Διάλεξη 5: Πέμπτη διάλειξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέριο Έτους ε.Ε. Εξαμίνου Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην πέμπτη διάλειξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέριο Έτους ε.Ε. Εξαμίνου συνεχίζομαι την παρουσίαση από το άρθρο του καθηγητή Ρίγκονς Μπαλόντις για το κράτος και τα θρησκεύματα στη Λετωνία του κεφαλαίου που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων σε αυτή τη χώρα και εν συνεχία θα προχωρήσουμε στο σχολιασμό των σημαντικότερων σημείων αυτού του άρθρου. Συνεχίζομαι την παρουσίαση. Η δραστηριότητα των θρησκευτικών οργανισμών υπόκειται σε περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 116 του Λετωνικού Συντάγματος. Μπορεί να διαταχθεί με δικαστική απόβαση η πάυση δραστηριοτήτων των θρησκευτικών οργανισμών που προάγουν τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και μίσος, που παραβιάζουν το νόμο και υποκινούν άλλους να το πράξουν, που παραβιάζουν ή παραλείπουν να τηρήσουν το καταστατικό τους ή που απειλούν την κρατική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη και ειρήνη ή την υγεία ή την ηθική των άλλων. Το άρθρο 14 του Νόμου για τους θρησκευτικούς οργανισμούς προβλέπει επίσης ότι το κράτος έχει την αραμονιότητα να περιορίσει τις δραστηριότητες θρησκευτικού οργανισμού και των πιστών αυτού για αυτούς τους λόγους. Η Κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίζει ότι οι πολίτες μπορούν να σκούν ελεύθερα τη θρησκεία τους. Όμως, η θρησκευτική ελευθερία δεν απαλάσει οποιονδήποτε από την υποχρέωση τήρησης του νόμου. Αν είναι αναγκαίο, το κράτος έχει τη νόμιμη εξουσία να περιορίζει τις εκδηλώσεις θρησκείας για να προστατεύσει τα δικαιώματα των άλλων, το δημοκρατικό χαρακτήρα του κράτους, τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ευημερία και την ηθική και την υγεία των άλλων. Ο θρησκευτικός οργανισμός έχει το δικαίωμα να υποβάλει νέα αίτηση μετά την απόρριψη αίτησης του εάν έχει εξαλείψει τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση που απέρριψε την καταχώρηση. Μπορεί να ασκηθεί η προσφυγή εναντίον απόφασης του προέδρου του κυβερνητικού οργανισμού για τις σκεφτικές υποθέσεις, για την καταχώρηση της θρησκευτικού οργανισμού ή την απόρριψη της αίτησης της καταχώρησης μέσα σε 10 ημέρες από τη λήψη της. Η επανακαταχώρηση των θρησκευτικών οργανισμών που απαιτείται από το άρθρο 8 παράγραφος 4 του νόμου για τους σκεφτικούς οργανισμούς εφαρμόζεται μόνο σε τομπικές κοινότητες των θρησκευμάτων που αρχίζουν τη δραστηριότητά τους στη Δημοκρατία της Λετωνίας για πρώτη φορά και οι οποίες δεν ανήκουν σε θρησκευτικές κοινότητες ήδη καταχωρημένες στη Λετωνία. Ο σκοπός επανακαταχώρησης είναι η διαπίστωση της νόμιμοφροσύνης ορισμένης τομπικής θρησκευτικής κοινότητας εναντί του λετωνικού κράτους και της συμμόρφωσης της δραστηριότητάς του με την ισχύουσα νομοθεσία. Θα έπρεπε να προστεθεί ότι μετά τη 10η επανακαταχώρηση ο θρησκευτικός οργανισμός υπάγεται στον καθεστώς του μόνιμα καταχωρημένου θρησκευτικού οργανισμού, δηλαδή αποκτά σε μόνιμη βάση νομική προσωπικότητα. Προς το παρόν, 