ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΝ ΗΜΑΘΙΑ ΓΗ ... /

: Αυτή την όμορφη εκδήλωση, και σας ομιλώ με διπλή ιδιότητα. Αυτή του προέδρου του συμβουλή του Συλλόγου Βεριών Αθηνών και της άλλης του φίλου, σηματητή και αδερφού Δημήτρη Κλήμη. Ο Σύλλογος Βεριών Αθηνών ευτύχησε να δημοσιεύσει πολλά από τα διηγήματα του Δημήτρη Κλήμη στην εφημερίδα που εκδίδει τον...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2013
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=1_irJHz0_jg&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Αυτή την όμορφη εκδήλωση, και σας ομιλώ με διπλή ιδιότητα. Αυτή του προέδρου του συμβουλή του Συλλόγου Βεριών Αθηνών και της άλλης του φίλου, σηματητή και αδερφού Δημήτρη Κλήμη. Ο Σύλλογος Βεριών Αθηνών ευτύχησε να δημοσιεύσει πολλά από τα διηγήματα του Δημήτρη Κλήμη στην εφημερίδα που εκδίδει τον ημαρτίωνα. Μεγάλιασε το έργο του από το ξεκίνημά του, μετέπειτα ικανοποίησε την επιτυμία του να γραφεί μέλος του συλλόγου μας, παρότι διαμένει στη Βερία, γι'αυτό και ο Σύλλογος μας έρθεσε υπό την αιγίδα του τη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου του. Σήμερα, σε αυτή την αίθουσα, παρευρίσκεται όλο σχεδόν το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Βεριών Αθηνών, κομίζοντας τα συγχαρητήρια όλων των μελών μας που γνώρισαν την συγγραφική δεινότητα του Δημήτρη Κλήμη και τα οποία του τα μεταβιβάζω ως πρόεδρος του Συλλόγου. Αγαπημέ συμμαθητή φίλε και αδερφέ Δημήτρη, αντιέθετα από το συγγραφικό ταλέντο του λογοτέχνη θα συνέγραφα ένα αφήγημα-δίγημα με τίτλο «Θεέ μου, τι αδικία! Θεέ μου, γιατί αυτή η αδικία!». Από τα χρόνια του δυνασίου ακόμα έδωσες δείγματα του χαρίσματος της πένας σου, με το οποίο σε πρίκησε τόσο απλόχερα η φύση και ο Θεός σου. Οι εκθέσεις σου ήταν πάντοτε πρότυπα μαθητοί και μας τις ξαναδιάβαζαν οι καθηγητές. Σήμερα, Δημήτρη, τα κείμενά σου, λογοτεχνικά αριστοργήματα, συγκεντρωμένα στο υπέροχο βιβλίο που εξέδωσες με τίτλο «Αναδρομές στην ημαθεία γη», κατέκτησες και κατέχεις μια θέση στη δεριότικη γραμματολογία, επάξια. Με τη δύναμη της μνήμης, της σκέψης και του λόγου σου, αγγίζεις, γοητεύεις, συγκινείς και ταξιδεύεις όλους εμάς τους παλιούς στα περασμένα και ανέμελα στους περισσότερους από εμάς χρόνια τις νιώθεις μας, τους νεότερους δε, με τις μοναδικές λέξεις, το μοναδικό αριστοτεχνικό τρόπο του χρωστήρα της πένας σου στην παλιά γραμμα. Ζωγραφίζεις με τις μοναδικές λέξεις σου διαμάντια και δίνεις ολοζώντανες εικόνες της παλιάς βέρειας, της καλύρωης και πολύρωης βέρειας της εποχής εκείνης, όπως τη χαρακτήριζε ο Ιωάσαφ Κορνίλιος. Είσαι ένας ζωγράφος συγγραφέας της παλιάς βέρειας, της ζωής, των ανθρώπων, των συνειδιών και της αρχιτεκτονικής της παλιάς βέρειας και όχι μόνο. Αδερφέ Δημήτρη, μένει έκπληξή μου και με καμάρια να βλέπω εσένα και τον αδερφό σου με την ροήδα μάνα σας στα γυμνά χρόνια που γράφεις, περιγράφεις. Στην μεγάλη άμνοια διαπεραντοσύνη λογικού είναι και οι μεταπορίες σου, η ζωή σου, μέσα στη σκάφη της γης, στον ρεούμενο κόσμο που λέμε, εκεί να στενέπη και να μικραίνει όπως σε όλους μας. Άρχισε έτσι να λευτερώσεις τη θεότητα αυτή του λόγου σου, που έκλειπες μέσα σου, ώστε τα γυμνά χρόνια να συνεχίζουν και μετά. Με οργή και λύπη συνοχίζομαι το ερώτημα, γιατί τον καρπό της φωτιάς, το φως που μέσα σου συσήριζε, έπρεπε να περάσουν πενήντα τόσα χρόνια για να φανεί. Ο σπόρος του Αγέννη του Τάβαντου άργησε πολύ να συντάξει το όρομα στον ορισμένο ορίζοντα που κατέληγε ο οριανός για να κλείσει ο κύκλος και να φανεί η γέννα. Πολλάκης έτσι συμβαίνει στη γη. Η καλοπέραση και η άγνωση ποτέ δεν πλάθουν, Θεό. Μόνον η πείνα και τα δάκρυα, ίσως και η ντροπή, αφήνουν να ξεχωρίσει ένας από τα κατογόγια της γης, όπως κι εσύ υποστηρίζεις καρπίζοντας στις σαναδρομές σου. Δημήτρη, σου ζητώ συγγνώμη για αυτήν την αφτερεσία μου να σε θεωρώ ο αδερφός μου χωρίς την προηγούμενη άδειά σου. Αυτό νιώθω. Σε θεωρώ ο αδερφός μου για ένα ακόμη λόγο. Όταν το τρένο της ζωής με αποβίβασε στον τελευταίο του σταυμό στην Αθήνα, κάποια