Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 10η διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμήνου συνεχίζομαι το θέμα της ανάδειξης των προκαθυμένων και των επισκόπων κατά την περίοδο της αδιέρετης εκκλησίας, δηλαδή μέχρι το σχίσμα του 1054. Και λέγ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=b93c274c
Απομαγνητοφώνηση
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 10η διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμήνου συνεχίζομαι το θέμα της ανάδειξης των προκαθυμένων και των επισκόπων κατά την περίοδο της αδιέρετης εκκλησίας, δηλαδή μέχρι το σχίσμα του 1054. Και λέγαμε στην προηγούμενη ένατη διάλεξη ότι ο κανόνας 28 της 4ης Κουμενικής Συνόδου απένει μες στο θρόνο της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως τα ίσα πρεσβεία με το θρόνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης ευλόγως κρίνανται στην Βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν και τον ίσον απολάβουσαν πρεσβείων τη Πρεσβυτέρα Ρώμη και εν της εκκλησιαστικής ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι δευτέραν μετεκείνην υπάρχουσαν. Η έκφραση «μετά των της Ρώμης επίσκοπων» ερμηνεύεται διαφορετικά από τους ανατολικούς κανονολόγους. Η λέξη «μετά» κατά τον Αριστινό δηλώνει χρόνο και όχι τιμή. Άρα ο Κωνσταντινουπόλεως έχει τα ίδια με τον Ρώμης πρεσβεία και την ίδια τιμή. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Αριστινός Σύνταγμα Θείων Κοιρών Κανόνων, το Άλλη Ποτλή, το όμοσδεύτερο σελίδα 176, των αυτών πρεσβείων και της αυτής μεθαίκης τιμής το Ρώμης επισκόπο και ο Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπος καθώς και ο 28ος κανόν της Εγχαλκιδών η Συνόδου, τον κανόνα τούτον ενόησε «δια το είναι ταύτην νέαν Ρώμην και τυμηθήναι βασιλίατε και συγκλήτο». Στο γάρ μετά εν τάφθα ούτης τιμής αλλά του χρόνου αισθεί δηλωτικόν, όσαν είπη της ότι με τα πολλούς χρόνους τη σύς τιμής το Ρώμης μετέσχε και ο Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ζωναράς υποστηρίζει ότι η πρόθεση μετά δηλώνει υποβιβασμό και ελάτωση του Κωνσταντινουπόλεως σε σχέση με τον Ρώμης. Διεκριμένα ο Ζωναράς αναφέρει «φασιν ουν ότι επί των ίσων αξιούς είναι αυτήν» εννοείται η Κωνσταντινούπολη «τιμών». Πώς νοηθήσεται η μετά πρόθεσης υπεκτώσεως δηλωτική η δε του Ιουσχνιανού νεαρά κειμένη εις βιβλίων των βασιλικών πέμπτων τίτλων τρίτων «Άλλος νοήστε τους κανόνας δίδωση» καθώς και παρά του βασιλέως εκείνου εννοήθησαν. Φυσίγγαρ θεσπίζομεν κατά τους των αγίων συνόδων όρους, των αγιότατον της Πρεσβυτέρας Ρώμης Πάππαν πρώτον είναι πάντων των ιερέων, των δε μακαριώτατων επίσκοπων Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, Δευτέραν τάξιν επέχειν, μετά των Αποστολικών Θρόνων της Πρεσβυτέρας Ρώμης, των δε άλλων πάντων προτιμάστε. Εντεύθεν, ουν εναργώς δείχνηται η μετά πρόθεσης υποειβασμών δηλούσα και ελάτωσιν και αάλλος δε αδύνατον ανεί το ταυτόν δις τιμής και ενανφωτέρης της θρόνης φυλάτεσθε. Ανάγγιγαρ, εντες αναφορές των ονομάτων των προησταμένων