1.160 θρησκευτικοί οργανισμοί και καθηδρίματά τους είναι καταχωρημένοι στον κυβερνητικό οργανισμό για τις σκεφτικές υποθέσεις. Από αυτούς, 81 τομπικές σκεφτικές κοινότητες πρέπει να επανακαταχωρούνται αιτισίως. Το άρθρο 7 παράγραφος 3 του νόμου για τους σκεφτικούς οργανισμούς προβλέπει ότι ένα συγκεκριμένο θρησκεύμα μπορεί να ιδρύσει μόνο μια καταχωρημένη θρησκευτική ένωση. Πριν την έναξεση της χείος αυτής της διάταξης, η ομολογία της Τριάδας είχε δύο καταχωρημένες θρησκευτικές ενώσεις. Δηλαδή, το Λετωνικό Κέντρο της Κοινότητος της Τριάδας και το Λετωνικό Σωματείο της Ενωρίας της Τριάδας της Διεθνούς Θείας Κοινότητας. Εν τούτοις, ένας αριθμός μη καταχωρημένων θρησκευμάτων αγωνίζονται για να παρέχει ο Λετωνικός Νόμος για τους σκεφτικούς οργανισμούς τη δυνατότητα καταχώρησης απεριόριστου αριθμού θρησκευτικών ενώσεων στα πλαίσια ενός θρησκεύματος. Να επιτρέπει για παράδειγμα την καταχώρηση της Ομολογιακής Λουθυρανικής Εκκλησίας και της Ελεύθερης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτοί οι κανόνες ως προς την καταχώρηση τοπικών θρησκευτικών κοινοτήτων φαίνονται να συμμορφώνονται με τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυνάμειο του νόμου για τους σκεφτικούς οργανισμούς, 25 ενήλικα άτομα που είναι εγγεγραμμένα στο λετωνικό κατάλογο πολιτών και τα οποία ανήκουν στο ίδιο θρύσκευμα μπορούν να ιδρύσουν θρησκευτικό οργανισμό. Εφόσον, όλα τα έγραφα της καταχώρησης, το καταστατικό της τοπικής θρησκευτικής κοινότητας, τα πρακτικά της ιδρυτικής συνέλευσης κλπ. συντάσσονται και υποβάλλονται στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες κατά τον προβλεπόμενο τρόπο. Από την άλλη πλευρά όσον αφορά τις προϋποθέσεις για την καταχώρηση θρησκεύματος, το κράτος φαίνεται να έχει υπέρ μετροδιαφέρον στη διαδικασία της καταχώρησης που έρχεται σε αντίθεση με τη θρησκευτική ελευθερία. Η θρησκευτική ένωση μπορεί να καταχωρηθεί μόνον εάν 10 τοπικές θρησκευτικές κοινότητες του θρησκεύματος ενωθούν και δεν έχει καταχωρηθεί προηγουμένως καμιά θρησκευτική ένωση που ανήκει στο ίδιο θρίσκεμα. Αυτός ο κρατικός περιορισμός δεν δικαιολογείται. Δεν βασίζεται σε καμιά απειλή για τη δημόσια τάξη, την κρατική ασφάλεια, την υγεία ή την ηθική. Και τώρα προχωρούμε στο σχολιασμό του αρκετά εκτεταμένου κεφαλαίου του καθηγητή Ρίγκονς Μπαλόδης που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Λετωνία. Για την ίδρυση τοπικής θρησκευτικής κοινότητας, μας αναφέρει ο καθηγητής Ρίγκονς Μπαλόδης απαιτείται σύμφωνα με τον νόμο της Λετωνίας για τους θρησκευτικούς οργανισμούς απαιτείται ένας εύλογος αριθμός 25 ενήλικοι πολίτες του ιδρύου θρησκεύματος. Για την ίδρυση θρησκευτικής ένωσης, η οποία αποτελεί νομική έκφραση ενός θρησκεύματος στην Λετωνία, ιδρυτές δεν είναι φυσικά πρόσωπα όπως στην τοπική θρησκευτική κοινότητα, αλλά νομικά πρόσωπα, 10 τοπικές θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες βεβαίως πρέπει να είναι καταχωρημένες. Και υπάρχει και μια προϋπόθεση αρνητική προκειμένου να καταχωρηθεί, καταχωρηθεί σημαίνει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα δια της εγγραφής στο αντίστοιχο