Διάλεξη 12: Υπόσχεσθαι, αδερφή μου, ευχαριστούμε πολύ και ευχαριστούμε όλους εσάς που μας ευχαριστούσατε. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι, στην δωδέκατη και τελευταία διάλεξη του προπτυχιακού εαργνού μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου, συνεχίζομαι με τα ζητήματα που αφορούν την Ιερή Κοινότητα στα πλαίσια του Αγιοριτικού Δικαίου. Οι αποφάσεις της Ιερής Κοινότητας λαμβάνονται με πλειοψηφία και καταχωρήνονται σε ειδικό βιβλίο για να γίνουν εκτελεστές, όμως πρέπει να προηγηθεί η υπογραφή των πρακτικών. Οι αντιπρόσωποι αν διαφωνούν με την απόφαση μπορούν να αξιώσουν την καταχώρηση της μειοψηφίας τους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιούνται να αρνηθούν την υπογραφή. Η άρνηση συνεπάγεται για τις ποινές της κολυσηεργίας, δηλαδή αποβολή και ενδεχομένως αντικατάσταση. Οι αποφάσεις της Ιερής Κοινότητας υποβάλλονται υποχρεωτικώς και στον διοικητή για έλεγχο νομιμότητας. Αρμοδιότητα για την εκτέλεση των αποφάσεων έχει ο διοικητής, αλλά πάντα με την παρουσία ενός επιστάτη. Τα έγγραφα της Ιεράς Κοινότητας που συντάσσονται σε εκτέλεση των αποφάσεών της, στη θέση της υπογραφής των αντιπροσώπων, έχουν τις λέξεις «άπαντες» ή «εντικοινή συνάξη αντιπρόσωποι και προϊστάμενοι των 20 Ιερών Μονών του Αγίου Όρους Άθω» και «εντικοινής φραγίδα των επιστατών». Όλα τα έγγραφα της Ιεράς Κοινότητας, καθώς και τα απευθυνόμενα σε αυτήν, είναι υποχρεωτικώς γραμμένα στην ελληνική γλώσσα. Τα έγγραφα της Κοινότητας και των Μονοστιριακών Αρχών, ιδιαίτερα τα πληρεξούσια γράμματα, που μετά την επικύρωσή τους από την Ιερά Επιστασία, ισχύει δημόσιο εγγράφου για όλες τις αρχές του κράτους. Η γραφική υπηρεσία στην Ιερά Κοινότητα διεξάγεται από τον αρχιγραμματέα, μοναχό μιας από τις Αγιοριτικές Μονές, ηλικίας άνω των 25 ετών με πτυχία νότου της σχολής ή στην ανάγκη απολητήριο της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Η διοικητική εξουσία της Ιεράς Κοινότητος σε σχέση με τις επιμέρους Μονές, περιλαμβάνει την έγκριση των εσωτερικών τους κανονισμών μετά από έλεγχο της συμφωνίας τους με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη Αγιόρους και την εποπτεία για την τήρηση του κανονισμού σε κάθε Μονή και γενικά για την ομαλή του λειτουργία. Δεν επικρατεί ομοφωνία στη θεωρία ως προς τα όρια των δικαιωμάτων της Ιεράς Κοινότητας σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεων. Φρονούμαι ότι στην έννοια της εποπτείας περιέχεται η υποχρέωση λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων για την επάνωδο στην κανονική λειτουργία του κανονισμού και στην πιστή εφαρμογή του Καταστατικού Χάρτη Αγιόρους. Εκτός από αυτή την περίπτωση επεμβάσιος που συνάγεται ερμηνευτικός, προβλέπεται ρητά στο Άρθρο 27 η ανάμιξη της Ιεράς Κοινότητας για την οικονομική εξηγίανση μιας Μονής, αν ύστερα από εξέδαση όλων των στοιχείων της διαχειρήσεώς της διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικής κρίσης. Άλλες περιπτώσεις