6η διάλεξη: Την προηγούμενη φορά είχαμε ολοκληρώσει την παρουσίαση του συστήματος των προτιμήσεων ενός καταναλωτή. Το σύστημα των προτιμήσεων ενός καταναλωτή το παρουσιάσαμε υπό τη μορφή ενός χάρτη των καμπυλών αδιαφορίες. Σε αυτό το χάρτη των καμπυλών αδιαφορίες στο συγκεκριμένο παράδειγμα τον έχουμε κατασκευάσει στον χώρο των δύο διαστάσεων, αλλά αυτός ο χώρος για τα νέα αγαθά είναι ενισδιάστατος. Ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίες είναι η απεικόνιση των προτιμήσεων του καταναλωτή. Άρα, η θέση του χάρτη, η κλίση, δηλαδή αν είναι πολύ πλατείς ή αν είναι πολύ στενή η καμπύλη, όλα αυτά αποτελούν την εικόνα των προτιμήσεων του καταναλωτή. Όσο μακρύτερα βρισκόμαστε, έχουμε άπειρες καμπύλες αδιαφορίας, και όσο μακρύτερα βρισκόμαστε από την αρχή των αξώνων, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευημερία του καταναλωτή. Επαναλαμβάνομαι τον όρο ευημερία, εννοούμε τον βαθμό της χρησιμότητας που απολαμβάνει στην κανοποίηση των αναγκών του. Άρα όσο περισσότερο καταναλώνει από τα δύο συγκεκριμένα αγάθα, τόσο μεγαλύτερη είναι η χρησιμότητα, δηλαδή ο βαθμός ικανοποίησης των αναγκών του και κατά συνέπεια τόσο μεγαλύτερη είναι η ευημερία την οποία απολαμβάνει. Άρα αυτό το οποίο θα ήθελε ο καταναλωτής είναι να βρίσκεται πάντα όσο το δυνατόν πιο μακριά από την αρχή των αξώνων. Το πρόβλημα όμως το οποίο έχουμε, επειδή μιλάμε για καταναλωτικά αγαθά τα οποία θα κάνουμε μια θυσία για να τα αποκτήσουμε, το πρόβλημα το οποίο έχουμε είναι ότι αυτά τα αγαθά στην οικονομία στην οποία ζούμε κοστίζουν. Δηλαδή πρέπει να δαπανίσουμε χρήματα για να αγοράσουμε αυτά τα αγαθά. Και ξεκινήσαμε την προηγούμενη φορά να λέμε ότι ναι μεν ο καταναλωτής θέλει να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο μακριά από την αρχή των αξώνων. Το πρόβλημα το οποίο έχει όμως είναι ότι τα χρήματα τα οποία έχει στην τσέπη του, του επιτρέπουν να αποκτήσει αυτές τις μεγάλες ποσότητες. Και έτσι ξεκινήσαμε λοιπόν τη συζήτηση για αυτό το οποίο ονομάζουμε ισοδηματικός περιορισμός. Δηλαδή ότι αυτό το άτομο, αυτός ο καταναλωτής που θα κατέβει στην αγορά να αγοράσει ένα καλάθι που περιέχει ποσότητες από το αγαθό 1 και το αγαθό 2, θα πρέπει η δαπάνη για την απόκτηση αυτού του καλαθιού να μην ξεπερνά το ισόδημά του. Με άλλα λόγια, εάν π1 είναι η τιμή του αγαθού 1, επί την ποσότητα που αγοράζει από το αγαθό 1, αυτή είναι η δαπάνη που κάνει για να αγοράσει τη συγκεκριμένη ποσότητα του αγαθού 1. Συν, η τιμή π2 είναι η τιμή του αγαθού 2, επί την ποσότητα που αγοράζει από το συγκεκριμένο αγαθό 2, όλο αυτό εδώ είναι η δαπάνη που κάνει για να αγοράσει ποσότητες των αγαθών. Αυτή η δαπάνη θα κάνουμε μια υπόθεση ότι πρέπει να είναι ίση με το ισόδημά του. Η δαπάνη δηλαδή που θα κάνω, κατεβαίνοντας και έχοντας στην τσέπη μου 30 ευρώ και κατεβαίνοντας στη λαϊκή για να πάρω διάφορα προϊόντα, στο τέλος καταλήγω να πάρω ένα καλάθη προϊόντων. 1 κιλό ντομάτες, 1 κιλό μήλα, 1 ματζάκι μαϊντανό κλπ. Όλα αυτά τα οποία έχω αγοράσει, δηλαδή αυτό το καλάθη των αγαθών που έχω αγοράσει δεν πρέπει να μου κοστίζει πάνω από τα 30 ευρώ τα οποία έχω στην τσέπη μου. Άρα αυτό το οποίο υποθέτουμε είναι ότι η δαπάνη την οποία θα κάνουμε για να αγοράσουμε τα προϊόντα πρέπει να είναι ίση με το ισόδημά μας. Αυτή η υπόθεση την οποία κάνουμε ξεκινά από το ότι ο ισοδηματικός περιορισμός τον οποίο παρουσιάζουμε εδώ, ξεκινά από την υπόθεση ότι δεν έχουμε αποταμίευση και δανεισμό. Δηλαδή μέσα στην ανάλυσή μας δεν υπάρχει ο χρόνος. Από τη στιγμή που θα βάλουμε τον χρόνο μέσα, η ανάλυσή μας αλλάζει και γίνεται διαχρονική. Και εκεί είναι διαφορετικού τύπου τα εργαλεία τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και θα τα δούμε του χρόνου στο επόμενο μάθημα της μικρο-2. Άρα το άτομο δεν μπορεί να ξοδέψει περισσότερα από το ισόδημά του, άρα δεν μπορεί να δανειστεί ή να χρησιμοποιήσει την πιστωτική του κάρτα και το άτομο δεν μπορεί να δαπανίσει λιγότερα από το ισόδημά του, δηλαδή να αποταμιεύσει. Και όπως είχαμε πει και την άλλη φορά, αποταμιεύση και δανεισμός σημαίνει μια διαχρονική κατανομή της κατανάλωσης. Δηλαδή η κατανάλωση όταν αποταμιεύουμε σήμερα είναι μικρότερη και θα αυξηθεί η κατανάλωση στο μέλλον. Όταν δανειζόμαστε η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη σήμερα σε σχέση με αυτή την οποία θα έχουμε στο μέλλον. Άρα εδώ υποθέτουμε ότι δεν υπάρχει δανεισμός και δεν υπάρχει αποταμιεύση. Άρα όσο ισόδημα έχουμε τόση θα είναι και η δαπάνη την οποία θα κάνουμε. Εάν θα θέλαμε λοιπόν να βάλουμε αυτή την εξίσωση του ισοδηματικού περιορισμού στον χώρο των δύο διαστάσεων χ1, χ2. Θυμάστε από τα μαθηματικά του Λυκείου. Η κλίση είναι μίον π1 προς π2 λύνουμε ως προς χ2. Έτσι και βάζουμε την εξίσωση επάνω στο χώρο χ1, χ2. Το σημείο το μίς εδώ είναι μ προς π2 και εδώ το σημείο το μίς είναι μ προς π1. Άρα η κλίση της εξίσωσης του ισοδηματικού περιορισμού δίνεται από τον λόγο των τιμών π1, π2 και η θέση του ισοδηματικού περιορισμού δίνεται από το ισόδημα προς τις τιμές. Με άλλα λόγια σε σχέση με αυτό το οποίο