βιβλίο, που τηρείται αποδιοικητικό οργανισμό στη Λετωνία, όχι αποδικαστήριο και που είναι ο κυβερνητικός οργανισμός για θρησκευτικές υποθέσεις. Αυτή η αρνητική προϋπόθεση για την καταχώρηση της θρησκευτικής ένωσης είναι να μην έχει καταχωρηθεί προηγουμένως κάποια άλλη θρησκευτική ένωση που να ανήκει στο ίδιο θρίσκευμα. Δηλαδή απαιτείται για κάθε θρίσκευμα να υπάρχει μόνο μία θρησκευτική κοινότητα. Μας διευκρινίζει ο καθηγητής Ρίγκολς Μπαλώδης ότι ένας ορισμένος αριθμός καταχωρημένων θρησκευτικών οργανισμών αγωνίζονται για να υπάρξει τροποποίηση σε αυτό το σημείο του νόμου της Λετωνίας για τους θρησκευτικούς οργανισμούς ώστε να υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης απεριόριστο αριθμού θρησκευτικών ενώσεων στα πλαίσια ενός θρησκεύματος. Και δείχνει ότι ο ίδιος συμμερίζεται αυτή την άποψη των ελλόγων θρησκευτικών οργανισμών. Εδώ όμως θα πρέπει να σχολιάσω με ότι ορθώς προβλέπει ο νόμος της Λετωνίας για τους θρησκευτικούς οργανισμούς μία θρησκευτική ένωση αναθρίσκευμα. Αλλά όμως εάν εννοεί ότι θα πρέπει να υπάρχει μία θρησκευτική ένωση αναθρίσκευμα με την έννοια ότι αποκλεί τους διηστάμενους θρησκευτικούς οργανισμούς ενός θρησκεύματος να ιδρύσουν θρησκευτική ένωση και να ασθήσουν την καταχώρησή της, τότε πράγματι υπάρχει μία αντίθεση αυτής της διάταξης ως προς αυτή τη διάσταση στη θρησκευτική ελευθερία προστατεύτη από το Σύνταγμα της Λετωνίας και από το Διαθυνές Δίκαιο Αθροπίνων Δικαιωμάτων. Εάν συναιπώς ένα θρίσκευμα έχει τις mainstream θρησκευτικές κοινότητες που συνιστούν μία mainstream θρησκευτική ένωση mainstream με την έννοια της επίσημης και υπάρχουν και διηστάμενες θρησκευτικές κοινότητες του ιδίου θρησκεύματος οι οποίες θέλουν να ιδρύσουν μία άλλη θρησκευτική ένωση του ιδίου θρησκεύματος αλλά διηστάμενη έναντι της επίσημης, τότε δεν θα πρέπει να μην αναγνωρίζεται κατά το Λετωνικό Νόμο για τα Θρησκεύματα το δικαίωμα των διηστάμενων θρησκευτικών κοινωτήτων να ιδρύσουν μία διηστάμενη θρησκευτική ένωση του ίδιου θρησκεύματος και να ζητήσουν την καταχώρησή της. Επίσης, ο καθηγητής Ρίγχος Μαλωδής διευκρινίζει ότι δεν απαιτείται από την Λετωνική Νομοθεσία η καταχώρηση των θρησκευτικών ομάδων και ορθώς δεν απαιτείται διότι σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρς της θρησκευτικής ελευθερίας δεν επιτρέπεται η κρατική απέτηση προς τα θρησκεύματα να αποκτούν νομική προσωπικότητα αν τα ίδια δεν το επιθυμούν. Διευκρινίζει όμως ο καθηγητής Ρίγχος Μαλωδής ότι ορισμένα δικαιώματα και προνόμια μπορούν να ασκηθούν από οργανισμούς οι οποίοι είναι θρησκευτικούς οργανισμούς που είναι καταχωρημένοι όπως είναι το καθεστώς της νομικής προσωπικότητας όπως είναι για απόκτηση, για κτήση περιουσίας ή άλλες οικονομικές συναλλαγές, φορολογικά πλεονεκτήματα για τους δωρητές. Αυτά βέβαια τα δικαιώματα και προνόμια είναι εύλογον ότι μπορούν να ασκηθούν μόνον όταν υπάρχει νομική προσωπικότητα διότι συνδέονται με την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας ως εκτισφυσιός τους. Στη συνέχεια διευκλνίζει ο καθηγητής Ρικομπαλώντης ότι ο κυβερνητικός οργανισμός για θρησκευτικές υποθέσεις το