Διάλεξη 11 / Διάλεξη 11 / Διάλεξη 11

Διάλεξη 11: Στον κύκλο των Καπαδοκών Πατέρων είπαμε ότι ανήκουν και άλλα σημαντικά πρόσωπα, όπως είναι οι δύο Γρηγόριοι για τους οποίους θα μιλήσουμε σήμερα, ο Άγιος Γρηγόριος Νίσης και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ – ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=452ebd72
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 11: Στον κύκλο των Καπαδοκών Πατέρων είπαμε ότι ανήκουν και άλλα σημαντικά πρόσωπα, όπως είναι οι δύο Γρηγόριοι για τους οποίους θα μιλήσουμε σήμερα, ο Άγιος Γρηγόριος Νίσης και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, όπως και οι δύο Καπαδοκών Πατέρες, συνδέθηκαν με τα πρόσωπα με τους μεγάλους αυτούς πατέρες και ακολούθησαν την θεολογική τους διδασκαλία. Ο πρώτος για τον οποίον θα μιλήσουμε είναι ο Γρηγόριος Νύσης. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης. Και θα αναφερθούμε στον Γρηγόριο Νύσης αφενός μεν εξαιτίας της σπουδαιότητας του θεολογικού του έργου αφετέρονται λόγω της συγγένειας που είχε ο Γρηγόριος με το Μέγα Βασίλειο. Είχαμε πει ότι ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσης όπως και οι άλλοι Καπαδόκες πατέρες προέρχονταν από κάποιες εύπορες θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε αριστοκρατικές οικογένειες της Καπαδοκίας με πολυμελείς οικογένειες, πολλά αδέρφια, τα περισσότερα από τα αδέρφια της οικογένειας του Μεγάλου Βασιλείου από τα παιδιά που ανήκαν στην οικογένεια του πατέρα του, του Βασιλείου και οι περισσότεροι αναδείχτηκαν σε επισκόπους ή σε μοναχούς, κληρικούς, διαδραμάτησαν πολύ σημαντικό ρόλο και μνημονεύονται μέσα στα έργα τους όπως θα δούμε και σήμερα να συμβαίνει με τον Άγιο Γρηγόριο Νύσης. Υπήρξε λοιπόν αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο τρίτος κατά σειράν αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου. Το σημαντικό είναι ότι και αυτός όπως και ο Βασίλειος είχαν λάβει σημαντική παιδεία. Θα το δούμε αυτό και να συμβαίνει και στους άλλους μεγάλους πατέρες αυτής της περιόδου που είπαμε ότι ιδιαίτερα άσκησαν και χρησιμοποίησαν την ριτορική μέσα από τους κανόνες που ήσαν ήδη καθιερωμένοι στην αρχαία ριτορική μέσα στο πλαίσιο της διδασκαλίας της εκκλησίας και έτσι αναπτύχθηκε ο λαμπρός αυτός κλάδος της χριστιανικής ριτορικής, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή που χαρακτηρίζεται ως ο χρυσός αιώνας της χριστιανικής ριτορικής. Υπήρξε διδάσκαλος και ο ίδιος μετά τις σπουδές του στη ριτορική και στη φιλοσοφία κυρίως, διδάσκαλος της ριτορικής, ο ίδιος όμως δεν παρέμεινε άγαμος όπως ο αδερφός του και η μεγαλύτερη ο αδερφός του ο Βασίλειος και η μεγαλύτερη αδερφή τους η Μακρίνα που διατραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη πνευματική και θεολογική πορεία των αδερφών της και του Βασιλείου και του Γρηγορίου Νήσης. Έγαμος λοιπόν ο Γρηγόριος Νήσης νυφευμένος με την Θεοσέδεια περίπου ως το τέλος της, ως την περίοδο που συγκροτείται η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος. Βλέπουμε ότι ζει από το 335 έως το 395. Μακροβιότερος θα μπορούσαμε να πούμε σε σχέση με τον αδερφό του το Βασίλειο ο οποίος είπαμε ότι κοιμήθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία. Και βέβαια, το σημαντικότερο είναι ότι ζήκε, όπως θα δούμε, δρά κατά την περίοδο αυτήν την πολύ κρίσιμη περίοδο της συζητήσεως των μεγάλων θεολογικών θεμάτων που εξακολουθούν να ταλανίζουν την Εκκλησία σε σχέση με το τριαδολογικό ζήτημα. Τα θέματα τα οποία συνεχίζονταν να απασχολούν την Εκκλησία και μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο αλλά και άλλα θέματα τα οποία προέκυψαν στην συνέχεια. Παρά το γεγονός όμως ότι ήταν έγγαμος, ο Βασίλειος μετά την εκλογή του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Κεσαρίας, τον χειροτόνησε παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν εκχαρακτήρος άνθρωπος ο οποίος δεν ήθελε να αναλάβει ευθύνες εκπλησιαστικές. Τον χειροτόνησε επίσκοπο Νύσης. Η Νύσα ήταν μια μικρή κόμμη, ένα μικρό, μια μικρή ασήμαντη πόλη στην Καπαδοκία, ωστόσο βρισκόταν μέσα στην επαρχία, στην εκκλησιαστική επαρχία της Κεσάριας και σας είχα πει ότι ο Μέγας Βασίλειος φρόντισε να επανδρώσει όλες αυτές τις επισκοπές που περιστήχιζαν την Κεσάρια με ορθόδοξους επισκόπους για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτήν την λέλαπα του αρριανισμού η οποία έτινε να καταλάβει όλη την ευρύτερη περιοχή την επαρχία, δηλαδή την ρωμαϊκή επαρχία, την ρωμαϊκή διοίκηση της Καπαδοκίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε μετριοπαθής και παρέμεινε μετριοπαθής ως στην εκκλησιαστική του δραστηριότητα, ως λίγο πριν τη δεύτερη οικουμενική σύνοδο, όπως θα δούμε, ως το 379, παρά ταύτα το γεγονός ότι προερχόταν από την οικογένεια του βασιλείου, αυτό και μόνο, τον προσδιόριζε ως έναν στόχο των αρριανών και των φιλοαρριανών. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο συνελήφθη από τον διοικητή της επαρχίας του πόντου, τον δημοσθένιο ο οποίος ήταν φιλοαρριανός και παρέμεινε φυλακισμένος για κάποιο χρονικό διάστημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη ζωή του Γρηγορίου Νύσης το κομβικό σημείο, αυτό το οποίο άλλαξε την στάση του και την όλη του πορεία, την εκκλησιαστική του πορεία και την δραστηριότητά του μέσα στην εκκλησία ήταν ο θάνατος του αδερφού του, ο πρόωρος θάνατος του αδερφού του. Γι' αυτό αναμείχθηκε κυρίως στα εκκλησιαστικά ζητήματα με ενεργό τρόπο μετά την κίνηση, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Βασιλείου. Έτσι λοιπόν, 379, είπαμε ότι το 379 είναι το έτος θανάτου του Μεγάλου Βασιλείου, και το ίδιο έτος συγκαλείται μία σημαντική σύνοδος, τοπική σύνοδος στην Αντιόχεια. Οι σύνοδος της Αντιοχίας του 379 συγκλήθηκαν πολλές σύνοδοι στην Αντιόχεια, η σύνοδος όμως του 379 είναι αυτή κατά την οποία προς έκπληξη όλων ο μετριοπαθής και χωρίς ανάληψη πρωτοβουλιών Γρηγόριος αναδείχθηκε στο πιο δραστήριο μέλος της σύνοδου αυτής, η οποία είναι η πρώτη σύνοδος που καταδίκασε την διδασκαλία του απολυναρίου λαοδικίας, τον απολυναρισμό που είναι μία αίρεση η οποία εμφανίζεται στην περίοδο αυτή με τριαδολογικό περιεχόμενο όπως θα δούμε και χριστολογικό την σχέση του ζητήματα τα οποία αφορούν στην ανθρώπιση του Υιού του Θεού, τη σχέση του με την ανθρώπινη φύση. Κυρίως όμως δύο χρόνια αργότερα ο Γρηγόριος Νίσης είναι αυτός ο οποίος διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην δεύτερη οικουμενική σύνοδο, στη δεύτερη μεγάλη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Είναι η πρώτη σύνοδος της Κωνσταντινούπολης αλλά δεύτερη οικουμενική σύνοδο στο 381. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γρηγόριος υπήρξε δύο χρόνια μετά τον θάνατο του αδερφού του η ενσάρκωση της διδασκαλίας, της θεολογικής διδασκαλίας και της θεολογικής συμβολής του αδερφού του του Μεγάλου Βασιλείου στη σύνοδο αυτή. Στην ουσία ο Βασίλειος είχε προετοιμάσει μέσα από το θεολογικό του έργο αυτήν την θεολογική παρουσία των Ορθοδόξων και την επίλυση των θεολογικών ζητημάτων που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου, θέματα με τριαδολογικό περιεχόμενο όπως είπαμε στην ουσία αντιμετώπιση και πάλι των διαφόρων ομάδων των Αριανών αλλά πλέον και άλλων ομάδων ερετικών όπως ήταν η πνευματομάχη. Σας είχα πει και σας θυμίζω ότι ο Μέγας Βασίλειος είναι ο πρώτος ο οποίος συνέγραψε ένα συστηματικό έργο, μια συστηματική πραγματεία περί του Αγίου Πνεύματος, περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και τις θέσεις και τις σχέσεις του Αγίου Πνεύματος, τις θέσεις του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Αγία Τριάδα και τις σχέσεις με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Νευραλγικό κομβικό έργο για την Ορθόδοξη Πνευματολογία στο οποίο βασίζεται εν πολύ στην άγνοια του οποίου βασίζεται εν πολύ η προβληματική που αναπτύχθηκε ως προς την Πνευματολογία της Δυτικής Εκκλησίας και ο αποτέλεσμα αυτής της σημαντικής παρουσίας της πρωταγωνιστικού ρόλου του Αγίου Γρηγορίου Νύσης στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο είναι το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Πρώτος, ο Θεοδόσιος Ω, όπως μας είναι γνωστός σε σχέση με τον Θεοδόσιο τον Δεύτερο, τον Θεοδόσιο τον Μικρό, τον χαρακτήρησε ως τύπο ορθοδοξίας. Κάποια πρόσωπα χαρακτηρίστηκαν ως τύποι ορθοδοξίας. Δηλαδή η διδασκαλία τους αποτελούσε το κριτήριο της ορθόδοξης διδασκαλίας στην εποχή τους, στον χώρο στον οποίο δρούσαν. Και έτσι χαρακτηρίστηκε ως τύπος ορθοδοξίας στην επικράτεια της διοίκησεως του Πόντου, που είναι η διοίκηση εκείνης με την οποία συνόρρευε, είχε σχέση η επισκοπική του έδρα, η Νύσα. Αυτά πολύ σύντομα για τη ζωή του Γρηγορίου Νύσης για να κατανοήσουμε τα θέματα τα οποία σχετίζονται με το έργο, το πολύ σημαντικό έργο το οποίο παρίγαγε και ασφαλώς με τη θεολογία του. Να κατανοήσουμε τη θεολογία του μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε αυτό το ιστορικό θεολογικό πλαίσιο στο οποίο ανδρώθηκε και έζησε και έδρασε ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης. Ο Γρηγόριος όπως και ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος που θα δούμε στη συνέχεια εμφανίζεται εξίσου πολυγράφος, ένα πρόσωπο που έγραψε πάρα πολλά έργα, ίσως περισσότερα από τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, σίγουρα όμως πιο μεθοδικός και πιο συστηματικός στην πραγμάτευση των θεολογικών θεμάτων τα οποία εξετάζει στο συγγραφικό του έργο. Το θετικό αυτό στοιχείο της μεθοδικότητας δηλαδή και της συστηματικής αναπτύξεως των θεμάτων του στα έργα του, οφείλεται ασφαλώς στο γεγονός της έξωθενπεδίας, της θύραθενπεδίας που είχε λάβει ο Γρηγόριος όπως είπαμε και οι άλλοι Καπαδόκες πατέρες. Διακρίνεται λοιπόν ιδιαίτερα το έργο του, το συγγραφικό του έργο για το φιλοσοφικό βάθος το οποίο διαθέτει για το ιδιαίτερο ρητορικό ύφος και τα σχήματα λόγου, προσωπικά σχήματα λόγου τα οποία χρησιμοποιεί και βέβαια διακρίνεται και για την ιδιαίτερη γλώσσα του, για την ατικίζουσα γλώσσα, την ατικίζουσα διάλεπτο δηλαδή την οποία χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος Νίς που είναι μία μορφή της ελληνικής γλώσσας σε ένα υψηλότερο επίπεδο ακολουθώντας τους ατικούς ρύτορες, την ατική ρυτορική. Το σημαντικότερο θα μπορούσαμε να πούμε στοιχείο που διακρίνεται στο έργο του είναι καταρχήν ότι όπως και των άλλων πατέρων της εκκλησίας, σας θυμίζω ότι το αναφέραμε αυτό και στην περίπτωση του Μεγάλου Αθανασίου και στην περίπτωση του Μεγάλου Βασιλείου, το συγγραφικό του έργο εκκινεί από την ερμηνευτική, από την ερμηνεία των κειμένων της Αγίας Γραφής. Και είπαμε ότι η παρουσία των πατέρων μέσα στην ιστορία της εκκλησίας και στην πνευματική ιστορία της εκκλησίας και στη θεολογία της εκκλησίας είναι γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ιδιαίτερα σημαντική, διότι ερμηνεύουν τα γεγονότα της θείας οικονομίας. Έτσι λοιπόν η ερμηνεία αυτή ασφαλώς ξεκινάει από τα ίδια τα κείμενα, στα οποία καταγράφονται τα γεγονότα της θείας οικονομίας. Και γι' αυτό καταρχήν αναφέρουμε, μνημονεύουμε το ερμηνευτικό του έργο, αφετηριακό έργο στο οποίο ο Γρηγόριος Νύσης υιοθετεί μεν την τυπολογική μέθοδο, αλλά δεν εγκαταλείπει και την αλληγορική μέθοδο όπως θα δούμε σε αρκετά έργα του, ιδιαίτερα ένας θεολόγος ο οποίος προσπαθεί να κάνει αναγωγή των αισθητών στα νοητά. Σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ο θεολόγος, θα μπορούσαμε να πούμε, ο οποίος συστηματοποιεί τη διδασκαλία, τη θεολογία της χριστιανικής τελειότητας και θα δούμε ότι αναπτύσσει και μια τριλογία. Έχει τρία έργα που αναφέρονται στο ζήτημα αυτό της χριστιανικής τελειότητας ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης. Έτσι λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο, στην προσπάθειά του αυτή, υιοθετεί πολύ συχνά την αλληγορική μέθοδο, την πνευματική ερμηνεία των αλεξανδρεινών θεολόγων και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, με στόχο, με κατεύθυνση, να δημιουργήσει ακριβώς μια κλίμακα που θα οδηγήσει την εξέταση των αισθητών πραγμάτων, των φυσικών πραγμάτων στα υπέρ αισθητά και στα νοητά. Οι χαρακτηριστικά έργα της ερμηνευτικής του αυτής παραγωγής είναι το περί της κατασκευής του ανθρώπου, που είναι κάποιοι στίχοι από το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, τους οποίους δεν ερμήνευσε στους λόγους του στην εξαήμερο ο αδερφός του ο Μέγας Βασίλειος. Έχει παραλείψει να τους ερμηνεύσει κάπου από τον 24ο στίχο και μετά. Έχει λοιπόν αυτό το ιδιαίτερο έργο περί της κατασκευής του ανθρώπου, όπως επίσης και ένα άλλο πάρα πολύ σημαντικό έργο στο οποίο αναπτύσσει και την αθροκολογία, αλλά γενικότερα και την ορθόδοξη κοσμολογία, ο απολογητικός περί της εξαημέρου, που είναι ένα έργο το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε συμπληρώνει την εξαήμερο, την ερμηνεία στην εξαήμερο, τους εννέα λόγους στην εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, ο απολογητικός περί της εξαημέρου για να διευκρινίσει ζητήματα της διδασκαλίας, της ερμηνευτικής διδασκαλίας του αδερφού του, του Μ. Βασιλείου, για τα οποία κάποιοι σύγχρονοί του κατηγορούσαν ή μέμφονταν τις θέσεις του Μ. Βασιλείου στο σπουδαίο αυτό, όπως είπαμε, έργο του, στο θεμελιώδες έργο του, στην ερμηνεία στην εξαήμερο. Παρομοίως, το έργο του στην Επιγραφή των Ψαλμών, μάλιστα είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος, η αντεπιγραφάς των Ψαλμών, χρησιμοποιεί στο έργο αυτό, υιοθετεί την αλληγορική ερμηνεία, είναι ένα ζήτημα το οποίο επανέρχεται στην Θεολογική Γραμματεία της Πατερικής Περιόδου, η ερμηνεία των Επιγραφών των Ψαλμών, τι δηλώνεται στις Επιγραφές των Ψαλμών και ιδιαίτερα στην συνολική θεώρηση των Επιγραφών