: [♪ Μουσική Θα μιλήσουμε για την παραβολή του άσωτου γιου ή αλλιώς του σπλαχνικού πατέρα. Στα γρόνια που ζούσε ο Χριστός, υπήρχαν σημαντικοί άνθρωποι, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που γνώριζαν τον νόμο του Θεού πολύ καλά, μα δεν πίστευαν σε αυτόν. Ήταν πολύ αυστηροί με όποιον δεν υπάκουε στο νόμο και τον κατηγορούσαν, μα οι ίδιοι δεν τον ακολουθούσαν. Ό,τι δίδασκαν, ό,τι έκαναν, δεν το έκαναν από αγάπη, αλλά από εγωισμό. Οι Φαρισαίοι, έλεγαν ότι ο Ιησούς κάνει συχνά παρέα με ανθρώπους αμαρτωλούς και κακούς, που έπαιρναν τα χρήματα των φτωχών, τους τελώνες, αλλά και με γυναίκες που δεν είχαν σωστούς τρόπους και συμπεριφορά. Οι άνθρωποι όμως αυτοί ήθελαν να αλλάξουν ζωή, να γίνουν καλοί, τίμιοι και σωστοί, αφήνοντας πίσω τους την άδικη και αμαρτωλή ζωή που ζούσαν. Ο Χριστός ακούγοντας αυτές τις κατηγορίες και βλέποντας ότι δεν καταλάβαιναν πως είχε έρθει στη γη για όλους τους ανθρώπους, καλούς και κακούς, άγιους και αμαρτωλούς, σοφούς και αεγράμματους, πλούσιους και φτωχούς, τους είπε μια παραβολή για να τους δείξει ότι όποιος αλλάζει γνώμη και τον ακολουθεί, τότε αυτός είναι φίλος του, αγαπητός και ο Χριστός θα βρίσκεται πάντοτε κοντά του. Τι ήταν όμως οι παραβολές, παιδιά? Οι παραβολές ήταν μικρές ιστορίες που ο Χριστός έλεγε στους ανθρώπους για να καταλάβουν με απλό και εύκολο τρόπο τις μεγάλες αλήθειες που ήθελε να τους φανερώσει. Έτσι, λοιπόν, την ημέρα εκείνη, τους είπε την παραβολή του άσου του γιου, για να τους δείξει ότι όταν ο άνθρωπος μετανοεί αληθινά και αποφασίζει να επιστρέψει κοντά στο Θεό, όσα λάθηκε να έχει κάνει, ο Θεός τον συγχωράει και τον δέχεται στην αγκαλιά του και πάλι. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τι είπε ο Κύριος. Ένας πολύ πλούσιος άρχοντας είχε δύο γιους και ήταν πολύ περήφανος και για τους δυο. Είχε κάμπους, περιβόλια, πολλά ζώα, υπηρέτες, ένα μεγάλο παλάτι και πολλά χρήματα. Τόσα που ακόμη και οι υπηρέτες του ζούσαν ευτυχισμένοι. Φρόντιζε να μη λείπει τίποτα σε κανέναν. Ώσπου ξαφνικά, μια μέρα, ο μικρός γιος του παρουσιάζεται μπροστά του και του λέει, «Πατέρα, θέλω να μου δώσεις το μέρος της περιουσίας που φυλάς για μένα και το θέλω τώρα αμέσως». Ο πατέρας ξαφνιάστηκε από τη συμπεριφορά αυτή του παιδιού του, πικράθηκε, μα δεν είπε τίποτα. «Ακούς πατέρα, συνέχισε ο μικρός γιος, τα θέλω όλα. Μου χρειάζονται γιατί αποφάσισα να φύγω από σένα, από το παλάτι, από όλους σας και να ζήσω τη ζωή μου με τους φίλους μου όπως θέλω εγώ. Να μην έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου». Πληγωμένος και ξαφνιασμένος ο πατέρας προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη. «Γιατί παιδί