Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια: που θέσατε ήδη από την αρχή αυτού του... Ορίστε. Έχω ανοίξει το μικρόφωνο, κύριε καθητή, δεν ακούτε. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να θέσω... να απαντήσω, δεν νομίζω πως είναι δυνατό να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, αλλά να τα συζητήσω λίγο περισσότερο, κύριε Πρόεδρε, ακριβώς αυτά τα ερωτήματα που θέσατε κι εσείς. Προσπερνώ τις δύο πρώτες διαφάνειες, γιατί είναι ακριβώς αυτά τα οποία ανέλησε ο κύριος Μιλιώνης σχετικά με τα μέτρα διαχείρισης. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος τεχνικός να σβήσει τα φώτα εδώ, εν πάση περιπτώσει θα τα λέω και αυτά που είναι γραμμένα, οπότε όσο φαίνονται καλώς. Πάμε, λοιπόν, τώρα στην αντίδραση των δικαστηρίων, εθνικών δικαστηρίων και την γνωστή υπόθεση πρινγκλ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν θα συζητήσω όλες αυτές τις υποθέσεις, γιατί δεν φτάνει ο χρόνος προφανώς, θα μείνω όμως σε κάποιες επιλεγμένα παραδείγματα των δικαστηρίων αυτών. Ελπίζω να μην κοιμηθείτε με αυτόν τον τρόπο της συσκότησης. Ένα κλασικό παράδειγμα, ένα μάλλον παράδειγμα, όχι κλασικό, ένας τύπος αν θέλετε, αντίδρασης στη διαχείριση της κρίσης και τα μέτρα και δίτο μιμώνιο συγκεκριμένα, έχουμε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πορτογαλίας. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πορτογαλίας τόλμησε αυτό που ίσως θα ήθελε ο κ. Χρυσόγονος, υποθέτω, τόλμησε να κηρύξει αντισυνταγματικά κάποια από τα μέτρα λιτότητας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι δεν το έκανε από την πρώτη υπόθεση στην οποία απασχολήθηκε με τα μέτρα αυτά, γιατί βλέπουμε ότι το 2011 καταλήγει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα αντισυνταγματικότητας των μέτρων λιτότητας που επιβάλλει το μιμώνιο και η πορτογαλική κυβέρνηση, αλλά όμως κρούει τον Κόνδο να βγάζει μια κίτρινη κάρτα, θα λέγαμε, λέγοντας ότι έχει αυτή την επιφύλαξη, ότι υπάρχει πιθανότητα τέτοιου είδους μέτρα πραγματικά να παραβιάζουν την αρχή της ισότητας. Στην δεύτερη υπόθεση, το 2013 πλέον, πραγματικά καταλήγει στο ότι οι παρακρατήσεις από μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο τομέα συνιστούν μια μορφή φόρου και εξ'αυτού του λόγου κρίνει ότι αυτή η επιβολή αυτού του είδους έστω και κρυμμένου φόρου μόνο στο δημόσιο τομέα συνιστά μια αδικαιολόγητη αρνητική διάκριση σε βάρος ακριβώς των εργαζομένων και των συνταξιούχων που ασχολούνται σε αυτόν τον τομέα σε αντίθεση με τον ιδιωτικό. Στην τρίτη υπόθεση, πάλι του 2013, κρίνοντας και πάλι κάποια μέτρα αλλητότητας, βρίσκει ότι υπάρχει αντισυνταγματικότητα και εδώ θεωρεί ότι και πάλι έχουμε παραβίαση της αρχής της ισότητας. Τονίζω ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η κυρίαρχη αρχή είναι η αρχή της ισότητας και έχει σημασία αυτό αν αναλογιστεί κανείς την ευρύτητα της αρχής της ισότητας. Θα τη χρησιμοποιήσω αυτή την παρατήρηση τελικές μου παρατηρήσεις. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στη θεωρία έχει υποστηριχθεί ακόμη και ότι η αρχή της ισότητας δεν σημαίνει τίποτε. Είναι μια ανοιχτή φόρμουλα. Σημαίνει απλώς όμια μεταχείριση των όμιων περιστάσεων, υπερηπτώσεων και ανόμια μεταχείριση των ανόμιων. Ποιο όμως είναι το κρίσιμο στοιχείο για να είναι οι περιστάσεις όμιες ή ανόμιες, είναι κάτι το οποίο προφανώς δεν μας απαντάει η αρχή της ισότητας. Η χρήση λοιπόν της αρχής της ισότητας και της αρνητικής διάκρισης ως νομική βάση για να κρίνει το δικαστήριο την αντισταγματικότητα είναι χαρακτηριστική. Τα ιταλικά δικαστήρια έχουν μια πιο κορποραβιστική ως και συντεχνιακή, αν θέλετε, στάση. Ακυρώνουν εμειώσεις μισθών των ίδιων δικαστών. Ενώ το άριος πάγωσταν ότι το ακυρωτικό της Ιταλίας ακυρώνει μια... Ωνα φάτσα, ουνα ράτσα, αυτό λέτε. Οι Ιταλοί λοιπόν ακυρώνουν και μια υποχρεωτική φορά λιλεγγύης του 5% η οποία επιβάλλεται σε ψηλές συντάξεις πάνω από 90.000 ευρώ. Και εδώ το ιταλικό ακυρωτικό δικαστήριον και εδώ χρησιμοποιεί ως κρίσιμη νομική βάση την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, την αρχή της ισότητας. Πάλι μία αρχή η οποία παραλείπει να μας δώσει ρητά και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποια είναι εκείνη η ποιότητα των περιπτώσεων που της κάνουν όμοιες ή ανόμοιες. Αντίθετα το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο παρότι θεωρούμε και είναι ένα δικαστήριο με εξαιρετικά υψηλό κύρος αλλά και εξαιρετικά μεγάλη πολιτική εξουσία δεν είναι τυχαία ότι πολλές φορές ακούμε και λέμε ότι ο τελικός που παίρνει την απόφαση στη Γερμανία είναι ακριβώς το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Που περιμένουμε να καταλήξει σε μη αντισυνταγματικότητα για να είμαστε σίγουροι ότι το μέτρο πραγματικά μπορεί και να εφαρμοστεί. Εν τούτης, μέχρι σήμερα το δικαστήριο αυτό δεν έχει δαγκώσει όπως έχει υποθεί και στην βιβλιογραφία ότι γαυγίζει μεν αλλά δεν δαγκώνει. Και μάλιστα στην πιο πρόσφατη απόφασή του, στις 18 του Μάρτη, πριν από λίγες μέρες, κρίνοντας την συμμετοχή της Γερμανίας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για τον οποίο ακούσαμε ήδη από τον κ. Μιλιόνι, το δικαστήριο απέριψε κυρίως ως απαράδεκτες στις περισσότερες αιτιάσεις και είναι χαρακτηριστική η έκφραση του προέδρου του, η διατύπωση την οποία χρησιμοποίησε για να ανοίξει την σχετική απόφαση, λέγοντας ότι κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια μέτρα είναι τα καλύτερα για την ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας, γιατί η Γερμανία κρίνει το γερμανικό συνταγματικό ομοσπονδιακό, αλλά και για την ενωμένη Ευρώπη λαμβάνει και αυτή λοιπόν τη διάσταση κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ευθύνη, και αυτό είναι το σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις, ανήκει σε εκείνους που εκλέχθηκαν άμεσα από το λαό. Άρα λοιπόν, κατά το δικαστήριο είναι η δημοκρατική αρχή η οποία επιβάλλει την πολιτική απόφαση να τη λαμβάνει τελικά ο άμεσα δημοκρατικά νομοποιημένος νομοθέτης και ιδίως σε τέτοιες περιπτώσεις αβεβαιότητας, όπως το ίδιο το δικαστήριο τονίζει, ακριβώς αναγνωρίζοντας το ίδιο την αναρμοδιότητά του να μην λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες είναι εν τέλει πολιτικές, εφόσον είναι καταρχήν οικονομικές και δεν αποραίουν από το κράτος δικαίου, από το περιεχόμενο του συντάγματος. Άρα λοιπόν, είναι αρμοδιότητας νομοθέτη να αποφασίζει το ύψος των οικονομικών εγγύησεων και η μόνη περίπτωση βγάζει σωσκεδόμια κίτρινη κάρτα το δικαστήριο, η μόνη περίπτωση λέει που θα είχαμε πρόβλημα με το σύνταγμα είναι αν περιοριζόταν τόσο πολύ η οικονομική δυνατότητα της Γερμανίας λόγω της συμμετοχής της αυτόν τον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας που δεν θα μπορούσε ο Γερμανός νομοθέτης να διαθέτει πλέον τους κατάλληλους πόρους για άλλες πολιτικές. Άρα λοιπόν, παρά το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η εβεβαιότητα, παρά το γεγονός ότι δεν ξέρουμε αν αυτό είναι το σωστό για τη Γερμανία, δεν ξέρουμε ότι είναι το σωστό για την Ευρώπη, πρέπει να αποδεχτούμε την απόφαση του νομοθέτη. Μία άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, βέβαια, απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου λίγο νωρίτερα από την τελευταία που είπα, το Φλεβάρι του τρέχοντος έτους, η γνωστή Γκάο Βάιλερ, με την οποία, κύριε Πρόεδρε, το μπαλάκι έρχεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες, συνομιλεί εμμέσως με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να έχει στείλει μέχρι σήμερα προδικαστικό. Το Φλεβάρι του 2014 συμβαίνει και αυτό. Δεν ξέρω, κύριε Πρόεδρε, αν η γενικότερη τάση, την οποία καλλιεργήσατε και δώσατε την ελευθερία στα Δικαστήρια, να στέλνουνε περισσότερα προδικαστικά, αν επηρέασε και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Και έτσι, νομίζω ότι για πρώτη φορά, πάντως, είτε επηρεάστηκε είτε όχι, νομίζω ότι καταγράφεται στην Προεδρία σας, καταγράφεται στην Προεδρία σας ότι για πρώτη φορά στέλνει προδικαστικό και επιθυμεί πλέον άμεσα να σας μιλήσει. Σωστά. Πάντως, για πρώτη φορά συμβαίνει και αυτό. Με τι έχει να κάνει αυτή η απόφαση Gauweiler. Καταρχάς, βλέπουμε ότι έχουμε μια πολιτικοποίηση της Συνταγματικής Δίκης. Έχουμε την έγκριση από τη Γερμανική Βουλή στα μέσα του 2012 του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού και του Δημοσιονομικού Συμφώνου, για το οποίο επίσης μας μίλησε ο κ. Μιλιώνης. Και εκεί βλέπουμε ότι έχουμε συγκέντρωση υπογραφών, έχουμε μια πολιτική οργάνωση, την οργάνωση περισσότερη δημοκρατία, έχουμε ένα κόμμα, το κόμμα Die Linke, οι αριστερά, και τον βουλευτή Καουβάιλερ, ο οποίος και εκεί προέρχεται από το αδελφό του Τσέσου, το δεξιό δηλαδή, το Χριστιανό Δημοκρατικό Κόμμα της Βαβαρίας. Βλέπουμε λοιπόν και εδώ αριστερά με δεξιά να συντύνουνε. Και φτάνει στο δικαστήριο η υπόθεση αυτή. Ήδη αυτή η βάση μας δείχνει, και νομίζω με πολύ μεγάλη σαφήνεια, ότι η συνταγματική δίκη ενέχει στοιχεία πολιτικά, αναγκαστικά, κατ' ανάγκη, και νομίζω ότι φαίνεται με πολύ μεγάλη ενάρια στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Το νομικό ερώτημα. Αν είναι συμβατή με το πρωτογενές δίκαιο, η αγορά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ομολόγων στην Δευτερογενή Αγορά και μάλιστα απεριόριστα για συγκεκριμένα κράτη, τα κράτη τα οποία αντιμετωπίζουνε κρίση χρέους προφανώς, και υπό την προϋπόθηση βεβαίως τα κράτη αυτά μετέχουνε και στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο και στο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, δηλαδή βρίσκονται κάτω από πρόγραμμα. Εδώ λοιπόν το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Σταγματικό Δικαστήριο, στέλνοντας ήδη τα προδικαστικά ερωτήματα, βάζει και το στίγμα του. Δεν ξέρω λοιπόν κατά πόσον, κύριε Γιανακόπουλε, εδώ κοπηλατούν ανάμεσα στις συμπληγάδες οι εθνικοί δικαστές. Θα μου θύμιζε περισσότερο ότι τρέχουν να καταλάβουν τη βαστήλη παρά ότι βρίσκονται ανάμεσα σε συμπληγάδες. Και ίσως έτσι όπως είναι διατυπωμένη η απόφαση με την οποία διατυπώνονται τα προδικαστικά ερωτήματα, θα έλεγα ότι προσπαθούν και