αυτών, τον μην προτερεύειν, τον δε δευτερεύειν και εν καθέδρες ότε συνέλθειεν και εν υπογραφές ότε του τον δεήσειεν. Ιγούν του μεταεξήγηση η συλλέγουσα του χρόνου δηλωτικήν είναι την πρόθεσην και ούχο υποειβασμού, βεβιασμένη αισθή και διανείας ούκ' ευθείας ούδ' αγαθής αλλο αλλά και οτις εν το τρούλο συνοδου τριακοστός έκτος κανόν αριδήλος δείκνησι, την μετά πρόθεσην οι υποειβασμόν δηλούσαν, δεύτερον λέγον των θρόνων της Κωνσταντινουπόλεως λογίζεσθαι μετά τον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, Συνταγμαθείων και Ιερών Κανόνων, τομος δεύτερο σελίδα 174. Και ο Βαλσαμών είναι σύμφωνος με τον Ζοναρά στην ερμηνεία αυτή. Ο Βαλσαμών αναφέρει συγκεκριμένα «Καντεύθεν και εις δευτέρας συνοδου Άγιοι Πατέρες, διορίσαντο έχειν τον Επίσκοπον αυτοίς τα Πρεσβεία της Τιμής μετά τον Επίσκοπον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, δι'α το είναι αυτοί νεαρόμοιν. Τούτον δε ούτ' ο διοριστέντον τεινές, την μετά πρόθεσιν ούχε υποεβασμόν της Τιμής ν' εννοήκασιν, ελαξελάβονται αυτήν εις το μετάχρονον μόνον». Χρόμενη προσυγκρότησιν του λόγου αυτών και το 28ο Κανόνι της 4ης Συνόδου, λέγοντι «τα ίσα Πρεσβεία το της Πρεσβυτέρας Ρώμης αγιωτά το θρόνο έχειν τον της Κωνσταντουπόλεως θρόνον, είναι δεύτερον με τ' εκείνον υπάρχοντα». Σύνδε ανάγνωθη την Ιουστινιάνιον Νεαράν, την κειμένη είναι βιβλίο 5, τον βασιλικό τίτλο τρίτο και καταστροθείσαν εις το σχόλιο του πέμπτου κεφαλαίου του πρώτου τίτλου του παρόντος συντάγματος και τον 36ο Κανόνα της εντρούλου Συνόδου λέγοντα, είναι δεύτερον των της Κωνσταντουπόλεως θρόνων. Η 7η Οικουμενική Συνόδος, στον 1ο Κανόνα της, με την έγκριση των αντιπροσώπων του Πάπα, χείρωσε τους κανόνες των 6 Οικουμενικών Συνόδων που προηγήθηκαν. Αναφέρει συγκεκριμένα ο πρώτος Κανόνας της 7ης Οικουμενικής Συνόδου «Ασπασίως τους θείους Κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατίνομεν, των εκτεθέντων υπό των Αγίων Σαλπίνγκων του Πνεύματος, των Πανεφίμων Αποστόλων, των τε έξ Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών συναθροίσθησων, εκπί εκδόση αιτιού των διαταγμάτων και των Αγίων Πατέρων ημών». Η Ρώμη όμως δεν είχε εγκρίνει ρητά τους Κανόνες 3 της 2ης Οικουμενικής Συνόδου και 28 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Η δεύτερη θέση του Κωνσταντινουπόλεως, συντάξη των Πατριαρχικών Εδρών, αναγνωρίστηκε με τον Κανόνα 5 της 4ης Οικουμενικής για τη Ρωμοκαθολική Εκκλησία Συνόδου του Λωτιρανού, αλλά υπό τον όρο της ενότητας με τη Ρώμη όπως εκείνη την εννοεί. Ο Κανόνας 5 της 4ης Συνόδου του Λωτιρανού ορίζει «Ανανεώνοντας τα αρχαία προνόμια των Πατριαρχικών Εδρών, με την έγκριση Αγίας Οικουμενικής Συνόδου ορίζουμε τα ακόλουθα. Μετά τη Ρωμαϊκή Εκκλησία η οποία με διάταξη του Κυρίου έχει επί όλων των άλλων εκκλησιών το πρωτίο της τακτικής εξουσίας, ως μητέρα και διδάσκαλος όλων των πιστών του Χριστού, η Εκκλησία Κωνσταντιμπόλεως θα έχει την πρώτη θέση, εκείνη της Αλεξανδρίας τη δεύτερη, εκείνη της Αντιοχίας την τρίτη και εκείνη της