Διάλεξη 9: Στο σημερινό μάθημα θα εξετάσουμε και θα παρουσιάσουμε μία άλλη πολύ σημαντική ομάδα Αγίων της Θεσσαλονίκης, η οποία σχετίζονται με ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κινήματα που εμφανίζονται στον θεολογικό χώρο του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της παλαιολόγιας περίοδου. Πρόκειται για το πνευματικό κίνημα του Βυζαντινού ησυχασμού, ένα πνευματικό κίνημα το οποίο έχει βαθιές και μακρινές ρίζες στην χριστιανική αρχαιότητα, που όπως έχουν δείξει παλαιότερες αλλά και νεότερες έρευνες αποτελεί μία διελκυνστίδα και μία συνέχεια που ανοιχνεύονται τα ύχνη της και οι αφετηρίες της ήδη στις απαρχές του χριστιανικού μοναχισμού και που διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο το πνευματικό αυτό κίνημα στην όλη πνευματική άνθηση που εμφανίζεται στο Βυζάντιο κατά την παλαιολόγια περίοδο, την τελευταία δηλαδή περίοδο του ιστορικού βίου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τονίζεται από πολλούς μελετητές αυτής της περιόδου ότι παρά το γεγονός πως το Βυζάντιο εξέρχεται κατά την παλαιολόγια περίοδο από μία αρκετά μεγάλη περίοδο σοβαρής κάμψης και ύφεσης που έχει προκαλέσει η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους κατά τη διάρκεια της τέταρτης σταυροφορίας, μια περίοδος που λειτούργησε με έναν τρόπο διαλυτικό για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, αφού από το 1206 έως το 1261 η έδρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετατοπίστηκε στη Νίκαια, απολέστηκε το ιστορικό της κέντρο που ήταν η Βασιλεύου Σάτης, η Κωνσταντινούπολη και πραγματοποιήθηκαν πολύ σοβαρές αφεμάξεις του πνευματικού πλούτου, αλλά κυρίως προκλήθηκε μια σοβαρή ασυνέχεια στην ιστορική πορεία του Βυζαντίου. Παρά ταύτα, ενώ από την κρίσιμη αυτή περίοδο το Βυζάντιο εξέρχεται σίγουρα βαθιάλαβωμένο, ωστόσο διαπιστώνουμε ότι ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της αφετηρίας αυτής της νέας περίοδο, της παλαιολόγιας όπως είναι γνωστή, λόγω του ότι στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθαν κυρίως πρόσωπα που κατάγοταν από την ιστορική δυναστία των παλαιολόγων, με την οποία ολοκληρώθηκε και ο ιστορικός βίος του Βυζαντίου, έτσι από τις πρώτες λοιπόν δεκαετίες εμφανίζεται μια σοβαρή πνευματική ανάπτυξη, μια άνθηση που βέβαια ποτέ δεν διακόπηκε ακόμη και σε αυτήν την κρίσιμη, όπως είπαμε, περίοδος των πρώτων μισών αιώνα του 13ου αιώνα στη διάρκεια της φραγκοκρατίας, γνωρίζουμε ότι πολύ σημαντικοί θεολόγοι εμφανίζονται στο προσκήνιο μέσα από το θεολογικό αυτορεύμα που αναπτύχθηκε στη Νίκαια της Βυθυνίας, εκεί όπου εδρεύει πλέον το λαβωμένο αυτό, το πληγωμένο Βυζάντιο. Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι πλέον το Βυζάντιο έχει αντιμετωπίσει πάρα πολλούς εξωτερικούς κινδύνους. Έχουμε ήδη την εμφάνιση, τη σοβαρή εμφάνιση των Τούρκων, που έχουν καταλάβει ήδη από πολύ νωρίτερα ένα μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και πλέον στη διάρκεια του 14ου αιώνα γνωρίζουμε ότι εισέρχονται και καταλαμβάνουν και τα πρώτα ευρωπαϊκά εδάφη μετά τη μάχη της Καλύπολης στην Ανατολική Θράκη. Παρά το γεγονός ότι το Βυζάντιο εξακολουθεί να σπαράσσεται από εσωτερικές έρηδες, όπως είναι οι δύο μεγάλοι εφίλοι πόλεμοι που σοβούν κατά την περίοδο αυτή μεταξύ των διαδόχων και των διεκδικητών του αυτοκρατορικού θρόνου, ο εμφύλιος μεταξύ των δύο ανδρονίκων, μεταξύ του ανδρονίκου του δευτέρου και του ανδρονίκου του τρίτου και αργότερα σε μια περίοδο που μας ενδιαφέρει περισσότερο ο εμφύλιος μεταξύ του Ιωάννου του έκτου του Καντακουζινού με τον Ιωάννη τον πέμπτο των Παλαιολόγων, με τους Παλαιολόγους. Παρόλοι λοιπόν αυτήν την εσωστρέφεια θα μπορούσαμε να πούμε και τις σοβαρές συνέπειες που είχαν αυτό το κλίμα πολιτικής αστάθειας που παρατηρείται στο Βυζάντιο. Εν τούτοις διαπιστώνεται μια αντινομία δεδομένου ότι η πνευματική ακμή αυτής της περιόδου είναι αντιστρόφος ανάλογη προς τα διαλυτικά αυτά ρεύματα, τις διαλυτικές αυτές τάσεις που διαπιστώνουμε τόσο στο επίπεδο των σχέσεων του Βυζαντίου με τους εχθρούς του και με τους αντιπάλους του όσο και μέσα στον εσωτερικό βίο, κυρίως στον εσωτερικό πολιτικό βίο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το σημαντικότερο λοιπόν φαινόμενο που καταγράφεται κατά την περίοδο αυτή και δεν έχει να κάνει όμως μόνο με τη Θεολογία αλλά με διάφορες εκφάνσεις του πνευματικού βίου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι το φαινόμενο του Βυζαντινού ισυχασμού. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο εκτιλήσεται επίσης μέσα από έρηδες που πάντοτε οι κρίσεις γεννούν τις προϋποθέσεις εκείνες και το πλαίσιο εκείνο για να εκφραστούν με πιο σαφή και με πιο καθαρό τρόπο οι διάφορες εσωτερικές δυνάμεις οι οποίες ενηπάρχουν μέσα στα πράγματα. Το ίδιο διαπιστώνουμε ότι συνέβη και με τις περίφημες ισυχαστικές έρηδες. Μια μακρά περίοδο που οι θεολόγοι, οι θεολογικές δυνάμεις του Βυζαντίου διακρίθηκαν σε ισυχαστές και σε αντιισυχαστές που γνωρίζουμε ότι συγκλήθηκαν ειδικές σύνοδοι για να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα ζητήματα τα οποία αφορούσαν στη διδασκαλία του Βυζαντινού ισυχασμού στην Κωνσταντινούπολη πρωτίστως και που γνωρίζουμε ότι συμμάδεψαν στη θεολογική πορεία των πραγμάτων στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος στους τρεις αυτούς κύριους πόλους θα μπορούσαμε να πούμε όπου εκτιλήχθηκε όλο αυτό το πνευματικό κίνημα όπου αναπτύχθηκαν οι εσωτερικές δυνάμεις και στον χώρο των ισυχαστών αλλά ακόμη και στον χώρο των αντιισυχαστών. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό όπως θα δούμε και στη συνέχεια μνημονεύοντας κάποια πρόσωπα που εντάσσονται μέσα στον χώρο μέσα στον κύκλο των Αγίων της Θεσσαλονίκης μέσα στο Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης και που ανήκουν κατεξοχήν στο πνευματικό κίνημα του βυζαντινού ισυχασμού. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι παρά τη διαπίστοση ότι το πνευματικό επίκεντρο παραμένει καθόλου αυτήν την περίοδο η Κωνσταντινούπολη, η βυζαντινή βασιλεύουσα εν τούτης υπάρχουν πολλές σημαντικές δυνάμεις οι οποίες αναπτύσσονται στην δεύτερη σημαντικότερη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας που είναι η Θεσσαλονίκη και μάλιστα διαπιστώνουμε ότι αυτές οι δυνάμεις δεν προσωπούν μόνο τον χώρο των βυζαντινών ισυχαστών αλλά και τον χώρο των βυζαντινών αντιισυχαστών. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πέρα βεβαίως των μεγάλων αυτών εκπροσώπων θα μπορούσαμε να πούμε που αντιπαρατάχθηκαν με τους μεγάλους ηγέτες του ισυχαστικού κινήματος τον Γρηγόριο Ακίνδυνο στην πρώτη φάση των ισυχαστικών ερίδων, τον Νικηφόρο Γρηγορά, τον Βαρλαάμ, τον Καλαβρό. Πέραν αυτών των προσώπων που γνωρίζουμε ότι κινήθηκαν στον πνευματικό και γεωγραφικό χώρο της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, εμφανίζονται πολύ σημαντικοί θεολόγοι που έλκουν την καταγωγή τους από τη Θεσσαλονίκη, όχι μόνο εκπροσωπώντας τον βυζαντινό ισυχασμό αλλά όπως είπαμε και τους αντιισυχαστές. Και ίσως η σημαντικότερη περίπτωση είναι η περίπτωση των δύο αδελφών Πρόχωρου και Δημητρίου Κηδώνη. Δύο σημαντικών, των σημαντικότερων ίσως εκπροσώπων αυτού του πνευματικού κινήματος που χαρακτηρίζεται στο Βυζάντιο ως βυζαντινός θωμισμός. Δηλαδή των δύο σημαντικότερων φορέων της θωμιστικής παράδοσης, της δύσεως, της παράδοσης δηλαδή της θεολογικής που κόμιζε το πνευματικό, το θεολογικό και συγγραφικό έργο του Θωμάα Κινάτη της κυρίαρχης θεολογικής μορφής του προηγούμενου αιώνα στη Δύση που δεσπόζει πλέον και κυριαρχεί στους μεταγενέστερους αιώνες στην δυτική θεολογική σκέψη. Αυτή τη θεολογική σκέψη κομίζουν στο Βυζάντιο κατά κύριο λόγο μεταφράζοντας τα θωμιστικά συγγράμματα, οι δύο αδερφοί από τη Θεσσαλονίκη, ο Πρόχωρος και ο Δημήτριος Κηδώνης. Και γνωρίζουμε ότι ο Πρόχωρος μάλιστα υπήρξε και μοναχός, ακολούθησε το μοναχικό βίο και μάλιστα ακολούθησε, θα μπορούσαμε να πούμε, τα ίδια μονοπάτια, έκανε τα ίδια βήματα που κάνουν και άλλοι της Θεσσαλονικής Άγιοι, όπως θα δούμε, που έλκουν την καταγωγή τους από τη Θεσσαλονίκη, αλλά πραγματοποιούν τα πιο σημαντικά βήματα στη μοναχική τους ζωή στο Άγιον Όρος και στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε ότι ο Πρόχωρος Κηδώνης υπήρξε λοιπόν ένας σημαντικός λαβριώτης μοναχός, που κατά την περίοδο