επεμβάσεως, όπως η εκδίκαση ενστάσεων κλπ, έχουν περισσότερο δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Και τώρα περνάμε στην Ιερά Επιστασία. Η εκτελεστική εξουσία στο Άγιο Όρος ασκείται από την τέτρα μελή Ιερά Επιστασία. Για τον καθορισμό των μελών της διαιρούνται 20 κυρίαρχες Μονές σε πέντε τετράδες σύμφωνα με την ιεραρχική τους τάξη, σε τρόπο ώστε επικεφαλής κάθε τετράδας να είναι μία από τις πέντε πρώτες στην τάξη Μονές, δηλαδή μεγείς της Λάβρας, Βατοπεδίου, Ιβύρων, Χιλιανδαρίου και Διονυσίου. Κάθε τετράδας ασκεί την Επιστασία για ένα χρόνο, ανα πενταετία και συγκεκριμένα από την 1η Ιουνίου μέχρι την Αγωστή 1η Μαΐου. Πριν από την ανάληψη υπηρεσίας, κάθε μία Μονή από τις τέσσερις που έχουν σειρά για την Επιστασία, ορίζει έναν Επιστάτη με τα ίδια προσόντα όπως αυτά των αντιπροσώπων. Ο Επιστάτης της πρώτης στην τάξη Μονής καλείται πρωτεπιστάτης. Είναι ο πρόεδρος της Ιεράς Επιστασίας και ο σύμβολο της εξουσίας του κρατά την ραβδο του πρώτου. Οι Μονές μπορούν να ορίσουν ως Επιστάτη τον αντιπρόσωπό τους στην Ιερά Κοινότητα. Αυτό όμως δεν ισχύει για τη Μονή στην οποία νίκει ο πρωτεπιστάτης, γιατί αυτός, όπως έχουμε πει, διευθύνει τις εργασίες στην Ιερά Κοινότητα. Αν η οικία Μονή δεν συμμορφωθεί με την απαγορεύση αυτή, τότε τα έργα του πρωτεπιστάτη ασκεί ο της προηγούμενης χρονιάς. Οι Επιστάτες μένουν συνεχώς στις καριές και απουσιάζουν μόνο για λόγους υπηρεσιακούς. Και τότε, με τη σειρά, η ιεραρχική τους τάξη. Στον πρωτεπιστάτη απαγορεύεται η απομάκρυση από την έδρα του. Επιστάτης που απουσιάζει να πληρώνεται από έναν αντιπρόσωπο της εμπιστοσύνης του ή σε περίπτωση απουσίας όλων των αντιπροσώπων από τον αρχιγραμματέα, τότε από συνεπιστάτη του. Οι Επιστάτες είναι μεταξύ τους ίσοι και ο πρωτεπιστάτης πρώτος μεταξύ ίσων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία. Σε ισοψηφία αποφαίνεται ιερά κοινότητα. Στη λήψη των αποφάσεων πρέπει να μετέχουν και οι τέσσερις. Αφθαίρεται η ενέργεια ενός ή περισσότερον, δηλαδή εν αγνοία των υπολοίπων. Συνεπάγεται το ανίσχυρο των αποφάσεων. Τέτοια ενέργεια, καθώς και κάθε άρνηση υπηρεσίας, επισύρει κυρώσεις. Στην αρχή επίπληξη της ιεράς κοινότητας και σε υποτροπή δεσμευτική γιατημονή, απόφαση δεσμευτική να αντικαταστήσει τον επιστάτη της. Τη γραφική υπηρεσία της ιεράς επιστασίας διεξάγει ο αρχιγραμματέας με τη βοήθεια του υπογραμματέα. Οι αρμοδιώτητες της ιεράς επιστασίας καθορίζονται στο άρθρο 40 Καταστρατικού Χάρτη Αγίου Όρους. Είναι το εκτελεστικό όργανο της ιεράς κοινότητας και συγχρόνως εκπληρώνει καθήκοντα ορισμένων πολιτιακών αρχών, όπως αστυνομίας, ειρηνοδύχη κλπ. Ειδικότερα η ιερά επιστασία διεκπεραιώνει και σφραγίζει την αλληλογραφία της ιεράς κοινότητας. Η σφραγίδα της επιστασίας που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια και κάθε επιστάτης φυλάσσει από ένα, έχει στη μέση την εικόνα της Θεοτόκου η Πλατητέρα και γύρω την επίγραφή σφραγής της ιεράς κοινότητας του Αγίου Όρους Άθο. Οφείλει ακόμα να