: Υπόσχεσθαι, κύριέ μου, να μιλήσεις, να μιλήσεις, να μιλήσεις, να μιλήσεις, να μιλήσεις, να μιλήσεις, να μιλήσεις... ...και μόνο το μάτι του τροφωνίου στη λιβαριά θα μπορούσα να τους δώσει βοήθεια. Οι δηλογίες του κόσμου ακολούθησαν την πρόταση της βιβλίας, έκτασαν στη λιβαριά, αλλά δεν μπορούσαν να μιλούν το μάτι του τροφωνίου. Όπου κεναρώσαν, κανείς δεν τους βοήθησε. Τότε, δυροτότελος των φεωρών, ο Σάμ, από το ακρέφυλλο, παρατήρησε ένας μήνος περισσόν. Και τότε, φοβεσμένος από την υπερφυσική ένθρωψη, αποφάσισε να το ακολουθήσει. Όταν η μέλη σας δήκα σε ένα σπήλιο, μπήκε και ο Σάμ μέσα, και εκεί ανακάλυψε το λιβαριά. Κατά τους αρχαίους, οι μέλη σας συμβόλησαν στις ψυχές. Ο αίσως, τη γη με δικαιοσύνη, και τις στρέφεις στον ουρανό, ήταν ο πλημένης, γιατί έφερε σπέρας το θεάδι στο έδιον. Ο Σάμ, ακολούθησε την οδό των μαγάλων ψυχών. Την οδό προς το σπήλαιο, που συμβολίζει την πάθοδο προς τον έδιον, δική συνάντηση του προφόμου. Εκεί ο Σάμ διδάσκεται την υποχώρια και την ιερογία και γίνεται πρώτος ιερέας. Θυσιάζει και παίρνει τον σωτήριο χρισμό. Ο βιωτικός ουρανός, χάρη στις υποδείξεις του μαγείου, γέννησε σύννεφα. Και μια εμπεριμένη βροχή πόρτισε με τις κοντρές ψυχάλες την ψασμένη γη. Ξανάρθε η χαμένη ζωή, τα γενήματα και τα άλλα τα θα πλημμύρισαν πάλι. Αυτός είναι ο μύθος που μας λέει πώς βέθηκε το μαγείο του τροφόμου στην Καθιά. Και βέβαια, επειδή σήμερα εδώ κοντά μας έχουμε και πάρα πολλούς διεξενωμένους από πολλά ρακά να βρει της Ελλάδος, θα πρέπει να μιλήσουμε και δυο πράγματα πώς ήταν το μαγείο και πώς πρέπει να είναι η πιστεία αυτό που θέλετε να μάθετε. Οι αρχές της συγγραφής, όταν αναφέρονται στο μαγείο, το χαρακτηρίζουν ως τόμοιο ή υποσπήλια, ή ως υπόγειο ή κοιμήμα. Δηλαδή, το χαρακτηρίζουν σαν ένα υπόγειο πάρο τόπο, ένα τάθος. Ο Παυσανίας μας λέει το μαγείο το τέτοια από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ο Προθάλαμος, το οποίο ονομάζεται Χάση Μαγείς και το δεύτερο, που είναι το φυλείος μαγείο, το οποίο αποκαλεί άβυλο. Εξωτερικά το μαγείο αποτελείται από ένα επίπεδο τσιγγιστό χώρο, υπερουσονένα το πράγμα του σπέριχο ένα λίγο, περιμένα με λευκό μάγμα και με διαστάσεις όσο ένα μικρόλογο. Πάνω στη μαγδάρικη κηκητία του φάνια είσαι καρφωμένα πέτρια με τεριαντικά χάλκινη στήλη, συνδεμμένοι μεταξύ τους με χάλκινες επίσης ζώνες, μεταξύ των στυλών και των περάσματα που οδηγούσαν στο εσωτερικό του κύκλου. Το φωλωτό υπόγειο υπό το δόνυμα είχε αντίγραμμα περίπου δύο μέτρα, ήταν ότι είχε βάρκους περίπου τέσσερα μέτρα. Στο εσωτερικό κηκτήσματος στη βάση του τύπου υπήρχε ένα πολύ μεχρό άγγινο πλάκος μεσού μέτρου και είχε ύψους περίπου 25 εκατοστών. Ήταν το ιερό στόνιο που θυσήμιζε ως είσοδος του άβυλτο. Το πώς ήταν το άβυλτο δεν ήδη το ξέρουμε, γιατί δεν υπάρχουν πληροφορίες. Όποιος έβαινε εκεί δεν έβαινε ποτέ να μιλήσει. Άρα δεν ξέρουμε πώς ήταν. Ήταν πιο μικρό, φανταζόμαστε ότι ήταν πολύ πιο μεγάλο από το προφάρματο. Το μπαντίδι του φωμίου μας θυμίζει, έτσι για να καταλάβουμε το στήμα, ένα μικρό μηχυναϊκό τάθος. Ήταν σαν το τάθο του Αγαμέληνα, του Επραίους, ή το φυσαμπρό, το κοινείο του Σοναρχομενών. Όπως γινόταν η χρησμοτότηση, ο Πενικητής Παυζανίες, που ήρθε το 185 εκατοστό, μας δίνει με δικές πληροφορίες. Ο Πιστός, που ήθελε να ζητήσει τον χρησμό, έπρεπε να κάνει μια συγκεκριμένη θέση, να βάλει ένα ξενώνα, που λέγονταν του αγαφού δαίμονα και της αγαπής γύσης. Και να αρχίσει να θυσιάζει. Κάθε μέρα έκανε μια