Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5

Διάλεξη 5: Στην παρουσίαση των ομάδων των Αγίων της Θεσσαλονίκης ακολουθεί χρονολογικά μετά από την εκτενή αναφορά που κάναμε στους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης και την ιδιαίτερη παρουσίαση των πηγών και των τεκμηρίων που σχετίζονται με τον πιο προβεβλημένο μάρτυρα της Θεσσαλονίκης τον Άγιο Δημήτριο στ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=34897286
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 5: Στην παρουσίαση των ομάδων των Αγίων της Θεσσαλονίκης ακολουθεί χρονολογικά μετά από την εκτενή αναφορά που κάναμε στους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης και την ιδιαίτερη παρουσίαση των πηγών και των τεκμηρίων που σχετίζονται με τον πιο προβεβλημένο μάρτυρα της Θεσσαλονίκης τον Άγιο Δημήτριο στο προηγούμενο μάθημά μας. Θα ακολουθεί και θα παρουσιάσουμε σήμερα μία άλλη σημαντική ομάδα Αγίων της Πόλεως που έπεται χρονολογικά των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης και αφορά στη θεσμική πλέον παρουσία, σχετίζεται με τη θεσμική πλέον παρουσία της εκκλησίας της Πόλεως μέσα στον αστικό ιστό της Πόλεως αλλά και γενικότερα μέσα στα εκκλησιαστικά δρώμενα της οικουμενικής εκκλησίας στην βυζαντινή περίοδο και ασφαλώς και στους πρώτους αιώνες στην προβυζαντινή περίοδο και η ομάδα αυτή είναι η ομάδα των Αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης που εντάχθηκε η μνήμη τους στο Αγιολόγιο. Πρόκειται για μία ομάδα για την οποία θα υπενθυμίσω την αναφορά του Ιωάννη Καμινιάτη του κληρικού αυτού και ιστορικού της πρώτης αλώσεως της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10ου αιώνα ο οποίος στο προήμιο του ιστορικού του έργου ακριβώς επισημαίνει όπως είχαμε αναφέρει στα πρώτα μας μαθήματα όταν μιλήσαμε για το αποστολικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης και την προβολή αυτού του παρελθόντος της αποστολικότητας της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης σε σχέση με την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στην πόλη από τον Απόστολο Παύλο ότι ένας σημαντικός πόλος της ευσέβειας της Θεσσαλονίκης ήταν μετά τον Παύλο και μετά τον Άγιο Δημήτριο ήταν οι ίδιοι οι επίσκοποι της Θεσσαλονίκης, τα πρόσωπα δηλαδή εκείνα τα οποία διεφύλαξαν με έναν τρόπο καθοριστικό την ορθότητα των δογμάτων όχι μόνον εντός της εκκλησιαστικής τους κοινότητας, εντός της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αλλά και σε ένα διεκκλησιαστικό επίπεδο διασφαλίζοντας με την συμμετοχή τους, την ενεργό συμμετοχή τους στις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων όπως θα δούμε ή την γενικότερη εκκλησιαστική τους δράση, την ορθή διατύπωση των εκκλησιαστικών δογμάτων. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο θα πρέπει να επισημάνουμε βεβαίως έχουμε πει κατά το παρελθόν όταν αναφερθήκαμε ακριβώς στην ομάδα των προσώπων εκείνων που τιμήθηκαν, τιμώνται ως Άγιοι της Θεσσαλονίκης μέσα στο πλαίσιο αυτού του πρώτου αποστολικού παρελθόντος ότι έχουμε ήδη την αναφορά και τη μνία κάποιων προσώπων μέσα στον κύκλο αυτής της συνέχισης της αποστολικής διαδοχής μέσω των επισκόπων δηλαδή της πόλεως. Ήδη έχουμε μνημονεύσει τον επίσκοπο Γάιου, έναν από τους πρώτους επισκόπους της Θεσσαλονίκης, ωστόσο μέσα σε αυτήν την πορεία μετά τον πρώτο αιώνα που συναντούμε τον Γάιου θα μπορούσαμε να απαριθμίσουμε ένα σημαντικό αριθμό επισκόπων και αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης που η γενικότερη δράση τους, η τραστηριότητά τους και βέβαια και η αγιότητα της ζωής τους διαδραμάτησαν ένα καθοριστικό ρόλο στο να τιμηθούν τα πρόσωπα αυτά στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης αλλά και ευρύτερα ως Άγιοι. Αυτό το στοιχείο το οποίο καταρχήν επισημάναμε, το στοιχείο δηλαδή της αποστολικής διαδοχής, της αποστολικής συνέχειας, είναι όπως γνωρίζουμε ένα καθοριστικό ζήτημα για την αρχαία εκκλησία. Ένα ζήτημα το οποίο ρυθμιζόταν ακριβώς για να διαφυλάξει τις εκκλησιαστικές κοινότητες από νόθιες διδασκαλίες και από πρόσωπα τα οποία δεν παρέδιδαν μέσα από την διδαχή τους τα ορθά δόγματα της εκκλησίας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα δίπτυχα, τα εκκλησιαστικά δίπτυχα, στα οποία γνωρίζουμε ότι κατά τους πρώτους αιώνες, μετά ιδίως και κατά την περίοδο των διωγμών αλλά και μετά την θεσμική πλέον εμφάνιση της εκκλησίας, την θεσμική κατοχύρωση της εκκλησίας μέσα από το σύστημα των πατριαρχίων, των αρχιεπισκοπών, των μητροπόλεων, των αρχιεπισκοπών και των επισκοπών, το ευρύ πλέγμα εκκλησιαστικής διοικίσεως, τα πρόσωπα αυτά γνωρίζουμε ότι διαδραματίζουν στις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες έναν πολύ πιο ενεργό ρόλο. Βέβαια, από τη στιγμή που διαδραματίζουν ένα τέτοιο ρόλο, πληροφορούμαστε και τη μνήμη τους και την παρουσία τους μέσα στα δίπτυχα των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Είναι οι επίσημες καταστάσεις, θα μπορούσαμε να πούμε, οι επίσημοι κατάλογοι, στους οποίους καταγράφονταν τα πρόσωπα εκείνα τα οποία σχετίζονταν ακριβώς με αυτό το πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο, δηλαδή με τη διαφύλαξη του ορθού δόγματος στις εκκλησιαστικές τους κοινότητες. Ήδη στο προηγούμενο μας μάθημα, αναφερόμενοι στον Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης, τον Ιωάννη τον Πρώτο, ο οποίος γνωρίζουμε ότι υπήρξε επίσκοπος της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης στο τέλος του έκτου και στις αρχές του 7ου αιώνα, ο σημαντικός ο σπουδαίος συγγραφέας που μας παρέδωσε τις μοναδικές αυτές διηγήσεις ιστορικού χαρακτηρά, ιστορικού περιεχομένου για τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Είχαμε κάνει αναφορά στο γεγονός ότι ο Ιωάννης τιμήθηκε και ο ίδιος ως Άγιος και εντάχθηκε η μνήμη του μέσα στην αγιολογική συνείδηση της Εκκλησίας μέσα από το έργο του, από το συγγραφικό του έργο, το θεολογικό του έργο, ένα μέρος του οποίου μας έχει διασωθεί, την αναγνώριση της σπουδαίας προσφοράς του για την Εκκλησία και ήδη αναφέραμε ότι αυτό παρατηρείται από την πρόημη αυτή περίοδο