: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Μακ Τζιν του Μότρεαλ, στο Καναδά από το 80 έως το 82 και το 83 εξέδωσε στα αγγλικά το σύγγραμμά του «Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης και ελληνο-τουρκικές σχέσεις». Σερά μελετών του για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, τον ελληνισμό της πόλης, Ήμβου και Τενέδου, το Οικομενικό Πατριαρχείο και τη Μουσουμανική Νεότητα της Τράκης έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά και ελληνικά. Ισήλθε στον διπλωματικό σώμα της Ελλάδας το 1982 και υπηρέτησε στην Κύπρο, στη μόνιμη αντιπροσωπία της Ελλάδας στο ΑΙΚΑΟ, με αργοδιότητα τα αεροναυτικά ζητήματα, ιδίως στο Αιγαίο, στον Οργανισμό του ΕΛΟΥΜΑΝΟΥΝΑΣΙΝΑΙΥΟΡΚΗ και υπήρξε γενικός πρόξενος στον Τωρώντο από το 1979 έως το 2003. Υπήρξε γενικός πρόξενος στην Κωνσταντινόπολη από το 2003 έως το 2008, από το Σεπτέμβριο του 2008 έως το Ιανουάριο 2013, διεθέλησε διευθυντής της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων Άγισης με έδρα την Ξάνα. Έκτοτε και μέχρι τη συνταξιολογησία του 1916 υπηρέτησε ως Πρέσβης και μόνος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έχνη και στους λοιπούς διεθνείς οργανισμούς στη Γενέβη. Το 2015-2017 χρημάτισε επίτιμος πρίτανης του Πανεπιστημίου Geneva School of Diplomacy, το οποίο συνδέεται με τα Ηνωμένα Έχνη. Το 2018 διορίστηκε προσεωνός πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθού Σταυρού. Θυμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το παράσιμο του Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάρματος του Φίνικα, ενώ κατά την θητεία του στην Κύπρο έλαβε το παράσιμο του Ταξιάρχη του Τάρματος Αξίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην 31 Αυγούστου χειροθετήθηκε από τον Οικονομικό Πατριάστη Κύριο Βαρθογωμαίο άρχον μεγασαρίτων της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Ο Γιώργιος Ναυρομάτης γεννήθηκε στην Κομοδρύ το 1965 και μεγάλωσε εκεί. Έχει σπουδάσει μάρκετινγ, μουσική και παιδαγωγικά. Το διδακτορικό του είναι στο κόρο της ιστορίας της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής. Έχει διδάξει στο Δημοκρίτιο Πανεπιστήμιο και στο Αριστοτέλλιο Πανεπιστήμιο. Σήμερα είναι επίκορος καθηγητής μειωνοτικής και διδιακολιτισμικής εκπαίδευσης στο κτήμα επιστημών εκπαίδευσης στην προσχολική ηλικία του Δημοκρίτιου Πανεπιστήμιου. Έχει εργαστεί επί χρόνια ως εκπαιδευτικός ως ερευνητής κυρίως σε έρευνα παιδίου στη Θάκη για λογαριασμό διεθνών οργανισμών και ως συνομιτής εκπαιδευτικών πανεμβάσεων. Τα ελληνικά μου ενδιαφέροντα κινούνται στον ευρύθυρο χώρο της εκπαίδευσης ιστορικών και μεταναστευτικών μειωνότητων, επικεντρώνοντας την Ελλάδα και κυρίως το ζήτημα της εκπαίδευσης των παιδίων της μειωνότητας στη Θάκη, ενώ παράλληλα ασχολείται και με ζητήματα εκπαίδευσης των κοινοτήτων Ρωμά σε Ελλάδα και Ευρώπη. Έχει ελληνικό έργο και δημοσιεύσεις στην ιστορία του Ισλάμ στα Βαλκάνια και την Ανατολία με έμφαση αφενός στην πολιτική διάσταση του Ισλάμ και αφετέρων στον ταγματικό Ισλάμ και ιδιαίτερα στο αλεβιτισμό με εκστρασισμό. Τώρα, να μη σας πάρω το χρόνο, γιατί είναι πολύτιμος για τη συζήτηση ιδιαίτερα, τον λόγο έχει ο συντονιστής Τ. Κασιώνης. Καλησπέρα για το μένα. Δεν θα με ευχαριστώ στους δυο συνομιλητές, θα ήθελα να πω όμως ότι θεωρώ πάρα πολύ επιτυχημένη την ιδιωτική των συνομιλητών απόψε, αρχίζοντας από τον κ. Νεξαλή, ο οποίος ήταν ο πρώτος διπλώματης που περιόρισε λίγο το δικό μας το κόμμα της των ιστορικών, ότι οι διπλωμάτες δεν είναι ένας ολούδι με την ιστορία. Ο κ. Αλεξανδρύς για εμένα, βασικά, ήταν ιστορικός της ελληνικής κοινότητας του Σαντινούκολης. Ο τόμος που έχει βγει πριν από χρόνια στα Ελληνικά, δυστυχώς δεν έχει καταχρησιστεί στα ελληνικά. Εξεκολουθεί να είναι το κύριο, το βασικό βιβλίο που έχουν για την πιο σημαντική απόψη συμβολική, αν θέλετε, κοινότητα του ευρύθειου ελληνισμού. Και η μετέπειτα δράση του, κατά κάποιον τρόπο, ας πούμε, την οποία παρακρούτησε όσο μπορούσε, κυνήθηκε μεταξύ επιστήμης, ιστορίας και διπλωματείας, αφού είναι διπλωμάτης. Τα εργασίες του για το θέμα των διώξεων, των ελάχιστα γνώσεων των διώξεων, του ελληνισμού των δύο νησιών ίδρου και Τενέδου, παρ' όπου είναι άνθρα, παραμένουν ακόμα, δυστυχώς, τα μοναδικά, οι μοναδικές εξειμονικές προσεγγίσεις. Με λίγα λόγια έχουμε να κάνουμε σήμερα με έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει αναλώσει την επισκέπη και τη ζωή του, ειδικότερα σε αυτά τα θέματα και, φυσικά, όπως θα το δείτε και παρακάτω, συνδέεται και με το θέμα του ονειροντικού της τράχης, ο οποίος, μάλλον μάρτις, τον οποίον σήμερα γνώρισα, φτιάχνει ακριβώς το αντικείμενο της σημερινής μας, ας την πούμε, ημερήνα. Γραβιά δεν μ' αρέσει, γιατί είναι πολύ περισσότερο, θα το καταλάβετε και εσείς γρήγορα, ότι η ψηφοδομικός παρατήρας είναι πολύ πιο σοβαρός. Σήμερα, βέβαια, έχουμε στην Ελλάδα πάρα πολλούς ψένους. Όχι μόνο από το τελευταίο κύματο μεταναστώναδα και από την εποχή ακόμα, που άνοισαν τεσσοί χρόνια, ήρθαν οι κατοδεάδες, τις χιλιάδες Αλμανοί. Παρ' όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι αριθμητικά, ενδεχομένως, οι άλλες, ας τις πούμε, εθνικές ομάδες, υπερέχουν ποσοτικά, αριθμητικά. Κατά την, δεν ξέρω με πόσοι είναι οι Αλμανοί. Πάντως, οπωσδήποτε, πάνω από πέντε χιλιάδες. Ήταν καποτέ 800, τώρα που είναι περιοριστήκανε, ό,τι και να είναι, μιλάμε για πολλές χιλιάδες. Δεν μιλάω για τις άλλες ομάδες, οι Γητίοι, οι Παρκιστάνοι, κλπ. Παρ' όλα αυτά, ενώ η μουσουμανική κοινότητα της τράβης, τέλος πάντων, που είναι και κατά κάποιον τρόπο τρεχοτομιμμένη εθνοτικά, δεν είναι πλέον μεγαρύτερη. Ωστόσο, το πρωτελεί το βασικό διακύβερμα της Ελληνικής Κοινωνικής Πολιτικής, που βλέπετε άμεσα με θέματα πρώτον εξωτερικής πολιτικής και δεύτερον με θέματα ενσωμάτωσης, η δυσκολία της ενσωμάτωσης. Όλοι ξέρουμε πολύ καλά ότι ένα αγαπημένο στιν Αλμπανώνα έχει ενσωματωθεί με τα ελληνικά σχολεία. Οπότε καταλαβαίνετε ότι έχουμε δύο βασικά θέματα, τα οποία έδινε σίγουρος ότι θα τα παρουσιάσουν οι Ισίκες από τον πιο δυνατό τρόπο και τα οποία μπορούμε να τα συμβείσουμε με κάποια εξωτερική. Θα τα λαμβάνω, λοιπόν, ότι είμαστε τυχεροί με τη στιγμή πρωτοσύνη βραδιά και να μην χάνουμε άλλο χρόνο, δηλαδή το λόγο στον κύριο Αλεξανδρύ για τον που το έχουμε ζήσει. Η Σαλονίκη δεν είναι μια πόλη, ξέρει για τον ίδιο και πολλούς παρουσιασμούς. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ακούγεται, είναι ανοιχτό το τώρα, ναι. Ξέρω ότι θα έπρεπε να επιλέξω ένα θέμα το οποίο είναι περισσότερο στη θεματική της ημερινή. Βεβαίως μπορούμε να το συζητήσουμε αργότερα. Αλλά εγώ έχω τώρα εδώ και αρκετό καιρό, αγωνίζομαι μάλλον, να παρουσιάσω στην ελληνική κοινή νόηση και τη συνεπιστημονική κοινότητα την περίπτωση του Χαρίσιου Βαμπακά. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο στην Ελλάδα να φέρεις καινούργια άτομα στο προσκήνιο. Κανείς δεν ενδιαφέρεται και κανείς δεν δίνει σημασία. Αυτό το έχω υποσχεθεί εδώ και δεκαετίες πριν στην εγγονή του την κυρία Μουσιοπούλου και η οποία μου δώσε όλο το αρχείο σε φωτοτυπία δηλαδή, είναι στο ηλιά το πρωτότυπο. Αλλά γι' αυτό έτσι είπα θα πάρω αυτή την ευκαιρία, εφόσον είμαστε και στην Θεσσαλονίκη, το έκανα στην Αθήνα, το έκανα στη Θράκη, να το κάνω και εδώ. Βέβαια, στη συζήτηση μπορούμε να πούμε, οτιδήποτε θέλετε να ρωτήσετε, είμαι στη διαθυσία σας. Αλλά και αυτή η ιστορία είναι ωραία που θα ακούσετε. Στο κλίμα οξύτατης πολιτικής και στρατιωτικής ρευστότητας της περιόδου 1913-1920, η Δυτική Θράκη διέμησε την τελευταία φάση της μετεξέλησης της από μία προεθνική, πολιτισμική οθωμανική κοινότητα, που λειτουργούσε υπό το εθναρκικό διοικητικό σύστημα των θρησκευτικών μηλέν, σε μία κατακερματισμένη κοινωνία, όπου βρέθηκε σε σφοδρή αντιπαράθεση ο ελληνικός, ο βουλγαρικός και ο νεοτουρκικός εθνικισμός. Την περίοδο αυτή η Δυτική Θράκη εξελίχθηκε σε μήλο της Έριδος, όπου η Ελλάδα και τη Βουλιαρία να την διεκδικούν, στηριζόμενες εμπολής στην ίδια πληθυσμιακή δεξαμενή, δηλαδή τα μέλη του παραδοσιακού μηλέν των Ρουμ ορτοδόξ, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του εξαρχικού ζητήματος είχαν διαιρεθεί σε Έγινες πατριαρχικούς και Βούλγαρους εξαρχικούς. Η ίζηση της δυτικής ιδεολογίας του εθνικισμού δεν άφησε ανεπαθοβεβαίως και το μουσουλμανικό μηλέν, τα μέλη του οποίου ακολούθησαν δύο πολιτικοειδεολογικές στάσεις. Τη νεοτεριστική που ταυτίστηκε με το νεοτουρκικό εθνικιστικό κίνημα, πρώτα η νεότουρκη μετά ο κεμάρ, και από την άλλη πλευρά την παλαιομουσουλμανική συνειστοσσα που παρέμεινε πιστή στα παραδοσιακά οθωμανικά πρότυπα με κύριο στοιχείο το θρησκευτικό ισλαμικό φρόνο. Οι πολιτικές εξελίξεις της περίοδου 1113-1118 πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα αυτών των νέων συγκρουσιακών συσκετισμών. Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται, παράδειγμα το σκάρι και άλλα, αλλά τα κυριότερα, η πολιτική εκ βουλγαρισμού του δυτικοθραγιωτικού, χριστιανικού, πατριακικού πληθυσμού και του πομακικού μουσουλμανικού στοιχείου κατά την περίοδο της βουλγαροκρατίας. Η μαζική εγκατάνληψη της περιοχής από το ελληνοορθόδοξο στοιχείο την περίοδο 1318. Τρία, η δράση των νεοτουρκικών και βουλγαρικών παραστρατιωτικών ομάδων, είπε ο Μητατζίδης. Και τέταρτον, η ίδρυση της βραχίδιας αυτόνομης κυβέρνησης της δυτικής θράκης, από το που λέμε «Παττρακιαμπάμστες» η οποία είπε, από ηγεντικά στελέχη του νεοτουρκικού κινήματος το 1913. Ωστόσο, με τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και την ύτα των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων του Ιεδονικό μέτωπο το Σεπτέμβριο του 18ου, το μέλλον της δυτικής θράκης έβρενα, επανακαθοριστεί στο διπλωματικό στήμο, δηλαδή στην διάσκεψη ειρήνη στο Παρίσι. Υπό τις συνθήκες αυτές, μεταξύ των αντογωνιστικών, εθνικών οντοτήτων της δυτικής θράκης, η Ελληνική φαίνεται να είχε το προβάδισμα, αφού η Ελλάδα συγκαταλέγετο μεταξύ των νικηφόρων δυνάμεων, ενώ η Ορθομαρική αυτοκρατορία και η Βουλγαρία βρισκόντουσαν στο μέτωπο των Ιτιμένων, στο σαντόπαιδο των Ιτιμένων. Στο πλαίσιο αυτό, Ελευθέριος Βενιζέλος κατέθεσε το υπόμοιο 30 Δεκεμβρίου 1918 στο Παρίσι με το σύνολο των υπερφυλόδοξων εδαφικών διεκτικήσεων της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και το σύνολο της θράκης. Ενώ ο Βενιζέλος, πρωθυπουργός και αρχηγός ελληνικής αντιπροσωπίας στο Παρίσι, απολάβανε τη σεβασμό και την έμπνεα της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, στο τραπέζι των συνομιλιών η ελληνική διπλογραφία βρέθηκε αντιμέτωπη όχι μόνο με τις αντίπανες διεκτικήσεις των Βουλγάρων, αλλά και με την αρνητική στάση της Αμερικής, πρωτεσταντισμός, καπνά στη θράκη κτλ. και της Ιταλικής κυβέρνησης, η οποία ήθελε την Βουλγαρία να κατεβαίνει να έχει μία έξοδο στο Αιγαίο για δικούς συσβόλους. Τελικά οι Αγγλογάλοι, σε συνεργασία με τον Βενιζέλο, κατάφεραν να επικρατήσουν στο θρακικό ζήτημα με αποτέλεσμα την υπογραφή της Συνθήκης του Νεγί στις 27 Λοευρίου 19, σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία εκχωρούσε τη δυτική θράκη στις συνασπισμένες συμμαχικές δυνάμεις. Νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 19, το ανώτατο Συμβούλιο της Ανθάνς, στο Παρίσι, ενέκρινε την εγκαθίδριση μιας ιδιότηπης προσωρινής διασημακικής διοίκησης στη δυτική θράκη. Εναναμονή της τελικής απόφασης για την τύχη της περιοχής. Πολύ λίγα είναι γνωστά για αυτήν την κυβέρνηση που υπήρχε για οκτώ μήνες εκεί. Και όμως είναι σημαντική, όπως θα δείτε, για την Ελλάδα. Επικεφαλής ετεύει ο Γάλλος στρατηγός Σαρπί, ο οποίος στελούσε από τις εντολές του αρχιστράτημου ξανά Γάλλου των συμμαχικών δυνάμεων της Ανατολής, του Φρασσέ δε Σπερέ, ενώ οι Ανθάν έδωσαν το πράσινο φως στην 1η Μεραρχία του Ελληνικού Στατού, υπό τη διήτηση του υποστράτιου Γεώργιο Λεωναρδόπουλου, να εισέλθει και να τοποθετηθεί στην Ξάφη. Δηλαδή, πριν την παραχώρηση της τράκης στην Ελλάδα, η περιοχή της Ξάφης αποκτά ελληνική στρατιωτική διοίκηση. Ο στρατηγός Σαρπί ανέλαβε πέρα της στρατιωτικής και την πολιτική διοίκηση της νέας αυτής σουηγένεδης πολιτιακής οντότητας, υπό την εποχία του οποίου τέθηκαν όλες οι εξουσίες, νογοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές. Όσον αφορά το αντιπροσωπευτικό όργανο, τον κατοίκο της δυτικής στράχης, αυτό ήταν το ανώτατο διοικητικό συμβούλιο, η σύνθεση του οποίου καθορίστηκε τυπικά μεν σύμφωνα με την πληθυσμιακή δύναμη των διαφόρων εθνοτήτων της πολιεθνικής αυτής περιοχής, αλλά στην ουσία οι ρυθμίσεις έγιναν με καθαρά πολιτικά κριτήρια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν μουσουμάνις στη θράκη. Όπως θα δείτε πιο κάτω, αυτό δεν αντανακλάται τόσο πολύ στη σύνθεση της βουλής της δυτικής στράχης αυτής της μεταβατικής περιοχής. Το κένριο ζήτημα της πληθυσμιακής σύνθεσης του κρατηδίου παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα καθώς δεν υπήρχαν έγκυρα στοιχεία. Η κατάσταση ήταν τόσο ρευστή που καθημερινώς τα πληθυσμιακά στιγμή στη στοιχεία μεταβαλώνουσαν. Με τους παλιωστούντες Έλληνες πρόσφυγες να επιστρέφουν. Σε πολλές περιπτώσεις έρχονταν και άλλοι που