μου, τι σου λείπει εδώ, τι δεν σου έχω δώσει ως τώρα». Ο μικρός γιος επέμενε πάρα πολύ. Είχε πάρει την απόφασή του και κανείς δεν θα του άλλαζε γνώμη. Ούτε ο πατέρας του. Εξάλλου, μια νέα ζωή τον περίμενε εκεί έξω. Και με τα χρήματα που θα του έδινε ο πατέρας του, είναι σίγουρο ότι θα περνούσε υπέροχα. Ελεύθερος και χωρίς κανένας να τον ελέγχει για ό,τι κάνει. Με πόνο μεγάλο, ο πατέρας λήγησε και του έδωσε το μέρος της περιουσίας που το φύλαγε για κείνον. Ο μικρός γιος άρπαξε τα χρήματα και έφυγε από το παλάτι, χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Η νέα, πλούσια, ελεύθερη, ξέγνιαστη ζωή, με φίλους, με παρέες, με ξενύχτια, χωρίς στεναχώριες και προβλήματα, τον περίμενε εκεί έξω. Γιατί να καθυστερήσει κι άλλο? Άρχισε να γυρίζει στις πολιτείες, να ταξιδεύει και να σκορπά την περιουσία του. Σε διασκεδάσεις, σε πλούσια ρούχα, σε ακριβά ξενοδοχεία, σε πλούσια τραπέζια, γεμάτα από όλα τα αγαθά. Κανείς από τους φίλους του δεν πλήρωσε ποτέ τίποτα. Όλα τα πλήρωνε ο μικρός γιος, που σπαταλούσε χωρίς να σκέφτεται την περιουσία που του είχε δώσει ο πατέρας του. Ένα πρωί όμως, σαν ξύπνησε από βαρύ μεθύση και μεγάλο ξενύχτη, και πήγε να δει πόσα χρήματα του είχαν μείνει για να συνεχίσει την καλοπέραση, ανακάλυψε πως είχε ξοδέψει όλη την περιουσία του και δεν του είχε μείνει ούτε μια δεκάρα. Πανικοβλήθηκε. Τύθηκε όπως όπως και κατέβηκε στο ξενοδόχο, ο οποίος μόλις άκουσε ότι δεν είχε άλλα χρήματα, τον πέταξε έξω από το ξενοδοχείο. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη. Ο νέος που γλεντούσε, μεθούσε, κερνούσε και ζούσε μια ζωή, πλούσια, δεν είχε άλλα χρήματα πια. Και τότε οι πόρτες των φίλων έκλεισαν. Κανείς δεν του μίλαγε, κανείς δεν του έδινε σημασία, κανείς δεν τον ήθελε δίπλα του. Όλοι τον έδιωχναν και μάλιστα του μιλούσαν άσχημα, σαν να μην ήταν αυτός που τόσο καιρό γλεντούσαν μαζί του και περνούσαν ωραία, ήταν ξαφνικά για όλους ξένος. Αποφασίζει λοιπόν να ψάξει για δουλειά, ώστε να βρει λίγα χρήματα για να ζήσει, έστω και χωρίς την πολυτέλεια που είχε πριν. Κανείς όμως δεν του έδινε δουλειά. Παρακαλούσε δεξιά και αριστερά, χτυπούσε πόρτες και καταστήματα. Εργαστήρια, πήγε σε χωράφια, κι αγρούς, τίποτε όμως. Για όλους ήταν ένας ξένος, που δεν τον ήθελε κανείς κοντά του. Τα ρούχα του σκίστηκαν και βρώμησαν. Τα σανδάλια στα πόδια του τρύπησαν. Σαν ζητιάνος γυρνούσε στους δρόμους, ψάχνοντας κάτι να φάει, θυμίζοντας τους περαστικούς ποιος ήταν. Πόσο ωραία περνούσαν μαζί πριν λίγο καιρό. Μα το μόνο που συναντούσε ήταν παγωμένα βλέμματα και αδιαφορία. Αποφάσισε να φύγει από την πόλη και να ζητήσει δουλειά σε κάποιους βοσκούς, που είχε δει ότι έβωσκαν