είπατε στο Λύκειο η θέση του ισοδηματικού περιορισμού δίνεται από το πραγματικό ισόδημα το αποπληθορισμένο μ προς π. Άρα το πραγματικό ισόδημα μας δίνει την θέση του ισοδηματικού περιορισμού. Ο λόγος των τιμών μας δίνει την κλίση του ισοδηματικού περιορισμού. Τώρα αυτό το π1 και το π2 είναι εκτός του καταναλωτή. Το π1 και το π2 δεν μπορεί να το επηρεάσει ο καταναλωτής. Δηλαδή όταν κατεβαίνουμε στη λαϊκή αγορά για να αγοράσουμε προϊόντα βλέπουμε στο ταμπελάκι ότι 1 κιλό ντομάτες κάνει 1 ευρώ. Αυτό το 1 ευρώ ανά κιλό ντομάτες είναι το π1. Άρα για τον καταναλωτή αυτό το π1 και το π2 οι τιμές είναι δεδομένες. Είναι οι τιμές οι οποίες επικρατούν στην αγορά. Άρα συνεχίζουμε εδώ να γράφουμε το π1 και το π2 είναι οι τιμές στην αγορά. Άρα δεν υπόκεινται στην επίδραση από τη συμπεριφορά του καταναλωτή. Ας δούμε ένα παράδειγμα με το π1 και το π2. Ας πούμε λοιπόν ότι π1 είναι 1 ευρώ ανά κιλό πορτοκάλια. Έστω ότι η τιμή του αγαθού 1 είναι πορτοκάλια, η τιμή του στην αγορά είναι 1 ευρώ ανά κιλό πορτοκάλια. Η τιμή του αγαθού 2 ας πούμε ότι είναι μήλα και είναι 2 ευρώ το κιλό. Κατεβαίνουμε στην αγορά και βλέπουμε τα ταμπελάκια. Βλέπουμε πόσο κάνουν τα πορτοκάλια 1 ευρώ, πόσο κάνουν τα μήλα 2 ευρώ. Ο λόγος π1 προς π2 είναι στην ουσία ο λόγος ανταλλαγής μεταξύ των 2 αγαθών στην αγορά. Δηλαδή εάν δεν είχαμε χρήματα και είχαμε στα χέρια μας πορτοκάλια, με πόσα μήλα θα έπρεπε να ανταλλάξουμε τα πορτοκάλια τα οποία έχουμε. Το π1 προς π2 είναι ο λόγος ανταλλαγής στην αγορά. Ερχόμαστε και γράφουμε από εδώ. Άρα εάν πάρουμε το παράδειγμα π1 π2 ο λόγος ανταλλαγής χωρίς το αρνητικό. Το αρνητικό σημαίνει θα δαπανήσω κάτι για να πάρω κάτι άλλο. Άρα π1 προς π2 είναι ίσο με 1 ευρώ ανά κιλό και εδώ κάτω είναι 2 ευρώ ανά κιλό. Το ευρώ με το ευρώ φεύγει, το κιλό με το κιλό φεύγει. Συγγνώμη το κιλό δεν φεύγει γιατί είναι κιλό πορτοκάλια και κιλό μήλα είναι διαφορετικά. Άρα τι έχουμε το 1 κιλό ίσον 0,5 κιλά πορτοκάλια, ανά 1 κιλό μήλα. Αυτό το οποίο βρήκαμε είναι 0,5 πορτοκάλια, κιλά πορτοκάλια ο αριθμητής, ανά 1 κιλό μήλα. Τι σημαίνει δηλαδή αυτό ότι στην αγορά αν βγει από τη μέση, επανερχόμαστε στην κατάσταση του αντιπραγματισμού, δεν υπάρχει χρήμα, φεύγει από τη μέση το χρήμα. Εάν λοιπόν πάμε στην αγορά, η σχέση ανταλλαγής μεταξύ των 2 αγαθών είναι 0,5 κιλά πορτοκάλια, δηλαδή πρέπει να δώσουμε 0,5 μισό κιλό πορτοκάλια για να πάρουμε 1 κιλό μήλα. Εντάξει, άρα εδώ τι έχουμε τώρα, έχουμε μια σχέση ανταλλαγής μεταξύ των 2 αγαθών. Αλλά αυτή η σχέση ανταλλαγής δεν έχει προέλθει από πουθενά εξωπραγματικά, αλλά έχει προέλθει μέσα από την αγορά. Δηλαδή είναι ο λόγος ανταλλαγής μεταξύ των 2 αγαθών στην αγορά. Και γι' αυτό το λόγο θα μπορούσαμε αυτόν τον λόγο ανταλλαγής να τον ονομάσουμε και αντικειμενικός, σε εισαγωγικά το αντικειμενικός λόγος ανταλλαγής. Αντικειμενικά με την έννοια ότι δεν είναι υποκειμενικός, δεν αφορά ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά αφορά το σύνολο της αγοράς, το σύνολο των ατόμων καταναλωτών και προμηθευτών. Με αυτή την έννοια αντικειμενικός. Και βέβαια επειδή αφορά μια αγορά, την επόμενη χρονική περίοδο που θα κατεύουμε στην αγορά, δηλαδή την επόμενη μέρα που θα κατεύουμε στην αγορά, πιθανόν κάποια από τις δύο τιμές να έχει αλλάξει. Άρα και ο αντικειμενικός λόγος ανταλλαγής θα έχει αλλάξει. Συνεπώς δεν είναι αντικειμενικός με την έννοια ότι αυτό ισχύει πάντα, αλλά δεν είναι υποκειμενικός, δηλαδή δεν αφορά ένα συγκεκριμένο υποκείμενο, αφορά το σύνολο των υποκειμένων που δρούν μέσα στην αγορά καταναλωτών και παραγωγών. Συνεπώς, ο λόγος των τιμών, αυτό που βλέπουμε στην πραγματικότητα, δηλαδή κατεβαίνουμε στην αγορά και βλέπουμε στην πραγματικότητα αυτό το οποίο συμβαίνει, συγκρίνουμε τα καρτελάκια με τις τιμές και βλέπουμε τον λόγο ανταλλαγής μεταξύ των δύο αγαθών. Ο λόγος αυτός ανταλλαγής μεταξύ των δύο αγαθών ονομάζεται αντικειμενικός λόγος ανταλλαγής. Αυτό να το κρατήσουμε λίγο στην άκρη, δηλαδή είναι ένας λόγος ανταλλαγής έξω από το άτομο. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα το άτομο γι' αυτό, τον παίρνεις αν δεδομένο. Βάζοντας λοιπόν, επανερχόμαστε τώρα στην γραμμή του ισοδηματικού περιορισμού, θέτοντας λοιπόν τον ισοδηματικό περιορισμό στο χώρο X1-X2, ο χώρος έχει χωριστεί σε τρεις περιοχές. Δηλαδή τα καλάθια τα οποία βρίσκονται στο χώρο X1-X2 έχουν χωριστεί σε τρεις περιοχές. Η πρώτη περιοχή είναι η περιοχή Α, κάτω από τον ισοδηματικό περιορισμό. Όλα τα καλάθια εκ κατασκευής τα οποία βρίσκονται κάτω από τον ισοδηματικό περιορισμό έχουν δαπάνι, η οποία είναι μικρότερη από το M. Το Α είναι ένα σημείο στον χώρο κάτω από τον ισοδηματικό περιορισμό. Άρα η δαπάνι του Α είναι μικρότερη από το ισόδημα. Άρα εάν δαπανώ λιγότερα από το ισόδημά μου έχω αποταμίευση. Συνεπώς αυτά τα καλάθια εδώ μέσα είναι οικονομικά εφικτά. Άρα είναι οικονομικά εφικτά, δηλαδή μπορούμε να τα αγοράσουμε, όμως όχι από ταμίευση. Επειδή δεν έχουμε αποταμίευση αυτό οδηγεί στο ότι ο καταναλωτής δεν επιλέγει το Α. Είναι οικονομικά εφικτά, έχουμε τα χρήματα να τα