλιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρυμά του, με το τίτλο «Ο ευτυχισμένος θάνατος», διαβάζω. «Το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι πάντα συνερπαστικό, αν το αγκαλιάσει με πάθος. Εδώ, στοιχεωμένος από νιτσεϊκή θέλη για δύναμη, ο νεαρός άρρωστος ήρωας, ακραίως στη δυστυχία και υπερβολικό στην ευτυχία, φεύγει από τη στενεμένη οικογένειά του και το πληκτικό υπαλληλικό του οράριο για να ζήσει, ισαγωγικά, ευτυχισμένος στα ανθρώπινα μέτρα. Διαβάζω. Ό,τι θα μου συνέβαινε επιπλέον θα ήταν σαν τη βροχή πάνω στο χαλίκι. Το δροσίζει και αυτό είναι ήδη καλό. Μια άλλη μέρα θα καίει από τον ήλιο. Πάντοτε πίστευα αυτό ακριβώς ότι είναι η ευτυχία. Στον ανολοκλήρωτο πρώτο άνθρωπο δεσπόζει η παιδική ηλικία. Εκείνη η κολλητική ουσία, έτσι την αποκαλούσε, μια κόλλα που δεν φύγει από την ψυχή. Αυτό το τερνό αφήγημα είναι επίσης στοιχειωμένο από την ευτυχία, όχι όμως κάποιον που την αναζητά. Αλλά εκείνου που την έζησε ως παιδί και έφηβος στα πατρογονικά μέρη και επιστρέφει νοερά σε αυτόν. Ο νεανικός ίστρος του ευτυχισμένου θανάτου οδήγησε τον Καμμύ στην παράξενα αποστασιωπημένη τριφερία διαφορία του αποξενωμένου ήρωα, όπως τον ήρωα του ξένους, τον ήρωα του ξένου, ενός ανθρώπου όχι αντικοινωνικού, μήτε αντισυμβατικού, αλλά με δικές του διαφορετικές των άλλων αξίες, που πεθαίνει εν τέλει για την αλήθεια. Αλήθεια, μια άλλη λέξη για την ευτυχία. Οι αναγνώσεις του ανακαλύπτουν εδώ με την παντοδύναμη αποστομοτική παραβολή του παραλόγου, δηλαδή την κατεξοχήν υπαρξιακή κάθαρση. Αλλά τι είναι το παράλογο και από πού ξεφύτρωσε? Χωρίστοντος το γευστικό στοιχείο του εγκλήματος στην πλοκή, δεν υπάρχει μυθιστορματική ερμηνεία για το παράλογο. Ο συγκεκριμένος νεαρός ήρωας του ευτυχισμένου θανάτου σκοτώνει έναν ανάπηρο, που έτσι και αλλιώς ήθελε να πεθάνει, προκειμένου να αποκτήσει τα χρήματα που χρειαζόταν για να ζήσει μια ελεύθερη από καταναγκασμούς ευτυχισμένη ζωή κάτω από τον πληθολικό αλγερινό ήλιο. Στον ξένο, ο Μερσό ο ήρωας σκοτώνει έναν άραβα ακριβώς εξαιτίας αυτού του πειρακτομένου στην καυτεία άμμο ήλιο. Ο ίδιος ο ήρωας πάντως δεν μπορεί να δώσει άλλη εξήγηση για το έγκλημά του, κι ας ήταν αμυνόμενος αφού το θύμα είχε βγάλει μαχαίρι. Δεν καταλαβαίνει ότι καταδικάζεται με την εσχάτη των ποινών επειδή έβαλε τη μητέρα του στο γυροκομείο και δεν έκλαψε πάνω από το φέρετρό της, όπως κατέθεσε στη δίκη του σοκάροντας το ακροατήριο. Εκείνη η αλήθεια που λέγαμε. Ο μοραλιστής Camus περιγράφει το παράλογο ως αφετηρία, όχι ως συμπέρασμα. Παράλογο είναι το αίσθημα που πηγάζει από τη σύγκρουση ανάμεσα στην υποκειμενική μας βούληση για μια ζωή καταξιουμένη ή στην πραγματικότητα ενός κόσμου αλλότριου, ανέσθητος σε αυτή την ανάγκη μας. Πώς στο παράλογο γίνεται ευτυχία? «Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά», γράφει ο Camus για το σύσσυφο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η ένταση της προσωπικής ηθικής κλίμακας αξιών. Ο δραματουργός Camus, έγραφε θεατρικά έργα, που διασκεύασε δραστηριότητες και δραστηριότητες, έγραφε θεατρικά έργα, που διασκεύασε για τη θεατρική σκηνή τους δαιμονισμένους, έλεγε, «Όλοι μας γράφουμε σήμερα τους δαιμονισμένους του Ντοστογεύσκη, γιατί δεν μπορούμε να γράψουμε το πόλεμος και η ειρήνη του Τολστόη». Αφοπλιστικά ηλικρινή διατύπωση και όχι λιγότερο ενοιγματική. Ίσως το μυθιστόριμα «Ο πρώτος άνθρωπος» ήρθε ως το ποθούμενο τολστοϊκό εγχείρημα. Ένα βιβλίο αγάπης. Το μάθημα του ήλιου, το μάθημα της φτώχιας και της ιστορίας, η αναζήτηση της ευτυχίας και η σύγκρουση με το παράλογο, μετουσιώνονται εδώ στις εκατακτημένους πλανήτες, που περιστρέφονται τώρα γύρω από το πιο μύχιο και ιερό θέμα του συγγραφέα. Αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «Η δική μου άνθρωπη». Η μητέρα του, η γιαγιά του, ο φίος του, αυτός που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Όχι πια για να φωτιστεί η αυτογνωσία του, αλλά ως προσφορά αγάπη στα πρόσωπα που συνέθισαν την καταγωγή του. Ο λειρισμός του συγγραφέα, ήδη γνώριμος από τα διηγήματά του, με τις περιγραφές της δύναμης και της ομορφιάς της φύσης, που τυλίγει αισθησιακά το λογοτεχνικό εγώ, μεταμορφώνεται εδώ σε ένα αλτουιστικό λειρισμό. Έναν αλτουιστικό λειρισμό, έναν γαμήλιο θα έλεγα, αφιερωματικό λόγο ενός ανθρώπου σε έναν άλλο άνθρωπο. Τίποτα δεν γνωρίζουμε για το 40χρονο Ζακ Κορμερί, που αναζητά ήχνη από το παρελθόν του. Στο συγκεκριμένο μυθιστόριμα, πρωταγωνιστεί ο Ζακ, παιδί και έφηβος, και το θαύμα της χειραφετικής μορφωσής του, που χάρη στο δάσκαλό του, του άλλαξε το προκαθορισμένο από τη φτώχεια πεπρωμένο του. Αλλά ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος? Ο πρώτος κάτοικος σε μια νέα χώρα? Ο πρώτος άπικος ή μετανάστης που καταφθάνει σε ξένη γη, χωρίς μνήμη και βιώς, που φτιάχνει οικογένεια, δέντρο χωρίς ρίζες, χωρίς καρπούς, χωρίς όνομα. Μήπως είναι ο αλσατός νεκρός