Ιερουσαλήμ την τέταρτη». Τα Πρεσβεία Τιμής του Ρώμης ή του Κωνσταντινουπόλεως στην Αδιέρετη Εκκλησία δεν παρήχαν νομική εξουσία των εν λόγω προκαθυμένων επί των λοιπών Πατριαρχών, δεδομένου ότι ο Πάπας ή ο Οικουμενικός Πατριαρχής δεν είχαν το δικαίωμα να χειροτονούν με την κανονική και τη λειτουργική έννοια τους Πατριάρχες και τους Μητροπολίτες και τους Επισκόπους των άλλων Πατριαρχίων. Εξάλλου τα πρωτοί εξουσίες ορισμένων προκαθυμένων του Μητροπολίτη ή του Πατριάρχη είναι συνδεδεμένα με τη χειροτονία με την προναφερθήσα έννοια των Επισκόπων ή των Μητροπολιτών αντιστοίχως και εν γένη των αρχιερέων που υπάγονται στους προκαθυμένους τους. Στην αδιέρετη εκκλησία ο Πάπας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχαν μια περιορισμένη δικαστική εξουσία εκτός των ορίων των εδαφικών τους δικαιοδοσιών. Κανόνες 3 και 4 της Σαρδικής καθώς και 9 και 17 της 4ης Οικουμενικής Συνόδου. Ο Βαλσαμών εξαρτά το δικαίωμα κρίσιος των αρχιερέων από εκείνο της χειροτονίας τους με την προναφερθήσα έννοια. Ο Κανόνας 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου που διεξήχθη το έτος 861 θεμελιώνει την εκκλησιαστική κοινωνία περί τους Πατριάρχες. Το κεφάλαιο Α της νεαράς ΡΟΚΓ του Ιουστινιανού ανέθεσε την εκλογή του τριπροσώπου σε ένα εκλεκτορικό σώμα αποτελούμενο από τους κληρικούς και επιλεκτους λαϊκούς της χειρεύουσας επισκοπής. Ο Μήλας δεν φαίνεται να είναι ακριβής όταν γράφει ότι εν λόγω νεαρά συνιστά ένα κοινό νόμο των ορθοδόξων εκκλησιών δεδομένου ότι ενσωματώθηκε σε μια σειρά κανονικών συλλογών. Αντιθέτως ο Βαλσαμών στην εξήγησή του στο νομοκάρονα σε 14 τίτλους και ο Βλάσταρη στο Σύνταγμα Κάττα Στηχείων υποστρίζουν ότι σύμφωνα με την κανονική νομοθεσία που ήδη εξηγήθηκε η αιραμονιώτα της εκλογής ανήκησε μόνον τους επισκόπους. Συγκεκριμένο ο Βαλσαμών αναφέρει «ερωτήσει δε της ως της παρούσιης Ιουστινιανίου νεαράς δεχθύσις εις τα βασιλικά της διοριζωμένης, μη άλλως χειροτονίστε την αεπίσκοπον, η μη επιτρισσή προσώπης ύψισμα γέννητο πάρατε των κληρικών και των πρώτων δυσπόλεως και έκαστος αυτών επομώσεται κατά των θείων Ευαγγελίων περί αυτού όσα τη νεαρά περιέχονται, πόσου δεν τη εκ τούτων σήμερον ενεργεί, λύσης. Από τον 4ο Κανόνο Συνεκία Συνόδου, του 19ου της Ενανδιοχεία και του 12ου της Ενανωδικία, διοριζωμένοντας ύφους των αρχιερέων και τα σχειροτονίας παρά επισκόπων επί το κρίματι τούτων γίνεσθε, υπράκτησε το προκειμένων των Αγίων Ευαγγελίων γίνεσθε τα ύψίφους των επισκόπων παρά των κληρικών και των πολιτών. Το δε επιτρισσή προσώπης γίνεσθε τα ύψίφους παρά των επισκόπων, κατά την σήμερον, ως νομίζω, από τις παρούσεις νεαράς συναγκασμένων αισθήν. Και ο Βλάσταρης στο Σύνταγμα Καταστηχείων διαβάζουμε στο Σύνταγμα των Θείων Κυριών Κανόνων, κοράλι και ποθλίτο, όμως έκτος, σελίδα τα τερακόσα εντοχτώ. Αλλά τα πλοίο τούτων της ιερής παρείτε κανόσιν, μήτε κατά των Θείων Ευαγγελίων όμνοιναι τους ψηφιζωμένους δειν ιωμένοις, μήτε παρά κληρικών ή των πρώτων της πόλεως τα ύψίφους γίνεσθε, αλλά μόνον των