πάρουμε, αλλά επειδή κάναμε την υπόθεση ότι δεν θέλουμε αποταμίευση αυτή τη στιγμή, είπαμε του χρόνου θα την άρουμε αυτή την υπόθεση, άρα ο καταναλωτής δεν πρόκειται να επιλέξει ένα καλάθι Α. Δηλαδή στην ανάλυσή μας θεωρούμε ότι ο καταναλωτής δεν θα επιλέξει το Α. Τα καλάθια Β. Η δαπάνη του Β είναι μεγαλύτερη από το εισόδημα. Δηλαδή για να αγοράσουμε το καλάθι Β, τις συγκεκριμένες ποσότητες των δύο αγαθών, θα πρέπει να δαπανήσουμε χρήματα, τα οποία ξεπερνούν το εισόδημά μας. Για να αγοράσουμε κάτι πάνω από το εισόδημά μας, αναγκαστικά θα πρέπει να δανειστούμε. Και επειδή έχουμε υποθέσει όχι δανεισμό, γράψτε αμέσως μετά το M, οικονομικά ανέφικτο, οικονομικά όχι εφικτό, δηλαδή δεν μας φτάνουν τα χρήματα, οικονομικά όχι εφικτό, άρα θα πρέπει να δανειστούμε για να το αγοράσουμε. Επειδή η δαπάνη Β είναι μεγαλύτερη από το M, θεωρούμε ότι το Β είναι οικονομικά μη εφικτό. Άρα θα πρέπει να δανειστούμε για να το αποκτήσουμε. Και επειδή έχουμε υποθέσει όχι δανεισμό, ο καταναλωτής δεν επιλέγει το Β. Επειδή δεν έχουμε δανεισμό, δεν μπορεί να το επιλέξει πια. Αν είχαμε δανεισμό, θα μπορούσε να το επιλέξει. Άρα τον περιορίζουμε στις επιλογές του. Και τέλος, είναι όλα τα σημεία πάνω στον ισοδηματικό περιορισμό, η περιοχή, το σύνολο των σημείων πάνω στον ισοδηματικό περιορισμό. Όλα τα σημεία καλάθια, είναι οικονομικά εφικτά. Δεν χρειαζόμαστε το Γ για παράδειγμα. Όλα τα Γ είναι οικονομικά εφικτά. Δεν χρειαζόμαστε δανεισμό και δεν κάνουμε αποταμίευση. Άρα οι υποθέσεις μας ισχύουν. Και συνεπώς, εάν ο καταναλωτής έπρεπε να επιλέξει μεταξύ των άπειρων καλάθιών που βρίσκονται μέσα στον χώρο Χ1, θα επέλεγε τα καλάθια, τα οποία βρίσκονται πάνω στον ισοδηματικό περιορισμό. Άρα οι μόνες δυνατές επιλογές του είναι μόνο αυτές που βρίσκονται πάνω στον ισοδηματικό περιορισμό. Τα καλάθια δεν έχουν ονομασία. Είναι Χ1, Χ2. Δεν υπάρχει ονομασία αυτή τη στιγμή. Ακόμα δεν έχουμε ονομασία. Μπορεί να είναι κακό με την έννοια που είπαμε μόλις του περιβάλλοντος. Μπορεί να είναι οτιδήποτε. Συνεπώς, από τη μια μεριά έχουμε τον χάρτη των καμπυλών αδιαφορίας που μας δείχνει το θεμητό, το επιθυμητό, τι θα ήθελε ο καταναλωτής. Θέλει να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο μακριά από την αρχή των αξώνων. Από την άλλη μεριά, ο ισοδηματικός περιορισμός μας δίνει το οικονομικά εφικτό. Το επιθυμητό και το εφικτό. Για να δούμε λοιπόν, εάν βάλουμε μαζί το επιθυμητό και το εφικτό, που θα μας βγάλει. Ερχόμαστε από εδώ. Επειδή και ο ισοδηματικός περιορισμός και ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίας έχουν κατασκευαστεί στον ίδιο χώρο, στον χώρο των φυσικών ποσοτήτων x1, x2, άρα οι μονάδες μέτρησης τους είναι ακριβώς οι ίδιες, μπορούμε λοιπόν και τις δύο αναλύσεις να τις βάλουμε στο ίδιο διάγραμμα. Επαναλαμβάνω, επειδή και ο ισοδηματικός περιορισμός είναι στον χώρο x1, x2, φυσικές ποσότητες των δύο αγαθών και ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίας κατασκευάστηκε στο ίδιο χώρο x1, x2. Εφόσον λοιπόν δύο μεγέθη έχουν κατασκευαστεί στο ίδιο χώρο, μπορούμε με ασφάλεια να τα τοποθετήσουμε στο ίδιο διάγραμμα. Οι μονάδες μέτρησης είναι ακριβώς οι ίδιες. Εντάξει, όπως έχετε κάνει στα μαθηματικά στο Λύκειο. Άρα βάζουμε και τον χάρτη των καμπυλών αδιαφορίας και τον ισοδηματικό περιορισμό στο ίδιο χώρο. Μίον π1 π2, M προς π2 και ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίας i1, i2 και i3. Την 1 την έκανα με τέτοιο τρόπο ώστε να τέμνει τον ισοδηματικό περιορισμό. Η i2 την έκανα με τέτοιο τρόπο ώστε να εφάπτεται, να έχει δηλαδή ένα σημείο επαφής με τον ισοδηματικό περιορισμό και η i3 δεν έχει κανένα σημείο κοινό με τον ισοδηματικό περιορισμό. Δεν έτσι έχουνε τα πράγματα. Τότε ποιο είναι το καλάθι που θα επιλέξει ο καταναλωτής. Θα κάνουμε μία προσέγγιση αφαιρώντας όλα τα υπόλοιπα και θα καταλήξουμε στο α. Πρώτον, το καλάθι Γ. Το καλάθι Γ βρίσκεται πάνω σε μία καμπύλια διαφορίας. Άρα προτιμάτε έναντι του παραδείγματος τώρα του α, β, Γ, δηλαδή από τα υπόλοιπα τρία καλάθια που έχω βάλει στο διάγραμμα. Όμως η δαπάνη του Γ είναι μεγαλύτερη από το ισόδημα. Συνεπώς οικονομικά μη εφικτό. Είναι επιθυμητό, προτιμάτε έναντι των υπολοίπων, περιέχει μεγαλύτερες ποσότητες, όμως η δαπάνη για το Γ, εφόσον βρίσκεται πάνω από τον ισοδηματικό περιορισμό, δεν επαρκεί. Το ισόδημά μας δεν επαρκεί για να καλύψουμε αυτή τη δαπάνη. Άρα είναι οικονομικά μη εφικτό. Συνεπώς, όλα τα σημεία, όλα τα καλάθια που ανήκουν στην Άη 3 και όλες της Άη 3, δηλαδή όλες τις καμπύλες αδιαφορίας που είναι πάνω από την Άη 2, όλα τα καλάθια που ανήκουν σε καμπύλες αδιαφορίας Άη 2 που είναι πάνω από την Άη 2, δεν μπορούν να επιλεγούν. Σημειώνω, και θα το δείξουμε στη συνέχεια, ότι ό,τι λέμε έχει σχέση ή εξαρτάται από τον χάρτη των καμπυλών αδιαφορίας, από τις τιμές οι οποίες επικρατούν στην αγορά και από το ισόδημα. Με δεδομένες αυτές τις συνθήκες κατασκευάσαμε αυτό το διάγραμμα και με δεδομένες αυτές τις συνθήκες, δηλαδή με τις προτιμήσεις μου, έτσι όπως είναι το σύστημα των προτιμήσεών μου, με δεδομένες τις τιμές που