στρατιώτης, θαμμένος στο πολεμικό νεκροταφείο του Σέμπριε, πατέρας του. Μόνο το μυστήριο της φτώχειας πλάθει υπάρξεις χωρις όνομα, με ανώνυμο θάνατο. Γράφει ο συγγραφέας του Ζακ Κορμερίου. Ο άγνωστος θαμμένος πατέρας ήταν ένας νέος μόλις 29 ετών, πολύ νεότερος από τον όρημο γιο που στοχάζεται πάνω από την ταφόπλακα μια θολή πατρική φιγούρα. Όταν δεν υπάρχουν ρίζες να σε τραβήξουν προς τα κάτω, τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από το κεφάλι σου και σε σηκώνουν όλο και ψηλότερα προς τον πατέρα ήλιο. Το παράλογο, όταν συναντιέται με την ευτυχισμένη σιωπή κάτω από τον ήλιο των παιδικών χρόνων, γίνεται κίνητρο ενσυνείδητης ζωής που επαγρυπνά. Υπάρχει λοιπόν ευτυχία στο παράλογο? Ίσως είναι η κρίσιμη ανάγκη να βρεις το νόημα της ζωής όχι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά κυρίως για τον μεγάλο άλλο που ζήσαν σκιά δίπλα σου, νεκρός ή ζωντανός. Για τον πρώτο άνθρωπό σου, η μητέρα ή τον πατέρα. Ο καμιούς στον επασατημένο άνθρωπο εμπνεύστηκε την εξέγερση της άρνησης του μίσους. Στον πρώτο άνθρωπο εμπνεύεται την εξέγερση της αγάπης, της μοιρασμένης αγάπης. Και ωστόσο όταν το έγραφε ήδη μενόταν ο πόλεμος υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας εναντίον των Γάλλων. Κύριο όπλο των αράβων ανταρτών η τυφλή τρομοκρατία. Αυτή ήταν η μεγάλη εξέγερση του καθαρού καταστελαγμένου μίσους. Το παράλογο που περιγράφει ο καμιούς σαν μια σύγκρουση της ανθρώπινης συνείδησης με το άξενο του κόσμου είναι ακριβώς και ο στόχος αυτής της θετικής εξέγερσης, του λέγαμε. Στην κάθαρσή του υπάρχει η αίσθηση του τραγικού με την αρχαιοελληνική έννοια εξού και η ανάδυση μιας ηθικής στάσης, μαχόμενη ηθική, η μαχόμενη φρόνιση, που σημαίνει υπερβαίνωτο αδιέξοδο του μηδενισμού δίχως να περνώ από τις πύλες του χριστιανισμού προκειμένου να βρω την ηθική του σωστού μέτρου, όπως έλεγε ο καμιού, la juste mesure. Αλλά υπάρχει ηθική στην ιστορία, μαχαιρωμένος από τους συνομότες του ο Καλιγούλας, στο ομώνυμο θεατρικό έργο του καμιού, σαρκάζει, κοροϊδεύει στο τέλος και ψελίζει ξεψυχώντας. Στην ιστορία Καλιγούλα, στην ιστορία. Άραγε θέλει να πει ότι με την παράφρονη μηδενιστική εξέγερση του κατάφερε να μείνει στην ιστορία ή μήπως ότι η ιστορία, η κρυφή εχθρός του καμιού, ευθύνεται τέλεια την ελεηνή συμπεριφορά του. Εν μέσω ψυχρού ή θερμού πολέμου και εν ώψη του αντιαπηκιακού αγώνα, το να βάζεις την ηθική και τη δικαιοσύνη πάνω από την πολιτική ή την πολεμική στρατηνική ήταν πράγματι μια μορφή εξέγερσης. Γράφεις το σημειωματάριο του ο καμιού. Γνώρισα την ελευθερία όχι από τον Μάρξ, αλλά από την ανθρωπότητα. Σε μια χώρα σαν την Αλγερία, όπου η ζωή ήταν δύσκολη σε χρήμα και πλούσια σε ήλιο. Ωστόσο ο δοξασμένος ήλιος θεότητα και η αμίληπτη παντοδυναμία της ιστορίας γρήγορα αποδείχτηκαν άσπων διεχθροί. Οι λέξεις «απικισμός», «απικιοκράτης» δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο του καμιού. Ος δημοσιογράφος και αριστερός υπεράσπιζε τα θύματα της πανάπτυξης και του αναρφαβητισμού. Την ίδια στιγμή όμως εξιέζε τα φώτα του Γαλλικού εκπολιτισμού στην Απικιακή Αλγερία. Ήταν δεμένος με την τύχη των Αράβων, τους αγαπούσε. Αλλά ένιωθε και πολύ διαφορετικός από αυτούς. «Τι μάται να γάλλω της Αλγερίας» είχε πει στους Σουηδούς που του δώσανε τον Ομπεν. Αυτό θεωρούσε ταυτότητα. Ήταν όμως μια ταυτότητα μυκτή, φωλή, που τον δίχαζε. Πατρίδα του αναμφίβολα ένιωθε τη γαλλική γλώσσα του Ηρακίνα και του Πασκάλ. Ήταν διχασμένος ανάμεσα στην αγαπημένη γη της Αλγερίας και στις αγίνη της Γαλλίας, της χωρίς η Μεσόγειλ. Δεν μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στη γαλλική Αλγερία και στην Αλγερία των Αλγερινών εθνικιστών που είχαν το πάνω χέρι. Αντιδικούσε. Δεν αντικαθιστούσε την κυριαρχία των Γάλλων απίκων με τον αραβικό δεσποτισμό, τον ισλαμιστικό ολοκληρωτισμό, όπως τον έλεγε τότε. Δεν ξεριζώνουμε, διαμαρτυρώταν, τους ανθρώπους απ' τη γη τους και τα σπίτια τους, ενόντας τους ευρωπαίους πιενουάρτους μαυροπόδερους της Αλγερίας, οι οποίοι ήταν ένα εκατομμύριο περίπου τότε. Του απαντούσαν ότι το νόημα της ιστορίας είναι αμήλικτο, αδυσσόπητο. Εκείνος έβλεπε μπροστά του την ιστορία νομοτέλια του Στάλινου, στο όνομα της οποίας θυσιάζονταν άνθρωποι και λαοί. Με την ίδια λογική που οι Παριζιάνοι διανοούμενοι υποστήριζαν το ολοκληρωτικό καθεστώς τότε της Ελληνικής Ένωσης παραγνωρίζοντας τα εγκλήματά του. Ισλαμιστές και Γαλλικός στρατός σκόρπιζαν παντού τον δρόμο στην Αλγερία. Επέμενε να λέει ότι η βία μπορεί να είναι απαραίτητη, δεν είναι όμως δικαιολογημένη. Όταν του 57 ένας Αλγερινός φοιτητής στη Στοκχόλμη το ρώτησε προκλητικά τι πίστευε για το μενόμενο υπέρ της ανεξαρτησίας πόλεμος στην κοινή τους πατρίδα, ο Καμμί έδωσε ψύχραιμα την πολλαπλώς παρεξηγημένη απάντηση. Αυτή τη στιγμή βάζουν βόμβες στα τραμς στο Αλγέρι. Η μητέρα μου μπορεί να βρίσκεται σε ένα από αυτά. Εάν αυτό λέγεται