δεν ήταν θρακιώτες, ήταν από τη μικρασία, ήταν από τη Βουλγαρία, ήταν λίγο περίεργο το όλο πράγμα. Βουλγαροί έπεικοι αποχωρούν. Υπάρχουν αυξομοιώσεις όσον αφορά το μουσουμανικό στοιχείο, το οποίο συρρικνώθηκε γύρω στους 30.000 άτομα, αμέσως μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν ήρθαν οι Βουλγαροί, όπως έγιναν παντού στα Βαλκάνια, γύρω στους 30.000 τουρκοθρακιώτες κατέφυγαν στην Τουρκία. Αυτό μια μικρή παρένθεση. Η τουρκική ιστοριογραφία να το ανακαλύπτει τώρα, ότι όπως εμείς είχαμε τη μικρασιατική καταστροφή που ήρθε, ένας τεράστιος αριθμός προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ατολική Θράκη, μετά τους βαλκανικούς πολέμους, η περιοχή, ας πούμε, από τη Τζατάλτζα και τη Σιλιβριά μέχρι η Κωνσταντινούπολη, ήταν όλοι με πρόσφυγες που είχαν έρθει από τα Βαλκάνια, από τη Βοσνία, από όλα τα Βαλκάνια, από τη Βουλγαρία και από τη Λουμανία. Αυτή είναι μια απτυχή. Σε αυτούς μέσα ήταν και 30.000 από τη Θράκη. Η διασυμμαχική διοίκηση επιχείρησε να συγκεντρώσει στοιχεία της περιοχής προκειμένου να προβεί σε μία απογραφή του πληθυσμού, αλλά εξαρχής διατυπώθηκαν έντονες επιφυλάξεις για την αξιοπιστία, με αποτέλεσμα τα αποτελέσματα της απογραφής, όποιας απογραφής είχαν κάνει, να μην ανακοινωθούν ή ακόμη να αποσταλούν επισήμως στη διάσκευση τον Παρισσίο. Οι περισσότεροι ενευνητές σήμερα και τα τελευταία χρόνια συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι ο πληθυσμός της περιοχής ήταν γύρω στους 205.000 άτομα. Αυτή ήταν όλη η Θράκη, εννοώ, η σημερινή Θράκη, η δυτική Θράκη, η ελληνική Θράκη. Αν και βεβαίως υπήρχε και ένα κομμάτι το οποίο ήταν τα απομακωχόρια τα βουλγαρικά από την άλλη μεριά της Ροδόπης, που ήταν μέσα σε αυτή την περιοχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της διασυμμαχικής διήκησης, η εθνική θρησκευτική κατανομή του πληθυσμού το 1920, λέει, 43% του πληθυσμού ήταν μουσουλμάνοι, 27,5% ελληνοορθόδοξοι, 26,5% βούλγαροι. Εδώ θα με επιτρέψετε, δεν μπορώ να, έχω αμφιβολίες για την ορθότητα αυτών των στοιχείων. Το έχω πει επανειλημμένα ότι ήταν τόσο μειωμένο το μουσουλμανικό στοιχείο, αν πάρουμε και επίσης όλη την βόρεια Ροδόπη, δεν ξέρω και πώς έγιναν αυτές οι στατιστικές. Αυτό που έχει ενδιαφέρον ότι υπήρχαν τρεις χιλιάδες Εβραίοι, οι οποίοι βεβαίως αργότερα έφυγαν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Σουθλί βασικά και στην Ξάνθη, δύο χιλιάδες Αρμένοι και τρεις χιλιάδες ξένοι Πίκοοι, κυρίως καθολικοί Λευαντίνοι στο Κάραγατς και στο Ντεντέαματς, δηλαδή στην Αλεξανδρούπολη αργότερα. Αυτοί οι Λευαντίνοι είχαν πολιτικό εκτόπισμα με διεθνείς διασυνθέσεις και οικονομική δύναμη μεγάλη. Η διασηματική απογραφή κατέγραψε και κάτι άλλο. Την εθνωτική ετερογένεια του μουσουμανικού στοιχείου που αριθμούσε, λέει η στατιστική αυτή, 86.793 άτομα. Πήγα και όταν ήμουν στη Γενέβη πήγα στην κοινωνία των εθνών και βρήκα το έγγραφο αυτό της απογραφής. Υπάρχουν. Ξανά δεν ξέρω πώς τα βρήκαν αυτά τα στοιχεία. Πάντως η τακτική να χωρίζουμε την μουσουμανική μειονότητα σε τρεις ομάδες, δηλαδή σε τρεις εθνωτικές ομάδες, τους Τούρκους, τους Τουρκογενείς, τους Μπομάκους και τους Αθήγγανους, ξεκινάει με αυτή την απογραφή. Είναι η πρώτη φορά που έχουμε ξεκάθαρη απογραφή που τους έχει χωριστά. Αλλά επίσης και το ορθόδοξο στοιχείο παρατηρείται μια μεγάλη, μια σταδιακή επιστροφή στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, μέρος του παραδεοσιακού, σλαβόφωνου χριστιανικού στοιχείου που είχε είτε υποχρεωθεί αλλά μάλλον περισσότερο επιλέξει αυτοβούλος να δηλώσει πίστη στη Βουλιανική Εξαρχία κατά τη διάρκεια της Βουλγανοκρατίας, διότι έτσι σήφερε, ξέρουμε πως είναι αυτά τα πράγματα, άρχισαν και επέστρεφαν στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διώρισαν διπλωματικούς αντιπροσώπους στη διοίκηση αυτή. Οι Οθωμανοί έβαλαν ένα γιατρό τον τεθεί καιθέντη ως επρόσωπό τους, οι Βουλγαροί έβαλαν ένα εξαιρετικά αξιόλογο κύριο, τον πρέσβη τους στη Γαλλία και στην Ελβετία τον Αλεξάνδρου Γκρέκοφ και ο Βενιζέλος έβαλε σαν διπλωματικό του εκπρόσωπο στην νέα διλήκηση, τον Χαρίσιο Βαμβακά, ο οποίος στη φάση εκείνη συμμετείχε στην ελληνική αντιπροσωπία στην διάσκεψη ηρήνης ως αρμόδιος για τα θέματα θράκης και της καθημάς ανατολής. Μακεδόνας από πατέρα και θράξε εκ μητρώς, ο Κοστανίτης στην καταγωγή Βαμβακάς ήταν γόνος ευκατάστατης ελληνοπατριαρχικής οικογένειας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια αναγορεύτηκε διδάκτο από το Πανεπιστήμιο της Γενέδης. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου εξελίχθηκε σε διαπρεπή νομικό που έκανε της εμπιστοσύνης και εκτίμησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ακύμ του III. Διετέλεσε βουλευτής Σεβίων και Κοζάνης στην Οθωμανική Βουλή από το 1909 μέχρι το 1912 με έντονη δράση ωσμένος της ελληνικής ομάδας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η ομάδα αυτή η οποία είχε υιοθετήσει μια ελληνοκεντρική ατζέντα υπέρ των δικαίων του αλήθρου του ελληνισμού. Λόγω της εθνικής του δράσης εκδιώχθηκε από τους Τούρκους, ήρθε εδώ στη Θεσσαλονίκη, έβγαλε την εφημερίδα Tribune και εντάθηκε στο βενιζελικό σατόπεδο σαν όλους τους περισσότερους βορειοελλανίτες. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος αξιοποιώντας τις διπλωμαστικές του ικανότητες και την πολιτική του εστροφία, το ανέθεσε λιπτές διπλωματικές αποστολές, κυρίως στη Γαλλία νομίζω, μεταξύ των οποίων όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει, τον στέλνει το καλοκαίρι του 1113 στην νεοτουρκική αυτόνομη κυβέρνηση της δυτικής θάκησης, τη δημοκρατία της Γιουμουλτζίνας που είναι γνωστή, αυτή που για ένα μικρό χορονικό διάστημα κάλυψε το κενό που υπήρχε μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδος, η Ελλάδα αφήνει την περιοχή, έρχονται οι Βουλγαροί σε εκείνη την περιοχή και ο Βαμβακάς πάει εκεί για να βοηθήσει η Ελλάδα αυτό το κίνημα προκειμένου να μην κατέρνουν οι Βουλγαροί, να τους κρατήσει όσο μπορεί μακριά από την θάκη μήπως αλλάξουν η καταστάτηση, ήταν τόσο ρευστή η εικόνα εκεί. Αμέσως μετά την αύξηση του στιγμωτινίου ο Χαρίσεως Βαμβακάς έρθεσε σαν πρωταρχικό στόχο να κερδίσει τη συνεργασία και η εμπιστοσύνη του δίσπιστος και ταλαντευόμενος Σαρπή. Βέβαια και εγώ να ήμου γάλλος όταν έφτανα εκεί πέρα και ήταν έτσι όλοι αυτοί ανακατωμένοι οι Έλληνες, οι Βουλγαροί, είχε μια μεγάλη επιφυλακτικότητα. Πέρα όμως της επιφυλακτικότητας ο Σαρπή εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Καλλοτραφή, είχε σπουδάσει αυτό ο Γκρέκοφ, είχε ο βουλγαρος διπλωματικός, είχε σπουδάσει στην εξωπροβάση. Τον οποίο τον θεωρούσε ως διπλωμάτη υψής της μαθμίδας και ο Βαμπακάς προσπαθούσε να μπει μέσα, αν και η κυρία Μουσιοπούλου μας κάνει ότι ήταν ο Βαμπακάς και ο Σαρπή καρτάσιαρα. Δεν είναι έτσι. Είχε όμως πολύ καλύτερη σχέση ο Βαμπακάς με τον προηστάμενό του αρχιστράτηγο των συμμαρχικών δυνάμεων της Ανατολής, τον Φρασέ δε Σπερέ, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε αρκετά φιλοελληνικές τάσεις, οι οποίες σε συνέχεια αλλειώθηκαν με την αλλαγή στην Ελλάδα και την ανάδειξη των βασιλικών. Η εγγονή του ιστορικού σκενογράφους, όπως είπα η κυρία Παπαθανάση Μουσιοπούλου, τον περιγράφει τον Βαμπακά ως οξυδερκή, έμπειρο και ακούραστο. Με την περιγραφή αυτή συμφωνούν οι αρχαιακές πηγές και μαρτυρίες παραγόντων της περίοδου εκείνης, περιλαμβανομένου και του βούργαλου ανώτατου υπάλληλου της βουργαρικής και στη συνέχεια διασυμμαχικής ιδιοίκησης του Ιβάν Αλτίνο, ο οποίος όμως ως αντίπαλος των ελληνικών επιδιώξεων στη Θράκη, προσθέτηκε τους χαρακτορισμούς «δολοπλόκος», «πανούργος» και να μην προχωρήσω σε άλλους. Πράγματι, κατά τη διάγκαια του κρίσιμου αυτού οκτάμινου, οι οργανωτικές ικανότητες και η μεθοδικότητα του Βαμπακάμου ήθησαν καθοριστικά τους ελληνικούς τόπους στη δυτική Θράκη. Το πρώτο μέλημα του ήταν η ανόρθωση της κατατρεγμένης και στην ουσία διαλυμένης θρακιώτικης ελληνιορθόδοξης κοινότητας. Τρεις οικογένειες μόνο είχαν μείνει στην Κωμοτινή το 1918, δεν υπήρχαν άλλοι. Η οικογένεια Στάλλιο, η οποία είχε μεγάλα συμφέροντα οικονομικά, είχαν άλλες βράδες και βεβαίως συνεργάστηκαν για οικονομικούς λόγους με τους Βούλγανους. Εξασφάλισε την άδεια των γαλλικών αρχών για την επιστροφή των ελλήνων προσφύγων και την απόδοση της ακείνη της περιουσίας τους. Με τον τρόπο αυτό έκανε στη Τζανάκλιο σχολείο αφανοτροφείο, να μη σας τα λέω όλα αυτά, αυτό το αποτέλεσμα τι ήταν? Ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία έως και 40.000 Έλληνες επέστρεψαν στις ζεστιές τους εντός 6 μήνες. Με μιας πεδιόδου 6 μηνών. Δηλαδή αυτό ήταν ένα τεράστιο κατόρθωμα. Βεβαίως πάρα πολύ είχαν συγκεντρωθεί στην Καβάλα και στη Θεσσαλονίκη και άλλοι ήταν στη Θάσο και στη Λίμνο. Ήταν εύκολο να έρθουν, αλλά 40.000 είναι μεγάλος αρίθμος. Το άλλο πλεονέκτημα του διπλωματικού αντιπροσώπου της Ελλάδος, η Θράκη, ήταν η άρτια γνώση της τουρκικής γλώσσας και η επαφή τόσο με την ηγεσία των νεότουρκων όσο και με τους παλαιομουσουλμάνους που χρονολογούνταν από την εποχή της παραμονής του Τσιγκοσταντινούπολη και της θητίας του στην Οθωμανική Βουλή. Ίσως μετά την άφιξή τους στην Κομοτινή ο Βαμπακάς αναθέρμανε τις σχέσεις αυτές προσεκίζοντας σε ένα σημαντικό τμήμα του μομεθανικού πληθυσμού. Είχε γνώση ότι όσο και να η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ιτημένη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το εκτόπισμα της πλειοψηφίας θα ήταν μεγάλο, έπαιπε να βρει τρόπους επαφής μαζί τους. Με σειρά πρωτοβουλειών, παραδείγματος χάρη, κατάφερε να δοθούν πίσω από τους Βούλγαρους τα τσαμιά που είχαν κλείσει επί Βουλγαροκρατίας οι αρχές από τη Σόφια. Κατάφερε ο Βαμπακάς να προσετεριστεί σημαντικό μέρος της θρησκευτικής τους ηγεσίας. Αφού τους υποσχέθηκε τη διατήρηση του Οθωμανικού συστήματος των Μουφτιών, των Ιεροδίκων και η νικότερα των Ισλαμικών παραδόσσεων εφόσω βεβαίως η περιοχή δοθεί στην Ελλάδα. Πραγματικά η προσέγγιση με το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν από ταρχική σημασία. Στους κόλπους της πολυπληθούς μουσουλμανικής κοινότητας είχε συσταθεί το Εθνικιστικό Τουρκικό Θραγικό Κομιτάτο που απέβλεπε στη διενέργεια αντιποψηφίσματος στη Δυτική Θράκη με απότερο στόχο την αυτονόμηση της περιοχής. Το Κομιτάτο κατέκλυσε την διάσκεψη ειρήνης αλλά και τον Γάλλο Αρχιστράτηγο με υπομνήματα που αξίωναν την εγκαθίδρηση ενός αυτόνων καθεστότος Δυτικής Θράκης υπό την προστασία της Γαλλίας. Κάτι σαν το Λίβανο. Το Πικάτο Κομιτάτο προσέγγισε τους Γάλλους αξιωματούχους υποσχόμενους, αντανάχματα σε περίπτωση ιδρύσης αυτόνων γαλλικού προτεκτοράτου στη Δυτική Θράκη, ιδεία με την οποία φλέφταναν αρκετοί Γάλλοι που υπηρετούσαν σύρια συμμαχική διοίκηση. Αντιπέτωπος με την αντισχυτική αυτή η εξέλιξη για τα ελληνικά συμφέροντα, ο Αβαγάς αγωνίστηκε στεναρά για να υποσκάψει τα αιρίσματα της τουρκικής εθνικηστικής μερίδας της μειονότητας, αξιοποιώντας τις υχογνωμίες, έρηνες ανταγωνισμούς στους κόκκους της μουσουμανικής κοινότητας. Άλλωστε η μεγάλη πλειοψηφία των Μουαμεθανών επιθυμούσε πρωτίστως την ανατίλαξη του μπουργανικού ζηγού και προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος αυτός φαινόταν πρόθυμοι να έρθουν σε συνενόηση με την Ελλάδα καθώς συνειδητοποιούσαν ότι η επιστροφή της περιοχής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αδύνατη. Έδινε αγώνα ζωής η θανάτου η Οθωμανική Αυτοκρατοριακή την εποχή. Η περίπτωση του κομοτινέου προύχοντα Ισμαήλ Χακά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η ισχυρή προσωπικότητα με θυτεία στο αθωμανικό και βουλγαλικό κοινοβούλιο τάχθηκε αρχικά υπέρ της εγκαθίδρισης ενός αυτόνομου μακεδονοδυτικοθρακειώτικου ελληνοτουρκικού κράτους. Θα έπαιρνε την Ανατολική Μακεδονία και όλη τη Δυτική Θράκη. Όταν όμως πίστηκε ότι αυτό ήταν ανέδεικτο, μάλλον τον τράβηξαν και από την Αθήνα τώρα, υποστήριξε την προσάρτηση στην περιοχή στην Ελλάδα. Τη βούληση του αυτή φρόντισε να κοινοποιήσει όχι μόνο στο δίδυμο Ελευθέριου Βενιζέλου και Χαρίσιου Βαμπακά, αλλά και στη διάσκεψη Ιρήνης. Ο Ισμαήλ Χακά είχε συνηπηρετήσει στην Οθωμανική Βουλή με τον Βαμπακά, με αποτέλεσμα οι δυο άνδρες να έχουν αγαστεί συνεργασία το 1928. Το γεγονός ότι ο μεγαλοτσιφλικάς Ισμαήλ Χακά είχε τεράστια κίνητη περιουσία στην υποελληνική επικράτεια Καβάλα, Χρυσούπολη ή Ελευθερούπολη, ασφαλώς και επηρέαζε τη θερμή του υποστήριξη των ελληνικών θέσεων. Με ιδιαίτερη επιρροή επί των μουσουλμάνων βουλευτών της Δυτικής Τράκης στην Βουλγαρική Βουλή, ο Ισμαήλ Χακά υπήρξε η κινητήριος δύναμη πίσω από τη σύνταξη και αποστολή υπομνήματος με έτοιμα την παραχώρηση της Δυτικής Τράκης στην Ελλάδα, που απέστειλε στο Παρίσι ορισμένη από τους υπό την επιρροή του βουλευτές. Η αποστολή του υπομνήματος γίνεται 31 Δεκεμβρίου 1118. Μία μόνο μέρα μετά την παρουσίαση και συνδιάσκεψη από το Βενιζέλο των Εδαφικών Διεκδικήσεών του. Από την άλλη πλευρά πρέπει να σημειωθεί ότι οι έτεροι τουρκικής και ποπακικής καταγουκής βουλευτές της Ώφια κινήθηκαν υπέρ των βουλγαρικών θέσεων. Γεγονός που αντανακλά την διάσπαση της μουσουλμανικής ηγεσίας σε διάφορες ομάδες σχετικά αντικρουόμενους στόχους και ειδικά προσωπικές δεσμεύσεις. Η κατάσταση στο εσωτερικό της μουσουλμανικής μοναδικής κατέστη ακόμη πιο περίπλοκη μετά την υπογραφή της Συνθήκης του ΝΕΓΙ όταν το Τουρκικό Πουθρακικό Κομιτάτο συμμάχισε με τους βούλγαρους. Στις επαφές αυτές σημαντικό ρόλο διαδραμάτησε ο βούλγαρος διπλωματικός αντιπρόσωπος στην Κομοτινή, ο Γκρέχοφ, ο οποίος προωθούσε την συνεργασία της τοπικής βουλγαρικής ηγεσίας με την εθνικιστική παράταξη της νιονότητας. Η δραστηριότητα αυτή του βούλγαρου εκπροσώπου εξόργησε τον Βαμβακά ο οποίος ζήτησε από τον στρατηγό Σαρπί την απομάκρηση του Γκρέχοφ από τη Θράκη. Και όταν δεν βρήκε ευίκο ομούς, προσεύγε στο Βενιζέλο να ασκήσει πίεση σε υψηλότερα κλιμάτια. Τελικά μετά την παρέβαση του αρχιστράτηγου Φρασέτες Φερέ, η βουλγαρική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αποσύρει τον εκπρόσωπό της από την Κομοτινή, στις 27 Μαρτίνου του 1920, εξέλιξη που θεωρήθηκε προσωπική επιτυχία του Βαμβακά, ο οποίος απαλλασσόταν από τον βασικό του αντίπαλο στην περιοχή. Την ίδια εποχή ο Βαμβακάς έχει και μια άλλη, μεγαλύτερη ίσως επιτυχία. Λίγες μέρες νωρίτερα, διενεργήθηκε η εκλογή Προέδρου και της τετραμελούς διαρκούς επιτροπής του τοπικού ανώτατου διοικητικού συμβουλίου, δηλαδή της βουλής της τοπικής εκεί στην περιοχή, η οποία αποτελείται από 15 μέλη. Και τώρα θα καταλάβετε γιατί σας είπα δεν καταλαβαίνω πώς ήταν η μοιρασιά. Πέντε μουσουλμάνοι από τους 15, τέσσερις Έλληνες, δύο Βουλγαροί, ένας Αρμένιος, ένας Ισαγηδίτης και δύο Γάλλοι υπήκοοι, εκ των οποίων ο ένας Έλληνας, ο Εμανουή Δουλάς με γαλλικό διαβατήριο, από το Κάραγας και ο άλλος Λευαντίνης. Άρα δηλαδή οι Έλληνες είχαν πέντε και οι Μουσουλμάνοι είχαν πέντε. Ο συσχετισμός δυνάμων στο συμβούλιο ήταν η ψήση της πολιτικής σημασίας για το μέρος της δυτικής τράχης, διότι πήγαν τα αποτελέσματα στο Παρίσι και κοινόταν ανάλογα η συζήτηση του θέματος, με τους Αμερικανούς συνεχώς να δημιουργούν δυσκολίες. Αν και οι αυθεντικοί συσχετισμοί εντός του συμβουλίου φαινομενικά ευνοούσαν τη βουλγαρο-νεοτουρκική πλευρά, δηλαδή τη βουλγαρική και τη τουρκική-εθνικιστική πλευρά, η διάσβαση της βουσουλμανικής κοινότητας μεταξύ των εθνικιστών και των συντηρητικών και η παρασκηνιακή συνεργασία των δεύτερων –εδώ ήταν η μεγάλη συμβουλή ας πούμε για τα ελληνικά συμφέρον του Βαμβακά- ανέτρεψαν τις ισορροπίες, καθώς ο παλαιοβουσουλμάνος Γεωπτήμων Χαφτσαλί Μεγμέτοδου δεν ψήφισε των νεοτουρκικών τάσεων ο μόθισκός του υποψήφιο πρόεδρο. Κατά συνέπεια και μετά από έντονη παρασκηνιακή δράση του Βαμβακά, η ψηφοφαρία ανέδειξε. Πρόεδρο του συμβουλίου, το γαλλομαθεί Μανουήλ Δουλά, έξυπνη επιλογή ιδιότητα και γάλλος, ενώ η Διαρκής Επιτροπή αποτελούντα από δύο Έλληνες, ένα Οθωμανό και ένα Βουλγαρ. Η κρίση με αυτή η ψηφοφορία θεωρήθηκε ενδεικτική των διαθέσεων του συνόλου του πληθυσμού της Δυτικής Στράκης για το μελλοντικό διακανονισμό του θρακικού ζητήματος. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός εκ μέρους ορισμένων μελετητών ότι η ψηφοφορία αυτή είχε χαρακτήρα δημοψηφίσματος είναι μάλλον υπερβολικός. Πάντως αναφίβολα το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας πρόσφερε αξιόπιστα και χειροπιαστά επιχειρήματα στην ελληνική διπλωματική αντιπροσωπία στο Παρίσι για τη διεκδίξη της Δυτικής Στράκης, της οποίας η τελευταία πράξη έλαβε χώρα μεταξύ 18 και 24 Σαπριβλίου του 1920, στην διάσκεψη κορυφής στο Σαν Ρέμο, όπου η Αντάντα αποφάσισε την προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων και την κατάληψη της Δυτικής Στράκης από τα ελληνικά στρατεύματα, από την Ελλάδα, εξ ονόματος το Συμμάχο. Καθώς οι σύμμαχοι παρακόρησαν το στρατιωτικό σκέδρος της Δυτικής Στράκης στους Έλληνες, δεν άρχισε και η είσοδος στην Κομοτινή, πρωτέποσα του κρατηδίου, του ελληνικού στρατού με διοικητή τον αντιστράτηγο, επαμεινώντας η πρακάκηση 14 Μαΐου 1920. Μέσα σε μία εβδομάδα ολοκληρώθηκε η προσάρτηση ολόκληρη της Δυτικής Στράκης. Ακουλούθησε εγκαθήτηρηση αμυγούς ελληνικής διοίκησης, με επτικεφαλής τον Χαρίσιο Παππακάν, μετά την αποχώρηση του στρατηγού Σαρτή στις 27 Μαΐου 1920. Αντιδρώντας την κατάληψη της Δυτικής Στράκης από το ελληνικό στρατό, μερίδα του τουρκικού θρακικού κομιτάτου, σε συνεργασία με το αντίστοιχο βουργαρικό, ίδρυσα στη Φιλιτούπολη το τουρκοβουργαρικό κομιτάτο, απελευθέρωσης της Δυτικής Στράκης, το οποίο