επικρατούν στην αγορά και με δεδομένο το ισόδημα που έχω, τότε όλα τα καλάθια τα οποία βρίσκονται σε καμπύλες αδιαφορίας IJ πάνω από την I2 δεν μπορώ να τα αγοράσω. Δεν είναι οικονομικά εφικτά, το ξαναλέω. Με βάση τις δικές μου προτιμήσεις, ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίας, δηλαδή πώς σκέφτομαι σε σχέση με την κατανάλωση. Δεύτερον, με βάση τις τιμές που βλέπω στην αγορά, κατεβαίνω στην αγορά, τώρα πάμε στον πραγματικό κόσμο, δηλαδή κατεβαίνουμε και αγοράζουμε, βλέπουμε τιμές, δεν είναι πια το αφηρημένο, βλέπουμε τιμές. Και με βάση το ισόδημα που έχω στην τσέπη μου, δεν μπορώ να αγοράσω καλάθια φυσικές ποσότητες, που κοστίζουν περισσότερο από το ισόδημά μου. Άρα μπορεί να θέλω να βρεθώ στην i3, όμως το ισόδημά μου δεν μου το επιτρέπει. Συνεπώς, όλα τα καλάθια, τα οποία ανήκουν στην ij, δεν μπορούν να επιλεγούν, διότι είναι οικονομικά μη εφικτά. Δαπάνη Γ, η δαπάνη του καλαθιού Γ. Ναι, συγγνώμη, αβδ, ναι. Δεύτερον, το καλάθι Δ. Το καλάθι Δ βρίσκεται στο εσωτερικό του συνόλου των οικονομικά εφικτών λύσεων, με δαπάνη Δ του Δ μικρότερη από το M, αλλά επειδή έχουμε υποθέσει όχι από τα μίευση, συνεπώς δεν επιλέγεται. Τρίτον, το καλάθι Β. Το καλάθι Β είναι η τομή της i1, με τον εισοδηματικό περιορισμό. Δηλαδή το καλάθι Β είναι ένα καλάθι που αντιστοιχεί σε τομή και όχι σε επαφή. Το καλάθι Β έχει δαπάνη ίση με το M, άρα μπορεί να επιλεγεί και η δαπάνη του είναι ίση με τη δαπάνη του Α, γιατί και το Α βρίσκεται πάνω στον εισοδηματικό περιορισμό. Η δαπάνη του Β και η δαπάνη του Α είναι ίσες, εφόσον βρίσκονται πάνω στον εισοδηματικό περιορισμό. Όμως, και εδώ μπαίνει πια το αξίωμα της ορθολογικότητας, ότι ο καταναλωτής δεν πρόκειται ποτέ να επιλέξει μία επιλογή Β, όταν στο σύνολο των λύσεών του, των οικονομικά εφικτών λύσεων, άρα όλος ο εισοδηματικός περιορισμός υπάρχει ένα άλλο καλάθι Ά για το οποίο ισχύει, α προτιμάται έναντι του Β, είναι τουλάχιστον, συγνώμη, ίσο έναντι του Β. Το α ανήκει στην Ά2, που είναι μία καμπύλη ψηλότερη από την Ά1 και κατά συνέπεια δίνει μεγαλύτερη χρησιμότητα. Γιατί το α είναι τουλάχιστον ίσο ως προς το Β, διότι το α ανήκει στην Ά2, το Β ανήκει στην Ά1, η Ά2 είναι πιο πάνω από την Ά1 και κατά συνέπεια προσφέρει μεγαλύτερη χρησιμότητα σε σχέση με όλα τα καλάθια της Ά1 και κατά συνέπεια ο καταναρωτής ποτέ δεν θα επιλέξει το Β, όταν υπάρχει το α, το οποίο του προσφέρει μεγαλύτερη χρησιμότητα. Άρα, από όλα τα καλάθια, τα άπειρα καλάθια τα οποία υπάρχουν εδώ μέσα, ένα καλάθι είναι το σημείο επαφής του ισοδηματικού περιορισμού με την καμπύλη αδιαφορίας, ένα καλάθι είναι αυτό το οποίο για τα χρήματα που δαπανά, το M, του δίνει την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα. Υπάρχει ένα και μοναδικό καλάθι, το α, για το οποίο ισχύει ότι παίρνει την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα υπό τον περιορισμό του ισοδηματός του και των τιμών. Το καλάθι α είναι ένα και μοναδικό και αντιστοιχεί στην μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα που μπορεί να πάρει ο καταναλωτής, περιοριζόμενος από το ισόδημά του και τις τιμές. Δεν υπάρχει άλλο. Όλα τα άλλα τα καλάθια είτε δεν μπορεί να τα αγοράσει πάνω, το γ, είτε δεν ξοδεύει όλα τα χρήματα, είτε εκεί που ξοδεύει όλα τα χρήματα, η χρησιμότητα την οποία παίρνει είναι μικρότερη από το α. Άρα, με αυτόν τον τρόπο καταλήξαμε ότι υπάρχει μία και μοναδική άριστη λύση. Το μέγιστο της χρησιμότητας, όπως κάνατε στις συναρτήσεις να βρούμε το μέγιστο και το ελάχιστο, θα το δούμε αυτό αργότερα με μαθηματικά πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα, το μέγιστο της χρησιμότητας επιτυχάνεται στο α, υπό τον περιορισμό όμως του ισοδήματος και των τιμών. Όχι, όχι, το σημείο α είναι τυχαίο. Θα το δείξουμε σε λίγο. Συγγνώμη, δεν είναι τυχαίο. Εξαρτάται από τις προτιμήσεις. Το σημείο α που βρίσκεται εξαρτάται από τις προτιμήσεις. Και επίσης η κλήση εδώ την κάνω να είναι το 45 μοιρών, αλλά δεν είναι 45 μοίρες. Η κλήση εξαρτάται από τον λόγο των τιμών. Εντάξει. Κάποια ερώτηση εδώ άλλη. Ακολουθούμε έτσι. Δεν μπορεί το άριστο σημείο, λέει ο συνάδελφός σας, εάν η καμπύλη ΆΙ2 είχε δύο κοινά σημεία. Δεν θα ήταν άριστη, θα ήταν κάποια άλλη άριστη. Δηλαδή το κοινό σημείο του ισοδηματικού περιορισμού με την καμπύλη, με τις καμπύλες αδιαφορίας, θα είναι πάντα σημείο επαφής. Εάν δεν είναι σημείο επαφής, με βάση αυτή την ανάλυση, μετά θα δούμε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένες. Αλλά αυτό θα το δούμε ξεχωριστά. Εάν λοιπόν ο ισοδηματικός περιορισμός είναι αυτός και ο χάρις των καμπυλών αδιαφορίας είναι αυτός, τότε θα υπάρχει πάντα ένα σημείο επαφής. Δεν θα έχουμε δηλαδή δύο άριστες λύσεις. Έτσι. Άλλη ερώτηση. Είμαστε ok. Πάρα πολύ ωραία. Λοιπόν, εφόσον το σημείο α είναι σημείο επαφής, των δύο εξισώσεων, πάει να πει ότι στο σημείο α, οι δύο κλήσεις γίνονται ίσες. Η κλήση, όπως έχουμε πει, της καμπύλης αδιαφορίας στο σημείο α, είναι οριακός λόγος υποκατάστασης του δύο με το ένα. Όπως έχουμε πει, η κλήση της καμπύλης αδιαφορίας σε κάθε σημείο, δίνεται