: Ζαχαράκι, Ζαχαράκι, έτοιμο το ζυμαράκι! Έτοιμο το ζυμαράκι! Και τα μυρωδικά του... Μμμ, ευωδιαστά και μοσχομυριστά, όπως ο τόπος του! Και από πού είσαι, Ζαχαράκι? Θα σου το πω να το μαντέψεις. Γιοφύρια έχει ξακουστά και λογοπέγνια παραπλανητικά. Άκου δύο! Αλλάξανε οι βιολιτζίδες, αλλά ο χαβάς σημαίνει ο ίδιος. Του χάριζε το γάιβερο και αυτός τον εκοίταζε στα δόντια. Το βρήκα! Ο Ζαχαράκις είναι από την Ήπειρο. Και αυτά που μου λες είναι παρημίες. Κουβέντα, κουβεντούλα, τρώει ο λύκος τη βιτούλα. Πιάσαμε την κουβέντα και ξεχαστήκαμε. Το παραμύθι άρχισε. Ο Ζαχαράκις ήταν ένας βασιλιάς και είχε μία θηχατέρα πολύ όμορφη. Αλλά αυτή είχε πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ που λέμε. Και ήτανε στριμμένη και δεν της αρέσε να παντρευτεί κανέναν. Της ήφερε έναν ου σα μπομπότα είναι. Της ήφερε άλλον ου σα μπαλιούρι είναι. Για τον καθέναν κάτι θα λάβρισκε. Είχε και έναν κουμπάρο βασιλιάς, κουμπάρο συμβουλά τώρα να πούμε. Αυτός τον έβαλε σε υποψία. Ρεζίλη γυνήκα μαν μεγαλειότατε. Βάλ' της διορία ή για να παντρευτεί ή για να πάει στο μοναστήρι. Της έβαλε διορία ο βασιλιάς ή να παντρευτεί ή να μπει στο μοναστήρι. Κοινάει αυτή απ' το παλάτι νύχτα, κρυφά. Σακάτ, σακάτ πάει στο δάσος σε μια γριγιά, 100 χρονό και βάλε. Πήρε μαζί της φλουριά, πήρε ένα μαντήλι, πήρε μπακλαή να καλοπιάσει τη μάγισσα. Φτάνει, μπαμ μπαμ την πόρτα, ανοίγει η γριγιά. Καλησπέρα, Θιάκο, σου ήφερα μπακλαή με μίγβαλο. Μπα, πού ήταν την η καλοσύνη και την ήβρεσαι εσύ? Τσόπα μου, ρηθία, και κάνε μου μια χάρη, τύρα, έχω φλουριά να σε πληρώσω. Πρώτα να πεις τη χάρη και ύστερα θα πω την πλερομή. Η βασιλοπούλα της λέει, να μου βρεις ένα γαμπρό, γιατί ο πατέρας μου θα με κλείσει στο μοναστήρι. Θαλάκανα ένα γαμπρό, αλλά δεν ξέρω τα γούστα σου. Κάτσε να τρώμε ψωμί και να μου λες. Η βασιλοπούλα δρεπόταν να πει πώς τον ήθελε και στριφογύριζε στα δάχτυλά της την ψήχατο ψωμί και την έκανε βολαράκια. Και άθελα της έφτιαξε έναν άντρα με τα όλα του. Να φιάκω. Έτσι τον θέλω. Μαλακόν και μουσκομυριστό και όμορφο. Σήρε στο παλάτι και στις 40 μέρες θα λάρθει ο γαμπρός να σε ζητήσει. Για πλερομή θέλω να μου δώσεις τις κοτσίδες σου. Η βασιλοπούλα έκοψε τις κοτσίδες της και η βάβο της πήρε και της κρέμασε στον καθρέφτη μία από κάθε μπάντα, σαν χρυσό σταφάνι. Ο κουμπάρος του βασιλιά εντωμεταξύ ο συμβουλάτορας την είδε τη βασιλοπούλα και πήρε τον τωρό να δει που θα λα πήγαινε. Κρυφάκουσε και σαν έφυγε το κορίτσι μπήκε αυτός και λέει της γριγιάς. Από όσα σου δώσε σου δίνω άλλα τόσα να μην την εξυπηρετήσεις. Από αυτό που μου έχει δοσμένο αυτήν εσύ δεν μπορείς ούτε το μισό να μου δώσεις. Αλλά εσύ μπορείς να με βάλεις βασίλισσα. Θα σε βάλω! Κάνε τον