Διάλεξη 13: Φτάσαμε πλέον στο τέλος αυτού του μεγάλου ταξιδιού που λέγεται «Η Περιήγηση μέσα στον κόσμο των Απόκρυφων Ευαγγελίων του Αρχαίου Χριστιανισμού». Και ήταν φυσικά ένα ταξίδι εξαιρετικά ενδιαφέρον, οπωσδήποτε δεν κάλυψε όλο το εύρος των κειμένων, αρκεί να πω ότι συνεχώς έχονται στην ευηφάνεια κείμενα, και όχι μόνο στους ευαγγελίους. Υπάρχουν κείμενα που ακόμα διχάζουν την κοινότητα, την ακαδημαϊκή, όπως για παράδειγμα το «Μυστικό Ευαγγέλιο του Μάρκου» ή το «Ευαγγέλιο της Γυναίκας του Ιησού», κείμενα που ακόμα μελετώνται και συζητώνται, όπως το «Η Περιήγηση μέσα στον κόσμο των Απόκρυφων Ευαγγελίων του Αρχαίου Χριστιανισμού». Κείμενα που ακόμα μελετώνται και συζητώνται, όπως το «Ευαγγέλιο του Ιούδα». Κείμενα που ακόμα περιμένουν να ξεκλειδώσουμε όλα τα μυστήριά τους. Κείμενα τα οποία έχουν πίσω τους μια μεγάλη ιστορία παράδοσης και μια μεγάλη ιστορία πρόσληψης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου». Κείμενα με μικρότερη ιστορία πρόσληψης αλλά εξίσου γοητευτικά όπως το «Ευαγγέλιο του Πέτρου». Μια σειρά λοιπόν από κείμενα τα οποία κατά κάποιον τρόπο έρχονται και ξαναέρχονται στη συζήτηση, ιδιαίτερα κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα μέρες της μεγάλης χριστιανοσύνης. Κείμενα σαν αυτά εμφανίζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολύ συχνά βέβαια κακοποιημένα, παραμορφωμένα για χάρη της δημοσιότητας και για χάρη της πρόκλησης του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού. Και είναι επομένως κείμενα τα οποία είτε έτσι είτε αλλιώς αξίζει τον κόπου κανείς να τα μελετήσει. Βέβαια πάντοτε η Εκκλησία δεν στάθηκε με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε αυτά τα κείμενα, ούτε και η ακαδημαϊκή κοινότητα στάθηκε και στέκεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν ερευνητές οι οποίοι είναι εντελώς απορριπτικοί, θεωρούν ότι αυτά τα κείμενα αποτελούν κείμενα τα οποία δεν έχουν καμία αξία, γιατί ακριβώς δεν έχουν να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν τίποτε στην εικόνα που έχουμε για τον ιστορικό Ιησού. Υπάρχουν όμως και ερευνητές οι οποίοι έχουν εντελώς διαφορετική γνώμη. Οι θεωρούν για παράδειγμα ότι αυτά τα κείμενα δίνουν πληροφορίες, προσθέτουν κάτι στην ιστορία που έχουμε για τον Αρχαίγονο, τον Χριστιανισμό και την Αρχαία Εκκλησία. Οπωσδήποτε τα τελευταία χρόνια η προσεκτικότερη, θα λέγαμε, και η κριτική μελέτη των κειμένων αυτών από τη μία, και από την άλλη η συνεχώς αυξανόμενη δημοσίευση τέτοιων κειμένων και ανακάλυψη ή επανανακάλυψη τέτοιων κειμένων, τα έφερε στο προσκύνιο και σιγά σιγά αρχίζουν και καταλαμβάνουν μια άλλη θέση, καλύτερη από αυτήν που ήρθαν μέχρι τώρα, μια θέση που ίσως τους αξίζει ανάμεσα στα κείμενα που είναι μαρτυρίες για την Αρχαία Εκκλησία. Η παλαιότερη βέβαια αντίληψη ήθελε να ως απόκρυφα, θεωρούσε απόκρυφα μόνο τα κείμενα που γράφτηταν μέχρι τον 4ο αιώνα μετά Χριστό, όταν πλέον σχηματίζεται ο κανόνας της Καινής Διαθήκης. Και έλεγε λοιπόν αυτή η άποψη, η οποία κυριαρχούσε μέχρι πρότεινο στην έρευνα, ότι εδώ πρόκειται για κείμενα τα οποία ουσιαστικά συνηπάρχουν με όλα τα υπόλοιπα κείμενα μέχρι τον 4ο αιώνα, τώρα ξεκαθαρίζει πλέον το τοπίο, διαμορφώνεται και αποκρυσταλώνεται ο κανόνας της Καινής Διαθήκης, και από την άλλη μεριά αυτά βρίσκονται εκτός κανόνα, γίνονται εξοκανονικά. Και ταυτόχρονα, ό,τι γράφτηκε μετά τον 4ο αιώνα, αυτή η θέση ήθελε να τα χαρακτηρίζει ως αγιογραφικά κείμενα, όχι ως κείμενα απόκρυφα. Σήμερα, είμαστε σε μια πολύ διαφορετική θέση. Βέβαια, η τοποθέτηση αυτή, όπου είπα πιο πριν, ξεκινάει από μια βασική προϋπόθεση. Μια προϋπόθεση, η οποία επικράτησε στην έρευνα για πολλά χρόνια, ότι δηλαδή ήδη με τον 2ο αιώνα λίγο πολύ έχει κλείσει το θέμα του κανόνα. Δηλαδή, το 2ο αιώνα η εκκλησία έχει αποφασίσει ποια κείμενα είναι τα κείμενά της. Το οποίο βέβαια, πάλι, προϋποθέτηκε μια πολύ διαφορετική αντίληψη για το τι είναι εκκλησία, η οποία είναι ιδιαίτερα επηρεασμένη από την παλαιότερη δογματική αντίληψη. Έχει εδώ μια σαφώς ιδεολογική κατανόηση και ερμηνεία της ιστορίας, όπου εδώ πλέον γίνεται ο λόγος για μια εκκλησιαστική ορθοδοξία ήδη από το 2ο αιώνα. Δηλαδή, υποστηρίζεται ότι ήδη τον 2ο αιώνα υπάρχει αυτό που λέμε σήμερα ορθοδοξία. Υπάρχει δηλαδή μια ομάδα η οποία ισχυρίζεται και εκπροσωπεί, θα λέγαμε, την ορθή πίστη αυτή που προέρχεται από τις Ακοστόλους. Σήμερα είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί για το πώς ήταν τα πράγματα το 2ο αιώνα μετά Χριστόν. Διότι ο 2ο αιώνας μετά Χριστόν χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ρευστότητα. Είναι ένας αιώνας που ακόμα τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Αναφισβήτητα, το 2ο αιώνα, ήδη αρχίζουν να διαμορφώνεται κάποιες συλλογές βιβλίων. Και αναφισβήτητα κάποια από αυτά τα κείμενα διαβάζονται μέσα σε λειτουργικές συνάφιες ή ακόμα χρησιμοποιούνται γενικότερα ως αναγνώσματα μεγάλων ομάδων Χριστιανών. Όμως, δεν μπορούμε ακόμη το 2ο αιώνα να μιλάμε για κείμενο της Καινής Διαθήκης. Δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε πολύ δε περισσότερο για τον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Καθώς ο κανόνας, όπως είπαμε, βρίσκεται εν εξελίξει. Η διαμόρφωση του βρίσκεται εν εξελίξει. Τον 4ο αιώνα θα έχουμε την Πασχάλια επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου, η οποία θα την επικυρώσουν και οι σύνολοι στη συνέχεια. Όμως, ακόμα και τότε, και αυτό ήταν κάτι με το οποίο ξεκινήσαμε τα μαθήματά μας, ο κανόνας για την αρχαία εκκλησία δεν αποτελεί ένα στεγανό κατασκεύασμα, παρουσιάζει μια ρευστότητα με την έννοια ότι μπορούν να υπάρχουν και διάφορα αλλάκείμενα τα οποία να μη συμπεριλαμβάνονται σε αυτή τη συλλογή των 27 επιβιβλίων, ωστόσο να μην καταδικάζονται σαφώς ή ακόμα και όταν καταδικάζονται, ωστόσο να είναι ανεκτή η ανάγνωσή τους και ακόμα και η παράθεσή τους και η χρήση τους από εκκλησιαστικούς εγγραφείς σε ομιλίες και κηρύγματα. Αυτό βέβαια μας δείχνει ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά από ό,τι σήμερα θα θέλαμε να τα θεωρήσουμε, κυρίως μετά από τις εξελίξεις που υπήρξαν στη Δυτική Χριστιανωσύνη και με τη Σύνολο του Τριδένου. Δεν μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι ήδη το δεύτερο αιώνα μπορούμε να μιλήσουμε για μία πρωτοορθοδοξία. Αυτό είναι μια αρκετά, θα λέγαμε, ακραία θέση με την έννοια ότι οπωσδήποτε υπάρχουν ομάδες, όπως η ομάδα που εκπροσωπείται από τον Ειρηναίο ή ακόμα θα λέτε και από τον Κλίμεντα, από τον Αλεξανδρέα ή και από άλλους συγγραφείς αυτής εποχής. Υπάρχουν ομάδες οι οποίες ισχυρίζονται σαφώς ότι είναι οι ομάδες οι οποίες έχουν την αποστολικότητα, αυτοί οι οποίοι ουσιαστικά ερμηνεύουν το κείμενο της εκκλησίας και την παράδοση της εκκλησιαστικής κοινότητας και οι οποίοι ακριβώς αποτελούν, θα λέγαμε, τους προδρόμους αυτού που στη συνέχεια αποτέλεσε την εκκλησία, την χριστιανική εκκλησία ή αν θέλετε την ορθόδοξη τοποθέτηση στα πράγματα. Όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αίρεση και ορθοδοξία με τον τρόπο που μιλάμε από τον 4ο αιώνα και εξής όταν πλέον έχουμε τις ητωμενικές συνόδους όπου έχουμε ένα πολύ διαφορετικό ιστορικό μοντέλο και ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό παράδειγμα. Επομένως πρέπει να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί στον τρόπο που χαρακτηρίζουμε και στον τρόπο που ταυτίζουμε τα πράγματα και τα πρέπει να αποφεύγουμε τους αναχρονισμούς. Δεν θα πρέπει τη δικιά μας ιδελογικοποιημένη αντίληψη του 20 ή του 21ου αιώνα να την προβάλλουμε στο 2ο αιώνα, έναν αιώνα που είναι πάρα πολύ νωρίς, πάρα πολύ πρόημος, έτσι μιλάμε για έναν αιώνα μετά τη συγγραφή των περισσότερων κειμένων της Κιανής Διαθήκης, ο είναι ο αιώνας αμέσως μετά τους Αποστόλους, είναι η μεταποστολική περίοδος, εξαιρετικά ρευστή, μια περίοδος τελογικών συζητήσεων και ζημόσεων και ακριβώς γι' αυτό το λόγο πρέπει να μελετηθεί ο 2ο αιώνας, γιατί ο 2ο αιώνας πρέπει να μελετηθεί ως ένας αιώνας ζημόσων, όπως ένας αιώνας όπου γίνονται πάρα πολλά πράγματα και αλλάζουν πάρα πολλά πράγματα μέσα στο χριστιανισμό. Και ένα τρίτο στοιχείο που πρέπει εδώ να αναφέρουμε είναι ότι ουσιαστικά η ιστορία σύνταξης των αποκρύφων κειμένων είναι εξαιρετικά σύνδετη. Δεν είναι τόσο εύκολο να απαντήσουμε το ερώτημα ποιος προηγείται και γιατί και τι θέλω να πω με αυτό. Θέλω να πω απλούστατα ότι υπάρχουν αποκρυφα κείμενα τα οποία διασώζουν τμήματα ή κάποια τμήματα αυτούς διασώζουν αρχαίες παραδόσεις ή μπορεί να είναι τόσο αρχαίες αυτές οι παραδόσεις να είναι τόσο αρχαίες όσο οι παραδόσεις των Ευαγγελίων μας, των ευαγγελίων μας κανονικών Ευαγγελίων ή ακόμα αν θέλετε και αρχαιότερες από αυτά. Και θα πω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Ας πάρουμε το Ευαγγέλιο του Θωμά. Το Ευαγγέλιο του Θωμά είπαμε ότι στη μορφή μας σήμερα που το έχουμε έχει δεχθεί πάρα πολλές επιδράσεις. Είπαμε όμως επίσης ότι παρουσιάζει πάρα πολλές ομοιότητες με τη λεγόμενη πηγή των λογίων, οι οποίοι γνωρίζουμε ότι η πηγή των λογίων είναι ένα κείμενο προφορικό ή γραπτό το οποίο προηγείται των γραπτών μας κειμένων, των πρωτογραπτών Ευαγγελίων. Άρα λοιπόν, αν το Ευαγγέλιο του Θωμά έχει πρόσβαση σε αυτό το υλικό ή έστω αν ένα μέρος του αποτελεί κομμάτι αυτής της πηγής, καταλαβαίνουμε όλοι ότι έχουμε να κάνουμε με μια παράδοση εξαιρετικά αρχαία. Αρχαιότερη και από τα δύο Ευαγγέλια του Καταμαθέων και του Καταλουκάν. Επομένως, καταλαβαίνουμε εδώ πέρα ότι δεν είναι τόσο απλό το να πούμε ότι ένα κείμενο είναι ένα κείμενο μεταγενέστερο, το απόκρυφα πάντοτε είναι κείμενα μεταγενέστερα και απορριπταία εξ αρχής ή αυτός είναι και ένα κριτήριο για το οποίο ουσιαστικά καθίστα ένα κείμενο απόκρυφο. Επιπλέον, ένα άλλο παράδειγμα χαρακτηριστικό. Είδαμε στα πρώτα μαθήματα διάφορα αποσπάσματα Ευαγγελίων που σώζονται σε διάφορους Παπίρους. Βοηθούν με αφορμή και τον Πάπυρο Έγγερτο και διάφορα άλλα κείμενα τα οποία σώζονται κυρίως στις παράγματα Παπίρων ότι εδώ έχουμε να κάνουμε κείμενα τα οποία γνωρίζουμε πιθανόν τα Ευαγγέλια, αλλά κυρίως έχουν πρόσβαση σε μια κοινή προφορική παράδοση ή αποτελούν φαινόμενα δευτερογενούς προφορικότητας. Μιλάμε δηλαδή για ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, για μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία σύνταξης τόσο σύνθετη όσο και των Ευαγγελίων θα τολμήσω να πω και ακόμα πιο σύνθετη διότι αυτά τα κείμενα από τι φαίνεται από ένα σημείο και μετά ακολούν σαν τη δική τους πορεία εξέλιξης η οποία πάντοτε δεν είναι ανοιχνεύσιμη. Για διάφορους λόγους αυτά τα κείμενα εξακολουθούν να εξελίσσονται ή να αποτυπώνουν γραμμές της παράδοσης οι οποίες μας είναι άγνωστες. Είδαμε κιόλας πάρα πολλές φορές πως πολλά από αυτά τα κείμενα ενώ στην καταγραφή τους είναι μεταγενέστερα ουσιαστικά απληχούν παραδόσεις πολύ παλαιότερες γιατί ακριβώς έχουν έμεσες μαρτυρίες σε εκκλησιαστικούς συγγραφείς βρίσκουμε απόειχους σε διάφορα αλλά κείμενα και επομένως θα έλεγα ότι είναι λίγο δύσκολο να θεωρήσουμε σήμερα ότι κάθε κείμενο το οποίο γράφτηκε μετά τον 4ο αιώνα δεν μπορεί να είναι απόκρυφο. Θα πρέπει ουμένως να βρούμε ένα τέτοιο ορισμό για τα απόκρυφα ώστε να λάβουμε υπόψη και αυτή την παράμαντρο την οποία περιέγραψα μέχρι τώρα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι απόκρυφα δεν θα πρέπει να τα ορίσουμε χρονικά ή γεωγραφικά. Αυτό που θα πούμε στη συνέχεια είναι ότι τα κείμενά μας πρέπει πάντων να εξετάζονται κατά περίπτωση. Δεν υπάρχει ένας γενικός κανόνας για όλα τα κείμενα γιατί κανένα κείμενο δεν είναι