: Προστά στο τέλος, μπορεί να υπάρξει ευθάνατος θάνατος. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. Θοστά. Αυτό είναι το πρόγραμμα που θα θέλαμε να κάνουμε. διεγνώστη μία επιθετική μορφή καρκίνου του εγκεφάλου. Χειρουργήθηκε αμέσως, αλλά δυστυχώς τρεις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο ο όγκος της υποτροπίασε και οι γιατροί της της ανακοίνωσαν ότι της απομένουν μόνο έξι μήνες ζωής. Η Βρύτανη βρέθηκε σε ένα πραγματικό breaking point, σε ένα σημείο καμπής, σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής της, όπου όλα έμοιαζαν να καταραίουν, τα πάντα να γκρεμίζονται, το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Δεν ξέρω αν κάποια ή κάποιος μπορεί να φανταστεί πώς είναι να είσαι 29 χρονών, να έχεις μόλις παντρευτεί, να θέλεις να κάνεις παιδιά, να θέλεις να ζήσεις στον έρωτα, να έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου, να κάνεις όνειρα για εργασία και ξαφνικά να σου ανακοινώνουν μία τέτοια καταδικαστική απόφαση. Νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να μπούμε στη θέση ενός τέτοιου ανθρώπου, ακόμη και αν είμαστε κοντινοί του άνθρωποι, ακόμη και αν είμαστε γιατροί και πολύ συχνά ερχόμαστε σε επαφή με τέτοιους αρρώστους. Η Μπρίτανη δεν ήθελε να πεθάνει βεβαίως, αλλά γνώριζε ότι ο θάνατός της ήταν αναπότρεπτος. Ήθελε λοιπόν να πεθάνει με τους δικούς της όρους. Δηλαδή, δεν ήθελε να βιώσει τη σταδιακή χειροτέρευση της ποιότητας της ζωής της, τη βαθμία κατάπτωση των σωματικών και πνευματικών λειτουριών της που θα επέφερε η εξέλιξη της νόσου της. Για το λόγο αυτό, έφυγε από την Καλιφόρνια και μετήκησε στο Oregon μία πολιτεία όπου τότε και τώρα οι υποβοηθούμενοι από τον ιατρό αυτοκτονία είναι νόμιμοι. Εκεί, της συνταγωγραφήθηκαν χάπια από κάποιον ιατρό τα οποία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει προκειμένου να αυτοκτονήσει. Έχοντας τα χάπια αυτά στην τσέπη, η Βρύτανη αισθάνθηκε πολύ πιο ήρεμα, πολύ πιο γαλήνια, πολύ πιο ειρηνικά και μπόρεσε τους μήνες που της απέμειναν στη ζωή της να επισκεφτεί ολόκληρη την Αμερική να ταξιδέψει σε ολόκληρη την Αμερική και να επισκεφτεί διάφορα πανέμορφα φυσικά τοπία επίσης να ζήσει στιγμές ζυστασιάς με τα αγαπημένα της πρόσωπα του φιλικού και του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Ως που στο τέλος του 2014 όταν είδε ότι η κατάστασή της είχε πια επιβαρυνθεί πήρε αυτά τα χάπια που της είχαν συνταγωγραφηθεί από το ιατρό και αυτοκτόνησε. Καταρχάς θα ήθελα να δώσω τους ορισμούς ούτως ώστε να μην υπάρχει σύγχυση. Λέγοντας ευθανασία εννοούμε την ενεργητική επίσπευση του θανάτου ασθενούς πάσχοντος από ανίατη επώδυνη νόσο με ιατρική παρέμβαση παραδείγματος χάρη με την ενδοφλεύια χορίγηση μιας θανατηφόρου ουσίας. Παραλλαγή της ευθανασίας είναι υποβοηθούμενη από τον ιατρό αυτοκτονία. Εδώ δεν χορηγεί ο γιατρός το θανατηφόρο φάρμακο, αλλά το συνταγωγραφεί στον ασθενή του, εν γνώση του ότι ο ασθενής πρόκειται να το λάβει για να αυτοκτονήσει. Και το παίρνει ο ίδιος ο ασθενής και αυτοκτονεί. Βέβαια η διαφορά από την αυτοκτονία που είναι το να φωνεύει ένας άνθρωπος εκουσίος στον ίδιο τον εαυτό είναι η συμμετοχή και η εμπλοκή του γιατρού, προφανώς. Ευτής, εξ αρχής, επίσης, θα ήθελα να διαχωρήσω την ευθανασία και την υποβοηθούμενη από τον ιατρό αυτοκτονία από την μη κλιμάκωση ή απόσυρση της υποστηρικτικής της ζωής αγωγής. Λέγοντας μη κλιμάκωση της υποστηρικτικής της ζωής αγωγής, εννοούμε την μη εφαρμογή επιπρόσθετων θεραπειών ή την μη αύξηση της εντάσεως των ίδιων παρεχωμένων. Απόσυρση της υποστηρικτικής της ζωής αγωγής, είναι η διακοπή είτε του συνόλου είτε μέρους της χορηγούμενης αγωγής, χωρίς υποκατάσταση αυτής από ισοδύναμη εναλλακτική. Οι πρακτικές αυτές είναι ηθικώς αποδεκτές, καθιερωμένες και παλαιόθεν εφαρμοζόμενες και δεν πρέπει να συγχέονται με την ευθανασία. Κακώς, παραπλανητικά, ορισμένες φορές αναφέρονται σαν παθητική ευθανασία. Ο όρος καλό είναι να αποφεύγεται, παθητική ευθανασία, διότι δημιουργεί σύγχυση. Στις περιπτώσεις αυτές ο θάνατος επέρχεται ως φυσική και αναπότρεπτη συνέπεια της προόδου της υποκειμένης νόσου και ο γιατρός απλώς πάβει να παρεμποδίζει την επέλευσή του. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η πορεία προς το θάνατο είναι μη αναστρέψημη, όπου η τεχνολογία απλώς δημιουργεί την ευθανασία. Όπου είναι μη αναστρέψημη, όπου η τεχνολογία απλώς παρατείνει τη διαδικασία του θανάτου ή παρεμποδίζει την επέλευσή του. Όπου η επιθετική αγωγή επιφέρει ταλαιπωρία δυσανάλογη προς το όφελος, επιτείνει το ψυχικό και σωματικό άλγος του αρρώστου, υπονομεύει την αξιοπρέπειά του ως προσώπου και επιβαρύνει την οικογένειά του. Κοντολογής, θα λέγαμε ότι η θεραπεία δεν πρέπει να είναι χειρότερη από την ασθένεια. Επίσης, πολλές φορές στην κλινική πράξη χρησιμοποιούμε οπιούχα ή άλλα κατασταλτικά φάρμακα για να ανακουφίσουμε τον ασθενή από τον πόνο και τη δύσπνια, με κίνδυνο επίσπευσης του θανάτου λόγω παρεενεργιών των φαρμάκων αυτών. Αυτό πάλι αναφέρεται κακώς και παραπελανητικά ορισμένες φορές σαν έμμεση ευθανασία. Αλλά ούτε όρος αυτός πρέπει να χρησιμοποιείται διότι δημιουργεί σύγχυση. Δεν είναι ευθανασία αυτό το πράγμα. Η χορήγης των φαρμάκων είναι ηθικώς επιτρεπτή γιατί αποσκοπεί στην αντιμετώπιση βασανιστικών συμπτωμάτων και όχι στο θάνατο του ασθενούς. Ο δε θάνατος είναι ένα παράπλευρο θα λέγαμε αποτέλεσμα, το οποίο προβλέπεται μεν ως πιθανό αλλά δεν σκοπεύεται, δεν στοχεύεται εξού και μιλάμε για αρχή του διπλού αποτελέσματος. Ήδη ο υποκράτης από