αυτήν της μοναστικής παρουσίας του στο Άγιον Όρος, προσπάθησε να διαμορφώσει ένα κλίμα αποδοχής απέναντι σε αυτήν την παράδοση που κόμιζαν τα αθομιστικά συγγράμματα και βέβαια μαζί με τον αδερφό του Δημήτριο Κηδώνη συστηματικά εργάστηκαν για να μεταφράσουν τα κείμενα αυτά και μας έχουν σωθεί αυτές οι μεταφράσεις και έχουν εκδοθεί περισσότερες από αυτές τις μεταφράσεις σε νεότερες κριτικές εκδόσεις. Η Θεσσαλονίκη λοιπόν αποτελεί ένα από τα τρία σημεία από τους τρεις πόλους στους οποίους εκτιλίζονται αυτές οι πνευματικές ζυμώσεις στην παλαιολόγια περίοδο και ως παλαιολόγια περίοδο ορίζουμε ακριβώς αυτήν την περίοδο που έχει την αφετηρία της από το 1261 δηλαδή από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς και την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 8 του Παλαιολόγου ενός πολύ ικανού πολιτικά και στρατιωτικά αυτοκράτορα που μερίμνησε και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό την ανασυγκρότηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο οποίος όμως γνωρίζουμε ότι ως προς τα θεολογικά ζητήματα ακολούθησε και λόγω ασφαλώς του πολιτικού του ενστίκτου ακολούθησε μια φιλενωτική πολιτική και είναι αυτός ο οποίος συμμετείχε και με έναν τρόπο ενεργό κατεύθυνε τα πράγματα στην σύγκληση των σημαντικών συνόδων με σπουδαιότερη ασφαλώς την Σύνοδο της Λειών στην Δύση που σχετίζονται με αυτήν την φιλενωτική προσπάθεια που εκφράστηκε και από τον Μιχαήλ 8 τον Παλαιολόγο και από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον Ιωάννη τον Βέκο που χαρακτηρίζονται κυρίως για την προσπάθειά τους αυτοί να επιφέρουν μία εκκλησιαστική και πίσω από αυτήν μία πολιτική ένωση και συμμαχία μία πολιτική συμμαχία με την Δύση βλέποντας τα σοβαρά πλέον προβλήματα και το σοβαρό κίνδυνο που σοβούσε από την Ανατολή παρά το γεγονός ότι γνωρίζουμε ότι δυστυχώς οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν στο πλαίσιο των εσωτερικών αυτών αντιπαραθέσεων να διακρίνουν ή να αποτιμήσουν με ακρίβεια το πόσο σοβαρός ήταν ο κίνδυνος αυτός ο οποίος προερχόταν από την Δύση, από την Ανατολή αλλά και από την Δύση ασφαλώς και γι' αυτόν τον λόγο γνωρίζουμε ότι ακόμη και στις εσωτερικές αυτές διχόνοιες και τις έριδες τους τις πολιτικές χρησιμοποίησαν στρατιωτικές δυνάμεις για να πετύχουν τα επιδιοκόμενα αποτελέσματα μέσα στις εσωτερικές τους αυτές διαμάχεις τόσο από τον τουρκικό στρατό όσο και από στρατεύματα από την Δύση ενισχύοντας έτσι την παρουσία αυτών των ξένων δυνάμεων μέσα στον βυζαντινό χώρο. Παρ' όλοι λοιπόν αυτήν την ζωφερή κατάσταση που διαμορφώνεται σε αυτήν την περίοδο που δικαίως και εύστοχα έχει χαρακτηριστεί ως το λοικόφος του Βυζαντίου δηλαδή ως η περίοδος κατά την οποία πλέον το Βυζάντιο βλέπει το τελευταίο φως το φως της Δύσης όταν δείει ο ήλιος αυτό το λαμπρό και όμορφο φως παρά το γεγονός λοιπόν ότι βρισκόμαστε στο λοικόφος του Βυζαντίου η πνευματική ακμή του ακριβώς εκφράζει αυτήν την εσωτερική πνευματική δύναμη της βυζαντινής πνευματικής παράδοσης και έτσι ακριβώς διαμορφώνεται αυτή η αντινομία αφενός μεν των ερίδων και των συγκρούσεων στο πολιτικό και δυναστικό επίπεδο αφετέρου δε παρά τις όποιες συγκρούσεις ακόμη και πολύ σοβαρές που ακολουθούσαν βέβαια οι πνευματικές αυτές συγκρούσεις ακολουθούσαν τις πολιτικές δεδομένου ότι οι συχαστές και οι αντισυχαστές τάχθηκαν μοιραία με το πλευρό κάποιων από τις παρατάξεις που διεκδικούσαν την δυναστική συνέχεια στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως η βυζαντινή θεολογία έχει να επιδείξει κάποιες από τις πιο λαμπρά επιτεύγματα της και από τα πιο σημαντικά θεολογικά έργα τα οποία γράφτηκαν σε όλη την βυζαντινή περίοδο. Η περίοδος αυτή λοιπόν φτάνει ως το 1453 ως την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και για την Θεσσαλονίκη είπαμε ότι αποτελεί μια περίοδο εξαιρετικά σημαντική που σχετίζεται με το γεγονός ότι πολύ σημαντικά πρόσωπα όχι μόνον αυτή η δύο αδερφή που αναφέραμε, οι αδερφοί Κιδόνιδες, ο Πρόχωρος και ο Δημήτριος, αλλά πάρα πολύ σημαντικά πρόσωπα καταγόμενα από τη Θεσσαλονίκη ή δρώντας στην Θεσσαλονίκη σχετίζονται με αυτήν την σπουδαία πνευματική, από πνευματικής πλευράς περίοδο. Για τη Θεσσαλονίκη επιπλέον είναι μια, για έναν ακόμη λόγο, μια δυσκαιρής στο πολιτικό πλαίσιο περίοδος διότι γνωρίζουμε ότι στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα η Θεσσαλονίκη σπαράσσεται και από μια εσωτερική έρηδα η οποία καταλήγει τελικά στο λεγόμενο κίνημα των ζηλωτών. Ένα φαινόμενο ανταρσίας απέναντι στον βυζαντινό αυτοκράτορα, την ανάληψη της πόλης από τους ζηλωτές, από την ομάδα των ζηλωτών που δεν έχει να κάνει με αυτό το κίνημα, το θεολογικό κίνημα που χαρακτηρίζουμε ως κίνημα των ζηλωτών στην παλαιολόγεια περίοδο, αλλά είναι ένα καθαρά πολιτικό κίνημα το οποίο όμως επηρεάζει τα πράγματα όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αφού δεν αποδέχεται ως κανονικό αυτοκράτορα τον Ιωάννη έκτοντον κατακουζινό, αλλά και σε εκκλησιαστικό επίπεδο δεδομένου ότι γνωρίζουμε πως ο τότε εκλεγής Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, ο πρόμαχος, υπέρμαχος και μεγάλος πατέρας του βυζαντινού ησυχασμού ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, δεν κατορθώνει να εισέλθει στην Θεσσαλονίκη η οποία έχει καταλειφθεί από τους ζηλωτές, όπως είπαμε, κατά την περίοδο αυτή, δεν κατορθώνει λοιπόν να εισέλθει στη Θεσσαλονίκη, αλλά παραμένει έκπτοτος από τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Θεσσαλονίκης. Η περίοδος λοιπόν αυτή διακρίνεται για αυτές τις ποικίλες αντινομίες της, αλλά και τις εξάρσεις της πνευματικής αυτής ακμής, που ασφαλώς δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στα κείμενα, στις πηγές τις θεολογικές, ή στα ιστορικά κείμενα που μας έχουν διασωθεί και αποτυπώνουν το ιστορικό πλαίσιο αυτής της περίοδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο αυτή έχουμε δύο πολύ σημαντικές ιστορίες, που γράφονται από έναν αντιησυχαστή, τον Νικηφόρο Γρηγορά, αλλά και από έναν υπέρμαχο του ισυχασμού, πολιτικό υπέρμαχο του ισυχασμού, τον αυτοκράτορα Ιωάννη έκτο τον Καντακουζινό, ο οποίος προασπίστηκε την ισυχαστική παράδοση, προασπίστηκε τους ισυχαστές ως πρόσωπα και φρόντισε να δικαιωθεί ο βυζαντινός ισυχασμός, και επισήμως μέσα από τις συνόδους που συγκροτήθηκαν, που συγκλήθηκαν στην πρωτεύουσα του Βυζαντιού στην Κωνσταντινούπολη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε σχέση με την Θεσσαλονίκη, αυτή η ισυχαστική παράδοση για πρώτη φορά καταγράφεται στα τέλη, στις τελευταίες δεκαετίες, στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα, με ένα πρόσωπο για το οποίο δεν έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες και οι οποίες πληροφορίες διαθέτουμε προέρχονται από τη βιογραφία ενός μαθητήτου. Πρόκειται για τον Ιωάννη τον Ισυχαστή, τον Γέροντα του Οσίου Γερμανού, του Μαρούλη, ενός Θεσσαλονικέας στην καταγωγή σπουδαίου Αγιορείτη Ασκητή, τον οποίον θα μιλήσουμε στην συνέχεια, που τον συνάντησε προφανώς στην Θεσσαλονίκη, που τον έκυρε μοναχό στο Άγιον Όρος και υπήρξε ο Γερμανός, γνωρίζουμε, υποτακτικός του Ιωάννη του Ισυχαστή, και ο οποίος όμως, ο Ιωάννης ο Ισυχαστής, γνωρίζουμε από τον βίο του Γερμανού του Μαρούλη, παραγματοποιούσε συχνές επισκέψεις για πνευματικά ζητήματα στην Θεσσαλονίκη και τελικά, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας επίσκεψης και της παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη για κάποια τέτοια πνευματικά θέματα, μαρτυρεί από έναν φιλανωτικό μαθητή του μάλιστα, ο οποίος αποκεφαλίζει και τον Ιωάννη τον Ισυχαστή, αλλά και τον μαθητή του τον Γρηγόριο τον Ισυχαστή στην Θεσσαλονίκη. Η περίπτωση αυτή είναι μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση για την καταγραφή από τα πρώτα βήματα της Ισυχαστικής αυτής ακμής και παραδόσειος στην παλαιολόγια εποχή για τη σύνδεση του Αγίου Όρους με τη Θεσσαλονίκη. Γνωρίζουμε επίσης από το βίο του Γερμανού του Μαρούλη ότι ο Ιωάννης ο Ισυχαστής κόμιζε ασφαλώς αυτήν την παράδοση, η οποία βρίσκεται ακόμη σε μία περίοδο, σε μία κατάσταση στο Άγιον Όρος. Υπνώσεως θα μπορούσαμε να πούμε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όταν θα μιλήσουμε για τον Όσο Γρηγόριο τον Σιναήτη, που είναι ο πρώτος κομιστής και διοργανωτής θα μπορούσαμε να πούμε αυτής της θεολογικής παραδόσειας του Ισυχασμού στο