στο γεγονός ότι καταγράφονται μαρτυρίες του έργου του σε μεταγενέστερες συνόδους, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του Ιωάννη στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, της χρήσης της 7ης Οικουμενικής Συνόδου για την αντιμετώπιση της οικονομαχίας, όπου χρησιμοποιείται το έργο του Αρχιεπισκόπου Ιωάννη του Πρώτου και βέβαια στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε ακριβώς αυτήν την ενδεικτική καταγραφή της προβολής ενός Αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης μέσα από την συμμετοχή του στις συνόδους της Μεγάλες Γενικές Συνόδους της Εκκλησίας, οι οποίες εμφανίζονται όπως γνωρίζουμε όλοι από τις αρχές από τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα και μετά έχουμε την περίφημη αυτή εποχή των συνόδων, των μεγάλων οικουμενικών συνόδων που φτάνει ως τα τέλη του 8ου αιώνα και που για την δυτική θεολογική παράδοση άλλωστε είναι ένα ιδοποιό στοιχείο για την προβολή αυτής της περιόδου ως της κατεξοχήν εποχής των πατέρων, της κατεξοχήν πατερικής περιόδου. Βεβαίως δεν έχουμε πάρα πολλά στοιχεία σχετικά με τους επισκόπους των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Θα άξιζε όμως μετά τον Γάιο τον οποίον ήδη μνημονεύσαμε από τον κύκλο της Αποστολικής εποχής να αναφερθούμε ιδιαίτερα σε ένα πρόσωπο το οποίο έζησε και έδρασε ως επίσκοπος της Θεσσαλονίκης κατά την πολύ πρόημη αυτή η περίοδο και ειδικότερα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η παρουσία του γιατί είναι ο επίσκοπος εκείνος ο οποίος συνδέει την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης της εποχής των διωγμών με την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης αμέσως μετά το τέλος των διωγμών. Πρόκειται για έναν επίσκοπο τον επίσκοπο Αλέξανδρο, τον Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης για τον οποίον έχουμε αρκετές πληροφορίες είτε σωζόμενες σε πρωτογενείς πηγές όπως είναι οι επιστολές προσώπων αυτής της περίοδου των αρχών του 4ου αιώνα είτε και σε παραδόσεις που διασώθηκαν σε μεταγενέστερες πηγές όπως είναι μια πολύ σημαντική αγιολογική πηγή για την ιστορία της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, η δίγηση του Ιγνατίου, ηγουμένου της Μονής Ακαπνίου εδώ στη Θεσσαλονίκη μιας σπουδαίας Μονής ο οποίος στη διάρκεια του 11ου αιώνα συγγράφει μια πολύ σημαντική διήγηση της οποίας η αφετηρία τίθεται ακριβώς στην εποχή αρχιερατίας του Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη διήγηση την οποία μνημονεύσαμε και παρουσιάσαμε συνοπτικά και στο μάθημα που αφιερώσαμε στους μάρτυρες Θεσσαλονίκης γιατί σε αυτήν τη διήγηση που σχετίζεται με τη δημιουργία και με την εμφάνιση της θεανδρικής εικόνας του Χριστού στο περίφημο ψηφιδοτό της Μονής Λατόμου σήμερα αυτό το περίφημο ψηφιδοτό στην Ανωπόλη στην εκκλησία του Οσίου Δαβίδ. Η αφετηρία αυτής της διηγήσεως εστιάζει την προσοχή της στον 4ο αιώνα στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα όταν όπως αναφέραμε ζει στη Θεσσαλονίκη ο Κέσαρας Γαλέριος Μαξιμιανός και όταν η κόρη του η Θεοδόρα ασπάζεται τελικά τον χριστιανισμό κατηχούμενοι στην χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο αυτόν τον οποίον συναντά σε ένα περίπατό της σε ένα απομακρυσμένο σημείο έξω από την πόλη και τον οποίον γνωρίζει τον Αλέξανδρο Θεσσαλονίκη. Ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης είναι λοιπόν αυτός ο επίσκοπος της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο των διωγμών ο οποίος κατηχεί τελικά την Θεοδόρα. Είναι λοιπόν μια σημαντική πληροφορία αυτή όπως και η πληροφορία ότι επί της δικής του αρχιερατίας μετά το τέλος των διωγμών το οποίο επίλθε λίγο αργότερα όπως γνωρίζουμε μετά το διάταγμα του Μεδιολάνου το 313 το διάταγμα αυτό που μας είναι γνωστό ως διάταγμα της ανεξιθρησκίας ο Αλέξανδρος πληροφορούμαστε ότι μεταφέρει από το μαρτύριο μιας άλλης χριστιανής μάρτυρος της Αγίας Ματρώνας της εν Θεσσαλονίκη μεταφέρει το μαρτυρικό λείψανό της από τον τάφος τον οποίον είχε ενταφιαστεί αυτό εκτός των τυχών της πόλεως μέσα στην πόλη για να τοποθετηθεί σε ένα ναό ο οποίος ανεγέρθηκε και αφιερώθηκε στη μνήμη της Αγίας Ματρώνας είναι λοιπόν ένα πρόσωπο που καταρχήν βλέπουμε διαπιστώνουμε ότι σχετίζεται με την περίοδο των διωγμών με την εποχή των μαρτύρων της Θεσσαλονίκης και αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο για την ταυτότητα του Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης το δεύτερο όμως εξίσου εάν όχι και ισχυρότερο και σημαντικότερο στοιχείο για τον Αλέξανδρο είναι ότι τον Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης είναι ότι ο Αλέξανδρος μετά από αυτήν την θεσμική πλέον αναγνώριση της Χριστιανικής Εκκλησίας ως μιας ελεύθερης θρησκείας μέσα στο ρωμαϊκό κράτος δρά και ενεργεί ως ένας από τους πλέον επιφανείς αρχιερείς της πρώτης αυτής περιόδου της θεσμικής ιστορίας της Εκκλησίας δηλαδή από τις αρχές του 4ου αιώνα και μετά Αυτό το διαπιστώνουμε από τις αναφορές που συναντούμε στο πρόσωπο του Αλεξανδρού Θεσσαλονίκης σε έργα του κατεξοχήν πατέρα αυτής της πρόημης περιόδου που σχετίζεται και οδήγησε στη σύγκληση της πρώτης οικουμενικής συνόδου του Μ. Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρίας, Πατριάρχου Αλεξανδρίας ο οποίος νημονεύει σε έργα του σε επιστολικού χαρακτήρα έργα του τον Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης αποδίδοντάς του ένα ιδιαίτερο κύρος μέσα στην ιστορία και στη ζωή της Εκκλησίας αυτής της περιόδου Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο όπως μας καθίστατε γνωστό από τις σχετικές αυτές αναφορές του Μ. Αθανασίου ο Αλέξανδρος είναι το πρόσωπο εκείνο που προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν το όνομά του, τη φήμη του και το κύρος του και οι Αριανοί ο σύλλογος των ερετικών Αριανών που καταπολεμούσαν τη διδασκαλία του Μ. Αθανασίου και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο κρίνει αναγκαίο ο Αθανασίος να διευκρινήσει στις επιστολές του το ζήτημα ότι ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης ήταν ένας από τους στήλους της ορθοδοξίας, της ορθότητας