από τον οριακό λόγο υποκατάστασης. Και από την άλλη μεριά, έχουμε τον λόγο των τιμών, τα μείον και ο οριακός λόγο, τα μείον και ο οριακός λόγος υποκατάστασης, έχει αρνητικό πρόσημο. Και ο λόγος των τιμών έχει αρνητικό πρόσημο, το μείον με το μείον φεύγει. Επαναλαμβάνω, όπως έχουμε πει, ο οριακός λόγος υποκατάστασης είναι αρνητικός, έχει αρνητικό πρόσημο. Ο λόγος των τιμών έχει επίσης αρνητικό πρόσημο, άρα το μείον από εδώ και το μείον από εδώ, τα έχω διώξει. Εντάξει, και έχουν μείνει οι κανονικές τιμές. Τι συμβαίνει λοιπόν. Ο υποκειμενικός καταρχήν λόγος ανταλλαγής, γίνεται ίσως με τον αντικειμενικό. Δηλαδή, πότε μεγιστοποιώ την χρησιμότητά μου υπό τον περιορισμό του εισοδήματος και των τιμών, όταν αυτό το οποίο έχω εγώ με βάση τις προτιμήσεις μου, ως λόγο ανταλλαγής, δηλαδή πόσο θα ήθελα εγώ να ανταλλάξω, συμπίπτει με αυτό το λόγο ανταλλαγής που έχει η αγορά. Όταν αυτά τα δύο συμπέσουν, τότε το άτομο μεγιστοποιεί την χρησιμότητα, δηλαδή αποκομίζει την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα, που μπορεί να αποκομίσει με βάση τα δεδομένα αυτά, δηλαδή τις προτιμήσεις του και τις τιμές και το εισόδημα. Αυτό είναι που είχε πει ο Αριστοτέλης. Πότε δηλαδή μια συναλλαγή στην αγορά είναι δίκαιη, χρησιμοποιήσε τον όρο είναι στα ηθικά νικομάχια, άρα μιλάει για το δίκαιο, μια συναλλαγή που θα κάνουμε στην αγορά είναι δίκαιη, όταν αυτό το οποίο πιστεύουμε για τις σχέσεις μεταξύ των δύο αγαθών συμπίπτει με αυτό το οποίο πιστεύει η αγορά. Σε αυτή την περίπτωση ούτε εγώ κερδίζω εις βάρος της αγοράς, ούτε η αγορά κερδίζει εις βάρος εμού, άρα σε αυτή την περίπτωση η ανταλλαγή είναι δίκαιη. Για να το δούμε λίγο στο σημείο β. Ας δούμε λίγο στο σημείο β. Όπως είπαμε προγουμένως στο σημείο β δεν είναι άριστο σημείο, δηλαδή το άτομο μπορεί να βελτιώσει τη θέση του. Το άτομο μπορεί να βελτιώσει τη θέση του. Στο σημείο β η κλίση οριακός λόγος υποκατάστασης, οριακός λόγος υποκατάστασης, η κλίση δηλαδή στο σημείο β είναι μεγαλύτερος από την κλίση του ισοδηματικού περιορισμού. Είναι πιο κάθετη η κλίση στο σημείο β. Πάμε στο β τώρα. Στο β η κλίση της καμπύλης αδιαφορίας, οριακός λόγος υποκατάστασης, οριακός λόγος υποκατάστασης είναι μεγαλύτερος από τον ισοδηματικό περιορισμό. Άρα στο β, που είναι σημείο το μης, ο όλης είναι μεγαλύτερος από όλη τη τιμή, τα μείον τα έχουμε διώξει, από τον λόγο των τιμών. Ο όλης είναι μεγαλύτερος από τον λόγο των τιμών. Ας πούμε, ως υπόθεση τώρα, ότι ο οριακός λόγος υποκατάστασης μας λέει τον λόγο ανταλλαγής. Λόγο ανταλλαγής με ποιον? Ας πούμε ότι υπάρχει ένας ενδιάμεσος που παίρνει και σου δίνει τον οριακό λόγο υποκατάστασης. Ας πούμε ένας Αγιος Βασίλης. Υπάρχει ένας Αγιος Βασίλης, ο οποίος δεν είναι η αγορά. Είναι ένας ενδιάμεσος, ένας καλός άνθρωπος, ο οποίος σου δίνει αυτό το οποίο θέλεις. Το ερώτημά σου λοιπόν, όταν είσαι στο β, το ερώτημά σου, όταν είσαι στο β, είναι το εξής. Απολαμβάνω την μέγιστη χρησιμότητα. Στο β λοιπόν, το άτομο σκέφτεται και γνωρίζει. Είμαι στην καλύτερη θέση. Η απάντηση που δίνει το άτομο, γνωρίζοντας τις προτιμήσεις του, ξέρει τον χάρτη των καμπυλών αδιαφορίας του, το άτομο, ξέρει τις τιμές, ξέρει το τίποτα, ξέρει αυτά τα πράγματα και αναρωτιέται, είμαι στην καλύτερη θέση. Η απάντησή του είναι όχι. Γιατί δεν είμαι στην καλύτερη θέση, διότι έχω δύο εναλλακτικές. Για κοιτάξτε λίγο, κοιτάξτε λίγο, μη γράφτε, μη γράφτε. Έχω δύο εναλλακτικές. Αυτή τη στιγμή που είμαι στο β, έχω πολύ χειδίο, και λίγο χειένα. Αυτή είναι η θέση μου στο β. Οι εναλλακτικές τις οποίες έχω, οι εναλλακτικές τις οποίες έχω είναι, να πάρω χειένα και να δώσω χειδίο, καταρχήν, ή το αντίστροφο, αλλά ας πάρουμε την πρώτη περίπτωση, να πάρω χειένα και να δώσω χειδίο. Δηλαδή, να ανταλλάξω χειδίο με χειένα. Σύμφωνοι? Η άλλη εναλλακτική είναι να ανταλλάξω χειένα με χειδίο. Να πάρω κι άλλο χειδίο και να έχω λιγότερο χειένα. Ό,τι πούμε για το ένα ισχύει και για το άλλο. Αυτό το οποίο σκέφτεται το άτομο, είναι το εξής, να δώσω χειδίο και να πάρω χειένα, διότι ο οριακός λόγος υποκατάστασης, γνωρίζω, το ξέρω, έκανα τους υπολογισμούς μου, είναι μεγαλύτερος από τον λόγο των τιμών. Άρα δεν είμαι σε κατάσταση αριστείας. Συμφώνει μέχρι εδώ. Δηλαδή, το άτομο, το ξαναλέω, το άτομο, έχει αριστεία. Έχοντας αυτή την εικόνα και βρισκόμενο στο β, το άτομο ο καταναλωτής, γνωρίζει, ότι δεν βρίσκεται στην καλύτερη θέση. Μπορεί να βελτιώσει τη θέση του. Συμφωνεί. Μπορεί να βελτιώσει τη θέση του. Πώς θα βελτιώσω τη θέση μου, αν δεν έχω την καλύτερη θέση. Μπορεί να βελτιώσει τη θέση του. Πώς θα βελτιώσω τη θέση μου, αν κουνηθώ από το β. Βελτιώνω τη θέση μου σημαίνει μετακινούμε. Η θέση μου είναι το β, έτσι, αν μιλήσουμε ελληνικά. Η θέση μου είναι το β. Βελτιώνω τη θέση μου σημαίνει κίνηση. Άρα φεύγω από το β. Προς τα πού θα πάω. Ας πάρουμε την υπόθεση ότι θέλει να ανταλλάξει το αγαθό χ2 με το αγαθό χ1. Άρα θα κινηθεί προς τα κάτω. Ό,τι λέμε όμως για την κίνηση προς τα κάτω, ισχύει και για την κίνηση προς τα πάνω. Με τα αντίστροφα πρόσημα. Άρα βελτιώνω τη θέση μου