γαμπρό άχρηστο ντυπ να μην ορίζει ούτε τον εαυτό του. Θα σου τον κάνω εγώ ζαχαρένιο και μαλακός θαλάνε και μοσχομυρωδάτος και άχρηστος. Μουσική Αχάραγα την άλλη μέρα, σηκώνεται η μάησα, παίρνει ζάχαρη και μέλι, παίρνει άσπρο αλεύρι, κάντιο και ροδόνερο, παίρνει βανίλια και μόσκο και αθόγαλο, τα ζυμώνει, τα μυρώνει, τα πλάθει και κάνει ένα τσουποτό παλικάρι με τα όλα του. Το ξαπλώνει σ' ένα ξυλοκρέβατο και ανάβει γύρω του σαράντα καντήλια. Κάθε νύχτα άναβε από ένα και καθόταν άγρυπνη και για να μην την παίρνει ο ύπνος έτρωγε ρεβίθια. Και όταν έσωσε και κάηκε και το τελευταίο καντήλι και τελείωσαν τα ρεβίθια, ο ζαχαροζυμωμένος ζωντάνεψε. Άντε Ζαχαράκι, κοιτάξου στον καθρέφτη, γιαλίσου στολίσου και σύρε στο παλάτι να γυρέψεις τη βασιλοπούλα. Στάθηκε πολύ ώρα μπροστά στον καθρέφτη ο Ζαχαράκις και ύστερα κίνησε. Άλογο δεν είχε, με τα πόδια πάγαινε. Με τα πόδια πάγαινε, Ζαχαρένιος ήταν, κουράστηκε. Βλέπει μια μηλιά. Πάει κοντά στον ίσκιο. Το δένδρο ήταν κατσάφικο, μαραγγιασμένο, σκουλικιάρικο. Αμωρή μηλιά καημένη, να μπόραγα θα σε περιπηγιόμουνα. Το πες, το έκανε Ζαχαράκι. Πάρε τώρα ένα μήλο και φύλατο. Έκοψε ένα σκουλικόμυλο Ζαχαράκις, το όχωσε στον τρουβά του, συνέχισε τον δρόμο του. Κι που πάγαινε, πίνασε. Ας φάω το σκουλικόμυλο, λέει. Βάνει το χέρι του στον τρουβά, να βγάλει το μήλο. Το μήλο ήταν χρυσό. Κι ό,τι είχε μέσα ο τρουβάς, όλα χρυσά. Τι να φάω τώρα, συλλογέται ο Ζαχαράκις. Βρε, δεν τρώω το μουστάκι μου. Πάγαινε το παιδί, τυράει μπροστά του χάμο ένα πουλί. Καρακάξα ήταν τι, κίσα? Είχε το ποδάρι της σπασμένο. Την πιάνει, την παένει η παρακή. Ήβρε ένα κλαράκι, το έδωσε στο ποδάρι της, ίσιοσε το ποδαράκι. Σου χρωστάω τη ζωή μου, Ζαχαράκι. Να, πάρε αυτό εδώ το δαχτυλιδάκι. Αν έρθεις σε ανάγκη, τρύφτω κι εγώ θα λάρθω να σε σώσω. Ο Ζαχαράκις έβαλε στο δάχτυλό του το δαχτυλίδι. Και σαπάν σαπάν, ντουγρούς στο παλάτι. Έφτασε στο παλάτι, μπήκε μέσα και παρουσιάστηκε αμέσως στον βασιλιά. Ο βασιλιάς καθόταν σε έναν θρόνο χρυσό μεγάλων. Και παραδίπλα του είχε τη θηχατέρα του, σε έναν θρόνο χρυσό κι αυτήν. Τι γυρεύεις, τον ρωτάει ο βασιλιάς. Την όμορφη τη θηχατέρα σου, του λέει ο Ζαχαράκις. Ο βασιλιάς καρτέραγε τώρα τι θα ανάλεγε πάλι η κόρη του. Αλλά η βασιλοπούλα δεν είπε τίποτα. Της άρεσε ο γαμπρός και κατάλαβε πως ήταν ο ραβωνιαστικός της. Τον εθες, τη ρωτάει ο πατέρας της. Άμα τον θες, να τον πάρεις. Τον εθέλω, του λέει. Φαρμακόθηκε ο κουμπάρος. Σκύβηστα αυτή του βασιλιά και του ψηφυρίζει. Κάνε κράτη μεγαλειότατέ μου, πρώτα να του βάνεις αγκαρίες. Να δες, είναι άξιος να κάνει κατορθώματα ή μήπως και δεν είναι. Το κορίτσι σου του δίνεις, δεν του δίνεις καμιά γκιόσα. Ο βασιλιάς βρήκε σωστά τα λόγια