δικαιοσύνη, προτιμώ τη μητέρα μου. Στα θέματα δικαιοσύνης ήταν στοιχειωμένος από την αίσθηση του τραγικού. Στον επικοελυγιακό πρώτο άνθρωπο το τραγικό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το μελόγραμμα. Και πώς αλλιώς. Στην ελληνική τραγωδία ο κρέων και η αντιγόνη έχουν δίκιο και οι δύο, ισόπαλι. Στο μελόγραμμα το καλό και το κακό ξεχωρίζουν, αντιμάχονται, κάποιος πρέπει να νικήσει. Ο Κάμιν ήταν σαφής ως προς τα διδάγματα της δικής του εξέγερσης. Υπάρχουν όρια, υπάρχει το μέτρο για τα πράγματα. Μπορεί ισαογικά να βρεθεί το υπέρμετρο μέσα στο μέτρο. Είστευε ότι ο δρόμος πέρα από τον ιδενισμό και την απόλυτη άρνηση είναι δυσκολότερος. Η δική του εξέγερση φανέρωσε μέσα στην ιστορία κάτι περισσότερο από την ύπαρξη αφέντη και δούλου. Αρνούμενος έλεγε να σκοτώσω, ή μάλλον όχι, αρνούμενος όχι να σκοτώσω, αλλά την ελευθερία να σκοτώνω, σημαίνει ότι αρνούμε τη θεοποίηση του εαυτού μου, στην οποία με οδηγούν οι πολιτικές ιδεολογίες και τα ολοκληρωτικά καθεστήματα. Νομίζω ότι ο Κάμιν είναι μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου που γεύτηκε και πρόσφερε καρπούς της φιλοσοφίας καθαρά μέσα από τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία όπου η σκέψη, οι λέξεις και το βίωμα είναι αδιαχώριστα. Η νοσταλγία της χαμένης ενότητας, να ενώσω την ύλη με το πνεύμα, είναι μεν το βασικό κύμτρο του λογοτέχνη, αλλά είναι και θεμέλιο της φιλοσοφίας. Το πάθος της δικαιοσύνης λόγω των βιωματικών σπαραγμών και διχασμών του τον ανέδειξε σε εμπνευσμένο ισορροπιστή των άκρων. Δεν αναζήτησε μόνο το αντικείμενο της αγάπης, ούτε αναμετρύθηκε μόνο με το πρόβλημα του ρυζικού κακού. Γι' αυτό βρήκε εν τέλει μπροστά του την αίσθηση της εξωρίας. Νιώθει ευτυχισμένος που έχει τη δυνατότητα να ζει και να δράμε στον κόσμο. Ο κόσμος όμως δεν του φαίνεται μήτε άσχημος, μήτε κακός, αλλά ούτε απλώς όμορφος. Του φαίνεται ξένος. Τα τελευταία χρόνια του συντομουβίου του έμεινε πράγματι πολύ μόνος, με πικρία και αίσθημα σκληρής απομόνωσης. Επέστρεφε πάντοτε στο ένυγμα του ήλιου ως κέντρο του κόσμου. Με τόσο ήλιος στη μνήμη. Αναρωτιέται στο δείγμα, στο ένυγμα 50. Πώς πόρεσα να στοιχηματίσω στο παράλογο. Η σκέψη του μεσημεριού, la pensée des milliers, που όπως ο μεσημεριανός ήλιος θέτει όρια, έλεγχο και ισορροπία δυνάμιων στην εξέγερση διαμορφώνεται ήδη αυτά τα τελευταία κείμενα της συλλογής του καλοκαιριού, όπου εδώ ο συγγραφέας πολιορκείται από εικόνες, όπως ο ποιητής, όχι από κοσμοίδωλα, όπως ο φιλόσοφος. Και στην εξωρία της Ελένης, ένα άλλο δίγημα από το καλοκαίρι, έγραφε «ο καλλιτέχνης αναγκασμένος από τη φύση του γνωρίζει τα όριά του, αυτά ακριβώς που παραγνωρίζει το ιστορικό πνεύμα. Σκοπός του ιστορικού πνεύματος είναι η τυραννία, ενώ το πάθος του καλλιτέχνη είναι η ελευθερία». Και πάλι στο ένιγμα θα πει «ο καλλιτέχνης αναζητά την αλήθεια του. Αν είναι μεγάλος, κάθε έργο του υπλησιάζει ή τουλάχιστον περιστρέφεται πολύ κοντά στο κέντρο της. Σε εκείνον το βαθιά κρυμμένο ήλιο όπου τα πάντα θα έρθουν μια μέρα να καούν». Σκέφτομαι ότι για τον Καμή ο αντίποδας του κακού που φέρνει η ιστορία είναι ακριβώς αυτό που φωτίζει ο ήλιος. Είναι η ομορφιά του κόσμου. Γιατί ο κόσμος παρά τη φλήψη του είναι όμορφος και έξω από αυτό δεν υπάρχει σωτηρία. Το καλό λοιπόν είναι η ομορφιά. Ο ίδιος έλεγε ότι οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν πόλεμο για την ομορφιά στην Τροία, ενώ οι Ευρωπαίοι και η γένειο πολιτισμός της πρόοδου την έβγαναν την ομορφιά από την καρδιά τους, δέσμη της ιστορίας. Και θα κλείσω με ένα θέμα, σύντομα πολύ, με ένα πολύ κεντρικό θέμα, πιστεύω στον Καμή, τον αποχωρισμό. Ο ήλιος και η ιστορία, το είδαμε, συμμετείζουν μυραία το λογοτεχνικό θέμα που κυριαρχεί στην αφήγηση στο δοκίνιο στα θεατρικά έργα του Καμή. Το έγκλημα. Από τον Βίκτορα Ογκώ και τον Δοστογεύσκη, έως τον Ανατόρ Φράνς και τον Πέτερ Χάντκε, αλλά σκέφτομαι και τον Κώστα Καριοτάκη να συγκλονίζεται από την αχώνη του Παγγυαλού, η φιγούρα ενός καταδικασμένου σε θάνατο, ή του εγκληματία, το εκκρίωμα της εκτέλεσης και της αυτοκτονία, στοιχειώνουν τους συγγραφείς. Η δικαιοσύνη γίνεται σκηνή του δράματος, η τιμωρία, ενοχής ή αφωότητας, ο γυμνός του, επίλογος. Με το τέλος της γερμανικής κατοχής το 47 ο Καμή δημοσιεύει την Πανούκλα, μυθιστόριμα χρονικό για την αρρώστια του πολέμου, μια αλληγορία του ναζιστικού εγκλήματος, φανερώνει την πιο σκοτεινή εκδοχή του παραλόγου. Το φυσιολογικό εδώ είναι το μικρόβιο. Η αγνότητα και η ακαιρεότητα του ανθρώπου είναι το χημικό όπλο που το σκοτώνει το μικρόβιο. Ο βάκυλος της Πανούκλας φθείρει το σώμα και την καρδιά ως στην αδιαφορία για το θάνατο. Όποιος δεν ανέχεται το θάνατο γύρω του, ακριβώς γιατί τον παθιάζει η ζωή, αντιστέκεται. Διαξάγει τότε τον ηθικό αγώνα λιλεγγύης για τη διάσωση της ανθρώπινης ζωής με όποιο τίμημα. Έγραφε ο Καμίνου ισαουγικά «Οι άνθρωποι, μη μπορώντας να γίνουν Άγιοι και