των δογμάτων όπως ακριβώς την πρέσβευε και την υπερασπίστηκε ο Μέγας Αθανασίος στο έργο του και στην επισκοπική του δραστηριότητα ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας Αυτό λοιπόν είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο και βέβαια το κύρος το οποίο απέλαβε ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης μεταξύ των εκκλησιών, των επιστοιστικών κοινοτήτων σε αυτή την πρωίμη περίοδο, ασφαλώς έχει να κάνει με την σύνδεσή του και με την ιστορική σχέση του με την εκκλησία των μαρτύρων Ένα λοιπόν βασικό στοιχείο που αφορά τον Αλέξανδρο είναι αυτό το οποίο ήδη αναφέραμε Το δεύτερο είναι ότι ο Αλέξανδρος σε κάποιους καταλόγους για τους πατέρες που συγκρότησαν την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, που μας έχουν διασωθεί Είναι γνωστό ότι στα πρακτικά της πρώτης Οικουμενικής Σύνοδου δεν μας έχει διασωθεί ο κατάλογος, ο αυθεντικός θα μπορούσαμε να πούμε κατάλογος, των προσώπων που συμμετείχαν στην Σύνοδο Αυτή ωστόσο σε ιστορίες, σε ιστορικούς της πρόημης περίοδου και ο Γελάσιος Κυζίκου και άλλοι ιστορικοί αναφέρουν τον Αλέξανδρο ως έναν εκ των επισκόπων που συμμετείχαν και στη σύγκληση της πρώτης Οικουμενικής Συνοδου Αυτής της Συνοδου δηλαδή που όπως γνωρίζουμε συγκλήθηκε επί Μ. Κωνσταντίνου για να αντιμετωπίσει την μεγάλη αίρεση του αρριανισμού μια από τις σημαντικότερες τριαδολογικές αιρέσεις της Αρχαίας Εκκλησίας Σε αυτό το στοιχείο θα έπρεπε ιδιαίτερα να επιμείνουμε και να δώσουμε προσοχή δεδομένου ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τον Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης εγκαινιάζεται η παρουσία μιας μεγάλης αρκετά σημαντικής ομάδας Αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης που εντάχθηκαν στο αγιολόγιο της εξαιτίας της συμμετοχής τους στις οικουμενικές συνόδους που συγκλήθηκαν όπως είπαμε ως το 787 ως την σύγκληση της 7ης οικουμενικής συνόδου Γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία τίμησε με έναν ιδιαίτερο τρόπο μέσα στο λειτουργικό της γύγνεστε και στην συγκρότηση του εκκλησιαστικού της ορτωλογίου τη σύγκληση των καθοριστικών για την πορεία της διδασκαλίας της ορθόδοξης πίστεως των οικουμενικών συνόδων και μερίμησε ακριβώς για να καθιερωθεί η μνήμη των πατέρων οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτές τις οικουμενικές συνόδους Κατ' αυτόν τον τρόπο τόσο ο Αλέξανδρος όσο και άλλοι αρχιεπίσκοποι της Θεσσαλονίκης που τον διαδέχθηκαν στη συνέχεια εντάχθηκαν μέσα στο αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης λόγω της συμμετοχής τους στις διαδικασίες και στην πραγματοποίηση των μεγάλων οικουμενικών συνόδων Εκτός λοιπόν από τον Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης θα μπορούσαμε να αναφέρουμε για παράδειγμα τον Αναστάσιο τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης ο οποίος συμμετείχε στην 4η Οικουμενική Σύνοδο. Μάλιστα στην 4η Οικουμενική Σύνοδο συναντούμε δύο αρχιεπισκόπους σε διαφορετικές συνεδρίες της Συνόδου σε διαφορετικές πράξεις. Συναντούμε δύο αρχιεπισκόπους και είναι αυτό ένα στοιχείο που επιμαρτυρεί πιθανότατα τον θάνατο του ενός αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης και τη συμμετοχή του διαδόχου του, του ευξυθέου ή ευδοξίου στις εργασίες της 4ης Οικουμενικής Συνοδου. Αλλά και άλλους αρχιεπισκόπους που συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνοδους, όπως είναι για παράδειγμα ο αρχιεπίσκοπος Ρούφος, ο αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης Ρούφος, ο οποίος συμμετείχε στις εργασίες της 3ης Οικουμενικής Συνοδου και γνωρίζουμε ότι έζησε αρχιεράτεψε μεταξύ των ετών 406 και 434, δηλαδή στο πρώτο μισό του 5ου μετά Χριστόν αιώνος. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι ο Ρούφος είχε, όπως ακριβώς και ο Αλέξανδρος, ο οποίος σχετίζεται με την παράταξη και εμφανίζεται μεταξύ των ηγετών της παρατάξιος των Ορθοδόξων στα γεγονότα αυτά τα οποία εκτιλήσονται κατά την διάρκεια της 1ης Οικουμενικής Συνοδου. Έτσι έχουμε πληροφορίες και για τον Ρούφο, τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ότι είναι έναν πρόσωπο που άμεσα σχετιζόταν με έναν μεγάλο διάδοχο του μεγάλου Αθανασίου στο Πατριαρχικό Θρόνο της Αλεξανδρίας, τον Άγιο Κύριλο Αλεξανδρίας, ο οποίος πρωτοστάτησε στη σύγκληση της 3ης Οικουμενικής Συνοδου στην Εύφαισο το 431 μετά Χριστόν. Μας έχουν σωθεί επιστολές του Αγίου Κυρίου Αλεξανδρίας οι οποίες απευθύνονται στον Ρούφο και διεκτραγωδούν γεγονότα τα οποία σχετίζονταν ακριβώς με τα γεγονότα που αφορούσαν τα θεολογικά ζητήματα και τις θεολογικές έρηδες που προκάλεσαν την σύγκληση της 3ης Οικουμενικής Συνοδου, όπως είπαμε, του 431. Αναφέραμε τους δύο αρχιεπισκόπους που φέρονται στα πρακτικά της 4ης Οικουμενικής Συνοδου, του Αναστασίου και του Ευξηθέου ή Ευδοξίου, όπως επίσης μπορούμε να μνημονεύσουμε μεταξύ των πρωταγωνιστών, των προσώπων που διαδραμάτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύγκληση της 5ης Οικουμενικής Συνοδου, στη διάρκεια του 6ου αιώνα, κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, έναν άλλον πολύ σημαντικό αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης, τον αρχιεπίσκοπο Ηλία. Επίσης μνημονεύεται ως ένα πρόσωπο που διαδραμάτησε πολύ σημαντικό ρόλο και αυτός ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζουν οι αρχιεπίσκοποι της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης σε όλες αυτές τις συνόδους, αλλά και σε συνόδους τοπικού χαρακτήρα ή σε άλλες εκκλησιαστικές διενέξεις, όπως είναι για παράδειγμα η διένεξη, η σοβαρή διένεξη που προέκυψε εξαιτίας της εκκλησιαστικής τάσεως του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στην οποία επίσης συμμετείχε με πολύ καθοριστικό ρόλο ένας αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, ο Ανίσιος, ο οποίος μνημονεύεται και στους βίους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αλλά και σε άλλες πηγές αυτής της περιόδου, ως ένα από τα πρόσωπα εκείνα τα οποία κατέβαλαν ιδιαίτερες προσπάθειες για να διευθετηθεί η αποκατάσταση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως με συνοδικό τρόπο και μάλιστα καταγράφεται στις σχετικές πηγές ότι λόγω ακριβώς της παρουσίας του Ανισίου στην Θεσσαλονίκη είχε αποφασιστεί από τους επισκόπους της Δύσεως και τους επισκόπους της Ανατολής να συγκλειθεί μια τέτοια συνοδός η οποία θα εξέταζε τα θέματα που αφορούσαν στον Άγιο Ιωάννιο του Χρυσοστόμου στην Θεσσαλονίκη. Μια γενική δηλαδή συνοδός θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε οικουμενική συνοδό η οποία βέβαια τελικά γνωρίζουμε ότι για διαφορους λόγους δεν πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη αλλά η οποία θα διευθετούσε με έναν καθολικό τρόπο με αποδοχή από όλες τις εκκλησιαστικές κοινότητες των ζητημάτων που αφορούσαν στο πρόσωπο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Έτσι λοιπόν επαναλαμβάνω οι επίσκοποι αυτών των πρώτων αιώνων να διαδραματίζουν έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά γεγονότα, στα εκκλησιαστικά δρώμενα, γεγονότα που αφορούσαν είτε στην διαμόρφωση και διαφύλαξη του ορθόδοξου δόγματος είτε στην εκκλησιαστική εφταξία θα μπορούσαμε να πούμε γενικότερα. Και βέβαια αυτός ο ιδιαίτερος ρόλος που διαδραματίζουν οι αρχιεπίσκοποι της Θεσσαλονίκης σε όλα αυτά τα γεγονότα, έχει να κάνει και με την ιδιαίτερη θέση, την προβεβλημένη θέση που κατείχε η εκκλησία της Θεσσαλονίκης στο συνταγμάτιο, στην τάξη των εκκλησιαστικών θρόνων από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν τέτοιες τάξεις κατά τα πρεσβεία τιμής, αρχαιότητος, των διαφόρων εκκλησιαστικών κοινοτήτων και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο σε όλα τα μεταγενέστερα συνταγμάτια σ' αυτούς αυτούς τους καταλόγους της τάξης προκαθεδρίας, όπως ονομάζονται, των εκκλησιαστικών θρόνων, η εκκλησία της Θεσσαλονίκης πάντοτε καθίσταται, καταλαβάνει μία από τις πρώτες θέσεις μετά από τα Πατριαρχία, αφού έχει ήδη διαμορφωθεί ο θεσμός της Πενταρχίας, των πέντε δηλαδή πρεσβηγενών Πατριαρχίων, που ίσχυσε σε όλοι, όπως γνωρίζουμε, την Πατερική και την Βυζαντινή περίοδο. Μ' αυτήν λοιπόν, ακολουθώντας αυτήν την παράδοση, θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε την παρουσία του διαδόχου του Ιωάννου του Πρώτου, του Ιωάννου του Δευτέρου, το 680, στις εργασίες της 6ης Οικουμενικής Συνόδου, όπως επίσης να μνημονεύσουμε και δύο επίσης Αρχιεπισκόπους της Σαλονίκης, που συμμετείχαν στις εργασίες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου το 787, στη Νίκη της Βυθηνίας, του Θωμά και του Θεοφύλου. Είναι η δεύτερη περίπτωση όπου στα πρακτικά μιας Οικουμενικής Συνόδου καταγράφονται δύο Αρχιεπίσκοποι της Θεσσαλονίκης. Στην προκειμένη περίπτωση όμως γνωρίζουμε ότι ο Θωμάς δεν συμμετείχε στην 7η Οικουμενική Συνόδου ως Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, αλλά συγκαταλέγεται μεταξύ των πατέρων της 7ης Οικουμενικής Συνόδου εκπροσωπώντας ως πρεσβύτερος το Πατριαρχείο Αλεξανδρίας. Ο Θωμάς είναι μια σημαντική προσωπικότητα του Πατριαρχείου Αλεξανδρίας που εκπροσωπεί τον Πατριάρχη Αλεξανδρίας τις εργασίες ή τουλάχιστον σε κάποιες από τις συνεδρίες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ως πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αλεξάνδριας μνημονεύεται βεβαίως αφού στη συνέχεια καταλαμβάνει ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Θεσσαλονίκης. Όλα αυτά τα πρόσωπα είπαμε ότι διακρίνονται για ένα βασικό στοιχείο που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε αγιολογικό τεκμήριο θεολογικού χαρακτήρα για την περίοδο αυτή και είναι ακριβώς η συμμετοχή τους και η προβολή της μνήμης τους μέσω της συλλογικής μνήμης των Πατέρων των 7 πρώτων Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία καθιέρωσε αυτή τη μνήμη των Οικουμενικών Συνόδων μέσα από τον κύκλο αυτών των εορτών, τις λεγόμενες θεολογικές εορτές που προέβαλαν ακριβώς μέσα στο λειτουργικό Γίγνεστε την διδασκαλία της Εκκλησίας και τους αγώνες τους οποίους κατέβαλε η Οικουμενική Εκκλησία για να διασώσει την Ορθοδοξία. Εκτός όμως βέβαια από τα πρόσωπα αυτά που ήδη μνημονεύσαμε, καταγράφονται και άλλα πρόσωπα, ιδιαίτερα με κάποιον που διαδραμάτησαν ένα σημαντικό ρόλο σε ιστορικά γεγονότα είτε μεγαλύτερης εμβέλειας μέσα στην Βυζαντινή ιστορία, στην ιστορία της Βυζαντινής Εκκλησίας, είτε και τοπικής εμβέλειας, δηλαδή πρόσωπα τα οποία σχετίζονται με την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Αξίζει να μνημονεύσουμε από αυτή την πρώτη περίοδο δύο σημαντικούς επισκόπους της Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος είναι ο αχώλιος ή ασχώλιος ο επίσκοπος της Θεσσαλονίκης, εκείνος ο οποίος γνωρίζουμε ότι σχετιζόταν με τον Μέγα Θεοδώσιο. Είναι ο αρχιεπίσκοπος εκείνος ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά και στην ανάδειξη της Εκκλησίας ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντινού κράτους. Ένα πρόσωπο που κατείχε ιδιαίτερο κύρος και διαδραμάτησε ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στα ιστορικά δρόμενα αυτής της πολύ σημαντικής εποχής. Κατέλη δηλαδή της τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα, όπως και ο επίσκοπος Ανδρέας, ένα πρόσωπο που επίσης μας είναι γνωστό από σποραδικές πληροφορίες, από σποραδικά στοιχεία, τεκμήρια που μας είναι γνωστά είτε ιστορικού χαρακτήρα είτε και που διασώζονται μέσα στις παραδόσεις που αποτυπώθηκαν και σε γραπτά κείμενα αλλά σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο στην ιστορία της τοπικής εκκλησίας της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Ο Ανδρέας γνωρίζουμε καταρχήν ότι και ταυτίζεται από τους ιστορικούς και από τους αρχαιολόγους με τον επίσκοπο εκείνον ο οποίος ανοίγειρε έναν από τους αρχαιότερους μεγάλους ναούς της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης που είναι ο ναός της Παναγίας της Αχειροποίητου. Σήμερα θεωρείται η αρχαιότερη βασιλική που σώζεται στην Θεσσαλονίκη. Η βασιλική της Θεοτόκου της Αχειροποίητου. Σε έναν από τους κείωνες του ναού είναι χαραγμένη, υπάρχει εγχάρακτη, εγχάρακτο το όνομά του με την επίγραφή υπέρ ευχής Ανδρέου Ταπεινού. Μια επίγραφή η οποία έχει ερμηνευθεί και έχει συνδέσει το