οποίο είναι το διοικητικό όργανο το οποίο είναι αρμόδιο για την καταχώρηση των θρησκευτικών οργανισμών σύμφωνα με τον νόμο της Λετωνίας για τους σκεφτικούς οργανισμούς υπάρχει στην εποπτεία του Υπουργείου της Δικαιοσύνης. Το καταστατικό του θρησκευτικού οργανισμού το οποίο υποβάλλεται μαζί με την έτηση για την καταχώρηση του θρησκευτικού οργανισμού ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις του θρησκευτικού οργανισμού. Ορθώς επίσης υποστηρίζει ο καθηγητής Ρικομπαλώντης ότι δεν προβλέπεται η καταχώρηση να είναι υποχρεωτική για την εκδήλωση της ελευθερίας, της σκεφτικής ελευθερίας. Διότι η ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας δεν σχετίζεται με την απόκτηση νομικής προσωπικότητας με υποχρεωτικό τρόπο. Αν θέλει ένα θρησκευμά κατά τα διεθνή standards μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα και πράματι διευκολύνεται αν αποκτήσει. Αν με βάση σκεφτικές του επιθύσεις δεν επιθυμεί να αποκτήσει τότε μπορεί να μην αποκτήσει και θα εξακολουθεί να ασκεί την ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας του. Δεν ενδιαφέρον στις διατάξεις τις οποίες σημειώνει και αναλύει ο καθηγητής Ρίγκο Μπαλώδης εκείνη του άρθρο 116 του Λετωνικού Συντάγματος, κατά την οποία μπορεί να διαταχθεί με δικαστική απόφαση ή πάυση δραστηριοτήτων των θρησκευτικών οργανισμών που προάγουν τη θρησκευτική μισαλοδοξία και το μίσος, που παραβιάζουν τον νόμο και υποκινούν άλλους να το πράξουν, που παραβιάζουν ή παραλείπουν να τριήσουν το καταστατικό τους ή που απειλούν την κρατική ασφάλεια, την δημόσια τάξη και η ρήνη, την υγεία και την ηθική των άλλων. Πλύνω, όμως, αυτή η διάταξη να είναι αρκετά ευρεία. Με την έννοια ότι οι κανόνες ιδιεθνείς για τους περιορισμούς ελευθερίας εκδήλωσης θρησκείας είναι συγκεκριμένοι. Προβλέπουν τους συγκεκριμένους πέντε σκοπούς εξαντυντικά παρυθμούμενους δημοσίου συμφέροντος, για τους οποίους και μόνον επιτρέπεται ο περιορισμός μόνον της ελευθερίας εκδήλωσης θρησκείας ή κοσμοθεωρίας. Και είναι η δημόσια ασφάλεια, δημόσια τάξη, δημόσια υγεία, δημόσια ηθική, δικαιώματα και ελευθερίες των άλλων. Από την απαρίδμηση των λόγων πάυσης με δικαστική απόβαση των δραστηριοτήτων των θρησκευτικών οργανισμών, τους οποίους είδαμε προηγουμένους, προκύπτει ότι οι λόγοι πάυσης των δραστηριοτήτων των θρησκευτικών οργανισμών υπερβαίνουν κατά πολύ τους νόμιμους περιορισμούς κατά το διεθνές δίκιο της ελευθερίας εκδήλωσης θρησκείας. Επίσης ο καθηγητής Ρικοπαλώδης αναφέρεται στο άρθρο 14 νόμου για τους σκεφτικούς οργανισμούς, που προβλέπει ότι το κράτος έχει την εναρμοδιότητα να περιορίζει τις δραστηριότητες θρησκευτικού οργανισμού και των πιστών του για αυτούς τους λόγους τους οποίους προανέφερε. Διεθνίζει ακόμη ότι εάν απορριφθεί μια αίτηση για καταχώρηση γιατί υπάρχουν λόγοι που επιβάλλουν την απόρριψη, εφόσον τους απαλείψει αυτούς τους λόγους ο θρησκευτικός οργανισμός τότε μπορεί να υποβάλλει νέα αίτηση για την καταχώρησή του. Υπάρχει επίσης στο νόμο για τους σκεφτικούς οργανισμούς της Λετωνίας, το άλθρο 8 παράαφος 4, το οποίο διακρίνει τους προσωρινά καταχωρημένους θρησκευτικούς