μη θέλοντας να υποταχτούν στις μάστιγες, ασχίζουν να γίνουν γιατροί». Ποιος είναι ο γιατρός? Αυτός που αντιστέκεται στο θάνατο. Το μικρόβιο δεν πεθαίνει ποτέ ούτε στις ευτυχισμένες πολιτείες. Το χρονικό της Πανούκλας είναι συγχρόνως και ένα μυθιστόριμα για την εξωρία και τον αποχωρισμό, τη μοναξιά του ανθρώπου που πληρώνει το τίμημα της διάσωσης των άλλων στον πόλεμο. Φάνατος και αγάπη κρατιούνται πάντα από το χέρι. Ο μεγαλύτερος πόνος και ο παράλογος είναι ο αποχωρισμός των ανθρώπων που αγαπιούνται. Η Μαρία, η γυναίκα του δολοφωνημένου αδερφού στο θεατρικό έργο «Υπαρεξήγηση» που ανέβη και το 1944 του Καμίνου, στο τέλος παρακτικά και μάτια εκκληπαρεί δίχως να παίρνει απάντηση. «Ο Θεέ μου, δεν μπορώ να ζήσω στην ερημιά. Ελέησε Κύριε αυτούς που αγαπιούνται και χωρίζουν». Τον ίδιος παραγμό τον ακούω διαβάζοντας μια σημείωση του Καμίνου στα Καρνέτου το Μάιο του 1958. «Μητέρα, αν αγαπούσαμε αρκετά αυτούς που αγαπάμε θα τους εμποδίζαμε να πεθάνουν». Ευχαριστώ πολύ την Μαρία Στεφανοπούλου. Και πριν περάσω στον επόμενο ομιλητή, δύο φράσεις του Καμίνου από τα Καρνέτου της περίοδου του 1945-1948. Διαβάζω. «Γιατί είμαι καλλιτέχνης και όχι φιλόσοφος, γιατί σκέφτομαι σύμφωνα με λέξεις και όχι με ιδέες». Και μια δεύτερη. «Η φιλοσοφία είναι η σύγχρονη μορφή της ανέδειας». Κύριος Γιάννης Πρελωρέντζος διδάσκει το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών φιλοσοφία κατεύθυσης ιστορίας της φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εμβαθύνει στο φιλοσοφικό έργο του Ντεκάρτ, Σπινόζα, Ρουσσό, Μπερξόν, Σάρτρ, Μερλοποντί, Δελεούζ, Ζωνκελεβίτζ. Πιο πρόσφατα βιβλία του, για τον σκοτικό διαφωτισμό, «Μπαρμπουνάκης 2019, φιλοσοφία και λογοτεχνία στη Γαλλία 1930-1960, Παπαζίησης 2016». Έχει μεταφράσει και σχολιάσει στα γαλλικά, τα κεντρικά βιβλία της Πλατωνικής Πολιτήριας, Ατια 2007, και στα ελληνικά σημαντικά γαλλικά φιλοσοφικά έργα, όπως «Τα Πάθη της Ψυχής του Ντεκάρτ, Κρητική 1996» και «Τη Δημιουργική Εξέλιξη του Μπερξόν, Πόλη 2005», με επανεκδόσεις στο καθένα. Έχει τιμηθεί από τη Γαλλική Δημοκρατία, με το παράσιμο του υπότιτου τάγματος του Ακαδημαϊκού Φίνικα. Έχει ασχοληθεί εις βάθος και συνεχίζει να διερευνά τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Ο λόγος στον κύριο Πρελωρέντο. Καλησπέρα σας. Τα καλύτερα ταξίδια γίνονται επί τόπου. Είχα συνενέσει ενθουσιασμένος, όταν πρωτοδιάβασα αυτή τη βιωμένη ιδέα του Σίλντερ, και είχα την ευκαιρία να το νιώσω για μια ακόμη φορά, ταξιδεύοντας στο έργο του Καμμύ, ταξιδεύοντας μαζί του, εδώ και τέσσερις μήνες, σε έναν αναπάντεχο συνδυασμό, έντονη σέστησης αλλαγής περιβάλλοντος και παραστάσεων, αλλά και βαθύτατης ικοιότητας. Ευχαριστώ επομένως ολόψυχα τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, για την ευκαιρία που μου προσέφερε, για την οποία ήμουν σαν έτοιμος από καιρό, όπως το ένιωσα ακαριέα, εκπλησσόμενος πρώτος εγώ ο ίδιος, να ζήσω όλη αυτήν την περίοδο συντροφιά με τον Καμμύ, για να δανειστώ τον τίκλο του τομιδίου της Λιτός Κατακουζινού. Κάτι παρόμοιο δεν εννοεί άραγε ο Καμμύ στην εξησιμίωσή του. Ο Νίτσε, με την πιο μονότονη εξωτερική ζωή που υπάρχει, αποδεικνύει ότι η σκέψη αφεαυτής, συντελούμενη στη μοναξιά, είναι μια τρομερή περιπέτεια. Ο Αλμπέρ Καμμύ υπήρξε φτωχό και ορφανό από πατέρα-πεδί. Δεν υπάρχει όμως λόγος να γινόμαστε μελλοδραματικοί. Αυτή ήταν η μοίρα των περισσότερων σημαντικών Γάλλων φιλοσόφων, και όχι μόνο, που γεννήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία, μεταξύ άλλων του Σάρτρ, του Μεγλοπονθή ή του Πολρικέρ. Γεννήθηκε στο Αλγέρι και μεγάλωσε με την αναλφάβητη, εμπολής άβουλη, σχεδόν κουφή και όλοένα και πιο σιωπηλή μητέρα του, θεμελιώδες γνώρισμά της καταυτών, την οποία αγαπούσε απελπισμένα καθόλου τη διάρκεια της ζωής του, με την τυρανική γιαγιά του, που είχε τα ινία του νοικοκυριού, τον κοφάλαλο θείο του και τον σκύλο του, και τον μεγαλύτερο αδελφό του σε διάρει χωρίς ηλεκτρικό, ούτε τρεχούμενο νερό, στο Μπελκούργ, ταπεινό προάστιο του Αλγερίου. Ο μικρός Αλμπέρ είχε την τύχη να διακρίνει τις σχολικές και προσωπικές αρετές του, ο ακριβοδίκαιος χαρισματικός δάσκαλός του, Louis Germain, σε μια εποχή που οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είχαν υψηλότατη αίσθηση του λειτουργήματός τους, εν ήδη κοσμικών κληρικών της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο οποίος κατόπτωσε τελικά να πείσει την αρχικά δύσπυστη γιαγιά του να συνεχίσει ο Αλμπέρ της σπουδές του στο Λύκειο με υποτροφία. Αυτό ήταν το πρώτο από τα ευάριθμα κεφαλαιόδου σημασίας περάσματα σε υπαρξιακό επίπεδο και συνακόλουθα αλλαγές στάτους από κοινωνιολογική σκοπιά που γνώρισε ο Camus στη σύντομη αλλά τόσο έντονη και αξιοβίωτη ζωή που φρόντισε να δημιουργήσει ακριβέστερα που φρόντιζε εκάστοτε να δημιουργεί. Στο Λύκειο βίωσε πολλές χαρές, χωρίς βεβαίως να αποφύγει τις πίκρες. Ήταν καλός μαθητής, πολλά