των Ψαλμών. Βλέπουμε ότι διαιρεί τους Ψαλμούς τα κείμενα του Ψαλτηρίου, την ενότητα αυτή των 150 Ψαλμών σε πέντε βιβλία, τα οποία αντιστοιχίζει κάθε μία ενότητα στις πέντε βαθμίδες ανόδου της ψυχής προς την χριστιανική τελειότητα. Δηλαδή ότι υπάρχει μια διέρεση, πενταμερής διέρεση, που κάθε μία ενότητα, κάθε ένα βιβλίο από τους Ψαλμούς όπως τους διαχωρίζει, αποτελεί μία κλίμακα που οδηγεί πνευματικά την ψυχή στην επόμενη κλίμακα και σταδιακά οδηγεί στην χριστιανική τελειότητα. Επίσης, πολύ σημαντικά τα έργα του, τα εξηγητικά έργα του στον Εκκλησιαστή και στο Άσμα των Ασμάτων ή στα Άσματα των Ασμάτων είναι ο τίτλος του έργου, όπου επίσης έχει ακριβώς αυτό το στοιχείο που είπαμε είναι χαρακτηριστικό στο συγγραφικό του έργο και στην θεολογική διδασκαλία, η αλληγορική αυτή παρουσίαση της πορείας της ψυχής προς τα νοητά, ασφαλώς με την υιοθέτηση της αλληγορικής μεθόδου του οργένη. Και ένα ακόμη έργο του στους μακαρισμούς, επίσης βλέπετε με μία επιμονή στις βαθμίδες, στην κλίμακα αυτή η οποία οδηγεί στην πνευματική τελείωση. Οι μακαρισμοί αποτελούν 15 βαθμίδες, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ονίσης, όπως εκθέτει την ερμηνεία τους στους μακαρισμούς επί του όρους ο Μιλία, αποτελούν 15 βαθμίδες οι οποίες οδηγούν σε μία ενιαία κλίμακα, μία ενιαία σκάλα δηλαδή, στην πνευματική τελείωση. Το πιο σημαντικό έργο του Γρηγορίου Ονίσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο λόγος κατηχητικός ομέγας. Ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο, διαιρούμενο σε τρία βιβλία, αποτελούμενο από τρία βιβλία, αποτιμάται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της Πατερικής Γραμματείας το έργο αυτό. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε διεξοδική παρουσίαση της χριστιανικής διδασκαλίας, ωστόσο είναι ένα ευσύνοπτο εγχειρίδιο θα μπορούσαμε να πούμε, στο οποίο εκθέτει όλη τη χριστιανική πίστη ο Άγιος Γρηγόριος Νίσης, δηλαδή και την θεολογία, την τριαδολογία, την χριστολογία, την οικονομία, δηλαδή τα θέματα τα οποία αφορούν στην ενανθρώπιση του Χριστού, την ανθρωπολογία και την κοσμολογία γενικότερα. Συστηματοποιημένη λοιπόν εμφανίζεται στο έργο του αυτό η χριστιανική διδασκαλία με έναν τρόπο επαναλαμβάνω συνοπτικό, δεν εκθέτει διεξοδικά όλα τα θέματα, αλλά με έναν συνοπτικό τρόπο εμφανίζει, παρουσιάζει ένα εγχειρίδιο δογματικής. Και μπορούμε να πούμε ότι σε σχέση και με το αντίστοιχο έργο του Αγίου Ιρηνέου Λιώνος, αλλά και με το περιαρχόν του Οριγένους, το έργο αυτό αποτελεί μια πιο όρημη διαπραγμάτευση και παρουσίαση της γενικότερης χριστιανικής διδασκαλίας. Στο συστηματικό λοιπόν το σύγγραμμα αυτό δογματικού θα μπορούσαμε να πούμε με τη σημερινή ορολογία χαρακτήρα, όπως είναι επίσης και τα τρία βιβλία του Αγίου Ριγορείου Νύσης, οι τρεις αντιρητικοί λόγοι του προς Ευνόμιον ή κατά Ευνομίου. Ο Ευνόμιος είναι ένας από τους πνευματομάχους ηγέτες αυτής της περιόδου, είναι ένας ερετικός θεολόγος ο οποίος έρχεται σε αντιπαράθεση με τον Μέγα Βασίλειο και στην ουσία συνεχίζει αυτήν τη θεολογική αντιπαράθεση που ξεκινάει από τον Μέγα Βασίλειο, αλλά που δεν είχε ολοκληρωθεί, τη συνεχίζει μέσα από αυτά τα τρία έργα του, μάλιστα στο τελευταίο έργο ανερεί ένα τελευταίο σύγραμμα του Ευνωμίου, το οποίο είχε γραφεί μετά τον θάνατο του Μεγάλου Βασιλείου και έτσι υπεραμείνεται της πνευματολογίας του Μεγάλου Βασιλείου. Επίσης με πνευματολογικό περιεχόμενο, όπως καταλαβαίνετε, το έργο του Περιαγιού Πνεύματος κατά Μακεδονιανών, στοιχεί στην θεολογική γραμμή, στις θεολογικές συντεταγμένες του Περιαγιού Πνεύματος έργου του Μεγάλου Βασιλείου, για να αντιμετωπίσει μια άλλη ομάδα πνευματομάχων, τους Μακεδονιανούς, ο Παδούς του Μακεδονίου Κωνσταντινουπόλεως, όπως επίσης με τριαδολογικό περιεχόμενο το έργο του, ελάσσαιονα έργα του, μικρότερης εκτάσσεως και μικρότερης εμβέλειας έργα του, περί του μη είναι τρεις θεούς, γιατί δεν διακρίνονται, και η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου και της πρώτης οικουμενικής συνόδου, του Μεγάλου Αθανασίου, δεν διακρίνει τα τρία πρόσωπα, όπως τους κατηγορούσαν οι αντίπαλοι τους σε τρεις θεούς, σε ιδεολατρία δηλαδή, αλλά υπάρχει ένα στοιχείο ενωπιώ στα τρία πρόσωπα, το οποίο δεν υπάρχει με την σύλληψη, δεν διαπιστώνεται με την σύλληψη, με την πρόσληψη των προσώπων στην ανθρώπινη φύση, όπως θα δούμε, το πραγματεύεται σε διάφορα έργα του ο Άγιος Γρηγόριος Νίης στο ζήτημα αυτό. Και επίσης ο αντιρητικός προς τα απολιναρίου. Είπαμε ότι ο απολινάριος είναι ένας ερετικός ο οποίος καταδικάζεται από τη Σύλλοδα της Αντιοχίας. Είπαμε ότι στην αντιμετώπιση του απολιναρισμού διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο μέσα από το θεολογικό έργο του ο Γρηγόριος Νίης, ανατρέποντας τη διδασκαλία του απολιναρίου. Εδώ τώρα, μετά από τα έργα αυτά που είδαμε, υπάρχει μια άλλη ομάδα έργων του που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε θεολογικά αλλά και πνευματικά, δηλαδή συγγράμματα τα οποία σχετίζονται με αυτό που ονομάζουμε ορθόδοξη πνευματικότητα, χριστιανική πνευματικότητα. Υπό την ψυχής και αναστάσεως ή μακρίνια ονομάζεται ένα πρωτότυπο έργο του. Βέβαια έχουμε και στην προγενέστερη γραμματεία έργα περί αναστάσεως. Είπαμε ότι ήδη από τους απολογητές, στα έργα των απολογητών συναντούμε το ζήτημα πραγμάτευση του ζητήματος της αναστάσεως των νεκρών. Εδώ έχουμε μια πρωτοτυπία ως προς την έκθεση των θεμάτων αυτών και μια εμβάθηση βέβαια στα θέματα αυτά. Αφού το έργο αυτό προέρχεται από μία σειρά συζητήσεων που είχε ο Γρηγόριος Νήσης με την αδερφή του Μακρίνα όταν την επισκέφτηκε, όταν βρισκόταν πλέον στην επιθανάτια κλίνη η αδερφή του και συζήτησαν τα θέματα αυτά. Αυτό παραδίδει υιοθετώντας τη λογοτεχνική μορφή, μορφολογικά τους πλατωνικούς διαλόγους συζητούν τα ζητήματα περί της ψυχής, περί της αναστάσεως των νεκρών και πολλών άλλων θεμάτων, εσχατολογικού κυρίως περιεχομένου φτάνοντας μέχρι το ζήτημα της αποκαταστάσεως των πάντων που είναι ένα από τα προβληματικά σημεία της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Νύσης έργο λοιπόν σε διαλογική μορφή που πρωταγωνιστούν στον διάλογο αυτό η Μακρίνα και ο Γρηγόριος. Και στο πλαίσιο αυτό ο Γρηγόριος θα πρέπει να μνημονεύσουμε ότι συνέγραψε και έναν εκτενή βίο της Μακρίνας της αδερφής του της Αγίας Μακρίνας η οποία είχε συγκροτήσει ένα γυναικείο κοινόβιο και το κείμενο αυτό το έργο αυτό αποτελεί θα μπορούσαμε να πούμε ένα πρότυπο γυναικίας μοναστικής βιογραφίας. Έχει γράψει δύο τέτοια πολύ σημαντικά αγιολογικά έργα ο Γρηγόριος Νύσης. Το ένα είναι ο βίος της Αγίας Μακρίνας και το άλλο είναι ο βίος του πνευματικού τους διδασκάλου του κατηχητή τους στην πίστη των Καπαδοκών Πατέρων του Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νέο Κεσαρίας. Και πολύ σημαντικό επίσης έργο του είναι το έργο Ιστονβίων Μωυσέως. Ένα μεγάλο