προχώρησε στις 25 Μαΐου 1920, στην κήρυξη προς ορεινής αυτόνομης κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης, την κυβέρνηση της κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης, την κυβέρνηση της κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης, την κυβέρνηση της κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης, την κυβέρνηση της κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης, την κυβέρνηση της κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης, την κυβέρνηση της κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης τουρκοβουργαρικής κυβέρνησης, νεότουρκων εθνικιστών, ήταν ευκαιριακή, καθώς οι Φέρκουσες αντιπαλότητες δεν επέτρεπαν μια ειλικρινή συνεργασία. Τόσο οι Βουλγανικομητατζίδες, όσο και οι Τούρκοι εθνικιστές, θεωρούσαν την αυτονομία, όποια αυτονομία, ως ένα πρώτο μεταβατικό στάδιο για την ένωση της δυτικής σράχης με τις αντίστοιχες μητέρες παντρίδες. Αξιολογώντας τα τοπικά δεδομένα και τα διέξοδα του κινήματος της οργάννης, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μην αντιδράσει. Και αφήνοντας το θρησυγενές αυτό εγχείρημα να εκπέσει σταδιακά αξιδίον μέχρι και το 1925-1921 και ίσως και αργότερα υπήρχαν οι κομιτατζίδες πάνω στην οργάννη, έχουν πει εκεί οι χωριανοί, ότι νομίζω μεταξά τελείως καθάρισε η περιοχή, όταν έγιναν τα... 1934 είναι όταν έγινε αλλαγή κυβέρνησης στην Βουλγαρία και αποφάσισαν... Αυτοί τους τράβηξαν, ωραία, γιατί μου τα λέγαν αλλά δεν ήξερα ακριβώς τι είναι. Στο μεταξύ με τη συνθήκη των Σευρών τον Αύγουστο του 1920, η Ελλάδα επισπάγησε την κυριαρχία της Ελληνικής Στράκης. Εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι δίκαια θεωρείται ο Χαρίσιος Βαμακάς ως ο βασικότερος συντελεστής της διαδικασίας ομαλής και ελληνικής ένταξης της στράκης των Εθνικών Κορυφών. Αυτό πρέπει να φέρετε στο μυαλό σας τι είχαν γίνει μερικούς μήνες πριν στη Σμήρνη. Όπου βήκαν τα στρατέμματα, υπήρξε αντίδραση από το τουρκικό στοιχείο στη Σμήρνη και αρχίσαν και έγινε το μακελειό. Δηλαδή και η ελληνική διοίκηση ξεκίνησε με αυτό το πολύ αλλητικό στοιχείο. Στη Στράκη δεν έγινε αυτό. Έγινε. Κάθε φορά που προκαλούσαν οποιοσδήποτε δεν έκαναν τίποτε οι άλλοι. Τα δίνανε και μόνο τους πέφτανε διότι δεν ήθελε το μουσουλμανικό στοιχείο ποια φασαρίες. Ήθελε να ενταχθεί. Για αυτό εγώ θεωρώ ότι μία από τις σημαντικότερες φράξεις του Βενιζεύου στον κορυφό ζήτημα ήταν ότι έβαλε το Βαββακά. Ένα άλλο όμως, πιο σημαντικό σημείο είναι η προσέγγιση του Βαββακά προς το τοπικό θρησκευόμενο μουσουλμανικό στοιχείο. Υπήρξε καταλλητική αφού έθεσε τα θεμέλια της μελλοντικής ιδιαίτερης σχέσης, της εγκατούτης συνολιτίας με αυτό που λέμε πάλι ο μουσουλμανικός στοιχείο συνολιτική θράκη, τους αποκαλούμενους ως τελευταίους Οθωμανούς. Εδώ μπορούμε να έχουμε πολύ καλή συζήτηση διότι για μένα η αδυναμία της Ελλάδος μετά το 20, ειδικά μετά το 30 που φέρνουν οι 150 να μπορέσει να προσεγγίσει το θρησκευόμενο κομμάτι που ήταν το πλειοψηφικό της μειονότητος και να της δώσει αυτό που είχε υποσχεθεί ο Βενιζέλος ότι μπορούν να έχουν μια τοπική αυτονομία να τους δεχτεί από την αρχή σαν ισόνομους πολίτες και να συνεχώς να διαπραγματεύεται με την Άγγυρα χρησιμοποιώντας σαν βουλευτές τους νεοτεριστές της Ξάνθης και να θέτει το θέμα της μειονότητας όχι σαν ένα κομμάτι της ελληνικής επικράτειας σαν πολίτες, Έλληνες πολίτες οι οποίοι έχουν ίσα δικαιώματα και πρέπει να τους βρέπει σαν πολίτες. Το ότι τους χρησιμοποίησε σαν, όπως έκανα βέβαια και στην Τουρκία, σαν ένα διαπραγματευτικό χαρτί. Για μένα είναι εγκατακλείδι το πρόβλημα της Τράκης. Το πρόβλημα της Τράκης από την ελληνική πλευρά είναι ότι δεν μπόρεσε να δεχτεί τους ανθρώπους αυτούς, επειδή ήταν Μεχμέτ Μαχμούτ, σαν Έλληνες πολίτες, ο Γιάννης ο Κώστρος. Εκεί ήταν το σοβαρό. Και για να μπορέσει να διηγήσει εκεί, έπαιρνε την Τουρκία και έλεγε, εσύ ξέρεις τον Μαχμούτ, φέρτο μου τον Μαχμούτ, ακόμη γίνεται αυτό και σήμερα, φέρε μου τον Μαχμούτ να ψηφίσει για μένα στη Βουλή και εγώ θα τον κάνω Βουλευτή και θα τον κάνω και Ιγέντη. Αυτή ήταν και είναι το μεγάλο πρόβλημα. Ο Βαμβακάς, για αυτό για μένα είναι σημαντικός, ήταν αυτός που το προείδε, έχει μία επιστολή που λέει, εάν δημιουργήσουμε κοινότητα, ίσον πολιτών που σέβεται τα θρησκευτικά τους δικαιώματα, συνεχώς θα έχουμε περιπέτειες. Μας δώ τη λόγω του. |