υποσχόμενος ποδοσφαιριστής και γεύτηκε λέμαργα τις γλύκες της ανάγνωσης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, ανάγνωση στην οποία δινόταν με πάθος εκτιμώντας περισσότερο από το περιεχόμενο των βιβλίων που διάβαζε, την ατμόσφαιρα στην οποία ένιωθε να τον μεταφέρουν, μακριά από το στενό χωροκόσμο των καταναγκασμών της Διομέριμνας. Στο άνοιγμα των οριζόντων που ανακάλυψε στη Βιβλιοθήκη, στην ένσαρκη σχέση του με τα βιβλία, ρίζωσε γερά η επιθυμία του να γίνει συγγραφέας. Συνάμα όμως, στο Λύκειο συνειδητοποίησε για πρώτη φορά, τουλάχιστον τόσο έντονα, ότι ήταν φτωχός. Λόγω της αναπόφευτης σύγκρισης με τους εύπορους, στην πλειονότητά τους, συμμαθητές του, όταν ένιωσε να τον κυριεύει η ντροπή, καθώς όφειλε να συμπληρώσει σε ένα έντυπο τα στοιχεία για την οικογενειακή του κατάσταση και στο τετραγωνάκι επάγγελμα μητρός άκουσε τον φίλο του να του λέει ότι έπρεπε να σημειώσει υπηρέτρια. Το μεταμορφωτικό σοκ που υπήρξε για τη ζωή του η φιματίωση, που εκδηλώθηκε απότομα στα 17 του, σε συνδυασμό με την παρακολούθηση της τάξης της φιλοσοφίας στο Λύκειο, η οποία λειτουργεί από μόνη της ως σοκ στους ευαίσθητους και επηρεπεί στον κρητικό αναστοχασμό νέους στη Γαλλία, κρίνοντας από τις μαρτυρίες πολλών, μεταξύ άλλων του Μεγλοποντί, με καθηγητή τον Jean Grenier, αγγρεζέ φιλοσοφίας και συγγραφέα με απαράμιλη γραφίδα, αναφέρομαι ιδίως στην κυριολεκτικά συνταρακτική για τον Camus ανάγνωση της συλλογής κειμένων του τα νησιά, τον όθησε να αφοσιωθεί στην ακόμη πιο παθιασμένη μελέτη λογοτεχνικών κυριώς έργων με έμφαση στους Σέξφυρ, τον Στογιεύσκη και τον Στόι, Χέρμαν Μέλβιλ και από τους Γάλλους τον Μαλγό, τον Ζίντ και τον Μοντεγλάμ. Τον συντρόφυγαν επίσης ο Πασκάλ και ο Νίτσε. Πολύ σύντομα, μάλιστα, θα νιώσει την επιθυμία που έγινε ακατανίκητη ως ζωτική ανάγκη να γράψει ο ίδιος με σαφές το στοχαστικό και διφιλοσοφικό στίγμα αρχής γενωμένης από την πτυχιακή διπλωματική εργασία του στο Πανεπιστήμιο για τον Αυγουστίνο και τον νεοπλατωνισμό. Μάλιστα, δεν θα διστάξει να υποστηρίξει πολύ αργότερα σε μια από τις πολύ δύσκολες στιγμές που έζησε ότι, αν και το έργο του τον υποδούλωσε τελικά, αντί να τον απελευθερώσει όπως επιδίωκε, παρά ταύτα το προτιμούσε από οτιδήποτε άλλο, ακόμη και από την ελευθερία, τη σοφία, την αληθινή γονιμότητα, μάλιστα, ακόμη και από τη φιλία. Έλεγε πάντα ότι έζησε ευτυχισμένη παιδική ηλικία με μοναδικό πλούτο του την ομορφιά, την ομορφιά της φύσης και των ανθρώπων, γευόμενος λέμαργα τις απολαύσεις που του προσέφεραν αφιδώς η θάλασσα, ο ήλιος, το φως, η θέα των μελαχρινών γυμνών σωμάτων στην παραλία, ο έρωτας, η περίπατη στην πολύ βουϊπόλη αλλά και στον επίγειο παράδεισο που υπήρξε για αυτόν η Τιπαζά, ο περίφημος ρωμαϊκός αρχαιολογικός χώρος στα περίχωρα του Αλγερίου, προνομιακός υπαρξιακός τόπος του Καμμού. Όπως ο Marcel Proust και πολλοί άλλοι όμως που πόθησαν να γίνουν συγγραφείς «ξινόλητη ψυχή» όπως έλεγε ο Πλάτων στην εφηβεία και στα πρώτα μετεφιβικά τους χρόνια, ο Καμμού έκτισε σταδιακά τη ζωή του βάσει του τρυπτίχου συγγραφή, αλληλένδετα με το διάβασμα, έρωτας, ταξίδι. Όχι πάντα με αυτή τη σειρά. Στοχαζόμενος διαρκώς για κάθε μία από αυτές τις δραστηριότητές του, εμβολιασμένος ενάντια στο δογματισμό και τον κομφορμισμό και έχοντας το προνόμιο να μην τον δηλητηριάζουν οφθόνος ή περιφρόνηση, είχε βλέπετε την τύχη να ακολουθεί πάντα ενστικτοδώς ένα αόρατο αστέρι, όπως λέει, με κηδαιμόνα του μια μορφή αγάπης. Η πορεία αυτή μέσα από πικίλες αθραπούς που τον πρώτο που εξέπλησαν ήταν τον ίδιο, θα οδηγήσει τον Καμμού να δει το δρόμο του, ακριβέστερα να ανοίξει το δρόμο του, χωρίς να τον πτωήσουν τα πικίλα εμπόδια που συναντά αναπόφευκτα κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Όπως όλοι οι καλοπροαίρετοι, έντινοι και δημιουργικοί άνθρωποι, όσοι σκέπτονται σαν άνθρωποι της δράσης και δρούν σαν άνθρωποι της σκέψης, όπως λέει ο Μπερξόν, δεν αντιμετώπιζε ουσιοκρατικά τις επιθυμίες του, υποκύπτοντας στενόχορα σαν τα κακομαθημένα παιδιά σε μια συγκεκριμένη μορφή τους, κολλημένος σε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά μην έχοντας την πολυτέλεια να πέφτει πάνω σε τείχους, άνοιγε διαρκώς δρόμους. Ο άνθρωπος που έγραψε φτώχια, αρρώστια, μοναξιά, συνηδητοποιούμε την αιωνιότητά μας, πρέπει να μας οθήσει κανείς στα τελευταία οχυρώματά μας, δεν έχασε το ηθικό του όταν έμαθε ότι για λόγους υγείας δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχει στον απαιτητικότατο διαγωνισμό της αγκρεγασιών φιλοσοφίας, που θα του έδινε τη δυνατότητα ως καθηγητής φιλοσοφίας στη μέση εκπαίδευση να διαθέτει χρόνο και ενέργεια για το συγγραφικό του έργο. Κάτι που θέλησε για τους ίδιους λόγους και πέτυχε χρόνια αργότερα ένας άλλος Γάλλος της Αλγερίας, ποδοσφαιριστής και αυτός, ο Ζακ Ντεριδά. Μπορεί κανείς να διακονεί πολλαχώς το φιλοσοφίν ως τρόπο ζωής, έστω όχι πάντα άμεσα. Ο Καμμύ αξιοποίησε ευσυνείδητα, χωρίς να φίδεται κόπον, το ευρύ πεδίο δυνατοτήτων που ανοιγόταν στους Γάλλους έξω πανεπιστημιακούς φιλοσόφους της εποχής του, που δεν πίστευαν σε κανένας είδους υπερβατικότητα. Καταρχάς, τη λογοτεχνία, αρχικά με την αφοσίωσή του στη θεατρική περιπέτεια ως ολικό δόσιμο, ως ηθοποιός, ως κοινοθέτης, ως δραματουργός και μάλιστα επιδιδόμενος στον πειραματισμό της συλλογικής γραφής, που του επέτρεπε να συνδυάζει τις χαρές της δημιουργίας, της πράξης, της εχειρημάτων και της φιλίας και της συντροφικότητας. Από ένα σημείο και μετά, πάντα στο Αλγέρι, θύτευσε στη δημοσιογραφία, βιώνοντάς την ως ιστορικός του άμεσου, δοκιμάζοντας αρκετές εκφάνσεις της, βιβλιοκρισίες έργων που αγαπούσε, δικαστικό ρεπορτάζ, άρθρα για την πολύ δύσκολη ζωή των φτωχών και καταφρονημένων κατοίκων της ορεινής Καβηλίας και πολιτικά κείμενα. Η γραφίδα του όμως γνώρισε και τη μοναχική έκφραση, μοναχική σε σχέση με το ομαδικό πνεύμα του θεάτρου, όπως το βίωσε καθόλου τη διάρκεια της ζωής του, πως σαν γάμο, χωρίς απιστίες και χωρίς διαζύγιο, κατά την περίοδο προετοιμασίας των παραστάσεων και ανεβάσματος του έργου στη σκηνή. Δημοσίευσε κατ' αρχάς δύο μικρές συλλογές ολιγοσέλητων κειμένων σε εκδοτικό οίκο του Αλγερίου, «Η καλή και η ανάποδη» και «Γάμι», των οποίων η αξία είχε παραγνωριστεί επί δεκαετίες. Ο Λογάν Μποβ, διαπρεπής μελετητής του Σπινόζα, εντοπίζεσαι αυτά μια ξεκάθαρα εμμενοιοκρατική προσέγγιση της πραγματικότητας, δηλαδή πέρα από κάθε υπερβατικότητα, πρώτη στα θρησκευτική αλλά και ηθική ή ιστορική. Προσεπήρωση της ερμηνευτικής αυτής προσέγγισης παραθέτει την εξής θέση του Καμίν. Κάθε καλλιτέχνης κρατά στα τρεις βαθά του μια μοναδική πηγή που τροφοδοτεί καθόλου τη διάρκεια της ζωής του, ό,τι είναι και ό,τι λέει. Όσον με αφορά γνωρίζω ότι η πηγή βρίσκεται στο η καλή και η ανάποδη. Ο Καμί όμως θα γίνει γνωστός, αρχικά στη Γαλλία και πολύ σύντομα παγκοσμίως, με ένα άλλο πέρασμα, σήμα κατατεθέν των διαταξικών, transclass, σύμφωνα με τον νεολογισμό της Αντάλη Ζακέ, η οποία βασιζόμενη κυρίως στον πρώτο άνθρωπο, στον οποίο αναφέρθηκε η κυρία Στεφανοπούλου, τον συμπεριλαμβάνει στις εξέχουσες περιπτώσεις, όσον ξεκίνησαν από τα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα και γνώρισαν εντυπωσιακή κοινωνική ανέληξη με σειρά χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, όπως λογου χάρη ότι βίωναν έντονα την αίσθηση ότι ζούσαν σε δύο κόσμους με ελάχιστη επικοινωνία μεταξύ τους, ότι ο ίδιος κατάκτησε με θυσίες και κόπο ότι άλλοι ομοτεχνοί του, λογου χάρη ο Σάρτρα, κληρονόμησαν, ότι ένιωθε πως ξαναγεννήθηκε, ότι καταπολέμησε την τροπή που είχε νιώσει νιώφοντας ντροπή για την τροπή του, ότι δεν ήθελε να προβώσει τον κόσμο από που προερχόταν. Στις αρχές της δεκαετίας του 40, ενώ έχει ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Καμμύ βρίσκεται στο Παρίσι και γνωρίζει ξεχωριστή επιτυχία μέσω της πρώτης από τις βασισμένες σε κάποιον αρχαιοελληνικό μύθο τριλογίες, που αποτελούν το σήμα κατατεθέν του έργου του. Πράγματι, έχοντας ήδη σημειώσει στα 22 του ότι δεν σκέφτεται κανείς παρά μόνο με εικόνες, αν θέλεις να είσαι φιλόσοφος, γράψε μυθιστορήματα, προσεγγίζει το πρόβλημα που τον καίει κυριολεκτικά εκάστοτε με τρεις τύπους γραφείς. Μυθιστόρημα, φιλοσοφικό δοκίμιο και θεατρικά έργα. Το βασικό φιλοσοφικό πρόβλημα του Καμμύ υπήρξε ο θάνατος και δει ο βίαιος θάνατος στις δύο εκδοχές του, την αυτοκτονία και τον φόνο. Η πρώτη τριλογία, με αντικείμενο το παράλογο, περιλαμβάνει ένα μυθιστόρημα, τον ξένο, ένα δοκίμιο ιδεών, το μύθο του Σίσηφου, δημοσιευμένα στο σημαντικότερο λογοτεχνικό εκδοτικό οίκο της Γαλλίας, τον Καλιμάχ, όπου ο Καμμύ θα εργαστεί επί σειρά ετών, αρχικά ως αναγνώστης, στη συνέχεια ως μέλος της εκδοτικής επιτροπής και ως διευθυντής σειράς, και δύο θεατρικά έργα, καλιγούλας και υπαρεξήγηση. Σε μια άλλη εκδοχή του σεξπηρικού «To be or not to be», ο Καμμύ υποστηρίζει ότι κατ' ουσίαν υπάρχει ένα μόνο σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα, η αυτοκτονία. Το παράλογο κατά τον Καμμύ δεν έγινε στον ίδιο τον κόσμο, αλλά στη σχέση της συνείδησής μας, η οποία εκφράζει μια απέτηση νοήματος, πρωταρχικά απέτηση ενότητας, ισορροπίας, αρμονίας, πληρότητας, με τον κόσμο που της φαρουσιάζεται άκαρδος ως απουσία νοήματος. Σε αντίθεση όμως με ό,τι πίστευε ο Σάρτρ, το παράλογο για τον Καμμύ δεν είναι μια κατάληξη, αλλά μια αφετηρία. Το είχε ήδη ξεπεράσει όταν δημοσίευσε το μύθο του Σύζυφου. Ο Καμμύ που απέδειδε αναμφίλεκτα αληθινό νόημα σε πολλά, στην αγάπη, στον έρωτα, στον ηρωισμό ή στον διεθνισμό, μέχρι να δημοσιεύσει στα 29 του τον ξένο, θέλει να καταγγείλει στον μύθο του Σύζυφου τον εσφαλμένο συλλογισμό όσων, παραγνωρίζοντας την απαραμείωτη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και της ανθρώπινης ζωής, συνάγουν μηχανικά και στενόχωρα από την απουσία νοήματος του κόσμου το συμπέρασμα ότι η ζωή δεν αξίζει. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε κατά τον Καμμύ είναι να κατανοήσουμε και να αντέξουμε την ένταση, tension, της δυτής όψης κάθε ανθρώπινης ζωής, η οποία περιλαμβάνει και οδύνες και χαρές. Όπως πολύ έυστοχα επισημένει ο Φρεντερίκ Βόρμς, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την απέτηση της συνείδησης για νόημα επειδή διαπιστώνουμε σωστά την απουσία νοήματος, ούτε όμως να παραγνωρίζουμε την τελευταία επειδή νιώθουμε έντονα την απέτηση για νόημα. Είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο πόλους, χωρίς δυνατότητα διαλεκτική σύνθεσης. Η διαπίστωση του παραλόγου ούτε μας παραλύει ούτε μας οδηγεί στο θάνατο καθώς πέραν της αγάπης που σώζει από τον παραλογισμό, όπως μας λέει, ο Καμμύ εντοπίζει μία άλλη διέξοδο στην εξέγερση που έχει δύο εκφράσεις, τη δημιουργία ή την επαναστατική δράση. Βασιζόμενος αυτή τη φορά στο μύθο του Προμηθέα θα δημοσιεύσει ένα μυθιστόριμα την Πανούκλα, ένα φιλοσοφικό δοκίμιο τον επαναστατημένο άνθρωπο και δύο θεατρικά έργα, κατάσταση πολιορκίας και η δίκαιη. Όπως οι περισσότεροι εξεγερμένοι, όχι μόνο σε κοινωνικοπολιτικό, αλλά και σε μεταφυσικό και σε λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, κυρίως οι υπερεαλιστές και οι συγγραφείς που θεωρούσαν προδρόμους τους, ιδίως ο Μαρκίσιος Δε Σαντ και ο Λοτρέαμον, ο Καμμύ, είχε βιώσει ο ίδιος βασανιστικά την εξανάσταση, τη βία, το μηδενισμό, για μια ακόμη φορά, δεν προσεγγίζει έξωθεν αθηρημένα τα προβλήματα. Διαπιστώνει όμως και σε αυτή την περίπτωση, σε μια περίοδο τη μεταπολεμική, κατά την οποία το ζήτημα της επανάστασης ήταν στο προσκήνιο και η πλειονότητα των αριστερών και προοδευτικών στοχαστών στη Γαλλία, ήταν είτε μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, είτε συνοδιπόρη του, όπως ο Σάρτρ και η συνδροφή του, διαπιστώνει λοιπόν ότι ήταν εξαιρετικά εύκολο να πέσει κανείς θύμα ενός άλλου εσφαλμένου συλλογισμού. Ο μηδενισμός οδηγούσε στην τρομοκρατία, στο φόνο, τον οποίο μάλιστα θεωρούσε δικαιολογημένο και δινόμημο, καθώς εξελάμβαναν τη θυσία πολλών, ως το αναγκαίο τίμημα για τη μελλοντική απελευθέρωση όλων με τη μορφή της αταξικής κοινωνίας. Ο Καμμού στοχάστηκε πάρα πολύ και βασανιστικά πάνω σε αυτό το πρόβλημα, αντιμετώπιζε με έντονη κριτική ματιά τις επαναστάσεις και κατέληξε στη διαρρύδινη απόρριψη της τρομοκρατίας, του νόμιμου φόνου, καταγγέλλοντας τη λογική προϋπόθεσή της, τον μηδενισμό με την εξής επιφύλαξη, αναφορικά με τους εξεγερμένους του 1905 στη Ρωσία, οι οποίοι, παθιασμένοι για δικαιοσύνη, θεώρησαν αναπόθευκτη τη δολοφονία των τυράνων, αντιμετωπίζε τη στάση τους ως δικαιολογημένη, υποτηρητή προϋπόθεση ότι αποδέχονται αυτομάτως ότι είναι έτοιμοι να πεθάνουν και ήδη, μια ζωή για μια ζωή. Μολονότι ο Καμμού ανήκε αναμφίλεκτα στους προοδευτικούς στοχαστές, οι πρώτοι που το είχαν αντιληφθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ήταν οι συντηρητικοί, λόγω χάρη, ο François Mauriac ή ο Gabriel Marcel, πόσο μάλλον οι ακροδεξοί. Και μολονότι αυτό προσδιοριζόταν σοσιαλιστής και αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του, σπέφτοντας να διευκρινήσει ότι ανήκε στην αριστερά παρά τη θέλησή της και παρά τη δική του θέληση και ότι υπερασπιζόταν την ελεύθερη έναντι της αστυνομικής αριστεράς, δέχθηκε τα βέλη της κριτικής, όχι μόνο των κομμουνιστών, αλλά και του Σάρτρ και των συνεργατών του. Τα τελευταία μάλιστα τον άγγιξαν βαθύτατα λόγω της περίοδου φιλικής συνύπαρξης και αμοιβαίας εκτίμησης με τον Σάρτρ επί σειρά ετών, από το 1943. Ο επαναστατημένος άνθρωπος ολοκληρώνεται με μια έξωχη ενότητα που τυκλοφορείται η σκέψη του μεσημεριού, στην οποία ο Καμμύ αντιπαραθέτει στην ύβρη de mesure των μεγάλων κεντροευρωπαίων και βορειοευρωπαίων φιλοσόφων, κυρίως του Χέγγελ και του Μάρξ αλλά και του Νίτσε, και του χριστιανισμού ως ολικής θρησκείας, αντιπαραθέτει λοιπόν το μέτρο των Αρχαίων Ελλήνων και γενικότερα των μεσογειακών στοχαστών λόγου χάρη του Αυγουστίνου, την αναγνώριση των ορίων και της ανάγκης του αυτοπεριορισμού. Συναφώς ο Καμμύ υπερασπίζεται ένα νέο ατομικισμό, ο οποίος σε αντίθεση με τον ιδονιστικό ατομικισμό και διναρκισισμό τον ατομικισμό της απόλαυσης, είναι ατομικισμός της πάλης ενάντια αφενός στο κράτος, στις αφταρχικές και ολοκληρωτικές τάσεις κάθε εξουσίας και στην επικρατούσα εκδοχή της αποτελεσματικότητας, αφετέρου τον παντός είδους κομφορμισμό, θεωρεί δε κομφορμιστεί και τον λοτρεαμό και ορισμένες εκδοχές της υπερεαλιστικής εξέγερσης. Δύο διευκρινήσεις είναι απαραίτητες εδώ. Πρώτον, ο Καμμύ αντιτίθεται στην υπερβολή της Υβρεός, κυρίως επειδή είχε βιώσει πολλαχώς ο ίδιος τις επιπτώσεις της βαθιάς αναρχίας και αταξίας και για πολλά χρόνια όσον αφορά τη φαντασία του, σημειώνει στα σημειωματάριά του ότι μέχρι τα 30 του η φαντασία του ήταν τελείως άναρχη, δεν έμπαινε σε καμία τάξη και ότι