αδυσσία. Ξεκινούσα από τον τροφόνι μου, μετά στα παιδιά του τροφόνιου, στον Άλκαρντο και στην Έπινα, στον Αγόρνα, στον Τρόμο, στον Δία Βασιέρα, στην Δίνη και την Νιόχη. Και ούτωξα, κάθε μέρα. Κάθε μέρα, μετά τη θυσία, οι ονοσκόμοι λέγαν αν η θυσία πήγαινε καλά. Αν πήγαινε καλά, συνέχιζε. Αν δεν πήγαινε καλά, άρχιζαν πάλι από την αρχή. Την τελευταία μέρα, την τελευταία νύχτα της προπαράσκευής, έπρεπε να θυσιάσει ένα μαύρο κρυάδι. Στον δαμήδι, στον δόφρο, που δόφρο στην Αγιόρτα ήταν το υπόλοιο θυσιαστήριο. Αν και αυτή η θυσία ήταν ευπρόσωπη, ό,τι έριστον οδηγούσαν στις προχωρημένες ώρες της νύχτας, στις φύλλες της έριστον. Εκεί τον έμουζαν, στα κρύα γερά της και τον άλλη φαν μεγάλη, τον αρωμάζιζαν, τον φοινιάζιζαν, δυο παιδιά από την Λιδαδιά, δεκατριών περιοχών, που τα έλεγα εμπνές. Τα παιδιά, όσο οδηγεί σε μιαν κοκτώνια κάδοδο, που εδώ λεικάθονται στον τάρθο ο Μανίο, παίρνουν το όνομα του Ερνή, του ψυχοκομμού, που οδηγούν τον ψυχό στενάδι. Μετά έδιναν το χτωπιστό να πει νεό, από δύο αδίες. Πρώτα, από την πηγή της λύθης, για να ξεκάζει ό,τι τον βασάνιζε, δηλαδή οι τύψεις του. Και μετά, από τον καιρό μιας άλλης πηγής της νημοσύνης, για να θυμιδεί ό,τι θα έβλεπε και θα άρχιζε, όταν θα κατέβαινε στο άδειο. Κι αφού λοιπόν τον έδιναν μελινό άστρο φυτώνα και του φορούσαν πέδυλα, σανδάλια, τα οποία είχαν κατασκευαστεί εδώ από τη Βιώτια, τον οδηγούσαν σε ένα σημείο που ήταν το ξύλινο τοξόανο του τροφώνου, το οποίο λένε ότι έχει κατασκευάσει ο δέντρος, για να τους έχει δει. Στη συνέχεια, πλήγανε τον Πελανό, για να μποράσει δύο μελόκοπτες, κάτι σαν ουμάδες. Ο Πελανός δεν είχε συγκεκριμένο ποσό, δηλαδή δεν είχε ένα συγκεκριμένο ποσό. Αν κάποιος ταθλούς, ας πλήγανε πιο πολλά. Αν ήταν φτωχός ή μόντερα. Τις μελόκοπτες τις κρατώσε στα χέρια του, για να τις προσφέρει, αν λένε με αυτοσύντου, στα φύλλια που θα συναντώσεις στο άγριο, για να μην αδικηθεί. Δηλαδή, θα τις προσέφερε όσο φωθεί στα φύλλια, για να μην τα ενοχλήσουν, όσο η ώρα ήταν εκείνη. Τώρα πλέον καθαρό στο σώμα και στη ψυχή, εξαλμισμένος. Και μετά την ψυχορουσία στα κρύα νερά της Έλληνας, και τη βίαια και την προσευχή, είναι έτοιμος να ανικοινωνήσει με το Θεό. Από το ατσιτορικό μέρος του Μαδίου, κατέβαινε στον Προθάλαμπο μια κυμπή σκάλα. Κατέβαινε εκεί, στο δάκρυλο του Προθάλαμπο, έβασε τα κόκια του στην κρύπα αυτή, που είπαμε στο στόμιο, μέχρι τα κόρανα. Και εκείνη η ώρα την δυναμή τον τραβούσε προς τα μέσα. Απορροφιόταν στην κάτω να τον τραβούσε. Και έλεγε εκεί, πόσο δεν ξέρω. Με ένας ώρες λέγονται πολλά, σίγουρα δεν ξέρω πόσο. Στο άδειο του πιστός έβλεπε ο Ράμματος και άλλο και άλλο. Λόγια του μπεράκια, που σήμαναν τις τελήσεις του Θεού. Μετά η Αιγεία είσαι από την ίδια τρίμα, με τον ίδιο τρόπο, όπου έφυγε πρώτα τα κόρανα, τον τραβούσαν και τον οδηγούσαν επάνω. Και τον έβαζαν πάνω σε έναν φρόνο, στον φρόνο της ημιμοσύνης. Έτσι για να φιλουθεί πάλι και εκεί επάνω να διηγηθεί όσο είδε και άκουσε στο άδειο του. Οι ενοίστα εμπίνεδο τα έλεγαν πάνω σε μια πινακίδα, την οποία και έβλεπαν. Αυτή την πινακίδα, και ό,τι είδε στο άδειο, απαγορευόταν τα πλήνια. Ήταν ακουγεστικά δικά. Κάποιος που τα είπε, βρέφτηκε νεκρός λίγα μέτρα πιο πέρα από το αδείο. Ήταν αυτά που λέει και άκουσε, ήταν τρομερά. Για αυτό πάρα πολύ αδόσφους του πρατέρτηκαν και όταν γύρισαν πίσω, έφτασαν στον θυμόγειλό τους. Άλλο για πάρα πολλά χρόνια. Μάλλον σε κάποιες τύκες στο ματιό του τελφώνει και να σε δυσκολυθεί. |