Άγιον Όρος. Ωστόσο, είναι ένα πρόσωπο που η ησυχία, η ιερά ησυχία και η άσκηση που τον διακρίνουν του προσδίδουν αυτή την ονομασία, την ονομασία του Ισυχαστή, την προσωνημία του Ισυχαστή και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χαρακτηρίζεται από τον βιογράφο του Οσίου Γερμανού του Μαρούλη, τον Άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο, ως ο μεγάλος και στερός της ασκήσιος και ησυχίας στήλος. Ο Ιωάννης λοιπόν είναι το πρόσωπο εκείνο με το οποίο ανοίγει αυτός ο κύκλος της θεολογικής παραδόσειας των Ισυχαστών Αγίων στην Θεσσαλονίκη. Είναι ένα πρόσωπο που εγκαταβιεί σε κάποιο μονίδριο της Θεσσαλονίκης κατά τις επισκέψεις του στην πόλη. Δεν γνωρίζουμε ποιο ακριβώς είναι το μονίδριο, το μοναστήρι αυτό. Γνωρίζουμε μόνο ότι φιλοξενούνταν από έναν γέροντα που βρισκόταν στο μονίδριο αυτό, στο μοναστήρι αυτό, τον γέροντα Δαβίδ στην Θεσσαλονίκη που είναι αυτός ο οποίος φρόντισε και για την παραλαβή των μαρτυρικών λειψάνων του Ιωάννη και του μαθητή του Γρηγορίου μετά το μαρτυρικό τους τέλος. Γνωρίζουμε επίσης ότι είναι πρόσωπο που όπως και άλλοι ησυχαστές αντιστάθηκε στην φιλενοτική πολιτική του αυτοκράτορα Μιχαήλ ο Γδώου του Παλαιολόγου και του Πατριάρχη Ιωάννη Βέκου και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο υπέστη διώξεις και ταλαιπωρήθηκε λόγω ακριβώς αυτής της ανθενωτικής του στάσεως. Κυρίως μας είναι γνωστός στην λόγο της παρουσίας του διάφορα γεγονότα που σχετίζονται με την μοναχική παρουσία του στο Άγιον Όρος, στη Μονή Βατοπεδίου, στη Μονή Δοχιαρίου στην περιοχή της οποίας εγκαταβιούσε έχοντας ιδρύσει μία αρχαϊκού τύπου θα μπορούσαμε να πούμε σκίτη με καλλιδικές κατοικίες και βέβαια στην Μονή Ξηροποτάμου και σε άλλα σημεία που ο Ιωάννης μετακινούνταν και επισκεπτόταν τα μοναστήρια αυτά ως πνευματικός ασκόντας πνευματικό έργο. Στην ίδια περίοδο και λίγο μετά τον Ιωάννη και τον Γρηγόριο που μαρτύρησαν όπως είπαμε στην Θεσσαλονίκη με τη Θεσσαλονίκη συνδέεται για μια πολύ μικρή περίοδο της ζωής του ένας σημαντικός Πατριάρχης Αθανάσιος ο Πρώτος, ο Πατριάρχης Χρυσταντινουπόλεως που έρχεται για ένα πάρα πολύ σημαντικό πρόσωπο κατά την περίοδο αυτή δεδομένου ότι ο Αθανάσιος διακρύθηκε και για την ασκητική του πολιτεία, για την αυστηρή μάλιστα ασκητική του πολιτεία αλλά διακρύθηκε και για το κοινωνικό του έργο. Επιτέλες ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό έργο πειμαντικό και εκκλησιαστικό έργο κατά την διάρκεια της Πατριαρχίας του στην Κωνσταντινούπολη και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο ο Αθανάσιος χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους Πατριάρχες της παλαιολόγιας περίοδου του τέλους του 13ου και κυρίως των αρχών του 14ου αιώνα. Ο Αθανάσιος γνωρίζουμε ότι καταγόταν από την Αδριανούπολη της Θράκης, ωστόσο μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Αθανάσιος μεταβαίνει στην Θεσσαλονίκη για να συναντήσει ένα θείο του ο οποίος εγκαταβιούσε σε ένα μοναστήρι που επίσης δεν μας είναι γνωστό της Θεσσαλονίκης και παραμένει λοιπόν περίπου γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα παραμένει στην Θεσσαλονίκη όπου και εισέρχεται τελικά στο μοναστήρι στο οποίο εγκαταβίωνε ο θείος του και λαμβάνει το μοναχικό σχήμα και το μοναχικό όνομα Ακάκιος. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς για πόσο χρονικό διάστημα παρέμεινε στο αδιάγνωστο αυτό μοναστήρι της Θεσσαλονίκης ο Αθανάσιος ο πρώτος. Γνωρίζουμε όμως ότι μετά την Θεσσαλονίκη ο Αθανάσιος μετέβη στο Άγιον Όρος και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο πρώτος ησυχαστής γιατί ο Αθανάσιος χαρακτηρίζεται από τον Παλαμάς στο έργο του υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων ως στην αναφορά που κάνει ο Άγιος Γρηγόρηος ο Παλαμάς για τους διδασκάλους, τους μεγάλους διδασκάλους του ησυχασμού ως ένας εξ' αυτόν των μεγάλων διδασκάλων του ησυχασμού όπως ήταν ο Θεόληπτος Φιλαντελφίας ο δάσκαλος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και ο Αθανάσιος λοιπόν ο πρώτος χαρακτηρίζεται ως ένας από τους μεγάλους διδασκάλους του μοναχισμού. Και θα μπορούσαμε να πούμε ότι εγγενιάζει μια πνευματική διαδρομή από τη Θεσσαλονίκη προς το Άγιον Όρος και αργότερα προς την Κωνσταντινούπολη. Μεταβαίνει λοιπόν ο Αθανάσιος στο Άγιον Όρος και γνωρίζουμε ότι τελικά παρέμεινε στο Άγιον Όρος για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Περίληθε διάφορα κοινόβια μοναστήρια αλλά και ασκητήρια του Αγίου Όρος και τελικά εγκαταβίωσε στην Μονή Εσφυγμένου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όπως σημειώνουν οι δύο βιογράφοι του είναι χαρακτηριστικό ότι μας έχουν διασωθεί δύο αρκετά εκτενείς βιοίτου γραμμένοι από μαθητές του και ακόλουθους της ησυχαστικής παραδόσεως από τον Θεόκτιστο τον Στουδίτη, τον μοναχό Θεόκτιστο τον Στουδίτη, ο οποίος έγραψε τον πιο ιστορικό θα μπορούσαμε να πούμε βίο του Αθανασίου και επίσης συνέθεσε και οκτώ ηχους κανόνες προς τιμήν του αλλά και έναν λόγο στη μετακομιδή του Λειψάνου είναι το πρόσωπο εκείνο που κατεξοχή με ρίμνησε για την διασπορά και την επιβίωση της λειτουργικής μνήμης του Πατριάρχη Αθανασίου στην Κωνσταντινούπολη αλλά βεβαίως γενικότερα και στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο δεύτερος βιογράφος του είναι ο Ιωσήφ Καλώθετος αυτός ο σημαντικός ησυχαστής θεολόγος. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι ο Αθανασίος διακρίνεται κατά την περίοδο αυτή για την πολύ αυστηρή άσκηση την οποία ακολουθούσε. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι δεν φορούσε υποδείματα, γυμνοποδών μνημονεύεται στο βίο, γυμνοποδών αρχύθεν και δεύτερων χειτών αμύκτησάμενος με ένα τρίχινο ράσο περιερχόταν ο Αθανασίος και βέβαια διακρινόταν ιδιαίτερα για την μέριμνα την οποία κατέβαλε μέσα από τα διακονίματα τα οποία είχε αναλάβει ως μοναχός της Μονής Εσφυγμένου. Δύο χαρακτηριστικά διακονίματα αυτό του τραπεζάρι και του μάγειρα για τα οποία επίσης διακρίθηκε και τα οποία ενέτασε μέσα στην γενικότερη πνευματική του άσκηση και πορεία ως προς την διακονία των αδελφών μέσω της προετοιμασίας των διαφόρων φαγητών ή της διακονίας στην κοινή τράπεζα. Από το Άγιον Όρος γνωρίζουμε ότι αναχωρεί αργότερα, αρκετά χρόνια αργότερα ο Αθανασίος για να μεταβεί, να πραγματοποιήσει θα μπορούσαμε να πούμε μία από τις χαρακτηριστικές ιεραποδημίες που συναντούμε πολύ συχνά και κατά τη Μεσοβυζαντινή και κατά την Πρώτο Βυζαντινή ασφαλώς αλλά έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη Μεσοβυζαντινή αλλά και για την Παλαιολόγεια για την ίστερο Βυζαντινή περίοδο. Μεταβαίνει λοιπόν στην Παλαιστίνη, οι Άγιοι τόποι αποτελούν το σημαντικότερο σημείο στο οποίο κατευθύνονται στις ιεραποδημίες τους αυτές για τα προσκυνήματά τους όχι μόνο διάφοροι χριστιανοί αλλά πρωτίστως οι μοναχοί οι οποίοι εγκαταβίωναν σε διάφορα μοναστήρια στην Ανατολή αλλά και στη Δύση και από τη Θεσσαλονίκη και από το Άγιον Όρος αλλά ακόμη και από μοναστήρια της Σικελίας και της Καλαβρίας και της Ιταλικής Χερσονήσου ξεκινούν βυζαντινοί μοναχοί για να επισκεφθούν, γνωρίζουμε τους Αγίους τόπους που περιλαμβάνουν προσκύνημα στα σημαντικά προσκυνήματα στο Ναό της Αναστάσεως, στον Πανάγιο Τάφο, σε διάφορα άλλα προσκυνήματα στην Ιερυχό, στον Ιορδάνι Ποταμό αλλά και στη Μονή Σινά θα δούμε ότι κάποιοι και από τους Αγίους αυτής της περιόδου συνδέονται με το Σινά, συνδέονται με τη Σιναϊτική Θεολογική ασκητική παράδοση και μάλιστα λειτουργούν και ως φορείς, ως κομιστές αυτής της παράδοσης, μεταλαμπαδεύουν αυτήν την αρχαία συχαστική παράδοση, ασκητική παράδοση από το Σινά στο Άγιον Όρος και σε άλλες περιοχές, στην Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη ασφαλώς, η οποία Κωνσταντινούπολη διακρίνεται κατά την περίοδο αυτή για την έντονη παρουσία του μοναχισμού αλλά και για την άθιση του μοναχισμού μέσα στον αστικό χώρο του αστικού μοναχισμού αλλά και των μοναστηριών που αναπτύσσονταν και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσαν έξω από την Κωνσταντινούπολη. Ο Αθανάσιος λοιπόν πραγματοποιεί αυτό το ταξίδι στους Αγίους Τόπους αλλά και σε σημαντικά μοναστικά κέντρα της Μικράς Ασίας, στο όρος του Αγίου Αυξεντίου, στο Γαλήσιο Όρος, ένα πολύ σημαντικό κέντρο που γνωρίζουμε ότι πριν από κάποιους αιώνες είχε ασκηθεί εκεί και είχε δημιουργήσει ένα πάρα πολύ σημαντικό μοναστήρι ο Όσιος Λάζαρος