του κουμπάρου του. Γύρισε λοιπόν στο ζαχαράκι και του λέει. Εμείς εδώ έχουμε ένα νόμο. Όποιος θέλει να παντρευτεί την βασιλοπούλα, πρέπει να κάνει ένα κατόρθωμα, για να δούμε είναι άξιος να την πάρει ή δεν είναι. Τώρα ακούω. Είναι μια λίμνη. Του δαίμονα θα λάνε. Όποιος πάει να περάσει χάνεται. Τον ρουφάει ο δαίμονας. Και να ζηγώσεις αρρωσταίνεις από την ανασαμμιά του που είναι φαρμακωμένη. Και όλα τα ψάρια και αυτά φαρμακωμένα δεν τρώονται. Και δέντρα, χορτάρια, τίποτα δεν φυτρώνει ολόγυρα. Τώρα, αν εσύ πας αντίπερα και ματάρθεις χωρίς βάρκα, νίκησες. Ο ζαχαράκις κίνησε για τη λίμνη. Σ' όλο τον δρόμο συλλογιότανε. Πώς να περάσω αντίπερα χωρίς βάρκα, που μου καημένος από ζάχαρη. Και ο δαίμονας να μη με φάει θα λιώσω. Έφτασε στην όχθη και τον πήρε η αηδεία από τη λίμνη. Και έκανε να βγάλει κανένα σκουτί από τον τρουβά του, να βουλώσει τα ρουθούνια του. Αλλά, ό,τι είχε μέσα, ήτανε χρυσό. Θυμήθηκε τότε το σκουλικόμυλο, το βγάζει, του δίνει μία και το πετάει στη λίμνη. Τι ήτανε τούτο! Με γαλείο! Ολάκερη η λίμνη γίνηκε χρυσή. Σαν πάτωμα χρυσό και τα βοτσαλάκια φλουριά. Παγένει ο βασιλιάς, ο κόσμος όλοι τρελαθήκανε. Αγκαλιές, φιλιάς στο παιδί. Ορίσανε τους γάμους και αρχινήσανε οι ετοιμασίες. Οι κουλούρες, τα σφαχτά, τα κρασιά, τα όργανα. «Σταματήστε!» φωνάζει ο συμβουλάτορας. «Αυτήν η δεν είναι η βασιλοπούλα μας!» Τι λες! Πασκίζει ο βασιλιάς να ξεχωρίσει το πρόσωπο της θηχατέρας του κάτω από τα πέπλα. Και ο συμβουλάτορας το σταματάει και λέει. «Αν αυτή είναι η φινή βασιλοπούλα, που είναι οι κοτσίδες της οι χρυσές?» Που είναι τες! «Εκείνη είναι η αληθινή η νύφη. Τυράται τις χρυσές κοτσίδες της», λέει πάλι αυτός και δείχνει μια χαμηλομαντιλούσα με χρυσές κοτσίδες που κρέμονταν από το τσεμπέρι. Κοιτάνε όλοι, κοιτάει και ο Ζαχαράκης και γνωρίζει τις δύο χρυσές πλεξούδες που ήταν κρεμασμένες στον καθρέφτη. Μάνι-μάνι τρίβει το δαχτυλίδι του και λέει της Καρακάξας. «Κλέψε ό,τι είναι κλεμμένο». Σαν βόλυ η Καρακάξα πετάει κατά πάνω στη χαμηλομαντιλούσα. Της βγάνει το τσεμπέρι. Πέφτουν οι χρυσές κοτσίδες και μένουν κάτι αραιά κατσόμαλα. Και όλοι είδαν που αυτή ήταν η Μάησα. Ε, από εκεί και πέρα τελείωσε ο γάμος, άρχισε το γλέντι και οι καλοί ζήσανε καλά. Και οι κακοί απ' το κακό τους σκάσανε. Σοφία, το παραμύθι που ακούσαμε είναι από την Ήπειρο. Καλά το μάντεψα! Έναν τόπο με τραχιά βουνά, δύσβατους δρόμους, αλλά ωραία ποτάμια και λίμνες. Στις λίμνες που οι Γιαννιώτες πήγαιναν με τα παγούρια τους για να μαζέψουν το φεγγάρι. Θέλεις τώρα να δείξουμε στα παιδιά πώς μπορούν να φτιάξουν τους ήρωες του παραμυθιού με ζυμάρι. Και βέβαια. Λοιπόν, για να ξεκινήσουμε. Για να φτιάξουμε το ζυμάρι, τι χρειαζόμαστε πρώτα-πρώτα. Μα