σημαίνει ότι θέλω να μειώσω το χ2 και να αυξήσω το χ1. Πάρα πολύ ωραία. Θέλω να δώσω χ2 και να πάρω χ1. Έχω δύο εναλλακτικές. Η πρώτη εναλλακτική είναι να ανταλλάξω με βάση τον υποκειμενικό λόγο ανταλλαγής με τον Αγιοβασίλη. Μου κάνει όλα τα χατήρια. Ό,τι του πω θα μου το δώσει. Και η άλλη εναλλακτική μου ποια είναι να πάω στην αγορά και να το ανταλλάξω. Δηλαδή το χ2 που έχω να το ανταλλάξω στην αγορά με τον λόγο ανταλλαγής τον αντικειμενικό. Συμφωνεί. Δύο εναλλακτικές έχω είτε με τον Αγιοβασίλη είτε με την αγορά. Ο Αγιοβασίλης είπαμε μου κάνει όλα τα χατήρια. Ό,τι του τα ζητώ δεν τα κάνει. Πάω λοιπόν στον Αγιοβασίλη και του λέω ότι θέλω να μου ανταλλάξεις χ2 με χ1. Βγάζει ο Αγιος Βασίλης το λάπτοπ, βάζει μέσα τις προτιμήσεις του ατόμου και υπολογίζει ότι ο οριακός λόγος υποκατάστασης στο β, είναι οι δικές σου οι προτιμήσεις μου λέει. Δεν είναι κανένας άλλου. Εσύ μου λες αυτή τη στιγμή ότι ο λόγος αυτός είναι ο λόγος ανταλλαγής είναι ο οριακός λόγος υποκατάστασης στο β. Είναι αρκετά κάθετος. Ο μεγάλος οριακός λόγος υποκατάστασης τι σημαίνει ότι θα πρέπει να θυσιάσω ας πούμε ότι είναι τρία προς ένα. Πρέπει να θυσιάσω τρεις μονάδες από το αγαθό δύο για να πάρω μία μονάδα από το αγαθό ένα. Και πάω στην αγορά και βλέπω τον αντικειμενικό λόγο ανταλλαγής που είναι δύο προς ένα. Δηλαδή στην αγορά αν ανταλλάξω το αγαθό δύο που έχω στα χέρια μου στην αγορά με αγαθό ένα θα πρέπει να δώσω δύο κιλά για να πάρω ένα κιλό. Εάν ανταλλάξω με βάση τον οριακό λόγο υποκατάστασης θα κινηθώ επάνω στην καμπύλια διαφορίας. Όταν ανταλλάσσουμε τον οριακό λόγο υποκατάστασης κινούμε πάνω στην καμπύλια διαφορίας. Βελτιώνεται η θέση μου. Δηλαδή βρίσκομαι σε μια καλύτερη καμπύλια διαφορίας. Όχι. Άρα όταν ο Αγιός Βασίλης μου λέει ότι εγώ θα ανταλλάξω τρία προς ένα θα μειωθεί η ποσότητα του χ2 και θα αυξηθεί η ποσότητα του χ1. Με αυτή την αναλογία αλλά δεν θα βελτιώσω τη θέση μου. Εάν πάω να ανταλλάξω στην αγορά αφενός μεν θα ανταλλάξω λιγότερη ποσότητα από το χ2 δηλαδή θα εξοδέψω λιγότερο χ2 για να πάρω χ1. Αλλά καθώς θα κινηθώ επάνω στον ισοδηματικό περιορισμό η ανταλλαγή με πάει από το βήτα σε ένα άλλο σημείο πάνω στον ισοδηματικό περιορισμό. Εφόσον θα βρεθώ σε ένα άλλο σημείο το ζ θα βρεθώ επίσης σε μια άλλη καμπύλα διαφορίας πιο πάνω. Άπειρες είναι οι καμπύλες διαφορίας. Κάνω την ίδια ανάλυση στο ζ και λοιπά και λοιπά και φτάνω στο α. Το ίδιο ερώτημα. Μπορώ να κάνω κάτι για να βελτιώσω την θέση μου δηλαδή μπορώ να ανταλλάξω χ2 με χ1 ή χ1 με χ2 είτε με τον Αγιοβασίλη είτε στην αγορά ώστε να βελτιώσω τη θέση μου δηλαδή να βρεθώ σε μια υψηλότερη καμπύλα διαφορίας. Επειδή οι δύο λόγοι πια είναι ίσοι δεν μπορώ να βελτιώσω τη θέση μου. Δηλαδή όπου και να δώσω το χ2 θα πάρω το ίδιο πράγμα. Άρα η θέση μου δεν πρόκειται να βελτιωθεί. Εντάξει. Άρα εδώ ερχόμαστε τώρα και λέμε ότι όταν κατεβαίνουμε στην αγορά. Ας πάρουμε τώρα την πραγματικότητα. Δηλαδή όταν θα δούμε όλους αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι κατεβαίνουν στην αγορά και αγοράζουν. Γιατί αγοράζουν τα συγκεκριμένα αγαθά στις συγκεκριμένες ποσότητες με τις συγκεκριμένες τιμές και με το συγκεκριμένο εισόδημα. Κάνουν μια αγορά. Η ανάλυση την οποία έχουν κάνει είναι ακριβώς αυτή. Μπορεί να μη φαίνεται, δηλαδή κανείς δεν βγάζει ένα laptop να βάλει τον χάρτο καμπιλόνα διαφορίας, να βάλει τιμές, να βάλει εισόδημα και να δει που υπάρχει το σημείο επαφής. Αλλά από τη στιγμή που κάνεις την επιλογή, προσέξτε το, από τη στιγμή που κάνεις την επιλογή και λες αγοράζω ποια, αγοράζω τιμές, εισόδημα. Χ1 ποσότητα α και Χ2α γιατί το σημείο α είναι σημείο επιλογής, καλάθι επιλογής. Επιλέγουμε το συγκεκριμένο καλάθι, άρα επιλέγουμε να αγοράσουμε τρία κιλά πορτοκάλια και τέσσερα κιλά μήλα. Επιλέξαμε πια και κάνουμε την αγορά. Άρα εδώ πια είμαστε στον πραγματικό κόσμο. Τώρα πια είμαστε στον πραγματικό κόσμο. Το Χ1 και το Χ2 είναι πραγματικές φυσικές ποσότητες των δύο αγαθών που επιλέγει να αγοράσει το συγκεκριμένο άτομο, συγκεκριμένος καταναλωτής. Το Ά θα είναι πάντα με βάση τη σταθερότητα των τιμών αν δεν αλλάξουν οι τιμές, αν δεν υπάρξει αλλαγή στο εισόδημα και αν δεν αλλάξουν οι προτιμήσεις. Διότι ο καταναλωτής είναι ένα ορθολογικά σκεπτόμενο άτομο. Ζούμε και σκεφτόμαστε ορθολογικά με την έννοια την οποία είπαμε. Η ερώτηση που έθεσε ο συνάδελφός σας είναι γιατί το Β, διότι το Β είναι λιγότερο προτιμητέο σε σχέση με το Ά και κοστίζει το ίδιο. Εφόσον βρίσκονται πάνω στον εισοδηματικό περιορισμό κοστίζουν το ίδιο. Άρα εάν κοστίζουν το ίδιο τότε ως ορθολογικά σκεπτόμενα άτομα θα σκεφτούμε να πάρουμε καλάθια τα οποία έχουν μεγαλύτερες ποσότητες. Το Ά μας δίνει δηλαδή μεγαλύτερη χρησιμοτητα. Εδώ είναι το αξίωμα της ορθολογικότητας που παίζει τον ρόλο. Συμφωνεί? Ανώτατο σημείο που θα πάει είναι το Ά. Πάντα σημείο επαφής. Εκεί το άτομο απολαμβάνει την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμοτητα δηλαδή βρίσκεται στην υψηλότερη δυνατή καμπύλια διαφορείας με δεδομένο το εισόδημα του το M και με δεδομένες τις τιμές. Άρα εκεί θα φτάσει. Το