ο Γαλισιώτης και τελικά χειροτονείται εκεί στο Γαλήσιο Όρος ιερέας, έχει μάλιστα και μία αποκάλυψη ότι θα ανέλθει στον Πατριαρχικό Θρόνο αλλά επιστρέφει στο Άγιον Όρος γύρω στο 1278, δώδεκα περίπου χρόνια αργότερα, επιστρέφει στο Άγιον Όρος και εξαιτίας των διωγμών που εξαπολεί ο φιλεενωτικός Πατριάρχης Ιωάννης Βέκος ανακάζεται να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος και να αναχωρήσει και πάλι για το Γαλήσιο Όρος και από εκεί να μεταβεί σε ένα άλλο νέο μοναστικό κέντρο στο μοναστικό κέντρο του Όρους Γάνου στην Θράκη, στο Μεθώριο θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Θράκης όπου εξελίσσεται σε ένα σημαντικό μοναστικό κέντρο κατά την περίοδο αυτή με πρωτοβουλία και του Αγίου Αθανασίου του Πρώτου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι σε πηγές αυτής της περιόδου ο Αθανασίος χαρακτηρίζεται, δεν χαρακτηρίζεται απλά ως Πατριάρχης αλλά χαρακτηρίζεται και με την προσωνημία ο Γανίτης και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στο Όρος Γάνος ο Αθανασίος δεν ιδρύει μόνο ένα πολύ σημαντικό μοναστικό κέντρο και ένα κοινόβιο ανδρικό αλλά ιδρύει και ένα γυναικείο κοινόβιο το οποίο μάλιστα είναι συνδεδεμένα με τη μορφή των διπλών μονών, των διπλών μοναστηριών που έχουν μια πολύ μακρά παράδοση στον μοναχισμό και μάλιστα συνεχίζει αυτήν την παράδοση των διπλών μοναστικών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο αυτήν τονίζεται ιδιαίτερα για πρώτη φορά το εισηχαστικό πνεύμα και η εισηχαστική πράξη την οποία ακολουθούσε ο Αθανασίος και δίδασε τον Ιησού Χριστό. Ο θεόκτιστος οστουδίτης, ο μαθητής του και βιογράφος του, σημειώνει χαρακτηριστικά ότι τότε αναδείχθηκε σε μια μεγάλη εισηχαστική μορφή ο Αθανασίος και ότι εφυσίχαζε στα μνία αυτά, στα μοναστήρια του Ιησού Χριστού, ασχολούμενος με θεωρίες θείες και τρανωτέρες. Και μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά και αυτό εξηγεί γιατί ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τον εντάση τον Αθανασίο μεταξύ των πατέρων του εισηχασμού στις εισηχασμού. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο θεόκτιστος οστουδίτης ότι δίδασκε μία συγκεκριμένη εισηχαστική μέθοδο προσευχής ο Αθανασίος στους μαθητές του, στους μοναχούς που βρίσκονταν στο Κινώβιο, στο όρος Γάνος. Συγκεκριμένα λέει ότι προηγουμένως καταρχήν τους δίδασκε να μην έχουν κάποια ανθρωπαρέσκεια και να μην στηρίζονται στον εαυτό τους, μη εαυτής όλος θαρρήν σημειώνει χαρακτηριστικά, αλλά να μην έχουν κάποια ανθρωπαρέσκεια. Να μην έχουν κάποια ανθρωπαρέσκεια και να μην στηρίζονται στον εαυτό τους, μη εαυτής όλος θαρρήν σημειώνει χαρακτηριστικά, αλλά να προσβλέπουν πάντοτε στην θεία συνδρομή και στη θεία βοήθεια και τους δίδασκε μια συγκεκριμένη μέθοδο προσευχής με την οποία θα μπορούσαν να αποβάλουν τα πάθη τα οποία εισέρχονταν μέσα στην ψυχή τους. Είπαμε ότι ο Αθανάσιος υπήρξε ένας πολύ σημαντικός κοινωνικός εργάτης, θα μπορούσαμε να πούμε, μέσα από το σπουδαίο έργο που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Και είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι τοποθετήθηκε δύο φορές στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, την τελευταία μεταξύ των ετών 1303 και 1309, όταν παραιτήθηκε και αποσύρθηκε τελικά στο μοναστήρι του, στην Μονή του Αγίου Αθανασίου, στον ξυρόλοφο, όπως είπαμε, της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αθανασίος, ότι κατά την μετακομιδή και κατά την ταφή του στον τάφο του και το ιερό λείψανό τοταν ανακομίστηκε στο μοναστήρι, επιτελούσε πάρα πολλά θαύματα και αυτό προσέδωσε μια μεγάλη αίγλη στο πρόσωπό του και ασφαλώς κατοχύρωσε την αγιότητά του και την ανάδειξή του ως ενός πολύ σημαντικού αγίου σε αυτήν την περίοδο. Την ίδια περίοδο μπορούμε να πούμε ότι εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα που σταδιακά διακρίθηκαν ως οι μεγάλοι διδάσκαλοι του ησυχασμού. Καταρχήν θα πρέπει να μνημονεύσουμε επειδή ήδη κάναμε λόγο για την συναϊτική ασκητική ησυχαστική παράδοση ότι οι πρώτοι και κύριοι φορείς αυτής της παραδόσειος υπήρξαν δύο πρόσωπα που στις πηγές μας είναι γνωστά ακριβώς με την προσωνημία αυτή που προσέλαβαν λόγω της μοναχικής της ασκητικής τους θητείας στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Πρόκειται για τον Όσιο Γρηγόριο τον Σιναϊτη και τον μαθητή του και συνομιλό του τον Όσιο Γεράσιμο τον Σιναϊτη. Έχοντας διαφορετικές αφετηρίες συναντήθηκαν στη Μονή Σινά και ο Γεράσιμος που είχε γεννηθεί στην Εύρυπο δηλαδή στην Εύβοια μεταβαίνοντας μάλιστα γνωρίζουμε ότι ο Γεράσιμος καταγόταν και από μια επιφανή φραγγική οικογένεια της περιοχής των Αθηνών και της Στερεάς Ελλάδος μεταβαίνει στο όρος Σινά και εκεί εγκαταβιώνει στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης ακολουθώντας μάλιστα όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στις πηγές αυτής της περιόδου και κυρίως στον βίο του γέροντά του του Οσίου Γρηγορίου του Σιναϊτη τον οποίον συνέγραψε ο επίσης μαθητής του Οσίου Γρηγορίου ο Πατριάρχης Καλλιστός ο πρώτος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεος ότι ο Γεράσιμος επιδόθηκε σε μία αυστηρή μορφή ασκήσεως ακολουθώντας τα αρχαία πρότυπα ασκήσεως που ο μόνιμος του Παλαιός Άγιος ακολουθούσε δηλαδή ο Οσίος Γεράσιμος ο ασκητής της Παλαιστίνης. Συνδέεται λοιπόν στην Μονή του Σινά με τον Οσίου Γρηγόριο και τον ακολουθεί τελικά στο ταξίδι που ξεκινάει κάποια χρόνια αργότερα προς την Κρήτη. Φτάνουν αρχικά καταπλέουν στην Κρήτη που ενώ είναι ένας σταθμός που αναγκάζονται να πραγματοποιήσουν λόγω μιας θαλασσοταραχής αναγκάζονται να σταθμεύσουν στους καλούς λιμένες της Κρήτης. Είναι το γνωστό λιμάνι στο οποίο γνωρίζουμε ότι είχε καταπλέψει και ο Απόστολος Παύλος σύμφωνα με τις πράξεις των Αποστόλων. Εκεί ωστόσο γνωρίζουν έναν πολύ σημαντικό ησυχαστή ο οποίος ζούσε σε ένα σπήλαιο τον Αρσένιο τον ησυχαστή όπου μυήθηκαν κατά κύριο λόγο από τον Αρσένιο στην ησυχαστική αυτήν παράδοση που είχαν γνωρίσει ήδη όπως είπαμε στη Μονή του Σινά. Ασκήθηκαν λοιπόν στη φυλακή του νοός, στη νύψη και στην καθαρά προσευχή όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο βίο του Οσίου Γρηγορίου του Σιναίτη. Τελικά δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, πιθανολογούμε ότι ο Γεράσιμος ακολούθησε στο επόμενο σταθμό του γέροντα του τον Γρηγόριο τον Σιναίτη που ήταν το Άγιον Όρος και γνωρίζουμε ότι αρχικά ο Οσίος Γρηγόριος ο Σιναίτης με τον Γεράσιμο εγκαταβίωσαν στη Σκήτη του Μαγουλά αφού έκαναν μια κατόπτευση θα μπορούσαμε να πούμε του χώρου σε αυτό το σπουδαίο μοναστικό κέντρο στο Άγιον Όρος αναζητώντας να βρουν ασκητές που ακολουθούσαν αυτήν την ησυχαστική παράδοση. Σημειώνεται λοιπόν ότι στη Σκήτη του Μαγουλά που είναι μια σκήτη στα όρια μεταξύ των μονών Φιλοθέου και Ιβήρων που ήταν μια αρχαία σκήτη γνωρίζουμε λοιπόν από τον Βιο του Γρηγορίου του Σιναίτη ότι εκεί εντόπισαν για πρώτη φορά ασκητές που είχαν μία γνώση όχι μόνο να ακολουθούσαν την ησυχαστική πράξη όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά αλλά είχαν και μία γνώση της ησυχαστικής θεωρίας και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο επέλεξαν την σκήτη του Μαγουλά ως τον πρώτο σταθμό στον οποίο εγκαταβιώνουν στο Άγιον Όρος. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι την περίοδο αυτή κατά την οποίαν καταφθάνουν στο Άγιον Όρος κατά τον 14ο δηλαδή αιώνα από τις πρώτες ήδη δεκαετίες του 14ου αιώνα το Άγιον Όρος αντιμετωπίζει μία πάρα πολύ σοβαρή απειλή όπως και όλος το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου Πελάγους και οι υπόλοιπες παράλειες περιοχές. Η απειλή αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι εμφανίζεται και εξελίσσεται σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο της πειρατίας στο Αιγαίο από Τούρκους πειρατές, από αγαρινούς πειρατές οι οποίοι είτε με πιο άτακτο τρόπο είτε και με πιο συστηματικό τρόπο λυίζονται, λυστεύουν, πραγματοποιούν επιδρομές σε διάφορα κέντρα αστικά, σε παράλια του Βυζαντίου και μεταξύ αυτών επιλέγουν αρκετά συχνά ως στόχο τους και τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτές λοιπόν οι επιδρομές των Τούρκων, των αχεμενιδών Τούρκων όπως καταγράφονται με το αρχαίο αυτό εθνωνύμιο που υιοθετήθηκε από τους βυζαντινούς συγγραφείς για να χαρακτηρίσει τους Τούρκους ως αχεμενίδες καταγράφονται στις πηγές αυτής της περιόδου. Αναγκάζει και τον Γρηγόριο, ασφαλώς και τον Γεράσιμο αλλά και πολλούς άλλους αγιορείτες ασκητές όπως θα δούμε μεταξύ αυτών είναι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι ο Άγιος Αθανάσιος ο Μετεωρείτης, ο ιδρυτής της περίφημης μονής της μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Πλατήληθο στη μοναχική πολιτεία των Μετεώρων τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν προσωρινά το Άγιον Όρος και έτσι λοιπόν εγκαταλείπουν το Άγιον Όρος και ο Γρηγόριος και ο Γεράσιμος και ο πρώτος τους σταθμός είναι η Θεσσαλονίκη σε ένα ταξίδι που πραγματοποιούν αναζητώντας έναν ασφαλή χώρο για να συνεχίσουν να πήξουν τις ασκητικές τους καλύβες να ιδρύσουν δηλαδή νέα ασκητήρια και να συνεχίσουν αυτή την άσκηση την αρχαίγονη μορφή άσκησης μέσω της ησυχαστικής θεωρίας και πράξεως πρώτος τους λοιπόν σταθμός καθίσταται η Θεσσαλονίκη ασφαλώς καθίσταται η Θεσσαλονίκη διότι η Θεσσαλονίκη γνωρίζουμε ότι διατηρεί μία οχύρωση μία ασφαλή οχύρωση παραμένει μία οχυρή πόλη που παρέχει ασφάλεια στους κατοίκους της αλλά και στους επισκέπτες της και μάλιστα είναι μία πόλη θα μπορούσαμε να πούμε πολυσιλεκτική κατά την περίοδο αυτή αν δεχθούμε και τις πολύ όμορφες περιγραφές που παρέχει για την πόλη του για τη γενέτειρά του ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος τις βιογραφίες των συγχρόνων του Αγίων που συγγράφει κατά την περίοδο αυτή όπου σημειώνει για τη Θεσσαλονίκη ότι φιλοξενούσε και στον χώρο της τον ίδιο τρόπο τόσο τους γηγενείς κατοίκους της όσο και όλους τους ξένους που έρχονταν σε αυτή παρέχοντας μάλιστα μία τέτοια ανοικτή υποδοχή και φιλοξενία προς τους ξένους ώστε και οι ξένοι οι οποίοι έρχονταν στην πόλη να θέλουν να παραμείνουν σε αυτήν και να θέλουν να ονομάζονται και αυτοί Θεσσαλονικοί δηλαδή να θέλουν να αποκτήσουν και αυτοί θα μπορούσαμε να πούμε την ηθαγένεια του κατοίκου της Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι λοιπόν φτάνουν στη Θεσσαλονίκη η Θεσσαλονίκη παραμένει εκτός από ένα ασφαλές καταφύγιο για τους ξένους και για τους μοναχούς όπως είπαμε παραμένει και ένα κέντρο του μοναχισμού αφού εξακολουθεί όπως είδαμε και από την περίπτωση του Αγίου Αθανασίου και του Πατριάρχη αλλά και από άλλες περιπτώσεις να εξακολουθούν να λειτουργούν πολύ σημαντικά μοναστήρια, μοναστικά κέντρα, κοινόβια ή και ασκητήρια εντός και ασφαλώς και εκτός των τυχών της πόλεως και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο καταφθάνει ο Γρηγόριος και ο Γεράσιμος ο Σιναϊτης καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη με μαθητές τους όπως είναι ο μετέπειτα Πατριάρχης Ισίδωρος ο Βουχηράς που καταγόταν επίσης από την Θεσσαλονίκη, ο μετέπειτα Πατριάρχης Κάλιστος ο πρώτος Κωνσταντινουπόλεος όπως επίσης και ένας μεγάλος ασκητής, μια μεγάλη ασκητική μορφή και Άγιος του Σλαβικού κόσμου ο Όσιος Θεοδώσιος ο Τυρνοβίτης δεδομένου ότι γνωρίζουμε ότι ο Γεράσιμος ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης απέκτησε τόσο μεγάλη φήμη στο Άγιον Όρος που προσήλθαν κοντά του για να ασκητεύσουν και να διδαχθούν την ισυχαστική θεωρία και πράξη και πάρα πολλοί μοναχοί οι οποίοι κατάγονταν είχαν σλαδική καταγωγή ιδίως από την περιοχή του Τυρνόβου. Γνωρίζουμε ότι έχουμε μια σημαντική θεολογική σχολή στο θεολογική παράδοση που λειτουργεί την περίοδο αυτή στο Τύρνοβου με τον μεγάλο ασκητή Αγιορείτη και Μητροπολίτη Τυρνόβου τον Ευθύμιο τον Θεοδώσιο που αναφέραμε τον Τυρνοβύτη ή τον Ρωμίλο της Ραβάνιτσας τον όσιο Ρωμίλο τον Ισυχαστή ο οποίος είναι επίσης μια από τις σπουδαίες ισυχαστικές μορφές αυτής της περιόδου στο Άγιον Όρος. Φτάνουν λοιπόν στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα γνωρίζουμε ότι εδώ στη Θεσσαλονίκη θα παραμείνει ως το τέλος της ζωής του σε ένα μοναστήρι της Θεσσαλονίκης ο Όσιος Γεράσιμος ο Σιναϊτης αφού προηγουμένως έχει πραγματοποιήσει ένα σημαντικό ιεραποστολικό έργο στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα και στην πατρίδα του στη γενέτειρά του την Εύβοια που τον χαρακτηρίζει και τον προσδιορίζει το συγκαταλέγι μεταξύ των μεγάλων ιεραποστολικών θα μπορούσαμε να πούμε μορφών αυτής της περιόδου σε περιοχές που αντιμετώπιζαν ασφαλώς σοβαρά προβλήματα ιδίως μετά το τέλος της φραγκοκρατίας και έτσι λοιπόν έρχεται να ενισχύσει το ορθόδοξο φρόνημα των χριστιανών αυτών των περιοχών αλλά και να διδάξει τον μοναχισμό και να ιδρύσει μοναστήρια όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο βίο του ο Σίου Ρηγορίου του Σιναίτη για τον μαθητή του Γεράσιμο ότι έπραξε στον χώρο ιδίως τον στερεοελλαντικό χώρο με τις περιοδίες του αυτές. Τελικά καταλήγει ο Γεράσιμος και παραμένει ως το τέλος της ζωής του στην Θεσσαλονίκη και γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο αυτή λαμβάνουμε σημαντικές πληροφορίες από το βίο του Αγίου Ισυδόρου του Βουχειρά, του Μητροπολίτη του Μετέπειτα Πατριάρχικου Στινουπόλεως ο οποίος καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη που γνωρίζουμε ότι εδώ συνδέθηκε πνευματικά και κατέστη υποτακτικός του ο Σίου Γερασίμου στην Θεσσαλονίκη, κατέστη πνευματικός του και μισταγωγός του στην ασκητική ζωή ο Όσιος Γεράσιμος του Αγίου Ισυδόρου και τελικά εκκοιμήθη οσιακά στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα ο Γεράσιμος στη Θεσσαλονίκη. Για τον Γρηγόριο όμως, τον γέροντα του τον Όσιο Γρηγόριο το Σιναείτη γνωρίζουμε ότι τελικά δεν παρέμεινε με τους μαθητές του στην Θεσσαλονίκη, αλλά συνέχισε τις μετακινήσεις του κινούμενος προς την Κωνσταντινούπολη όπου γνωρίζει πολύ μεγάλη αποδοχή το πνευματικό και το ησυχαστικό έργο του Αγίου Γρηγορίου του Σιναείτη και βέβαια γνωρίζουμε ότι επιστρέφει μετά για μια δεύτερη φορά στο Άγιον Όρος όπου θα συνεχίσει να λειτουργεί ως το κέντρο όλης αυτής της ησυχαστικής παραδόσειος και τελικά θα αναχωρήσει και πάλι από το Άγιον Όρος για να ιδρύσει ένα νέο μοναστικό κέντρο στα παρόρια της Θράκης στο μεθόριο μεταξύ των Βυζαντινών συνορών, το συνορό μεταξύ του Βυζαντίου και της Βουλγαρίας λαμβάνοντας μάλιστα σημαντική ενίσχυση για το έργο του αυτό και από τους Βούλγαρους ηγεμόνες. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ο Γρηγόριος θέτει τις βάσεις, θα μπορούσαμε να πούμε, διαχαίοντας την ησυχαστική παράδοση του ησυχασμού στο Άγιον Όρος, στην Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη και στο μοναστικό κέντρο, όπως είπαμε, των παρορίων. Θα μπορούσαμε, εάν είχαμε ένα χάρτη, να σημειώσουμε πάνω και σημειώναμε τις μετακινήσεις των ησυχαστών Αγίων, να δούμε ότι όλο αυτό το δίκτυο των ησυχαστών Αγίων κινείται σε αυτές τις περιοχές και διαχαίεται κατά αυτόν τον τρόπο η παράδοση ησυχαστική. Βέβαια, διαχαίεται κυρίως μέσω του γεγονότος ότι ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτής καθίσταται διδάσκαλος του ησυχασμού και για τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Γνωρίζουμε ότι ο μεγάλος αυτός πατέρας του ησυχασμού, το πρόσωπο αυτό που κατεξοχήν ταυτίστηκε με τον Βυζαντινό ησυχασμό, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που ήλικε την καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη και έδρασε και στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος ως αγιορείτης ασκητής για μια σημαντική περίοδο της ζωής του. Γνωρίζουμε ότι πέρα από την πρώτη ησυχαστική μύηση που είχε στην Κωνσταντινούπολη διδασκάλους όπως ο μετέπειτα Θεόλιπτος Μητροπολίτης Φιλαδελφίας, κατεξοχήν μυήθηκε στον ησυχασμό γνωρίζοντας τον Άσιο Γρηγόριο τον Σιναϊτής στο Άγιον Όρος. Παρά το γεγονός ότι έχουμε αποκλίνουσες απόψεις από τη σύγχρονη έρευνα ως προς το ερώτημα εάν οι δύο αυτοί μεγάλοι ασκητές και πατέρες του ησυχασμού συναντήθηκαν στο Άγιον Όρος, νεότερα στοιχεία καταδεικνύουν ότι πράγματι συναντήθηκαν και πράγματι είχαν μια ιδιαίτερα στενή συνεργασία και ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλαβε πολλά στοιχεία από την ησυχαστική βιωτή και τη δασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Σιναϊτη. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στο πρωτόλοιο σύγγραμμα του, στο πρωτόλοιο έργο του που είναι ένας εγκωμιαστικός λόγος στον Άγιο, στον Όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, αυτήν την οσιακή μορφή που χάνεται μέσα στον θρύλο της άδειλης φάσης του μοναχισμού στη διάρκεια του 8ου ή των αρχών του 1ου αιώνα στο Άγιον Όρος. Στο πρωτόλοιο λοιπόν αυτό έργο του, στον εγκωμιαστικό του λόγο, διακρίνονται στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν ότι πιθανότατα το έργο αυτό, το οποίο απευθύνεται σε μια ιερά ξυνορίδα, δηλαδή σε μια συνοδεία ιερών προσώπων που τα χαρακτηρίζει ως ιερά πρόσωπα ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης, δεν εκφωνήθηκε αλλού παρά στη σκήτη του Μαγουλά, σε αυτήν δηλαδή την ησυχαστική βάση του Οσίου Γρηγορίου του Σιναϊτη και των μαθητών του, όπου γνωρίζουμε ότι το αρχαιότερο κελί της σκήτης αυτής έφερε την ονομασία Πετρονούφριος, γιατί ακριβώς τιμόνταν στην μνήμη του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτη και του Οσίου Ονουφρίου του Μεγάλου του Αιγυπτίου. Και βέβαια ενισχυτικό στοιχείο αυτής της σύνδεσης των δύο ομώνυμων αυτών μεγάλων ησυχαστών πατέρων, των δύο Γρηγορίων, είναι και το γεγονός ότι οι μαθητές του Οσίου Γρηγορίου του Σιναϊτη είναι αυτοί οι οποίοι κατά κύριο λόγο συνέδραμαν τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά στο σπουδαίο ησυχαστικό του έργο, και με τις υπογραφές στον περίφημο αγιοριτικό τόμο του 1339-1340, όπου γνωρίζουμε ότι υπέγραψαν κάποια από τα πρόσωπα αυτά, ο Πατριάρχης Κάλιστος, τότε ησυχαστής Κάλιστος, ο Ισίδωρος και άλλα πρόσωπα. Και κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούμε να θεωρήσουμε πολύ πιθανό έως βέβαιο ότι υπήρξε στο Άγιον Όρος αυτή η πρώτη επικοινωνία των προσώπων αυτών, όπως επίσης συντύνουν στο συμπέρασμα αυτό και οι κοινές τους αφήξεις και αναχωρήσεις από το Άγιον Όρος. Ίσως θα έπρεπε στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι στον κύκλο των ησυχαστών αγίων της Θεσσαλονίκης διακρίνονται πρόσωπα τα οποία κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη και διέπρεψαν και άσκησαν μια πολύ μεγάλη πνευματική επιρροή ως ησυχαστές στο Άγιον Όρος. Και μας είναι γνωστό αυτό το σπουδαίο πνευματικό έργο που άσκησαν στο Άγιον Όρος λόγω των εκτενών βίων τους που μας έχουν διασωθεί και μας παραδίδονται από τον σημαντικότερο βιογράφο και αγιολόγο θα μπορούσαμε να πούμε αυτής της περιόδου που δεν είναι άλλος από τον επίσης Θεσσαλονικέας στην καταγωγή Φιλόθεο τον Κόκκινο τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλαιος τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλαιος. Ο Φιλόθεος μας είναι γνωστό ότι έχει γράψει αρκετά κείμενα για τους αγίους της Θεσσαλονίκης και μάλιστα για συγχρόνους του αγίους και ιδιαίτερα και για πρόσωπα τα οποία και ο ίδιος είχε γνωρίσει. Ο ίδιος ο Φιλόθεος ο Κόκκινος είχε γνωρίσει ή είχε συναναστραφεί στο Άγιον Όρος με συνασκητές αυτών των προσώπων. Έτσι λοιπόν αξίζει να μνημονεύσουμε καταρχήν τον Όσιο Γερμανό τον Μαρούλη από την λαμπρή οικογένεια, την αρχοντική οικογένεια Μαρούλη στο Βυζάντιο, τον Όσιο Σάβα τον Διαχριστόν Σαλό και Μυροβλίτη αργότερα, όπως και τον Ισίδωρο τον Βουχειρά τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Για τα πρόσωπα αυτά και κυρίως για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά του οποίου υπήρξε ο σημαντικότερος βιογράφος, ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος μας έχει παραδώσει πολύ διεξοδικές βιογραφίες, οι οποίες μάλιστα έτηχαν μιας ιδιαίτερα επιμελημένης και σημαντικής εκδόσειος πριν από κάποιες δεκαετίες από τον αείμνηστο καθηγητή Δημήτριο Τσάμη, εδώ καθηγητή της Θεολογικής μας σχολής και εκδόθηκαν στην σειρά Θεσσαλονικής βυζαντινή συγγραφής του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου μας. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τη δυνατότητα να εγκύψουμε και να μελετήσουμε τα κείμενα αυτά, όπου δεν λαμβάνουμε μόνον σπουδαίες, πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες, όχι μόνον βιογραφικά στοιχεία για τα πρόσωπα αυτά, αλλά και γενικότερα ιστορικές πληροφορίες για το Άγιον Όρος, για τη ζωή των ασκητών στο Άγιον Όρος, αλλά ακόμη και για την καθημερινότητα στην Κωνσταντινούπολη, στην Θεσσαλονίκη ή και για την πολιτική ιστορία του Βυζαντιού κατά την περίοδο αυτή. Κυρίως, όμως, έχουμε στις βιογραφίες αυτές διεξοδικές αναφορές για τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν και ασκούνταν τα πρόσωπα αυτά, ασκήθηκαν τα πρόσωπα αυτά, αρχικά κάποια από αυτά στην Θεσσαλονίκη, εν συνεχεία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο Άγιον Όρος, όπως ο Όσιος Γερμανός ο Μαρούλης, ο οποίος και εγκαταβίωσε τελικά στη Λάβρα, στο χώρο της Μεγής της Λάβρας, στο χώρο ασκήσεως και στο ασκητήριο που είχε ιδρύσει εκεί, ή ο Όσιος Σάββας ο Διαχριστός Αλώστον, ο οποίον είχε γνωρίσει επίσης ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος στην Μονή Βατοπεδίου και παρά το γεγονός ότι ήταν επιφυλακτικός σε αυτήν την ιδιάζουσα μορφή άσκησης, την διαχριστών σαλότητα, περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο αυτήν την ισυχαστική μωρία θα μπορούσαμε να πούμε, όπως την χαρακτηρίζει ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο Όσιος Σάββα του διαχριστών σαλού, ο οποίος τελικά ασκήτευσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και εκκινήθη στην περίφημη Μονή του Σωτήρος Χριστού της χώρας στην Κωνσταντινούπολη και ο οποίος ωστόσο τιμήθηκε ιδιαίτερα στο Άγιον Όρος και μάλιστα η παράδοση η αγιολογική για τον Όσιος Σάββα των διαχριστών σαλό και μυροβλίτη επεκτείνεται και επιβιώνει ως και στη διάρκεια του 19ου αιώνα όταν μάλιστα ταυτίστηκε με τον αδιάγνωστο εκείνον Άγιο του οποίου ευωδίαζαν τα οστά στη Μονή Βατοπεδίου και ο οποίος ονομάστηκε Ευδόκημος ο Νεοφανής. Από κάποιους δε αγιορείτες κατά την περίοδο εκείνη ο Ευδόκημος ο Νεοφανής δεν ήταν άλλος από τον Όσιος Σάββα τον νέο. Έτσι λοιπόν λαμβάνουμε πολύτιμες πληροφορίες, περιγραφές για τη Θεσσαλονίκη όπως αναφέραμε ως μία έχουμε τις λεγόμενες εκφράσεις δηλαδή ρητορικές εγκωμιαστικές περιγραφές και της Θεσσαλονίκης και του Αγίου Όρους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιμένει ιδιαίτερα ο Φιλόθεος ο Κόκκινος στην περιγραφή και στον εγκωμιασμό τόσο της γενέτειράς του Θεσσαλονίκης όσο και της πνευματικής γενέτειράς του του Αγίου Όρους στο να εγκωμιάσει τη γενέτειρά του, στο να εγκωμιάσει τη χώρα των αρετών χώρα το Άγιον Όρος, την περίφημο των ασκητών χώρα όπως χαρακτηρίζει σε διάφορα σημεία το Άγιον Όρος και να μας δώσει πολύ σημαντικές εκφράσεις, όπως άλλωστε τέτοιες εκφράσεις εγκωμιαστικές δηλαδή εγκωμιαστικούς χαρακτηρισμούς συναντούμε και σε άλλα κείμενα αυτής της περιόδου. Είναι χαρακτηριστική για παράδειγμα η έκφραση του Αγίου Όρους που μας έχει ισοθεί στο βίο του Αγίου Αθανασίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως που συνέγραψε ο ησυχαστής θεολόγος και μοναχός Ιωσήφ ο Καλλόθετος. Έτσι, λοιπόν, μας παραδίδεται ένας πλούτος πληροφοριών στα κείμενα αυτά και από όλα αυτά τα κείμενα θα άξιζε ιδιαίτερα να μνημονεύσουμε και να επιμείνουμε για λίγο στο βίο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του μεγάλου αυτού πατέρα και υπέρμαχου του Βυζαντινού ισυχασμού που θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρέθηκε ακριβώς στο επίκεντρο των ισυχαστικών ερήδων και τόσο με το συγγραφικό του έργο, με τις τριάδες του υπέρ των ιερώς ισυχαζόντων, με τα υπόλοιπα ισυχαστικά του έργα, όπως βέβαια και άλλοι από τους μεγάλους αυτούς ισυχαστές θεολόγους παρέδωσαν σχετικά έργα και ο Άγιος Όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης με σπουδαία ισυχαστικά συγγράμματα, εν συνεχεία οι μαθητές τους ο Πατριάρχης Κάλιστος ο Πρώτος και ο Πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος ο οποίος τον διαδέχθηκε στις δύο εναλασσόμενες πατριαρχίες τους μας έχουν αφήσει πολύ σπουδαία θεολογικά συγγράμματα στα οποία υπεραμείνονται της θεολογικής παραδόσιας του ισυχασμού αλλά ταυτόχρονος αποτελούν και διδασκαλία του βυζαντινού ισυχασμού της ισυχαστικής παράδοσης για τους μοναχούς. Και βέβαια είπαμε ότι θα επισημάνουμε ιδιαίτερα την κεντρική παρουσία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως αγιορείτη ισυχαστή καταρχήν όταν εγκατέλειψε την γενέτειρά του μετά την Κωνσταντινούπολη μετά από λαμπρές σπουδές που είχε πραγματοποιήσει εκεί που τον είχαν καταστήσει περίφημο και στην Κωνσταντινούπολη με δάσκαλο ακόμη και τον σπουδαίο διδάσκαλο αυτής της περιόδου τον Μάξιμο Πλανούδη. Η ισυχαστική λοιπόν περίοδος της ζωής του στο Άγιον Όρος που είναι μια πάρα πολύ σημαντική περίοδος όπως επίσης και στην σκήτη