φυσικά το αλεύρι. Πόσο αλεύρι? Πόσο αλεύρι. Δύο ποτηράκια αλεύρι. Ένα, δύο. Η γιαγιά μου μου έλεγε ότι πρέπει να κάνουμε ένα βαθούλωμα στη μέση. Να το κάνουμε, για να βάλουμε και τα άλλα υλικά. Άλλο υλικό που θα βάλουμε στο ζυμαράκι μας είναι αλάτι. Πόσο αλάτι? Μισό ποτήρι. Μισό ποτήρι, τόσο πολύ! Εεε, γιατί δεν θα τον φάμε. Θα τον αφήσουμε να στεγνώσει και δεν πρέπει να χαλάσει. Θα βάλουμε λίγο λάδι, βάλ το σι. Μια γραμμούλα. Μια γραμμούλα. Ωραία. Και ένα ποτήρι νερό. Γεμάτο. Ναι, ναι. Πολύ ωραία. Το ρίχνω, ε? Ναι. Πάρα πολύ ωραία. Και τώρα με απαλές και κυκλικές κινήσεις, ανακατεύουμε όλα τα υλικά μας. Τα ανακατεύουμε, τα ανακατεύουμε, μέχρι να γίνει το ζυμάρι μας μαλακό. Και να μην κολλάει στα χέρια. Εμείς εδώ έχουμε φτιάξει βέβαια το ζυμάρι. Να γίνει δηλαδή... Σαν κι αυτό, ε. Ακριβώς. Και τώρα, όπως δουλεύουμε και με την πλαστελίνη στο σχολείο μας, θα ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε... Εσύ ποιον θα φτιάξεις? Εγώ θα φτιάξω τον ζαχαράκι. Κι εγώ τη ζαχαρούλα. Λοιπόν, κάνουμε λοιπόν μία μπαλίτσα. Και μετά την κάνουμε πιτούλα. Μία στρογγυλή για το κεφαλάκι. Και μία οβάλ κάπως για τον κορμό. Ακριβώς. Πολύ ωραία. Πάλι μπαλάκι. Και μετά... Οβάλ. Και τα ενώνουμε, ναι? Ναι. Πολύ ωραία. Βάλουμε και χεράκια? Ε, βέβαια. Να βάλουμε και χεράκια, ας κάνουμε δύο μακαρόνια. Να βάλουμε και τα ποδαράκια του. Μεγάλο του το έκανα το χέρι, θα το κόψω. Δεν πειράζει, η ζαχαράκι είναι αυτός. Να κάνουμε και τα πόδια του. Μου βγήκε τώρα πιο κοντά, αλλά δεν πειράζει. Δεν πειράζει, διορθώνουμε. Κόψουμε. Είναι τόσο μαλακό. Ναι. Πολύ ωραία. Και όλα αυτά τα μυρωδικά που έχουμε... Με τα μυρωδικά θα τον στολίσουμε. Α, για να είναι και μοσχομυριστά. Λοιπόν, εγώ θα βάλω γαρύφαλο στη ζαχαρούλα μου για μάτια. Εγώ θα βάλω μαχλέπι για μάτια. Πολύ ωραία. Θα βάλω ένα γλυκάνισο για το στωματάκι της. Εγώ θα βάλω... Θα της φτιάξω και μια ποδίτσα. Γαρύφαλο για μουστάκι. Ωραία. Και θα τη στολίσω την ποδίτσα της. Ωπ, μου έφυγε το γαρύφαλο. Ωραία. Για να δούμε για μαλλιά να δοκιμάσω λίγο γλυκάνισο. Ωραία. Να στολίσουμε και την ποδιά της. Ωραία. Αλλά θα της κάνω και κοτσιδούλες. Και κοτσιδούλας, ε? Ε, βέβαια. Τι έβαλες για μουστάκι? Έβαλα γαρύφαλο. Α, πολύ ωραία. Για να δούμε. Ωραία. Θα του βάλω... Ωραία. Έτοιμη η ζαχαρούλα μου. Εσύ? Έτοιμος. Πάρα πολύ ωραία. Θα το βάλουμε εδώ, να το δούμε τα παιδιά. Και τώρα το ζαχαράκι και την αγαπημένη του πρέπει να τα ψήσουμε. Μπορούμε και να τα ψήσουμε ή μπορούμε να τα αφήσουμε κάπου που να μην έχει υγρασία για να στεγνώσει. Για μυρίσσε. Τι ωραία που μυρίζουν. Ψέματα και αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια. Μήτε εγώ ήμουν εκεί, μήτε εσείς να το πιστέψετε. |