φροντίζει για την καθαριότητα και τη συντήρηση των δρόμων στις Καριές και για τον φωτισμό τους, να διενεργεί αστυιατρικές επιθεωρήσεις, να παρακολουθεί τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, να προβαίνει στην διατίμηση των τροφήμων. Στα πλαίσια της ευθύνησης για τη διατήρηση ευπρέπειας και κοσμιότητας στις Καριές έχει το δικαίωμα να πελάβνει με τα όργανα της σε ημένιδες και σερδάριδες τους άεργους και όσους προκαλούν αταξία, ζητώντας στην ανάγκη και τη συνδρομή των πολιτιακών αστυνομικών οργάνων. Δεύτερον, η Ιερά Επιστασία διαχειρίζεται το κοινό ταμείο με την ευθύνη των μονών μελών της. Τα έσοδο του ταμείου αυτού εισπράττονται από την Επιστασία σύμφωνα με την κρατούσα από παλιά τάξη και η καταβολή τους είναι υποχρεωτική για τις μονές και τα εξαρτήματα στην αλλογία που κάθε φορά καθορίζεται από την έκτακτη 20-μελή σύναξη. Από το ταμείο αυτό συντηρούνται το σκευοφυλάκιο, το προτάτο, ο κοινός επίτροπος έξω από το Άγιο Όρος, οι φύλακες και καλύπτονται διάφορες τακτικές ή έκτακτες ανάγκες. Οι δαπάνες διενεργούνται με βάση το προϋπολογισμό που εγκρίνει η Ιερά Κοινότητα. Κάθε δαπάνι εκτός προϋπολογισμού, αν δεν έχει προηγηθεί ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση της Ιεράς Κοινότητας, βαρύνει τους επιστάτες που την εκτέλεσαν. Η Εξελεγκτική Επιτροπή που ορίζεται πάλι από την Ιερά Κοινότητα, ελέγχει κάθε εξάμεινο τον απολογισμό των δαπανών και τα συνοδευτικά του δικαιολογητικά, δηλαδή τα παραστατικά έγγραφα των δαπανών. Και τώρα περνάμε σε ένα άλλο θέμα στις έκτακτες συνάξεις. Το Άνθρωσα Αντατρία Καταστατικού Χάρτη Αγιόρους προβλέπει τη συγκρότηση ενός ανώτατου οργάνου της έκτακτης Οικοσαμελούς Συνάξειος ή Ιεράς Δισενυάυσια Συνάξειος που αποτελείται από τους ίγουμένους των 20 Ιερών Μονών. Η Σύναξη συνέρχεται αυτοδικαίως, ύστερα από τυπική πρόσκληση της Ιεράς Κοινότητας διαφορές στο χρόνο, 15 ημέρες μετά το Πάσχα και στις 20 Αυγούστου. Η απαγόρευση να συμπείπτει η ιδιότητα αντιπροσώπου μιας Μονής στη Ιερά Κοινότητα και μέλους της Συνάξειος δεν έχει πλέον πρακτική σημασία, αφότου εξέλιπαν ιδιόρχυμες Μονές. Για τις αρμοδιώτες του οργάνου αυτού προβλέπονται από το άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος που αφορά το Αγιοόρος, που κυρώνει δηλαδή το καταστατικό χάρτη Αγιοόρος. Εκτός από την παραπάνω Σύναξη στην ιστορία των αγιοετικών θεσμών, εμφανίζεται και η έκτακτη διπλή Ιερά Σύναξη, που αποτελείται από ολόκληρη την Ιερά Κοινότητα και επιπλέον και από έναν ακόμη αντιπρόσωπο κάθε Μονής, δηλαδή στο σύνολο από 40 μέλη. Η αγιοετική νομοθεσία δεν προβλέπει την έκτακτη αυτή Σύναξη, αλλά στο παρελθόν αυτή ψήφισε τον ισχύοντα καταστατικού χάρτη Αγιοόρος και από τότε αρκετές φορές συγκλήθηκα τα καιρούς από την Ιερή Κοινότητα για την αντιμετώπιση σοβαρών καταστάσεων. Κατά το άρθρο ενός εσωτερικού κανονισμού της, που ψηφίστηκε από μια τέτοια Σύναξη και τέθηκε σε εφαρμογή στις 14 Οκτωβρίου 1930, είναι το έκτακτο σώμα στο οποίο κάθε Μονή