την αρχαιότητα απαγόρευε την ευθανασία με τη μοντέρνα έννοια. Γράφει στον όρκο ότι δεν θα δώσω σε κανέναν θανατηφόρο φάρμακο ακόμα και αν μου ζητηθεί ούτε θα συμβουλεύσω κάτι τέτοιο. Συνάμα όμως ο υποκράτης είχε πλήρη συνέσθηση των ορίων της τέχνης του. Δεν ήταν υπέρ της επιθετικής αγωγής σε απέλπιδες περιπτώσεις. Γράφει στον περιτέχνης. Πρώτα θα ορίσω αυτό που νομίζω ότι είναι η ιατρική. Το να απαλάσσεις πλήρως τους αρρώστους από τις ταλαιπωρίες τους και να αμβλύνεις τη σφοδρότητα των νοσημάτων. Και το να μην επιχειρείς να θεραπεύσεις ασθενείς που έχουν κατακυριαφθεί από τα νοσίματα γνωρίζοντας ότι αυτές τις περιπτώσεις δεν δύναται η ιατρική να τις αντιμετωπίσει. Ποιες είναι οι συνιστώσες του άλγους ενός ασθενούς που πάσχει από ανοία τη νόσο και βρίσκεται ενώπιον του θανάτου. Βεβαίως είναι τα σωματικά συμπτώματα. Ο πόνος είναι αυτία η δύσπνια. Όχι μόνο αυτά όμως. Έχουμε την ψυχολογική επιβάρινση, άγχος, κατάθλιψη, τις διαπροσωπικές δυσκολίες που βιώνει ο ασθενής. Όπως είναι η μοναξιά, η εξάρτηση, οι ανεπίλυτες συγκρούσεις με οικία πρόσωπα, η ενοχή. Η υπαρξιακή κρίση του. Η απελπισία. Το αίσθημα ότι η ζωή του δεν έχει πια κανένα νόημα. Αίσθημα αναξιοπρέπειας. Να πω μόνο ότι η μοναξιά έχει υπολογιστεί ότι έχει μια θνητότητα ίση με του καπνίσματος. Γιατί ο άρρωστος αιτείται την ευθανασία. Είναι ο πόνος ο κύριος λόγος που τον κάνει να ζητήσει την ευθανασία. Από έρευνες που έγιναν βρέθηκε ότι δεν είναι ο πόνος. Η βασική λόγη είναι η απώλεια της αυτονομίας, η αδυναμία συμμετοχής σε δραστηριότητες που κάνουν τη ζωή ευχάριστη. Η απώλεια της αξιοπρέπειας, η απώλεια ελέγχου των σωματικών λειτουριών. Το αίσθημα ότι έγινε βάρος στους οικείους του. Αυτή είναι η βασική λόγη. Πολύ κάτω είναι ο πόνος και ευτυχώς ακόμα πιο κάτω οικονομική δυσπραγία. Επιχειρήματα υπέρ της ευθανασίας έχουν διατυπωθεί αρκετά. Το βασικό επιχείρημα είναι η λεγόμενη αυτονομία του ασθενούς. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι ο ασθενής έχει την ελευθερία να επιλέξει τον τρόπο και τον χρόνο του θανάτου του. Από τη μεριά του γιατρού υποστηρίζεται ότι η ευθανασία αποτελεί εκδήλωση ευσπλαχνίας και μία εγκατάληψης του ασθενούς. Επίσης υποστηρίζεται ότι η νοημοποίηση της ευθανασίας θα φέρει διαφάνεια και έλεγχο, ενώ τώρα η ευθανασία μπορεί να γίνεται σε συνθήκες παρανομίας και ως εκ τούτου αδιαφάνειας και έλλειψης ελέγχων. Και ότι η ευθανασία και η μη κλιμάκωση απόσυρση αγωγής είναι ηθικώς ισοδύναμες. Δηλαδή οι υποστηρικτές ευθανασίας θεωρούν ότι δεν υπάρχει ηθική διαφοροποίηση μεταξύ μιας πράξης που κάνει ο γιατρός και προκαλεί το θάνατο του ασθενούς και μιας, θα λέγαμε, παράλειψης, θεριπίντο να μην κλιμακώσει μία χορηγούμενη διαγωγή. Επιχειρήματα κατά της ευθανασίας επίσης