κοπάδια. Σίγουρα θα χρειάζονταν έναν βοηθό. Ήταν αποφασισμένος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να έχει λίγο ψωμί να φάει και λίγο νερό να πιεί. Πράγματι, ένας βοσκός που έβωσκε γουρούνια τον πήρε για βοηθό του. Ο μικρός γιος χάρηκε. Όμως η χαρά του δεν κράτησε για πολύ. Το να βώσκεις γουρούνια δεν ήταν εύκολο. Η μυρωδιά ανυπόφορη, λάσπες παντού. Και το χειρότερο, το φαγητό του ήταν ένα ξερό κομμάτι ψωμί, που πολλές φορές του έπεφτε στις λάσπες. Έφτασε στο σημείο να ζηλέψει το φαγητό των γουρουνιών, τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν. Μάλιστα, πήρε μερικά και τα έβαλε στην τσέπη του. Μα, τον είδαν οι υπηρέτες του βοσκού. Τον έσπρωξαν δυνατά μέσα στις λάσπες. Και του είπαν να μην τολμήσει ξανά να κλέψει το φαγητό των γουρουνιών. Ο μικρός γιος μαζεύτηκε σε μια γωνιά βρώμικος, πεινασμένος, δυστυχισμένος. Άρχισε να κλαίει. Σκέφτηκε τον πατέρα του, που τον άφησε χωρίς να τον χαιρετήσει. Το σπίτι του, το παλάτι του, το πώς περνούσε εκεί. Και που σκαντάδισε να ζει τώρα. Ήταν βασιλόπουλο και τώρα δεν μπορούσε ούτε το φαγητό των γουρουνιών να φάει. Αχ, να μπορούσα να γυρίσω πίσω, σκέφτηκε. Θα έπεφτα στα πόδια του πατέρα μου και θα του έλεγα... Συγχώρησέ με, πατέρα. Αμάρτησα. Δεν είμαι άξιος να με ονομάζεις γιος σου. Μόνο δέξου με σε παρακαλώ και κάνε με δούλο σου. Γιατί ακόμη και οι δούλοι σου όμορφα περνούν κοντά σου. Συγχώρησέ με που έφυγα με τόσο άσχημο τρόπο και μη με διώξεις κι εσύ. Από την άλλη σκεφτόταν τι θα έλεγαν οι φίλοι του στο παλάτι που θα τον έβλεπαν ξανά μετά από τόσο καιρό. Θα τον κορόιδευαν που γύρισε πίσω ξυπόλητος, πληγωμένος, βρώμικος και μόνος. Αλλά ακόμη χειρότερα, πώς θα έβλεπε ξανά το μεγάλο αδερφό του, αυτόν τον τίμιο, σωστό, άριστο αδερφό που μια ζωή ήταν ο καλύτερος. Τι δικαιολογία θα έλεγε σε όλους αυτούς. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, έδιωξε με μια όλες αυτές τις σκέψεις και πήρε την απόφασή του. Θα επέστρεφε, θα γύριζε στον πατέρα του, θα του ζητούσε συγγνώμη και με δάκρυα θα του ζητούσε να τον λυπηθεί και να τον δεχτεί ξανά κοντά του. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Ο πατέρας του όλο αυτό τον καιρό ανέβαινε κάθε μέρα στο πιο ψηλό πύργο του παλατιού του και κοιτούσε τον δρόμο που είχε πάρει ο μικρός γιος, φεύγοντας. Περίμενε υπομονετικά την επιστροφή του. Ο καιρός περνούσε, ο μικρός γιος δεν φαινόταν πουθενά και ο πατέρας λυπόταν κάθε μέρα. Όμως τον περίμενε, με αγάπη, με δάκρυα τον περίμενε. Ως που ένα μεσημέρι ο μικρός γιος φάνηκε στην άκρη του δρόμου, επέστρεφε στο σπίτι του. Ο πατέρας τον είδε, από την κορυφή του πύργου έτρεξε γρήγορα κάτω και με τους υπηρέτες