αυτό το κατάλαβε πολύ αργά, κυρίως όταν θέλησε να δημιουργήσει ένα έργο και άρα ήξερε τι έπρεπε να αντιμετωπίσει και πόσο αναγκαία ήταν η κατάκτηση της ισορροπίας, πολύ σημαντική έννοια ιδέα στο έργο του, για να μπορέσει να δημιουργήσει το έργο του. Κατόπιν αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα και την προσφορά και των δύο αυτών στάσεων, δηλαδή τόσο του μέτρου των αρχαίων Ελλήνων όσο και της Ήβρεως των βορειοευρωπαίων στον πλούτο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτό που θέλει να αποφύγει είναι την αποκλειστική κυριαρχία της μίας από τις δύο ώψεις του ευρωπαϊκού πνεύματος. Πολιτικά, ο Καμίου ένιωθε πιο κοντά στους ελευθεριακούς στοχαστές και αγωνιστές, ανήκε δηλαδή στην ελευθεριακή αριστερά, τέταρτη εκδοχή της αριστεράς την εποχή του, σε σύγκριση με τη φιλελεύθερη, την Ιακοβίνικη και την κολεκτηριστική αριστερά, έχοντας ειδικότερα ως σημεία αναφοράς μίζωνα ιστορικά γεγονότα, όπως η κομμούνα του Παρισιού, η ρωσική εξέγερση του 1905 και κυρίως τον επαναστατικό συνδικαλισμό, τον οποίο οι μαρξιστές χαρακτήριζαν άναρχο συνδικαλισμό. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν δέχθηκε κριτική και από τους ελευθεριακούς, κυρίως όσον αφορά όσα είχε γράψει για τον Μπακούνιν, τον οποίο θαύμαζε εξάλλου, στον επαναστατημένο άνθρωπο. Επιπλέον, υποστήριζε συστηματικά και με ζέση τους Ισπανούς αντικαθεστοτικούς, ιδίως τον Ισπανικό αναρχισμό, νιώθοντας μάλιστα ότι συνδεόταν μαζί τους βάση του αίματος λόγω των Ισπανικών ριζών της μητέρας του, στιλητεύοντας όσους αντιμετώπιζαν με επίεικεια τον Φράνκο, τυφλωμένοι από το αντικομουνιστικό μένος τους. Μετά από σειρά δημοσιεύσεων για αυτή τη σημαντική πτυχή του στοχασμού του, του στοχασμού του Camus, από ποικίλους φιλικά προσκείμενους στην ελευθεριακή σκέψη και δράση, ο Michel Onfray δημοσιεύσε μια ογκώδη μελέτη με τον τίτλο «Η ελευθεριακή τάξη» και υπότιτλο «Η φιλοσοφική ζωή» του Albert Camus, προκειμένου να τονίσει ότι στη μεγάλη διέρεση των φιλοσόφων ανάμεσα σε αυτούς που αντιλαμβάνονται τη φιλοσοφία, ακριβέστερα το φιλοσοφίν, ως τρόπο ζωής. Το θέμα αυτό υπήρξε κυρίαρχος στο έργο του Piaganto και πιο πρόσφατα και άλλων, μεταξύ των οποίων ο Αλέξανδρος Νεχαμάς, και τους άλλους που εκλαμβάνουν τη φιλοσοφία ως κατασκευή συστήματος, ο Camus επέλεξε πέραν πάσης αμφιβολίας τη μικρότερη δυνατή απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Επιπλέον, σε αντίθεση με πολλούς δυσνόητους στοχαστές που καταφεύγουν αφιδώς σε τεχνικούς όρους και νεολογισμούς, ο Camus είχε επιλέξει τη σαφήνια που χαρακτήριζε άλλωστε τη γραφή των μεγάλων φιλοσόφων από τον Montaigne, τον Descartes και τον Pascal ως τον Rousseau και τον Bergson, όχι ως αδυναμία αλλά ως κατάκτηση, διαπιστώνοντας ότι οι σαφείς γράφουν για να τους διαβάζουν, ενώ οι δυσνόητοι για να τους μελετούν οι σχολιαστές. Συνακόλουθα, ο Camus υπερασπίζεται τον κλασικισμό και την προσεγμένη γραφή, το ύφος σε κάθε εκδοχή του έργου του και στα μυθιστορίματα και στα φιλοσοφικά δοκίμια και στα θεατρικά έργα, όχι οπισθοδρομικά, αλλά ενίδη άρνησης της άρνησης, διαπιστώνοντας ότι η ορμή της αντίδρασης τον κλασικισμό, όπως είχε εκφραστεί κατακτηριστικά από τον υπερεαλισμό, είχε πια καταλαγιάσει και ότι όχι μόνο δεν επιτελούσε πια επαναστατικό ρόλο, αλλά είχε γίνει μανιέρα και μάλιστα επικίνδυνη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ο Camus σκοτώθηκε επί τόπου, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Michel Gallimard το απόγευμα της 4ης Ιανουαρίου του 1960, ξέφυγε από τον δρόμο και έφεσε πάνω από δέντρα. Λίγες μέρες πριν, στο γύρισμα του νέου έτους, από το σπίτι του στο Lourmarin, όπου πέρασε συντροφιά με τη γυναίκα του, τη Francine και τα παιδιά του, είχε στείλει επιστολές στην κάθε μία από τις άλλες σημαντικές γυναίκες της ζωής του, την Ισπανίδα Μαρία Καζαρές, τη Δανέζα Μι, τη Γαλλίδα Κατρίν Σελέας. Ο τόνος με όλες τους είναι πολύ τριφερός. Ο Camus υπόσχεται στην κάθε μία, πολύ σύντομα, σε λίγες μέρες, συνάντηση στο Παρίσι. Η αναζήτηση του έρωτα, η αναζήτηση του απολεσθέντος παραδείσου των πρώτων συγκινήσεων, η αναζήτηση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, κάποιων κανόνων ζωής που να τιμούν τον άνθρωπο, όλα μαζί αυτά συνηφαίνονται στην τέχνη του και στην αναζήτηση της συγγραφικής του αλήθειας και δίνουν στο έργο του την ιδιαίτερη υφή του και το ήθος του σε ύψος ανθρώπου, «auteur d'homme» όπως έλεγε. Ίσως την πέμπτουσία της μετεωρικής διαδρομής του, την βρίσκουμε θαραλή αδιατυπωμένη σε μία του φράση «ξέφυγα από τους πάντες και κατά κάποιο τρόπο ήθελα οι πάντες να ξεφύγουν από μένα». Σας ευχαριστούμε. Σας ευχαριστώ θερμά όλους σας και ευχαριστώ εκ μέρους της Εθνικής Βιοθήκης Ελλάδος όλους όσους μπήκανε διαδικτυακά να παρακολουθήσουν αυτή την εκδήλωση για τον Αλμπέρ Καμμιού. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ευχαριστούμε πολύ.