αντιπροσωπεύεται υπό δύο αντιπροσώπων αυτής, εξών ο εις είναι ο εν τη Ιερά Κοινότητη τακτικός αυτής αντιπρόσωπος. Η έλλειψη νομοθετικής προλέψεως είχε ως συνέπεια τη διατύπωση πολλών αμφισβητήσεων για την νόμη υπόσταση αυτού του οργάνου. Και τώρα περνάμε στο θέμα της άσκησης κρατικής εποπτείας στο Άγιο Όρος. Την ανώτατη εποπτεία για την ακριβή τήρηση του αγιωτικού καθεστώτος στο διοικητικό του μέρος παρακράτησε μεριτή σταγματική διάταξη ελληνική πολιτεία και ως προς το πνευματικό της την ανέθεσε στο οικουμενικό Πατριαρχείο. Η εποπτεία αυτή ασκείται από τη πλευρά της πολιτείας κυρίως με τον διοικητή του Αγίου Όρους το οποίο τα δικαιώματα και τα καθήκοντα καθορίζονται με νόμο. Τέτοιοι νόμοι είναι το Κυρωτικό Νομοθετικό Διάταγμα, ο νόμος 66034 όπως μεταγενέστερα το που πήθηκε συμπυρώθηκε, πρόσφατα ο νόμος 2594 το 98. Ο διοικητής διορίζεται με προεδρικό διάταμα που προκαλείται από τον Υπουργό Εξωτερικών που οφείλει να επιλέξει προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους με διοικεντική πείρα και γνώση των θεμάτων του Αγίου Όρους. Έχει βαθμό και αποδοχές γενικού γραμματέα περιφέρειας και αναπληρώνεται σε περίπτωση απουσίας συκολλήματός του από τον αναπληρωτή διοικητή. Η διοίκηση του Αγίου Όρους εδρεύει στις Καριές και η οργάνωση και λειτουργία της διέπεται από το προδικό διάταμα 227 το 98. Ο διοικητής είναι μέσα στην περιοχή του Αγίου Όρους φορέας διοικητικής εξουσίας χωρίς βέβαια να αποτελεί και όργανο της αυτοδιοικήσειος. Την εποπτεία που προλέπει το άρθρο 105 παράγραφος 4 συντάγματος ασκείο διοικητής είτε στο στάδιο της λήψης των αποφάσεων των αγιοειδικών οργάνων είτε μετά τη λήψη τους. Πριν τη λήψη των αποφάσεων με τη συμμετοχή τους στις εργασίες του οργάνου και συγκεκριμένα της σειράς κοινότητας, μετά τη λήψη τους με τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων όλων των μοναστηριακών αρχών. Αν στις αποφάσεις αυτές διαπιστώσει παράβαση του καταστατικού χαρτιού αγιόρους ή άλλης διατάξεως, εφιστά για το γεγονός αυτών την προσοχή της σειράς κοινότητας και σε περίπτωση διαφωνίας αποτείνεται στο Υπουργείο εξωτερικών, ζητώντας οδηγίες. Έλεγχο νομιμότητας ασκείο διοικητής και με βάση το άρθρο 8 καταστατικού χαρτιού αγιόρους που θεσπίζει τη συμμετοχή του στην εκτέλεση των αποφάσεων των μοναστηριακών αρχών και της σειράς κοινότητας. Μορφή ελέγχου νομιμότητας αποτελεί και επισήμανση παραλήψεως των μοναστηριακών αρχών απροβούν σε ενέργειες επιβαλόμενες από το καταστατικό χαρτιό αγιόρους ή το κυρωτικό νομοθετικό διάταγμα. Οι πράξεις του διοικητή που εντάσσονται στην άσκηση των διοικητικών τοραμμοδιοτήτων δοθέντος ότι οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατίας. Με τον έλεγχο αυτόν εξασφαλίζεται, τουλάχιστον, κατά ένα μέρος, η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δύο φορέων εποπτίας, δηλαδή της Ελληνικής Πολιτείας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που το αρμόδιο εινάστησης πολιτιακής εποπτίας όργανο ο