Ά, το κάνουμε εδώ για να είναι όμορφο το σχήμα, το Ά θα είναι πάντα σημείο επαφής. Είναι πάντα σημείο επαφής. Τώρα που θα είναι το Ά ή το κάθε Ά αυτό εξαρτάται από τις προτιμήσεις από τον συγκεκριμένο χάρτη των καμπυλών αδιαφορίας. Για να δούμε λοιπόν αυτό που μόλις είπαμε. Ας πούμε ότι έχουμε δύο καταναλωτές, οι οποίοι κατεβαίνουν στη λαϊκή αγορά, έχουν ακριβώς το ίδιο εισόδημα και αντιμετωπίζουν τις ίδιες τιμές, όμως έχουν διαφορετικές προτιμήσεις. Άρα ο καταναλωτής Ά και ο καταναλωτής Β, οι δύο καταναλωτές, ο Ά και ο Β, το εισόδημα του Ά είναι ίσο με το εισόδημα του Β ο λόγος των τιμών επειδή είναι της αγοράς εξορισμού είναι ίδιος και για τους δύο καταναλωτές, άρα και οι δύο καταναλωτές και ο Ά και ο Β έχουν τον ίδιο εισοδηματικό περιορισμό. Εκεί που διαφέρουν όμως είναι οι προτιμήσεις. Ο ΜΑ έχει προτιμήσεις Ά1Α, Ά2Α και Ά3Α, του αρέσει περισσότερο το Χ2 σε σχέση με το Χ1, ενώ ο Β έχει άλλες προτιμήσεις Ά1Β, Ά2Β, Ά3Β. Ο Β έχει διαφορετικές προτιμήσεις, του αρέσει περισσότερο το Χ1 σε σχέση με το Χ2. Αγοράζουν και από τα δύο προϊόντα, απλώς η προτίμηση είναι μεγαλύτερη για το 1. Δηλαδή ο ΜΑ1 παίρνει και πορτοκάλια και μήλα, αλλά του αρέσουν περισσότερο τα μήλα. Ο Ά2Α παίρνει επίσης και πορτοκάλια και μήλα, αλλά του αρέσουν περισσότερο τα πορτοκάλια. Αλλά αγοράζουν καλάθι και από τα δύο αγαθά. Στην περίπτωση αυτή, αυτό στο οποίο διαφέρουν είναι οι προτιμήσεις. Δηλαδή ενώ έχουν ίδιο εισόδημα, ίδιες τιμές, η επιλογή την οποία κάνουν να αγοράσουν είναι τελείως διαφορετική. Δηλαδή ο Χ1, ο Ά μάλλον θα αγοράσει μεγαλύτερη ποσότητα από το αγαθό 2 και μικρότερη από το 1, γιατί του αρέσει περισσότερο το 2 σε σχέση με το 1. Ενώ ο Β θα αγοράσει περισσότερη ποσότητα από το 1 και λιγότερη από το 2, γιατί του αρέσει περισσότερο το 1. Και είναι αυτό το οποίο πραγματικά συμβαίνει. Δηλαδή αν κατεύουμε και κάνουμε με ένα ερωτηματολόγιο να μετρήσουμε τις προτιμήσεις, πώς σκέφτονται τα άτομα και μετά δούμε με βάση αυτή τη σκέψη που έχουν τα άτομα, με βάση τις προτιμήσεις τους τι αγοράζουν, θα δούμε στην πραγματικότητα κάτι αντίστοιχο. Δηλαδή κάποιοι στη λαϊκή αγορά αγοράζουν περισσότερα μήλα και λιγότερα πορτοκάλια και κάποιοι αγοράζουν περισσότερα πορτοκάλια και λιγότερα μήλα. Πώς εξηγείται αυτό? Δεν εξηγείται από τις τιμές, οι τιμές είναι ίδιες, δεν εξηγείται από το εισόδημα, το εισόδημα είναι το ίδιο. Άρα ο μόνος λόγος για τον οποίο κάνουμε διαφορετικές αγορές έχοντας το ίδιο εισόδημα είναι ότι έχουμε διαφορετικές προτιμήσεις. Δηλαδή σκεφτόμαστε διαφορετικά, μας αρέσουν διαφορετικά πράγματα. Κατά συνέπεια μία θεωρία για να είναι καλή, όπως τα έχουμε πει από το πρώτο μάθημα, θα πρέπει να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις. Η καλύτερη θεωρία είναι αυτή η οποία καλύπτει τα πάντα, δηλαδή ό,τι συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο να μπορεί να τα καλύψει. Δεν υπάρχει μια τέτοια θεωρία που να καλύπτει τα πάντα, δεν μπορούμε να τα καλύψουμε όλα. Αλλά όσα περισσότερα καλύπτει μία θεωρία, όσο καλύτερα εξηγεί τον κόσμο μία θεωρία, δεν τον εξηγεί πλήρως, αλλά όσο καλύτερα εξηγεί μία θεωρία τον πραγματικό κόσμο, τόσο καλύτερη θεωρία είναι. Άρα τόσο πολύ περισσότερο μπορείς να βασίζεις πάνω σε αυτή τη θεωρία. Τι θέλω να πω με αυτό, ότι η θεωρία της αξιωματικής θεμελίωσης την οποία κάνουμε είναι μία από τις προσεγγίσεις για την ερμηνεία της συμπεριφοράς των καταναρωτών και των παραγωγών. Γιατί δίνουμε έμφαση σε αυτή, γιατί αυτή η θεωρία, μην το ξεχνάμε με βάση αυτά που είπε ο Πόπερ, γιατί αυτή η θεωρία φαίνεται μέχρι σήμερα να δίνει καλύτερες απαντήσεις για τη συμπεριφορά των ατόμων σε σχέση με άλλες. Δηλαδή σε σχέση με αυτά τα οποία μας λέει ο Πόπερ φαίνεται ότι με τα εμπειρικά δεδομένα τα οποία έχουμε μάλλον ερμηνεύει καλύτερα τον κόσμο από πλευράς συμπεριφοράς ατόμων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα τελευταία 30-40 χρόνια έχει επικρατήσει αυτός ο τύπος της προσέγγισης της θεωρίας της συμπεριφοράς του καταναλωτή. Και μην ξεχνάμε αυτό το οποίο είχαμε πει ότι αντικειμενικό στόχος είναι να φτάσουμε σε κάποιο σημείο να ασκήσουμε πολιτική. Δηλαδή χρησιμοποιώντας τη θεωρία μας να μπορέσουμε να κάνουμε προτάσεις πολιτικής, να ανεβάσουν τις τιμές οι επιχειρήσεις ή να τις μειώσουν. Να κάνουμε την α επιλογή ως χώρα ή την β επιλογή ως χώρα θα το δούμε αργότερα. Συνεπώς αυτό το οποίο δείξαμε εδώ είναι ότι με βάση της προτιμήσεις το κάθε άτομο επιλέγει διαφορετικές ποσότητες αγαθών για να αγοράσει. Άρα ο β θα επιλέξει να αγοράσει χ1β και χ2β συγκεκριμένες ποσότητες και ο α θα επιλέξει να αγοράσει χ1α χ2α. Όπου χ2α μεγαλύτερο από το χ2β και χ1α μικρότερο από χ1β. Και αυτό αντανάκλα τις προτιμήσεις του α και του β. Άρα με βάση της προτιμήσεις μας επιλέγουμε αυτό το οποίο θα αγοράσουμε περισσότερο ή λιγότερο. Τώρα σε σχέση με το χάρτη των καμπυλών αδιαφορίας, εάν τα δύο αγαθά είναι μεταξύ τους συμπληρωματικά, τότε την μεγαλύτερη χρησιμότητα, εάν τα αγαθά είναι συμπληρωματικά, τότε ο καταναλωτής με βάση της τιμές και το εισόδημα μεγιστοποιεί