επισκόπων ή και των υπερτού των λόγων προς του κοινού κριτού εισπραχθίσονται. Εξάλλου, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ ενός κανόνα και ενός πολιτιακού νόμου που αφορά το ίδιο θέμα, σύμφωνα με τον Βαλσαμώνα, τον οποίο ακολουθεί ο Βλάσταρης, πρέπει να υπερισχύσει ο κανόνας. Ο λόγος πάνω στον οποίο βασίζεται αυτή η υπερίσχυση, σύμφωνα με τους εν λόγων κανων λόγους, είναι ο ακόλουθος. Οι νόμοι θεσπίζονται από μόνη την πολιτιακή αρχή, δηλαδή από τον βασιλέα, ενώ οι κανόνες από την εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή από τους επισκόπους ή αγίους πατέρες και από την πολιτιακή αρχή. Ο κανόνας 3 της 7ης κουμενικής συνοδορίζει «δί γάρ των μέλλοντα προβιβάζεσθαι εις επισκοπήν, υπό επισκόπων ψηφίζεσθαι». Όσον αφορά την υπερίσχυση, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ κανόνα και πολιτιακού νόμου, που αφορά το ίδιο θέμα την υπερίσχυση του κανόνα, ο Βαλσαμώνας αναφέρει συγκεκριμένα «επισημείωσε την παρούσα ερμηνεία και έχον αυτήν επιμνήμης, λέγε τους κανόνας ισχύει πλέον των νόμων. Οι μέγγα ρίγουν οι κανόνες παραβασιλέων και Αγίων Πατέρων εκτεθέντες και συρριχθέντες ως αιθείε γραφέ δέχονται. Οι δε νόμοι παραβασιλέων μόνον εδέχθησαν ή συνετέθησαν και δια τούτο ου κατισχύουσι τον θείον γραφόν ουδέ των κανόνων, συνταγμαθείων κυρων κανόνων» τόμος 1, σελίδα 38. Ο Βλάσταρης αναφέρει συγκεκριμένα για το ίδιο θέμα. «Πλέον τύνει των νόμων τους κανόνες ισχύει ανάγκη. Οι μέγγα παραβασιλέων μόνον συνετέθησαν και παρά των αγίων πατέρων γνώμη και σπουδή και ψήφο των τυνικάδε βασιλέων συνεγράφησαν και παιστηρήχθησαν. Όμως γέμιν μεγάλην ροπήν της θείης κανόσιν, οι φιλευσεβείς εκπορίζουσι νόμοι. Τα μεν εκείνης συντρέχοντες, τα δε και αναπληρούντες άπερ εκείνης, εστώπι παρήτε» Σύνταγμα θείων κυρων κανόνων τόμος 6, σελίδα 317. Οι διορισμοί των επισκόπων που έγιναν από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, υπό την ιδιότητα του επιστημονάρχη, αδύντου προστάτη της εκκλησίας, δεν φαίνονται να συμβιβάζονται με τους κανόνες 30 των Αποστόλων και 3 της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Ο κανόνας 30 των Αποστόλων ορίζει «Ή της επίσκοπος κοσμικής άρχουσιν χρυσάμενος δι' αυτό να εγκρατείς εκκλησίας γένητο, καθερίστο και αφοριζέστο, και κοινωνούνται σε αυτό πάντες». Ο κανόνας 3 της 7ης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει «Ή της επίσκοπος κοσμικής άρχουσιν χρυσάμενος δι' αυτό να εγκρατείς εκκλησίας γένητο, καθερίστο και αφοριζέστο, και κοινωνούνται σε αυτό πάντες». Και τούτο παρά την κανονική εξέταση, δηλαδή την ανάκριση που πρέπει να γίνεται από τον προκαθήμενο, αναφορικά με απαιτούμενα προσόντα του υποψηφίου επισκόπου, δυνάμι του κανόνα 2 της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Ακολουθώντας τη γνώμη του Δημητρίου Χωματιανού, ο Μήλας δεν συμμερίζεται την παραπάνω γνώμη, ενώ οι παραπάνω κανόνες αναμφίβολα είναι σαφείς. Έτσι οι επίσκοποι πονάδεικνύονται με τη βοήθεια κοσμικών αρχώντων, καθερούνται και αφορίζονται. Κανόνας 