διοικητής παρεβένει σε θέματα πνευματικά. Η πολιτιακή εποπτία όμως δεν εξαλλείται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του διοικητή. Η εποπτία του κράτους για την πιστή τήρηση των γεωργικών καθεστών ως προς το διοικητικό τους μέρος, περιλαμβάνει ακόμα τον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί των εσωτερικών κατά την επικύρωση κανονιστικών διατάξεων ψηφισμένων από την έκτακτη 20-μελή σύναξη, καθώς και τον έλεγχο που ασκείται από το Συμβούλιο της Επικρατίας. Με τη διαφορά ότι ο τελευταίος αυτός έλεγχος δεν επεκτείνεται και σε θέματα που αφορούν την εσωτερική διοίκηση του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το Συνταγματικά Κατοχυρωμένο Διοικητικό Σύστημα. Στα εσωτερικά αυτά θέματα ανήκουν, όπως έχει δεχθεί η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατίας, οι κάθε είδους σχέσεις των μοναστικών ιδρυμάτων και των μοναχών, τόσο μεταξύ τους όσο και προς τις μοναστηριακές αρχές και την ιερά κοινότητα. Η εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι καθαρά πνευματικής φύσης. Εκτός από τη συμμετοχή του στην απονομή της δικαιοσύνης σχέσης του Πατριαρχείου με το Άγιο Όρος, περιλαμβάνουν ακόμα την έγκριση των κανονιστικών διατάξεων πνευματικής φύσης που ψηφίζονται από την έκταχτη 20-μελή σύναξη, την υποχρέωση γνωστοποίηση ως το Πατριαρχείο κάθε εκλογής αύσεις, παρετήσεως ή εκπτώσεως ηγουμένου, επιτρόπου και μέλους μοναστριακής συνάξεως και τη χορήγηση ορισμένων αδειών. Προλεπώταν ακόμη η έκδοση Πατριαρχικού Συγγυλίου για τη μετατροπή ιδιόριθμης μονής σε Κοινόβια, που δεν φαίνεται να έχει πλέον πεδίο εφαρμογής, αφού εξελείπαν όλες οι ιδιόριθμες μονές, εκτός αν γίνεται εκτός ότι εφαρμόζεται κατ' αναλογία η ίδια διαδικασία σε περίπτωση μετατροπής ιδιόριθμης σκήτης σε Κοινόβια. Και τώρα ας δούμε κάποια νομολογία του Συμβουλίου της Εμπικρατίας που αφορά το Άγιον Όρος. Ας δούμε την απόφαση 869 του 1967 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Εμπικρατίας, κατά την οποίαν διατάξεις του καταστατικού χάρτη του Άγιόρους, που δεν αναφέρονται στην αυτοδίκηση του Άγιόρους, δεν καλύπτονται από τη σύνταγματική προστασία και μπορεί να τροποποιηθούν με κοινό νόμο, χωρίς στηρίση της ειρικής διαδικασίας που προβλέπει το Σύνταγμα. Αν όμως έχουν περιεχόμενο ειδικότατο και εξαιρετικό, για την τροποποίηση και την κατάρκυση τους απαιτείται ειδικός νόμος. Θα αναγνώσω το κείμενο της Υπαριθμών 869 του 1967 της Ολομέλειας Συμβουλίου της Επικρατίας απόφασης, ούτως ώστε στη συνέχεια να προβούμε σε σχολιασμό αυτής της απόφασης. Επειδή, δια των διατάξεων του Άρθρο 103 του ισχύοντος Συντάγματος, ΙΣΟ περιελήφθησαν τα αντίστοιχα ομοίας διατυπώσεως άρθρα 109 έως 112 του Συντάγματος της 3ης Ιουνίου 1927. Και δει, τον παραγράφω ένα και δυο αυτού. Καθάς το Άγιον Όρος είναι κατά το αρχαίο του προνομιακό καθεστώς, αυτοδίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους, του οποίου η κυριαρχία παραμένει άθληκτος επ' αυτού και διοικείται