Interviewee Nikolaos, Meggoudis Date interview: 2015 May 08 Geography creation: Greece. Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation: Λοιπόν, καλησπέρα σας, ευχαριστούμε πάρα πολύ που δεχτήκατε να μας συναντήσετε. Και εγώ χάρηκα που σας είδα, που σας γνώρισα. Το όνομα του Κυρίου είναι Νατάν Μπεϊράκ. Θα μας πείτε το δικό σας για να το έχουμε στην κάμερα. Ναι, εγώ λέω με Νικόος Μεγκούδης. Πότε γεννηθήκατε? Το Δεκέμβριο του 1921. Πού γεννηθήκατε? Στην Απολονιάδα, Προύσσας, Μικράς Ασίας. Πότε ήρθατε από την Απολονιάδα, Προύσσας, Μικράς Ασίας. Πότε ήρθατε από την Μικρά Ασία. Με τη μικρασιατική καταστροφή, τον πόλεμο που την αποστοχώρησε, το 22 τον Αύγουστο. Στον Αύγουστο 1922, όταν η αγώνα χάθηκε και έφτασαν τα στρατιώματα, πέφτουμε. Πότε φτάσατε στην Καστοριά. Ποια χρονιά, θυμάστε. Η πρώτη στάση έγινε στην Αλεξανδρούπολη. Η δεύτερη στη Θεσσαλονίκη. Και η τρίτη στην Καστοριά, διότι εδώ είχαμε έναν χωριανό μας, συμπέθερο φαρμακοποιός. Ο οποίος διορίστηκε από τους Τούρκους τότε, ήταν Τουρκοκρατία μέχρι το 12 εδώ. Το 1812 ήταν Τουρκοκρατία. Το 10 διορίστηκε αυτό στην Καστοριά. Και έμεινε εδώ φαρμακία, άνοιξε, παντρεύτηκε εδώ και μόλις έμαθε ότι ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, είχαμε την αδερφή του, την είχαμε συμπέθερα. Στέλνει γράμμα, λέει ελάτε στην Καστοριά, είναι την Απολονιάδα, έχει λίμνη. Είναι όπως το χωριό, λέει στην Απολονιάδα, που έχει λίμνη. Και είμαι κι εγώ, λέει φαρμακοποιός, ήταν και πρόεδρος τότε της κοινότητας, κοινότητα ήταν η Καστοριά. Τρεις χιλιάδες κατοίκους είχε και τώρα είναι τρίαντα και. Λοιπόν, και έτσι ήρθαμε το, εδώ ήρθαμε το Σεπτέμβριο, Σεπτέμβριο με Οκτώβριο θα πρέπει να ήταν, εγώ ήμουν εννιά μηνών, με είχε στην αγκάλια στη Φάσκα. Μας έφεραν με το τρέλο στην Αμίντεο, από εκεί με τα μουλάρια στα κοφίνια στην Κλεισσούρα, από την Κλεισσούρα στο Μαυροχώρη, απέναντι. Και εμείς στην Απολονιάδα, ήταν η λίμνη πέντε φορές μεγαλύτερη από αυτήν, και είχε και ποταμό, το ρενδικός ποταμός, που έβγαινε στην Προποντίδα. Και ήταν όλοι θαλασσινοί, ταξίδευαν από την Απολονιάδα και έφταναν μέχρι Μάλπα, οι δικοί μας. Ήταν όλοι θαλασσολικοί. Περιμένετε με, θα μου δίνετε λίγο χρόνο να το μεταφράζω κιόλας. Περιμένετε με. Το πρώτο σταματήριο που έκαναν ήταν στην Αλεξανδρουπολία, και μετά σταματήρισαν στη Σαλαμίκη. Και μετά, επειδή είχαμε ένας διάφορος φίλος εδώ, ο οποίος ήταν φαρμασίστας και έφτασε εδώ μέχρι την Οθωμαϊκή Εμπίδα, το 1910, το 1912, η Οθωμαϊκή Εμπίδα δεν υπήρχε ακόμα στην Ελλάδα. Όταν έκανε ότι είχαμε έρθει στην Ελλάδα, έγραψε μας ένα μήνυμα και είπε, έρθεις στην Καστολιά, επειδή είναι σαν το χωριό που ήμασταν, στην Αγία Μέιναρ, επειδή είχαμε ένα νησί εκεί, ο οποίος ονομάζεται Απολονιάδα, αλλά το νησί εκεί ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο από αυτό το νησί στην Καστολιά. Ήρθαμε βασικά στο τρένο από τη Σαλαμίκη στο Αμίδεο και από there we carried on with the animals, with the carriages. I was nine months old. That must have been in September or something. I was nine months old and I was being carried. My mother had me in her arms. So we arrived here and he was also the... We arrived on the other side of the lake in a village and then the distant relative of ours was even the president of the community because Καστολιά at the time was just a small community. It was only three thousand people at the time that we arrived. So you arrived at Καστολιά before your first birthday. Άρα ήρθατε στην Καστολιά πριν καν κλείσετε χρόνο. Ορίστε? Εννιά μηνών, εγώ. Ούτε χρόνο δεν είχατε κλείσει. Και μεγαλώσατε εδώ στην Καστολιά. Δεν πήγα ποσένα. Δεν πήγα ποσένα. Πείτε μας λίγο για τη δική σας οικογένεια. Τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς, είχατε αδέρφια. Λοιπόν, ο μπαμπάς μου ήταν δυο αδέρφια και μια αδερφή. Ο μπαμπάς μου ήταν ψαράς. Ο θείος μου ήταν κουκουρέας και καφετζής. Και η άλλη αδερφή του ήταν χείρα. Είχε τέσσερα παιδιά αυτή. Τα οποία όλα εδώ έμειναν. Και ο ένας μάλιστα έγινε και καθηγητής γυμνασιάρχης, καλφατίδες. Που ήταν ξακουστός στην Κεστουριά, ήταν πάρα πολύ καλός. Η μητέρα σας? Η μητέρα μου ήταν από το ίδιο το χωριό. Από την Απολλονιάδα ήταν. Και αυτή είχε γεννηθεί το 900. Να ρωτήσω. Είχατε κι άλλα αδέρφια εσείς? Ε, βέβαια. Εμείς ήμασταν τρία αδέρφια και μία αδερφή. Εσείς είστε ο μεγαλύτερος ή ο μικρότερος? Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος, ο δεύτερος ήταν ο Σημεών, ο οποίος πέθανε εκεί τρία χρόνια. Ο τρίτος είναι στον Καναδά στο Μόντρελ, του 31 γεννήθηκε κι εκείνος. Και μία αδερφή του 37 που γεννήθηκε και αυτή στον Καναδά. Εντάξει. Είμαι προσπαθώντας να το βάλω πιο κοντά σε εσάς. Πιστεύω ότι από εδώ θα έχουμε καλύτερο ήχο και το ίδιο με το audio. Εντάξει. Παρακαλώ να μεταφέρειτε. Ο πατέρας μου είχε δύο αδερφές και μια αδερφή. Ο πατέρας μου ήταν φισερμανός, ο αδερφός ήταν μπαρμπέρος και είχε ένα κόφι. Και η αδερφή δεν έπρεπε να δουλεύει. Η μητέρα μου γεννήθηκε το 1900 και ήταν από το ίδιο χωριό όπως ο πατέρας μου. Ήταν στην οικογένειά μου τρεις αδερφές και μια αδερφή. Ήμουν η αγωνιστή και ο αδερφός μου, Σιμεών, πέθανε τρεις χρόνια πριν. Ο άλλος αδερφός μου είναι στη Μοντριαλία και η αδερφή μου είναι στη Καναδία. Ένας από τους αδερφές μου γεννήθηκε πολύ μεγάλος καθηγητής. Στη Καστρογιά ο όνομά του ήταν Καλαφατίδης. Ήταν πολύ γνωστός. Όπως σας είπαμε και πριν Λέω, προσπαθούμε να καταγράψουμε την ιστορία των Εβραίων. Τι θυμάστε εσείς από τους Εβραίους πριν τον πόλεμο? Πριν τον πόλεμο ζούσαμε πολύ αρμονικά. Μάλιστα, εγώ επειδή δούλευα στο θείο μου το κουρίο και το καφενείο, ψώνιζε, είχε μπακάλικο ένα, τρία αδέρφια Εβραίοι. Και πηγαίναμε και ψωνίζαμε και είχαμε συναλλαγές. Ήμασταν πολύ αγαπημένοι, μονιασμένοι, λαός, δηλαδή πώς να σου πω έτσι, φιλήσυχος κόσμος, αγαπητός, δεν είχαμε προβλήματα. Μάλιστα, δεν εγκυλώνονται ούτε στα κομματικά της αυτή. Και είχαν ένα κόλπο, όταν γιούνταν εκλογές, έβλεπαν τώρα πώς ποιος βγήκε, η δήμαρχος ή οι βουλευτές, και είχαν τα μαγαζιά όλοι. Έβγαιναν στην πόρτα και τη δευτέρα θα πήγαινε να συγχαρεί ο βουλευτής γι' αυτός. Και τους έλεγαν, συγχαρητήρα, δεν μπει ο ψήφος μου χαμένος. Και γελούσαμε, διότι άλλων ψήφιζαν, αλλά έλεγαν την κουβέντα αυτή, δηλαδή δεν καταλάβαμε κανείς τι ψηφίζουν. Δεν έλεγαν. Και αυτό το είχαν έτσι το κόλπο, ότι συγχαρητήρια, δεν μπει ο ψήφος μου χαμένος. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Δηλαδή, όλοι γελούσαμε, διότι έλεγαν για κάτι άλλο, αλλά έλεγαν για όλους. Δεν μπορούσε να είναι αυτό, ότι πάντα έλεγαν για τον που έγινε στον κόλπο. Αλλά είχαν αυτό το τρίτο, έλεγαν κάθε φορά. Οπότε, δεν μπορούσαμε να πείτε πού έκανε. Και το είχατε ακούσει? Το είχατε ακούσει εσείς αυτό το, συγχαρητήρια, το είχατε ακούσει. Τι είναι αυτό? Εσείς το είχατε ακούσει, λέω. Ε, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια, βέβαια... Λέμε, εδώ, τον Αφιλότιμο. Ενώ ορισμένοι, μας έλεγαν, πίσπησαμε τον Νίκος, βέβαια. Γελούσαμε γιατί τους ήθελαν να δείξουν, να πω, ότι είναι τόσο κριστοί και τόσο φιλήσυχοι, Οι Φιλίσσικοι δεν ανακατεύονταν σε φασαρίες, σε τέτοια πόρτα. Μου άρεσε να είχαμε και μια ποσοσφαιρική ομάδα, τη Χασμαναήν, την έλεγα, οι Υβραίοι. Και εγώ ήμουν τότε μικρός και πήγαινα στο γήπεδο, κουβαλούσα του Καλαφατήδερου, του ξάδερφου τα παπούτσια τη φανέλα και μαζί κάναμε παρέα με τους Εβραίους που παίζαν μπάλα, τη Χασμαναήν. Μου άρεσε να είχαμε και μια ποσοσφαιρική ομάδα, τη Χασμαναήν. Μου άρεσε να είχαμε και μια ποσοσφαιρική ομάδα, τη Χασμαναήν. Και εγώ ήμουν τότε μικρός και πήγαινα στο γήπεδο, κουβαλούσα του Καλαφατήδερου, του ξάδερφου τα παπούτσια τη φανέλα και μαζί κάναμε παρέα με τους Εβραίους που παίζαν μπάλα, τη Χασμαναήν. Παίζατε με τους Εβραίους ή ενάντιον παίζανε οι ομάδες? Όχι, ξεχωριστή άλλη ομάδα, εμείς είχαμε τον Πάοκ, ο Καλαφατήδης ήταν αρχηγός του Πάοκ, ο γυμνασιάρκης. Ήταν άλλη ομάδα, παίζαμε μαζί, αλλά ήμασταν πολύ αγαπημένοι, παίζαμε μαζί, δεν μαλώναμε όπως τώρα σκοτώνονται. Ποιος κέρδιζε? Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, δεν παίζανε για πρωτάθλιμα, φιλικά παίζανε, δεν ήταν για πρωτάθλιμα. Δεν ήταν για πρωτάθλιμα, φιλικό αγώνας για να περνάει και η ώρα. Ή θα σταμάτησαν μετά το πόλεμο του 39-40, τα παράτησαν όλα, σταμάτησαν και ήρθε η ώρα του 43 που τους... Θα τα πούμε, θα τα πούμε. Κάποιοι κέρδιζαν, κάποιοι μας κέρδιζαν, δεν ήταν οφισικές παιχνίδες, ήταν πραγματικά παιχνίδες για πρωτάθλιμα. Στα 40, όταν η δύσκολη ώρα ξεκίνησε, τα 39-40, όλα αυτά τελειώθηκαν. Λοιπόν, το στόμα τους ονομάζονταν χασμονάιμ. Αυτό έχει σημασία στην Ευρώπη. Χασμονάιμ. Είναι μια ομάδα που πόλεμούσε εναντίον των κατακτηκτών στο Ισραήλ, στη χώρα της επαγγελίας, στην ιστορία την Εβραϊκή. Είναι το όνομα? Ναι, έτσι τους λέγανε. Εγώ έτσι το άκουσα, έτσι το είχα. Καλά το είπατε εσείς. Ναι. Υπάρχει παλιό όνομα. Είχαμε πελάτες, είχαμε πελάτες, πολλούς πελάτες. Και μόνο εγώ κουρέαζα έγινα μετά. Μέχρι το 34 βγήκα από το Δημοτικό, πήγα στο καφενείο κουρείο. Λοιπόν, μετά το 37-38 είχα μάθει τρία-τέσσερα χρόνια και την τέχνη καλά. Και επειδή στην παρέα μου έβγαιναν βόλτα, εγώ ήμουν κλεισμένος. Μέσα στο καφενείο το βράδυ να σκουπίσουμε τα τραπέζια αυτά και δεν έβγαιναν βόλτα. Δεν μπορούσα να πάω βόλτα. Και αναγκάστηκα και πήγα στη Γούνα. Του λέω, το μπαμπά μου θα αλλάξει ο επάγγελμα. Του λέω, ναι, συχαίνομαι, είτε έρχονται κασιδιάρδες, ψηριάρδες με ψήρες με αυτά. Μα βρε παιδί μου, δεν έχει δουλειά η Γούνα καλή. Δεν ήταν τωρικό. Το κουρείο δεν σ' αφήνει νηστικό. Αν δεν θα κουρευτείς σε ένα μήνα, θα κουρευτείς σε δυο. Αλλά έφυγα, είχα γίνει 16-17 χρονών παιδί, έπρεπε κι εγώ να βγω βόλτα. Και έτσι άλλαξε επάγγελμα, μετά έγινα Γουναράς και από τότε έμεινα Γουναράς. Αυτό σημαίνει ότι όταν οι φίλοι μου πήγαιναν να φοβάσουν, δεν μπορούσα, γιατί θα έπρεπε να είμαι εκεί. Και θα έπρεπε να καθαρίσω τα τέταρια και θα έπρεπε να κάνω όλα αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, είπα στον πατέρα μου, αρκετά από αυτό, δεν κάνω αυτό. Δεν αρέσει να κόψω όλους τους τόπους. Έρχονται και έχουν λευκές, είναι δύσκολα. Δεν αρέσει αυτό το δουλειά. Δεν θα το κάνω ακόμα. Και θα αλλάξω τη δουλειά μου και θα γίνω εργασμένη. Λοιπόν, ο πατέρας μου είπε, αλλά αυτό δεν είναι δύσκολο, γιατί όταν είσαι μπαρμπέρας, δεν θα καθαρίσεις. Ίσως αν οι άνθρωποι δεν έχουν χρήματα, δεν θα κόψουν τα τέταρια κάθε μήνα, αλλά κάθε δύο μήνες θα τα κάνουν, οπότε δεν θα καθαρίσεις, επειδή η δουλειά εκείνη τη στιγμή δεν ήταν πολύ υψηλή. Δεν πήγαινε πολύ καλά, αλλά αυτό που ήθελα ήταν να πηγαίνω με τους φίλους μου και να περπατήσω. Ήταν 16 εκείνη τη στιγμή, οπότε αποφάσισα ότι αυτό θα κάνω. Και έμεινα όλη μου τη ζωή στην εταιρεία. Κοντά στο κουρίο του θείου, υπήρχαν εβραϊκά μαγαζιά. Τι πράγμα? Κοντά στο κουρίο. Ήταν άλλος δρόμος το κουρίο, άλλος δρόμος ήταν τα μαγαζιά, τα εμπορικά. Τα εμπορικά ήταν στην Ερμού και επάνω στην Μητροπόλαιο. Ήταν από τον κυρό μας που έφυγαν οι Εβραίοι από εκεί, ερρήμωσε επάνω η Μητροπόλαιο, κανένα μαγαζί δεν το βλέπει. Όχι, η μαγαζιά δεν ήταν κοντά στις εβραϊκά μαγαζιά, γιατί οι εβραϊκά μαγαζιά ήταν κομμάτια. Ήταν σε διαφορετικές δρόμους. Ήταν στην Ερμού και την Μητροπόλαιο. Και να σας πω την πραγματικότητα, αφού οι Εβραίοι έφυγαν από την Μητροπόλαιο, αυτή η δρομή δεν έπρεπε να δουλεύει, κανένα μαγαζί δεν έπρεπε να δουλεύει σε αυτή τη δρομή. Και πού μένατε εσείς στην Καστοριά? Εδώ. Όχι εδώ. Αρχικά όταν ήρθαμε, επειδή ήταν οι Τούρκοι ακόμα εδώ, το 24 έφυγαν οι Τούρκοι από εδώ. Το 22 ήρθαμε εμείς εδώ. Μέναμε, μας είχαν πάρει σε σπίτια στην Καστοριά μέσα. Όλη η οικογένεια του μπαμπά μου, η οικογένεια της αδερφής και του μπαδερφού, σε ένα σπίτι μας έβαλαν επάνω προς τον Άγιο Μηνά, επάνω σε ένα σπίτι. Μέχρι το καιρό που φύγανε οι Τούρκοι, το 22, και ήρθαμε, πήραμε τα σπίτια. Αυτή η πλευρά, μέχρι εδώ την Παναγία Φανερμένη, αυτό όλο αυτό, ήταν Τουρκοκρατούμενη. Ούραν Τούρκικα σπίτια, παλιά. Και διάλεξε ο καθένας και πήρε ένα σπίτι. Αυτά τα έκαναμε καινούργια μετά εμείς. Το 24 ήρθαμε εδώ, μέσα στην Καστοριά, όχι μέσα στην Καστοριά, να σου πω ένα περιστατικό. Όταν ήρθαμε, μας φέρασαν στο Μαύρο Χώρι. Αυτή η πλευρά ήταν Τουρκοκρατούμενη και έβγαιναν τα καράβια μόνοι, από τους Τούρκους. Η Χριστιανία έβγαιναν από την άλλη πλευρά, στη Νότια παραλία. Ο Μητροπολίτης ήταν ο Εκκύμ Λεπτίδης. Ήταν από τα χωριά μας, από τη Μικρά Ασία. Αυτό ήταν εδώ, στο Τουρκικό, στη Μητρόπολη. Και κατέβηκαν όλοι οι υποδοχοί στην Καστοριά, να δουν τι ανθρώποι είναι αυτοί οι πρόσφυγες. Είχε μια γυναίκα, ένα παιδάκι στην αγκαλιά, ένα μωρό. Και τη λέει τη μάνα του, μα μάλε και αυτοί σαν εμάς μοιάζουν. Δηλαδή, τι περίμεναν να δουν, τίποτε αγριάντροπους. Και του λέει μπαμπάς μου, καλά, τι περίμενατε να δείτε, λέει. Ταλαιπωρημένοι είμαστε, λέει. Αξίρεστοι, ακούρευτοι, ναι. Αλλά είμαστε, λέει, όπως εσάς, λέει και εμείς, Ευρωπαίοι. Και ύστερα μας πήραν επάνω, μας πήραν στο καφενείο επάνω στην έγκλη. Μας έφεραν εκεί φαγιά, να φάρουνε όλοι. Σε αρχή, οχτώ οικογένειες ήρθαμε. Σε αρχή. Μας έφεραν γουλιοπτήδες ψηφαγιά, ενώ το χωριό μας ήταν 850 σπίτιες. Και σκόρπισαμε από Αλεξανδρούπολη, έπιασαμε σέρες, δράμα, καβάλα, Θεσσαλονίκη. Και ήρθαμε και μια μερίδα εδώ. Εδώ ήρθαμε αρχικά οχτώ οικογένειες. Και όταν βγήκαμε στο Μαυροχώρο εκεί, μας έδωσαν και εκεί, όπως έλεγαν οι παππούδες, στην πλατεία μας έφεραν να φάμε. Και μετά, αφού φάγαμε, πόσα καράβια θέλετε, λέει, να σας πάρουμε στην Κεστουργιά. Εμείς οι δικοί μας είχαμε καράβια, το μικρότερο ήταν 10 τονών, αφού έβγαιναν στη θάλασσα. Άρεσε να γελάω, λέει, τί δεν είχα καράβια, λέει, ένα καράβι, λέει, μας πρέπει όλους. Οχτώ οικογένειες από 4 άτομα, λέει, ήταν, γύρω στα 30 άτομα ήρθαμε αρχικά, 3-35. Όλοι, λέει, τα δικά μας ήταν μικρά. Κατέβηκαν κάτω και φοβούνταν να πούμε μέσα. Θα, λέει, θα πνιχτούμε. Επειδή όταν έπιανε φορτούνα στη πατρίδα, αν αποτογύριζαν με τα πανιά ήταν τότε. Και τώρα να μ'απώχω, εγώ ήταν του θείου μου. Και η αδερφή του μπαμπά μου ήταν 40 μερών νύφη. Η γυναίκα, 40 μερών νύφη, ήταν ο θείος μου, ο Νίχος, με το γαμρό της αδερφής και πνίγηκαν. Ήταν χειμώνας. Αν μετά καλοκαίρι ήταν κολυμπηταί, έβγαιναν. Αλλά με τα πανιά πνίγηκαν όλοι. Εδώ, αυτή η πλευρά που είμαστε τώρα, ήταν όλη η πλευρά της Τουρκίας. Και οι Τουρκοί χωρίστηκαν το 1924. Οπότε, όταν έρθαμε εκεί, πρέπειναμε να βρουμε ένας τρόπο να έρθουμε στον δεύτερο μέρος της πόλης. Επειδή αυτός είναι όπου οι χριστιανοί θα καταφύγουν. Εδώ, μόνο οι Μουσουλμάνοι θα καταφύγουν. Όταν είπαν πόλεις, πιστεύαμε ότι θα βρούμε σωστές πόλεις. Αλλά μόνο αυτές οι μικρές πόλεις. Και ακόμα και όλη η οικογένειά μου είχε γνωρίσει τη θάλασσα και τα νερά, πιστεύαμε πολύ να πάμε σε αυτές τις μικρές πόλεις. Ωστόσο, πήγαμε. Και θυμάμαι ότι όταν έρθαμε στην Καστοριά, ήταν οι πρώτες 8 οικογένειες του Αγία Μένου. Και όλοι ήρθαν να μας βλέπουν, επειδή δεν ήξεραν τι περιμένουν να βλέπουν. Αλλά ο πατέρας μου πάντα είπε αυτήν την ιστορία, ότι όταν έρθαμε, οι άνθρωποι είπαν ότι δεν είναι τόσο διαφορετικοί. Είναι σαν εμάς. Ένα παιδί είπε στον πατέρα. Και ο πατέρας μου είπε, εντάξει, έχουμε πόλεις, είμαστε δύσκολοι, είμαστε δύσκολοι, αλλά είμαστε σαν εσάς. Τι περιμένετε να βλέπετε. Ωστόσο, το 1924, όταν οι Τουρκοί αφήσανε την πόλη, ήρθαμε σε αυτήν την πλευρά και πήγαμε σε αυτό το χώρο. Όταν οι Τουρκοί αφήσανε, οι άνθρωποι ήρθαν και πήγαιναν τα σπίτια τους. Αλλά δημιουργήσαμε και φτιάξαμε μια νέα σπίτια εδώ, όπου είμαστε σήμερα. Εντάξει. Ας κάνουμε λεπτό. Μπορείτε να σταματήσετε το αυτογραφείο, please. Οι Εβραίοι, εσείς ήρθατε το 1924 εδώ, στην Τουρκική πλευρά. Φύγανε οι Τούρκοι και ήρθατε εδώ. Ναι. Οι Εβραίοι ήρθαν και αυτοί από εδώ, ήταν μένων εδώ ποτέ. Όχι, οι Εβραίοι είχαν άλλη πλευρά. Από τη Μητρόπολη, όταν ήρθατε εδώ, ήρθατε εδώ. Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι. Είχαν άλλη πλευρά. Από τη Μητρόπολη και κάτω προς τον Δολτσό. Είχαν μια μεγάλη συναικεία. Τους βρήκαμε εδώ τους Εβραίους. Παλή κάτοικη ήταν αυτή. Ξέρετε, οι Εβραίοι είχαν την οικογένειά τους, η οποία ήταν από τη Μητρόπολη μέχρι τον Δολτσό. Τα εβραίικα, το λοιπόν, τα εβραίικα. Ήταν η οικογένειά των Εβραίων. Και βρήκαμε τους Εβραίους εδώ. Ήταν στην Κασταλιά πολύ πριν ήρθαμε. Δεν ήρθαν εδώ. Πριν συνεχίσουμε με τη συζήτηση, με το περίοδο της οικογένειάς, υπάρχει κάτι άλλο που θυμάστε εσείς σε σχέση με τους Εβραίους πριν τον πόλεμο. Κάτι που δεν σας ρώτησα, που θα θέλατε να πείτε. Όπως μου είπατε για την ομάδα του ποδοσφέ. Πριν τον πόλεμο? Ναι, πριν τον πόλεμο. Ένα περιστατικό. Ξέρετε ότι οι Εβραίοι ήρθαν σταύρος από τον Χριστό, έτσι? Στην Απολονιάδα, στην πατρίδα, την μεγάλη εβδομάδα, Εβραίος δεν πατούσε, γιατί οι Προύσες ήταν όλοι Εβραίοι. Και ήταν όλοι έμποροι που πήγαιναν με μπουξάδες και πουλούσαν τα πραμάτια τους. Αλλά την περίοδο της μεγάλης εβδομάδας δεν έβγαινα, δεν πήγαιναν στην Απολονιάδα, διότι έκαιγαν τον αυτόν που έλεγαν, τον Εβραία, τον Ιούδα. Που πρόδωσε τον Χριστό. Τον Ιούδα. Τον Ιούδα. Τον έκαιγαν, τον έκαναν άγαλμα σ' αυτό και τον έκαιγαν, έτσι του έθιμω. Όχι ότι ήταν από κακία, έτσι το βρήκαν, έτσι το έκαναν. Και εδώ, την περίοδο τότε, αυτό το περιστατικό δεν το ξεχνάω, πρέπει να ήταν γύρω στο, για να καταλάβω εγώ, πρέπει να είμαι 10 χρονών, το 1933-1934. Δηλαδή έγινα κοντά 10-12 χρονών και από το καφενείο, όπως είπασταν, μεγάλη εβδομάδα, μεγάλη Κυριακή, πήγαιναν στη Δευτερανάσταση, στη Μητρόπολη. Γίνονταν η Δευτερανάσταση. Και στο καφενείο ήταν η παρέα, ας πούμε, όλοι οι προσφυγέοι, πρόσφυγγοι, και είχαν ανοίξει ένα βαρελάκι κρασί και το ήπιαν όλο, το έφυγαν στο κεφάλι. Τώρα ακολουθάν να πάνε στη Μητρόπολη στη Δευτερανάσταση. Εν τω μεταξύ ο δεσπότης ήταν κοντοχουριανός μας. Και ένα παιδί του σήκονται τα ράσα αυτού του βαστούσε, δικό μας, από την Απολονιάδα. Λοιπόν, όπως ανέβαιναν τώρα τον ανήφορο τραγουδώντας, ακριβώς κάτω από το γυμνάσιο ήταν ένα κρεοπωλείο που ήταν ένας μπύρις, μπύρις ο Εβραίος, μπύρις τον έλεγαν. Και μόλις τον βλέπουν τον Εβραίο, ορμάει ένας από την παρέα, του λέει για φουδείς, για φουδείς τον λέει, για φουδείς, τον πιάνει να τον ρίξει κάτω. Εγώ το έβλεπα με τα μάτια μου. Τον ρίξει κάτω, οι άλλοι επέμεναν, ο κουμπάς μου ήταν ο πιο ομορφωμένος, γιατί έκανε και στην Αμερική, και τον είχαν και σαν πρόεδρος αυτό. Πεμβαίνει πάνω, λέει, ρε, για παιδιά εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι Τουρκία. Τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Τι λέει Εβραίος, λέει, πασκαλιά με. Πήγαν, γλίττωσαν το μπύρι, πήγαν στην Μητρόπολη. Δεν μπαίνουν στην εκκλησία μέσα, έκατσαν απόξι και χόρευαν, τραγουδούν και χόρευαν. Τον λέει, το παιδάκι που είχε ο Δεσπότης, πάνε πες αυτούς τους δικούς μας να σταματήσουν, τους ήξερε, να σταματήσουν, λέει, εδώ είναι εκκλησιάλοι. Και σταματάει αυτό το περιστατικό, δεν το ξεχνάω, δεν το βγάζω από τα μάτια μου. Υπάρχει ένα πρόβλημα που θέλω να σας πω, είναι πολύ ξεχνά στη μυαλία μου και δεν θα το ξεχνάω. Από την περιοχή που ήρθα, στην Αγία Μινάρ, στην Προυσιά, υπήρχαν πολλοί Ιησούς. Και οι Ιησούς εκεί ήταν αδερφούς. Ήρθαν με τους αδερφούς τους και τους πλήγαν. Αλλά υπήρχε η παραδοσιακή, η παραδοσιακή, η παραδοσιακή, εάν θέλετε. Στην Αγία Μινάρ, κανένας Ιησούς δεν θα δείξει το μυαλό του. Και αυτό είναι επειδή, όσο οι Ορθοδόξοι πιστεύουν, είναι ότι οι Ιησούς καταστροφούσαν τον Χριστό. Ήταν η Αγία Μινάρ και οι Ιησούς δεν δείξαν το μυαλό τους. Οι Ορθοδόξοι έπρεπε να φτιάξουν μια στάτουλα του Ιουδού, που καταστροφούσε τον Χριστό. Και θα το καταστροφούσαν. Είναι ένα ορθοδόξο που είχαν. Το βρήκαν και το κρατούσαν. Όταν ήρθαμε εδώ, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Και θυμάμαι αυτό. Ήταν ένα πρόγραμμα που πρέπει να έγινε 35, 33 χρόνια, γιατί ήμουν 11, μεταξύ 10 και 12 χρόνια. Γιατί το θυμάμαι και μπορούσα να το καταστρέψω. Θυμάμαι ότι είναι η ημέρα του Ιουδού και ότι είναι η ημέρα του Ιουδού. Και πήγα στο κέντρο, στο μετροπολιτάνο κέντρο, όπου ο Ιησούς καταστροφός είναι κάποιος από το χωριό μας. Οπότε, όσο πήγα εκεί, πήγα μέχρι το καφέ, και αυτό που βλέπω είναι ένα κομμάτι από άλλους ανθρώπους από το χωριό μου, από τον Αγία Μινάρ. Και πήγαν να πιέσουν. Πιέσουν ένα μικρό κομμάτι κομμάτων και έγινε έτοιμος να πηγαίνουν στην εκκλησία. Στην εκκλησία, πήγαν, όλοι πηγαίνουμε στην εκκλησία του Μπούτσα. Ο Μπίρις ήταν Ιουδός. Βλέπω τον Μπίρι και ένας από τους πηγαίνει στον Μπίρι και τον βάζει. Και ξεκίνησε να τον χτυπήσει. Αυτό είναι κάτι που έχω σίγουρα στο μυαλό μου. Και ο πατέρας μου πηγαίνει στον Μπίρι, γιατί ο πατέρας μου ήταν περισσότερος. Ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος. Όλοι οι ελληνικοί εδώ τον είχαν σαν πρόεδρε. Και είπαν, έλα, παιδιά. Δεν γνωρίζετε, αυτό δεν είναι η Τουρκία, είναι η Ελλάδα εδώ. Τα πράγματα είναι διαφορετικά εδώ. Και είπαν, αλλά τι, ο Ιησούς να έρθει και να δείξει το μυαλό του μπροστά από εμάς. Στην Παγκόσμια Εβδομάδα. Λοιπόν, αυτό τελειώθηκε και συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στην Τουρκία. Ήταν τόσο δυνατές πιθανώς, ότι δεν πήγαν στην Τουρκία. Ξεκίνησαν να μπουν έξω από την Τουρκία. Και ο Παγκόσμιος έφερε κάποιον να τους πει, έλα, παιδιά. Αυτή είναι μια Τουρκία εδώ. Αυτός που την έπεσε στον Μπύρι. Ποιος ήταν, θυμάστε το όνομά του. Αριγίρης Καπούλης. Αριγίρης Καπούλης ήταν το όνομα του. Τότε αυτός ήταν 25 χρονών νέου. Για αυτό επενέβε ο μπαμπάς μου, του Σέβετ, του λέει εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι την Τουρκία εδώ λέει. Μου ξαναλέτε το όνομα Αριγίρης. Μπορίστε. Καπούλης. Επείδε το Καπούλης. Έλεγε τίποτα στον Μπύρι όταν τον χτύπησε. Τι του είπε το Μπύρι, γιατί τον άρπαξε. Ο γιαπρός λέει, ρε, για φουτί. Τους εβραίους σε όλους, για φουτίδες. Ρε, για φουτίς, λέει, μεγάλη βρομάτα, μεγάλη πασκαλιά. Τον έριξε από κάτω. Α, δεν μπορούσε να τον χτυπήσει. Τα επενέβη μου μπάσμα, τον πρέβιασε. Το λέει ρε, εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι Τουρκία το λέει. Όλα τα πράγματα. Δεν είπε τίποτα. Ήταν μόνος, ένας Ιουαίος, ένας Ιουαίος. Αλλά χρησιμοποιούσε άλλα λόγια που χρησιμοποιούσαν για τους Ιουαίους. Ένας Ιουαίος, ένας Ιουαίος. Και τίποτα άλλο, είπε. Και τίποτα άλλο έγινε. Ο πατέρας μου ήταν εκεί και βγήκε. Και είπε, αρκετά, αυτό δεν είναι όπως είμαστε εδώ. Ήταν το ραδιωτικό λόγο για ένας Ιουαίος που χρησιμοποιούσε. Θέλετε να μου ρωτήσω. Για φουτίδες, τι σημαίνει, είναι... Για φουτίδες, Εβραίος. Έτσι τους λέγατε στη Μικρά Ασία. Έτσι τους έλεγαν, για φουτίδες τους έλεγαν, ξέρω εγώ. Τι σημαίνει κάτι. Δεν ξέρω, για φουτίδες. Για φουτίδες, άμα έλεγαν, είναι για τους Εβραίους. Για φουτίδες. Είναι το τουρκικό για το Εβραίος. Έτσι τους έλεγαν, για φουτίδες. Εντάξει, εντάξει, ευχαριστώ. Ξέρω για τι να πω. Αυτή η ιστορία που μας είπατε, δεν δείχνει και πολύ καλές σχέσεις μεταξύ των Χριστιανών και των Εβραίων. Δεν είχαν σχέσεις, σας είπα. Αιμπορευόμενοι στην Απολλονιάδα πήγαν Εβραίοι. Κάθε μέρα κυψώνιζαν. Εδώ λέω. Εδώ είχαν καλές φιλικές σχέσεις. Αυτότε στις αρχές. Κρατούσαν ακόμα το παλιό. Το Πάσχα, το Πάσχα. Γιατί έλεγαν ότι, έλεγαν τώρα, βλακία μπορεί να ήταν. Μην πάτε στον Εβραίο και τον Μαγαλά, ίσως θα σας πάρουν και θα σας βάλουν στα βελόνια. Οι Εβραίοι. Το λέγαν αυτό στην Καστοριά. Ναι, στην Καστοριά το έλεγαν αυτό. Μην πάτε στον Εβραίο και τον Μαγαλά, γιατί έχουν ένα έθιμο, λέει, οι Εβραίοι να κοινωνάν τώρα. Έπινα, λέει, από χριστιανό αίμα. Τώρα, αλήθεια, ψέματα. Έτσι έλεγαν, έτσι το άκουσα κι εγώ. Αλλά δεν το πιστεύω αυτό το πράγμα, γιατί ζούσαμε πολύ αρμονικά. Πολύ φιλικά ζούσαμε τους Εβραίους. Σαν αδέρφια ζούσαμε. Οι σχέσεις ήταν πολύ καλές. Αυτές είναι οι συμμετοχές που έρχονταν από την άλλη πλευρά. Ήταν ακόμα πραγματικοί. Αν θέλετε, αυτό είναι μόνο για την Ευρώπη, ότι υπήρχε αυτό το απεχίβο. Γιατί στην Καστοριά έλεγαν, μην πάτε στον Εβραίο και τον Μαγαλά, γιατί θα κοινώνουν τώρα. Αυτό είναι το τρόπο που κοινώνουν. Παίρνουν χριστιανό αίμα. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που πιστεύω ποτέ. Αυτό δεν είναι κάτι που πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι πιστεύει. Είχαμε τόσο καλές σχέσεις με τους Εβραίους, ότι αυτό δεν είναι κάτι που πιστεύω πραγματικά. Υπήρχαν άλλοι που πιστεύαν την ιστορία αυτή και δεν πηγαίναν, ας πούμε, στον Εβραϊκό Μαγαλά? Εσείς μου είπατε δεν το πιστεύω ότι οι Εβραίοι πίναν αίμα. Υπήρχαν άλλοι που πιστεύαν ότι οι Εβραίοι πίναν αίμα. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω άλλος τι πίστευε. Δεν το πίστευε. Πάντως είχαν μανία με τον Ιούδα επί της πρόοδας του Χριστώ και τον σταύρωστον του Χριστώ, για αυτό έλεγαν ότι οι Εβραίοι τον σταύρωστον. Υπήρχαν άλλοι που πιστεύαν την ιστορία αυτή και δεν πηγαίναν, ας πούμε, στον Εβραϊκό Μαγαλά. Δεν ξέρω άλλος τι πίστευε. Δεν ξέρω άλλος τι πίστευε. Είναι πραγματικά, αυτό εξαρτήθηκε στην ιστορία, γιατί έγιναν αίμα με τον Ιούδα, ο οποίος πιστεύει τον Χριστό. Θυμάστε να χαρακτηρίζουν τους Εβραίους κάπως, να λένε, οι Εβραίοι είναι έτσι, οι Εβραίοι είναι αλλιώς. Τι πίστευε η Καστοριά τότε για τους Εβραίους. Όχι, ζούσαμε αρμονικά με τους Εβραίους. Δεν το πίστευα. Να έλεγαν ότι μεγάλη εβδομάδα το θυμώνταν αυτό το πράγμα και έλεγαν. Όχι, εκτός από αυτό λέω. Ζούσαμε πολύ αγαπημένα, αρμονικά. Όχι, δεν θυμάμαι τίποτα. Παρέες κάναμε, τι παρέες. Και εσείς πρέπει να σταματήσετε να καπνίζετε λέει. Εγώ δεν καπνίζω. Εγώ σταμάτησα από το 92 του καπνισμού. Αλλά έχω ένα πρόβλημα με τη σολάρυγκα. Να φέρω ένα ποτήρι νερό. Να σας φέρω ένα ποτήρι νερό. Δεν θέλω τίποτα. Να σας πω και κάτι άλλο για τους Εβραίους. Βέβαια. Ορισμένοι νέοι ήθελαν να φύγουν για το Ισραήλ. Και τότε φαίνεται ο νόμος να είναι γεωργός. Και ήταν ένας κτηματίας έξω που είχε αυτό. Και πήγαν αρκετά παιδιά Εβραίοι. Και μάθαιναν να καλλιεργούν τα διάφορα γεωργικά προϊόντα. Και τους έδωναν και χαρτί. Και υπόγραφε και ο δήμορκος το χαρτί. Φύτισε σε αυτόν τον άνθρωπο. Στο γεωπόνο. Και έχει πέσαπορτ γεωργός. Τότε δεν ξέρω μήπως δεν τους άφηναν να φύγουν να πάει για το Ισραήλ. Αυτό είναι πριν τον πόλεμο. Πριν τον πόλεμο. Και με το σύστημα αυτό φαίνεται πήγαιναν και έφευγαν τα παιδιά. Έφευγαν ορισμένοι νέοι. Θα κάνουμε ένα διάλειμμα. Να πούμε τώρα για την κατοχή. Ναι. Πώς ξεκίνησε η κατοχή για την Καστοριά. Ποιοι ήρθαν πρώτα. Πρώτα ήρθαν οι Ιταλοί. Και πώς ήταν. Κοίτα να δεις. Οι Ιταλοί μας ζήτησαν 28 Οκτωβρίου το 40. Μέχρι το 41 τον Μάρτη είχαμε πόλεμο στην Αλβανία. Λοιπόν. Στις 6 Απριλίου μας χειρίζεται το πόλεμο και η Γερμανία. Και σπάει και μπαίνει στη Μακεδονία, στη Θεσσαλονίκη. Και ο πιστοχωράει ο στρατός από εδώ. Ο πιστοχωρώντας. Από την Αλβανία ο πιστοχωρώντας, πιστοχωρώντας, πιστοχωρώντας. Αλλά πρώτοι πήκαν οι Ιταλοί. Ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί. Μετά ήρθαν από το 28 Οκτώβριου 1940 η Ιταλία και η Ελλάδα ξεκίνησαν. Ήταν οι Ιταλίοι που ήρθαν πρώτα και μετά οι Γερμανοί. Κάποιοι άλλοι κύριοι μας είπαν ότι ήρθαν και οι Γερμανοί, απλά μετά φύγανε. Δηλαδή ήρθαν οι Γερμανοί, μετά ήρθαν οι Ιταλί. Ήρθαν για δυο μέρες και μετά ήρθαν οι Ιταλί. Κοιτάξτε να δείτε. Μέχρι τα σύνορα σταμάτησαν οι Ιταλίοι. Σύνορα δεν είναι 20 χιλιόμετρα. Οι Γερμανοί χτύπησαν από τον απόσκεπο και μπήκαν με τις μοτοσυκλέτες. Τώρα δεν θυμάμαι δυο μέρες, τρεις μέρες, αλλά πάντως μπήκανε και οι Γερμανοί μετά και πήραν τον Κατύφορο. Έφτασαν μέχρι Αθήνα, οπιστοχωρώντας ο στρατός. Οπιστοχωρούσε κανονικά ο στρατός, δεν οπιστοχωρούσε ατάκτος. Οπιστοχωρούς στρατός έχουνε αυτοί, οι Γερμανοί και οι Ιταλί. Εγώ δεν είχα πάει φαντάρος τότε, γιατί η κλάση μου ήταν της 1942. Ήμουν στη νεολεία. Πηγαίναμε τρόφιμα, κάλτσες, ρούχα, στρατός στην Ελβανία, συνέχεια. Και το ζήσαμε πολύ έντονα. Μάλιστα, για να μπουν οι Γερμανοί τότε, είχαν στήσει κανόνια στη μία πλευρά και στην άλλη πλευρά της Καστουριάς. Χτυπούσαν και δεν μπορούσαν να σπάσουν. Και ήρθαν τα στούκας. Για πρώτη φορά είδαμε αεροπλάνα καθέ το εφορμόσιος. Παραίοι, τώρα καθόμασταν κάτω στο καφενείο τη παρέα και βλέπουμε νόμιζαν να κάνουν αερομαγεία. Και κάποια δόση κάνουν φρρρρ, κάθε εφορμήση. Και αμολούσαν τις βόμβες. Τρέχουμε να δούμε, έπεσε αεροπλάνα. Εκείνη την ώρα που έκανε την κάθε εφορμήση, κουμπόμ! Η βόμβα πίσω εμείς. Περιμέντε με, περιμέντε με. Είναι αλήθεια, οι Γερμανοί, όταν ήρθαν... Κοιτάξτε, αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι Ιταλίοι σταματήθηκαν στην πλευρά. Η πλευρά από εδώ είναι 20 χιλιόμετρα. Μαξίμου. Και οι Γερμανοί όταν έγιναν, έγιναν και έφυγαν, όπως η ελληνική στρατιώτηση. Η στρατιώτηση έφυγε και οι Γερμανοί έφυγαν όλη την πλευρά στην Αθήνα. Αυτό έγιναν οι Ιταλίοι. Δεν ήμουν στην στρατιώτηση εκείνη την ώρα. Το αγώνα που χρησιμοποιήσαμε, ήταν να πάρουμε φαγητό, να πάρουμε φαγητό για την στρατιώτηση. Το έκαναμε πολύ συχνά. Και ξέρετε, γιατί προσπαθούσαν να έρθουν στην Καστοριά και δεν μπορούσαν, γιατί υπήρχαν μηχανικοί στρατιώτητες πάνω από την Καστοριά. Και γι' αυτό οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τους αεροπλάνους, τους στουκάς αεροπλάνους. Ήταν η πρώτη φορά που είδαμε ένα αεροπλάνο που έκανε... πώς να πω... Τους στουκάς. Ναι. Πώς να πω αυτό... Ξέρω τι σημαίνει, όταν πηγαίνει κάτω... Ναι, ένα πολύ στιγμό βάρος. Και πιστεύαμε ότι το αεροπλάνο έκανε και ήμασταν στο καφέ, έφτασαμε να δούμε τι έγινε στο αεροπλάνο και τι έγινε στο αεροπλάνο ήταν ότι στρατιώτησαν στρατιώτες πάνω από την Καστοριά, οπότε πήγαμε πίσω. Και αυτός είναι ο τρόπος που η Καστοριά πέφτει, αν θέλετε. Και μπορείτε να θυμάστε κάτι... Όχι, ένα άλλο πράγμα. Δεν θυμάμαι, όμως, αν οι Γερμανοί παίχτηκαν δύο ημέρες, τρία ημέρες, δεν θυμάμαι πόσο λίγο παίχτηκαν, μετά πήγαν και έφτασαν όλη την πόλη στην Αθήνα. Όμως, όταν οι Γερμανοί παίχτηκαν εδώ δύο ημέρες, κάτι έγινε στην Καστοριά που έχετε δοκιμάσει? Τις μέρες που μείναν εδώ οι Γερμανοί εκεί το 41, που καθίσανε στην Καστοριά, μου είπατε, δύο, τρεις μέρες, δεν θυμάστε. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο κάθισαν. Τι έγινε, θυμάστε να συνέβη κάτι? Όχι. Συγκεκριμένα, εμείς, η παρέα, τα παιδιά, πήγαιναμε, επειδή στο πιστοχωρώντο στρατός ορισμένοι, πετούσαν τα όπλα τους και πήγαιναμε να πάρουμε όπλα να τα κρύψουμε. Δεν φοβόμασταν τους Γερμανούς. Ύστερα γρύψανε, ύστερα σε έπιαναν, να πούμε, και οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, πού είναι το όπλο, γιατί ήξεραμε ότι όλοι έχουμε κρυμμένα όπλα. Κοιτάξτε, για να σας δώσουμε μια αίσθηση, οι Γερμανοί δεν έκανε τόσο πολύ τα 2-3 ημέρες που ήξεραν εδώ, επειδή, για παράδειγμα, όπως η Ελλάδα, η ελληνική ομάδα, μετατρέφθηκε, κάποιοι στρατός πήγαιναν τα όπλα τους και αυτό που έκαναν ήταν να κρύψουμε τα όπλα, για να τα κρύψουμε. Στην επόμενη στιγμή δεν ήξεραμε ακόμα φοβόι τους Γερμανούς. Ήταν μετά που έγιναν και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί πραγματικοί και ήξεραν να κρύψουν αυτά τα όπλα, επειδή ήξεραν ότι είχαμε κρύψει τα όπλα, τα όπλα. Άρα οι Γερμανοί πέρασαν και φύγανε και μείνανε οι Ιταλοί στην πόλη. Μετά οι Ιταλοί είχαμε τους Ιταλούς κατοχή. Πώς ήταν τότε? Οι Ιταλοί ήταν πολύ τελείοι. Αφού μας έπαιρναν εμάς τα παιδιά να οχυρώσουμε τα... επειδή άρχισαν να βγαίνουν αντάρτες στο βουνό. Ο Ζέρβας ο πρώτος βγήκε και τον Ελλάς. Και μας έπαιρναν αγκαρία να πάνε να οχυρώσουμε το βουνό. Και μας και αυτό το βουνό της λίμνης και αυτό το οχύρωσαν για να κρύβονται αυτό. Να, σπήραν τελώς. Φοβούναν τους φαντάρτες, νόμιζαν τι θα γίνει. Και ταλαιπωρούσαν πολύ μας ταλαιπώρεσαν οι Ιταλοί. Μισό λε, θα μου πείτε. Οι Ιταλοί ήταν πραγματικοί, πραγματικοί. Τι έκαναν είναι ότι χρησιμοποιούσαν και εμείς, τους μικρούς, τους νέους, να δημιουργήσουν, αν θέλετε, ένα φόρτ, ένα φαντάρτιο σύστημα γύρω από την πόλη. Γιατί η ανταγωνία ξεκίνησε να δημιουργηθεί. Ήταν ο Ζέρβας ο πρώτος βγήκε από το βουνό και τότε ο Ελλάς. Και ήταν πολύ φοβερός τους. Ακόμα και σκέφτονταν το βουνό στο νησί που ήθελαν να βάλουν. Αυτό πρέπει να κάνουμε όπως το πρώτο εργασμό. Οι Ιταλίοι μας έδωσαν πραγματικό χρόνο. Τι ακριβώς κάνεις για τους Ιταλίους? Τι εννοείτε, σας δυσκόλεψαν οι Ιταλοί που είπατε. Είπατε, σας δυσκόλεψαν οι Ιταλοί. Και τι άλλο σας βάζανε να κάνετε. Μας έπαιρναν αγκαρίες. Τι άλλο να μας κάνουν. Εγώ έκατσα και φυλακή ένα μήνα. Γιατί. Είχα πάρει ένα ζωγάρι παπούτσικα που να εντελώ. Ήρθε μια φάλαγκα από τα τρίκαλα. Εδώ, στις αποθήκες. Και ήρθε στο κουρίο. Και στο καφερίο και στο κουρίο. Να τα πουλήσει. Ε, τα πήρα, αυτά ήταν οι καπαμπούτσια. Τα φόρασα, τα έδωσα στο τζαγκάρι τα έκανα. Τα διόρθωσα, να μη φαίνονται ότι είναι αυτά. Και κάποιος τα είδε που Ιταλός. Γιατί έρχονταν εκεί στο κουρίο, ξυρίζονταν. Και μαζευόμασταν όλοι παρέα. Τα είδαν φαίνεται που τα φοράω. Τα έκλεψαν ένα ζευγάρι από την αποθήκη. Σε λέει ο κουρίο, στο κουρίο κάτω είχε ένας μεγγούρις. Φορουσοφοπούτσια τα λικά. Και με πήραν, νύχτα. Νύχτα, βροχερή ημέρα. Στης γαραμπινερίας. Τα έδωσαν από εδώ. Βάλα και από εδώ να γίνει. Και πέταξε. Ξυμπόλητος. Στη φυλακή. Ένα μήνα. Είστερα μας έβγαλαν. Ακόμα από το ότι μας έδωσαν σκληρό χρόνο. Για παράδειγμα, έπρεπε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Και εγώ ακόμα έπρεπε να χωρίσω ένα μήνα στην κυβέρνηση. Μετά την Ιταλία. Γιατί ήμουν ασχοληθείς για να χρειάζεται ένα παράδειγμα. Αυτό δεν το χρειάζευα. Αλλά είχα αγοράσει από μια διαφορετική ομάδα Ιταλιάνων. Από την Τρίκαλα. Μετά που είχα δώσει τα σχόλια στο μηχανισμό. Για να τις αλλάξουν. Ένας από τους Ιταλιάνους που έγινε στο μπαρμπέρο μας. Για να χρειάζεται ένα παράδειγμα. Γιατί έπρεπε να έρθουν πολλά φορές. Το είδε και είπε ότι το χρειάζευα. Ήρθαν και με έφεραν τη νύχτα. Και θυμάμαι να είμαι στο κέντρο τους. Και με έφεραν ένα μεγάλο κομμάτι. Κάθε πλευρά μου είχε τελειώσει. Είπα να μου δώσει το άλλο. Για να μπορώ να το έχω σχετικά. Μα με έφεραν εκεί ένα μήνα και με αφήσανε. Δεν σας δικάσανε, απλά σας βάλανε φυλακή. Δική λέει, δεν είχε. Σας βάλανε φυλακή. Ναι. Όχι. Δεν του κατάλαβα τι του είπες. Λέει, αν υπήρχε δίκη. Δίκη. Τι δίκη. Δεν δίκαζα τώρα. Σ' έπαιρναν και το πολύ πολύ στις ατρίκαλα. Στη μεγαλύτερη φυλακή. Αλλά επειδή είσαι εδώ. Ήταν κάτι γνωστή. Ένας διερμηνέας. Ήταν πολύ γνωστός με τον θείο μου τον Κουρέα. Και με σολάβησε. Και με έβγαλαν εκεί. Ένα μήνα ακριβώς έβγαλαν εκεί. Δεν υπήρχε δίκη. Ήταν κάτι γνωστό. Δεν υπήρχε δίκη. Ήταν κάτι γνωστό. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Ήταν κάτι γνωστό. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν υπήρχε δίκη. Δεν είμαι Philosophy Δεν είμαι Συνθήκη ο Μπατόλιο, με τους Ιταλούς, Ήρθαν οι Γερμανοί εδώ. Ενώ ήταν Ιταλοί, τους μάλεψαν όλους τους Ιταλούς και τους έφεραν τα όπλα και δρόμο, να φύγουν. Φεύγουν εντωμεταξύ και οι Ιταλοί και μετά που έκανα δυο μέρες φεύγουν και οι Γερμανοί για δυο μέρες από την Πικαστωρία. Ήρθαν αντάρτης του Ελλάτ. Εμείς οι Νεουλέα χαρές ήρθαν, απελευθερωθήκαμε, χάρηκαμε, φύγανε οι Γερμανοί. Αυτοί εντωμεταξύ είχαν φύγει, οπιστοχωρούσα μια φάλαγκα του Αμίντεο και πήγαμε για φουράκι, γιατί λίγοι ήταν εδώ, 15-20 οι Γερμανοί ήταν. Αλλά τι μπορούν να κάνουν, σκότωναν. Έχαν σκοτώσει δυο. Παίρνουμε το βράδυ τα όπλα εμείς, οι Νεουλέα, είμαστε 20 χρόνια, 25 χρονιά, να φυλάξουμε να κοιμηθούν οι αντάρτες, να ξεκουραστούν. Φεύγουνε μετά από δυο μέρες, έρχονται οι αντάρτες, Γερμανοί πίσω, να αλλάγει, 120 παιδιά Καστουριανά αντάρτες. Όλοι εδώ, είχε προηγηθεί, πρωτού έκανα δυο μήνες, ένα επεισόδιο στην κλεισσούρα, σκότωσαν δυο Γερμανούς και φοβήθηκαμε και εμείς εδώ, μήπως ερχόμενοι τώρα, οι Γερμανοί ξανά πίσω, αλλά ευτυχώς δεν άνοιξε μάτι, δεν χτύπησαν κανέναν Γερμανό, οι αντάρτες. Αν χτυπούσαν κανέναν, θα είχαμε και εμείς της κλεισσούρας, αλλά φύγαμε έξω, 120 παιδιά, και έκαναν αντάρτες εγώ. Περιμένετε μου, θα μου πείτε, θα μου πείτε τώρα, γνωρίζετε ότι υπάρχει αυτό, που θέλω να πω, όταν οι Ιταλίοι, ο Μπαντόλιο, συνήθισαν με την Γερμανία, οι Γερμανοί έγιναν εδώ και πήγαν όλοι οι Ιταλίοι και τους έδωσαν. Και μετά είχαμε τους Γερμανοί. Μετά, μετά από λίγο, οι Γερμανοί φύγανε, οπότε η πόλη δεν είχε κανένας ανταγωνιστής και η ανταγωνιστική έκανε. Και ήμασταν τόσο χαρούμενοι, πιστεύαμε ότι ήταν ελευθερία, πιστεύαμε ότι είχαμε ελευθερία, πιστεύαμε ότι είχαμε ελευθερία, πιστεύαμε ότι είχαμε ελευθερία από τους Γερμανοί. Για να είμαι αλήθεια, πρέπει να πω, ότι πρώτα εδώ, υπήρχαν 15 Γερμανοί, αλλά ήταν πολύ φοβάς από τους, δεν θα δεχθούσαν να αντιέχουν, γιατί θα τους σκυλίσουν. Βγάλανε για να συμμετέχουν σε ένα άλλο κομμάτι. Και η πόλη ήταν ελεύθερη, η ανταγωνιστική. Οι Παρτιζάνες έγιναν, και ήταν πολύ χαρούμενοι, όταν οι Παρτιζάνες ήταν εδώ. Ήταν η ελευθερία. Πήγαμε και πήγαμε τα πόρτα, τα οποία σκυλίσαμε, και συμφωνήσαμε ότι οι νέοι, στον χρόνο που ήμουν 20, θα μείνουν ασφαλές, ώστε οι Παρτιζάνες θα μπορούσαν να ελευθερωθούν ένα μέρος. Μετά από δύο μέρες, οι Γερμανοί ήρθαν. Αυτό που συνέβη, ήταν ότι δεν υπήρχε αγώνα, και αυτό ήταν καλό, γιατί αν δεν υπήρχε αγώνα, δεν υπήρχε κανένας γερμανός, θα υπήρχε το πρόβλημα του Κλεισσούρα. Το Κλεισσούρα είναι ένα χωριό, που επειδή δύο Γερμανοί ήταν αγώνα, 350 Ελληνικοί πήγαν από τους Γερμανούς. Και η Καστορία μπορεί να είχε το ίδιο τέτοιο, αν ένα Γερμανό ήταν αγώνα ή κόψει. Όταν οι Γερμανοί έρθαν, 120 νέοι άνθρωποι, νέοι άνθρωποι, από την Καστορία, συνδέθηκαν στους ευρωβουλευτικούς, συνδέθηκαν στους αγώνα, εγώ επίσης πήγα στους αγώνα. Θυμάστε πότε είναι που φύγανε οι Γερμανοί, για αυτές τις δύο μέρες, και κατέβηκαν οι αντάρτες. Τι εποχή ήταν, πότε ήταν. Η εποχή ήταν, τέτοια περίοδο, τέτοια περίοδο, τέτοια περίοδο, όχι τέτοια περίοδο, όχι τέτοια περίοδο, Μάιος, Μάιος ήταν, και οπιστοχορούσαν κάτι οι Γερμανοί, άρχισαν να φεύγουν οι Γερμανοί, και είχαν φύγει για να πάνε να φυλάξουν, για μην τους κουτυπήσουν, στο αμύνδιο, στο νο, για μην τους κουτυπήσουν οι αντάρτες, και φορά, αλλά, οι άλλοι μπήκανε εδώ μέσα και μας έκαναν δειμιά εμάς. Ποια χρονιά? Το 43, 44, ξεφύγαμε, για τους Εβραίους δεν είπαμε, ποιο μπροστά τους πήραν. Φτάσαμε τώρα στο 44, πού έφυγαν οι Γερμανοί. Εγώ λέω πότε ήρθανε, αυτές οι δύο μέρες που φύγαν οι Γερμανοί, ήταν