30 των Αποστόλων. Και λόγω χειροτονίας είναι αυτοδικαίως άκυρες. Κανόνας 3 της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Μετά την ολοκλήρωση του θέματος της ανάδειξης των προκαθυμένων και των επισκόπων κατά την περίοδο της αδιέλεκτης εκκλησίας, δηλαδή μέχρι το σχίσμα του 1054, προχωρούμε σε ένα άλλο θέμα, στην ανάδειξη των προκαθυμένων και των επισκόπων στην Καθολική Εκκλησία. Κατ' αρχάς, η ανάδειξη του Πάπα. Ο Πάπας εκλέγεται από το Σύλλογο των Καρδιναλίων, σύμφωνα με τους κανόνες 332 παράγραφος 1 κώδικα Κανονικού Δικαίου και 44 παράγραφος 1 κώδικα Κανόνων Ατωλικών Εκκλησιών, καθώς και με το σχετικό ισχύοντα νόμο, ο οποίος εκδόθηκε με ταυτόχρονη κατάργηση του προησχύσαντος, δηλαδή της Αποστολικής Κονστιτούτσιου Ρωμάνο Ποντίφυτσι Ελιτζέντο, του Παπα Παύλου VI του 1975. Το άρθρα 332 παράγραφος 1 του κώδικα Κανονικού Δικαίου του Λατινικής Εκκλησίας και 44 παράγραφος 1 του κώδικα Κανόνων Ατωλικών Καθολικών Εκκλησιών έχουν το ακόλουθο κοινό περιεχόμενο. Ο Ρωμαίος Ποντίφυκας αποκτά την ανώτατη και πλήρη εξουσία στην Εκκλησία με τη νόμιμη εκλογή του που γίνεται αποδεκτή από αυτών μαζί με την επισκοπική χειροτονία. Ως εκ τούτου, όποιος εκλέγεται ανώτατος Ποντίφυκας αποκτά την ελόγου εξουσία από τη στιγμή της αποδοχής, αν είναι ήδη χειροτονημένος επίσκοπος, αν όμως εκλεγμένος δεν είναι χειροτονημένος επίσκοπος, πρέπει να χειροτονηθεί αμέσως επίσκοπος. Η ανάδειξη των επισκόπων της Λατινικής Εκκλησίας. Προβλέπονται τα ακόλουθα συστήματα αναδείξεως των Λατίνων επισκόπων από τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου, καθώς και από το Διεθνές Εκκλησιαστικό Δίκαιο των Κόνκορδάτων και των Εκκλησιαστικών Συμβάσεων. Σημειωταίνει ότι η προηγούμενη κονοστοποίηση του ονόματος του επισκόπου που αναδείχθηκε κανονικά εκ μέρους Αγίας Έδρας, ισχύει μόνο για τα κράτη υπέρ των οποίων έχει θεσπιστεί σχετικό δικαίωμα, προκειμένου τούτα να προβάλλουν ενδεχομένως αντιρίσεις γενικού πολιτικού χαρακτήρα εναντίον του αναδειχθέντος. Η Αγία Έδρα όμως κατά κανόνα δεν δεσμεύεται από τις αντιρίσεις αυτές. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι προκειμένου ο ρωμακαθολικός επίσκοπος να γίνει νόμιος μέλος του συλλόγου των επισκόπων και να είναι σε ιεραρχική κοινωνία με τον επικεφαλής του εν λόγω συλλόγου, δηλαδή με τον Πάπα, εκτός από την κανονική του ανάδειξη απαιτείται πρώτον η νόμιμη χειροτονία του, δηλαδή η χειροτονία του κατόπιν της ποντιφικής ή της πατριαρχικής ή της μεγαλύτερης αρχιεπισκοπικής ή της μητροπολιτικής σουηγιούρης εντολής, αν δεν τον χειροτονήσουν, ο ίδιος ο Ρωμαίος Ποντίφικας ή για τις ανατολικές καθολικές εκκλησίες ο πατριάρχης ή ο μεγαλύτερος αρχιεπίσκοπος ή ο μητροπολίτης σουηγιούρης. Σύμφωνα με τους κανόνες του 2013 του Κόδικα Κανονικού Δικαίου και 745 του Κόδικα Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών και δεύτερον η μησιοκανόνικα, η κανονική αποστολή, δηλαδή η νομική ανάθεση μιας επισκοπής ή εν γένει μιας επιμέρους εκκλησίας από τον Πάπα ή