κατά το καθεστώς αυτού υπό τον είκο συνερών μονόν του, κατοχυρούνται συνταγματικώς οι αυτοδίξεις του Αγίου Όρους, κατά ειδικότεραν το αυτό άρθρο διαλαμβανόμενα, περί του τρόπου ασκήσιος αυτοδιοικίσιος τάφτης των αρμοδίων προς τούτ' οργάνων της ασκουμένης υπό του κράτους υποπτίας ως προς την ακριβή τήρηση, ως προς το διοικητικό μέρος των αγιειρωτικών καθεστώτων κλπ. Εκ των διατάξεων ότι το προκύπτει ότι η παράφοστηρια του αυτού άρθρου δείσ' ορίζει ότι ο λεπτομερής καθορισμός των αγιειρωτικών καθεστώτων και του τρόπου της λειτουργίας αυτών γίνεται δια καταστατικού χάρτου του Αγίου Όρους, τον οποίον συμβουράτοντος το αντιπροσώπου του κράτους, συντάσουσι μεν και ψηφίσουσιν εήκωσιν Ιερέμονε, επικυρώνουσθαι το οικομενικό Πατριαρχείον και Βουλή των Ελλήνων, έχει την έννοια να ότι δια του ηρημένου καταστατικού χάρτου δε οναριθμίζονται εν τέλει, τον έκπαλε ισχυσάντων σχετικών κανόνων διόν διαμορφώθητο προνομιακών εξεπόψεως διοικητικής και πνευματικής καθεστώτων του Αγίου Όρους θέματα, αφορώντας στην αυτοδιοίκησην αυτού, ως αύτη βασικός προσδιορίζεισθαι υπό των ηρημένων διατάξεων του συντάγματος κατέκτασην και περιεχόμενων. Επομένως, διάταξης του καταστατικού χάρτου μία αφορώσα εις τη αυτά θέματα. Δύναται να τροποποιηθεί δια κοινωνόμου μία απαιτουμένης προς τούτο κατηνένιανς δηληφτής διατάξεως στο άρθρο 103 του συντάγματος, της στηρίσεως προελεπωμένης υπαυθύσεως ανών διαδικασίας, εκ μόνου του λόγου ότι η τροποποιημένη διάταξης ελλαμβάνεται εν το καταστατικό χάρτη. Επειδή οδια το 10 καθ. 16.9.1966 νομοθετικού διατάγματος κυρωθείς πρώτης θέσεως εν ισχύει του προλέψαντος το πρώτον την κατάρτισην αυτού συντάγματος της 3ης Ιουνιού 1927 καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους, ώστες καθά βεβαιούται εν άρθρο ένα του τριμμένου νομοθετικού διατάγματος σε ψηφίστη υπό της εκτάκτου διπλής συνάξεως των αντιπροσώπων των 20 ιερώμονων και νεκρύθη υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχει δε κατά το άρθρο 44 του αυτός ανου νομοθετικού διατάγματος ισχύει νόμου, ορίζει ένα άρθρο 21 αυτό ότι πάση η ακίνητος περιουσία των ιερών μονών είναι απολύτως αναπαλλοτρίατος ως πράγμα θεοδικαίου. Η ρημένη διάταξης, ως προκήτη της γενικής και αδιαστικτου διατυπώσεώς της, αφορά πράγματι πάντα τα ακίνητα των ιερών μονών, τόσον τα κείμενα στην περιοχή του Αγίου Όρους, ούτιν ως το έδαφος ρητός κηρύσεται αναπαλλοτρίατος και υπό της παραγράφου 2 του Μνησθέντος άρθρο 103 του ΙΣΤ, επαναλαμβάνοντας απαραγλάκτος την αντίστον διάταξη του άρθρο 110 του ΙΣΤ 927, όσον και εκτός της περιοχής τα αυτοίς κείμενα, κυριθμίζει το θέμα ού μόνο της εκουσίας υπό των ιερών μονών εκπίσεως, αλλά και της αναγκαστικής διαπράξεως της πολιτείας απαλλοτριώσεως, υπηρεμένων ακινήτων είναι απαγορεύει απολύτως. Πλήν, η διάταξη αυτή καθόσον απαγορεύει την αναγκαστική απαλλοτρίωση των εκτός της περιοχής του Αγίου Όρους ακινήτων των ιερών μονών αυτού, δεν ρυθμίζει θέμα συναπτόμενον αμέσως προς την αυτοδιοίκηση