όμοιο με το άλλο. Ακόμα και κείμενα τα οποία αντιγράφουν το ένα το άλλο στην πραγματικότητα δεν είναι τα ίδια και θα δούμε τους λόγους γιατί. Πρέπει λοιπόν να βρούμε έναν ορισμό και να πούμε ότι αυτά τα κείμενα τα οποία ουσιαστικά βρέθηκαν τελικά εκτός της συλλογής αυτού που ονομάζουμε σήμερα Καινή Διαθήκη ονομάζονται απόκρυφα γιατί ακριβώς και δεν έγιναν δεκτά από την εκκλησιαστική κοινότητα και δεν θεωρήθηκε ότι αποτυπώνουν την εμπειρία της για πολλούς και διάφορους λόγους. Όπως έχουμε πει κατά καιρούς θα μιλούσαμε στα επιμέρους παραδείγματα για την ιστορία του κάθε κειμένου. Πρόκειται δηλαδή για μια πολύ σύνθετη διαδικασία πρώτος συγγραφής, δεύτερον πρόσληψης και εξέλιξης και τρίτον αποδοχήση απόρριψης ενός κειμένου. Και βλέπουμε όπως είπα και πριν ότι πολλές φορές μπορεί ένα κείμενο να απορρίπτεται επίσημα και η εκκλησία να δηλώνει ότι αυτό το κείμενο δεν αποτελεί έκφραση της εμπειριές της. Όμως και σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ένα κείμενο δεν χάνεται επειδή απλώς υπάρχει η βεβαιότητα ότι αυτό το κείμενο δεν αποτελεί γνήσια έκφραση της εμπειρίας της εκκλησίας. Απαιναντίζει, εξακολουθεί να επηρεάζει με πάρα πολλούς τρόπους τη ζωή της εκκλησίας. Είτε είναι η κονογραφία, είτε είναι ο γεωλογικός κύκλος, είτε είναι ο γεωγραφικός κύκλος, ο κονογραφικός, είτε είναι ο εορτολογικός κύκλος της εκκλησίας, μέσα στις ομιλίες, μέσα στα διάφορα γεωλόγια. Βλέπουμε να έρχονται και να επανέρχονται θέματα και κείμενα από τα απόκρυφά μας κείμενα, από τις απόκρυφά μας Ευαγγέλια και όχι μόνο και από τις απόκρυφες πράγματα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας και αυτό οπωσδήποτε θέτει τα πράγματα σε μια πολύ διαφορετική βάση. Και αυτό που λέω στηρίζεται και στην ίδια την τάση που τήρησε η ίδια Εκκλησία. Εκτός από αυτό που είπαμε ήδη στα πρώτα μαθήματα, ότι θεολογικά ο κανόνας τουλάχιστον για την χριστιανοσύνη της Ανατολής εξακολουθεί να είναι ανοιχτός, με την έννοια ότι μεν ορίζονται τα 27 βιβλία, υπάρχει όμως μια ρευστότητα και μια ανοχή στη χρήση και αξιοποίηση υλικού και κειμένων έξω από αυτό το κατάλογο των 27 βιβλίων. Ήδη και στην Αρχαία Εκκλησία βλέπουμε μια διάθεση κάπου αντιμετώπισης αυτής της ρευστότητας όταν γίνεται διάκριση ανάμεσα στα κανονικά και τα μη κανονικά κείμενα και σε αυτά τα οποία θεωρούνται ωφέλημα αλλά δεν πρέπει να ενταχθούν στον κανόνα. Ήδη ο Μέγας Αθανάσιος ουσιαστικά με την πασχάλια επιστολή του έχει υπόψη του αυτή τη συζήτηση και αυτήν αποτυπώνει μέσα στο κείμενό του, μέσα στην επιστολή του. Βλέπουμε, και εδώ είναι μια άλλη μεγάλη αλήθεια που πρέπει να έχουμε υπόψη, ότι τόσο ο κανόνας όσο και η διάκριση μεταξύ κανονικών και αποκρύφων κειμένων δεν υπευλήθη άνοθεν από μια εκκλησιαστική αυθεντία ή μια σημαντική προσωπικότοπο, οπωσδήποτε και αυτές οι προσωπικότητες παίζουν το ρόλο τους μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, δεν είναι όμως εκείνες που παίζουν τον καθοριστικό ρόλο με την έννοια ότι δεν είναι εκείνες οι οποίες εξωφίτσιο επιβάλλουν στο υπόλοιπο εκκλησιαστικό πλήρωμα της Εκκλησίας τη δικιά τους θέση. Αντίθετα, οι ίδιοι φαίνεται να αντακλούν και να απηχούν τον προβληματισμό και τις θεολογικές δημόσεις και διαργασίες που γίνονται μέσα στην ευρύτερη εκκλησιαστική κοινότητα. Ότι δεν είναι σημαντικό να το έχουμε υπόψη. Βέβαια, σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές θεωρίες συνομουσίας για τα πρόκριφα Ευαγγέλια, ότι έχουν καταστραφεί, ότι έχουν καεί, χωρίς αυτό να αποτελεί απόλυτα μια ιστορική ανακρίβεια, διότι γνωρίζουμε ότι όντως κατά καιρούς έγιναν και τέτοιες κινήσεις. Ποιος όμως δεν είχα μαζικό χαρακτήρα, ούτε γενικευμένο χαρακτήρα. Χωρίς λοιπόν να αφισβητούμε αυτό το γεγονός, στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτό ήταν η αιτία απώλειας των κειμένων, τα οποία σήμερα ονομάζουμε Απόκριφα. Απλούστατα, είπαμε κι άλλη φορά ότι στην αρχαιότητα ένα κείμενο το οποίο δεν διαβάζεται δεν αντιγράφεται και ειπωμένως είναι καταδικασμένο με τους νόμους πιθανότητες να χαθεί, αντίθετα ένα κείμενο το οποίο διαβάζεται περισσότερο έχει περισσότερες πιθανότητες να σωθεί. Και πολλές φορές η διάσωση ή μη ενωσκιμένο είναι και θέμα τύχης, καθώς έχουμε να κάνουμε με αρχαία ευρήματα. Έτσι κλείνοντας λοιπόν όλο αυτό το περιδιάβασμα στην Απόκριφη Γραμματεία, θα ήθελα να μείνω σε ορισμένα στοιχεία. Το πρώτο πρώτο στο οποίο θα ήθελα να δω είναι το θέμα της αυθεντίας των προσώπων ή αλλιώς των συγγραφέων των Αποκρίφων. Βλέπουμε καταρχάς μια προσπάθεια να εντοπιστούν μέσα στην χριστιανική παράδοση πρόσωπα τα οποία αναδεικνύονται ως πρόσωπα αυθεντίας και με αυτά τα πρόσωπα να συνδεθούν συγκεκριμένα κείμενα. Και είδαμε ότι οι επιλογές είναι επικίλες. Έτσι μπορεί να είναι πολύ σημαντικά και γνωστά πρόσωπα από την αρχαία εκκλησία όπως είναι για παράδειγμα ο Πέτρος, ή ο Παύλος, ή ο Ιωάννης, ή ο Ματθαίος, ή ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Μπορεί όμως να είναι και πρόσωπα τα οποία να είναι σε μια δεύτερη μοίρα για πολλούς και διάφορους λόγους όπως είναι η Μαρία Μαγδαλινή, η οποία Μαρία είπαμε βέβαια είναι ένα σημαντικό πρόσωπο στην αρχαία έκκληση αλλά από ένα σημείο και μετά ο ρόλος της και η θέση της εξαιτίας ακριβώς της επικράτησης των πατικαρχικών μοντέλων υποβαθμίζεται. Όμως υπάρχουν ομάδες που επιλέγουν τη Μαρία ως το πρόσωπο αυθεντίας το οποίο θα το συνδέσουν με μια αποκάλυψη του Ιησού Χριστού. Υπάρχουν εδώ και ομάδες οι οποίες επιλέγουν όπως είδαμε και τους λέγουμε ως αντιήρωες, τα κακά παιδιά της ιστορίας της Καιννής Διαθήκης και της Αγίας Ζαφής γενικότερα όπως είναι ο Σίθ, ο Κάιν, όπως είναι ο Ιούδας, είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τώρα οι λόγοι που αναγκάζουν ή οδηγούν κάθε ομάδα να επιλέξει το ένα ή το άλλο πρόσωπο ως το πρόσωπο αυθεντίας είπαμε ότι επικύλου. Είναι λογικό και πολύ προφανές στις ομάδες εκείνες οι οποίες επιλέγουν μεγάλα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιστορίας όπως είναι για παράδειγμα ο Ιπέτρος ή ο Ιάκωβος ή ο Παύλος ότι σαφώς εδώ θέλουν να προσδόσουν, ή ο Θωμάς, θέλουν να προσδόσουν ένα ιδιαίτερο κύρος στα κείμενά τους αποδίδοντάς τα ακριβώς μεγάλες προσωπικότητες του χριστιανικού παρελθόνου. Οι ομάδες εκείνες που επιλέγουν πρόσωπα θα λέγαμε αποτελούν τα μελανά σημεία της βιβλικής ιστορίας από την άλλη μεριά είναι κυρίως ομάδες οι οποίες μέσα από αυτές τις επιλογές επιδιώκουν να ασκήσουν μια κριτική και να αντιπαραταχθούν σε αυτό που λέγεται υπόλοιπη εκκλησία. Έτσι επιλέγουν τους δικούς τους αντιήρωες, σ' οποίους αναδεικνύουν σε ήρωες τους πραγματικούς γνώστες, είχαν δει στην περίπτωση του Ιούδα τις αλήθειες και τις αποκάλυψεις και μέσω από αυτή την αφήγηση προσπαθούν να χτυπήσουν, θα λέγαμε, κατά κάποιον τρόπο και τους αντιπάλους τους, τις υπόλοιπες χριστιανικές ομάδες και κυρίως αυτό που λέμε τη Μίζωνα Εκκλησία της εποχής, η οποία ακριβώς εκπροσωπείται και έχει ως βασικό στοιχείο της αυθεντικότητας της στην Αποστολικότητα, την αναφορά της δηλαδή στους Αποστόλους. Πολύ συχνά τα κείμενά μας, τα απόκρυφα κείμενα, θεωρούνται ότι είναι απλώς φανταστικές ιστορίες και γι' αυτό απορρίφθηκαν ως απλά μυθεύματα. Αυτό που σήμερα έχουμε διδαχθεί, κυρίως χάρη στα συμπεράσματα της σημειωτικής και κυρίως τη θεωρία της διακειμένικότητας, είναι ότι τα κείμενά μας και όλα τα κείμενα αποτελούν διακείμενα, κείμενα δηλαδή τα οποία δανείζονται από άλλα κείμενα και με αυτόν τον τρόπο, πραγματικά, φτιάχνουν καινούργιες ιστορίες. Ουσιαστικά, λοιπόν, τα κανονικά μας κείμενα σήμερα, τα απόκρυφα μας κείμενα, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως λέει και ο καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Ρέγγινσμπουκτο Μπίας Νίκλας, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα διακειμενικότητας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί ακριβώς αυτό μας δίνει κάποια στοιχεία για το πώς λειτούργησαν οι συγγραφείς αυτόν τον κείμενο. Δηλαδή τα κείμενά μας ως διακείμενα, ως κείμενα δηλαδή τα οποία έρχονται να δανειστούν από τα βιβλικά κείμενα, ή από την υπόλοιπη παράδοση, ή και από άλλα κείμενα τα οποία μπορεί να μην προέρχονται από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, αποτελούν απλούσιο μοσαϊκό. Και επίσης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να σκεφτούμε ότι αυτή η σχέση δεν είναι σχέση χρονική, δεν σημαίνει δηλαδή ότι έπεται το ένα του ενός το άλλο, αλλά απλώς ότι αυτό που λέμε και αυτό που γνωρίζουμε και μπορούμε να πούμε είναι ότι μπορεί να είναι και παράλληλα αυτά τα κείμενα. Και το έναν δανείζει τον άλλο. Σήμερα υπάρχει η θεωρία ότι για παράδειγμα η β' Πέτρου έχει δανειστεί από την Αποκάλυψη Πέτρου. Δεν ξέρω κατά πόσο βέβαια μπορεί κανείς απόλυτα να το στηρίξει αυτό, όμως η θέση αυτή είναι δελαστική και δείχνει ακριβώς την αλληλοπεριχώρηση και την επίδραση των κειμένων μας. Σαφώς τα απόκλειφα λοιπόν κείμενα είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις διακειμενικότητας, αποτελούν ενδιαφέροντα διακείμενα τα οποία ουσιαστικά ως διακείμενα έρχονται να κάνουν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι αυτό που πολλές φορές είπαμε στα προηγούμενα μαθήματα, έρχονται να συμπληρώσουν την βιβλική ιστορία. Οι συγγραφείς αυτών των κειμένων διαπιστώνουν σαφώς κενά στην ιστορία μας. Το είδαμε πάρα πολλές φορές και είπαμε ότι είναι δύο βασικά τα σημεία στα οποία επικεντρώνεται το ενδιαφέρον τους για να συμπληρώσουν. Το πρώτο είναι ότι αφορά τη γέννηση και την παιδική ηλικία του Χριστού και το δεύτερο είναι ότι αφορά το τι έγινε μετά το θάνατο του Ιησού και μέχρι την Ανάστασή Του. Είναι δύο βασικά σημεία δηλαδή στα οποία βλέπουμε ότι υπάρχει μια τάση της παράδοσης να συμπληρώσει. Αυτό είναι το εν και αυτό είναι πολύ σημαντικό και από αυτή την άποψη βέβαια η συμπλήρωση οπωσδήποτε χρήζει κριτικής μελέτης. Δηλαδή πρέπει να αναρωτηθούμε και να αναζητήσουμε από πού αντλεί ο κάθε συγγραφέας τα στοιχεία αυτά τα οποία χρησιμοποιεί για να συμπληρώσει την ιστορία του. Μπορεί να είναι, όπως είπαμε πολλές φορές, μια προφορική παράδοση. Μπορεί να είναι μια επεξεργασία του αρχικού μας γραπτού κειμένου των Ευαγγελίων. Μπορεί να είναι κάποια άλλα γραπτά κείμενα τα οποία δεν τα γνωρίζουμε. Μπορεί τέλος να είναι και εντελώς κατασκευάσματα του ίδιου του συγγραφέα. Από αυτή την περίπτωση πρέπει να δούμε και ποιες άλλες έξω από τις βιβλικές επιδράσεις μπορεί να έχει υπόψη του. Όλα αυτά λοιπόν αποτελούν ένα πολύ σημαντικό στοιχείο και μας ανοίγουν, όπως είπα και άλλες φορές, ένα παράθυρο στο να δούμε αυτόν τον αρχαίο κόσμο. Καταρχάς να δούμε πώς λειτουργεί η λογική της κειμενικότητας στον αρχαίο κόσμο. Ποιο ρόλο παίζουν τα κείμενα μέσα στην αρχαία εκκλησία. Και κατά δεύτερον να δούμε πώς αυτά τα κείμενα αλληλοπεριχωρούνται και αλληλοεπιβρύνουν το ένα στο άλλο. Αυτό λοιπόν μπορεί να μας δείξει πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και το ιδεολογικό υπόβαθρο, αλλά και τις στρατηγικές γραφείς και ανάγνωσης και τις στρατηγικές συγγραφείς του αρχαίου εγωνοχριστιανισμού. Φυσικά η μεγάλη συζήτηση είναι αυτή η οποία πάντα προκύπτει, κάθε φορά ιδιαίτερα που ανακαλύπτεται ένα καινούριο απόκρυφο, η συζήτηση εις επικεντρώνται στο κατά πώς αυτά τα όσα μας μαρτυρεί το συγκεκριμένο κείμενο είναι ιστορικά. Είναι η μόνη μου αγωνία αν θέλετε και η μόνη μου συμπρογραμματισμός και η μόνη μου συζήτηση που βρίσκουμε στην ιστορία της έρευνας για τα απόκρυφα κείμενα. Και αυτό που πρέπει κανείς να πει και αυτό το οποίο διαπιστώσαμε και στην πορεία