οργανισμούς από τους μόνιμα καταχωρημένους. Οι προσωρινά καταχωρημένοι αποκτούν προσωρινή νομική προσωπικότητα. Δηλαδή κάθε έτος πρέπει να ζητούν την επανακαταχώρησή τους, δηλαδή την απόκτηση και πάλι της νομικής προσωπικότητας επί μια δεκαετία. Όταν συμπληρώσουν μια δεκαετία οι νέοι θρησκευτικοί οργανισμοί, δηλαδή οι τοπικές θρησκευτικές κοινότητες θρησκευμάτων που αρχίζουν τη δραστηριότητά τους στη Δημοκρατία της Λετωνίας, όχι τα απαρδοσιακά θρησκεύματα, τότε θα πρέπει να συμπληρώσουν δεκαετή επανακαταχώρηση προκειμένου να υπαχθούν στο καθεστώς του μόνιμα καταχωρημένου θρησκευτικού οργανισμού, δηλαδή να έχουν μόνιμη θρησκευτική νομική προσωπικότητα. Και αυτή η διάκριση δηλαδή μεταξύ προσωρινής νομικής προσωπικότητας και μόνιμης νομικής προσωπικότητας γίνεται προκειμένου να ελέγχει το λετωνικό κράτος, την νομιμοφροσύνη του νέου θρησκεύματος που εμφανίζεται στη Λετωνία και που ιδρύει μια τοπική θρησκευτική κοινότητα που ζητά καταχώρηση με την ισχύουσα νομοθεσία, την νομιμοφροσύνη της τοπικής θρησκευτικής κοινότητας έναντι του λετωνικού κράτους και τη συμμόρφωση της δραστηριότητάς του με την νομοθεσία της Λετωνίας. Στη συνέχεια ο καθηγητής Ρίγκον Σμπαλώδης αναφέρεται στο ζήτημα των νέων θρησκευτικών κινημάτων σε ένα άλλο κεφάλαιο, των νέων θρησκευτικών κινημάτων στη Λετωνία και αναφέρει το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στην έκθεση του του έτους 1997 για τη θρησκευτική ελευθερία επικρίνει τη Λετωνία για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας εξαιτίας της άρνησης της Λετωνίας να καταχωρήσει τους μάρτυρες του Ιεχοβά. Αυτό το πρόβλημα επιλύθηκε και το φθινόπροτο 1998 το Λετωνικό Υπουργείο της Δικαιοσύνης καταχώρησε τις πρώτες δύο τοπικές κοινότητες των μαρτύρων του Ιεχοβά. Προς το παρόν υπάρχουν 12 τοπικές κοινότητες αυτού του κινήματος καταχωρημένες στη Λετωνία και οι λετωνικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου δεν έχουν πληροφορίες για οποιασδήποτε καταχρύση σε σχέση με την ελευθερία αυτού του κινήματος. Πριν την καταχώρηση το 2002 της τοπικής κοινότητας της χριστιανικής επιστήμης το Υπουργείο της Δικαιοσύνης απέριψε την έτσι τις έξι φορές. Σύμφωνα με την Λετωνική Ιατρική Ένωση η κύρια δραστηριότητα αυτού του οργανισμού, δηλαδή η μεταχείριση των ανθρώπων με μη ιατρικά μέσα, ερχόταν σε αντίθεση προς το λετωνικό δίκαιο και τον κώδικα ιατρικής ηθικής. Ο καθηγητής Ρίγκον Παλώδης σε αυτό το υποκεφάλαιο για τα νέα θρησκευτικά κινήματα ασχολείται με δύο θρησκευτικές ομάδες, των μαρτύρων του Γεχοβά και της χριστιανικής επιστήμης. Βέβαια δεν διεθκρινίζεται ότι ο όρος «νέα θρησκευτικά κινήματα» ή ο άλλος όρος «έκτες» είναι πολιτική, απαξιοτική όροι και δεν είναι νομική όροι και γι' αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται. Πάντως ο καθηγητής Ρίγκον Παλώδης και σε προηγούμενο κεφάλαιο του αναφέρεται και σε αυτό το κεφάλαιο για τα νέα θρησκευτικά κινήματα, αναφέρεται στην έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την διεθνή θρησκευτική ελευθερία, η οποία είναι πολιτικού χαρακτήρα βεβαίως, περιέχει χρήσιμα ενημερωτικά στοιχεία, αλλά εξυπηρετεί