στιγμή, όταν έπαξαν να σχολούμαι με τον κήπο των συνανδρώπων μου, αποφάσισα να σχοληθώ με τον κήπο της δικής μου ζωής. Αναζήτησα τις ρίζες μου στην Αθήνα και τις βρήκα στην οδό της έως 13 στον 5ο όροφο στο Σίταγμα. Τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησα στο Σύλλογο Βερήαιων Αθηνών ήταν φυσικά ο Όμηρος, ο αγαπητός σου αδερφός, ο μετέπειτα βαπτιστής από εμένα στη λομπάτης και ατμομηχανή του Συλλόγου. Τον χαιρωτώ. «Γεια σου, Όμηρε, παλιές συμμαθητή», του λέω. Κι αυτός με απορία μου ρωτά «εσύ, ποιος είσαι» του εξήγησα, όμως τελικά τον συγχώρησα για αυτήν την αδυναμία της γνήμης του. Στη συνέχεια, και ευθύς αμέσως, η χημεία μας, πώς φαίνεται, μας έδεσε σε ένα δυναμικό δίδυμο. Αναλάβαμε το Σύλλογο με όραμα και περίσσια ανηδιοτέλεια και μεταξύ των άλλων δημιουργήσαμε και εκδώσαμε την εφημερίδα του Συλλόγου Βερήαιων Αθηνών. Τις σελίδες του εμμαθήμα κοσμούν σήμερα κατά διαστήματα τα λογοτεχνικά σου αριστοργήματα, με τα οποία αγγίζεις, γοητεύεις, συγκινείς και ενημερώνεις τους παλιούς παλιότες που ζουν στην Αθήνα και δεν έχουν πρόσβαση στον τοπικό τύπο της Βέρειας. Και εμείς χαιρόμαστε και αισθανόμαστε υπερήφανοι για σένα από τα συγχαρητήρια που εισπράττουμε για σένα. Αδερφέ Δημήτρη, σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστούμε για το μοναδικό συγγραφικό σου έργο με το οποίο ταξιδένεις νωερά αίμα στους παλιούς πίσω και ζωγραφίζεις τους νεότερους με το γροστήρα της πέρας σου την παλιά Βέρεια. Σε εύχομαι ο Θεός να σου χαρίζει υγεία και δύναμη. Να είσαι πάντα καλά, για σίγα στη ψυχή σου, με τα όπλα της μνήμης και της σκέψης σου, να παραμείνει δυναμική, δημιουργική, να διατηρήσεις την ανεξάντρητη δύναμη της ακόρες της δημιουργικής σου πέρας, το ταλέντο που η φύση και ο Θεός τόσο απλόχερα σου χάρισαν και να μας χαρίσεις με τα νοήματα της σκέψης σου και τα διαμάντια των λέξεων του λόγου σου, νέα έργα, νέα δημιουργήματα μοναδικής λογοτεχνικής τέχνης. Σε ευχαριστώ, αδερφέ Δημήτρη, για την προσφορά σου στη γενέτειρά μας Βέρεια, καθώς και για την προσφανάς προσφορά σου προς όλους εμάς. Το λόγο σου, τον πίνακα της παλιάς Βέρειας, που ζωγράφιζες με λέξεις διαμάντια, δεν μπορεί καμία βροχή κανένας χρόνος να εμπίσει. Ευχαριστούμε θερμά τον πρόεδρο για τα καλά και εύστοχα λόγια μου. Πρωτού δώσω τον λόγο στον δημοσιογράφο, κύριο Δημήτρη Καρασάβα, σας διαβάζω το βιογραφικό του Δημήτρη Κλήμη, όπως ο ίδιος το έχει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Ο Δημήτρης Κλήμης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1936, από το 1937 μόνιμα στη Βέρεια μεγαλώνει μετά άλλα δύο του αδέρφια. Οι κοινήσεις του το 1920 είχαν ενωθεί στο κοινίκ της Περγάμου. Κατοχή, πηγαίνει στο δημοτικό και στις σχόλες του γνωρίζει τη Βέρεια. Η καρδιά του πιάνεται από τις πέτρες της και από τα χόρτα, στα στενοδρόμια της, ενώ το φως της αντιστέκεται στις ματιές του ακόμη, τη ψάχνη. Μετά, γυμνάσιο και δουλειά. Όπου αυτοί βρεθεί. Στη μεγάλη άμυαλη απεραντοσύνη ο δικός του καιρός είναι πολύ μικρός και στενός όσο μια ζωή. Σε μια ασάλευτη, αόρατη φανουσία που τον ακολουθεί δεν μπορεί να δώσει νόημα ο ήλιος. Τα παλά καλούπια δεν τον χωρούν. Μεγαλώνει και σηκώνει αντάπτυκο στη μοίρα και στην επικαλούμενη θεότητα, προσωπείο του Θεού. Απόλυτα ελεύθερος και υτροπμένος σε μια στιγμή όταν πλατένει ο νους του. Βρίσκεται αντιχριστός μέσα σε σιωπή και τρόμου με το σύμπαν, το σπλάχνω του Θεού. Εκεί ξεκρίνει το γνέψιμο της πνοής και να βλέπει πια ότι ο ένας βλέπει αρετή στο πάλεμά του, του αρκεί. Στην εξόρμηση, εβδομαδιαία τοπική εφημελίδα του τηλεφάνη 30 φιλίδι κρατά μια στήλη με χρονογράφημα για τρία χρόνια. Παντρεύεται και κερδίζει τρεις κόρες. Σήμερα, συνταξιούχος, εκεί που παλιά αστόχησε, ξαναγυρίζει. Το αποτέλεσμα ματώχει στα χέρια του ο αναγνώστης. Φίλες και φίλοι, όπως ακούσατε, ο Δημήτρης Κλύμις τελειώνει το βιογραφικό του με τη φράση «Σήμερα, συνταξιούχος, εκεί που παλιά αστόχησε, ξαναγυρίζει». Το αποτέλεσμα ματώχει στα χέρια του ο αναγνώστης. Προσωπική μου γνώμη είναι πως ο φίλος Μοτάκης από τα γυμνασιακά μας χρόνια δεν αστόχησε. Απλώς καθυστέρησε να μας δώσει ολοκληρωμένο δείγμα γραφίστου. Η σκέψη και η ψυχή του, όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της βιοπάδης, δεν έπαψε να γεννά. Να στροβιλίζεται στη μεγάλη δύνη του λογοτεχνικού του χήμαρου, που είχε τις πηγές του στον εσώτερο αθέατο κόσμο του. Έγραφε, έδινε άρθρα στις εφημερίδες, όμως δεν καταπιάνοντας συστηματικά. Προτεραιότητα είχε η οικογένεια και η επιβίωση. Η σκέψη του γεννοβολούσε με αστρική ταχύτητα και η φαντασία του ατίθαση κάλπαζε πάνω σε μαύρο άλογο με γιανιστερή, βελούδινη μεγάλη χέτη στον απαίραντο ημαθιώτικο κάμνο. Το φροντί, πρωτού μπούμε στις τάξεις και στα μυαλήματα, μαζευόμασταν γύρω του, με γύριτος ποταμός οτάκης. Μας ξάφνιαζε με τις πανέμορφες περιγραφές του, αγιθηνές ή γενήματα του μυαλού του. Τι σημασία είχε! Απόδειχνε όμως τα σύννεφα από την ψυχή μας. Η περιγραφική του δεινότητα ξάφνιαζε τους φιλόλογους του Γυμνασίου. Διάβαζαν τις εκθέσεις μας στην τάξη και κάποιοι εκείνη την εποχή, της ευτοχής και φοβικής έκφρασης των μαθητών, αφέβαλαν ανήθανοντικά. Ο τάκης ποτέ δε μασούσε τα λόγια του. Κοιτούσε τους καθηγητές στα μάτια, αντιδρούσε αυθόρμητα και στις παρατηρήσεις τους, απαντούσε σύμφωνα με τη δική του γνώμη. Μισούσε το γλίψιμο. Η κάψη της μέσης του ήταν άγνωστη. Πάντοτε όμως άπλωνε τον ευκό τους εντόνι και σκέπαζε τον τρομοκρατημένο συμμαθητή του. Από τότε, στα άγγουρα χρόνια της γυμνασιακής μας ζωής, αναγνώρισα τον λογοτεχνικό του ταλέντο και ποτέ δεν έπαψα, μέχρι να τυπωθεί το βιβλίο του, αναδρομές στην ημαθία εκεί, να τον παροτρύνω, να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία σοβαρά. Πάντα αναρωτιόμουν, από πού πήγασε η κριτική μου σιγουριά για τον ταλέντο του. Τι γνώριζα τότε από λογοτεχνία, πόσο δυσκολευόμουν την ώρα της έκθεσης και δίπλα μου έβλεπα με κρυφή ζήλεια το μολύβι του Τάκη να μην προλαβαίνει να μεταφέρει στο χαρτί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ελπίζω να μην αργήσει το δεύτερο βιβλίο. Παρακαλώ, το φίλο δημοσιογράφο Δημήτρη Καρασάβα να αργηγήσει για τις αναδρομές στη Δημασία Γη. Σας ευχαριστώ. Πρέπει να εξηγηθώ στην αρχή. Είναι ανοιχτό εκείνο. Ανοιχεί για αυτό. Πρέπει να εξηγηθώ στην αρχή για κάτι. Τον συγγραφέα δεν τον γνώριζα. Γνωρίστηκα πρόσφατα και τι είναι ο κ. Θεόδωρος πολύχρονιά της γι' αυτό. Είχα όμως την ευκαιρία ως αναγνώστης της Βέριας και εγώ να διαβάζω τα λογοτεχνικά. Να διαβάζω τα λογοτεχνικά του κείμενα και να τα κόβω σε αποκόμματα, τα οποία βέβαια μέχρι σήμερα φυλάσσονται μέσα στο άναρχο αρχείο μου. Από τη στιγμή που γνώρισα τον κ. Δημήτρη Κλήμι, θέλω να πω ότι νιώθω πλουσιότερος. Δεν θα σας κουράσω πολύ. Υκλωφαρώ το σύντομο γραπτό δοκιμιό μου ο αφητητής Δημήτρης Κλήμις και η περιπέτεια της γραφής. Στις μέρες μας σπανίζουν πια οι άνθρωποι που μπορούν να διηγηθούν κάποια ιστορία με τον σωστό τρόπο. Να φταίει άραγε το γεγονός ότι οι άνθρωποι υπορεύονται αποξενωμένοι μεταξύ τους εγκαταλείποντας την θαλπωρή της συντροφιάς. Ίσως πάλι να ευθύνεται ο δισταγμός που εντοπίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις αφού η αφήτηση καθτίζεται με την εμπειρία και αυτό δυσκολεύει τα πράγματα δημιουργώντας ποικίλα συνεισθήματα μέχρι και υποψίες. Αυτό είναι το πραγματικό σχέδιο. Αυτό είναι το πραγματικό σχέδιο. Αυτό είναι το πραγματικό σχέδιο. Και αφού οι ιστορίες δεν μεταβιβάζονται πλέον από στόμα σε στόμα, η αφήτηση βρήκε το καταφύγιο της στο γραπτό λόγο. Όμως και πάλι οι δυσκολίες μεταβίβασης της εμπειρίας είναι δεδομένες αφού ο αφητητής καλείται να αποδώσει μια ιστορία με τρόπο ώστε να γίνει κατανοητή αλλά και να μην ξεχαστεί. Έτσι, στην θέση των χειρονομιών που συνοδεύουν μια προφορική αφήτηση, στο γραπτό λόγο ο αφητητής πρέπει να έχει το χάρισμα να εμπλουτίσει την ιστορία του με την ανάλογη περιγραφική δεινότητα. Χρειάστηκε αυτή η μικρή εισαγωγή προκειμένου να γίνει αντιληπτή η ξεχωριστή περίπτωση του Δημήτρη Κλίνη, η συγγραφική προβολή του οποίου συνοδεύεται από εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ευκολοπρόσληπτο μιας αφηγούμενης ιστορίας. Στις αναδρομές στην ημαθεία γη ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει μία λαμπρή περίπτωση λογοτεχνικής γραφής και μάλιστα από έναν άνθρωπο που δεν έχει εξειδικευμένες γλώσσεις περί την δημιουργική γραφή. Έχει όμως το χάρισμα, άρα έχει τα πάντα. Επιμέμουν στην λογοτεχνική διάσταση της γραφής του Δημήτρη Κλίνη για να εντοπιστεί έτσι η αυτοτέλεια των ιστοριών του. Δηλαδή, ενώ ο πυρήνας των ιστοριών του ξεκινάει από πραγματικά συβάντα στην εξέλιξή του στα κείμενα καλοπισμένα από την λογοτεχνική του γραφίδα μετατρέπονται σε διηγήσεις με αξιοσημείωτη νοηματοδότηση. Έτσι, οι δικές του αναμνήσεις μπορούν να φτάσουν στους άλλους και ως διηγήματα. Οι ιστορίες του δημοσιευμένα σε τοπικές εφημερίδες προδικτατορικά στην Εξόρμηση, πρόσφατα στην Βέρεια, δείχνουν μια αλλαγή στην γραφή του. Στην πρώτη περίοδο τα κείμενά του, κοντά στο χρονογράφημα, είναι επηρεασμένα από την πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής, με έντονο το στοιχείο της αδεβαιότητας αλλά και της αγωνίας. Στην δεύτερη σύγχρονη μας περίοδο, οι αναμνήσεις προβάλλουν πίσω από το πέπλο της λύθης και μετατρέπονται σε κείμενα με διδακτική αξία. Στην πρώτη περίοδο η γραφή του, συγκρατημένη αλλά σαφώς υπέθυμη, μαρτυρά ένα συγγραφέ με αντιπολεμικά, φιληρινικά και ανθρωπιστικά αισθήματα. Στην δεύτερη, η γραφή του γίνεται σαφώς συναισθηματική, αφού οι αναμνήσεις, μέρος της βιωμένης εμπειρίας, πάντα ξεσηκώνον τα συναισθήματα. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο είναι που ξεδιπλώνει τα λογοτεχνικά του χαρίσματα ο Δημήτρης Κλήμης με την εραίωσα γλώσσα και την περιγραφική δυνότητα να αναδεικνύει το συγγραφικό του ταλέντο. Ο Δημήτρης Κλήμης της δεύτερης περίοδου, στα κείμενά του στην Βερία, αφήνει στις διηγήσεις του το ήχνος του διηγούμενου. Θυμάται πολλά τα καταγράφη και καλεί τον αναγνώστη σε μια περιδιάβαση στην Βερία που χάθηκε, σε εποχές τεραγμένες αλλά και ειρηνικές. Αναφορές σε πρόσωπα, καταστάσεις, εικόνες, εποχές, περιστατικά, συναντήσεις, αφορμές, με αντίστοιχα φωτογραφικά θέματα, όπου αυτά υπάρχουν, ανασυνθέτουν ένα συγκλονιστικό, συγκινητικό και άκρως ενδιαφέρον παρελθόν. Έτσι, ο συγγραφέας μας οδηγεί σε ατραπούς που ζυμώνουν τον άνθρωπο, τον καλουχούν με εκείνο το υλικό, όμοιο με τις πέτρες του δεχκαλίωνα και της πύρας που γέννησαν ανθρώπους. Πολλά έχει να θυμηθεί ο αναγνώστης που θα σκέψει στο βιβλίο του Δημήτρη Κλείνη, όπως για το παλιό πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου, την παλιά Βέρεια, τις ασχολίες των ανθρώπων της, τις εναλλαγές των εποχών, τον Αλιάκμονα, το μοναστήρι του Τιμήν Προδρόμου, τις εκκλησίες πάλι της πόλης, το παλιό καρναβάλι, καθημερινές ποινές από τα αλωτινά χρόνια, φυσικές ομορφιές, κυνηγετικές εξορμήσεις, νεανικά σκεπτείματα και συναντήσεις στην ορειμότητα, αναμνήσεις από τον ξενιτεμού. Δεν είναι μόνο η περιγραφική ικανότητα που ξεχωρίζει στην γραφή του Δημήτρη Κλείνη, αλλά και η παράλληλη φιλοσοφική κρύα που ντύνει τον λόγο του, στοιχείο ευδιάκριτο στο οποίο επανέρχεται κάθε φορά που κρύνει αναγκαίο. Ωστόσο, και αυτό πρέπει να επισημαθεί, ο συγγραφέας στέκεται τίμιος απέναντι στις αναμνήσεις του. Γι' αυτό και οι αφηγήσεις του έχουν, πέραν της συγκινητικής ή και νοσταλικής ενθύμησης ή αναπόλησης, και ηθικοπλαστικό χαρακτήρα. Ενδεικτικό και του δικού του ηθικού υπόβαθρο, αποτελούν δύο αφηγήματά του που αναφέρονται στα δύσκολα και τραγικά χρόνια της κατοχής. Στα γυμνά χρόνια, στην βαριχειμονιά του 42, θυμάται και μνημονεύει την συγκινητική περίπτωση της κατίνας Καλογύρου, που δεν αδιαφόρησε βλέποντας δύο πεντάχρονα πεινασμένα αγγόρια, τον συγγραφέα και τον αδερφό του, και από το λίγο που είχε για τα δικά της τέσσερα αγγόρια, ένας των οποίων παρίσταται απόψε ανάμεσά μας, μπόρεσε να ξεχωρίσει το πρόσφωτο της αγάπης της, προκειμένου να ξεθυμάνει την άκρια πίνα τους. Στο ένας από τους 101, θυμάται και μνημονεύει και η συγκλονιστική ιστορία του πατριώτη αντιστασιακού Κώστα Πλομαρίτη, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο στρατόποτα Πουάρμπλου Μελάστη Θεσσαλονίκη, στις 6 Ιουνίου 1944, που όντως ένας στους 101 δεν θέλησε να είναι έξω από τους 100. Τέτοιου φυράματος άνθρωποι καλούχισαν τον άνθρωπο Δημήτρη Κλίνη. Οι Κατίνα Καλογύρου και ο Κώστας Πλομαρίτης έκτεσαν και τον συγγραφέα Δημήτρη Κλίνου, που δεν λυσμόνισε ποτέ την ανθρωπιστική και πατριωτική του στάση και τώρα μέσα από το βιβλίο του και με την ηθική του μνία τους παραδίδει στην αιμιότητα. Ο αναγνώστης που θα επιχειρήσει τον οεραίο ταξίδι στις αναδρομές στην ημαθεία γη, σε μία πρώτη ανάγνωση θα αντιληφθεί μέσα από την δεριότικη προσωκογραφία και τυχογραφία μία πόλη που χάθηκε μαζί με πολλούς από τους ανθρώπους της. Θα συγκινηθεί, θα συγκλονιστεί, θα νοσταλγήσει, αλλά θα συνεχίσει την προσωτική του αντιπορία. Σε μία δεύτερη ανάγνωση θα προβληματιστεί και αν επιμείνει θα κατανοήσει ότι οι αφηγήσεις του Δημήτρη Κλίμη είναι υφασμένες από το υγικό της βιωμένης ζωής, άρα είναι σοφία και συνισθούν συμβουλή. Συμβουλή του συγγραφέα προς τον αναγνώστη να παραμείνουμε άνθρωποι. Σας ευχαριστούμε. Τώρα ο Λόκος Βεταίου στο όνομα της συγγραφείας. Ευχαριστώ την Εκκλησία για την παρουσία της, την πολιτική και δημοτική αρχή, επίσης το Σύλλογο Βερήαιο και τη Δημόσια Βιβλιοθήκη για την καλοσύνη τους να καλύψουν την απόψινή παρουσία του βιβλίου μου. Ευχαριστώ και όλους εσάς, γνωστούς και αγνώστους που τώρα βρίσκεστε μαζί μου σε αυτή την αθήση. Τη θάλασσα από μάτια, τα δικά σας μάτια. Από μικρός εντυπωσιαζόμουν, όχι από την πολυκοσμία αυτή κατά αυτή, αλλά από τη θάλασσα των ματιών που δημιουργούσε αυτή. Λίγα από αυτά τότε με προσέχανε, ενώ τα μάτια. Και θα περισσότερα ήσανα διάφορα και πελαστικά φευγαλές μάτιας όπως μόνο τον κόσμο συμβαίνει. Όμως το δικό μου αλόνι της ματιάς μεγάλωνε, πλάθενε μέσα σε μια πόλη Κιβέρια που αγγάλιαζε όλοι, περίσσια από την αγαπούσε, κάνοντας τη ένα εργαστήρι που σμήλευε σε πολύ δύσκολες εποχές, όχι τη συναισθηματική μου οκοσύνθεση, αλλά τη συναισθηματική μου ανασύνθεση. Ζούσα και ζώ στην ανάσα της, ξεκουράζομαι και καλλινεύομαι με ωραίους περιπάθους στην πόλη της νεότητός μου. Στην παλιά Βέρια, που κομμάτι μικρό είναι και μένει η συνοικία της Κυριότησας και της Παναγίας Δεξιάς στη γέφυρα της Καραχμέστη. Εκεί σε μένα πάβει η πίεση του τσιμμένου, του όρθιου τσιμμένου, με τα κηδυσμένα μπαλκόνια, τάπυρα μπαλκόνια σαν από ξεκουρσιασμένα κουτιά γλώσσες μέσα στον ήλιο και βροχή. Μπορώ να πω ότι χωμένος στα πετροτούβα της Πορόπετρας σ' αυτές τις γηλειδονιές νιώθω περισσότερο λευθωρός, ακόμη και απ' τα δεσμά της λευτεριάς λευτερωμένος. Σε εκείνα τα χρόνια, το κάθε πρωινό και ξημέρωμα, όταν η Άγια Πόλη ακόμη λιθαρακούσε και φεύγανε δύσκολα, τα τελευταία έχει θύμνο, εγώ ήμουν ενάντια στην προεόνια συνήθεια που κόβηθη η ζωή σε δυο φέτες, την ημέρα και τη νύχτα. Γιατί έκανα αναγκαστικά δυο κόσμους, ο ένας της ημέρας, όταν χώριζα το πρωί από τη νύχτα και πήγαινα στη Βέρια, και ο άλλος που συναντυνόμουν το βράδυ με τη νύχτα και έφυγα από τη Βέρια. Στην πρώτη φορά το αντάγωμα σαν πρώτο ήταν καλοδεχούμενο και τη δεύτερη φορά σαν στερνό αποχαιρέτησμα φαινότανε. Η Βέρια είχε και έχει παράδοση με τους λάτρους συγγραφείς της και διανοούμενους. Εγώ μπορώ να πω ότι είναι μια πολύ μικρή συνέχεια αυτών. Όπως ο κορυφός Στέλιος Βαλιντόκουρος, λογοτέχνης, ο κύριος Γεώργιος Ιονίδης, ο κύριος Στοβάς Καβριηλίδης, ο κύριος Παύλος Πυρινός και ο κύριος Νίμπος Κόλιας. Ο φίλος μου κουλιχρονιάρης ο μόνος τεχνίδις του λόγου είναι. Ο Κώστας Μουρατίδης, ο κύριος Χρήστος Κούμπρας, ο πολίτης Ξάνθιπος με τα αγδοπαδεία στερεά και μονώστερα στρατικά από την Βασιλάτου της Βέρια, ο κύριος Χαζιαστρατίου με τον ωραίο αλλά και από άλλη στράτα λόγο, ο κύριος Τρομμούκης, ο κύριος Χαρισκώστας μοναδικός με την άλλη άποψη, επίσης ο ΕΡΕΑΣ Παναγιώτης Χαλκιχάλτας. Αυτά τα λίγα ως προς την οικονομία του χρόνου και θα ήθελα μερικά αποσπάσματα από το ειδείο μου όσοι συνηθίζεται να σας διαβάσω, πολύ λίγα. Μετά θα σας πω ευχαριστώ που με προσέξατε. Θα ξεκινήσω από το Μοναστήρι του Μιού Προδρόμου. Όταν νικρός είχα βρεθεί εκεί μέσα στην εκκλησία του, σχόλας η εκκλησία του, τέλευσε το χρέος στον πιστό με τον Αηγιάννη και τον Θεό. Η αχνία από τα ψητά και βραστά κουρμπάνια με αγαλούσε τα πεινασμένα στομάχια. Η ψυχή καβουκιασμένη ζητούσε κι αυτή να τον δει. Έβρεπε το κομμή να φάει, να θεριέψει δίπλοκτο κι αυτή για να μπορεί να συνεχίσει την πάλη της μαζί του, όπως το θέλει ο Θεός. Το στρωμένο μακρύ τραπέζι της τράπεζας του Μοναστηριού, το σταρένιο φρέσκο ψωμί με άφθονο τυρί φέτας σε πιάτα και το λόλευκο σιδερωμένο τραπεζομάδινο με τρίγωνα διπλωμένα άστρα σε πετσέτες πάνω του, πρήκες της Μονής, χόρτεναν το βλέμμα με νικοκυλιό σπιτιού. Φιλοξενία ξεπέραστη, με τα πιάτα γεμάτα να συμπληρώνουν το μεσημεριανό γεύμα, με σεκόνητο ένα σιγανό αδιάλειτο μουρμουριθό να κυριαρχεί από μιλίες, πυρούνια και αστικά πιάτα να χτυπούν, όλο το αρχονταλίκι ναύραζε και αναχάραζε από την παρουσία του Μητροπούλη Τιβερίας Αλέξανδρο στην κορυφή της τράπεζας. Ευρώγησε το πλούσιμο φορταστικό τραπέζι για όλους, ο ίδιος μας αρκέστηκε σε ένα μεγάλο άδειο πιάτο με λίγες στεκνές μαύρες λιές, ντομάτα και πρόσφα. Πάλευκος ο παππούς, με το βλέμμα του όλο φως και σοφία, ίσχεως και σε κοίταζε σε ίσχεα. Ο Σάκης από τη βήμα της ωραίας πύλης της Μητρόπολης κήρυθε, το εκκλησιασμα εκστατικό έγινε τα αφιά του και τον ακολουθούσε. Οι δε ομιλίες του αυτές κάποτε έφεραν θλίψη και πόνο και ίσως παράπονα. Όμως, τα συναισθήματα αυτά δεν αφαιρούσαν τη θεϊκιά ισορρόπιση απ' τα λόγια του. Ήταν ένας παππούς γλυκός, όλος αγάπη, ένας παρήγορος, πολυνός της δυσκότης. Έτσι, οι ουζία με την πράξη φάνηκαν πολύ αργότερα στο μοναστήρι του Τιμίου Πλοδρόμου, όταν ο παπα Γρηγόρης μέσα σε μια δεκαετία μου βάθησε τα πρώτα τρία, τα τρεμμένα θεριά τα εγγόνια μου. Ευτυχώς στα στιβαρά του χέρια, μέσα σε ένα θάνατο αγιολίτικο βάθησμα τα κατάθρανα, να λυγίσουν τα ποδαράκια τους και να χωθούν στον αγιασμό. Τρεις φορές ένιωσε ο εκκλησιασμός την Περιλιά, Περιάβλη, τον ναό, χαρούμενος και γελούσα. Γελούσα μαζί μου την πλαγιά του κρουνου με το μοναστήρι κολλημένο στα κλωράκια της, να χάνονται στα προμεσηβαριανά καυτά καυτολογήματα του ήλου, μισθοχεία νικηθειότους. Είχαν επίσης τον κέρο Λιάκωνα, που χαμηλά τους ασύμβηζε και αναρωούσε τις ροσιάς τους προς τα ψηλώματα. Ακριβοδίκια τις μοίραζε, τις κατασκόρπιζε, πάνχνες πια επάνω και στον πορτάρι και όλα είσαν καλά. Επίσης, ένα βράδυ στο μοναχο, που τα πρωτοποίγα, τα βράδια και τις σχόλες σπούδα συμμονοχικούς περιβάτους του κόσμου, ψυχή και σώμα ρομοδεμένα, πελάγωνα με τις αμορφιές των γυναικών, κοίταζα θεκομέως τις Γερμανίδες με το πρόσωπο τους το όμορφο, λευκό, ζυμωμένο με το γάλα, με ελαφρά υψωμένα τα ζυγωματικά τους και μπλέφαρα βελούδια να χαϊδεύουν απαλά τα γαλάζια ή πράσινα μάτια. Όμως, τις γυναίκες πλέανε μέσα σε μια αφιερική ηλικία και εγωηθία ακόμη και μεγαλύτερες. Τα κορμιά τους δίσταζαν ανάμεσα στη κοπέλα και στη γυναίκα και πάντα κοντοκουραμένες οι μεγαλύτερες με πρόσωπο σοβαρό, αρμονικό μόλις και με τα βία στις έκανες είκοσι χρονών. Στο βιαστικό χαρασμάτισο ένας γύρω τους άλλαζε, γινόταν το χρόνο τους ένα μ' αυτόν και σου ξυπνούσαν και τις πέντε ανοιχτές πόρτες της ζωής. Διάχυτη η γοητεία τους, με ένα μαγευτικό τριμμή, του σωκήμισμου ονείρου, άφηνε τον θαυμασμό να ξεκινήσει και χωρίς να τις γνωρίζεις, αγαπούσες αυτές τον έρωτα που θα έγινε της γι' αυτές. Γυναίκες με ασπαθάτου κορμή, διμένο με άνεμο και σάρκα, υψηλά στη μέση τους στέρνουν, ύψωναν ένα παρίστιθος, με ορθομένων δυο καστανούς κάρκες, βόρειες, αλλά έδιαν την εντύπωση ενός υποτροπικού κλίματος, όπου οι ερωτικοί μου σόνες δεν σταματούν ποτέ. Είχα την αίσθηση, ειδικά στην πολυκοσμία των δρόμων, ότι βρισκόμουν σε μία κιβωτό που περιείχε δήματα ψυχών από κάθε όμορφη χώρα, ένα συνεχές και διάλεκτο αρμήρισμα σε ράτσες και πλώσες, που ενώ μιλούσαν για το πιο κοινά θεότα, σιγά και μυστικά, που τα ξέρουμε και τα λέμε όλοι, μέσα μου έμεινε η εντύπωση ότι λέγανε κάτι σπουδαίο, πολύ σπουδαίο, στην έννοση για μένα δική του κλώσσα. Χανόμουν εύκολα τη νύχτα, έπαιρνα λάθος δρόμο, άδειο δρόμο κάποια στιγμή, προσπαθούσα να προσανατολιστώ, έστεινα τ' αθή μου και αφουκραζό μου, άκουγα την ίσυχη ανάσταση της άλλος της γειτονιάς που κοιμόταν και το αχνό φως του δρόμου να τρεμοπέλλει στις κρεμαστές λεμαλίας από μικρά λαμπιόνια. Την αποέδειση είδε έκοπτα τα δικά μου σκληρά τα κούνια και η σκιά μου μπρος πίσω πάνω κάτω διαγραφόταν συμβαμμένος με πολλά χρώματα και τίχους, συνοδά αντικόρ χρωμάτων και όλα αυτά έμοιαζαν με κοκκινωκό αλιφέλημα μια συμβριακή ζωή στη δική μου ζωή που άρχισε στο Μόνακο. Προχωρημένα μεσάνυχτα ένα καφέ ακομμένη αυτό και το ραδιόφωνο με τη Μαρία Κάλα στο τραγούδι «σόλα περτούτα εαμβατονάτα μάγευε βραχνά» τους ίσχυους της νύστας ανταρκιασμένοι καρδιά δάκρυς «σόλα περτούτα εαμβατονάτα μάγευε βραχνά» και εγκαταλειμμένοι και επίσης από το Καρναβάλιο. Έγραψα και το Καρναβάλιο όπως το θυμόμουν ένα ζευγάρι χάνεται η γυναίκα και ο άντρας μένει μόνο στο σπίτι. Αυτός βολεύει πιο άνετα ένα μαξελάκι του καναπέ στην πλάτη του, πίεσε τον πουτών και ο δίσκος του πηκά, άρχισε να γυρίζει σιωπηλά στον εαυτό του, έως όσο το διάφραμα αυτόματα λήγησε πάνω του. Τώρα το ερεμπρός ταμούρ με τις νόδες του δεν έχει την αζυλήτα και τη φρασκάδα του τότε. Έχουν προσθεθεί ήχοι καραβάνας και τριγμή πολυχρονήθηκε. Λεφάρεσε από το μάθημα, την έψαξε στη θέση της, ασυγχύθηστος προτάρησε ακόμα στη γυλίθις, του φύγε για να τη φωνάζει και να τη ζητά. Πάντα της άρεσαν και κάθεται και παιχνίδια, όμως που τώρα είναι καρναβάλι. Κι αυτός έρημος κλαδώνει ο νους του και πετά στον τότε, ως πότε με πεθαμένο κέφι, με νερωμένο κρασί, με ανύπαρα κταχυλιά, με ξεκόβηστα βιολιά, με βραχνά και παράκτωνα τραγούδια, με ενία και νύστα, με νύχτες καρφωρμένες απελπιστικά στη ίδια ώρα, γιατί στα στερεμένα μάτια του κοροπηδούν βασανιστικές ελληνίες, ηθήμησες από μια ολόκληρη ζωή που έφυγε. Απόψη είναι από κρυά και καρναβάλι, όλοι γελάνε. Κι αυτός με θωλωμένα μάτια, εκεί με εκείνη, με πίσμα σε εκείνη, καρναβάλι και πάλι. Και ένα τελευταίο για την Ελιά. Η Ελιά. Να η Ελιά. Είμαι στην Ελιά. Να βρεθούμε στην Ελιά. Περίπατος στην Ελιά. Ελιά, αγάπη μου, είσαι μια δυχαρωθή αστροπή, αστραπή, που σαχίζει στα μάτια των ανθρώπων, ντόπιου και ξένων, σε δεκάδες καθρέφτηνα κομμάτια θαυμασμού. Μονοδική η παρουσία σου μπορεί να αποκλητογραφεί τον παλιό χρόνο, τον πειρώνει, λύρνεται όλοι και τον επαναβάρεις και τον επαναφέρεις σιωπηλά, ώστε να αντέχει και να συνέχει το νέο με το ρετρό σε κάθε μεταφορφωσίσου, όπου συντηλήθη με την επέβαση της δημοτικής αρχής, όπως τώρα. Όλο ζωή σου περιληθώνει στην επιθυμία που σε ακολουθεί, για ποιοτική ανάνιωση με τη λάμπα των πετρομάτων της ομορφιάς σου, σε κάθε άστοχη επέβαση, ξαστοχισμένη, σκεπάζεται κατόπινο από το μανδία σου και οι ζωγραφίες σου κυριεργούν, πάλι, από αιθείες ζωγραφές. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια, τα γιγάντια, πλατάνια και οι χρόοι, λουσμένα με γένυρο φωτερό, έχουν σκοπό αντάμιγκο και θάμασμα του βρέου. Κι όταν η μέρα δουλειάζει και ιδέουν τα απόσκια στα θουρσέκια της μάνας πόλης της Βέρειας, τότε αρχίζουν τα λειτουργία του ίδιου να σκοπούν με τα λαμπές και είναι αυτά τα όσα νύχτα βρεθεί, με συγκατάβαση υπολίχως της σχολίας, η γλυκιά Βέρεια για στροτισμάτης. Ευχαριστώ. Το Σύλλογο Βερειάων της Αθήνας ευχαριστώ ακόμη για μια φορά, όπως και την αρχή της δημόσιας δημόσιας δημόσιας δημόσιας. Δεν έχω τίποτα, μήπως θέλετε κάποιος να μιλήσει, να ρωτήσει για εμένα. Κάτι από αυτά. Στα όνοματα των λογατεχνών που ακούστηκαν νομίζω χρειαζόταν να ακουστεί και το όνομα του Γιάννη του Σφινίτσα. Λάθος. Συγγνώμη. Και λάθος και Σφινίτσα. Και πόσοι άλλοι ακόμα. Και άλλοι, είναι και άλλοι. Πάρα πολύ. Απλώς αυτά ήρθαν στο μυαλό του συγγραφέα. Γιατί ασφαλώς δεν μπορεί να είναι ηλεκτρονικός οικολογιστής και να κρατάει στη μνήμη του τόσα πολλά νότα. Και κλείνουμε εδώ πέρα αυτό. Είναι όντως γεγονός ότι η Βέρεια αλλά και ο νομός η Μαθίας και η Νάουσα και η Αλεξάνδρια έβρανε σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους και ικανούς σε όλες τις τέχνες. Όχι μόνο στη λογατεχνία και στα ικαστικά και στην κληπτική. Και πολιτικούς. Και πολιτικούς. Λοιπόν, όποιος θέλει ο συγγραφέας είτε στην διάθεσή σας. Όποιος θέλει να πάρει το λόγο, να το οκοθετηθεί, να πει τη γνώμη του. Επειδή υπάρχει και ενδιαφέρον σε αυτό το κρατήριο, νομίζω ότι θα έχει ενδιαφέρον να διαβάσετε και την εμπορροπανήγη του Ερουναού Αγίου Αντωνίου. Κάντε κουράζο το κόσμο. Όχι, υπάρχει ενδιαφέρον νομίζω. Στη γεωτήπα από το παλιό πανηγύριο του Αγίου Αντωνίου. Σε κάτι χρόνια πίσω, χρόνια παλιά ξυπνούν οι θύμισεις. Εκεί κάπου αναδέμονται, στριφογελούν, λινοδένονται, πατούν αθόρυμα και στραταρίζουν και κυνηστικά. Η ομίχλη του χρόνου που παρεμπαίνει και είναι γενικά η βάνεμος, τη διώχνη και όλα τα λούζι το φως σαν να είναι μέρα, σαν να είναι σήμερα. Κάπου εδώ κοντά. Μιλώ για την γεωτή της πόλης μας που αλλιώς ήταν γεγονός αυγουστιάτυπο. Ίσως αρκετοί γράψανε και περιγράψανε την πανέμορφη αυτή εβδομάδα. Ο καθένας όπως θα έσε και θα θυμότανε, ας είναι. Στον καιρό του χρόνου η μυρωδιά του ψημένου καβουρτισμένου φυστικού, η οσμία από την καμήνη ζάγαρη, από το ζεστό μαντολάθο και από το αέλιο της φωτιστικής ασετηλίνης, είναι το αένα της ροής του που φτάνει μέχρι σήμερα σαν γεύση κρόξενης στο λαιμό και αυτό στεγνώνει. Στενά δρομάκια, αφίσικα μικρά από πρόχειρες κατασκευές, σκηνές θυμένες με πάινα ανοίγματα, πόρτες, τραπεζάκια μικρά ή μεγάλα, με κομμένα γυναικεία κεφάλια πάνω τους, γεμάτα χαμόγελα, ματία με κάθα σπρακριστέρια, που προσέφεραν χαρτάκια πολύχρωμα, τυχερά και ταξίδινα κοτιά σε τρίποδα με το πανόραμα του αιώνα. Κύριοι, εδώ βλέπετε, πιο πέρα η γύφτη με τα χάλκινα, κορνέθες και τρομπόνια, ξεφωνίζανε σκοπούς χορούς τοπικούς και τα μικρά διαβολάκια θεαθές μπροστά τους, ζουπίζανε και γλύφανε αγγουρίδες στα φύλλια και η μουσική σταματούσε απότομα γιατί τα επιστόμια γεμίζανε σάρια και γινότανε χαλασμός, χαμός. Ο παρτέσκο έκλεινε την είσοδος γυνών μουσικών διάδρον, άνοιγε για να δει κάποιος και έγινε ένας τόρυπος μουσικής που θύμιζε ελεκκληστικό αριθμό αναδολήθηκης μουσικής που χαρακτηρίζει την απαθή νοθρότητα και την ιεροβάνα της υποταγής στη μοίρα. Διπλά η μουσική, άλλα κλάματα από ακορδιών, το μεγάφωνο στη διαπασόν έστειλε τις νότες του σερκού, τριών τετάρτων να χτυπούν το πάνιο ανταβάνι ψηλά, μετά κατέβαιναν, ακουμπούσαν τη στιγή, χοροκλυδούσαν και γινόταν κονιορκτός που έλεγε μέσα στα θεία του κόσμου. Και η απανταχού παρούσα μυρωδιά της ασυτελήνης, να χόρεται στα ρουθούνια έντονα, όταν γύρω έσκαζαν τα κανονάκια με κρότους και εκδούπιο τις ευρωθιές στους μοχλούς δυνάμιων Σαζάριζαν. Το καλάρισμα της πύλιας πάνω στις πλατιές ρουλέτες, και η φωνή κοντάρεται παρακαλώ, χαρούσαν τους λάτρεις στη στήχη σε δοκιμή, όπως και οι προσκλήσεις, γεμάτος τόφου από κράκτες του κάθε θεάματος. Μικρές πρόχειρες ταβέρνες στη καφενεία, στιγμένα όπως όπως σε γωνιές, προσέφεραν καφέδες και μεζέδες από τηγανιτά χειρνά συκώθια κι άλλα. Όρθιος Δέο Ταβερνιάρης έπρενε τα μικρά καφεπόθυρα με τα δυό του δάφυλα, μόνο ακατάδεχτα από την κρεμαστή μικτή βρυσούλα τη Βουσκίνα. Εκεί κάπου κοντά, πάνω στη δημοσιακή ταβέρνα τον αδερφό Δημητριάδη, γραφική αν είναι το παρόν. Τρεις το πρωί, δυο-τρεις παραίες γλεντζέδων μερικοτάδων φιλοξηλούνται και τιμούν ιδιαίτερα το περίφημο κοκορέτσι τους, νοστιμότατο μεζέ με τέχνη στιαγμένο, με αρακλωμένη συγκοντάρων τον Ήκου Γούναρη στο Κάιρο, τραγούδι οκτωμησίρ της Σαραπιάς Ερμένο, μετά ο Φώτης Πολυμέρης με τη Μητέρα και ακολουθησόρα της Πακώνης. Απόλυτη η μαγεία, κατάνοιξη ίσως. Στις απέραντιες σακνισιές που στηρίζουν τους βαριότικους οντάδες, τα ανοιγμένα παράχυρα αφήνουν τις νότες νακουμούς στα αυτιά των μισοκοιμησμένων ζευγαλιών και κάπου κάπου μικρές, κονδές καυτές ανάσες φανερώνται η ζωή. Την ίδια ζωή, την επόμενη εβδομάδα όταν όλα θα έχουν τελειώσει θα ξαναπάρει το παλιό, συνηθισμένο ρυθμό της Πονοτονίας, με ειδικότερο κέφι και ίσως με νερομένο κρασί. Καλησπέρα.