να κατευθύνουν ίσως τον ευρωπαίο δικαστή. Δεν λέω, κύριε Πρόεδρε, ότι θα το πετύχουν, βεβαίως. Λέει λοιπόν το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ότι το πρόγραμμα είναι ούλτρα βίρεση, είναι εκτός των δοτών αρμοδιοτήτων, μια αρχή την οποία ανέφερε και ο κύριος Χρυσόγονος, επειδή βρίσκονται ακριβώς εκτός του πεδίου των αρμοδιοτήτων, γιατί η πράξη αυτής της αγοράς, κρατικών ομολόγων στην ευθεραιογενία αγορά, δεν είναι μια πράξη που έχει να κάνει με την νομισματική πολιτική, η οποία όπως ξέρουμε είναι αποκλειστική για τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, αλλά έχει να κάνει με την οικονομική πολιτική, που είναι μια πολιτική καταρχήν οικονομική. Αυτή η ασημετρία που λέμε, έτσι κι αλλιώς, ότι είναι ένα πρόβλημα στην ΟΝΕ, ότι δηλαδή το ο μικρόν δεν υπάρχει, ενώ το ν είναι ουσιαστικά το μόνο παρόν από τα γράμματα της ΟΝΕ, αυτό εδώ επισημαίνει λοιπόν το δικαστήριο από την ανάποδη, όμως λέγοντας δεν μπορείτε να το κάνετε για την οικονομική πολιτική. Και με αυτόν τον τρόπο παραβιάζεται η απαγόρευση χρηματοδότησης των κρατικών προϋπολογισμών με ισοδύναμα μέτρα. Ωστόσο, αξιοσεύαστο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λένε οι Γερμανοί Συνταγματικοί Δικαστές, μπορεί η ρύθμιση αυτή να σωθεί αν ερμηνευτεί περιοριστικά, άρα λοιπόν προτείνουν μια, θα λέγαμε σύμφωνη με τις συνθήκες, ερμηνεία των μέτρων αυτών, αν λοιπόν εκλυφθούν τα μέτρα αυτά ως υποστηρικτικά μέτρα στις εθνικές οικονομικές πολιτικές, κάτι που επιτρέπεται από τις συνθήκες, αυτό όμως σημαίνει ότι αποκλείεται το κούρεμα χρέους, ότι δεν μπορεί να είναι απεριόριστη η αγορά των ομολόγων και ότι πάντως θα πρέπει να αποφεύγονται κατά το δυνατόν οι παρεμβάσεις στην διαμόρφωση των τιμών στην αγορά. Αφήνουμε το Γερμανικό Συνταγματικό για να πάμε να δούμε λίγο την πορεία μέχρι σήμερα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια υπόθεση, η οποία είχε πάλι να κάνει με τη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη, τη γνωστή υπόθεση Pringle. Είμαστε πάλι στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Οκτώβρη του 2012, όμως τον Μάρτη του 2011 και σε ισχύ τον Μάη του 2013, δηλαδή αργότερα από την ημερομηνία στην οποία τίθεται σε ισχύ Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και μόνο τότε, δηλαδή μόνο εκ των ιστέρων, έχουμε την προσθήκη και μάλιστα με την απλοποιημένη διαδικασία να θεώρηστος ηθικών μιας νέας παραγράφου στο άρθρο 136 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αυτή, νέα παράγραφος, επιτρέπει το να υπάρξει, το να θεσμοθετηθεί Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι προηγείται ο μηχανισμός και έπεται η νομική βάση, κάτι που ξέρουμε ότι καταρχήν στις Συνθήκες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση την αρχή των δοτότων αναρμοδιωτήτων, είναι κάτι που, προφανώς, δεν επιτρέπεται. Και εδώ, έρχεται το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματικά, να βγάλει το ξύφος και να κόψει τον γόρδιο δεσμό για να λύσει αυτό το γρίφο. Πώς, λοιπόν, έγινε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός πριν να υπάρξει νομική βάση. Η απάντηση που έδωσε εδώ το Δικαστήριο είναι, βέβαια, ότι υπήρχε ήδη νομική βάση, γιατί με τον δανεισμό μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, στην πραγματικότητα, τα κράτη-μέλη δεν παραβιάζουν την ρήτρα μη διάσωσης