έργο το οποίο αποτελείται από δύο βιβλία διακρίνεται σε δύο βιβλία από τον ίδιο τον Γρηγόριο και εδώ επίσης χρησιμοποιείται η αλληγορική ερμηνευτική μέθοδος για να παρουσιάσει την πορεία του Μωυσή ως την παρουσία του την εμφάνιση του Θεού γνώφου και την θέα του Θεού ως το πρότυπο του τελείου βίου. Βλέπετε εδώ έχουμε πάλι το στοιχείο αυτό της χριστιανικής τελειότητας που θα δούμε ότι απασχολεί συστηματικά όπως είπαμε το είδαμε και σε προγενέστερα έργα του θα υπάρχει και σε τρία ειδικά έργα του το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας. Πρότυπο λοιπόν του τελείου βίου με έναν αλληγορικό τρόπο ως πρότυπο του τελείου χριστιανικού βίου εμφανίζεται ο Μωυσής. Κατ' ανάλογο τρόπο με αλληγορικό τρόπο ερμηνεύει το ζήτημα της παρθενίας, της χριστιανικής παρθενίας ο Άγιος Γρηγόριος Νήσης ένα ειδικό σύγγραμμα του περί παρθενίας όπου κάνει αυτή την αλληγορική αναγωγή της ενίκησης όπως ενίκησε ο Υιός το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος στην παρθένο Μαρία, κατά παρόμοιο τρόπο ο άσαρκος λόγος του Θεού ενικεί στην παρθένο ψυχή. Υπάρχει λοιπόν αυτή η αλληγορική σύνδεση και η προβολή της παρθενίας και γενικότερα του καταχριστών βίου ως ένας προϋποθετικού στοιχείου για την αποδοχή της αληθούς θεολογίας. Δεν μπορεί να θεολογήσει κάποιος απλανός εάν δεν είναι ακριβώς δέκτης και δεν μετέχει, δεν είναι μέτοχος αυτής της καταχριστών ζωής. Και σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο τον απασχολεί είπαμε ιδιαίτερα η πρόοδος των χριστιανών προς την τελειότητα, συγγράφει αυτά τα τρία έργα του, τρία πολύ σημαντικά έργα του που συγκροτούν όπως είπαμε μία θρηλογία περί της πνευματικής, περί της χριστιανικής τελειότητας, περί του τι το χριστιανό όνομα ή επάγγελμα, προς τον αδελφό του Πέτρο, απευθύνεται με τη μορφή επιστολημέας πραγματείας, περί τελειότητος και ο οποίον δει είναι τον χριστιανό και περί του κατά Θεόν σκοπού και της καταλήθειαν ασκήσεως. Τρία πάρα πολύ σημαντικά έργα με εκτενή μορφή στα οποία πραγματεύεται και αναδεικνύεται μέσα από αυτά ως ένας από τους κατεξοχή θεολόγους της χριστιανικής τελειότητας ο Άγιος Γρηγόριος Νίσης. Και θα δούμε λίγο με έναν τρόπο συνοπτικό τις βασικές θεολογικές αρχές, τη βασική θεολογική διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νίσης. Είπαμε ότι ο ίδιος διαθέτει, όπως και οι άλλοι Καπαδόκες και οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας, διαθέτει έναν πολύ υψηλό φιλοσοφικό οπλισμό. Και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο επενδύει με αυτή τη φιλοσοφική γνώση, την λυπαρία αυτή γνώση της φιλοσοφίας που διαθέτει, επενδύει και τις θεολογικές έννοιες αλλά και προβάλλει την θείρα θεμπεδία, την θεωρή άγωνη κατά αυτήν, ότι δεν είναι δυνατόν να σώσει τον άνθρωπο η ξηρή γνώση των όντων του κόσμου, των αισθητών πραγμάτων, αλλά ως πολύ χρήσιμη όταν αυτή η έξω θεμπεδία χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο και εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια αναζήτησης και γνώσεως του Θεού. Χρησιμοποιεί λοιπόν και θεωρεί απαραίτητη την έξω θεμπεδία, την θείρα θεμπεδία, όπως βλέπουμε ότι επαναλαμβάνεται μία αρχή που καλλιεργείται ιδιαίτερα από τους Καπαδόκες Πατέρες και επαναλαμβάνεται και σε πολλούς μεταγενέστερους θεολόγους κατά την Βυζαντινή περίοδο, ως και στην εποχή των Ισυχαστών Πατέρων, διακρίνουν την θείραθεν από την καθημάς παιδεία αλλά θεωρούν απαραίτητη και την χρήση της θείραθεν και την λήψη της θείραθεν παιδείας. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που διακρίνει την θεολογία του Αγίου Γρηγορίου Νήσης, είπαμε, είναι οι διάφορες προσωπικές διατυπώσεις. Δηλαδή χρησιμοποιεί ο ίδιος όρους που διατυπώνονται για πρώτη φορά ή κυρίως όπως θα δούμε μέσα από την φιλοσοφική ορολογία των θείραθεν φιλοσόφων και βέβαια κάποιες φορές οδηγείται σε κάποιες παρεκκλήσεις από την παραδεδομένη διδασκαλία της εκκλησίας, όπως είναι το θέμα αυτό της αποκαταστάσεως των πάντων που είναι ένα από τα βασικά ζητήματα που θα μπορούσαμε να πούμε αμαύρωσαν κατά κάποιο τρόπο την πολύ μεγάλη θεολογική προσχωρά του Αγίου Γρηγορίου Νήσης σε σχέση με τους άλλους Καπαδόκες πατέρες. Η αφετηρία της θεολογίας του είναι ο αποφατισμός, η αποφατική θεολογία. Τι είπαμε είναι η αποφατική θεολογία, μιλήσαμε για την αποφατική θεολογία θα σας θυμίσω όταν αναφερθήκαμε στον κλίμεντα τον Αλεξανδρέα. Είπαμε ότι ο κλίμης ο Αλεξανδρέας είναι ο πρώτος ο οποίος θέτει το πλαίσιο της αποφατικής θεολογίας. Δηλαδή ο Θεός ως δημιουργός του ανθρώπου είναι ένα «ον» το οποίο δεν το γνωρίζουμε. Επομένως μπορούμε να τον προσδιορίσουμε ορίζοντας τι δεν γνωρίζουμε για αυτόν. Αυτή είναι λοιπόν η αποφατική θεολογία. Αλλά δεν σταματάει στην αποφατική θεώρηση του Θεού. Μέσα από την θεολογική γνώση οδηγείται στην γνώση του Θεού μέσα από τις ενέργειες του. Οι ενέργειες του Θεού, οι θείες ενέργειες είναι αυτές οι οποίες μας παρέχουν την τελειότερη κατάνθρωπον γνώση του Θεού. Όχι την πλήρη γνώση του Θεού αλλά την τελειότερη κατάνθρωπον γνώση του Θεού. Οι ενέργειες του Θεού. Και αυτές οι ενέργειες του Θεού καταλαμβάνονται από τον άνθρωπο δια της μετοχής στις θείες αυτές ενέργειες. Ως προς την τριαδολογία ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης ακολουθεί πιστά τις τριαδολογικές βάσεις, τις στέρεες τριαδολογικές βάσεις που έθεσε ο Μέγας Αθανάσιος ο βασικός υπέρμαχος της τριαδολογικής σκέψης της Εκκλησίας κατά τον τέταρτο αιώνα, ο βασικός θεμελιωτής της τριαδολογικής σκέψης του τέταρτο αιώνα. Εκείνο το οποίο όμως είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο Γρηγόριος Νύσης προσλαμβάνει μέσα από αυτήν την λυπαρή φιλοσοφική παιδεία την οποία διαθέτει προσλαμβάνει φιλοσοφικούς όρους όπως είναι οι αριστοτελικοί όροι, οι αριστοτελικές έννοιες πρώτη ουσία και δεύτερη ουσία, δεύτερες ουσίες, προσλαμβάνει λοιπόν αυτούς τους όρους και τους μεταφέρει στην τριαδολογική διδασκαλία της Εκκλησίας για να χαρακτηρίσει ως πρώτη ουσία το αυτοίπαρκτο όν, το θείο δηλαδή, τον θεό, ως δεύτερες ουσίες, ως πρώτη ουσία το αυτοίπαρκτο όν με την έννοια των προσώπων της Αγίας Τριάδος ενώ ως δεύτερη ουσία την κοινή φύση, την κοινή φύση δηλαδή την θεότητα, την θεία φύση. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο το οποίο επαναλαμβάνεται στα δογματικά έργα του Αγίου Γρηγορίου Νύσης. Ο θεός λοιπόν συνίσταται από τρεις πρώτες ουσίες και από μία δεύτερη ουσία. Είναι κοινή, είπαμε, η κοινή φύση, η δεύτερη ουσία είναι μία, οι πρώτες ουσίες, δηλαδή οι αυτοίπατες εκφράσεις του Θεού, τα τρία πρόσωπα, είναι τρεις. Εκείνο όμως το στοιχείο το οποίο έρχεται να προσθέσει σε αυτήν την προτότυπη, θα μπορούσαμε να δούμε, την προσωπική συμβολή του στην τριαδολογική διδασκαλία της Εκκλησίας, με αυτόν τον φιλοσοφικό χρωματισμό ο Γρηγορίος Νύσης, είναι ότι έρχεται να προσθέσει το ζήτημα της ενιαίας, των ενιαίων ενεργειών του Θεού απέναντι στους αντιπάλους του, οι οποίοι υποστήριζαν ότι κατ' αυτόν τον τρόπο, όπως για τον άνθρωπο έχουμε οι πρώτες ουσίες που είναι τα διαφορετικά ανθρώπινα πρόσωπα, κάθε ένας από εμάς, συνεπάγονται και διαφορετικές ενέργειες, κατά συνέπεια έχουμε σχάσει αυτών των προσώπων, δεν έχουμε το τρισιπόστατο, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσης διευκρινίζει ότι στο Θείο, στην Θεότητα, αυτές οι τρεις πρώτες ουσίες έχουν ενιαίες κοινές ενέργειες, ενιαίες ενέργειες, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, δεν διαφοροποιούνται δηλαδή ως προς τις ενέργειές τους, προέρχονται οι ενέργειές τους και από τα τρία πρόσωπα και από τις τρεις αυτές πρώτες ουσίες. Επίσης, πολύ σημαντική είναι η ανθρωπολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσης, χρησιμοποιώντας και εδώ φιλοσοφικά στοιχεία, ένα φιλοσοφικό πρώτο, μια φιλοσοφική πρώτη ύλη στην ανθρωπολογία του, είναι από τους πρώτους θεολόγους οι οποίοι μιλούν και προβάλλουν τον άνθρωπο ως τη συνισταμένη και το νόημα όλης της δημιουργίας. Δηλαδή ο άνθρωπος αποτελεί την μεσότητα των κόσμων. Η χαρακτηριστική του φράση είναι ότι ο άνθρωπος είναι διπλούς κόσμος και αισθητός και νοητός. Και εδώ σχετίζεται με τη χωριστική ανθρωπολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσης, κάνει ιδιαίτερα λόγο στην ιδιαίτερη θέση της ψυχής. Αυτή λοιπόν η διδασκαλία που θέτει στο επίκεντρο της δημιουργίας των άνθρωπον, που διατυπώνεται από τους Καπαδόκες Πατέρες και από τον Γρηγοριο Νύση και από τον Γρηγόριο Θεολόγο και καλλιεργείται και από άλλους μεταγενέστερους πατέρες της εκκλησίας, ιδιαίτερα από τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και στα αραιοπαγητικά συγγράμματα των 7ου αιώνα, ονομάζεται Ανθρωπική Αρχή. Είναι μια ιδιαίτερη διδασκαλία στην ορθόδοξη ανθρωπολογία που ονομάζεται Ανθρωπική Αρχή. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι διπλούς κόσμος. Είναι μέσος των δύο κτίσεων, της νοϊκής και της υλικής κτίσεως. Και σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και του θείου κόσμου είναι η ίδια η ψυχή του ανθρώπου, την οποίαν τη χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος Νύσης ως εικόνα του Θεού, είναι εικόν του Θεού και ως ομοίωμα του Θεού. Είναι όροι που χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος Νύσης. Είδαμε όμως ότι αλλού οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται και διαφορετικά. Στον Μέγα Θανάσιο ο όρος εικόν του Θεού χρησιμοποιείται για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, για τον Ιώκε Λόγο του, για τον Λόγο του Θεού. Ο Λόγος είναι εικόν, εντάξει, εικόν του Θεού. Και μπορούμε να πούμε λοιπόν, ανακεφαλαιώνοντας, ότι το θεολογικό έργο, η Θεολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσης, συνδέει, αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ της προγενέστερης Αλεξανδρυνής Θεολογίας, την οποίαν είπαμε ότι παρέλαβαν και χρησιμοποίησαν, καλλιέργησαν με επικοδομητικό τρόπο οι Καπαδόκες Πατέρες. Η Θεολογία δηλαδή του Κλίμεντα και κυρίως του Οριγέννη και της μεταγενέστερης Μυστικής Θεολογίας, όπως αυτή εμφανίζεται στην πιο χαρακτηριστική μορφή της στα αραιοπαγητικά συγγράμματα, αρκετά αργότερα στις αρχές του 7ου αιώνα είναι η περίοδος, κατά την οποίαν θα δείτε ότι χρονολογούνται αυτά τα ψερδεπίγραφα κείμενα, αλλά πολύ σημαντικά για την Θεολογία της Εκκλησίας που ονομάζονται αραιοπαγητικά συγγράμματα. Πολύ γρήγορα θα περάσουμε στην παρουσίαση του τρίτου σημαντικού πατέρα του κύκλου των Καπαδοκών, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας από τους πλέον επιφανείς πατέρες της Εκκλησίας, διαδραμάτησε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο με το θεολογικό του έργο και με την εκκλησιαστική του δραστηριότητα. Ένας από τους λίγους χριστιανούς συγγραφείς στους οποίους η Εκκλησία απέδωσε το προσωνήμιο Θεολόγος, ο Άγιος Ιωάννης, ο μαθητής του Χριστού, ο Θεολόγος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και εν συνεχεία ο Σημεών ο Νέος Θεολόγος πολύ αργότερα τον 11ο αιώνα, εμφανίζεται και ένας τέταρτος Θεολόγος αργότερα τον 11ο αιώνα και τον 14ο αιώνα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επίσης χαρακτηρίζεται ο Νέος Θεολόγος. Και θα δούμε γιατί του αποδόθηκε αυτό το προσωνήμιο του Αγίου Γρηγορίου. Γεννημένος και αυτός στην Καπαδοκία, στην Καπαδοκική γη, στην Αριανζο, σε μια κόμι, σε ένα χωριό της Καπαδοκίας από εύπορους επίσης γονείς. Η μητέρα του, η Εμέλεια, τον ιδιαίτερα φρόντισε για την χριστιανική του παιδεία, αλλά οι γονείς του φρόντισαν και για τις σπουδές του, για την πρόσληψη των καλύτερων δυνατών, την πραγματοποιήση των καλύτερων δυνατών σπουδών στην εποχή του. Ο ίδιος διακρινόταν ιδιαίτερα για την φιλομάθειά του και γι' αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στην Κεσάρια της Καπαδοκίας, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, αλλά μέσω της Αλεξάνδριας, της Κατηχητικής και Θεολογικής Σχολής της Αλεξάνδριας, οδηγήθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις φιλοσοφικές τους σπουδές. Η Αθήνα αποτελεί την περίοδο αυτή ως την εποχή του Ιουστινιανού ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο κέντρο, ανώτερων σπουδών και ιδιαίτερα σπουδών στην φιλοσοφία στον αρχαίο κόσμο. Εκεί λοιπόν εταβαίνει, όπως και ο Μέγας Βασίλειος είπαμε, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ιδιαίτερα καλλιέργησε η παρουσία τους στην Αθήνα τα χρόνια κατά τα οποία παρέμειναν εκεί ως φοιτητές, καλλιέργησε και σφυριλάτισε αυτήν την μοναδική φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δυο αυτούς μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας. Παρέμεινε, παρά το γεγονός ότι είχαν συμφωνήσει μετά τις σπουδές τους να επιστρέψουν και να επιδοθούν σε άσκηση με τον Βασίλειο, παρέμεινε ο ίδιος, δεν ακολούθησε τον Βασίλειο κατά την επιστροφή του στη γενέτειρά τους, αλλά παρέμεινε στην Αθήνα όχι μόνο ως φοιτητής, αλλά και ως δάσκαλος της φιλοσοφίας και της ρητορικής για να επιστρέψει τελικά το 358. Εγκαταλείπει μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το διδασκαλικό του έργο και επιστρέφει το 358 στην Καπαδοκία. Εκείνο το οποίο ιδιαίτερα διακρίνει, χαρακτηρίζει τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο είναι αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του, ο ιδιαίτερος προσωπικός του χαρακτήρας, τον χαρακτηρίζει για παράδειγμα ιδιαίτερα και τον ακολουθεί σε διάφορες περιόδους της ζωής του αυτή η διάθεση για φυγή, για εγκατάληψη του κόσμου ακόμη και σε πολύ κρίσιμες περιόδους, όπως είναι η περίοδος κατά την οποία ο ίδιος προήδρευε στην Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Επιστρέφει λοιπόν στην Καπαδοκία και από εκεί στον πόντο, στα όρια πόντου και Καπαδοκίας. Επισκέπτεται και παραμένει ως ασκητής μαζί με τον