της Βερίας, στην γειτονική σκήτη της Βερίας όταν εγκαταλείπει όπως και ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης και ο Άγιος Αθανάσιος ο μετεωρήτης στο Άγιον Όρος και μεταβαίνουν δυτικότερα, μεταβαίνει δυτικότερα όπως δηλαδή και ο Αθανάσιος ο μετεωρήτης που γνωρίζουμε ότι μετά την Θεσσαλονίκη ο Άγιος Αθανάσιος και αυτός μετέβη στην Βερία αρχικά αλλά τελικά καταλήγει στην ερημική άηκο τοποθεσία των μετεωρικών λήθων, των υψίκομων αυτών λήθων όπως σημειώνεται στο βίο του Αγίου Αθανάσιου του μετεωρήτη για να ασκητεύσει αρχικά ως υποτακτικός και στη συνέχεια ως πνευματικός πατέρας ενός πολύ σημαντικού κοινοβίου όπως είναι το κοινόβιο, υπήρξε το κοινόβιο της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, το μεγάλο μετέωρο όπως είναι σήμερα γνωστό στη μοναχοπολιτεία των μετεώρων. Ο Παλαμάς όμως παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, γνωρίζουμε ότι ασκητεύσε στην Σκήτη της Βερίας μια διαμορφωμένη Σκήτη κατά την περίοδο ήδη την Μεσοβυζαντινή αφού μας είναι γνωστό ότι στην περιοχή αυτήν του Αλιάκμωνα Σκήτη είχε εγκαταβιώσει και ο Όσιος Αντώνιος ο Νέος ο Εν Βερία και μάλιστα γνωρίζουμε από τον βίο που συνέγραψε ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος ότι πιθανότητα θα παρέμενε και διαβίου ως ασκητής εκεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εάν οι ανάγκες δεν τον οδηγούσαν και πάλι στο Άγιον Όρος και τελικά οι εκκλησιαστικές συνθήκες δεν τον ανεδείκνυαν αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης μετά την άνοδο του Ιωάννη του έκτου του Κατακουζινού στον αυτοκρατορικό θρόνο που σημειώνουμε ιδιαίτερα την παρουσία αυτού του προσώπου διότι γνωρίζουμε ότι υπήρξε υπέρμαχος της αισυχαστικής παραδόσσεως και γνωρίζουμε μάλιστα ότι και ο ίδιος περί τα τέλη του βίου του έλαβε το μοναχικό σχήμα και κατέστη μοναχώς τελείωσε τον βίο του ως μοναχός Ιωάσαφ ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο έκτος ο Κατακουζινός. Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς λοιπόν κατέχει μία λαμπρή θέση στην Θεσσαλονίκη. Αναφέραμε ότι στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, αναφέραμε ότι με μεγάλη δυσχέρεια κατόρθωσε τελικά να εισέλθει στην Θεσσαλονίκη χωρίς να έχει τη δυνατότητα αρχικά της πρόσβασης και της εγκατάστασης στη Μητρόπολη του λόγω της επανάστασης του κινήματος των ζηλωτών. Μετά όμως το τέλος του κινήματος των ζηλωτών εισέρχεται στην Θεσσαλονίκη και επιτέλους ένα σημαντικό πειμαντικό και πνευματικό κατά κύριο λόγο έργο. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Θεσσαλονίκη μας είναι γνωστό ότι εξεφώνησε πολλές από τις ομιλίες του σε αυτό το σπουδαίο ομιλιάριό του που μας έχει διασωθεί αποτελούμενο από 63 ομιλίες του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με σπουδαίο θεολογικό και εκκλησιαστικό εορτολογικό περιεχόμενο και βέβαια γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια μιας μετάβασής του από τη Θεσσαλονίκη προς την Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση όλων αυτών των κρίσιμων θεολογικών ζητημάτων ότι ο Παλαμάς ως Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης εχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην Προύσα την έδρα των Οθωμανών του Οσμάν, του Σουλτάνου Οσμάν και των Οσμανλίδων δηλαδή Τούρκων και εκεί γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της εχμαλωσίας του που δίρκησε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα διεξήγαγε κάποιους πολύ σημαντικούς θεολογικούς διαλόγους με τους θεολόγους, με τους μουσουλμάνους θεολόγους της αυλής του Τούρκου Σουλτάνου που μάλιστα μας είναι γνωστή από τα έργα τα οποία απέστηλε, συνέγραψε και απέστηλε στην εαυτού εκκλησίαν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκτός όλων των άλλων ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καθίσταται και ο πρώτος απολογητής αυτής της περιόδου, ο πρώτος σημαντικός απολογητής αυτής της περιόδου του χριστιανισμού έναντι της ισλαμικής θρησκείας από τους διαλόγους του αυτούς, τον διάλογο προς τους αθαίους Χιώνας, την επιστολή του προς την εαυτού εκκλησίαν σώζονται πολύτιμες πληροφορίες και κυρίως το θεολογικό περιεχόμενο, τα θεολογικά επιχειρήματα με τα οποία αντιμετώπισε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τους μουσουλμάνους θεολόγους. Και βέβαια γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απεβίωσε τελικά ως αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης και ότι το ιερό λειψανό του ενταφιάστηκε εντός του ναού της Αγίας Σοφίας, όπου και φυλασσόταν για όλη σχεδόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μάλιστα ότι αναδείχθηκε λόγω αυτού του σπουδαίου θεολογικού έργου και της παραδόσεως της εκκλησιαστικής, της εκκλησιαστικοποίησης θα μπορούσαμε να πούμε της ησυχαστικής παράδοσης, του γεγονότος δηλαδή ότι εισήγαγε την ησυχαστική παράδοση μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο και κατέστησε γνωστή αυτή την μακραίωνη μοναχική παράδοση και μάλιστα προσιτεί όχι μόνο στους μοναχούς, στους ασκητές αλλά γενικότερα στους χριστιανούς της εποχής του. Για αυτόν ακριβώς το λόγο τιμήθηκε ως ένας μεγάλος άγιος και πατέρας της εκκλησίας και μάλιστα γνωρίζουμε ότι αυτό πραγματοποιήθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο αφού στον συνοδικό τόμο που συντάχθηκε επί Πατριαρχίας του μαθητή του του Φιλοθέου Κοκκινού το 1368, στη Σύνοδο του 1368, στον συνοδικό τόμο Καταπρόχορου Κυδώνιο όπου καταδικάζεται ο αντισυχαστής Πρόχορος Κυδώνης παράλληλα εξέρεται και κατοχυρώνεται με συνοδικό τρόπο και εδραιώνεται με συνοδικό τρόπο η λειτουργική μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι καταγράφεται στον συνοδικό αυτόν τον τόμο όπως και στο βίο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ότι είχε ζητηθεί από την τοπική εκκλησία της Θεσσαλονίκης από τους τοπικούς εκκλησιαστικούς άρχοντες να αποστήλουν προς επικύρωση και επιβεβαίωση της αγιότητάς του και τον μακρύ κατάλογο θαυμάτων του που επιτελούσε το ιερό λείψανο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην Θεσσαλονίκη. Όπως και πράγματι συνετάγει και απεστάλλει στην Κωνσταντινούπολη ένας τέτοιος κατάλογος με τα θαύματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Είναι θα μπορούσαμε να πούμε ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση με την οποία τα θαύματα εντάσσονται μέσα στην συνοδική διαδικασία ως ένα καθοριστικό τεκμήριο αναδείξεως των νέων Αγίων στο Βυζάντιο. Και βέβαια είναι πολύ σημαντικό και θα πρέπει να πούμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τιμήθηκε, μάρτυρες της πρόημης λειτουργικής τιμής ακόμη και πριν από τον συνοδικό αυτόν τον τόμο του 1368, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκτιμήθη το 1359, γνωρίζουμε ότι ταυτόχρονα αμέσως μετά το θάνατό του αγιογραφήθηκε σε εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, της Βερίας και ακόμη και της Καστοριάς και μας έχουν σωθεί οι τυχογραφίες αυτές, κυρίως όμως και στο Άγιον Όρος, όπου έχουμε την πιο πρόημη αποικώνησή του ως Αγίου σε τυχογραφία στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων στη Μονή Βατοπεδίου, λίγα μόλις χρόνια μετά την κίνησή του στην Θεσσαλονίκη. Αξίζει μάλιστα να πούμε ότι τιμήθηκε με ιδιαίτερο τρόπο ο Άγιος Γρηγόρος ο Παλαμάς και μέσα από την βιογραφία του και πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι χαρακτηριστικό ότι ο βίος του που συνέταξε ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος είναι η εκτενέστερη βιογραφία που μας σώζεται στο σύνολο της Βυζαντινής αγιολογικής παράδοσης, είναι ένα εξαιρετικά εκτενές βιογραφικό κείμενο αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος με ρίμνησε και για την εξήμνησή του συνθέτοντας την ακολουθία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά γνωρίζουμε ότι ο Φιλόθεος Κόκκινος μεταξύ των έργων του συμπεριέλαβε και πάρα πολλά υμνογραφικά έργα, υπήρξε δεινός συνθέτης υμνογραφικών κειμένων και βέβαια με ρίμνησε γενικότερα για την συνέχιση αυτής της αγιολογικής παράδοσης για το πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σε τέτοιο σημείο ώστε στη διάρκεια της τουγκρατίας να προβληθεί και ως συμπολιούχος της Θεσσαλονίκης μαζί με τον Άγιο Δημήτριο και γνωρίζουμε μάλιστα ότι για κάποια περίοδο ο Μητροπολιτικός Ναός όταν ο Ναός του Αγίου Δημητρίου είχε μετατραπεί