την χρησιμότητα του, στο σημείο που ο εισοδηματικός περιορισμός βρίσκει μία από τις καμπύλες αδιαφορίας στην κορυφή. Δηλαδή το άριστο σημείο θα είναι κορυφή, με την ίδια λογική που είπαμε και εκεί πέρα. Απλώς δεν είναι σημείο επαφής πια, αλλά είναι ένα κοινό σημείο. Δηλαδή ο εισοδηματικός περιορισμός βρίσκει την υψηλότερη δυνατή καμπύλια αδιαφορίας στην κορυφή. Ούτε παρακάτω, ούτε παραπάνω. Άρα το άτομο αυτό θα επιλέξει και θα μεγιστοποιήσει την χρησιμότητά του, όταν θα έχει ένα αριστερό παπούτσι και ένα δεξί παπούτσι. Εάν πάρουμε αυτό το σημείο εδώ πάνω, σε αυτό το σημείο εδώ πάνω έχουμε, ξέρω και εγώ, τρία αριστερά και ένα δεξί παπούτσι, δεν βελτιώνεται η θέση του. Η θέση του θα βελτιωθεί όταν θα δώσει αριστερά παπούτσια για να πάρει δεξιά παπούτσια και να φτάσει πάλι στο σημείο β. Εάν έχουμε x1, x2, τον χάρτη καμπυλών αδιαφορίας, που ο καταναλωτής είναι τελείως αδιάφορος ως προς το x2, τότε η ισορροπία ο καταναλωτής μεγιστοποιεί την χρησιμοτητά του στο σημείο το μισ του ισοδηματικού περιορισμού με τον οριζόντιο άξονα, με το x1, με το άξονα του προϊόντος που το ενδιαφέρει. Επανελαμβάνω, εάν έχουμε έναν καταναλωτή ο οποίος λέει το x2 δεν με ενδιαφέρει καθόλου όσο και να μου δώσεις εμένα δεν βελτιώνεται η ευημερία μου. Το μόνο που βελτιώνει την ευημερία μου είναι μόνο το x1. Τότε ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίας που έχουμε πει είναι ο i1, i2 κλπ. Δηλαδή όσο μεταφέρεται παράλληλα η καμπύλα διαφορίας προς τα έξω. Τότε που μεγιστοποιεί αυτός ο συγκεκριμένος καταναλωτής την χρησιμοτητά του στο σημείο το μης του ισοδηματικού περιορισμού με τον άξονα του x1, δηλαδή το αγαθό τον οποίο τον ενδιαφέρει. Ας πάρουμε το σημείο β. Το σημείο β είναι σημείο το μης της i1 με τον ισοδηματικό περιορισμό, έτσι όπως το είχαμε πει και εκεί πέρα. Το β και το α κοστίζουν το ίδιο. Η δαπάνη του β και η δαπάνη του α είναι ίσες. Το β βρίσκεται στην i1, το α βρίσκεται στην i2. Η i2 είναι προς τα δεξιά της i1, άρα το α προσφέρει μεγαλύτερη χρησιμοτητά έναντι του β και συνεπώς ο καταναλωτής δεν επιλέγει το β και θα επιλέξει το α. Εάν αποκλείσουμε όλα τα υπόλοιπα σημεία μένει ένα σημείο μόνο. Το σημείο που τέμνεται με τον οριζόντιο άξονα. Δηλαδή ένα άτομο το οποίο δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το 2 δεν θα αγοράσει ποτέ 2. Αν δεν μου αρέσει για τον α ή β λόγο δεν θέλω να το έχω μέσα στο καλάθι μου. Συγνώμη το έχω μέσα στο καλάθι μου αλλά δεν μου βελτιώνει την χρησιμοτητά. Υπάρχει ποτέ περίπτωση να αγοράσω κάτι το οποίο δεν μου αρέσει. Όχι. Άρα αυτό μας λέει εδώ ότι αν έχουμε έναν καταναλωτή ο οποίος μέσα στανεί αγαθά τα οποία έχει μέσα στο καλάθι του. Έχει αγαθά τα οποία δεν του αρέσουν, δεν του αυξάνουν τη χρησιμοστά όσο και να του δώσεις. Αυτός ο καταναλωτής όταν θα έρθει η ώρα να αγοράσει, γιατί τώρα είμαστε στην αγορά, είμαστε στον πραγματικό κόσμο πια, έχουμε φύγει από αυτό το οποίο συζητούσαμε το πολύ θεωρητικό, έχουμε πάει πια στον πραγματικό κόσμο. Στον πραγματικό κόσμο ένα άτομο το οποίο δεν αποκομίζει χρησιμοστά από ένα αγαθό ποτέ δεν πρόκειται να το αγοράσει. Άρα τι μας λέει εδώ πέρα ότι το άτομο αυτό εδώ ανεξάρτα από το πόσο είναι η τιμή, ανεξάρτα από ποια είναι η τιμή του αγαθού δύο, αυτός δεν πρόκειται ποτέ να το αγοράσει. Δεν πρόκειται ποτέ να το αγοράσει. Θα αγοράζει μόνο χ1. Άρα επιλέγει χ2 ίσον 0 και χ1 ίσον α. Όχι συγγνώμη. Χ1 α. Αυτό το άτομο επιλέγει να αγοράζει μόνο αγαθά τα οποία του αρέσουν, τα αγαθά τα οποία δεν του αρέσουν δεν τα αγοράζει. Τι ώρα είναι γιατί σας πήρα λίγο παραμάζωμα. Παρατέταρτο, έτσι αρχίσαμε τώρα. Η συνάδελφός σας όμως δεν μιλάει γιατί έχει λερωμένη τη φωλιά της από την προηγούμενη φορά. Είχε γυρίσει από την άλλη μεριά όταν ρώτησα τι ώρα. Λοιπόν για να συνοψίσουμε λοιπόν τι προσπαθήσαμε να κάνουμε σήμερα. Πρώτον, όταν αγοράζουμε δηλαδή βρισκόμαστε πια στο στάδιο του πραγματικού κόσμου για την αγορά. Δηλαδή κατεβαίνουμε και βλέπουμε τις αντιδράσεις του πραγματικού κόσμου όταν αγοράζει. Τώρα πια είμαστε εκεί. Έχουμε φύγει απ' τα αξιωματικά κλπ. Όταν αγοράζουμε λαμβάνουμε υπόψη μας τρία πράγματα. Πρώτον, τι μας αρέσουν οι προτιμήσεις μας. Ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίας. Έτσι όπως κατασκευάσαμε τον χάρτη των καμπυλών αδιαφορίας όσο πιο μακριά είναι τόσο μεγαλύτερη χρησιμότητα αποκομίζουμε από τα συγκεκριμένα αγαθά. Υπόθεση του μη κορεσμού. Δεύτερον, λαμβάνουμε υπόψη μας τις τιμές που αντιμετωπίζουμε στην αγορά και τρίτον λαμβάνουμε υπόψη μας το εισόδημα. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα τότε το άτομο θα επιλέξει εκείνες τις ποσότητες των αγαθών που του δίνουν την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα, τον ικανοποιούν δηλαδή περισσότερο την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα υπό τον περιορισμό όμως ότι η δαπάνη γι αυτές τις ποσότητες πρέπει να είναι ίση με το εισόδημά του. Ό,τι έχουμε πει και αυτό να το έχετε στο μυαλό σας εξαρτάται από τις προτιμήσεις μας και γι αυτό έχουμε διαφορετικές συμπεριφορές. Καλή σας μέρα. |