φίλο του τον Βασίλειο στο οικογενειακό ησυχαστήριο το οποίο είχε η οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου εκεί και άλλα μέλη της οικογένειάς τους όπως γνωρίζουμε παρέμεναν εκεί ασκούμενοι και είναι μια από τις πλέον παραγωγικές στην κνευματική τους σπορία περιόδους, αυτή η περίοδος που είπαμε ότι είναι η περίοδος κατά την οποία ανέπτυξαν ιδιαίτερα και την δημιουργία αυτής της συλλογής θεολογικών έργων από τα συγγράμματα του Οριγέννη, της φιλοκαλίας του Οριγέννη. Τελικά μετά την εκλογή του Μεγάλου Βασιλείου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κεσάριας τοποθετείται και ο Γρηγόριος εκλέγεται επίσκοπος Σασίμων μιας άσημης επίσης κόμις ενός άσημου χωριού στην Καπαδοκία τοποθετείται και τοποθετείται παρά τις αντιδράσεις του επίσκοπος Σασίμων από τον Μέγα Βασίλειο το 372. Εκείνο όμως το σημείο το οποίο είναι το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι όπως και στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου Νήσης ο θάνατος του προτεργάτη θα μπορούσαμε να πούμε αυτού του σημαντικού θεολογικού ρεύματος που ονομάζεται Καπαδοκική Θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου επέφερε την ενεργοποίηση και την δραστηριοποίηση και του Γρηγορίου Νήσης όπως είδαμε αλλά και του Γρηγορίου του Θεολόγου ο οποίος το 379 συμμετέχει επίσης και αυτός στη Σύνοδο της Αντιοχίας κατά του Απολιναρίου και μάλιστα από τη Σύνοδο αυτή εκλέγεται νέος Αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινού Πόλεως. Η Κωνσταντινού Πόλη δεν διαθέτει ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο την περίοδο αυτή και αναλαμβάνει, αναθέτει η Σύνοδος της Αντιοχίας στον Γρηγόριο να εργαστεί στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους την Κωνσταντινού Πόλη να εργαστεί για να επαναφέρει τους χριστιανικούς πληθυσμούς, τους χριστιανούς της πόλης, της πρωτεύουσας στην ορθόδοξη πίστη. Γι' αυτό μπορούμε να πούμε ότι το έργο του κατά κύριο λόγο υπήρξε, θα μπορούσαμε να πούμε, ιεραποστολικό παράπημαντικό. Δηλαδή εργάστηκε κυρίως για να επαναφέρει όλους αυτούς τους ερετικούς που ζούσαν στην Κωνσταντινού Πόλη και πραγματικά το πέτυχε, είχε μια αλλαγή να αλλάξει αυτό το αρνητικό κλίμα, το οποίο υπήρχε στην Κωνσταντινού Πόλη κατά την άφιξή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν, για να αντιληφθούμε την κατάσταση που επικρατούν στην Κωνσταντινού Πόλη με τον φιλοαριανό αυτοκράτορα τον Άλεντα, όταν ο Γρηγόριος έφτασε στην Κωνσταντινού Πόλη, μη αναγνωρισμένος ως αρχιεπίσκοπος βέβαια από τους αρριανούς που είχαν κυριεύσει, είχαν επικρατήσει και κατήχαν όλους τους ναούς της Κωνσταντινού Πόλης, δεν είχε ναό για να λειτουργήσει. Και θεμελίωσε έναν πρώτο ναό, αρχικά σε μια ιδιωτική οικία και θεμελίωσε έναν πρώτο ναό, το Ναό της Αναστασίας, όπως τον χαρακτηρίζει στον συντακτήριο λόγο του και σε άλλα έργα του, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και αυτός ο Ναός και ο Άμβωνας, το κήρυγμά του, αποτέλεσε το ορμητήριο μέσα από το οποίο μετέστρεψε στην ορθόδοξη πίστη τους ερετικούς της Κωνσταντινού Πόλης. Αυτό λοιπόν γίνεται μετά το 379 για να φτάσουμε στο 381, όταν συγκαλείται στην πόλη, αποτελεί ένα φιλικό σημείο στην ιστορία και στην πνευματική πορεία αυτής της σημαντικής θεολογικής έρηδας, το γεγονός ότι λίγο πριν από τη σύγκληση της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου ανέρχεται στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Θεοδώσιος ο Πρώτος, ο οποίος είναι προσκύμενος στην ορθοδοξία και ασφαλώς αντιλαμβάνεστε ότι αυτό το γεγονός αποτέλεσε ένα κρίσιμο στοιχείο για τη σύγκληση της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη και την αλλαγή πλέον της δυσμενούς αυτής καταστάσεως που υπήρχε εις βάρος των Ορθοδόξων. Έτσι λοιπόν η Δεύτερη Οικουμενική Συνόδος είναι αυτή η οποία επισημοποίησε την εκλογή του Γρηγορίου ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινούπολεως από τη Σύνοδο της Αντιοχίας. Μάλιστα για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Γρηγόριος διετέλεσε και πρόεδρος της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου μετά τον θάνατο του Αγίου Μελετήου Αντιοχίας μιας σπουδαίας θεολογικής φυσιογνωμίας ωστόσο οι χειρισμοί του Γρηγορίου του Θεολόγου δεν υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχείς με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλη δυσφορία μεταξύ των επισκόπων οι οποίοι συμμετείχαν, δεν ήταν μόνον Ορθόδοξοι, ήταν και πάρα πολύ Αριανοί, πνευματομάχοι επίσκοποι οι οποίοι βρίσκονταν στη Σύνοδο αυτή και τελικά η κατάσταση αυτή η οποία προκλήθηκε οδήγησε στην Δεύτερη Φυγή του είπαμε η πρώτη φυγή του ήταν το 358 από την Αθήνα όταν εγκαταλείπει το διδακτικό του έργο η δεύτερη και πιο ουσιαστική φυγή του είναι αυτή όταν εγκαταλείπει την θέση του ως προέδρου αλλά και την επισκοπική του έδρα και επιστρέφει στον πόντο τότε συντάσει αυτό το σπουδαίο έργο και ένα μνημείο της θεολογίας αλλά και της ιστορίας της προσωπικής ιστορίας του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου τον συντακτήριο λόγο του προς τους επισκόπους που είναι ένα απολογητικό κείμενο ένας απολογητικός λόγος στον οποίο εκθέτει τους λόγους που τον οδήγησαν στο να αποφασίσει τελικά να αποσυρθεί στην άσκηση στην προσφυλή σε αυτόν άσκηση και στην μόνωση και καταγράφει εν ήδη μιας ενός απολογισμού καταγράφει όλα αυτά τα πνευματικά επιτεύγματα του από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του που εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τη στιγμή της αναχωρήσεως του ένας απολογισμός εξαιρετικά σημαντικός ασφαλός ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος χριστιανός ρίτορας είπαμε ότι είναι ένας από τους βασικούς από τα πρόσωπα εκείνα τα οποία θεμελίωσαν την εκκλησιαστική ριτορική, τη χριστιανική ριτορική με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζουμε την περίοδο αυτή ως τον χρυσό αιώνα της εκκλησιαστικής, της χριστιανικής ριτορικής μάλιστα ο Γρηγόριος χαρακτηρίζεται από κάποιους μεταγενέστερους συγγραφείς ως ο χριστιανός δημοσθένης σπουδαίο το ριτορικό του έργο μέσα από τις ομιλίες του μας έχουν σωθεί 45 λόγοι του πάρα πολύ σημαντικοί οι οποίοι επαναλαμβάνονται σε εκατοντάδες χειρογράφων και το έργο του απετέλεσε θα μπορούσαμε να πούμε την βάση εκείνη πάνω στην οποία πατά όλη η μεταγενέστερη εκκλησιαστική ριτορική όλων των επόμενων αιώνων και σε όποια ομιλία εάν θα αναζητήσουμε ύχνη των λόγων της ριτορικής του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου θα βρούμε πάρα πολλά τέτοια στοιχεία πλήθος στοιχείων ακόμη και στις ομιλίες των ησυχαστών πατέρων του 14ου αιώνα και του 15ου αιώνα αλλά ακόμη και των μεταγενεστέρων αιώνων της τουρκοκρατίας διαδραμάτησε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο επηρέασε καταλυτικά την ομιλητική γραμματεία της εκκλησίας με