όνομα αυτού του επισκόπου του Ανδρέα με την ανέγερση της Αχειροποίητου και σε αυτήν την τάφτιση του Ανδρέα του κτίτορα, η δωρητή του ναού που καταγράφεται σε αυτήν την επίγραφή με τον επίσκοπο της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης Ανδρέα, μας βοηθά ένα μεταγενέστερο κείμενο που έχει ελάχιστα προσεχθεί, είναι ελάχιστα γνωστό αλλά έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και είναι το κείμενο, είναι ένας λόγος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου του Αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης Λέοντος κατά την περίοδο της δεύτερης οικονομαχίας. Είναι ο γνωστός μας σπουδαίος βυζαντινός λόγιος Κωνσταντινουπόλεως, ο Λέωνος Φιλόσοφος ή Λέωνο Μαθηματικός που γνωρίζουμε ότι αναδείχθηκε σε Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης και μοναδικό τεκμήριο της λογιότητάς του και της παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη είναι αυτός ο λόγος ο οποίος δημοσιεύτηκε πριν από αρκετά χρόνια από τον Λοράν από έναν Γάλο ασομψιονιστή θεολόγο και ο οποίος λόγος μας δίνει πολύ σημαντικά στοιχεία και για τον Ανδρέα δεδομένου ότι σχετίζει ακριβώς την ίδρυση του ναού της αχειροποιήτου με τον επίσκοπο Ανδρέα Θεσσαλονίκης και με κάποιο θαύμα το οποίο πραγματοποιήθηκε στον χώρο της αχειροποιήτου. Έτσι λοιπόν αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο η οικουμενική καθολική εκκλησία ανεδείκνει εντάσσοντας μέσα στο οικουμενικό της εορτολόγιο κάποια προβεβλημένα εκκλησιαστικά πρόσωπα της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης όπως ήταν οι αρχιεπίσκοποι αυτοί που μνημονεύσαμε, είτε η τοπική εκκλησία της Θεσσαλονίκης επίσης διαδραμάτιζε έναν ρόλο αναδείξεως προτύπων αρχιεπισκοπικής δραστηριότητας και αρχιεπισκοπικού έργου αυτών των επισκόπων που είπαμε ότι σχετίζονται είτε με κάποιο σημαντικό κλητορικό έργο, όπως είναι η περίπτωση του Επισκόπου Ανδρέα που μνημονεύσαμε, είτε και με την εκκλησιαστική και την ευρύτερη θεολογική συμβολή αυτών των αρχιεπισκόπων. Έχουμε ένα σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να το μνημονεύσουμε για αυτή την πρόημη περίοδο που αφορά στην Επισκοπική ιστορία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον 8ο αιώνα και μετά. Είναι ένας πολύ σημαντικός μάρτυρας που μας έχει διασωθεί για την Επισκοπική ιστορία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και αυτός ο μάρτυρας είναι το λεγόμενο συνοδικό της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Είναι μια σπουδαία πηγή με τη μορφή επισκοπικού καταλόγου με τη σύντομη καταγραφή στο μεγαλύτερο μέρος του των ονομάτων επισκόπων της Θεσσαλονίκης. Αρχείς γεννωμένης από τον επίσκοπο Πέτρο, τον επίσκοπο της Θεσσαλονίκης τον Πέτρο, ο οποίος γνωρίζουμε ότι έζησε γύρω στο, χρονολογείται η αρχιερατεία του γύρω στο 770 μετά Χριστόν. Δηλαδή πριν από τη σύγκληση της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Το χαρακτηριστικό με το κείμενο αυτό, το οποίο πρέπει να επισημάνουμε ότι χρησιμοποιήθηκε στις μεγαλύτερες συνθέσεις συνοδικών τέτοιων που συγκροτήθηκαν στη Βυζαντινή εποχή και ως συνοδικά καταγράφονται υπό την έννοια αυτή που μνημονεύσαμε, οι επισκοπικοί κατάλογοι διαφόρων τοπικών εκκλησιών. Έχουμε δηλαδή το Συνοδικό της Θεσσαλονίκης, έχουμε το Συνοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος που αφορά τον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο δικαιοδοσίας της Εκκλησίας των Αθηνών, το Συνοδικό της Μονευασίας, της Μητροπόλεως Μονευασίας και ούτω καθεξής. Σε αυτόν τον τρόπο αυτό το Συνοδικό θέτει ως αφετηρία του στη μοθή που μας έχει διασωθεί έναν επίσκοπο του 2ου μισού του 8ου αιώνα και φτάνει ως τον 15ο αιώνα, δηλαδή καλύπτει όλη τη βυζαντινή περίοδο ως την τελευταία άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους. Εξετάζοντας τα ονόματα του Συνοδικού μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα πράγμα, ένα σημαντικό στοιχείο, ότι στον κύκλο, στον κατάλογο αυτών των ονομάτων δεν έχουν συμπεριληφθεί όλοι οι γνωστοί σε εμάς αρχιεπίσκοποι της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή δεν είναι ένα απλό εκκλησιαστικό δίπτυχο στο οποίο καταγράφονται όλοι οι αρχιεπίσκοποι οι οποίοι ανήλθαν στον Επισκοπικό Θρόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά η επιλογή των ονομάτων που συμπεριλήφθηκαν στο Συνοδικό της Θεσσαλονίκης μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αποτελεί έναν αποκαθαρμένο από πρόσωπα τα οποία είχαν υποπέσει σε δογματικές ή άλλου χαρακτήρα σε ολιστήματα και είχαν διατελέσει αρχιεπίσκοποι της Θεσσαλονίκης. Όλα τα πρόσωπα λοιπόν τα οποία συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο αυτό είναι πρόσωπα τα οποία ακριβώς διακρίνονταν, χαρακτηρίζονταν για τη συμπόρευσή τους τη στήχησή τους, το ότι συστηχούν στην ορθόδοξη διδασκαλία της εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τον Πέτρο ακολουθεί στον κατάλογο αυτό κάποιος αναστάσιος και για να κατανοήσουμε ακριβώς αυτήν τη σειρά διαπιστώνουμε ότι υπάρχει το όνομα του Θεοφύλου, του Θωμά που είναι ακριβώς οι δύο αρχιεπίσκοποι που μνημονεύσαμε, ο Θεόφυλος που συμμετέχει ως αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης την 7η οικουμενική σύνοδο και του οποίου μάλιστα το όνομα καταγράφεται επίσης σε μια επιγραφή στο ναό της Αγίας Σοφίας μαζί με τα ονόματα των δύο αυτοκρατόρων αυτής της περιόδου, του Κωνσταντίνου του αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου του έκτου και της Ηρήνης, της συζύγου του και ο Θωμάς που όπως είπαμε από πρεσβήτερος του Πατριαρχείου Αλεξανδρίας αναβιβάζεται, εκλέγεται και ανέρχεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, του Ιωσήφ επίσης ενός πολύ σημαντικού προσώπου που μπορούμε ακριβώς να ταυτίσουμε το πρόσωπο αυτό με τον αδερφό του Αγίου Θεοδόρου του Στουδίτη, τον Ιωσήφ τον Στουδίτη που γνωρίζουμε ότι προβλήθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης και μας έχουν σωθεί και έργα του αγιολογικά και υμνογραφικά τα οποία προέρχονται ακριβώς από την περίοδο αυτή της αρχιερατείας του στην Θεσσαλονίκη όπως και πολλών άλλων