από άλλη αρμόδια αρχή, πατριάρχη ή μεγαλύτερο αρχιεπίσκοπο ή μητροπολίτη σουηγιούρης ή ενός άλλου αξιώματος στον επαρχιούχο ή τυτουλάριο επίσκοπο αντίστοιχα. Κογκορδάτα, η έννοια των Κογκορδάτων, με αυρία έννοια σημαίνει οποιοδήποτε τύπο σύμβασης μεταξύ κράτους και καθολικής εκκλησίας, με την οποία ρυθμίζονται θέματα που αφορούν ή ενδιαφέρουν και τα δύο μέρη. Με στενή έννοια και κατά κυριολεξία σημαίνει τη σύμβαση μεταξύ κράτους και καθολικής εκκλησίας, με την οποία θεσπίζεται ένα πλήρες νομικό καθεστώς της εν λόγου εκκλησίας μέσα στην αντισυμβαλόμενη πολιτεία ή τουλάχιστον ρυθμίζονται συνολικά τα κύρια θέματα των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας και οι οποίες περιβάλλεται την επισυμότερη μορφή μιας διεθνούς συνθήκης ή διπλωματικής σύμβασης. Εκκλησιαστικές συμβάσεις είναι οι συμβάσεις μεταξύ κράτους και εκκλησίας, με τις οποίες ρυθμίζονται ορισμένα θέματα από αυτά που μπορούν να είναι αντικείμενο σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας ή οι οποίες περιβάλλονται με μικρότερη επισυμότητα σε σχέση με τα κογκορδάτα. Συνηθίζουν να παίρνουν διάφορα νόματα από συμβάσεις, συμφωνίες, πρωτόκολλα, μόντους βιβέντιοι, ανταλλαγές διπλωματικών διακοινώσεων. Πρώτος τρόπος ανάδειξης των επισκόπων της Λατινικής Εκκλησίας. Διορισμός από τον Πάπα ή επικύρωση της εκλογής από τον Πάπα. Κατά κανόνα, οι Λατινοί επίσκοποι ελεύθερα διορίζονται ή επικυρώνεται η εκλογή τους από τον Πάπα σύμφωνα με τον κανόνα 377 παράγραφος 1 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου. Ο ελεύθερος διορισμός των επισκόπων από τον Πάπα είναι στην πραγματικότητα «Ενστιτούτσιο» εγκατάστασης στο επισκοπικό αξίωμα, ύστερα από «Πρεζεντάτσιο» παρουσίαση. Και τούτο διότι οι επίσκοποι της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής επαρχίας ή της αντίστοιχης επισκοπικής συνδιάσκεψης υποβάλλουν στην Αγία Έδρα τις καταστάσεις των κατάλληλων για το επισκοπικό αξίωμα πρεσβυτέρων ανατριετία. Οι επίσκοποι μπορούν να υποβάλλουν στην ίδια Αγία Έδρα τα ονόματα των κατάλληλων πρεσβυτέρων και ο αρμόδιος ποντιφικός λεγγάτους αντιπρόσωπος υποβάλλει στην Αποστολική Έδρα το ότι πρόσωπο των υποψηφίων σε δεδομένη περίπτωση επισκοπικής αναδείξεως. Σύμφωνα με το κανόν 377, παράγραφε 2-3 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας. Όσον αφορά τον Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών, ο Πάπας διορίζει πρώτον τους Πατριάρχες και τους μεγαλύτερους Αρχιεπισκόπους των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών κατεναάσκηση του ius devolutionis, δηλαδή του δικαιώματος μεταβιβάσεως. Κανόνες 72, παράγραφε 2 και 152 του Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών. Δεύτερον, το Μητροπολίτη και τους Επισκόπους μιας Ανατολικής Μητροπολιτικής Εκκλησίας Σουηγιούρης, σύμφωνα με τον Κανόν 168 του Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών. Τρίτον, τους Ιεράρχες, που είναι επικεφαλής άλλων Ανατολικών Εκκλησιών Σουηγιούρης, σύμφωνα με τον Κανόν 175 του Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών. Και τέταρτον, τους Ανατολικούς Επισκόπους, στις περιπτώσεις αναθέσεως μιας Επισκοπής ή άλλο αξιώματος, που πρέπει να ασκηθεί εκτός ορίων εδαφικής δικαιοδοσίας της αντίστοιχης Πατριαρχικής ή μεγαλύτερης Αρχιεπισκοπικής Εκκλησίας. Κανόνες 181 και 152 του Κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών. Ο Πάπας δεν είναι υποχρεωμένος να διορίσει έναν υποψήφιο που περιλαμβάνεται στους καταλόγους, που συντάσσονται αντίστοιχα από τη Σύνοδο των Επισκόπων στην περίπτωση επισκοπικής αναδείξειας εκτός ορίων εδαφικής δικαιοδοσίας των Πατριαρχικών και των μεγαλύτερων Αρχιεπισκοπικών Εκκλησιών. Και από το Συμβούλιο των Ιεραρχών αναφορικά με την ανάδειξη του Μητροπολίτη και των Επισκόπων των Μητροπολιτικών Εκκλησιών ιδίου σου ηγιούρης, ιδίου δικαίου. Σύμφωνα με τους κανόνες 149 και 168 του Κώδικα Κανόνων των Ονατολικών Εκκλησιών. Ο Πάπας επικυρώνει την εκλογή των μεγαλύτερων Αρχιεπισκόπων που εκλέγονται από τις Συνόδους των Επισκόπων των αντίστοιχων μεγαλύτερων Αρχιεπισκοπικών Εκκλησιών, σύμφωνα με τους κανόνες 152 και 153 του Κώδικα Κανόνων των Ονατολικών Εκκλησιών και τις εκλογές των ακόλουθων Λατίνων Επισκόπων. Ένα του Επισκόπου της Μπάζελ, βασιλείας Ελβετίας που εκλέγεται από τη συνδυάσκεψη της Επισκοπής. Δύο του Μητροπολίτη του Κέρν και των επαρχιούχων Επισκόπων του Άχιεν, Λίνμπουρκ, Μύνστερ, Οσναμπρούκ και Τριέρ. Του Μητροπολίτη του Πάντερμπορν και των επαρχιούχων του Επισκόπων των Φούλντα και Χίλντρσαεμ. Του Μητροπολίτη του Φραινμπουρκ, Μπρεσγκάου και των επαρχιούχων του Επισκόπων του Μέινς και του Ρότερμπουρκ, Στουντγκαρ. Καθώς και του Επισκόπου του Μπέρλιν, Βερολίνου, Γερμανίας, οι οποίοι εκλέγονται από τα καθεδρικά καπίτουλα, δηλαδή από τα καθεδρικά συνεδρεία των αντίστοιχων επισκοπών. Σε περίπτωση εκλογής, ο εκλεγμένος δεν θεωρείται ότι έχει αναδειχθεί, πριν την κοινοποίηση της επικύρωσης της εκλογής από τον Πάπα, διότι σύμφωνα με τους κανόνες 179 Κόδικα Κανονικού Δικαίου και 959 Κόδικα Κανόνων των Αντολικών Εκκλησιών, αν η εκλογή χρειάζεται επικύρωση, ο εκλεγμένος δεν αποκτά παρά δικαίωμα να ζητήσει την επικύρωση της εκλογής του. Οι εκλογές των παραπάνω λατίνων επισκόπων δεν φαίνονται να συμφωνούν πλήρως με τον τέταρτο κανόνα της Πρωθυσικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ανέθυσε την επισκοπική εκλογή στους επαρχιούχους επισκόπους της εκκλησιαστικής επαρχίας. Και τούτο διότι η συνδιάσκεψη της επισκοπής, που είναι αρμόδια για την εκλογή του επισκόπου της Μπάζελ, αποτελείται από καθηλικούς αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των καντωνίων και τα καθεδρικά καπίτουλα που έχουν το δικαίωμα της εκλογής των επισκόπων τους αποτελούνται από ιερείς. Προφανώς, ο κανόνας έξι της λογοσυνόδου αναγνωρίζει την εξουσία του Πάπα να επικυρώνει αυτές εκλογές που διενεργούνται στις επαρχίες που υπάγονται σε αυτών. Εδώ, τελείωσε ο χρόνος της 10ης διάλεξης του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.