το 44. Ναι, το 44. Μα οι Ιταλοί δεν υπογράψανε νωρίτερα. Μάιος ήταν, Ιούνιος, δεύτερην καιρός ήταν. Δεν θυμάμαι ακριβώς... Οι Γερμανοί όμως, δεν ξανάρθανε. Για δύο μέρες. Πότε ήταν αυτές οι δύο μέρες? Το 44. Μετά έφυγαν οριστικά πια, τον Οκτώβριο. Αυτό έφυγε μετά που οι Γερμανοί έφυγαν. Πιστεύω ότι πήγαμε πολύ γρήγορα, πιστεύω πως πρέπει να γυρίσουμε. Ποιος είπε αυτό, ο Ανίτας ή ο διευθυντής? Ο διευθυντής. Ναι, φυσικά. Παίρνουμε στην αρχή της Γερμανικής οκτώβρισης. Μπορείτε να μας πείτε, όταν η Γερμανική οκτώβρισε την Καστοριά, τι άλλαξε από τους Ιταλούς. Δεν έκαναν τίποτα. Απλώς ήταν κατοχή. Δεν μπορούσα να μιλήσεις. Να κουνηθείς δεν μπορούσες. Το βράδυ απαγοράβονταν να κυκλοφορήσεις. Τι να κάνεις, πού να πας. Με τους Ιταλούς είχαμε εξικοιωθεί. Μπορώ να σε πω ότι χτυπούσαμε Ιταλούς και δεν φοβόμασταν. Όντως Ιερμανός. Ήταν ένας καιρατάς Γερμανός. Τον έλεγαν Δούντα. Αυτός και όταν είχαν μάσει τους Εβραίους, πήγαν ορισμένοι να κλέψουν πράγματα από τα σπίτια. Τα σπίτια. Δυο τους καθάρισαν εκεί μπροστά. Τον πότ τον εφόπωλαν στο γείτονά μου και αυτός ήταν 16-17 χρονών παιδί, πήγε να κλέψει, τον πιάνουν, ξύλο, ξύλο, ξύλο, τον μαύρισαν στο ξύλο. Ο Δούντας ήταν Γερμανός. Γερμανός και Γερμανός. Ήταν άλλη ράτσα, αλλά Γερμανός στρατιώτης. Δούντα τον έλεγαν. Περιμένετε. Δεν ξέρω, αν ήτανε Απστριακός, ξέρω εγώ, από άλλο κράτος, γιατί αυτοί επιστράτευαν, όπου πήγαιναν, επιστράτευαν και έβαναν μέχρι Ρώσους. Έπιασαμε εμείς Γερμανούς εκμάλωτος, που ήταν Ρώσοι. Δηλαδή, όταν έφτασαν στη Ρωσία πάνω, είχαν πάρει ορισμένους, που ήταν κατά του καθεστότος, και ήταν Γερμανητημένοι. Ωραία, περιμένετε με, γιατί θα τα ξεχάσω. Φύγαμε από το θέμα. Περιμέντε με, περιμέντε με. Δεν φύγαμε, καλά είναι όλα. Όταν έγιναν οι Γερμανοί, η οικοποίηση ήταν πολύ πιο δύσκολη. Οι Ιταλίοι μας είχαμε συχνήσει. Μπορώ να πω ότι θα αγόρασαμε μαζί τους και δεν ήμασταν φοβεροί, αλλά όταν έγιναν οι Γερμανοί, ήταν πραγματική οικοποίηση. Δεν μπορούσαμε να δουλεύουμε ελεύθερα, δεν μπορούσαμε να πούμε μία λέξη, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, δεν μπορούσαμε να δουλεύουμε μετά που ήρθε ο ήλος, και υπήρχε αυτός τρομοκρατικός άνθρωπος, ο Δουδάς, που ήταν Γερμανός στρατιώτης. Δεν ξέρω αν ήταν Γερμανός Γερμανός, αλλά ήταν ένας Γερμανός στρατιώτης και ήταν ένας τρομοκρατικός άνθρωπος. Όταν οι Ιησούς είχαν συζητήσει, οι άνθρωποι ξεκίνησαν στο σπίτι, και ο Δουδάς είχε δύο άνθρωποι να πηγαίνουν εκεί, και τους έκανε στο σπίτι. Μπορώ να σας δώσω ένα παράδειγμα από κάποιον που γνωρίζω, τον Τότης Εφόπουλος, που πήγε στο σπίτι, σε ένα γερμανικό σπίτι, και όταν ο Δουδάς τον είδε εκεί, έκανε τόσο κακό, ότι δεν θα το ξεχάσει. Είδατε τον Δουδά να φέρεται άσχημα σε κανέναν, το είδατε με τα μάτια σας, τον είδατε να βασανίζει κάποιον, να κλωτσάει κάποιον, κάτι να κάνει. Προσωπικά δεν τον είδα, αλλά τον έβλεπα έξω που γυρνούσε, είχε μια γλίτσα, πήγαιναμε βόλτα τα παιδιά σου και τον έβλεπα, αυτός είναι ο Δουδάς, με τη γλίτσα και το πιστόρι εδώ. Δεν λογαράζε κανέναν, τραβούσε πιστόρι, κοιτάξε. Ο Εφόπουλος έγινε. Του μιλήσαμε και του Εφόπουλου, μας τα είπε. Μιλήσατε με τον Εφόπουλο, πήγετε. Αυτόν τον είχαν βάλει μετά σε δέρμα και είχε μαυρίσει το σώμα του από το ξύλο. Δουδάς, δεν είχα δει κανέναν να καταφύγει ή να καταφύγει ή να καταφύγει, αλλά θυμόμουν τον να περπατήσει γύρω από τη πόλη, είχε μια γλίτσα και το πιστόρι του, και όλοι μιλούσαν για τον και θα περπατήσει γύρω, και οι άνθρωποι θα λέγουν, αυτός είναι ο Δουδάς, αυτός είναι ο Δουδάς, θυμόμουν τον. Δεν κοιτάξε κανέναν για τη ζωή, δεν έκανε τίποτα. Όταν ξεκίνησε η γερμανική κατοχή, τι άλλαξε για τους Εβραίους, άλλαξε κάτι? Άλλαξε στις αρχές, έβηκε μια βρώμα ότι θα τους σμάσουν, και άρχισαν να περιορίζουν και τις δουλειές τους. Μετά, θυμάμαι έναν, τον εξωρία τον έστειλαν, η κατάσκοπος Γερμανός ήταν, και γύρισε μέσα στους Εβραίους, σε όλα τα μαγαζιά και αυτά, και έκανε το φύλλο, και τους έλεγε μη φοβάστε, δεν πρόκειται να σας πειράξουν οι Γερμανοί, το μόνο που τους είχαν διακρίνει, έβαζαν ένα περιβραχιώνιο, και στα σπίτια έβαλαν τον Αγγελωτό Σταυρό, τα Εβραίικα. Τον Αγγελωτό Σταυρό βάζουν. Αυτός, πιστεύω εγώ, σαν άνθρωπος, ότι αυτός ήταν κατάσκοπος Γερμανός, να δώσει θάρρος στους Εβραίους, να βγάλουν τα λεφτά στο φανερό, στις επιχειρήσεις. Και όλοι οι Εβραίοι έλεγαν ότι έχουν τενεκέδες λίρες. Έτσι έλεγαν τώρα, εγώ δεν είδα κανένα. Αυτός τι ήταν Εβραίος, ήτανε? Έτσι έλεγαν, Πολονοεβραίος τον έλεγαν. Πολονοεβραίος ήτανε εξωρία των ετσιλαντήτων εδώ, στην Καστουριά. Περιμένετε. Αλλά εγώ πιστεύω ότι ήτανε κατάσκοπος για να ξεθαρρύνει τους Εβραίους, να τους δώσει θάρρος, ότι δεν θα σας πειράξουν, ενώ μπορούσαν, μπορούσαν να φύγουν οι μισοί να φύγουν αντάρτης στο βουνό, να γλυτώσουν. Με κατάλαβες? Ήτανε εύκολο, γιατί πήγαν 4-5 ήταν αντάρτης Εβραίοι. Θα μου τα πείτε, περιμένετε, θα φτάσουμε και στο αντάριο. Αλλά εάν ας πούμε αυτός δεν τους ενθάρρυνε, θα μπορούσαν να φύγουν μισή κοινότητα, ή μισός πληθυσμός. Περιμένετε. Για τους Εβραίους ήτανε διαφορετικό, γιατί υπήρχε αυτή η δημοσιογραφία, που είπε ότι οι Ελληνικοί θα τους σκοτώσουν. Και αυτή η δημοσιογραφία ήτανε πραγματικά, πιστεύοντας, και ξεκίνησαν να σκοτώσουν. Αλλά τότε υπήρχε αυτός ο πολιτισμός Ελληνοίς, που είπε ότι ήταν Ελληνοίς, ότι είχε εξακολουθεί στην Καστοριά. Πιστεύω πως ήταν ένας πραγματικός, ότι ήταν ένας σπάι των Ελληνικών. Ήταν κάποιος που θα πήγαινε γύρω από τις ελληνικές καταστροφές και θα τους αναφέρεσαν ότι τίποτα δεν είναι κακό, τίποτα δεν είναι σωστό, όλα είναι καλά. Πιστεύω πως είχε βάσει τους Ελληνικούς για να τους καταφέρεσαν να έδωσαν το χρήμα τους, γιατί οι άνθρωποι εκείνοι είπαν ότι οι Ελληνικοί είχαν πολλά, πολλά χρήματα. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, γνωρίζατε τον όνομά του, γνωρίσατε τον... Τον είδατε ποτέ εσείς αυτόν? Τον είδα. Θυμάστε πώς τον λέγανε? Τούντα. Όχι. Ποιο. Πώς λέγανε αυτόν που μιλούσε στους Εβραίους και τους έλεγε όλα θα πάνε καλά. Δεν τον ξέρω. Τον είδατε όμως. Τον έβλεπα από κυκλοφορίες στα μαγαζιά, στην αγορά, έβγαινα εγώ να πάω να ψωνίσω από το μισέ, σε Εβραίικο μαγαζί είχαμε αυτό, τον έβλεπα εκεί κάποτε ήταν μέσα μιλούσε και αυτοί έλεγαν ότι είναι εξώριστο, λέει, που όταν ο Εβραίος. Αλλά εγώ υποπτεύομαι, για το θάρρος που πήραν οι Εβραίοι, ότι δεν πρόκειται να τους πειράκτουνε γερμανέ, ότι ήταν κατάσκοπος, σίγουρα ήταν στάλμμένος, δύθεν έκανε τον... Μπορεί να μην ήταν και Εβραίος, για κατάσκοπος δεν ξέρω τι ρόλο παίζουν. Λέγει τους ότι όλα είναι καλά και δεν θα πηγαίνει κανένα πράγμα. Θυμάστε το όνομά του, θυμάστε πως τον φώναζε ο Μισέλ? Όχι, όχι, ούτε ενδιαφέρθηκε ο ομάδας του. Δεν έλεγα να βρω το όνομά του, δεν θυμάμαι. Τον ακούσατε εσείς να μιλάει στους Εβραίους και να λέει τέτοια πράγματα. Οι Εβραίοι μιλούσαν, οι Εβραίοι μου έλεγαν αυτός είναι δικός μας. Όταν σε λένε ότι είναι δικός μας, τι να πεις άλλο, τι να ακούω εγώ. Δεν μπορούσα να μιλήσω εγώ Εβραίικα, δεν ήξερα, αυτοί μεταχύ τους μιλούσαν. Απού ξέρω εγώ, αλλά εγώ υποπτεύομαι ότι για να φτάσουν οι Εβραίοι να πάρουν τόσο θάρρος, σίγουρα ήταν βαλτός αυτός, τέλος πάντων. Τέλος πάντων, τέτοια περασμένα ξεχασμένα. Μισό λεπτό. Οι Εβραίοι, οι γνωστοί σας, σας μεταφέρανε τι τους έλεγε αυτός, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Και έλεγαν μια κουβέντα ότι θα μας πάρουν, λέει, όταν πέσει μαύρο χιόνι. Πρόκειστε αυτό το πράγμα. Και πραγματικά έπεσε μαύρο χιόνι. Την εβδομάδα που τους πήραμε τους Εβραίους, που τους ήξεραν, είναι τώρα όπως ρίχνει στην Αθήνα, δεν είναι μια σκόνη από την