του πρόλαβε το μικρό γιό του στα μισά του δρόμου. Τον άρπαξε στην αγκαλιά του και γεμάτος δάκρυα τον φελούσε ασταμάτητα. Τι θαύμα ήταν αυτό! Τι χαρά ήταν αυτή! Η καρδιά και τον δυο χτυπούσε πολύ δυνατά. Τα δάκρυά τους πότιζαν το χώμα. Συγχώρησέ με πατέρα μου, είπε ο μικρός γιος. Αμάρτησα. Επέστρεψα, μα δεν μου αξίζει να λέγω με γιό σου. Να, κάνα με έναν από τους δούλους σου, να σε υπηρετώ. Ο πατέρας δεν του μίλησε. Μα γύρισε στους υπηρέτες που ήταν κοντά του και τους είπε, πάρτε αμέσως το παιδί μου. Φοηθήστε το να πληθεί, να λουστεί, περιποιηθείτε το, ντύστε το με ρούχα σαν δάλια βασιλικά και φορέστε του το δαχτυλίδι που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι, γιατί δούλος δεν είναι, είναι ο γιος μου. Και ύστερα σφάξτε το πιο καλοθρεμμένο μοσχάρι και καλέστε όλο το παλάτι σε γιορτή. Όλοι γιορτάζουμε σήμερα, γιατί ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε. Ήταν χαμένος και βρέθηκε. Επέστρεψε κοντά μου. Ο μικρός γιος, σαστισμένος από την υποδοχή του πατέρα του, ακολούθησε τους δούλους, χωρίς να μπορεί να μιλήσει από τη χαρά και την έκπληξή του. Σε λίγο άρχισε το πανηγύρι. Φωνές, τραγούδια, χορός, μουσική αντιχούσαν σε όλο το παλάτι. Ο μόνος που έλειπε ήταν ο μεγάλος αδερφός. Ήταν όσο αργά στα χωράφια και δούλευε. Το βράδυ, καθώς επέστρεφε, είδε τα φώτα στο παλάτι. Άκουσε τη μουσική, τις φωνές, τα τραγούδια και απώρισε. Βρήκε έναν δούλο και τον ρώτησε τι ήταν όλη αυτή η φασαρία. Ο δούλος του είπε, «Τι τα έμαθες, κύριε?» «Γύρισε ο μικρός αδερφός σου, αυτός που είχε φύγει μακριά». Επέστρεψε. «Ο πατέρας σου οργάνωσε αυτή τη γιορτή για χάρη του. Μας είπε να σφάξουμε το πιο καλό μοσχάρι, για να χαρούμε όλοι και να γιορτάσουμε την επιστροφή του». Ο μεγάλος αδερφός θύμωσε πολύ. «Ποιος γύρισε? Ο μικρός του αδερφός, αυτός που άρπαξε την περιουσία του πατέρα του, αυτός που δεν γύρισε ούτε αντίο να τους πει, αυτός που σπατάλησε και χάλασε όλη την περιουσία του. Τι γιορτές είναι αυτές! Το καλύτερο μοσχάρι, για ποιον δεν θα καθόταν ποτέ σε αυτή τη γιορτή!» Δεν θα έμπαινε ποτέ μέσα. Δεν είχε θέση σε αυτό το γλέντι. Ο πατέρας του ειδοποιήθηκε από τους δούλους ότι ο μεγάλος γιος ήταν έξω από το χώρο της γιορτής, σε μια γωνιά, μόνος και δεν ήθελε να μπει μέσα. Άφησε τη χαρά της γιορτής και πήγε αμέσως να τον βρει. Θυμωμένος ο μεγάλος γιος φώναξε στον πατέρα. «Τι είναι όλα αυτά! Για ποιον τα κάνεις! Για αυτόν που σε παράτησε! Για αυτόν που σε πρόδωσε! Πώς τόλμησε και γύρισε πίσω! Τι θέλει από μας μετά από όσα μας έκανε! Και εσύ! Τι κάνεις εσύ! Τον δέχεσαι! Χαίρεσαι! Σφάζεις το καλύτερο μοσχάρι για χάρη του! Για μένα! Γιατί δεν έχεις κάνει ποτέ κάτι τέτοιο! Δεν