την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και συνεπώς από άποψη νομική έχει μία αξία, αλλά όμως πρέπει να λαβάντε υπόψη, ο πολιτικός της χαρακτήρας δεν αποτελεί δηλαδή ένα αυθεντικό νομοθετικό κείμενο, μία πηγή, είναι μία πολιτική έκθεση που δίνει κάποια στοιχεία, περιέχει κάποιες παρατηρήσεις, συνεπώς νομίζω ότι αυτές οι δυο αναφορές τουλάχιστον που κάνει σε αυτή την έκθεση, την πολιτική του state department για την international religious freedom, όπως λέει, την διεθνή θρησκευτική ελευθερία, δηλαδή για τη θρησκευτική ελευθερία όπως εφαρμόζεται στις διάφορες χώρες όλων των υπήρων του κόσμου, νομίζω ότι είναι υπερβολική αυτή η συχνή αναφορά του καθηγητήρί Κωνσπαλώντης σε αυτή την πολιτική έκθεση. Σε αυτό το σημείο ολοκληρώσαμε την παρουσίαση και τον σχολιασμό του νομικού καθεστώτος των θρησκευτικών κοινοτήτων κατά το λετωνικό δίκαιο, όπως μας παρουσίασε αυτό το κεφάλαιο στο άρθρο του για το κράτος και τα θρησκεύματα στη Λετωνία ο καθηγητής Ρίγκολς Μπαλώδης και στη συνέχεια προχωρούμε σε ένα άλλο άρθρο «Κράτη και θρησκεύματα στη Λιθουανία» της καθηγήτριας Γιολάντα Κουσνεσόβνη. Από αυτό το άρθρο θα επιλέγουμε να ασχοληθούμε όπως και με τα προηγούμενα άρθρα που αφορούν σχέσεις κράτους, θρησκευμάτων και άλλες χώρες γραμμένα από άλλους συγγραφείς, με τις νομικές πηγές των σχέσεων κράτων, θρησκευμάτων στη Λιθουανία, με τις κατηγορίες προσέγγισης του συστήματος και με το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στη Λιθουανία. Ως προς τις νομικές πηγές η καθηγήτρια Γιολάντα Κουσνεσοβιένε αναφέρει «Η θεμελιώδης νομοθετική πράξη που ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους και θρησκευμάτων είναι το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας που υιοθετήθηκε της 25 Οκτωβρίου 1992». Το Σύνταγμα ορίζει τη βάση των σχέσεων κράτους και θρησκευμάτων και εφαρμόζει τις κύριες αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Εγγυάται την ελευθερία του ατόμου να επιλέγει και να εκδηλώνει τη θρησκεία ή την πίστη του στη λατρεία, την πρακτική και τη διδασκαλία». Το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι πεποίθησεις, η ομολογία θρησκείας ή πίστης δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη διάπραξη εγκλημάτων ή την παραβίαση του νόμου. «Ενώ ασκούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, τα άτομα πρέπει να τηρούν το Σύνταγμα και να μην παραβιάζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων ατόμων». Οι πληρέστερες διατάξεις που αφορούν τις σχέσεις κράτους και θρησκευμάτων περιέχονται στο νόμο του 1995 για τις σκεφτικές κοινότητες και ενώσεις. Αλλά σε αυτό το σημείο τελείωσε ο χρόνος της πέμπτης διάλεξης του μετατυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτερόέτους Ε. Εξαμίνου και θα συνεχίσουμε με την παρουσίαση και εν συνεχεία με το σχολιασμό των νομικών πηγών των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στη Λιθουανία, την οποίαν παρουσίαση μας κάνει στο άγρο της για τα κράτη και τα θρησκεύματα στη Λιθουανία η καθηγήτρια Γιωλάντα Κούσνε Σοβιένε. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |