: U.S.A Chrysler Ζάμι, Ζάμι, Ζάμι, Ζάμι, Ζάμι... Στους στρατιωμένους, στρατιώτες, στρατιώτες... Δώδεκα μέρες πριν τα Χριστούγεννα... ...ανεβαίνουνε στη γη τα καλικά μτσαράκια. Όλο το χρόνο πρυονίζουνε το δέντρο της ζωής... Και λίγο πριν τις γιορτές μυρίζουνε τις μυρωδιές, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέντες, και ανεβαίνουνε πάνω στη γη, κάνουν ζαβολιές και χίλιες δυο τρέλες γλυκές. Αυτό το γνώριζε και ο Μιλωνάς μας, που σ' εκείνες τις εποχές ο Μίνος έπαιρνε φωτιά. Άλευε το σιτάρι και έβγαινε τα αλεύρι για να έχουν όλα τα νοικοκυριά, πίτρες και γλυκά. Σε εκείνο το χωριό ο Μιλωνάς ήταν τόσο καλοσυνάτος που δεν ήθελε κανένα σπιτικό να μείνει χωρίς αλεύρι τέτοιες μέρες. Έτσι λοιπόν παραμονή της γέννησης έκατσε μέχρι αργά για να τελέψει και το τελευταίο νοικοκυριό του σιτάρι του να γεννεί αλεύρι. Ήξερε πως αν πάει αργά στο σπιτικό του τότε αν συναντήσει καλκατζάρους θα του πάρουν τη φωνή. Έτσι λοιπόν δεν τόβανε κάτω, πήρε ένα κομμάτι κρέας από την κρυψώνα του, άναψε μια μεγάλη φωτιά, έβαλε στη σούβλα το κρέας, πήρε και λίγο κρασί που είχε φλαγμένο. Και αρχίνισε να γυρίζει τη σούβλα, να γυρίζει τη σούβλα, να γυρίζει τη σούβλα και να πίνει στην αγιά του Χριστού. Το κρέας ψηθήκε τόσο νόστιμα που κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα μικρό καλκατζαράκι. Βουάου! Ποια φιδεθή! Μιλιά ο Μιλωνάς. Ήξερε καλά πως αν μιλήσει στο καλκατζαράκι μπορούσε να το πάρει τη λαλιά. Και γαζί δε μου λέει που θε λένε μιλήθη πολύ ωραία. Μιλιά ο Μιλωνάς. Γύριζε τη σούβλα και πίνε κρασί. Το καλκατζαράκι γυρνάγε γύρω γύρω γύρω γύρω και τον πίνασε τα μαλλιά, τα ρούχα, το κρέας. Θύμωνε ο Μιλωνάς, αλλά δεν έβγασε μιλιά. Και πώς θα λένε να θα μου πεις και για πες μου για ποιον λόγο πιθύνει θα το φάμε μαζί θέλω παρέα. Μιλούσε μιλούσε το σκασμένο. Τώρα θα πω. Λοιπόν θα πείθω και εγώ. Τότε λοιπόν πήρε λίγο από τη φωτιά και την έβαλε πιο δίπλα. Έπιασε και ένα ποτικό που πέρναγε από εκεί και το έβανε και αυτό σε μια σόβλα. Και έκατσε δίπλα στον Μιλωνάς. Γυρνάγε τη σούβλα Μιλωνάς. Γυρνάγε τη σούβλα το καλκατζαράκι. Γυρνάγε τη σούβλα Μιλωνάς. Γυρνάγε τη σούβλα το καλκατζαράκι. Και δεν θα μου πεις πώς θε λένε. Συνέχισε να λέει το καλκατζαράκι. Και όσο μύριζε του κρέας και μοσχοβολούσε τόσο βρώμαγε το ποντίκι. Όμως το καλκατζαράκι δεν το έβαλε κάτω. Και πώς θε λένε θα με πεις. Τότε λοιπόν ο Μιλωνάς πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με λένε αυτό. Αυτό. Ούτε μάθε μας λένε έτσι. Νευριασέ τόσο πολύ ο Μιλωνάς. Που σήκωσε τη σούβλα. Και αρχίζε να κυνηγάει το καλκατζαράκι και να κυνηγούσε γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, γ ο Μιλωνάς πέταξε μεταξύ τους. Ευτυχώς ο Μιλωνάς μας κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο δέντρο. Και τι να δει. Καλκατζαράκια, μεγάλα και μικρά, με κόκκινα και μαύρο σκουφιά. Εφανίστηκαν γύρω από το μικρό καμένο καλκατζαράκι και του έδιναν τις πρώτες βοήθειες. Τότε ο αρχηγός του λέει. Και για πες μας, ποιος έκαψε να τον εκάρνω μια χάψια! Με έκαψε ο εαυτός μου! Αだから παιδιά, κυβολεμέ 뭘 γ unter options την Therefore ποιον έκαψα ναveer τον εαυτό σου! Και κάθε χρόνο για να γιορτάσουν τη γένηση του Χριστού κάνουν αγλέντη και χαρές και ευλογίες μεγάλες! Χρόνια πολλά και του χρόνου με υγεία! |