προσώπων, αρχιεπισκόπων που καταγράφονται στο Συνοδικό της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης μεταξύ αυτών αξίζει να μνημονεύσουμε και το όνομα του Λέοντα, του Λέοντα που ήδη μνημονεύσαμε, του Λέοντα του φιλοσόφου ή μαθηματικού ως ένα τεκμήριο ακριβώς της εισαγωγής της μνήμης σε αυτή τη συλλογική μνήμη της επισκοπικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης αρχιεπισκόπων οι οποίοι δεν προβλήθηκαν και δεν εξελέγησαν, δεν ανήρθαν στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης κατ' ανάγκην από ορθοδόξους, πατριάρχες ή σε περιόδους κατά τις οποίες δεν υφίσταντο ζητήματα δογματικής ανομαλίας. Ο Λέον λοιπόν ο φιλόσοφος, ο οποίος όμως διαβλέπουμε ότι ακολουθεί αυτήν την γραμμή της εκκλησιαστικής παραδόσεως στο κείμενό του αυτό, στον λόγο του, στον Ευαγγελισμό που ήδη μνημονεύσαμε, κερδίζει ακριβώς την θέση του ως ένας ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης μέσα στο συνοδικό της Θεσσαλονίκης. Δεν θα επιμείνω περισσότερο στον κατάλογο αυτό της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, στον συνοδικό της Θεσσαλονίκης παρά μόνον στις τελευταίες καταγραφές του, δεδομένου ότι από τον 14ο αιώνα και μετά τα ονόματα των αρχιεπισκόπων που κόσμησαν τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης και που γνωρίζουμε ότι προβλήθηκαν ιδιαίτερα λόγω του θεολογικού τους έργου και της συμβολής τους στα θεολογικά θέματα της παλαιολόγιας εποχής, ιδιαίτερα στα ζητήματα του βυζαντινού ησυχασμού, τους κατέταξε, όχι απλά τους κατέταξε στο συνοδικό της Θεσσαλονίκης, αλλά τους έδωσε και χώρο για να προβληθούν από το συντάκτη αυτού του κειμένου ακόμη περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, δεν έχουμε απλές καταγραφές και μόνον των ονομάτων, όπως είναι πριν, Γρηγορίου, Ιγνατίου και Μακαρίου των αγιωτάτων αρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης ή Αντωνίου του εν Μακαρία, τυλίξη γενωμένο αγιωτάτων αρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης, αλλά έχουμε κάποιες χαρακτηριστικές και πολύ χρήσιμες και πολύτιμες αναφορές στα πρόσωπα αυτά. Για τον Δωρόθεο, δωροθέο του αγιωτάτων αρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης, του δώρων ως αληθώς εκ θεού δωθέντος, είναι ο Δωρόθεος Βλατίς, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, του των Χριστωνίμων πληρώματη και τα λοιπά, του Ισυδώρου, επίσης αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Γλαβά, του Γαβριήλ, μιας πολύ σημαντικής μορφής στα τέλη του τέταρτου αιώνα, και επίσης ασφαλώς του Σημεών Θεσσαλονίκης, για τον οποίον θα πούμε μερικά πράγματα και στη συνέχεια, για τον οποίον αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του περίπου το ένα τρίτο της εκτάσεις του συνοδικού, αφιερώνεται στον Σημεών Θεσσαλονίκης Σημεών, του Ερμακαρία, τη λήξη γενωμένου αγιωτά του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του της εκτώστε και της πνευματικής σοφίας πλήρους υπερφειός γενωμένου, καν την ασκητική ή την αγγελική αγωγήτε και πολιτεία διαπρέψαντος κτλ, έχει μια εκτενή αναφορά στον Άγιο Σημεών τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Πρωτού φτάσουμε όμως να παρουσιάσουμε και να πούμε λίγα πράγματα και για αυτά τα πολύ σημαντικά πρόσωπα, τους αρχιεπισκόπους δηλαδή της Θεσσαλονίκης της παλαιολόγιας περίοδου, θα άξιζε να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τη συμπερίληψη μέσα στον κύκλο των αγίων της Θεσσαλονίκης κάποιων αρχιεπισκόπων που μας είναι γνωστοί κυρίως ή μάλλον η αγγεολογική τους εικόνα καθίσταται γνωστοί κυρίως μέσα από εικονογραφικές παραστάσεις. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η απεικόνιση τεσσάρων αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης της μεσοβυζαντινής εποχής ως αγίων στην Μονή Βατοπεδίου, στο καθολικό της Ιεράς Μεγής της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος. Πρόκειται για τον Βασίλειο τον Γλυκή στη διάρκεια του 13ου αιώνα, για τον Γεώργιο που γνωρίζουμε ότι έζησε κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα και για τον Ευστάθη για τον οποίον θα μιλήσουμε ιδιαίτερα που ο καθένας για διαφορετικούς λόγους φαίνεται ότι προβλήθηκε ως Άγιος και μάλιστα όχι σε κάποιο μνημείο της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αλλά σε ένα απομακρυσμένο κατά κάποιο τρόπο μνημείο στο Άγιον Όρος, σε ένα καθολικό Μονής του Αγίου Όρος. Γνωρίζουμε βέβαια ότι για κάποιους εξ' αυτόν υπήρχε μια παράδοση ακόμη και προφορική ότι είχαν διατελέσει αγιορείτες ασκητές, αγιορείτες μοναχοί και είχαν, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, εν συνεχεία διέπρεψαν για την ασκητική τους διαγωγή και ως Αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης και τιμήθηκαν ως Άγιοι και έτσι λοιπόν έχουμε την παρουσία τους, την αγιολογική τους παρουσία σε αυτές τις μνημιακές απεικονήσεις στο καθολικό της Μονής Βατοπεδίου και ο Βασίλειος ο Ομολογητής είναι ένας εξ' αυτόν, ένα πρόσωπο που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της οικονομαχίας, όπως επίσης γνωρίζουμε ότι κατά την ίδια περίοδο προβλήθηκε η αγιολογική εικόνα και ενός ακόμη Αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης, στην περίοδο της οικονομαχίας του Αντωνίου του Ομολογητή είναι ένας αρχιεπίσκοπος που όπως και ο Βασίλειος όπως και ο Ιωσήφος του Δίτης χαρακτηρίζονται ακριβώς με την προσονιμία Ομολογητές εξαιτίας του γεγονότος της ομολογίας της ορθής πίστεως απέναντι στους οικονομάχους και για τον Αντώνιο τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκη τον Ομολογητή γνωρίζουμε ακριβώς και τον διάλογο τον θεολογικό διάλογο και τον αντίλογο που εξέφερε στον βυζαντινό οικονομάχο αυτοκράτορα κατά των οικονομάχων κατά της οικονομαχίας μέσα σε ένα κείμενο το οποίο διασώζει όλη αυτήν την παράδοση λίγες δεκαετίες αργότερα στο βίο της συγγενούς του Αντωνίου του Ομολογητού μεγάλης ασκητικής μορφής του ενά του αιώνα της οσίας Θεοδόρας της Μυροβλίτιδος για την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε σε ένα από τα και να παρουσιάσουμε τα σχετικά με αυτήν σε ένα από τα επόμενά μας