δουλεύω κοντά σου νύχτα-μέρα! Δεν είμαι δίπλα σου κάθε στιγμή όλα αυτά τα χρόνια! Δεν υπακούω πάντα στις εντολές σου! Μου είπες ποτέ, πάρε γιέ μου με τους φίλους σου, ένα κατσικάκι, να το σφάξετε και να χαρείτε, να περάσετε καλά, να ευχαριστηθείτε! Ε, μου το είπες ποτέ! Αλλά μόλις ήρθε αυτός που σπατάλησε τη μισή σου περιουσία, ο μεγάλος γιος σταμάτησε να μιλά. Έσκεψε το κεφάλι απογοητευμένος. Δυστυχώς, έδειξε με τη συμπεριφορά του αυτή, ότι όλα τα χρόνια που ήταν δίπλα στο πατέρα του, δεν ζούσε πραγματικά κοντά του. Ούτε τον καταλάβαινε, ούτε γνώρισε ποιος πραγματικά ήταν. Ο πατέρας τον αγκάλιασε και του είπε, μη μιλάς έτσι, δεν είναι σωστό. Σκέψου λίγο πιο σωστά. Εσύ που είσαι κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια, τα έχεις όλα δικά σου. Όλα όσα έχω στο παλάτι μου είναι δικά σου. Ο αδερφός σου πράγματι έκανε μεγάλο λάθος και έφυγε. Τώρα όμως που κατάλαβε το λάθος του και βρήκε τη δύναμη και το θάρρος να γυρίσει μετανιωμένος, θα σκεφτούμε τα χρήματα που σπατάλησε. Ήταν σαν να μη ζούσε, σαν να ήταν νεκρός και αναστήθηκε. Ήταν χαμένος και βρέθηκε. Μη στερίζεις από τον εαυτό σου αυτή τη χαρά και έλα κοντά μας να γιορτάσεις. Ο Χριστός εδώ σταμάτησε σε αυτό το σημείο την παραβολή, αφήνοντας τους ανθρώπους που τον άκουγαν σιωπηλή να σκεφτούν. Τι ήθελε να τους πει? Ποια ήταν τα πρόσωπα της ιστορίας, τι σχέση είχαν με τη ζωή τους. Ο άρχοντας είναι ο Θεός που όλα τα παιδιά του, τους ανθρώπους, τους αγαπά το ίδιο, χωρίς να ξεχωρίζει κανένα. Ο μικρός γιος είναι οι άνθρωποι που αφήνουν τον Θεό, τον εγκαταλείπουν. Δεν τον θέλουν στη ζωή τους και φεύγουν μακριά του, ζητώντας μια άλλη ζωή. Εκείνος κάνει υπομονή και τους περιμένει. Να ζήσουν, να δοκιμαστούν, να πονέσουν, να καταλάβουν τα λάθη τους, να μετανιώσουν και να αποφασίσουν να επιστρέψουν κοντά του. Οι υπηρέτες του άρχοντα είναι οι άγγελοι του Θεού που τον υπηρετούν και συμμετέχουν στη γιορτή του ουρανού. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος μετανιώνει και επιστρέφει στην αγκαλιά του Θεού. Ο μεγάλος γιος είναι όσοι, σαν τους Φαρισαίους, νομίζουν ότι ζουν κοντά στο Θεό, μα δεν τον γνωρίζουν πραγματικά. Είναι εγωιστές, ζηλεύουν και δε χαίρονται. Μόλις ο Θεός δεχτεί κάποιον άνθρωπο που μετανιώνει, τον ζητά συγγνώμη και επιστρέφει στην αγκαλιά του. Ο Θεός, αγαπητά μου παιδιά, αγαπά τον άνθρωπο πιο πολύ από ότι ο άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του. Τον περιμένει, τον συγχωρεί, αρκεί αυτός να ζητήσει συγγνώμη, ειλικρινά για τα λάθη του και να επιστρέψει κοντά του. Εδώ το μάθημά μας τελείωσε. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που το παρακαλουθήσατε. |