του άρθρο 125, ελληνιστή, όπως τα έλεγε και ο κύριος Πρόεδρος, no bailout close, δεν την παρουσιάζουν γιατί δεν αναλαμβάνει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός τα χρέη των κρατών, απλά τους δανείζει, γίνεται, λοιπόν, ένας επιπλέον δανειστής. Αν δω καθαρά νομικά, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν με πείθει πολύ αυτή. Λέω το πολύ βασικό, βέβαια, υπάρχουν και πολλές άλλες ενδιαφέρουσες σκέψεις. Δεν με πείθει πολύ, θέτει μάλιστα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προϋπόθεση, ότι αυτό είναι σωστό, το οποίο λέει, ότι ο δανεισμός από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό προς τα υπερχρεωμένα κράτη γίνεται βάση προϋποθέσεων, η ρήτρα conditionality, άρα, λοιπόν, κάτω από συγκεκριμένα προγράμματα φαινός, και δεύτερον γίνεται, όχι για να έχουμε no bailout, αλλά για να προστατευθεί η λειτουργία της ευρωζώνης, συνολικά κάτι το οποίο επιτρέπουν οι συνθήκες. Θα με ρωτήσετε, μάν πιστεύετε ότι νομικά, έτσι όπως το λέτε, δεν έστεκε και πολύ, δεν είναι και πολύ πιστική αυτή η τεκμηρίωση. Ήτανε λάθος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτρέψει την συνέχιση του ευρωπαϊκού μηχανισμού, να μην τον ανατρέψει. Η απάντηση είναι όχι, μα δεν είναι αυτό αντίφαση. Αν νομικά δεν είναι πολύ πιστική η τεκμηρίωση, πώς μπορείτε να λέτε ότι καλά έκανε όμως το ΔΕΕ και δεν ακύρωσε τον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Θα έλεγα ότι η απάντηση εδώ είναι αυτή την οποία έδωσε ο κ. Μανιτάκης το πρωί. Ο κ. Μανιτάκης αναφερόμενος στο ελληνικό βέβαια σύνταγμα, είπε ότι μερικές φορές μπερδεύουμε τι είναι νόμος και τι είναι σύνταγμα. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό είναι ένα θεμελιώδεις πρόβλημα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτογενούς Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακριβώς γιατί εκεί δεν έχουμε σε επίπεδο τυπικής ισχύος την διαφοροποίηση ανάμεσα στις θεμελιώδεις συνταγματικές, επιτρέψτε μου, διατάξεις της συνθήκης, αφενός, και στις πολιτικές, στο τρίτο μέρος, αν θέλετε, της συνθήκης, αυτό που μπορεί και να αλλάξει με την απλοποιημένη διαδικασία αναθεώρησης των συνθηκών. Άρα λοιπόν το πρόβλημα που είναι συμπτωματικό και περιστασιακό, το οποίο επισήμανε ο κ. Μανιτάκης, στο ευρωπαϊκό δίκαιο είναι δομικό, εξωρισμού και σε πολύ μεγάλο βαθμό. Θα έλεγα λοιπόν ότι το πρόβλημα και το λάθος δεν είναι στην κρίση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι στις συνθήκες. Ακριβώς το ότι δεν υπάρχει, αν θέλετε, το ευρωπαϊκό σύνταγμα αυτό καθεαυτό και οι πολιτικές από κάτω σε ένα άλλο επίπεδο. Αυτό με φέρνει και στην παρατήρηση του κ. Μιλιώνη σε σχέση και με το δημοσιονομικό σύμφωνο και την αρχή των εισασκελισμένων προϋπολογισμών, τον αλλιώς θεωρούμεν ως χρυσό κανόνα. Και είπε πολύ σωστά ο κ. Μιλιώνης ότι μπορεί ένα κράτος να φτάσει στο δικαστήριο ισχυριζόμενο ότι ένα άλλο κράτος έχει παραβιάσει αυτή την αρχή των εισασκελισμένων προϋπολογισμών. Και έφτασε και, λοιπόν, μπορούν τα δικαστήρια να κρίνουν τέτοιες περιπτώσεις οικονομικής πολιτικής. Εκτός από το γεγονός ότι ήδη στο δημοσιονομικό σύμφωνο που ανέφερε ο κ. Μιλιώνης υπάρχει και η αποτύπωση της εξαίρεσης, εκτός και αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, μα τι άλλο θα ήταν εξαιρετική περίσταση αν όχι το ότι κινδυνεύαμε να χρεοκοπήσουμε άτακτα, πέρα