Ευτέρπη Μαρκή - Ο παλιός τεκές, η μούσα Ευτέρπη και τα πορτοκάλια (α΄μέρος) /

: Λέγομαι Ευθέπη Μαρική, γεννήθηκα στη λίγο πιο πάνω από εδώ, στην οδό Αθηνάς 92, όπου έζησα από το 48 που γεννήθηκα μέχρι το 55. σε ένα σπίτι που ήταν, κατά τη γνώμη μου, τεκές του Αχμέτ Σουμπασί Τζαμί, που βρισκόταν λίγο πιο κάτω στην οδό Κλιστένου. Το σπίτι μας ήταν εμνημιακό. Είχε μια τεράστια σ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Μαρτυρίες/Συνεντεύξεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Πολυχώρος Πολιτισμού Ισλαχανέ 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=G4yd2v8nV1E&list=PLBlKTBWMAb4kTRGSR720JERBRxQCSm7E8
Απομαγνητοφώνηση
: Λέγομαι Ευθέπη Μαρική, γεννήθηκα στη λίγο πιο πάνω από εδώ, στην οδό Αθηνάς 92, όπου έζησα από το 48 που γεννήθηκα μέχρι το 55. σε ένα σπίτι που ήταν, κατά τη γνώμη μου, τεκές του Αχμέτ Σουμπασί Τζαμί, που βρισκόταν λίγο πιο κάτω στην οδό Κλιστένου. Το σπίτι μας ήταν εμνημιακό. Είχε μια τεράστια σκάλα και τρεις ορόχους. Εμείς καθόμασταν στον ένα όροφο μαζί με τον σπίτο νοικοκύρη μας. Έτσι λέγαμε τον ιδιοκτήτη, τον κύριο Δημητρό Γεωργιάδη, που είχε και εργοστάσιο υφαντουργίας στο πίσω μέρος του σπιτιού, προς την οδό Κλιστένου, και πιθανολογώ ότι το εργοστάσιο αυτό ιδρύθηκε στη θέση του τζαμιού. Είχε μια σάλα τόσο μεγάλη, δηλαδή αυτό 9-10 μέτρα. Εν τω μεταξύ η σάλα χωριζόταν με πόρτα που άνοιγε και ακλήνευε με το αντίστοιχο διαμέρισμα του ιδιοκτήτη. Δηλαδή θα μπορούσε να γίνει 20 μέτρα σχολείο. Ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο σπίτι, το οποίο είχε στοιχεία νεοκλασικά. Είχε ένα μπαλκόνι από αυτά τα στεγασμένα, όπου τρώγαμε τις κυριακές όταν είχε καλό καιρό και το καλοκαίρι. Και ένα πολύ μακρύ μπαλκόνι τύπου διαδρόμου, εκατέρονθεν της σκάλας, από όπου μπαίναμε στα αντίστοιχα σπίτια μας. Εμείς και ο σπίτων υποκείρησε. Εμείς νικιάζαμε, δηλαδή από το συγκεκριμένο ιδιοκτήτη. Και από κάτω έμεναν εργάτριες του εργοστασίου και άλλες οικογένειες, ήτανε πιο σκοτεινά εκείνα τα σπίτια, γιατί η σκάλα περιόριζε το φως. Και είχαν κατασκευάσει και ένα καταφύγιο κατά τη διάρκεια του πολέμου, το οποίο ο Θεός να το κάνει καταφύγιο, ήταν ένα σαν μαγαζί με τσιμέντο, πάνω στο οποίο εδραζόταν μία ταράτσα, που την είχαμε σαν πέζανε τα παιδιά και πηγαίναμε και φωτογραφίες στις γιορτές. Και κάποια μέρα, τώρα το 53, το 54, κατέπεσε αυτό το τσιμέντο, άρα το καταφύγιο ήταν ένα τίποτα. Αλλά έλεγαν οι γονείς μου, ότι κατέφεραν κατά τη διάρκεια των επιβιώσεων, κατέφεραν κατά τη διάρκεια των επιδρομών των αεροπολιτών και των Γερμανών και των Ιταλών και πήγαιναν εκεί, τέλος πάνω. Η γειτονιά μας, δηλαδή ο χώρος που παίζαμε, ήταν η Οδός Αθηνάς, η Οδός Αποστόλου Παύλου, η Οδός Κλισθένους, μέχρι την Αγίου Δημητρίου, δηλαδή είχαμε και