του Αγίου Όρους και συνεπώς δίνεται, κατά τα εντυγουμένη σκέψη εκτιθέμενα, να τροπηθεί ή καταργηθεί διακοινού νόμου. Εν προκειμένου όμως η διάταξη στο Άρθρο 24 των Αγκαστικού Νόμου 1850-1939, «περιστάσεως ταμείων ανεγέρισεως διδακτηρίων, είναι επικαλείται η προσβαλωμένη απόφασης, ορίζει ότι επιτρέπεται η κήρυξης απαλλοτριωτέου λόγω δημοσίας οφελίας παντός ακινήτου δημοτικού, κοινοτικού, εκκλησιαστικού ή μοναστηριακού, ως και παντός γηπέδου κρινωμένος καταλλήλου διανέγεσης διδακτηρίων, η γενική ενσχέση προς την διαλυφθήσαν ιδικοτάτην και εξαιρετική, ενώ σ' αφορόσαν εις μόνα τα κίνητα των αιών μου των Αγιόρους διάταξην αυτού χάρτου και συνεπώς δεν είναι δυνατό να καθυσχύει στη λευτεία στάφτης». Όθεν, η προσβαλωμένη απόφαση εκδοθήσα κατά εφαρμογή της ειρημένης διατάξεως του Ανακαστικού Νόμου 1850-1939, ή της κατανοτέρων δεν αφορά και στα κίνητα των ιερών μονών των Αγιόρους, εφόσον δε πείτε ειδικήν περιεφθόν μνίαν, την χάνει ο κυρωτέας προστοτυμά της απαλλατριωμένης διαφθισεκτάσεως, όπου αφέρεται ανήκον στην ειράν μονή των Ιδύρων, κοιμένην Αγιόρη, ως εστεριμένη νομίου αερίσματος και αντιθεμένη στο άρθρον 181 ο Καστατικού Χάρτος Αγιόρους, κατά τον βάσιμο με περίπτου του λόγου ανακυρώσεως. Η κόφαση λοιπόν 869 του 1967 αποφαίνεται ότι τα ζητήματα που αφορούν την αυτοδείξη του Αγιόρους καλύπτονται από τη σύνταγματική προστασία του και μπορούν να τροποποιηθούν μόνο με την τήρηση της ειδικής διαδικασίας προβλέπτω Σύνταγμα και στο οποίον αναφερθήκαμε προηγουμένως. Όμως δεν αναφέρονται στην αυτοδείξη του Αγιόρους τότε δεν καλύπτονται από τη σύνταγματική προστασία και μπορούν να τροποποιηθούν με κοινό νόμο. Εμπροκειμένου εάν ο κοινός νόμος δεν ορίζει ότι καταλαμβάνει και μοναστηριακό ακίνητο, μοναστηριακό μετόχειο εκτός Αγίου Όρους ρητός αν δεν το ορίζει τότε δεν καλύπτει το αγιορρητικό μετόχειο. Αν το ορίζει τότε το καλύπτει. Εμπροκειμένου η διοικητική πράξη Απαλλοτριώσεως μετοχείου αγιορρητικού δεν προέβλεπε ότι καλύπτει και μοναστηριακό ακίνητο αγιορρητικό. Ο νόμος που επέτρεπε την Απαλλοτρίωση δεν το προέβλεπε ενώ με την απόφαση Απαλλοτριώσεως επιβαλόταν τέτοια απαλλοτρίωση αγιορρητικού μετοχείου της Μονή Σιβήρων Αγιώρους. Αυτό και τους Συμβούλους Επικρατείας, επειδή ο νόμος για τις Απαλλοτριώσεις μιλούσε γενικώς για μοναστηριακό ακίνητο, δηλαδή επιβολή απαλλοτριώσεως για λόγους δημόσιας ωφέλειας παντός ακίνητου και μοναστηριακού, αλλά δεν αφαιρόταν και αγιορρητικού μετοχείου, θα μπορούσε να αναφέρεται αλλά δεν το είχε προβλέψει. Γι' αυτό το λόγο η διοικητική πράξη απαλλοτριώσεως αγιορρητικού μετοχείου για λόγους δημόσιας ωφέλειας κρίθηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας με αυτή την απόφαση 869-1967 της Ελλομέλειας, ότι είναι ακυρωτέα γι' αυτών των λόγων, των οποίων εξηγήσαμε μόλις. Σε αυτό το σημείο ολοκληρώθηκε η σειρά των 12 διαλέξεων του προπτυχιακού εαρινού μαθήματος του εκκλησιαστικού δικαίου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |