Ευρωπαϊκές πολιτικές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση: Υπόσχεσαι, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συνάδελφοι, πάρα πολύ αγαπητή Άννα. Η δυτή φύση των τιμωμένων ήταν ότι ήτανε κόρπορες στο πανεπιστήμιο και άνυμος στο πανεπιστήμιο, αλλά άνυμο ήταν και στην πολιτική, να μην πω και κόρπορες. Τους άρεσε πάρα πολύ η πολιτική όσο τους άρεσε και το πανεπιστήμιο. Και αυτό φάνηκε τελικά και από το συνέδριο αυτό το οποίο εξελίσσεται σε ένα παιχνίδι εν τέλει ανάμεσα στο δίκαιο και την πολιτική. Εγώ θα σας μιλήσω για πολιτικές, δηλαδή για πόληση. Δηλαδή δεν θα μπω στον πάρα πολύ μεγάλο πειρασμό που είχα να μιλήσω για τη μεταρρύθμιση των πανεπιστήμιων, που θα ήτανε πολύ κοντά στο θέμα της συνεδρίας αυτής που είναι η μεταρρύθμιση του κράτους. Θα μιλήσω εξάλλου αν μιλάει για πεδίο βολής όσον αφορά τη δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση ο κύριος Πικραμένος τι να πω για τα πανεπιστήμια, μόνο με ριπέζουν. Επομένως θα ήθελα να κάνω κάτι άλλο, να αναφερθώ και να παρουσιάσω ως ουδέτερος παρατηρητής, όσο μπορεί να γίνει αυτό για κάποιον πανεπιστημιακό, να παρουσιάσω τα προαπετούμενα για να μιλήσει κανείς για μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους για την παιδεία και γι' αυτό το λόγο δεν θα αναφερθώ καθόλου στην Ελλάδα. Έχουμε λοιπόν ένα περιβάλλον στο οποίο βλέπω και ακολουθώντας τον δάσκαλό μου τον Δημήτρη Τσάτσο, γνήσιο αστό, χωμο-ουνιβερσάλις από τους τελευταίους νομίζω, άνθρωπο γεννημένο να θέτει δειλήματα, να εφευρίσκει επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές για να καταλήξει στη μεγάλη συνέρεση, επέλεξα ακριβώς αυτό το θέμα που βρίσκεται ανάμεσα στην εναρμόνιση και στη διαφορετικότητα. Η ιστορία και κάθε εισήγηση είναι μια ιστορία, έλεγε ο δάσκαλός μας. Η ιστορία ξεκινά με την παγκοσμιοποίηση. Ως αρωτικό φανόμενο που εμφανίζεται μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της οβγενικής κυριαρχίας, η παγκοσμιοποίηση συνιστά, έτσι τουλάχιστον το εκλαμβάνω, ένα εργαλείο για την κατανόηση της ανατροπής των έως τότε αυτονόητων στον σχεδιασμό των εθνικών κρατών για την ανώτατη παιδεία, δηλαδή για μια πάρα πολύ καθαρά, νομίζαν, εθνική υπόθεση. Τρεις προερμηνευτικές επιλογές για τη συνέχεια. Πρώτη, η παγκοσμιοποίηση στην ανώτατη παιδεία δεν μπορεί σε καμία περίποτωση να αποσπαστεί από την οικονομική παγκοσμιοποίηση, παρότι συνιστά ένα διαφορετικό κοινωνικό υποσύστημα, θα αναφερθώ σε αυτό. Δεύτερη επιλογή, η παιδεία συνιστά ακριβώς σε αυτό το διαφορετικό κοινωνικό υποσύστημα, που έχει δικούς της όρους και κωδικούς επικοινωνίας, πολύ διαφορετικούς από άλλα κοινωνικά υποσυστήματα, όπως η τέχνη, η θρησκεία, η πολιτική, και εδώ όρος επικοινωνίας, ο τελικός σκοπός δηλαδή για την παιδεία είναι η ανέβρεση της επιστημονικής αλήθειας. Τρίτο, η ενασχόληση με τα πανεπιστήμια, αλλά φαντάζομαι και με όλα τα υπόλοιπα τα οποία μας απασχολούν, πρέπει να προϋποθέτουν την περιπλοκότητα. Μια περιπλοκότητα, η οποία υπερβαίνει μία αντίληψη μεταξύ ενός νεοφιλελευθερισμού και μιας αριστεράς, ή μία περιπλοκότητα η οποία δείχνει ότι τα πράγματα είναι πάντοτε πολύ πιο μπερδεμένα. Η παγκόσμια οικονομία