Αφρική, κόκκινη. Από κάπου, όπου έκανα ορυχείο, όπου έκανα αυτό, ήταν χιόνια, μάρτις ήταν, χιόνια, και έπεσε από πάνω σκόνη. Το πρωί ανοίγουμε την πόρτα να βγούμε έξω και βλέπουμε μαύρο σκόνη. Πάει, θα τους πάρουν τους Εβραίους. Ποιος το έλεγε αυτός? Εκείνη την εβδομάδα τους πήραν. Οι Εβραίοι το έλεγαν ότι θα μας πάρουν όταν πέσει μαύρο χιόνι. Ορίστε, μαύρο χιόνι έπεσε. Προφητεία ήταν, τι ήταν, δεν ξέρω. Ήταν πως θα μας πάρουν όταν υπάρχει μαύρο χιόνι. Και να σας πω, υπήρχε μαύρο χιόνι. Δεν ήταν ότι υπήρχε τίποτα μαύρο χιόνι, αλλά πιθανόν ήταν ότι ο βυθός είχε φωτιάξει ή κάτι από κάπου, ίσως από μια μηχανή κάποια τέτοια. Και όταν ξυπνήκαμε το πρωί και ανοίξαμε τα πόρτα μας, είδαμε ότι υπήρχε χιόνι και υπήρχε ένα μαύρο πλαίσιο. Και εκείνη την εβδομάδα, τον Μάρτζ, είχε γνωρίσει ότι οι χιόνιοι είχαν πάρει μαύρο χιόνι. Πριν μιλήσουμε για τη δημοσιογραφία των χιόνιων, σε κάποια άλλα μέρη, οι άνθρωποι μας είπαν ότι οι χιόνιοι έπρεπε να σημασιάσουν τον εαυτό τους. Ναι, το είπε, ευχαριστώ. Οι χιόνιοι, οι Γερμανοί έπρεπε, είχαν διαδικασμό για τους χιόνιους και είχαν κάτι να πάνε στον αέρα τους. Και απ' τα χωριά των χιόνιων, έπρεπε να κάνουν τα σουάστικα. Και τι για τα εβδομάδα των χιόνιων, είχαν και αυτά τα σημάδια? Τα εβδομάδα των χιόνιων είχαν και αυτά τα σημάδια, είπατε τα σπίτια τα σημαδέψαν οι Γερμανοί, είχαν και τα σημάδια σημαδεμένα. Ναι, είχαν. Και είχαν αυξήσει και το εμπόρευμά τους. Οι Εβραίοι. Οι Εβραίοι τότε, με το θάρρος που πήρα από αυτόν τον ψελόγο, ενώ είχαν περιορίσει τις δουλειές, μετά έστω συνέχεια, αντίπτους άφηναν να πάνε να ψωνίσουν από τη Σαλονίκη. Είχαν αντιπρόσωπο πάντα έναν Έλληνα, τον έδιναν λεφτά και πήγαινε να ψώνιζε εμπόρευμα από τη Σαλονίκη και τους έφερε. Είχαν γεμίσει τα μαγαζιά όλα. Στην αρχή της γερμανικής οικοποίησης, οι Ελληνικοί είχαν λειτουργήσει τα μαγαζιά στις αγορές τους, επειδή αισθανόταν ότι κάτι είναι σωστό. Μετά αυτός ο άνθρωπος έκανε και αρχίσαν να αισθανόταν πιο ευγενείς, πήγαιναν περισσότερα μαγαζιά. Αλλά πρέπει να πω ότι οι Ελληνικοί δεν έπρεπε να περάσουν στη Σαλονίκη. Υπήρχε ένα ελληνικό άνθρωπο που έδινε χρήματα να πάει στη Σαλονίκη και να έρθει με ένα ελληνικό άνθρωπο. Όλα τα μαγαζιά του ήταν πλούτα με ελληνικό άνθρωπο. Αυτό πιστεύω ότι αυτός είναι ένας ελληνικός ασφαλισμός, και τον εμπορίζει να κάνει τέτοια πράγματα. Οι Ελληνικοί ήταν σημαντικοί, τα σπίτια ήταν σημαντικοί, τα μαγαζιά ήταν σημαντικοί. Τι άλλα διαδικασιακά μέτρα έκανε στις Ελληνικοί? Μου είπατε, μαρκάρανε τα σπίτια, μαρκάρανε τα μαγαζιά, μαρκάρανε και τους Εβραίους. Φορέλουσαν, μου είπατε, κάτι εδώ. Τι άλλο κάνανε για να τους ξεχωρίσουν, κάνανε κάτι άλλο? Τι άλλο τους κάνανε? Το άλλο που κάνανε, που τους μαζέψαν εις αυτές και τους έκλεισαν σκουλιό. Απρόκειτα τους μαζέψαν. Τους είδατε εσείς να τους μαζεύουν από τα σπίτια? Εγώ δεν είχα πάει σε εκείνη τη γειτονιά γιατί δούλευα στο καφενείο με το κουριό. Δεν ανέβηκα. Το μόνο που ανέβηκα, όταν τους έβαλαν επάνω στο σχολείο, πήγαμε η παρέα έτσι απλώς, να περάσουμε από κάτω από τον δρόμο για τους δούμε, που τους είχαν κλεισμένους. Να τους φορτώνονται, τους δεν είδα. Αλλά όπως με λένε, όλοι τους μαζέψαν αρων, αρων, αρων, σκούπα τους έκαναν και τους έκλεισαν εκεί μέσα. Και δεν άφησαν και δεν άφησαν και κανέναν να πάντως δει. Μέσ' στο σχολείο που τους είχαν. Σαν εγώ, που είχα έναν φίλο Εβρεό, να πάνε τον εδώ. Παγορεύονταν. Περιμένετε. Δεν είχα πέσει στην γειτονιά και δεν πήγα. Δεν είχα δείξει ότι πήγαν από την γειτονιά. Τι έκανα, είναι όταν βρήκαμε ότι ήταν στη σχολή, όλοι κλεισμένοι. Με κάποιους φίλους πήγαμε να δούμε. Αλλά δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε. Αν ήθελα να πηγαίνω, κανένας δεν μπορούσε. Για παράδειγμα, αν ήθελα να πηγαίνουμε και να δούμε τον φίλο μας, δεν μπορούσαμε. Δεν μας άφησαν να πηγαίνουμε. Και δεν είχα δείξει ότι τους έκλεισαν. Αλλά όπως έχουν δημιουργήσει, οι Γερμανοί τους έκλεισαν και τους έδιναν στο σχολείο. Στο σχολείο που πήγατε να δείξετε τον φίλο σας, μπορούσατε να δείξετε κάτι μέσα? Στο σχολείο που πήγατε να δείξετε τους γνωστούς και τι γίνεται, μπορούσατε να δείξετε τίποτα μέσα, απ' έξω που περάσατε? Όχι μέσα, έξω. Υπήρχε κάτι… Το σχολείο είχε μεγάλο προαύλιο και τους έβγαζαν να πάρουν αέρα. Και από μακριά σε χαιρετούσαν. Και μαζί συγκεκριμένα ο ξάδερφός μου γυμνασιάρχης, ημέρα ήταν πολύ στενά δεμένο με έναν Εβραίο. Του Σολωμώτης τον έλεγαν. Ήταν πολύ φίλοι και τον ζήτησε να πάνε να τον δει. Και πήγε εκεί να ζητήσει να πάνε να τον μιλήσει. Φαίνεται θα τον έλεγε κάτι… Μπορεί να τον έλεγε ότι έχω κρυμμένα εκεί στο σπίτι, πάνε να… Τέλος. Δεν τον άφησαν να πάει. Τον είδες στην αυλία, αλλά δεν τον άφησαν… Τον είδες στο προαύλιο ο ξάδερφος, αλλά δεν τον άφησαν να μπει. Όχι, και δεν μπορούσε να μιλήσει. Από μακριά, απ' τον δρόμο. Στον επάνω του προαύλιο, ψηλά. Ξέρετε πού είναι ακριβώς, δεν ξέρω… Στον ξενία επάνω. Αυτό ήταν και αυτό. Εκεί τώρα έχουν από κάτω ένα μνημείο φτιαγμένο. Αυτοί που γύρισαν μετά. Γύρισαν αρκετοί. Δώστε μου λίγο χρόνο να μεταφράσω γιατί θα ξεχάσω. Περιμένετε με. Όταν πήγαμε, δεν ήταν ότι μπορούσαμε να μιλήσουμε. Ήταν ένα μεγάλο… πώς να πω, ένα μεγάλο χωριό, που τους έδιναν για να μπορούσαν να μιλήσουν. Και ο αδερφός μου, ο οποίος ήταν αδερφός, είχε έναν φίλο, έναν ελληνικό φίλο, που ήταν πραγματικά, πραγματικά, σχετικά με τον Σολομότσι, θα του ονομάζονταν. Και ήθελε να μιλήσει και να τον βλέπει, γιατί του έφερε λόγο για τον αδερφό μου να μιλήσει και να τον βλέπει. Αλλά δεν τον άφησαν να μιλήσει. Και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε κοντά, για να μπορούσαν να μιλήσουν. Μπορούσαμε μόνο να μείνουμε στην άλλη πλευρά. Όταν είπατε ότι δεν μπορούσαν να μιλήσουν, ποιοι ήταν αδερφές τους? Ποιος του απαγόρευε να μιλήσει, ποιος φιλούσε το σχολείο. Τι πράγμα. Ποιος, μου είπατε ότι δεν άφησαν τον ξάδερφο να μιλήσει να δει τον Σολομότσι. Οι Γερμανοί ήταν φίλοι. Οι Γερμανοί αδερφές. Ναι. Φρορά, με το όπλο έκανα και έφεραν περιπολία. Δεν σε άφηναν να πλησιάσεις στο προαύλιο. Είχαν τη γκάνη και πέρασαν όλο το κομμάτι. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν ακόμα κοντά στο σχολείο που ήταν οι Γερμανοί. Και πόσες φορές πήρατε να βλέπεις τους Γερμανοί εκεί? Περάσατε μία φορά ή πολλές φορές να δείτε τι γίνεται. Μία φορά πέρασα για να τους δω. Τι να πάρω να κάνουμε. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο καιρό τους είχαν κρατημένους. Μια εβδομάδα ήταν, λιγότερα ήταν. Περισσότερες δεν μπορούσαν. Αυτό δεν μπορούσα να το θυμηθώ ακριβώς. Στους φόρτους αριστερά και έφυγαν. Πήγαμε μία φορά και τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε. Δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε. Δεν ξέρω ακόμα αν ήτανε εκεί για μία εβδομάδα. Λιγότερα από μία εβδομάδα, νομίζω. Αλλά δεν είναι σίγουρο για εμένα. Δεν ξέρω. Ήταν πραγματικά για κλάψιμο. Ήταν πραγματικά για κλάψιμο. Είδατε τα φορτηγά εσείς, τα φορτηγά τα είδατε. Όχι, πού είναι τα φορτηγά, εγώ πού είναι τα φορτηγά. Εγώ είμαι στη δουλειά μου. Πώς τους φορτώσαν, πού δεν ξέρω εγώ. Ήρθα έμαθα με άδεια σε το σκουλειό. Αν τους φορτώναν δεν είδαμε. Δεν μπορώ να πω ψέματα. Μπορεμένοι μπορεί να θέλουν να καυχηθούν ότι τέλος πάντων. Εγώ κάτι που δεν ξέρω δεν μπορώ να του πω. Μου είπατε πριν ότι όταν φύγαν οι Εβραίοι, όταν φύγαν από τα σπίτια τους, ο κόσμος μπήκε μέσα στα σπίτια. Εσείς είδατε να μπαίνουνε. Εγώ δεν είδα. Άκουσα από άλλους που πήγαν να κλέψουν και τους έκανε ο Τούδας. Άλλους δύο σκότωσε, τον Εφόπουλο τον ξυλοκόπησε. Εγώ δεν άφηνα τη δουλειά μου. Δεν είχα μια δουλειά να