σε τζαμί, συντιμόνταν ως συμπολιούχοι ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Γρηγορίος ο Παλαμάς στο Μητροπολιτικό Ναό και βέβαια προβλήθηκε ιδιαίτερα και αναθερμάθηκε η τιμή προς το πρόσωπό του μέσα από ένα έργο που γράφεται και εκδίδεται στα τέλη του 18ου αιώνα από τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο όπως θα δούμε και στο επόμενο μας μάθημα όταν θα μιλήσουμε για τους νεότερους Αγίους της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Πολύ σύντομα, γιατί ο χρόνος μας είναι πλέον περιορισμένος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι εκτός από τον Άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο που επίσης αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μορφές στο Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης, καταγόμενος και ο ίδιος από την Θεσσαλονίκη και μάλιστα γνωρίζουμε με βάση ένα σύγχρονο του συναξάριο, ένα συναξάριο που γράφτηκε λίγο μετά την κοίμησή του και προσθέτει, εκδόθηκε πρόσφατα και προσθέτει νέα στοιχεία στη βιογραφία του, γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος είχε καρύ μοναχός, είχε λάβει το μοναχικό σχήμα στη Μονή Χορταήτου, στη Βυζαντινή Μονή Χορταήτου στον χορτιάτη, στους πρόποδες του όρους χορταήτη της Θεσσαλονίκης, ακολούθησε μία μακρά ασκητική πορεία στο Άγιον Όρος όπου μετέβη όπως είπαμε και ακολουθώντας τα ίχνη και την παράδοση και άλλων θεσσαλονικαίων μεγάλων αγίων και μάλιστα αναδείχθηκε και σε ηγούμενο της Μονής της Μεγής της Λαύρας ο Άγιος Φιλόθεος και κατά την περίοδο αυτή γνωρίζουμε ότι συνέγραψε πολύ σημαντικά έργα του με λειτουργικό και υμνογραφικό περιεχόμενο όπως είναι για παράδειγμα η διάταξη της Θείας Λειτουργίας που μας παραδίδεται μια από τις πρόημες διατάξεις αυτής της περιόδου. Ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος μας είναι γνωστός ως ένας υπερασπιστής και το πρόσωπο εκείνο που συνέβαλε καθοριστικά μέσα από τις αλλεπάλληλες τις διαδοχικές δύο πατριαρχίες του στην ενδρέωση της ησυχαστικής θεολογίας και στην αναγνώριση της ησυχαστικής θεολογίας μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση του Βυζαντίου όπως επίσης παρόμοια είχε εργαστεί και ο ησυχαστής επίσης πατριάρχης και προκάτοχός του Κάλιστος ο Πρώτος. Και βέβαια θα άξιζε να μνημονεύσουμε τον επίγωνο των ησυχαστών, έναν σπουδαίο επίγωνο των ησυχαστών αμέσως μετά την πρώτη τουρκική κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1383, τον Όσιο Μακάριο Μακρύ, μια σπουδαία θεολογική φυσιογνωμία που ξεκινώντας έχοντας και αυτός καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη ασκήτευσε για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στη Λαύρα του Βατοπεδίου, στην Ιερή Λαύρα όπως σημειώνεται του Βατοπεδίου που μάλιστα εμφανίζεται μέσα από τον βιογράφο του ως ένας χώρος όχι μόνον πνευματικά ακμάζων αλλά και ως ένας χώρος που παρήχε υψηλού επίπεδου εκπαίδευση στα πρόσωπα τα οποία προσέρχονταν στον χώρο αυτό. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Μακάριος Μακρής σημειώνεται στο βίο του ότι έλαβε την εγκύκλιο πέδευση κατά την περίοδο της ασκήσεώς του στην Μεγάλη Λαύρα του Βατοπεδίου και γνωρίζουμε βέβαια ότι ο Ωσίος Μακάριος Μακρής συνέχισε και διαιώνησε αυτήν την ησυχαστική παράδοση μέσα από το έργο του και την παρουσία του την μοναχική και την μοναστική του βιωτή στο Άγιον Όρος αλλά κυρίως την μετέπειτα μοναστική παρουσία του και την κυρίαρχη θεολογική παρουσία του στην Κωνσταντινούπολη όταν αναδείχθηκε σε ηγούμενο της Κωνσταντινουπολίτικης ιστορικής μονής του Παντοκράτορος και όταν έλαβε σημαντικές θεολογικές πρωτοβουλίες κατά την περίοδο της βασιλείας του Μανουήλ του Β' του Παλαιολόγου, ένας πολύ σπουδαίου θεολόγου βυζαντινού αυτοκράτορος ο οποίος συνδεόταν και αυτός με τον κύκλο των ησυχαστών θεολόγων. Κλείνοντας, θα άξιζε να μνημονεύσουμε μια σπουδαία θεολογική μορφή με την οποία ολοκληρώνεται η βυζαντινή περίοδος στην Θεσσαλονίκη, κλείνει η βυζαντινή εποχή της Θεσσαλονίκης γιατί αμέσως μετά τον θάνατο του επήλθε και η οριστική άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430 και δεν είναι άλλος από τον μεγάλο λειτουργικό θεολόγο της Θεσσαλονίκης αλλά και πολεμικό ησυχαστή θεολόγο, μια ιδιότητά του και ένα γνώρισμά του που είναι λιγότερο γνωστό και επισκιάστηκε από το σπουδαίο λειτουργικό έργο του που δεν είναι άλλος από τον αρχιεπίσκοπο, τον τελευταίο αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης πριν από την άλωση της από τους Τούρκους των Άγιων Σημεών Θεσσαλονίκης. Επίσης με κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή, πιθανότατα μαθητής των περίφημων Ξανθοπούλων, του Ισυχαστών, του Αγίου Καλίστου του Δευτέρου, του Πατριάκου Κωνσταντινουπόλεως και του Ιγνατίου που συνέγραψαν αυτό το σπουδαίο ισυχαστικό σύγραμμα που περιλήφθηκε και στη Φιλοκαλία, όπως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στη μεγάλη αυτή ανθρολογία του φιλοκαλικού πνεύματος και της ισυχαστικής παράδοσης στη Φιλοκαλία που εκδόθηκε το 1782, αλλά που είχε ήδη διαμορφωθεί από τον 16ο αιώνα σε μικρότερες χειρόγραφες φιλοκαλίες που κυκλοφορούσαν και στο Άγιον Όρος και αντιγράφονταν και στο Άγιον Όρος και στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μοναχικά κέντρα, το έργο το ισυχαστικό όλων αυτών των προσώπων κατέχει μια διακριτή θέση και τα ισυχαστικά συγράμματα, κάποια αντιπροσωπευτικά ισυχαστικά συγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Σιναήτου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Καλίστου του Πρώτου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και ασφαλώς και του Σημεών Θεσσαλονίκης ένα έργο. Κυρίως όμως γνωρίζουμε ότι ο Σημεών Θεσσαλονίκης ακολούθησε αυτήν την ισυχαστική παράδοση και την εμπότισε, την εμβολίασε μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, ένα πρόσωπο που λειτούργησε κατεξοχή ως ποιμένας της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε τελικά για ένα μικρό χρονικό διάστημα και στη μεγίστη λαύρα του Αγίου Όρους και μάλιστα μας έχουν σωθεί και σημαντικά έργα του μέσα από τα οποία προβάλλεται εκτός από την λειτουργική παράδοση, που είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, αποτελεί την ραχοκοκαλιά της θεολογικής παράδοσης της εκκλησίας. Μας έχουν σωθεί και σπουδαία ισυχαστικά τους συγγράμματα, όπως είναι η επιστολή του προς τους λαβριώτες μοναχούς περί του αγγελικού σχήματος και ασφαλώς ο διάλογος του καταπασών των Ερέσων όπου έχει συμπεριλάβει ακριβώς αυτήν την ισυχαστική παράδοση, την οποία κομίζει και ο ίδιος στην διάρκεια του 15ου αιώνα. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μέσα από αυτήν την σύντομη περιδιάβαση στην ομάδα, στον κύκλο των ισυχαστών αγίων της Θεσσαλονίκης, ότι η Θεσσαλονίκη παρέμεινε, κατά τη διάρκεια της παλαιολόγιας περιόδου, ένα λαμπρό θεολογικό κέντρο, μέσα από την παρουσία αυτών των σπουδαίων θεολογικών μορφών που είχαν ισυχαστικές αφετηρίες, ισυχαστικές καταβολές, ασκητικές καταβολές, που συναιδείασαν την κοινωνική τους δραστηριότητα και το πειμαντικό τους έργο και τη μέρημνά τους για την θεολογία με την ισυχαστική τους βιωτή, ενσαρκώνοντας αυτόν τον άρρικτο σύνδεσμο του δόγματος με το ορθόδοξο ήθος, που το ένα δεν μπορεί να υφίσταται και να λειτουργεί χωρίς το άλλο, και βέβαια που συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτήν την λαμπρή περίοδο ακμής, την οποία διήνισε, κατά την παλαιολόγια περίοδο, και η Θεσσαλονίκη μέσα από το συγγραφικό τους έργο, από την ενγένει παρουσία τους, αλλά ακόμη και από την γενικότερη πνευματική ακμή που γνώρισε η Θεσσαλονίκη και που σήμερα για εμάς είναι αποτυπωμένη μέσα από τους μάρτυρες της εκκλησιαστικής και της βυζαντινής γενικότερα τέχνης που επιβιώνουν και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι και η τέχνη υπήρξε φορέας αυτής της σπουδαίας ησυχαστικής παράδοσης, της παράδοσης των θείων θεωριών, του ακτής του φωτός, της ακτής της ενοικίσεως στους χριστιανούς, της ακτής του χάριτος του Θεού, αυτής λοιπόν της παραδόσεως του θαυωρίου φωτός που επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως γνωρίζουμε την βυζαντινή τέχνη και την βυζαντινή αγιογραφία αυτής της περιόδου και αποτυπώθηκε μέσα στα λαμπρά δείγματα της βυζαντινής τέχνης που μας έχουν σωθεί και από το Άγιον Όρος και από την Κωνσταντινούπολη και από την Θεσσαλονίκη. |