των μαθημάτων είναι ότι φυσικά στην περίπτωση των κειμένων μας δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ιστορικές μαρτυρίες με βεβαιότητα για πολλούς και διάφορους λόγους. Καταρχάς γιατί πολλά από αυτά όπως είπαμε παραδίδουν από πολύ μεταγενέστερες παραδόσεις. Πολλά από αυτά έχουν μια αποσπασματικότητα στον τρόπο που παραδίδουν τα κείμενα. Κάποια άλλα από αυτά είναι επίσης ενδιαφέροντα με τα στοιχεία που δίνουν. Είναι δύσκολο όμως να τα διασταυρώσουμε ή πολλά έχουν αναχρονιστικές αναφορές και πληροφορίες. Και τέλος πάρα πολλές από τις πληροφορίες που αναφέρουν είναι πληροφορίες οι οποίες προέρχονται ήδη από τα γνωστά μας Ευαγγέλια. Συνήθως λοιπόν αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι τα κείμενά μας δεν μας δίνουν πληροφορίες όσον αφορά τον ιστορικό Ιησού. Άλλωστε η έρευνα σήμερα έχει γίνει αρκετά πιο συνετή και γνωρίζουμε ότι τα όσα γνωρίζουμε για τον ιστορικό Ιησού είναι ελάχιστα. Αυτό που γνωρίζουμε κυρίως είναι την πρόσληψη και την παράδοση του Ιησού για τον Ιησού. Τι κατέθεσαν οι πρώτοι έστω Μάρτινες για τον Ιησού καθώς ο ίδιος ποτέ δεν παρέδωσε ο ίδιος ένα δικό του γραπτό κείμενο ή δεν έχουμε κάτι που να προέρχεται από το δικό του χέρι όπως για παράδειγμα έχουμε στην περίπτωση του Παύλου. Και επομένως θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στο θέμα της ιστορικότητας των αποκρύφων όχι όμως και απορριπτικοί. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας διότι στην προσπάθεια πολλές φορές να αναλάβουμε έναν απολογητικό ρόλο. Η περάσπισης της κανονικής παράδοσης των Ευαγγελίων και απόρριψης των αποκρύφων προχωρούμε σε μια εντελώς απορριπτική στάση η οποία είναι άκρητη τελικά. Διότι τα κείμενά μας μπορεί βέβαια να μην προσθέτουν πολλά όσον αφορά την ιστορικότητα του Ιησού και των ανθρώπων που τον περιέβαλαν. Δίνουν όμως πάρα πολύ σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τον αρχαίγονο χριστιανισμό. Διότι μαρτυρούν παραδόσεις αυτής της αρχαίας εκκλησίας. Μαρτυρούν για τα πρόσωπα τα οποία μέσα σε αυτή την παράδοση έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Μας δίνουν πληροφορίες για το ιδεολογικό υπόβεχο, για τις ιδεολογικές επαφές με άλλες ομάδες και τέλος αντικατοπτρίζουν σημαντικές θεολογικές συζητήσεις και ανησυχίες εκείνης της εποχής και, ας προσθέσω και κάτι ακόμα, αποτελούν εκδηλώσεις και ενδείξεις της χριστιανικής ευλάβειας μιας αρχαίας εποχής. Επομένως, από αυτή την άποψη για την ιστορία του αρχαίγονου χριστιανισμού, είναι πάρα πολύ σημαντικά αυτά τα κείμενα και είναι πολύ σημαντικά ακόμη και για όσους από εμάς μελετούμε τα κανονικά λεγόμενα κείμενα της Καινής Διαθήκης, αυτά δηλαδή που τελικά περάστησαν μέσα στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, γιατί ακριβώς μας δείχνουν και αυτό είναι τώρα πάρα πολύ σημαντικό, μας δείχνουν πώς ερμηνεύτηκε η Καινή Διαθήκη σε κάποιες γραμμές της παράδοσης της αρχαίας χριστιανοσύνης. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πολλές φορές το ξεχνάμε όταν συζητάμε τα απόκλειφά μας κείμενα. Αγνούμε δηλαδή ή παραλείπουμε αυτό το στοιχείο της ερμηνείας και είμαστε έτοιμοι πάρα πολύ εύκολα να τα αποκλείσουμε, εύκολα να τα υποβάσουμε σε μια λαϊκή φιλοσοφία, λογοτεχνία άλευ μεγάλης αξίας και αγνωούμε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, ότι δηλαδή ουσιαστικά όλα αυτά είναι απόπειρες να ερμηνευτεί η Καινή Διαθήκη. Να ερμηνευθούν σημεία που είναι προφανώς δύσκολα και ακόμα και η συμπλήρωση με τις σειράδες είναι μια ερμηνεία. Βλέπετε για παράδειγμα, είδαμε το αστέρι της Βηθλεέν, το οποίο στην παράδοση την Απόκριφη συνήθως ταυτίζεται με τον ίδιο τον Ιησού. Αυτό είναι μια προσπάθεια ερμηνείας, μια προσπάθεια εξήγησης ενός πολύ δύσκολου σημείου της βιβλικής αφήγησης. Οπότε μέσα από την αφήγηση του Αποκρίφου δίνεται μια ερμηνεία και η ερμηνεία πρέπει να ξέρουμε. Δίνεται με πολλούς τρόπους στην αρχαία χριστιανική γραμματεία. Δεν είναι πάντοτε ένα κείμενο θα λέγαμε ομιλητικό ή ένα κείμενο συστηματικό το οποίο αναλώνεται στην ερμηνεία επιμέρους δύσκολων σημείων ενός κειμένου ή αν θέλετε στον τύπο των υπομνημάτων τα οποία έχουμε συνηθίσει σήμερα στον ακαδημαϊκό κυριός κόσμο. Η ερμηνεία μπορεί να γίνει μέσα από ποικίλους διαφορετικούς τρόπους μέσα από αυτό που λέμε σήμερα πρόσληψη του κειμένου και επανεπιεξεργασία σε μια καινούργια συνάστα. Μπορεί να γίνει μέσα από μια εικόνα. Μπορεί να γίνει για παράδειγμα μέσα από έναν ύμνο. Μπορεί να γίνει ακόμα και μέσα από μια τέτοια αφήγηση όπως είναι η αφηγήση στον Αποκρίφω μας. Και αυτό είναι σημαντικό γιατί όπως είπα πριν δείχνει ακριβώς και την αγωνία και τις συζητήσεις όμως μιας συγκεκριμένης εποχής. Ποια πράγματα δηλαδή αποσχολούν τους αναγνώστες, ποια πράγματα θεωρούν δύσκολα και πώς προσπαθούν να τα επιλύσουν σε κάθε εποχή. Και εδώ υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα ότι τα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας ότι τα κείμενά μας δεν είναι κείμενα τα οποία έχουνε θα λέγαμε μια ξεκάθαρη πάντα η μοναδική ασφαλή προσέγγιση. Δηλαδή ή αν θέλετε ακόμα καλύτερα για να το πω πιο σωστά προκείται για κείμενα τα οποία δεν μπορούμε κάθε φορά όπως είπα και πριν να τα αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή να βρούμε ένα γενικό κανόνα τον οποίο να τον εφαρμόσουμε σε όλα τα κείμενα και να πούμε ότι όλα τα κείμενά μας έχουν αυτόν τον τρόπο προσέγγισης και αυτόν τον τρόπο κατανόησης. Απεναντίας αυτό που προκύπτει και αυτό που ήδη τονίσαμε στο προηγούμενο μέρος του μαθήματος είναι ακριβώς αυτός ο σύνθετος χαρακτήρας των κειμένων μας. Ο εξαιρετικάς σύνθετος χαρακτήρας ο οποίος μας αναγκάζει να είμαστε εξαιρετικά προσυγκριτικοί, εξαιρετικά επιφυλακτικοί στα συμπεράσματά μας και πάντοτε κριτικοί. Πάντοτε κριτικοί γιατί αλλιώς τα κείμενά μας θα το αδικήσουμε και θα χάσουμε προφανώς ένα μεγάλο θυσαλό. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε πάντοτε υπόψη ότι τα απόκρυφα κείμενα είναι εξαιρετικά σύνθετα κείμενα. Είπαμε ήδη αναφερθήκαμε πόσο σύνθετο είναι και πόσο δύσκολο πολλές φορές να αποφασίσουμε αν κάτι το οποίο διασώζει ένα απόκρυφο κείμενο προηγείται, είναι παράλληλο, είναι μεταγενέστερο ενός κειμένου Ευαγγελικού το οποίο γνωρίζουμε από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Και είπα πριν και για διακειμενικότητα και είπα ότι αυτή η διακειμενικότητα υποχρεωτικά δεν σημαίνει ότι το ένα προηγείται χρονικά του άλλου, αλλά πολλές φορές μπορεί να είναι και παράλληλα αυτά τα κείμενα και απλώς να υπάρχει μία αλληλοεπικάληψη και αλληλοεπίδραση. Μιλήσαμε και για δευτερογενή προφορικότητα ειδικά στα πρώτα μας μαθήματα. Αυτό που καταλαβαίνουμε σήμερα μέσα από τη μελέτη των αποκρύφων μας κειμένων είναι ότι είναι εξαιρετικά σύνθετα κείμενα. Και ένα πρόβλημα ακριβώς πρώτο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι το λεγόμενο πρόβλημα του φιλολογικού είδους. Είπαμε και μιλήσαμε για Ευαγγέλια στα προηγούμενά μας μαθήματα και όμως μιλώντας για Ευαγγέλια, επανειλημμένα είπαμε ότι αυτό ανήκει περισσότερο στο χώρο της αγιογραφίας και αγιολογίας, όπως για παράδειγμα το π. Ευαγγέλιο του Ιακώβου. Είπαμε ότι κάποια άλλα ανήκουν στο χώρο της Αποκάλυψης, αλλά πολλά από αυτά δεν φέρουν καν τον τίτλο του Ευαγγελίου, όπως η Αποκάλυψη των Μάγων. Κάποια από αυτά που αληφέρουν τον τίτλο του Ευαγγελίου, όπως είναι το Ευαγγέλιο του Ιούδα, δεν θυμίζουν όμως τα γνωστά μας Ευαγγέλια. Κάποια άλλα από αυτά απλώς είναι κομμάτια από σπάσματα ή από γραφές, όπως είπαμε, του Ευαγγέλιου, του Ονοστικού Ευαγγέλιο του Φιλίπου, ή λόγια από σπασματικά του Ιησού, όπως το Ευαγγέλιο του Θωμά. Βεβαίως καταλαβαίνουμε ότι είναι μια πολύ ρευστή ιστορία, ο καθορισμός του, και φυσικά σηκώνει πολύ συζήτηση, ο καθορισμός του φιλολογικού είδους των κειμένων που έχουμε στη διάθεσή μας. Και ότι αυτά τις περισσότερες φορές είναι μεταγενέστερη η διάκριση, είναι μια διάκριση που κάνουμε εμείς σήμερα για λόγου συστηματοποίησης του υλικού, που πάντοτε δεν σημαίνει ότι είναι απόλυτα ορθή. Όχι μόνο αυτό, αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι πολλές φορές στα όρια επικαλείπτουν τα κείμενά μας, υπάρχουν δηλαδή και μικτοί τύποι, υπάρχουν και τύποι κειμένων οι οποίοι δύσκολα μπορούν να καταταχθούν σε μία από τις συγκεκριμένες και υπάρχουσες κατηγορίες, κάτι λοιπόν που αποτελεί μια πρώτη ένδειξη ακριβώς του σύνθετου και δύσκολου προβλήματος που ονομάζεται από κρυφα κείμενα. Το δεύτερο σημαντικό θέμα είναι το επίπεδο του αναγνωστικού κοινού. Βέβαια η γενικότερη άποψη, η οποία επικράτησε τα παλαιότερα χρόνια, ήταν ότι αυτά τα κείμενα είναι κείμενα τα οποία απευθύνασαν σε ένα πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο αναγνωστικό κοινό με μία εξαιρετικά απλοϊκή ευσέβεια και επομένως κείμενα κυρίως των λαϊκότερων στρωμάτων του χριστιανικού κόσμου. Αυτή η θέση επικράτησε και ακόμα επαναλαμβάνεται συχνά από ειδικούς. Όμως θα πρέπει πρώτα-πρώτα να λάβουμε υπόψη ότι όλοι οι άνθρωποι εκείνη την εποχή δεν είχαν πρόσβαση στο γραπτό λόγο γιατί οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν μορφωμένοι. Όπως ένα γραπτό κείμενο, όπως είναι ένα απόκρυφο κείμενο, δεν αντιχεί μονάχα μία εξαιρετικά χαμηλής μορφωτικής κανότητας τάξη ανθρώπων. Αλλά πολύ πιθανόν να απευθύνεται και σε ανθρώπους μιας υψηλότερης σχετικά ομάδας όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο και κατεσυνέπη κοινωνικό και οικονομικό. Αυτή είναι μια συζήτηση, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στα απόκρυφα, αλλά όπως είναι γνωστό, αφορά και τα υπόλοιπα κείμενά μας και τα Ευαγγέλια, γιατί ακριβώς η ίδια λογική επικράτησε και γι' αυτά. Βεβαίως δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με κείμενα τα οποία είναι της λεγόμενης υψηλής λογοτεχνίας, του τύπου, ξέρω εγώ, τις πραγματείες τις φιλοσοφικές διαφόρων φιλοσόφων του 1ου αιώνα, τις ηθικές πραγματείες ή τους χαρακτήρες του Πλούταρχου και της βιογραφίας των ελληνιστικών συγγραφήων, ακόμα αν θέλετε, και δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με διάφορα λεγόμενα ελληνιστικά μυθιστορίματα. Όμως από την άλλη μεριά δεν μπορούμε να τα απορρίψουμε απολύτως ή αν θέλετε να τα χαρακτήσουμε μεγάλη ευκολία ως απλοϊκές μορφές γραπτού λόγου και ως, θα λέγαμε, κείμενα τα οποία απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους ενός χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου και επομένως και ενός χαμηλότερου κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου. Είπαμε άλλωστε και σε άλλα μαθήματα ότι πολλές φορές αυτά τα κείμενα, εκτός από ότι αποτελούν εκφράσεις της ευλάβειας και της ευσέβειας, είναι και κείμενα τα οποία αποτελούν και την ψυχαγωγία των χριστιανών, ιδιαίτερα αυτό ισχύει κυρίως για τις απόκρυφες πράξεις, μόνο μιλάμε για κείμενα τα οποία πολύ πιθανόν να αγγίζουν και τις ψυχές ανθρώπων, οι οποίοι ανήκουν σε μεγαλύτερα, θα λέγαμε, κατά κάποιον τρόπο επίπεδα. Μια άλλη τάση που υπάρχει στην έρευνα είναι τα κείμενά μας να θεωρούνται κείμενα τα οποία απειχούν κυρίως μαγικές πράξεις και γι' αυτό αυτό θεωρήθηκε μάλιστα ως ένα επιχείρημα διαχωρισμού των κανονικών Ευαγγελίων από τα Ευαγγέλια που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας. Δηλαδή θεωρήθηκε ότι επειδή ακριβώς έχουν μια ροπή προς τη μαγεία, κάτι το οποίο ας πούμε στην Καινή Διαθήκη γίνεται μεγάλη προσπάθεια να γίνει η διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και στο θαύμα, γι' αυτό ακριβώς το λόγο θεωρήθηκε ότι αυτά τα κείμενα μπορούν να θεωρηθούν απόκλειβα. Όμως αυτό δεν μπορεί να είναι γενικός κανόνας. Για παράδειγμα ένα πρόσφατο χειρόγραφο που βρέθηκε ο Πάπυρος Ωξυρίχου 5072, ο οποίος παρουσιάζει το θαύμα της θεραπείας των δαιμονισμένων των Γεργεσσινών, στη χώρα των Γεργεσσινών, βλέπουμε ότι κρατάει μια πιο αποστασιοποιημένη στάση, μια πιο προσεκτική στάση από ό,τι τα Ευαγγέλια μας. Για παράδειγμα πουσιάζει εκείνη η σκηνή όπου ο Ιησούς επιτρέπει στα δαιμόνια να μπουν μέσα στα γουρούνια και τα γουρούνια μετά πέφτουν μέσα στη λίμνη και πνίγονται. Αυτό το στοιχείο δεν υπάρχει, το οποίο είναι στοιχείο εντελώς παράδοξο μέσα στην Ευαγγελική Αφήγηση. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο συγγραφές στο συγκεκριμένο πάπυρο προσπαθεί να αφαιρέσει αυτά τα στοιχεία τα οποία πολύ πιθανόν να ξένιζαν στα αυτιά των ακροατών του ή θα προκαλούσαν την αντίδραση των αναγνωστών του. Λοιπόν, δεν είναι απόλυτο αυτό το οποίο λέμε πολύ σε σαφώς. Υπάρχει μια τάση προς το μαγικό που είναι ξεκάθαρα σε κείμενα όπως για παράδειγμα είναι το παγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Ουθωμά, ή ακόμα σε πάρα πολλές από τις πράξεις, από όκρυφες πράξεις, όμως δεν είναι ένας γενικός κανόνας. Και επίσης ένα άλλο στοιχείο είναι ότι τα κείμενά μας δεν διεκδικούν πάντοτε από την κανονικότητα με τον τρόπο που εμείς φανταζόμαστε. Δηλαδή δεν έχονται πάντοτε αυτά τα κείμενα με τη διάθεση να υποκαταστήσουν τα υπόλοιπα κείμενα τα οποία ανήκουν στον κανόνα και σας αφήνουν να προϋποθέτουν, όπως είπαμε βρίσκονται σε διάλογο μαζί τους και θεωρούμε ότι πολλά από αυτά ακριβώς έρχονται για να συγκυρώσουν. Όχι όμως με τη διάθεση να καταλάβουν μια θέση κανονικού κειμένου δίπλα σε εκείνα. Δηλαδή είναι πολύ πιθανόν και οι ίδιοι αναγνώστες τους να έχουν επίγνωση ότι πρόκειται για κείμενα τα οποία δεν έχουν τη θέση του κανονικού κειμένου, και εδώ έρχεται να προσθεθεί και μία άλλη πληροφορία, ο χαρακτηρισμός τους ως απόκρυφα. Βέβαια όπως είπαμε και στα προηγούμενα μαθήματα τα περισσότερα από αυτά δεν φέρνουν τον τίτλο απόκρυφα. Πολύ λίγα από αυτά φέρνουν τον χαρακτηρισμό του αποκρύφου και στην περίπτωση αυτή όχι με μη αρνητική σημασία αλλά με την έννοια ότι ακριβώς περιέχουν αποκαλύψεις οι οποίες δεν είναι προσβάσιμες στο ευρύ κοινό αλλά από μονάχα σε κάποιους εκλεκτούς. Ο όρος απόκρυφα, ο οποίος όπως είπαμε μεταγενέστερα, πολύ μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηριστεί όλη αυτή η ομάδα, έχει στην αρχαία εκκλησιαστική γραμματεία μια διπλή σημασία. Δεν είναι αναγκαστικά αρνητικός σαφώς σε συγγραφείς όπως είναι ο Ηρηναίος, ο Επιφάνιος, είναι ένας χαρακτηρισμός ο οποίος είναι αρνητικός. Οι συγγενικές γραμματείες, γιατί ακριβώς ταυτίζεται με αυτές τις αιρετικές, ή έξω αν θέλετε από τη γενικότερη εκκλησία ομάδας, όμως πολύ συχνά μέσα στα κείμενά μας, ο όρος απόκρυφος δηλώνει ακριβώς αυτό το οποίο εμπεριέχει ένα κομμάτι της Αποκάλυψης, το οποίο δεν μπορεί να είναι ας το πούμε έτσι διαθέσιμο σε όλους, αλλά μπορούν να το προσεγγίσουν και να το κατανοήσουν μόνο λίγοι και εκλεκτοί. Επομένως, κατ' ανάγκη, δεν σημαίνει ότι όταν ένα κείμενο στην αρχαιότητα χαρακτηριζόταν απόκρυφο, ότι αυτόμαται ένα κείμενο το οποίο η εκκλησία το έθεται στο περιθώριο. Μπορεί βέβαια να μην το θεωρούσε ότι εκφράζει πλήρως την θέση της, και είπαμε για αυτό ακριβώς επινοείται και δημιουργείται η κατηγορία των οφέλημων μέν και μέν, αλλά όχι εκείνων τα οποία θα μπορούν να μπορούν να μπουν μέσα στον κανόνα. Αλλά από την άλλη μεριά, οπωσδήποτε δεν είναι και απόλυτα αρνητική η στάση απέναντι σε αυτά τα κείμενα. Και εδώ και να προσθέσω για μια ακόμη μαρτυρία, την ίδια την μαρτυρία των εκκλησιαστικών συγγραφέων, οι οποίοι και αυτοί και η μαρτυρία τους πρέπει να αντιμετωπίζεται πάντοτε με κριτική διάθεση και κατά περίπτωση. Όλοι οι συγγραφείς μας δεν τυρούν την ίδια στάση απέναντι στα απόκρυφα κείμενα. Αυτά δηλαδή σήμερα που ονομάζουμε απόκρυφα κείμενα, χωρίς αυτό αναγκαστικά να σημαίνει πάντοτε ότι έχουν μια σύγχυση στο μυαλό τους για το τι μπορεί να είναι αυτό που η ομάδα τους διαβάζει και αυτό που δεν γίνεται αποδεκτό από την ομάδα. Υπάρχουν βέβαια σύγγραφείς, όπως είναι ο Επιφάνιος, στον οποίο αναφερθήκαμε επανειλημμένο, που στήρουν μια πολύ αρνητική και μια πάρα πολύ σκληρή στάση απέναντι σε αυτά τα κείμενα. Γνωρίζουμε και αποφάσεις Συνόδων, οι οποίες σαφώς στήρουν μια πολύ αυστηρή στάση και απορρεπτική στάση απέναντι στα κείμενα αυτά. Έχουμε όμως πάρα πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, οι οποίοι παραπέμπουν σε αυτά τα κείμενα, παραθέτουν κείμενα, αποσπάσματα από αυτά τα κείμενα, επιχειρηματολογούν με βάση αυτά τα κείμενα. Πράγμα, φυσικά, προκαλεί μια μεγάλη συζήτηση σήμερα για το πιο ακριβώς ρόλο διαδραμάται σε αυτά τα κείμενα στη ζωή της εκκλησίας της εποχής τους. Ας δούμε ένας κλίμις Αλεξανδρέας. Δεν δυσκολεύεται καθόλου να παραπέμψει σε κείμενα τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως από τις γνωστικές ομάδες με τις οποίες συνδιαλέγεται και αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, διότι στην έρευνα πανηλημένα έχει υποστηριχθεί ότι ο κλίμις δεν γνωρίζει ποια είναι τα κανονικά Ευαγγέλια. Φαίνεται όμως ότι ο κλίμις έχει γνώσει ποια κείμενα είναι αυτά τα οποία η ομάδα του θεωρεί ως κανονικά. Ταυτόχρον όμως δεν δυστάζει να χρησιμοποιήσει κείμενα και τον άλλον ομάδον και να επιχειρηματολογήσει εναντίον τον άλλον ομάδον χρησιμοποιώντας τα συγκεκριμένα κείμενα. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο και φυσικά χρήζει ερμηνείες και περιετέρου εξέτασης. Δεν μπορείς στα πλαίσια ενός σύντομου μαθήματος όπως είναι αυτό να λυθεί. Προφανώς ο ίδιος δεν δυσκολεύεται να αξιοποιήσει τέτοια κείμενα και προφανώς και ο ίδιος θεωρεί ότι και αυτά τα κείμενα έχουν μέσα του στοιχεία τα οποία είναι αξιοποιήσιμα και διασώζουν ένα κομμάτι της αλήθειας. Επίσης το ίδιο θα πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα για τη ψηφογραφή σ' ακενούς κυρίως σε μεταγενέστερες απεριόδους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εκκλησιαστικούς συγγραφής οι οποίοι χρησιμοποιούν στις ομιλίες τους και στα κηρύγματα τους εινικό από τα απόκρυφα κείμενα. Με χαρακτηριστικά παραδείγματα κείμενα τα οποία κυρίως περιγράφουν τη ζωή και το θάνατο της Παναγίας. Δεν φαίνεται να δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν αυτά τα κείμενα παρόλο που είναι γνωστό επειδή υπάρχουν αποφάσεις στο συλλόδο που σαφώς τις γνωρίζαν οι συγκεκριμένοι εκκλησιαστικοί άντρες οι οποίες ουσιαστικά αυτά τα κείμενα τα θέλουν εκτός κανόν. Όμως οι ίδιοι δεν δυσκολεύονται. Δεν φαίνεται να δυσκολεύεται η Εκκλησία επίσης να εντάξει στο εορτωλογικό της κύκλο έορτες οι οποίες προέρχονται από αυτά τα κείμενα. Και τέλος να υπάρχουν μέσα στις εκκλησίες εικόνες, στους ναούς εικόνες οι οποίες να έχουν ως έμπνευσή τους ακριβώς ιστορίες από τα απόκρυφα κείμενα. Άρα λοιπόν δεν μπορούμε να πούμε ότι όλη η αρχαία εκκλησία σύσσωμη στάθηκε αντίθετη προς τα κείμενα αυτά, αλλά πρέπει να είμαστε πιο επιφυλακτικοί και να πούμε ότι τα κείμενά μας, ότι η εκκλησία στάθηκε απέναντι στο κάθε κείμενο μια διαφορετική στάση και αντιμετώπισε το κάθε κείμενο κατά περίπτωση και ότι η στάση της αυτή, ήταν μια στάση που είχε σαφώς τη διάθεση να ορίσει τα όρια αυτού που θεωρούσε κανονικότητα, της κανονικότητας, από την άλλη μεριά όμως δεν είναι στέγανά αυτά τα όρια, αλλά αντίθετα παρουσιάζουν μία ρευστότητα για όσον θεωρείται ότι αυτά τα κείμενα κατά κάποιο τρόπο μπορούν να βοηθήσουν στη στήριξη και στην κατήχηση και στη δρασκαλία, όσο και αν φαίνεται αυτό παράξενο του χριστιανικού πληρώματος, των μελών της κοινότητας. Είναι μια πάρα πολύ σύνθετη διαδικασία, ένα πάρα πολύ σύνθετο φαινόμενο τα απόκριφα κείμενα και αυτό που πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας είναι ότι τα κείμενα αυτά θα πρέπει να εξετάζονται πάντα μέσα στο γεωγραφικό τους πλαίσιο και στην εποχή τους και επομένως επίσης άμεσα συνδεδεμένο με αυτό είναι ότι αυτά τα κείμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται επίσης ως κομμάτια της εκάστοτε τοπικής ιστορίας μάλλον της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας. Είπαμε επανελειμμένα μιλώντας για το Θομά ότι είναι κείμενα τα κείμενα που συνδέονται με το όνομά του τα οποία προέρχονται από την οικκλησία της Συρίας. Είναι κείμενα δηλαδή που λίγο πολύ αντικατοπτρίζουν τις συζητήσεις, τις αγωνίες, τα ενδιαφέροντα, μιας πολύ συγκεκριμένης ομάδας που είναι η ομάδα ακριβώς του σyριακού χριστιανισμού. Επιπλέον αυτά τα κείμενα θα πρέπει να τα δούμε μέσα σε αυτή τη συνάφεια και μέσα σε αυτή τη λογική ιστορικό πλαίσιο και με τη βοήθεια και άλλων κειμένων να ανασυθέσουμε τους θεολογικούς διαλόγους και τους προβληματισμούς που ουσιαστικά γεννούν τα αυτά τα κείμενα και στη συνέχεια αυτούν τα κείμενα αυτά πώς γεννούν και πώς προάγουν ή πώς επεξεργάζονται αυτούς τους θεολογικούς προβληματισμούς τους οποίους ήδη γνωρίζουμε. Μένας θα τα δούμε δηλαδή σαν ένα κομμάτι ενός ευρύτερου διαλόγου ο οποίος γίνεται στις τοπικές εκκλησίες και επιπλέον ως ένα κομμάτι της νομιμοποίησης και της αναφοράς στην αποστολικότητα της κάθε τοπικής εκκλησίας. Διότι έχουμε πει επαγγελειμμένα ότι πολύ σημαντικό στοιχείο σημαντικό κριτήριο λυσιότητας και αυθεντικότητας στην αρχαία εκκλησία είναι η αποστολικότητα. Η διαδοχή δηλαδή από τους Αποστόλους και η προέλευση από τους Αποστόλους είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό στην αρχαία εκκλησία και αυτό το πράγμα ακριβώς τονίζουν τα κείμενά μας. Δηλαδή ουσιαστικά συνδέουν περιοχές, τόπους με συγκεκριμένα πρόσωπα αποστολικά και επομένως δημιουργούν αυτή τη συνέχεια από την πρώτη εκκλησία μέχρι τη στιγμή που τα διαβάζουν οι αναγνώστες ή συγγράφονται αυτά τα κείμενα. Όλα αυτά λοιπόν είναι πάρα πολύ σημαντικά στοιχεία, είναι νέα δεδομένα τα οποία αλλάζουν πάρα πολύ την παλαιότερη θα λέγαμε αρκετά στεγανή και στερεότυπη αντίληψη για τα κακά απόκρυφα τα οποία τελικά βρίσκονται εκτός του κανόνα και τα φυσικά έγκυρα και αυθεντικά οπωσδήποτε κείμενα της Καινής Διαθήκης. Δεν σημαίνει αυτό βέβαια που λέω ότι αυτό κατά κάποιον τρόπο προσδίδει στην αυθεντικότητα των κειμένων αυτών. Αντίθετα όμως, από την άλλη μεριά όμως μάλλον, αυτή η νέα θεώρηση των πραγμάτων μας κάνει να τα δούμε αυτά τα κείμενα ως ένα κομμάτι μέσα στο ιστορικό συνεχές που λέγεται η χριστιανική παράδοση. Και να δούμε πως αυτά τα κείμενα τελικά κάποια στιγμή, τί θέλετε στο περιθώριο, παύουν να χρησιμοποιούνται και τους λόγους για τους οποίους γίνεται αυτό. Και να δούμε ακριβώς έτσι ουσιαστικά να αποκαταστήσουμε και να ζητήσουμε και να ξαναδιηγηθούμε. Όλη την ιστορία, τη θεολογική ιστορία του αρχαίου χριστιανισμού, να δούμε δηλαδή πως διαμορφώνεται η διατύπωση της χριστιανικής πίστης μέσα στους αιώνες και πως και αυτά τα κείμενα αποτελούν ένα κομμάτι αυτού του διαλόγου. Μπορεί κάποιος να πει ότι είναι μια πολύ λαϊκή και μία απλοϊκή μορφική. Είπαμε πολλές φορές ότι έχουν απλοϊκές μορφές χριστολογίας, αισχατολογίας, εκκλησιολογίας, αυτόμους, αυτόματα. Δεν τα καθιστά άχρηστα απέναντίας. Μας δίνουν και αυτά ένα σημαντικό όγκο πληροφοριών, στις οποίες κριτικά θα πρέπει να αξιοποιήσουμε ακριβώς προς δύο κατευθύσεις. Μία προς την κατεύθυνση της μελέτης της εκκλησιαστικής ιστορίας και της ιστορίας του αρχιέγωνο χριστιανισμού και από την άλλη μεριά προς τη μελέτη της ιστορίας της ερμηνείας και της πρόσλεψης της Καινής Διαθήκης και από τους επόμενους μεταχριστιανικούς αιώνες, από τον δεύτερο δηλαδή αιώνα και εξής. |