πάω στα Εβραίικα να κλέψω. Δεν ανέβηκα καθόλου. Αυτό δεν είναι κάτι που είδα, αλλά κάτι που ακούσα. Ακούσα ότι ο Τούδας κόψε τους δύο άνθρωποι και ακούσα ότι ο Εφόπουλος έκανε. Δεν είχα τίποτα να κάνω με τη δουλειά μου. Δεν θα πάω εκεί να κλέψω. Εγώ είχα δουλειά, ήταν δουλειά. Δεν είχα τίποτα να κάνω. Δεν είχα κανείς σε αυτή τη δουλειά και δεν θα πάω να κλέψω. Γνωρίσατε κανέναν Εβραίο που επέστρεψε στην Καστοριά μετά τον πόλεμο? Αυτό το πλάι της μηχανές, ο Ελιάου. Εχει ακόμα ο γιος του το μαγαζί και ένας γιος ενός μανάβη. Δεν το ξέχασα το μανάβη το επίθετο που σου έλεγαν. Ο γιος του γύρισε και έκατσε λίγο γύρω εδώ και μετά έφυγε στη Λάρισα. Κανένα πέντε έξι άτομα γύρισαν. Και ο γιος του το μαγαζί έφυγε. Ήταν κάποιος που δημιουργούσε φαγητό. Δεν θυμάμαι το όνομα του. Απλά πήγαινε από το μυαλό μου. Κάποια έφυγαν. Μοσσούλα. Μοσσούλα το έλεγαν. Μοσσούλα ήταν το όνομα του το μαγαζί. Και ο γιος του έφυγε. Αλλά δεν έφυγε εδώ. Πήγε στη Λάρισα. Μπορώ να ρωτήσω... Δεν ξανά έρχονται τέτοια χρόνια δύσκολα. Ελπίζω ότι... Τι πήγαν να κάνουν οι Γερμανοί να ξαφανίσουν τη ράτσα των Εβραίων. Οι Εβραίοι πάλι να έγινε. Ελπίζω ότι τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν. Πήγαν την Ευρώπη και η Αμερική γεμάτη Εβραίοι είναι. Τι ήθελαν να κάνουν οι Γερμανοί. Ήθελαν να καταστροφήσουν το κόσμο από τους Ελληνικούς. Τώρα είναι τέτοια πράγματα. Το ΗΠΑ είναι τέτοιο από τους Ελληνικούς. Πριν ξεκίνησα να διαβάζω. Αν οι Ελληνικοί είχαν πέσει στις βουνάκια θα είχαν ασφαλθεί. Μόνο 5 πήγαιναν στις βουνάκια με τη δύσκολα. Δεν ξέρω πόσο περισσότερα πήγαιναν στις βουνάκια. Ξέρετε το όνομα των Ελληνικών που πήγαιναν στις βουνάκια. Πριν μου είπατε ότι κάποια Εβρεόπουλα ανεβήκαν στο βουνό με την αντίσταση. Μου είπατε ότι είχε Εβραίους. Ναι, αντάρτες. Ποιοι ήταν, θυμάστε κάνα όνομα. Τους ξέχασα. Τον έναν τον ήξερα πολύ καλά. Αλλά τους ξέχασα. Τους ξέχασα. Ένας τους ήμουν κοντά. Τους ξέχασα. Αλλά δεν ξέρω το όνομα τους. Τι είναι και τώρα ξέρεις η ηλικία. Ξέρεις, η ηλικία μου δεν είναι εύκολη. Αλλά μπορούσαν να φύγουν πολύ περισσότεροι. Ξέρεις, το πράγμα είναι ότι πολύ περισσότεροι θα μπορούσαν να φύγουν στις βουνάκια. Και θα μπορούσαν να ασφαλίσθηκαν. Αυτά. Αυτό. Έχω κάνει άλλο τίποτα, ναι. Θέλετε κάτι άλλο? Πώς εφαίνεται η διάβοια του πνεύματος μου. Φοβερή. Μη με ματιάζει. Του, του. Έχει μια ερώτηση από εκεί. Δόξα του Θεού. Μισό λεπτό. Έχει άλλη μια ερώτηση και μετά έχουν μια ερώτηση από εκεί. Ναι. Θυμάστε καθόλου πριν τον πόλεμο τώρα, να τραγουδάνε κανένα τραγούδι εδώ στην Καστοριά που να έχει και τους Εβραίους να περιγράφει τη ζωή πριν τον πόλεμο. Ένα τραγούδι Καστοριανό λέγουν. Ναι. Ναι. Για πείτε, θυμάστε. Κατέβαιναν οι Τσαρσινοί, αράταστο. Και όπως κατέβαιναν ήταν μια ευρωπούλα, στον ήλιο λούζονταν. Και τι λένε, ευρωπούλα έλα να γίνεις χριστιανή, να λούζεις σε Σαββάτο, να λάζεις Κυριακή. Αυτό το τραγούδι. Καστοριανό τραγούδι είναι αυτό. Ναι. Θυμάστε τη μελωδία. Θυμάστε να το τραγουδήσετε. Ένα Σαββάτο, βράδυ τα βάιβα, μια Κυριακή πρωί, είδα μια ευρωπούλα, ευρωπούλα, στον ήλιο λούζονταν. Και τι λένε, ευρωπούλα έλα να γίνεις χριστιανή, να λούζεις σε Σαββάτο, να λάζεις Κυριακή. Παϊντός. Μπράβο. Δε τι έχουμε πάθει. Θυμάστε κάνα άλλο τραγούδι, είχε άλλο. Τζαϊβρεούς, όχι. Δεν θυμάμαι κανένα άλλο τραγούδι. Ελένα, ευχαριστώ. Υπήρχαν κουρείς που ήταν ευρεοί. Τι να τους κουροδέψεις ευρέους, μόνο αυτό έλεγαν για την ευρωπούλα. Υπήρχαν ευρέοι που ήτανε, που κάνανε την ίδια δουλειά με εσάς που κουρέβανε. Κουρέας όχι. Οι ευρέοι είχαν το επάγγελμα εμπόρι, φάσματα, μανάβις υπήρχε, κρεοπόλης υπήρχε, γουναράς δεν υπήρχε. Ούτε κουρέας υπήρχε. Ούτε καφετζής. Μανάβικα ή ήταν στο εμπόριο. Η δουλειά τους ήταν για εμπόριο. Η ερώτηση που έκανε η Ρένα ήταν, εάν υπήρχε κάποια μπαρμπέρα που ήτανε δημιουργημένα από ελληνικούς. Και η απάντηση είναι ότι δεν υπήρχανε μπαρμπέρα που ήτανε ελληνικούς. Οι ελληνικοί ήτανε δημιουργημένοι, είχανε μπαρμπέρα. Υπήρχε ένα μπούτσαρ. Κάτι άλλο ήθελα να σας ρωτήσω. Οι αντάρτες για τους οποίους μας μιλάτε, ήτανε σε ποιο αντάρτικο. Τι λέει εσάς. Στο ΕΔΕΣ ή στο ΕΑΝ ή στο Ελλάς. Οι αντάρτες που μιλάτε, που μου είπατε για τους αντάρτες που κατεβήκανε. Ναι. Ήτανε του ΕΔΕΣ ή του ΕΛΑΣ. Ήταν στην Ήπειρο. Το ΕΛΑΣ είχαμε εδώ. Ήθελες, δεν ήθελες, στον ΕΛΑΣ θα πήγαινες. Το ΕΚΙΣΕΛΩ το εξής. Και εγώ ήμουν αντάρτης, έτσι έκανα ένα χρόνο. Το 95% των ΕΛΑΣιτών ήτανε εθνικόχρονες. Το 5% ήταν κουμμουνιστές. Αλλά αυτοί είχαν τα ΕΙΝΙΑ. Μιλούσες τίποτα. Άκου το κύριο. Αφού κάναμε, μετά όταν έκανε τα Δεκεμβριανά που λέμε. Μας κατέβασαν από εδώ με τα πόδια στην Αθήνα. Που πάντραξε η πόλη του στα αγκάθια. Με τον λιανοτούφεκο πάντα βάλεις με τον εγγλέζο με τα τεθωρακισμένα τα τάνξη. Μας πήγανε σαν πρόβατα στη σφαγή. Πήγαμε μέχρι το... είμαστε στην Κουζάνη. Από την Κουζάνη μας κατεβάζουνε στα Γρεβενά. Τα Γρεβενά μας κατεβάζουν στο Μέτσοβο για να χτυπήσουμε τον Ζέρβα. Τον Έδες. Χτυπήσαν τον Ζέρβα. Σκοτώθηκαν κάτι οι παιδιά δικά μας. Και από κει τα πόδια χριστούγεννα με ελιές, ψωροκόστανα. Οι 5% δεν είχαν τίποτα να κάνουν με το κομμινισμό. Οι 5% ήταν κομμινιστές. Οι άλλοι σκοτώθηκαν να δημιουργήσουν το χώρο τους. Αλλά οι 5% που ήταν κομμινιστές είχαν την κυβέρνηση. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, όταν η κυβέρνηση ξεκίνησε, και η σκοτώθηση στην Αθήνα ξεκίνησε τον Δεξέμβριο, μας έκανε να περπατήσουν από την Κουζάνη, που ήταν μέσα στην Αθήνα. Υπήρξαμε το Χριστούγεννα μόνο με αλίβες. Ήταν πολύ κακό. Πού πήγαμε? Πήγαμε με τα αγχώρια που βρίσκονταν στις κομμινιστές. Για να αγχωρήσουμε τι? Τα τάχη που είχαν οι Αγγλικοί στην Αθήνα. Αυτό ήταν τεράστιο. Πέφτουν μας από την Κουζάνη μέχρι την Κρεβενά, και μετά πέφτουν μας μέχρι την Μέτσοβο, όπου σκότωσαμε με το άλλο κυβέρνημα. Αυτό ήταν Ρώμα. Η κυβέρνηση ήταν... Πώς γλιτώσαμε? Γλιτώσαμε και έγινε το σύμφωνο της βάρκυζας. Είχαμε φτάσει μέχρι την ΑΠΑΚΤΟ, κάτω από το Μεσολόγγι. Όταν ήμασταν στο Μεσολόγγι ήταν αεροπλάνα. Εγκλήθηκαν τα Τίταν, μας πολυβόλησαν. Τιφάλανκα που κατεβαίναμε. Και έγινε η συνθήκη της βάρκυζας. Ο Γιώργιος Παπαντρέου ήταν τότε αυτός. Τι κάνεις τώρα? Σκάνει νόηματα στην κυρία Νέν. Λοιπόν, γίνεται το σύμφωνο της βάρκυζας. Και έρχεται ο δημιητής μας. Μας λέει, άντε γλιτώσαμε παιδιά. Πίσω λέει, φεύγουμε για τα σπίτια μας. Τι έγινε η βάρκυζα. Τι είναι η βάρκυζα. Ποιος ήξερε τι είναι η βάρκυζα. Η βάρκυζα είναι το Παδρασία. Έγινε εκεί το σύμφωνο, το όνομα σαν βάρκυζα. Τέλος και πίσω. Πήγαμε ένα μήνα με τα πόδια, ένα μήνα να γυρίσουμε πίσω. Και ήρθαμε εδώ το 1945, τον Ιανουάριο, Φεβρουάριο. Γυρίσαμε πίσω. Φύγαμε από εδώ το Δεκέμβριο. Τα Δεκέμβριανάπολε. Τέσσερις Δεκέμβριού τη χτύπησαν. Το κ, κάτω. Λάθη, σφάλματα μεγάλα. Υπήρξαμε. Υπήρξαμε στην βάρκυζα. Είμασταν στην Αφπακτό, που είναι πολύ κοντά στην Αθήνα. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που δεν το έκαναμε μέσα στην Αθήνα. Είμασταν ακόμα καταστροφημένοι από αεροπλαίνες Βρετανικές. Υπήρξαμε την βάρκυζα. Ο στρατιώτης μας είπε, παιδιά, είμαστε ασφαλείς. Υπήρξαμε το σύμφωνο. Υπήρξαμε μία μήνα για να έρθουμε εκεί και μία μήνα για να έρθουμε. Αυτές ήταν ασφαλείς. Αυτές ήταν σκληρές ασφαλείς. Αλλιώς το έκαναμε. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για αυτή τη συζήτηση. Και έχω δύο ευκαιρίες για εσάς. Δύο. Η πρώτη παράκληση είναι να μας δώσετε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε αυτά που γράψαμε σήμερα για το αρχή. Δεν έκανε πολλά ψέματα. Μπορούσα να γράψα στην εφημερίδα όπως θέλεις. Θέλω να συνεχίσουμε και άλλα πιο κάτω. Το μεγαλύτερο λάθος ήταν το 1946. |