από το ότι χρεοκοπήσαμε τον τρόπο που το κάναμε. Δεν είναι αυτό εξαιρετική περίσταση. Άρα, λοιπόν, αν το δικαστήριο κλειθεί να κρίνει, έχει εκείνα τα εργαλεία, τα έχει έγκυα και θα μπορούσε μια τέτοια περίπτωση, για παράδειγμα, να άφηνε ή να επέβαλε το ίδιο την άτακτη χρεοκοπία ενός κράτους, για παράδειγμα, επειδή δεν θα ήταν συμβατές οι πράξεις του με κάποιες από τις προβλέψεις του δημοσιονομικού συμφώνου. Άρα, λοιπόν, αυτό το οποίο τίθεται και αυτό το οποίο, νομίζω, έθεσε και ο πρόεδρος της συνεδρίας, ο κ. Μενουδάκος, από την αρχή, είναι μέχρι πού η δικαστική εξουσία και από πού και πέρα η πολιτική. Αντιστρόφος, αν θέλετε, μέχρι πού η πολιτική και από πού η δικαστική. Θα έλεγα ότι, ξετάζοντας συγκριτικά αυτές τις περιπτώσεις, ότι μέχρι σήμερα το Γερμανικό Μοσπονδιακό, όπως και το Συμβούλιο της Επικρατίας, δεν αναφέρθηκα σε αυτό, γιατί είστε πολύ καλύτεροι γνώστες της νομολογίας του από εμένα, να κρατούνε μία στάση αυτοσυγκράτησης. Αποδέχονται μάλλον την προτεραιότητα της πολιτικής εξουσίας, είστε το λένε ρητά, όπως είδαμε, η απόφαση του Γερμανικού, είτε το υπονοούν, αντίθετα το Ιταλικό και Πορτογαλικό Δικαστήριο, ιδίως το Πορτογαλικό, έχει πάρει μία πιο μάχημη θέση. Και το ερώτημα εδώ είναι, κύριε Πρόεδρο, όπως το θέσατε, προφανώς και επηρεάζεται η κρίση του Δικαστηρίου από την οικονομική κρίση. Μήπως όμως αυτό μας λέει ότι γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν θα έπρεπε η δικανική κρίση να πηγαίνει πάρα πολύ. Με άλλα λόγια, μήπως αυτές οι περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο, ο Δικαστής έρχεται να κρίνει οικονομικές πολιτικές, σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να είναι περισσότερο αυτοπεριοριζόμενος από ό,τι ίσως σε άλλες ακριβώς, επειδή δεν στηριζόμαστε κατά στενή έννοια στο γράμμα του νόμου, στο ρούλοφλο, στο κράτος δικαίου, αλλά υπάρχουν πολιτικές εκτιμήσεις που όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Πρόεδρος του Γερμανικού Συνταγματικού, εμπεριέχουν την έννοια της αβεβαιότητας. Εγώ θα απαντούσα θετικά σε αυτήν την ερώτηση. Άρα λοιπόν το ερώτημα που τίθεται είναι γενικότερα για την κανονιστική δύναμη του οικονομικού συντάγματος, κατά πόσο αυτό θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευρύ. Κατά τη γνώμη μου, εδώ πάλι έρχεται η κριτική ότι το οικονομικό σύνταγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι περισσότερο εκθεταμένο από όσο θα έπρεπε και η κριτική που έκανα στο ότι δεν υπάρχει ένα σύνταγμα με την έννοια των θεμελιωδών αρχών οργάνωσης του πολιτεύματος και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που βρίσκεται πάνω και πέρα από τις ασκούμενες πολιτικές, μεταξύ των οποίων και οικονομικές πολιτικές. Άρα, λοιπόν, θα έδινα μια απάντηση ότι, ειδικά στο θέμα της δικαστικής κρίσης, σε υποθέσεις που έχουν να κάνουν με οικονομική πολιτική, επιβάλλεται ο δικαστής, τεθνικός δικαστής και ευρωπαίος δικαστής, να είναι περισσότερο συγκρατημένος από ό,τι σε σχέση με άλλα θέματα. Αυτό, τελικά, καταλήγει στην πρωταρχία της πολιτικής, στην πρωταρχία της οικονομίας, αλλά και στην πρωταρχία της πολιτικής που θα κληθεί να ρυθμίσει την οικονομία και ότι, τελικά, αυτός ο οποίος αποφασίζει και ο οποίος αποτυπώνει το γενικό συμφέρον πρέπει να είναι, καταρχήν και κατά κύριο λόγο, ο δημοκρατικά νομοποιημένος νομοθέτης. Ευχαριστώ πολύ. |