μαθήματα. Αυτό το οποίο έχει ενδιαφέρον εδώ να αναφέρουμε είναι όπως είπαμε ότι σε αυτήν την μεσοβυζαντινή περίοδο δηλαδή στην εποχή πριν που φτάνει χρονικά ως τις αρχές του 13ου αιώνα δηλαδή ως την λατινοκρατία στη Θεσσαλονίκη όταν δηλαδή καταλαμβάνεται και η Κωνσταντινούπολη και κατά συνέπεια και πολλές άλλες περιοχές μεταξύ αυτών και η Θεσσαλονίκη από τους Λατίνους και καταλύεται η λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έχουμε την παρουσία λατινικού κλήρου και την λειτουργία της Λατινικής Εκκλησίας πλέον στην Θεσσαλονίκη. Ωστόσο προηγείται ακριβώς αυτής της οδυνηρής περίοδου που αποτέλεσε μια παρένθεση αλλά με καταλητικό ρόλο στην φθήνουσα πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έχουμε έναν αστέρα, θα μπορούσαμε να πούμε, ο οποίος κοσμί αυτήν την σπουδαία αρχιεπισκοπική έδρα της Θεσσαλονίκης, τον Άγιο Ευστάθειο Θεσσαλονίκης. Ο Άγιος Ευστάθειος, ο οποίος πιθανότατα ήταν κωνσταντινουπολιτικής καταγωγής, γνωρίζουμε σίγουρα ότι είχε αποκτήσει αυτήν την υψηλή πεδία για την οποία διακρινόταν στην Κωνσταντινούπολη και προς το τέλος του 12ου αιώνα ο Ευστάθειος πριν από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμαδούς, την δεύτερη μεγάλη άλωση της πόλεως, την οποία εξιστόρησε ο ίδιος αυτήν την άλωση, διότι την έζησε με τον πιο οδυνηρό τρόπο, γνωρίζουμε ότι από Μητροπολίτης Μύρων της Λυκίας αναδείχθηκε σε Μητροπολίτη, σε Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης και έτσι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου επιτέλεσε ένα πολύ σημαντικό έργο, προσπαθώντας μάλιστα ο Ευστάθειος να ανατάξει και να αναθεωρήσει τα κακώς κείμενα στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης, γενικότερα και στη Βυζαντινή εκκλησία πράγματα μέσα στον εσωτερικό της βίο. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι από τα πολλά συγγράμματα του Ευσταθείου Θεσσαλονίκης που μας έχουν σωθεί, έχουν ακριβώς αυτόν τον χαρακτήρα του ελέγχου και της προτροπής και της διδασκαλίας για την επαναφορά των εκκλησιαστικών προσώπων στην δαίουσα πνευματική κατάσταση και στην δαίουσα πνευματική λειτουργία των εκκλησιών στις οποίες ζούσαν και των μοναστικών κοινοτήτων γιατί γνωρίζουμε ότι ο Ευσταθείος Θεσσαλονίκης υπήρξε ένας από τους πλέον σφοδρούς επικριτές του κακώς λειτουργούντος μοναχισμού στην εποχή του μέσα από το έργο του επίσκεψης μοναχικού βίου που είναι ακριβώς μια προσπάθεια πνευματικής αναθεώρησης του μοναχισμού της εποχής του. Ο Ευσταθείος είναι ένα από τα πρόσωπα εκείνα τα οποία τιμήθηκαν θα μπορούσαμε να πούμε σχεδόν άμεσα ως Άγιοι από την εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Αυτό προκύπτει όχι από κάποια βιογραφία, δεν μας έχει σωθεί δυστυχώς κάποιος βίος του, προκύπτει όμως από την απεικόνισή του σε μνημιακά σύνολα σε ναούς της Μακεδονίας αλλά και πιο απομακρυσμένους, για παράδειγμα στη Σερβία ή στην προηγουσλαδική δημοκρατία της Μακεδονίας, μας έχουν σωθεί σε παλιούς βυζαντινούς ναούς, απεικονίσεις του Ευσταθείου Θεσσαλονίκης ως Αγίου και μάλιστα απεικονίσεις του και μεταξύ των σεβιζών των αρχιερέων μέσα στο ιερό βήμα, ανάμεσα στους σεβίζοντες αρχιερείς. Έτσι λοιπόν αντιλαμβανόμαστε ότι ο Ευστάθειος ενδύθηκε με ένα λαμπρό αγιολογικό ένδυμα από τους συγχρόνους του και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά εάν συνεκτιμήσει κανείς τη μεγάλη προσφορά του στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης αλλά και γενικότερα στην βυζαντινή εκκλησία κατά την δύσκολη εκείνη περίοδο αφού όπως είπαμε ο Ευστάθειος προτίμησε να παραμείνει μαζί με τους πολιορκημένους Θεσσαλονικείς μέσα στην πόλη όταν αυτοί πολιορκούνταν από τους νορμαδούς και να μην την εγκαταλείψει όπως θα μπορούσε να είχε κάνει. Υφιστάμενος κι αυτός όλα αυτά τα δυνάτα τα οποία επέφερε αυτή η νορμαδική άλωση της πόλεως το 1180 δηλαδή στα τέλη του 12ου αιώνα. Κυρίως εκτός αυτής της εκκλησιαστικής του δραστηριότητας και του πειμαντικού θα μπορούσαμε να πούμε χαρακτήρα με τον οποίο εργάστηκε ο Ευστάθειος Θεσσαλονίκης θα έπρεπε να τονίσουμε ταυτόχρονα την σπουδαία θεολογική φυσιογνωμία του. Διότι ο Ευστάθειος γνωρίζουμε ότι κατέληπε ένα πολύ σημαντικό θεολογικό έργο μας έχουν σωθεί οι λόγοι του μάλιστα είναι εξαιρετικά σημαντικοί οι λόγοι του στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή ή οι λόγοι του προς το εκκλησιασμα της Θεσσαλονίκης προς τους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης που κάποιοι από αυτούς έχουν εκδοθεί πρόσφατα σε πρόσφατες κριτικές εκδόσεις και ασφαλώς ο Ευστάθειος είναι ο αρχιεπίσκοπος εκείνος ο οποίος προέβαλε ιδιαίτερα το προσκύνημα του Αγίου Δημητρίου. Θα σας θυμίσω το γεγονός ότι όπως είχαμε αναφέρει και στο προηγούμενο μάθημα ο Ευστάθειος είναι ο συντάκτης του εκτενέστερου εγκωμιαστικού κειμένου προς τιμήν του Αγίου Δημητρίου που μάλιστα το συνόδευσε και από έναν κανόνα αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Δημητρίου. Προβάλλει ιδιαίτερα το γεγονός της μυροβλησίας του Αγίου και μάλιστα το εγκώμιο του αυτό μας παρέχει πάρα πολύ σημαντικές πληροφορίες για την λειτουργία του προσκυνήματος του Αγίου Δημητρίου. Το πώς δηλαδή αντλούνταν ή έρεε το μύρο και από το φρέαρ του Αγίου Δημητρίου αλλά και για κάποια λείψανα εξεπαφής που σχετίζονταν με την τιμή του Αγίου Δημητρίου και τα οποία σήμερα δυστυχώς δεν μας έχουν διασωθεί, δεν έχουν διασωθεί σήμερα στη Θεσσαλονίκη όπως είναι η αναφορά του στις λόγχες των ρωμαίων στρατιωτών, οι οποίες είχαν λογχίσει και με τις οποίες είχε μαρτυρήσει ο Άγιος Δημητρίος. Και βέβαια κλείνοντας αυτήν την σύντομη αναφορά στον Ευστάθειο θα άξιζε βεβαίως να μνημονεύσουμε τον Ευστάθειο ως τον μεγάλο φιλόλογο του Βυζαντίου, το πρόσωπο εκείνο που κατέστη ιδιαίτερα γνωστό και είναι και σήμερα γνωστός ως ο Ευστάθειος, ο μεγάλος ομυριστής και ο μεγάλος κλασικός φιλόλογος. Χάρη στις παρεκβολές του στα ομυρικά έπει, στα ομυρικά έργα αλλά και σε άλλα έργα της αρχαιότητας, δηλαδή το σχολιασμό, το λεπτομερή γλωσσολογικό, λεξιλογικό, πραγματολογικό σχολιασμό αυτών των έργων, μπορούν σήμερα οι μελετητές αυτής της πολύτιμης κλασικής γραμματείας να έχουν μια πολύτιμη βοήθεια, ένα πολύτιμο αρωγό στην μελέτη του ομύρου, του Διονυσίου του Περιηγητή, του Πινδάρου, αυτών των πολύ σημαντικών έργων της κλασικής αρχαιότητας. Θα κλείσουμε την παρουσίαση στους Αρχιεπισκόπους της Θεσσαλονίκης με την αρκετά μεγάλη ομάδα, όπως είπαμε, των Αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης της παλαιολόγιας της ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Ήδη μνημονεύσαμε κάποιους από αυτούς που μνημονεύονται διεξοδικά, όπως είπαμε, στο συνοδικό της Θεσσαλονίκης, όπως είναι ο Ισίδωρος Γλαβάς, που έζησε αρχιεράτευση μεταξύ από τα μέσα του 14ου αιώνα έως το 1397. Ο Γαυρίλ Θεσσαλονίκης, τον οποίον μνημονεύσαμε επίσης, ζει από το 1345 στο 1416. Και βέβαια, ιδιαίτερα θα πρέπει να μνημονεύσουμε τους ισυχαστές Αρχιεπισκόπους της Θεσσαλονίκης, της άρχοντος βεβαίως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που όπως γνωρίζουμε υπήρξε ο πλέον σημαντικός εκπρόσωπος του πνευματικού αυτού, του σπουδαίου αυτού πνευματικού κινήματος, του Βυζαντινού ισυχασμού, που εξελίχθηκε από τα τέλη του 13ου και στο πρώτο μισό κυρίως του 14ου αιώνα, αλλά και που συνέχισε να εξελίσσεται με τους επιγόνους των ισυχαστών και στον 15ο αιώνα, αφού όπως γνωρίζουμε και ο Άγιος Σημαίων Θεσσαλονίκης, ακριβώς υπήρξε ένας τέτοιος, μας είναι γνωστός κυρίως ως, κατεξοχή, λειτουργικός θεολόγος του Βυζαντίου και ιδιαίτερα αυτής της ύστερης βυζαντινής περιόδου, αλλά ο Άγιος Σημαίων Θεσσαλονίκης θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι υπήρξε ο προβολέας της ισυχαστικής διδασκαλίας στην εποχή του, δηλαδή σε όλην αυτήν την ώψιμη περίοδο, πριν από την άλωση της Κωνσταντινού Πόλεως, πριν από την άλωση της Θεσσαλονίκης, όντας ο ίδιος ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, προβολέας μέσα από το έργο του της διδασκαλίας του Βυζαντινού Ισυχασμού, αφού, άλλωστε γνωρίζουμε ότι ο ίδιος είχε πιθανότατα καρύ μοναχός σε ένα ισυχαστικό μοναστήρι της Κωνσταντινού Πόλεως, στη Μονή των Ξανθοπούλων και γι' αυτό ακριβώς τονίζει και προβάλλει ιδιαίτερα τους δύο Ξανθοπούλους, τους συγγραφείς, τους συντάγματος της ισυχαστικής διδασκαλίας και της μεθόδου της ισυχαστικής διδασκαλίας, τον Κάλιστο και τον Ιγνάτιο, τους αδερφούς της Μονής των Ξανθοπούλων στην Κωνσταντινού Πόλη. Έχουμε λοιπόν την επισέτηση της Θεσσαλονίκης να μετασχηματίζεται και να προβάλλεται ως το κατεξοχή κέντρο προβολής της ισυχαστικής θεολογίας. Μέσα από το έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αλλά και άλλων συγχρόνων του όπως είναι ο πολύς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Νίλος Καβάσιλας, ο θείος του Νικολάου Καβάσιλα, του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα. Ο Αρχιεπίσκοπος λοιπόν Νίλος είναι θα μπορούσαμε να πούμε μια από τις πιο σημαντικές μορφές που κοσμούν τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα παράγουν ένα σπουδαίο θεολογικό έργο αντιρητικού χαρακτήρα καταπολεμώντας την ερετική διδασκαλία για παράδειγμα των Λατίνων, όπως είναι οι περίφημοι λόγοι του περιεκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και σε αυτήν ακριβώς την παράδοση συναντούμε ένα μοναδικό δογματικό έργο μεταξύ των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και άλλων προσώπων αυτής της περιόδου που σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη όπως είναι ο Φιλόθεος ο Κόκκινος ο οποίος βεβαίως γνωρίζουμε ότι δεν υπήρξε Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης αλλά υπήρξε ο ίδιος Θεσσαλονικεύς, είχε δηλαδή ρίζες στην Θεσσαλονίκη, οικογενειακές του ρίζες και αυτές οι ρίζες είναι εκείνες που έδωσαν αυτό το ιδιαίτερο βάρος στο θεολογικό έργο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεου Κοκκινού. Θα μπορούσαμε κλείνοντας να αναφέρουμε και κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αρχιερέων της Θεσσαλονίκης στη μεταγενέστερη χρονική περίοδο και ιδιαίτερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας που διεφύλαξαν μέσα από το θεολογικό τους έργο αλλά κυρίως μέσα από το πειμαντικό τους έργο την εκκλησιαστική ταυτότητα και την παράδοση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Αγίου Θεονά του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης ο οποίος γνωρίζουμε ότι είχε ασκητεύσει στο Άγιον Όρος. Συνδεόταν με πρόσωπα που καταλαμβάνουν κατά τον 16ο αιώνα, κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην πνευματική ιστορία του Αγίου Όρος όπως είναι ο Άγιος Ιάκωβος, ο Σιομάρτηρας. Και τελικά βεβαίως ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Θεσσαλονίκης αλλά και προβαίνει στην ίδρυση, στην ανέγερση της ιστορικής Μονής της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας έξω από την Θεσσαλονίκη. Όπως επίσης θα άξιζε κατακλείοντας να μνημονεύσουμε και τον Ιωσήφ τον Αντονόπουλο, τον Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης ο οποίος κατά την περίοδο της επαναστάσεως του 1821, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821, συμμετείχε στην Σύνοδο του Πατριαρχείου του Κωνσταντινού Πόλεως και υπήρξε συμμάρτυρας μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο τον Πέμπτο τον Πατριαρχείο Κωνσταντινού Πόλεως υπήρξε μεταξύ των Μητροπολιτών οι οποίοι μαρτύρησαν από τους Τούρκους με γνώρισαν φρικτό θάνατο στην Κωνσταντινούπολη. Όλα αυτά τα πρόσωπα λοιπόν επαληθεύουν αυτό το οποίο και εξ αρχής σημειώσαμε ότι καταγράφεται στο έργο του Ιωάννη για την πρώτη άλωση της Θεσσαλονίκης ότι αποτέλεσαν ένα βασικό πόλο για την ευσέβεια της πόλεως, ένα πνευματικό πόλο σταθερότητας στο βίωμα και στην διδασκαλία της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αφού και με την εκκλησιαστική τους δραστηριότητα με το γενικότερο έργο τους μέσα στην εκκλησία στη Βυζαντινή εκκλησία αλλά και στην τοπική εκκλησία της Θεσσαλονίκης και μέσα από το θεολογικό τους έργο ακριβώς κατόρθουσαν να διαφυλάξουν μέσα σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο των τόσων αιώνων ιστορίας και ζωής της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αλώβητη την ορθόδοξη παράδοση αυτής της ιστορικής εκκλησίας.