η Οδός Ηροδόπου, μέχρι τον Άγιο Νικόλο Ορφανό και την Πλατεία Καληθέες. Σε αυτό το χώρο παίζαμε ελεύθερα, χωρίς κανένα φόβο από αυτοκίνητα, γιατί όταν περνούσαν τα αυτοκίνητα γινόταν πανηγύρι και λέγαμε ένα αυτοκίνητο, ένα αυτοκίνητο και μαζευόμασταν στην άκρη του δρόμου να το θαυμάσουμε. Ήταν τέτοια τα χρόνια. Μέσα σε αυτό το μικρό κόσμο υπήρχαν άνθρωποι, πρόσφυγες, επαγγελματίες, μικροδράμματα, ένα σωρό άνθρωποι που είχαν χάσει τους συγγενείς τους τον εφήλιο. Θυμάμαι μία κυρία η οποία μεγάλωνε το παιδί της αδελφής της, που το ζευγάρι δηλαδή και αυτοί και ο άντρας της σκοτώθηκαν και είχε ένα ανήψι, ήταν σχεδόν η μήτρελη αυτή η γυναίκα από τις ευθύνες και από τον φόβο ίσως. Και μεγάλωνε αυτό το αγοράκι μαζέποντας ενίκη από το σπίτι της ένας σαράβολας που μηδέν εισόδημα, αυτή δεν είχε παντρευτεί. Γνωρίζαμε και μία καθηγήτρια εκεί στη γωνία της Ιρροδότο, πέραντι από τη Βρύση, έμενε μία καθηγήτρια, τη λέγαμε Βασούλα, ήταν εφυσιογνώστης όταν στο τρίτο γυμνάσιο. Υπήρχαν οικογένειες από κυρίως προσφύγων, οι καλύτερες οικονομικά είχαν ιδιόκτητα σπίτια και αυλές. Παίζαμε όλα τα παιδιά, στην Κλισθένους υπήρχε και μία περιοχή που τη λέγαμε Καμένα, πιθανόν είχε καεί κάποιος σπίτι και παίζαμε και εκεί. Γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας, συμμεσφέραμε όλοι σε κάποιον άρρωστο, πηγαίναμε φαγητό, με έστρελε η μάνα μου να πάω φαγητό στον τάδα γείτονα που ήταν άρρωστος. Αυτό κάναμε, γιατί όλοι ήταν φτωχοί και το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να πάμε ένα πιάτο φαΐ. Όταν μαγείρευε κάποιος κυμά, δηλαδή κεφτέδας, μύριζε όλη η γειτονιά μου. Ποιοι κάνουν κεφτέδας εσύ, εγώ ήξερα πολύ καλά την γειτονιά της Αποστόλου Παύλου, δηλαδή το τουρκικό προξενείο που δίπλα καθότανε η οικογένεια Πενέλη του καθηγητή του πολιτεχνίου, ο πατέρας, η μητέρα και ο Πενέλης, που ήταν τόσο σπουδαίος φυγητής που δίδασκε, έκανε μαθήματα στους συμφυγητές του, ήτανε διάνυ. Και δίπλα ήτανε, μετά το σπίτι του Κεμάλη, ήτανε το τσαγγαράδικο του μπαμπά του, ο οποίος ήταν ένας εξέρετος άνθρωπος και όλα τα παιδιά τον αγαπούσαν. Θυμάμαι ένα γωνιακό απέναντι, το τελευταίο δηλαδή γωνία Αγίου Δημητρίου και Αποστόλου Παύλου, που ήταν ένα, ας πούμε, ψιλικαντζίδικο, που πηγαίναμε και παίρναμε ό,τι χρειαζόμασταν, κλωστές, βελόνες, καραμέλες, σοκολάτες, οτιδήποτε, από έναν κύριο έτσι, που ήταν λίγο σαν παππούς με μικρασιά της. Κι αυτός απέναντι είχε ένα κυροπείο στην Αγίου Δημητρίου. Μετά, πιο πάνω απ' τα καφενεία, ήταν ένα ζαχαροπλαστείο του Τατσόπουλου, που ήταν πατριώτης του μπαμπά μου και έφτιαχνε σαρωπιαστά γλυκά. Και ο μπαμπάς μου τον έλεγε «Σε παραγγείλω να με κάνεις με το αγνό βούτυρο, γιατί μόνο τέτοιο θέλω να φάω». Και ήταν σιχασιάρης. Πηγαίναμε και στην Κασσάνδρου. Στην Κασσάνδρου υπήρχε ένας καρβουνιάρης, που είχε μια γαϊδούρα, που την έλεγαν «ευθέρπησαν και εμένα». Και οι συμμαθητές μου, μικρόι δεδομένοι, έλεγαν «ευθέρπησαν τη γαϊδούρα του Θεού». Και πήγα στην ονά μου, την αδελφή του μπαμπά μου, και τη λέω, «Δε μου λες, γιατί μ' έλεγες ευθέρπησαν τη γαϊδούρα του Θεού, δε μου λες, γιατί μ' έβγαλες ευθέρπησαν τη γαϊδούρα του Θεού». Και μου λέει, «Να μην το ξαναπείς αυτό, γιατί εσύ πήρες το όνομα της γιαγιά σου, που ξέρεις τι ήταν η γιαγιά σου, ποιητής του κόσμου, τι θα πει καλα λέω, ποιητής του κόσμου, καλέ ήξερε όλα τα πήματα που υπάρχουν και όλα τα τραγούδια, μπακάρι να τη μοιάσεις και ήτανε Μούσα, ξέρεις τι θα πει Μούσα, θέα στον Όλυμπο, άσως να λένε». Λοιπόν… Οπότε μετά το αγαπήσατε, το όνομά σας. Τέλος πάντων, παρηγορήθηκα. Για μας, ας πούμε, το τρίτο γυμνάσιο μεγάλο σχολείο, πήγαινε ο αδελφός μου, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος από εμένα, 8,5 χρόνια, και ο οποίος είχε γυμνασιάρχη του Χατζιανδρέου. Το περίφυμο. Ο οποίος, Χατζιανδρέου, ήταν με ένα αυστηρός πάρα πολύ, αλλά είχε σε μεγάλη εκτίμηση τη μάνα μου, γιατί ήτανε γυναίκα που είχε μία αρχοντιά, δεν βαφότανε, χωρίς να είναι κατηχητικό, είχε έτσι μια αυστηρή κάπως εμφάνιση και του άρεσε του Χατζιανδρέου, έλεγε «Μαρκή, η μητέρα σου, να έρθει να της πω». Δημοτικό σχολείο? Δημοτικό, στην Κασσάνδρου πρώτα, ήτανε γωνία Εσχύλου και Κασσάνδρου το 1945, που το λέγανε του Παπαδημητρίου, ο οποίος πνίγηκε στη Χιμάρα. Ο διευθυντής του σχολείου μας πνίγηκε στη Χιμάρα και το λέγανε του Παπαδημητρίου. Ήταν ένα σπίτι, ας πούμε, μεγάλο, με πολλές αίθουσες, δύο όροφα, με σανίδια χοντρά και είχε και μια τσιμεντένια αυλή στην πίσω πλευρά. Εκεί πήγε η κραδερφός μου. Εγώ πήγα εκεί μέχρι την τρίτη δημοτικού και μετά πήγα στο Μάνιο, που το λέγανε. Πέρναμε το λουτρό μας στο Ισλάχανέ, δηλαδή πηγαίναμε κυρίως προ των μεγάλων γιορτών οικογενειακά. Δηλαδή πρώτη ερχόταν η θεία μου, η αδελφή του παπά μου, που ήταν μικρασιά της, από την Πάνορμα της Μικράς Ασίας και κορόιδευε τη μάνα μου που δεν ήξερε από λουτρά επειδή ήταν από την κορυσό της Καστοριάς και δεν είχε πάει στα λουτρά και όταν πρώτο πήγε κατατράπηκε. Πηγαίναμε λοιπόν εμείς, η θεία μου, κρατώντας έναν πόγο με τα ρούχα και εγώ με πορτοκάλια, για να μην το θυμίσουν, κρατούσα τα πορτοκάλια και θυμάμαι πόσο εντυπωσιακή και υπέροχη ατμόσφαιρα είχε το λουτρό. Και καθόμασταν πάρα πολλές ώρες. Δηλαδή μπορούσες να φας ένα ολόκληρο πρωινό στο λουτρό, να πας απ' τις 9 και να βγεις στις 1. Έπρεπε να έχεις φαγητό μαγειρεμένο για να απολαύσεις. Και έτσι κάναμε. Ήμασταν πάρα πολύ ενθουσιασμένοι για τη μέρα του λουτρού. Προσέχανε μετά να μην κρυώσουν, γιατί είχαν υδρώσει. Περιμέναμε να στεγνώσουμε και γενικά είμαστε πάρα πολύ χαρούμενοι.