αρκετά έχουν διατυπωθεί. Πρώτον, ότι αντιβαίνει στην ηθική παράδοση της ιατρικής που εστιάζει στη φροντίδα την ανακούφιση και τη θεραπεία. Ότι παραβιάζεται η παραδοσιακή υποκρατική αρχή του Οφελέινι Μιβλάπτιν. Ότι η αυτονομία του ασθενούς είναι σεβαστή αλλά δεν είναι απόλυτη ως αρχή αλλά πρέπει να τελεί εν ισορροπία με τις άλλες ηθικές αρχές. Ότι ο γιατρός δεν είναι απλώς ένας πάροχος υπηρεσιών. Είναι ένα ηθικός δρόν υποκείμενο, ως εκ τούτου δεν μπορούμε να του ζητούμε οτιδήποτε. Ότι υπονομεύεται η σχέση γιατρού αρρώστου, υποσκάπτεται η εμπιστοσύνη και γενικώς αλλάζει ο κοινωνικός ρόλος του ιατρικού επαγγέλματος με την καθιέρωση και νομιμοποίηση της ευθανασίας. Ότι θα πληγούν ευάλωτες ομάδες, όπως είναι τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, οι ανάπηροι, οι φτωχοί, οι μειονότητες, οι μετανάστες. Επίσης, ότι είναι ιρωνία να μιλούμε για νομιμοποίηση όταν δεν υπάρχουν πρώτον καθολική πρόσβαση στο σύστημα υγείας και δεύτερον χώσπισης, δηλαδή ξενών εσπερίθαλψης ασθενών τελικού σταδίου. Ότι θα ενισχυθεί η εξουσία του ιατρικού σώματος. Ότι υπάρχει ηθική διαφορά μεταξύ ευθανασίας και μη κλιμάκωσης απόσχεσης αγωγής. Δεν είναι το ίδιο πράγμα από ηθικής πλευράς. Το επιχείρημα της ολιστηρής πλαγιάς, slippery slope, όπως λέγεται στα αγγλικά, σύμφωνα με το οποίο, αν η ευθανασία νομιμοποιηθεί, υπάρχει κίνδυνος καταχρύσεων, δηλαδή επέκτασής της και σε ασθενείς μη τελικού σταδίου, καθώς και επίκλησης μόνο ψυχιατρικών ή ψυχοκοινωνικών λόγων για τη διανεργιά της. Επίσης, ότι η ευθανασία θα οδηγεί σε μία περιπέροχη ιατρικοποίηση του θανάτου και ότι κατ' ουσίαν δεν αποτελεί κάτι άλλο παρά ιατρικοποίηση της αυτοκτονίας. Βέβαια, την τελική εξουσία επί της ζωής του, ο ασθενείς, όπως και κάθε άνθρωπος, την έχει ο ίδιος, αλλά το να θέλουμε να εμπλέξουμε το γιατρό στη διάπραξη της αυτοκτονίας ενός ανθρώπου είναι ένα εντελώς άλλο πράγμα. Ως προς την ευθανασία και την υποβοηθούμενη από τον γιατρό αυτοκτονία, αποφασίζει ο ίδιος ο ασθενείς. Αλλά σε περιπτώσεις μη κλιμάκωσης ή απόσυρσης εισαγωγής, ποιος αποφασίζει? Δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές ο ασθενείς δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον, είναι σε κατάσταση έλλειψης συνειδήσεως. Πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα? Καταρχάς, ο ασθενείς σε χρόνο που προηγήθηκε της απώλειας της συνειδήσεώς του, μπορεί να έχει συμπληρώσει ένα έγγραφο που λέγεται Διαθήκη Ζωής, όπου έχει δηλώσει ποιες θεραπείες θέλει-δεν θέλει να του εφαρμοστούν σε συγκεκριμένες κλινικές καταστάσεις. Επίσης, μπορεί να έχει ορίσει έναν πληρεξούσιο, δηλαδή έναν άνθρωπο συνήθως από το οικογενειακό του περιβάλλον, ο οποίος θα λαμβάνει αποφάσεις ανταυτού, όταν ο ίδιος περιπέσει σε κατάσταση