ως global economy δεν είναι η οικονομία του κόσμου, world economy. Και το λέω γιατί η οικονομία του κόσμου υπήρχε ήδη από τον 16ο αιώνα ως επικοινωνία χωρών, συστημάτων, κοινωνικών ομάπων. Η περίοδος αυτή έληξε το 1989 με την κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών και την άρση του παγκόσμιου διπολισμού, θα έλεγα συμβατικά το 1989. Η παγκόσμια οικονομία έχει και αυτό το στοιχείο της επικοινωνίας μεταξύ κρατών, συστημάτων και λοιπά, όπως τον 18ο αιώνα, τον 16ο και μετά, αλλά έχει επιπλέον δύο εντελώς καινούργια πρωτοεμφανιζόμενα στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι η επικοινωνία συμβαίνει σε πραγματικό τόνο, σε πραγματικό χρόνο, real time. Και δεύτερο, το real time, ο πραγματικός χρόνος, σημαίνει ότι η πληροφορία διαχαίεται τη στιγμή που παράγεται. Και το δεύτερο, αφορά το σύνολο του πλανήτη. Είχε μίλησε ο κ. Γιάννητσες το πρωί για την επιτάχυνση της ιστορίας. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο θα πρέπει να κρατήσουμε. Η παγκοσμιοποίηση επιφέρει επαναστατικές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, την παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών, τη σχέση μεταξύ κρατών ακόμα και στην τοπική κουλτούρα. Για το θέμα μας, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στην πληροφορία και στην καινοτομία, δηλαδή στη γνώση, αλλά υπάρχει και μια γνώση η οποία ως πάρα πολύ ευχερός μεταφέρσιμη, επηρεάζει την παγκοσμιοποίηση. Μια ανάδραση ανάμεσα στα δύο. Στέκομαι λοιπόν στο χώρο πλέον, όχι γενικά της παιδείας, αλλά της ανώτατης εκπαίδευσης, όπου οι αλλαγές είναι θεαματικές. Θεωρώ και θέλω να κατατάξω τα παιδεία στα οποία η παγκοσμιοποίηση επιδρά στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Πρώτο παιδίο, επιδρά στην οργάνωση και στον τρόπο εργασίας των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Τη μεγαλύτερη ζήτηση πια έχουν προϊόντα τα οποία ενσωματώνουν ένα υψηλό επίπεδο προσόντων, αυτό μου τα παράγουν. Οι εργαζόμενοι αλλάζουν το αντικείμενο της εργασίας τους, που στο παρελθόν έμενε αμετακίνητο καθόλου τη διάρκεια της ζωής τους. Η ζήτηση για ποιο εξειδικευμένο προσωπικό με καλύτερους μισθούς εντύνεται και αυξάνει την πίεση προς τα κράτη, να αυξήσουν τον αριθμό των αποφύτων τους. Δεύτερο σημείο, οι κυβερνήσεις των κρατών βρίσκονται υπό την πίεση να αυξήσουν το μέρος του προϋπολογισμού τους, που κατευθύνεται προς την παιδεία, προκειμένου να αποκτήσουν ένα καλύτερα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Από τη δική του πλευρά, το παγκόσμιο κεφάλαιο πιέζει για τη μείωση του κρατικού τομέα, για λόγους αποτελεσματικότητας και άλλους. Η ιδεολογική αυτή κατεύθυνση του παγκόσμου κεφαλαίου υπέρ του ιδιωτικού τομέα ενισχύεται και από ένα πραγματικό γεγονός, από το αυξανόμενο κόστος της παιδείας που αυξάνεται ως ανεβαίνει η τεχνολογία, άρα και η έρευνα. Και επομένως αναγκάζει τις κυβερνήσεις να ανέβρουν άλλες πηγές χρηματοδότησης πλιν των κρατικών για τη διεύρυνση του εκπαιδευτικού συστήματος. Τρίτο στοιχείο επίτρασης. Η ποιότητα του συστήματος της παρεχόμενης παιδείας σε κάθε κράτος επιδέχεται πλέον ενδελεχού σύγκριση σε διεθνές επίπεδο. Όλα είναι ορατά. Ορατά, μετρήσιμα, συγκρίσιμα. Η σύγκριση στις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και την πληροφορική, είναι πολύ ευκολότερη λόγω κοινών δικτών, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Αυτό το βιώνουμε με ένα πάρα πολύ τραυματικό τρόπο, οι όντες στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η σύγκριση συνδέεται με την λογοδοσία των πανεπιστημίων, άρα και την μέτρηση της γνώσης. Και επιπλέον, η σύγκριση συνδέεται πια με την ανάδειξη της αγγλικής γλώσσας ως της ηγεμονικής γλώσσας της επιστήμης, όπως πάντοτε συνέβαινε βέβαια, ας θυμηθούμε στο παρελθόν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Τέταρτο, η σταδιακή ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής, εισάγεται στα εκπαιδευτικά συστήματα, εν μέρει για να επεκτείνει την εκπαίδευση σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού με χαμηλότερο κόστος μέσω της τηλεκπαίδευσης, ενίωται όμως, εν μέρει για να προσφέρει καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης, με υψηλότερο κόστος, χρησιμοποιώντας όλες τις τεχνολογικά προηγμένες μεθόδους για την έρευνα και την τεχνολογία στη διδασκαλία. Τα δίκτυα, πέμπτο σημείο, τα δίκτυα της παγκοσμιοποιημένης πληροφορίας και διάχυσης γνώσης, γεννούν την αίσθηση σε πολλές κοινωνικές και εθνικές ομάδες ότι περιοθεωροποιούνται κάτω από τις νέες αξίες της αγοράς, οι οποίες εμπεριέχονται σε αυτή τη νέα κουλτούρα. Κοινό στοιχείο όλων των ενδεχόμενων πολεμίων της παγκοσμιοποιημένης γνώσης, είναι αντίθεση προς την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, προς το στοιχείο τυραχοκοκαλιά του σύγχρονου κράτους, του αστικού κράτους, του κράτους δικαίου. Η διαμάχη αυτή εξελίσσεται σε έναν αγώνα για το περιεχόμενο και την αξία της γνώσης καθεαυτήν και δημιουργεί περιπλοκές στην οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Όλοι αυτοί οι πίεσοι, όλοι αυτοί οι παράγοντες δεν αφήνουν αδιάφορη την Ευρώπη. Ας δούμε με ποιον τρόπο την επηρεάζουν. Η απάντηση έρχεται μέσω του κινήματος της Μπολόνια, ήδη από το 1998. Το εγχείρημα είναι ενδιαφέρον ως προς τη νομική του φύση. Το γεγονός ότι η παιδεία δεν συνιστά μέρος της ευρωπαϊκής κοινοτικής τάξης, παρά μόνο εμέσως, οδηγεί στη δημιουργία ενός ιδιόριθμου non-state actor, ενός δηλαδή τύπου μιας επιστημονικής κοινότητας που παράγει κάποιο είδος soft lock. Δηλαδή, οι συμμετέχοντες που είναι εκπρόσωποι πανεπιστημίων, είναι καθηγητές, είναι φοιτητές, είναι Βρυτάνης, είναι όλοι αυτοί οι οποίοι με κάποιο τρόπο συμμετέχουν σε αυτήν την επιστημονική κοινότητα, σε αυτό το κοινωνικό υποσύστημα. Όλοι αυτοί λοιπόν, που μπορεί να είναι ακόμα και υπουργοί παιδείας που εξελίχθηκαν σε ένα σημαντικό παράγοντα στην πορεία, συμμετέχουν στην Πολόνια. Η απόκλειση, και έρχομαι στην έννοια της ιδιαιτερότητας της Πολόνια, η απόκλειση από τις αρχές του μορφώματος αυτού, η απομάκρυνση κάποιου από τα κράτη, τα 47-48 κράτη τα οποία μετέχουν, είναι πολύ κοντά στα κράτη τα οποία αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, δεν επιφέρουν νομικές κυρώσεις, επιφέρουν πραγματικές κυρώσεις. Δηλαδή, όποιος δεν συμφωνεί, φεύγει, δεν παθαίνει απόλυτος τίποτα νομικά, δεν έχει καμία κύρωση, αλλά μένει στον αέρα. Τα πτυχία των αποφύτων του δεν αναγνωρίζονται, η έρευνά του καθίσταται εντελώς περιθωριακή, γίνεται ένας γραφικός μέσα σε ένα περιβάλλον κοινότητας ερευνητικής. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, αυτής της διαδικασίας έχει τεράστιες νομικές συνέπειες. Παρότι το ίδιο, ως νομική φύση, δεν συγκρίνεται με το κράτος, είναι ένα διεθνή οργανισμό, ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτοί καθε αυτοί, όταν θέτουν κανόνες δικαίου, εδώ, απλά και μόνο η ύπαρξη αυτού του μορφώματος, έχει οδηγήσει σε τεράστιες αλλαγές, σε ψήφιση καινούργιας νομοθεσίας, ακόμα και στη τροποποίηση συνταγμάτων. Επί 15 έτη τα Ευρωπαϊκά κράτη έχουν παράξει αναρρύθμητες νομοθετικές παρεμβάσεις, ως απόρεια της συμμετοχής τους στο σχήμα αυτό, με σκοπό τη μετάβαση από το Πανεπιστήμιο του Εθνικού Κράτους, στο Πανεπιστήμιο του Ευρωπαϊκού Χώρου. Αυτό το Πανεπιστήμιο χρειάζεται να επικοινωνεί κατά τρόπο άμεσο με το παγκόσμιο κοινό, να λογοδοτεί, να έχει ένα παγκόσμιο κοινό, τόσο για λόγους ερευνητικούς και διδακτικούς, όσο και για λόγους πάρα πολύ γείνους χρηματοδότησης. Η προσέλκυση φοιτητών από τις αναπτυσσόμενες χώρες προς τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, φαίνεται να αποτελεί στρατηγική επιλογή που θέτει την Ευρωπαϊκή Πανεπιστημιακή Παιδεία σε ανταγωνισμό με την αντίστοιχη των ΗΠΠ, επηρεάζοντας καθοριστικά την εθνική νομοθετική πολιτική κάθε κράτους, που ή θα πρέπει να επηρεάζει κάθε κράτος που συμμετέχει στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτα της Εκπαίδευσης. Και τώρα στη διασύνδεση ανάμεσα αυτού του μορφώματος της Μπολόνια και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Είναι γνωστή η εμπλοκή αυτή και θα ξεκινήσω πιο πριν από την Μπολόνια. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80 το επίπεδο της ολοκλήρωσης στον τομέα της εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν ως γνωστόν αμεληταία ποσότητα. Υπολογίζοντας και συγκρίνοντας τα ποσά τα οποία είχαν δαπανηθεί για τα προγράμματα κόμμε, τεράσμους κλπ, λίγουα, μεταδιατεθέντα ποσά από τους εθνικούς προϋπολογισμούς η σύγκριση ήταν αστεία. Δηλαδή η κοινότητα ήταν ένας ασήματος δρόμος στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Πολλά άλλαξαν αυτό το δεδομένο. Θυμίζω το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φοντενευλώ τον Ιούνιο του 84, την έκθεση Αντωνίνο. Έχουμε όλη τη συζήτηση σχετικά με την ανάπτυξη των πιστωτικών μονάδων των ECTS για την κινητικότητα μεταξύ φοιτητών και καθηγητών, αντίστοιχου με αυτό που υπήρχε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουμε έγκριση προγραμμάτων με βάση το άρθρο 128 της Συνθήκης της ΕΟΚ τότε. Και ήταν και αυτή η διάταξη πάνω στην οποία στηρίχθηκε το πρόγραμμα ΕΡΑΣΜΟΣ που ξεκίνησε το 1987. Εάν δεν υπήρχε το υπόβασθρο του ΕΡΑΣΜΟΣ και αυτή η πάρα πολύ μεγάλη κινητικότητα, δεν θα υπήρχε ποτέ Μπολόνια. Το ΔΕΚ δεν έμεινα διάφορος σε αυτή τη διαδικασία. Δεν θέλω να μπω σε συγκεκριμένες αποφάσεις και τρόπο επιρροής, πάντως με πολλές αποφάσεις του. Και εμέσως επηρέασε πάρα πολύ με την υπόθεση Κασσίδηζον, υπόθεση Γκραβιέ, διάφορες αποφάσεις οι οποίες οθίσανε προς