τους λόγους των αυτούς που ανήκουν οι περισσότεροι στους λεγόμενους αναγινοσκόμενους λόγους δηλαδή αποτελούσαν αναγνώσματα, οι λόγοι αυτοί καθιερώθηκαν ως αναγνώσματα και στις μοναστικές κοινότητες αλλά ακόμη και εκτός της εκκλησίας δηλαδή στις επίσημες εορτές της εκκλησίας αναγινώσκονταν οι λόγοι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Πολύ σημαντική λοιπόν η επίδραση αυτών των λόγων όχι μόνο ως προς την ομιλητική και την πανηγυρική έκφραση αυτών των λόγων αλλά και ως προς το θεολογικό τους βάθος δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς τους λόγους διακρίνονται ιδιαίτερα για το θεολογικό τους βάθος όπως θα δούμε εδώ πέρα κυρίως από τους επίταφοιους από τους θεολογικούς λόγους τους, τους πέντε θεολογικούς λόγους που είναι αυτοί οι οποίοι προσέδωσαν και την προσωνημία του Θεολόγου στον Άγιο Γρηγόριο. Χαρακτηρίζεται ως Γρηγόριος ο Θεολόγος λόγω αυτών των πολύ σημαντικών θεολογικών του λόγων που εκφωνήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 380 πριν δηλαδή από την δεύτερη οικουμενική σύνοδο και θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν τη σημαντικότερη ομάδα θεολογικών έργων στα οποία εκτίθεται με τον πιο ακριβή τρόπο η τριαδολογία της Εκκλησίας. Είναι οι πιο ακριβείς θεολογικά πραγματίες που έχουμε από την περίοδο αυτή σε σχέση με την εκκλησιαστική τριαδολογία. Οι πέντε θεολογικοί λόγοι του Αγίου Γουριγούριου του Θεολόγου. Πολύ σημαντικός ασφαλώς ο επιτάφειος λόγος του στον φίλο του τον Μέγα Βασίλειο τον οποίο εκφώνησε όταν εγκατέλειψε την Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο και επέστρεψε στον πόντο. Εκφωνεί αυτό το μοναδικό μνημείο τον επιτάφειο λόγο του στον Μέγα Βασίλειο. Ή στη λιτευτική του στον Ιουλιανό. Γνωρίζουμε ότι και ο Βασίλειος και ο Γρηγόρεος ο Θεολόγος υπήρξαν συμμαθητές και συμφιλητές με τον Ιουλιανό και στην Κεσάρια τον Ιουλιανό τον Παραβάτη αυτόν τον συγγενή του μεγάλου Κωνσταντίνου ο οποίος αναλαμβάνει και τα ηνεία της Αυτοκρατορίας για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα μετά το 361. Η στη λιτευτική στον Ιουλιανό ο οποίος προσπάθησε να επαναφέρει την αρχαία ιδολολατική θρησκεία αλλά και άλλοι λόγοι του όπως είναι ο λόγος του, ο πολύ σημαντικός λόγος του στα Θεοφάνια η γενέθλια του Σωτήρος. Τον μνημονεύω αυτόν και λόγω της εγκύτητός μας στις εορτές αυτές του Αγίου 12 ημέρου γιατί είναι και αυτός αλλά και άλλοι λόγοι του αποτέλεσαν πηγή, αυτούσια πηγή για τη μεταγενέστερη υμνογραφία. Ο λόγος του αρχίζει Χριστός γεννάτε δοξάσατε και χρησιμοποιήθηκαν ακριβώς οι λόγοι του Αγίου Ουρυγορίου του Θεολόγου στην υμνογραφία των Χριστουγέννων. Χριστός γεννάτε δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επ' γης υψόθητε. Έτσι ξεκινάει ο λόγος αυτός του Αγίου Γρηγορίου στα Θεοφάνια αλλά και πολλοί άλλοι λόγοι του οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως πρωτογενές υλικό από τους μεταγενέστερους υμνογράφους τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκινό, τον Κοσμά τον Μελωδό και άλλους υμνογράφους στη συνέχεια για τα έργα τους, τους κανόνες τους οποίους συνέθεσαν στις δεσποτικές εορτές που είναι κατεξοχήν υμνογραφικές συνθέσεις μέσα από τις οποίες μεταφέρεται η θεολογία όπως διατυπώνεται από τους πατέρες της εκκλησίας μέσα στην λατρεία της εκκλησίας. Επίσης πολύ σημαντικό υπήρξε το επιστολογραφικό του έργο σημαντικός συντάκτης επιστολών όπως και ο Μέγας Βασίλειος που είπαμε ότι εκείνος έχει ακόμη μεγαλύτερο αριθμό σχεδόν τις διπλάσιες επιστολές του Μεγάλου Βασιλείου μας παραδίδονται σε σχέση με τον Γρηγορίου Βουθαιολόγου περίπου 200 επιστολές του στις οποίες θύγονται πάρα πολλά θέματα και αποτελούν πολύτιμη πηγή και για τη γνώση μας γύρω από το πρόσωπο από την δράση του Αγίου Γρηγορίου Βουθαιολόγου αλλά και γύρω από τα θεολογικά θέματα τα οποία πραγματεύεται στις επιστολές του και κυρίως τα 400 ποιήματά του. Σε αυτό το σημείο θα επιμείνουμε ιδιαίτερα στο ζήτημα αυτό γιατί ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αποτελεί τον μεγαλύτερο χριστιανό ποιητή. Είπαμε ο σημαντικότερος χριστιανός ρήτορας αλλά και ο μεγαλύτερος χριστιανός ποιητής είναι το πρόσωπο εκείνο που κατεξοχήν καλλιέργησε το είδος της προσωπικής θρησκευτικής ποιήσης. Όχι της υμνογραφίας. Είπαμε ότι απετέλεσε πηγή για την λειτουργική υμνογραφία. Αυτά είναι δύο είδη παράλληλα τα οποία όμως είναι διακριτά και δεν σας λέω περισσότερα γιατί θα τα δείτε και στο μάθημα της υμνογραφίας όταν θα διδαχτείτε την υμνογραφία. Είναι άλλη η προσωπική θρησκευτική ποιήση δηλαδή κανένα από τα ποιήματά του δεν χρησιμοποιήθηκε, δεν εισήλθε στην υμνογραφία της εκκλησίας αλλά αποτελούν έκφραση των προσωπικών θρησκευτικών διωμάτων του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου μέσα από έπει, από θρύνους, μονοδίες και πάρα πολλά επιγράμματα τα οποία μάλιστα πολλά από αυτά τα τετράστιχα, τα μονόστιχα, έπειτα, επιγράμματα του, ιδίως τα επιτάθεια επιγράμματα, τα 12 επιτάθεια επιγράμματα του σχολιάστηκαν από μεταγενέστερους βυζαντινούς θεολόγους, μεταγενέστερους βυζαντινούς σχολιαστές από τον Κοσμά, τον Μελωδό και μετά τον Κοσμά Ιεροσολίμων που χαρακτηρίζεται στις πηγές μάλιστα είναι ο πρώτος ο οποίος χαρακτηρίζεται ως φύλο Γρηγόριος ο Κοσμάς δηλαδή ιδιαίτερος, ιδιαίτερα ο παδός του έργου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Και βέβαια επισημαίνω ιδιαίτερα από τα ποιηματά του αυτά μια ομάδα αρκετών ποιημάτων που επηγράφονται επί εις εαυτών που αποτελούν θα μπορούσαμε να πούμε μια αυτοβιογραφία πολύ σημαντική του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου όπου εκθέτει και τις καταστάσεις, τις ψυχικές καταστάσεις και εντάσεις που έζησε σε όλην αυτήν την περίοδο. Και πολύ σύντομα για την θεολογία, την θεολογική προσφορά του έργου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου το πιο σημαντικό στοιχείο είναι αυτό το οποίο ήδη σας επεσήμανα ότι μέσα κυρίως από τους πέντε θεολογικούς του λόγους αλλά και από άλλα συγγράμματα του είναι ο πατέρας εκείνος της εκκλησίας ο οποίος εκθέτει με τον πλέον ακριβή τρόπο την τριαδολογία της εκκλησίας ιδιαίτερα τονίζει την ταυτότητα του πατέρα με τον ιό όσα έχει ο πατήρ είναι και του ιού με μία μόνο διάκριση πλιν του αιτίου. Επίσης όσα έχει ο ιός είναι και του Αγίου Πνεύματος, έχει και το Άγιο Πνεύμα εκτός από την ιότητα και κυρίως το στοιχείο των διακρίσεων των προσώπων που εισαγάγει στην θεολογία του ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος των τριών αυτών όρων αγένητων γεννητών και εκπορευτών για τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Αγένητος ο πατήρ γεννητός ο ιός έχει αίτιο τον πατέρα και εκπορευτό το Άγιο Πνεύμα. Μάλιστα οι δύο πρώτοι όροι ο όρος αγένητος και γεννητός έχουν χρησιμοποιηθεί και από προγενέστερους θεολόγους και από τον Μέγα Αθανάσιο και από τον Οριγένη. Ο όρος