μη συνειδητότητας. Αν τα έγγραφα αυτά δεν υπάρχουν, τότε αναγκαστικά στη λήψη της απόφασης, εμπλέκεται ο αντιπρόσωπος του ασθενούς, δηλαδή ένα άτομο το οποίο επιλέγεται από τον κύκλο των πλησιαστέρων συγγενών του. Πώς θα αποφασίσει αυτός ο αντιπρόσωπος? Ένας τρόπος είναι η λεγόμενη substituted judgment, το μεταφράζω υποκατάστατη κρίση. Τι σημαίνει αυτό? Σημαίνει ότι ο αντιπρόσωπος θα προσπαθήσει να φανταστεί, να υποθέσει, να ικάσει τι θα επιθυμούσε ο ασθενής να του γίνει στη συγκεκριμένη περίσταση, λαμβάνοντας υπόψη τις αξίες του, τη βιοθεωρία του, τα πιστεύω του, τις αντιλήψεις του, τις πεποιθήσεις του, τις συζητήσεις που είχαν γίνει με τον ασθενή σε ανήπωπτο χρόνο και ούτω καθεξής. Όπως καταλαβαίνετε αυτό δεν είναι πολύ εύκολο. Και γι' αυτό πολλές φορές ο αντιπρόσωπος αποφασίζει με βάση αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως καλύτερα συμφέρον για τον ασθενή, συγκρίνοντας την ταλαιπωρία που επιφέρει η συνέχιση της υποστηρικτικής αγωγής με το αναμενόμενο όφελος. Παλαιότερα, αποκλειστικά υπεύθυνος για τη λήψη των αποφάσεων, ως κάτοχος εξειδικευμένης γνώσης, ήταν ο γιατρός. Ήταν η εποχή του λεγόμενου ιατρικού πατερναλισμού. Αργότερα, κυρίως στις Αγγλιοσαξονικές χώρες, επικράτησε ένα μοντέλο ακραίας αυτονομίας, όπου ο γιατρός περιοριζόταν απλώς και μόνο στην παροχή πληροφοριών, στην έκθεση των δεδομένων, των πλαιονεκτημάτων, των μειονεκτημάτων, των πιθανωτήτων επιτυχίας και άφηνε την απόφαση εξ ολοκλήρου στον ασθενή ή στους συγγενείς, στην περίπτωση που συζητάμε τώρα. Το μοντέλο αυτό της αυτονομίας είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα. Επιφόρτιζε τους συγγενείς με ένα δυσβάστακτο βάρος και πολλές φορές τους οδηγούσε στο άγχος και την κατάθλιψη. Γιατί? Ενώ βίωναν μία από τις πιο δύσκολες και επώδυνες εμπειρίες της ζωής τους, δηλαδή να έχουν τον άνθρωπό τους στη μονάδα εντατικής θεραπείας και να πρέπει να πάρουν μια απόφαση για τη συνέχεια σημεία της υποστήριξης, χωρίς να έχουν προετοιμαστεί γι' αυτό, ενώ ζούσαν μια πρωτόγνωρη συναισθηματική ένταση, ενώ βρίσκονταν κοντολογείς και αυτοί σε ένα breaking point πραγματικό, σε ένα κρίσιμο σημείο, σε μια στιγμή πολύ δύσκολη, τότε τους ζητούταν να λάβουν μία απόφαση σύνθετη, η οποία θα είχε αμετάκλητες συνέπειες και για την οποία αργότερα πιθανόν να αισθάνονταν ενοχές. Για τους λόγους αυτούς και το μοντέλο της αυτονομίας εγκαταλείφθηκε και σήμερα το ακολουθηταίο μοντέλο, δηλαδή αυτό το οποίο πρέπει να ακολουθούμε και θεωρείται το σωστό, είναι το μοντέλο της συναπόφασης. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η απόφαση λαμβάνεται από κοινού από το γιατρό και τους συγγενείς μέσω συζητήσεων που γίνονται. Εδώ ο γιατρός δεν περιορίζεται απλώς στην παροχή πληροφοριών, δεν είναι παθητικός, αλλά εισηγείται το τι πρέπει να γίνει, παίρνει θέση και καθοδηγεί τους συγγενείς στη λήψη της σωστής απόφασης. Κατά τη γνώμη μου, μία απάντηση στο έτοιμα για εφτανασία είναι το χόσπης. Χόσπης είναι ο ξενών ασπερίθελψης ασθενών που διάγουν το τελικό στάδιο της νόσου τους. Εκεί, των ασθενήτων περιποιείται μία ομάδα φροντιστών, αποτελούμενοι από γιατρό, νοσηλευτή, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό και κληρικό σε περίπτωση θρησκευόμενους ασθενούς, που προσφέρεται μία περιακτική φροντίδα, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο την ανακούφιση από τα συμπτώματα, αλλά και την αντιμετώπιση της ψυχολογικής, διαπροσωπικής και υπαρξιακής συνιστώσας του άλγους. Κατά κυριολεξία, η λέξη εφτανασία σημαίνει καλός θάνατος, ανώδηνος γλυκός θάνατος. Υποστηρίζω λοιπόν ότι η ποιοτική παρηγορητική ανακουφιστική φροντίδα προσφέρει έναν όντως καλό θάνατο και απαλήφιαν πολύ στους λόγους για τους οποίους ο ασθενής αιτείται την εφτανασία. Το κυριότερο, δε, μεταβάλλει τον θάνατο από ένα αποκλειστικός βιοιατρικός συμβάν σε προσωπικό πνευματικό γεγονός. Μπορεί η πορεία προς τον θάνατο ενός ανθρώπου να αποκτήσει νόημα. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, ο λίγος χρόνος που απομένει σε έναν άνθρωπο που πάσχει από ανία την όσο να ζήσει μέχρι να πεθάνει, είναι ένας χρόνος που μπορεί να συμπυκνώσει μια απειρία εμπειριών. Δηλαδή, σχέσεις με τα αγαπημένα πρόσωπα του φιλικού και οικογενειακού περιβάλλοντος, αποχαιρετισμοί, συμφιλιώσεις, συγχωρήσεις, εκμυστηρεύσεις. Μικρές καθημερινές χαρές της ζωής, όπως το να παίξεις με το κατοικείδιό σου, να περιποιηθείς τα λουλούδια σου, να ακούσεις μουσική, να διαβάσεις ένα βιβλίο, να πας μια εκδρομή στη φύση. Αναμνήσεις. Μπορείς να αναπολύσεις τη ζωή σου, τις όμορφες και τις δύσκολες στιγμές της, να κάνεις έναν αναπολογισμό, να ανακαλέσεις αναμνήσεις με τη βοήθεια λευκωμάτων, βίντεο, φωτογραφιών. Και βέβαια, αν είσαι πιστός, να προσευχηθείς. Αυτό είναι το πρώτο χόσπις που δημιουργήθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Λονδίνο. Το περίφημο St. Christopher's. Από αυτή τη σπουδαία γυναίκα, από αυτή τη μεγάλη προσωπικότητα του 20ου αιώνα, τη Σίσυλι Σόντερς. Ήταν γιατρός και νοσηλεύτρια, η οποία υπήρξε προτεργάτητα του κινήματος των χόσπισης. Είναι αυτή που έβαλε σε νέες βάσεις την παρηγορητική και την ανακοφιστική φροντίδα. Και με το απόφευθεγμα αυτού του σπουδαίου ανθρώπου θα ήθελα να ολοκληρώσω την ομιλία μου. Έχεις σημασία διότι είσαι εσύ. Σημασία μέχρι το τέλος της ζωής σου. Θα κάνουμε όλα όσα μπορούμε, όχι μόνο για να σε βοηθήσουμε να πεθάνεις ειρηνικά, αλλά επίσης για να ζήσεις μέχρι να πεθάνεις. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. |