μία ερμηνεία ότι η κοινότητα δεν μπορεί να είναι αδιάφορη απέναντι στην έννοια της παιδείας. Οι επιτελείς των ευρωπαϊκών κρατών, αντιλαμβάνονται αυτή τη στιγμή που η κοινότητα αρχίζει πολύ σοβαρά να ενδιαφέρεται για την παιδεία, αντιλαμβάνονται ότι αυτή τη χρονική στιγμή μία παγκόσμια αγορά ανώτα της εκπαίδευσης αναδίεται και η εξαγωγή των εκπαιδευτικών υπηρεσιών είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματά της. Η Ευρώπη γνωρίζει ότι δεν είναι μεταξύ των νικητών αυτής της αγοράς και συνεπώς χρειάζεται μία ενίσχυση της ελκυστικότητάς της. Η ετερογένεια όμως των συστημάτων ανώτα της εκπαίδευσης δεν είναι ένας καλός παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα. Ήταν γνωστό ότι η Ευρώπη συγκρινόμενη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία προσήλικε πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών, μη Ευρωπαίων φοιτητών και ταυτόχρονα ένας σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων φοιτητών φεύγανε για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα συστήματα ανώτα της εκπαίδευσης, για να έρθω στα εθνικά κράτη, τα συστήματα ανώτα της εκπαίδευσης παρουσιάζουν χαρακτηριστικά από τρία κυρίαρχα μοντέλα του Ηνωμένου Βασιλείου, το μοντέλο της προσωπικής ανάπτυξης δηλαδή, το γερμανικό ή χουμπολδιανό μοντέλο και το μοντέλο το γαλλικό που συνδέεται πάρα πολύ με την επαγγελματική εκπαίδευση. Ωστόσο πέρα των όποιων γενικών κατηγοριοποίησεων τα συστήματα του ευρωπαϊκού χώρου εμφανίζαν και διαφορές που αφορούσαν το σύνολο. Προγράμματα, δίδακτρα, εάν υπήρχαν, πρόσβαση, προσανατολισμό κλπ. Η πανσφερμία αυτών των ρυθμίσεων οδήγησε τα κράτη-μέλη να μετατοπίσουν τη συνεργασία από το επίπεδο αυτής της πικυλομορφίας σε ένα σημείο σύγκλισης, αν όχι εναρμόνισης. Πάντως όχι της εναρμόνισης με την κλασική αντίληψη. Μετά και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβώνας που έθεσε το στόχο να γίνει μια πολύ ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης η Ευρώπη, η Επιτροπή καθίσταται ένας στρατηγικός δρόμος στα θέματα της εκπαίδευσης των ευρωπαϊκών χώρων. Συμμετέχει ταυτόχρονα και συντονίζει τρεις παράλληλες διαδικασίες. Συμμετέχει στη διαδικασία της Μπολόνια, είναι αυτή η οποία καθορίζει τη στρατηγική της Λισαβώνας και με την κοινοτική πολιτική, με παλιά και νέα προγράμματα ορίζει και κατευθύνει ποσά στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση. Ανάλογα με το καπέλο που φοράει, με το ρόλο που παίζει, μεταφέρει πρακτικές και πολιτικές από το ένα επίπεδο στο άλλο. Η όλη αυτή διαδικασία η οποία χαρακτηρίζεται από μία ρευστότητα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται αποφάσεις, στοιχείο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης είναι η διαφύλαξη της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της συνακόλουθης αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων. Η Ένωση Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, μία αντιπροσωπευτική οργάνωση των πανεπιστημίων και των εθνικών διασκέψεων των Πρυτάνων σε 47 ευρωπαϊκές χώρες που διαδραματίζει πολύ κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία της Μπολόνια και στον επηρεασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις αποφάσεις που θα πάρει για την έννοια της εκπαίδευσης, δημοσίευσε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για τη σύγκριση όσον αφορά την έννοια της αυτοδιοίκησης σε 29 κράτη. Σε αυτά τα 29 κράτη, για τη σύγκριση αυτή, έθεσε τέσσερα κριτήρια για την έννοια της αυτοδιοίκησης και της αυτονομίας. Οργανωτική αυτονομία, έβαλε 7 δείκτες αυτό, δηλαδή πώς τα πανεπιστοίμια αποφασίζουν ελεύθερα για την εσωτερική τους οργάνωση. Οικονομική αυτονομία, 11 δείκτες, πώς αποφασίζουν ελεύθερα για τις εσωτερικές οικονομικές υποθέσεις τους, έσοδα και διαχείριση κονδυλίων, δηλαδή ανάλογα με τους στόχους τους. Αυτονομία στη στελέχωση, το τρίτο κριτήριο. Προσλήψεις, δηλαδή, ακαδημαϊκού και δικητικού προσωπικού, μισθή, απολύσεις, εξελίξεις και λοιπά, με 8 δείκτες. Ακαδημαϊκή αυτονομία, δηλαδή αριθμός και τρόπος εισαγωγής φοιτητών, οργάνωση προγραμμάτων σπουδών και αξιολόγηση, με 12 δείκτες. Περί το να σας πω ότι η Ελλάδα είναι η 28η στις 29, αλλά αυτό είναι μία άλλη κουβέντα. Τελευταία παρατήρηση, κύριε Πρόεδρε. Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια είναι κατά κανόνα δημόσια πανεπιστήμια και έχουν μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, με δημόσιο κοινοφελή και μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Μόνο η Ελλάδα στις 47 χώρες έχει νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου βάσει του Συντάχνατος. Μοναδική περίπτωση. Στις 47 χώρες. Η φύση της παιδείας ως δημόσιο αγαθούς συνεπάγεται τη δημόσια χρηματοδότηση και κάποιος μορφής έλεγχο από το κράτος. Η συνέρεση μεταξύ εναρμόνησης και διαφορετικότητας σε μία αρχική φάση, όπως είδαμε νομίζω, εντοπίστηκε στη δυνατότητα συνύπαρξης από τη μία, του ελέγχου και των όρων χρηματοδότησης εκ μέρους του κράτους, και από την άλλη, των όρων που θέτουν οι αρχές αξιολόγησης, οι αδείπνα, να το πω έτσι, κάθε κράτος, κάθε χώρας, που συνιστούν τον κοινό παρανομαστή για το σύνολο των κρατών. Άρα, πολιτική η οποία αποραίει από το εθνικό κράτος, Υπουργείο Παιδείας, πολύ μικρή επιρροή, πολύ σημαντική ως προς τη χρηματοδότηση σε όλα τα κράτη, πάρα πολύ μεγάλη στην Ελλάδα, και από την άλλη, αρχή πιστοποίησης που αποτελεί πλέον το σημαντικότερο παράγοντα για τον τρόπο διαμόρφωσης των πανεπιστημίων. Σήμερα, στις πλέον ενεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, έχουμε την απομάκρυνση κατουσίαν της κρατικής εποπτίας και έναν πάρα πολύ βαθύ αναστοχασμό για τους κανόνες και τη λειτουργία των αρχών της αξιολόγησης. Αυτές πια καθίσταται τα μοναδικά εργαλεία που συνιστούν έκφραση των κοινών ευρωπαϊκών αξιών περί την ακαδημαϊκή ελευθερία και ταυτόχρονος εκφράζουν τις ιδιαίτερες εθνικές ανάγκες και ακαδημαϊκές παραδόσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια αντιμετωπίζουνε τεράστιες προκλήσεις για τη μεταρρύθμιση τους. Θέλω να ελπίζω ότι αυτή η αναγνώριση και ενοποίηση κριτηρίων, αυτός ο κοινός ευρωπαϊκός χώρος με πολλά στοιχεία εθνικής κουλτούρας θα αντιμετωπίσει και θα βοηθήσει πολύ στην επίλυση των σύγχρονων διακυνδυνεύσεων για των πανεπιστημίων και της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ευχαριστώ πολύ. |