όμως εκπορευτών για το Άγιο Πνεύμα εισάγεται για πρώτη φορά από τον Άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο στους θεολογικούς του λόγους. Πάρα πολύ σημαντική εκτός της τριαδολογίας του η χρηστολογία του. Και προσέξτε είμαστε στο μετέχμιο που περνάμε την εποχή αυτή από τις χρηστολογικές συζητήσεις του 5ου αιώνα, τις μεγάλες χρηστολογικές συζητήσεις. Είναι λοιπόν πολύ σημαντική η χρηστολογία του, κατεξοχήν μια θεολογία η οποία εκπηγάζει από την ανάγκη αντιμετωπίσεως της χρηστολογικής αιρέσεως του απολιναρισμού, της χρηστολογικής αιρετικής διδασκαλίας του απολιναρίου, αλλά αυτό το οποίο έχει μεγάλη σημασία είναι ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος συνδέει τη χρηστολογία, τη χρηστολογική αυτή δασκαλία με την τριαδολογία. Δεν είναι διακριτή η αναφορά στα ζητήματα στην χρηστολογία, δηλαδή στα θέματα της οικονομίας, της ενανθρωπίσεως δηλαδή του Λόγου του Θεού από την τριαδολογία, από την αναφορά μας στις σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Και εισάγει στο πλαίσιο αυτό της χρηστολογίας του τη χαρακτηριστική φράση που επαναλαμβάνεται πάρα πολύ συχνά και στα πρακτικά των μεταγενέστερων οικουμενικών συνόδων, ιδιαίτερα στους χρηστολογικούς συνόδους του 5ου αιώνα, η χαρακτηριστική φράση «το απρόσληπτο και αθεράπευτο» προσέλαβε τον πλήρη άνθρωπο ο Χριστός. Ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε την πλήρη ανθρώπινη φύση. Όχι μόνο την ψυχή, δεν εισήλθε μόνο στην ψυχή όπως δίδασε και ο Απολινάριος, στην ψυχή ενός ανθρώπου, αλλά προσέλαβε την πλήρη ανθρώπινη φύση. Γιατί αυτό? Διότι το απρόσληπτο είναι και αθεράπευτο. Εάν δεν προσέλαβανε την πλήρη ανθρώπινη φύση, δηλαδή και το σώμα και την ψυχή, και το ανθρώπινο σώμα και την ανθρώπινη ψυχή, δεν θα μπορούσε να θεραπευτεί από την αμαρτία ο πλήρης άνθρωπος, ο όλος άνθρωπος. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιεί λοιπόν αυτήν τη χαρακτηριστική φράση, αυτό το οποίο προσέλαβε αυτό και θεράπευσε ο Χριστός. Προσέλαβε λοιπόν τον πλήρη άνθρωπο. Η ανθρωπολογία του είναι επίσης χωριστική και δηλαδή της ψυχής εκθέτει ιδιαίτερα τα θέματα τα οποία αφορούν στην ανθρώπινη ψυχή σε σχέση με το σώμα του ανθρώπου και είναι, όπως και στην περίπτωση του είδαμε του Αγίου Γρηγορίου Νύσης, δημιουργημένη από την οριγενιστική ανθρωπολογία διακρίνοντας μάλιστα τρία στάδια στην ανθρωπολογία του, στην ιστορία του ανθρώπου ο Γρηγορίος Νύσης, το στάδιο της ειδωλολατρίας, το πρώτο στάδιο, το στάδιο του νόμου, την περίοδο του νόμου που είναι η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης και την περίοδο της οικονομίας και της τελειώσεως, της τελειώσεως του σχεδίου του Θεού, της θείας οικονομίας. Αυτά πολύ σύντομα για τη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που αποτελεί ένα βασικό πυλώνα στην θεολογική διδασκαλία των μεταγενεστέρων περιόδων και στην κρίσιμη περίοδο του πέμπτου αιώνα, ως μέσα του πέμπτου αιώνα όταν έχουμε αυτές τις μεγάλες δογματικές συζητήσεις για τη διαμόρφωση του ορθοδόξου δόγματος, αλλά και στις μεταγενέστερες περιόδους. Είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ο πλέον συχνά απαντόμενος και μνημονευόμενος και χρησιμοποιούμενος Πατέρας της Εκκλησίας μετά από τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Δηλαδή σε όλους τους μεταγενέστερους συγγραφείς, χριστιανού συγγραφείς, θα δούμε ότι πρώτη συχνότητα, κύρια συχνότητα υπάρχει στα κείμενα της Αγίας Γραφής, σε παραθέματα αποχωρία της Αγίας Γραφής και εν συνεχεία από τους Πατέρες της Εκκλησίας ο πλέον συχνά απαντόμενος είναι ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχει ένα μεγάλο ενδιαφέρον και σήμερα της έρευνας και το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν έχει πραγματοποιήσει μια πολυετή έρευνα γύρω από τα χειρόγραφα, όχι μόνο τα βυζαντινά του βυζαντινού πρωτοτύπου κειμένου, αλλά και των μεταφράσεων, γιατί έχουμε πάρα πολλές μεταφράσεις και στα Γεωργιανά, στη Γεωργιανή γλώσσα, στην Ιβερική δηλαδή γλώσσα, και στα αραβικά και στα αρμενικά των έργων του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Υπάρχει ένα μεγάλο πρόγραμμα που διευθύνεται εκεί από σπουδαίους καθηγητές του Καθολικού Πανεπιστήμιου της Λουβέν, τον Ζωστέν Μοσέ και τον Μπερνάρ Κουλί, με την ονομασία Ναζιανζός, δηλαδή φέρει το όνομα της επισκοπής της Ναζιανζού, στην οποίαν τοποθετήθηκε επίσκοπος ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, πριν να αναδεικθεί σε αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινού Πόλεως. Θα σταματήσουμε εδώ. Θέλω μόνον, επειδή στην ύλη θα δείτε, υπάρχει και το κεφάλαιο για τον Άγιο Ιάννη τον Χρυσόστομο, να προσέξετε ιδιαίτερα κάποια πράγματα, που θα σας πω ποια είναι αυτά. Θα κλείσουμε γενικότερα, ολοκληρώνουμε τον κύκλο δηλαδή των μαθημάτων μας. Προσπαθήσαμε στα μαθήματα αυτά, στα 11 μαθήματα τα οποία κάναμε, να σας παρουσιάσω τις βασικές αρχές της επιστήμης της πατρολογίας, τα εισαγωγικά θέματα τα οποία αφορούν στον θεολογικό κλάδο της πατρολογίας και βέβαια να δούμε με έναν συνοπτικό τρόπο αυτήν την μεγάλη και πλούσια διαδρομή της χριστιανικής γραμματείας από τα τέλη του 1ου αιώνα, από την μεταποστολική εποχή ως το τέλος του 4ου αιώνα που κλίνει με τους Καπαδόκες θεολόγους και με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος είναι σε πολύ μεγάλη χρονική συνάφια με τους Καπαδόκες θεολόγους. Δεν ανήκει στην Καπαδοκική σχολή αλλά ζει την ίδια περίοδο και βέβαια η θεολογία του, η θεολογική του διδασκαλία σχετίζεται, συνδυάζεται σε πάρα πολλά σημεία με τη διδασκαλία των Καπαδοκών πατέρων παρά το γεγονός ότι δεν τους μνημονεύει, δεν μνημονεύει για παράδειγμα τον Μέγα Βασίλειο στα συγγράμματα του, όσο υπάρχουν θεολογικές αναφορές που σίγουρα μαρτυρούν ότι γνώριζε και έλαβε υπόψη τα έργα των άλλων Καπαδοκών πατέρων. Άλλωστε γνωρίζετε ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαζί με τους δύο εκ των Καπαδοκών πατέρων που είδαμε, τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόρ τον Θεολόγο, συγκρότησαν μια τριάδα, ένα τριαδικό σχήμα που είναι η τριάδα των τριών ιεραρχών, οικουμενικών διδασκάλων που καθιερώθηκαν ως οι πλέον σημαντικοί πατέρες της Εκκλησίας, τους οποίους καταφεύγουν και τους οποίους χρησιμοποιούν όλες οι μεταγενέστερες οικουμενικές, τοπικές σύνοδοι ή οι διάφορες συγγραφείς. Και μάλιστα πρέπει να σας πω ότι παρά το γεγονός ότι έχουμε σήμερα την αντίληψη ότι η εορτή των τριών ιεραρχών, η μνήμη τους καθιερώθηκε με την επίσημη αυτή καθιέρωση της εορτής των τριών ιεραρχών τον 10ο αιώνα από τον Ιωάννη Μαυρόποδα, κάτι τέτοιο φαίνεται πως δεν ισχύει γιατί ήδη από τον 10ο αιώνα έχουμε αναφορές στη μνήμη των τριών ιεραρχών σε διάφορους συγγραφείς. Δηλαδή εμφανίζεται αυτή η τριάδα των οικουμενικών διδασκάλων ως μια διακριτή ομάδα πατέρων οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας.