: Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι της Εθνικής Βιλιοθήκης της Ελλάδος, σαν σήμερα, 29 Απριλίου, γεννήθηκε το 1863 και πέθανε την ίδια ακριβώς μέρα, το 1133, ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Αυτή ακριβώς τη μέρα διαλέξαμε, κι ας είναι λίγο απρόσφορη, γιατί είναι Σάββατο βράδυ, γιατί είναι τριήμερο πρωτομαγιάς, για να ξεκινήσουν οι εκδηλώσεις της 12ης ενότητας του Λόγου, που είναι αφιερωμένα στον Καβάφη. Η ενότητα αυτή είναι διαφορετική, από όλες τις προηγούμενες. Είναι μονοθεματική. Έχει ως αποκλειστικό θέμα της τον Καβάφη και πιο συγκεκριμένα τη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο έργο του. Δεν είναι απλώς μονοθεματική, αλλά είναι και μονότροπη. Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίον θα παρουσιαστεί το θέμα, θα είναι ένας και μόνο. Η διάλεξη. Και μάλιστα, με έναν και μόνο ομιλητή, τον Χρήστο Παπάζογουλο. Θα γίνουν τρεις διαλέξεις. Η πρώτη είναι η σημερινή βέβαια, η δεύτερη στις 16 Μαΐου και η τρίτη στις 5 Ιουνίου. Σήμερα, με κέντρο τοποίηματα επικίνδυνα, ένα πλήγμα το 1911, θα αναδειχθεί αυτή η αντιθετική σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού από την πλευρά του Ελληνισμού. Ο ομιλητής, ο Χρήστος Παπάζογλου, που δέδαξε Νεοελληνικά, Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, κυρίως στο περίφημο Langso, είναι ένας από τους πιο σοβαρούς, ουσιαστικούς και σεμνούς, αθώρυβους μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας με σημαντικά βιβλία, απροσπέραστα βιβλία για τον Σολομώ, τον Καβάφη, τον Καριοτάκη, τον Σεφέρη. Αυτή τη φορά δεν τυπώσαμε πρόγραμμα εκδηλώσεων για λόγους οικονομικής πολιτικής. Θα το ανεβάσουμε βέβαια στο site μας και θα ενημερώνεστε εννοείται εγκαίρως για τις επόμενες διαλέξεις. Η ενότητα εκδηλώσεων Λόγος 12 είναι στο σύνολό της, αφιερωμένη στον Φίλιππο Τσιμπόγλου, ο οποίος στήριξε τις εκδηλώσεις του Λόγου θερμά, δεν παραινεύει ποτέ, και θα το λέω αυτό σε όλη μου τη ζωή και θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή, στον πρόγραμμα, στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό της, την επιλογή των θεμάτων και των ομιλητών και τις παρακολούθησε όλες ανελπώς, με ζωηρό προσωπικό ενδιαφέρον. Όπως πάντα, μετά το τέλος της διάλεξης, θα γίνει συζήτηση για όσο διάστημα θέλουμε και για όσο αντέχουμε. Ο λόγος στον Χριστό Παπασμούκο. Ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια. Ευχαριστώ τον Στάβλο Ζουγουλάκη, πρόεδρο του Ελληνικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, καθώς και κανένας του Βιβλιοθήκης, καθώς και τα μέλη του Συμβουλίου, που με εμπιστεύτηκαν και με κάλεσαν να σας μιλήσω σε αυτήν την επένδυση. Ευχαριστώ επίσης, οπωσδήποτε, τον Νίκο Παΐσιον για την επίμονη παρουσία του στην προετοιμασία της σειράς αυτής των ομιλιών. Και κυρίως ευχαριστώ όλους εσάς, τον καθένα ξεχωριστά, για την τιμή που μου κάνετε να είσαστε εδώ και να με ακούτε. Ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ Σταύρο, ευχαριστώ και εσάς όλους. Ευχαριστώ, Νίκο, κάπου θα είσαι, δεν σε βλέπω. Και θα σας μιλήσω όπως υπόθηκε για έναν ποιητή, ο οποίος σήμερα λείπει 160 χρόνια από τη γέννησή του και 90 χρόνια από το θάνατό του. Όμως, τα ποιήματα που θα διαβάσουμε σήμερα, το ποιήμα που θα μελετήσουμε και γενικώς τα 2-3 ποιήματα που θα διαβάσουμε, είναι γραμμένα όλα πρώτου 1920. Συγκεκριμένα τα επικίνδυνα είναι γραμμένα το 1911. Δηλαδή είναι ένα ποιήμα 112 ετών. Δεν είναι πολλά τα ποιήματα που είναι γραμμένα στα νέα ελληνικά και που μπορούν να εξακολουθούν να μας απασχολούν ακόμη σήμερα. Πολύ λίγα. Ένα από αυτά είναι λοιπόν και το καθατικό επικίνδυνο. Ο Καβάφης το ήξερε αυτό από πριν, ότι τα ποιήματα του θα διαβάζονται και θα μας απασχολούν και 100 χρόνια μετά. Σε ένα από αυτά τα ποιήματα του γράφει ένας γέροντας εξαντλημένος και κυρτός, σακατεμένος από τα χρόνια και τις καταχρήσεις, μελετά το μερτικό που έχει ακόμη αυτό στα νιάτα. Και συγκινείται διαπιστώνοντας πως έφηβε τώρα τους δικούς τους στίχους λένε και πως με τη δική του έκφανση του ωραίου συγκινούνται και σκέφτεται πολύ σπανείως. Πολύ σπανείως συμβαίνει αυτό. Η διάρκεια ενός έργου τέχνης που συγκινεί μία γενεάν κατόπιν άλλης γενεάς δεν είναι γνώρισμα τέχνης τυχαίας, λέει, αλλά τέχνης εξαιρετικώς καλής, περιπτώσιος δηλαδή, η οποία παρουσιάζεται πολύ σπανείως. Ήξερε από πριν το πολύ σπανείως του έργου του. Σήμερα είναι εδώ κοντά μας. Εγώ δεν νομίζω πως λείπει ο Καβάφης. Ο βιολογικός του θάνατος είναι το 1933, αλλά σήμερα τον έχουμε εδώ και τον παρακαλούμε, εγώ προσωπικά, αλλά νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουμε, να δεχτεί και το δικό μας ευχαριστώ για την πολύτιμη παρακαταθήκη που μας άφησε και για μια ακόμη φορά να τον βεβαιώσουμε, αν και δεν το έχει ανάγκη, να τον βεβαιώσουμε πως είχε σωστά προβλέψει ότι οι μέλους σες γενναίες θα ασχολούνται μαζί του. Έτσι είχε πει ο ίδιος. Θα είχα και μια παράκληση προσωπική στον ποιητή και θα του έλεγα. Αγαπημένε μας ποιητή, πες εσύ με τον κύρο σου, σε ύφος αυστηρό, αυτούς που φιλοδοξούν να κυβερνούν τον κόσμο, να σε διαβάζουνε συχνά και προσεκτικά. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον Καβάθη χωρίς να τον αδικήσει. Είναι δύσκολο γιατί είναι τόσες οι πλευρές από τις οποίες μπορεί να εξεταστεί το έργο του, τόσες οι ανάλογα με την οπτική γωνία της μελέτης, δυνατές ερμηνείες του και τέτοιο το πλήθος των πληθυνόμενων μέρα με τη μέρα μελετών για το έργο αυτό, ώστε δεδομένου του ότι κάθε πείμμα μπορεί να μελετηθεί και αυτό τελώς, το λιγότερο άδικο για τον ποιητή και οπωσδήποτε αναγκαίο για τη σημερινή ομιλία, είναι πιστεύω να διαλέξουμε ένα πείμμα, τα επικίνδυνα. Αυτό το πείμμα και από αυτό το πείμμα δεν θα μελετήσω σήμερα όλα τα θέματα που μπορεί κανείς να δει και να εξετάσει στο πείμμα αυτό, τις πολυδιάστατες σχέσεις ειδονής, μνήμης, τέχνης κτλ, ούτε τις διασυνδέσεις του πείμματος αυτού με άλλα πείμματα, εκτός από καναδιώ, τα οποία θα έχουν ως σκοπό, όπως και όλοι υπαρουσίασε η σημερινή, να παρουευσιάσουν μόνο την αντιθετική σχέση Ελληνισμού-Χριστιανισμού, δηλαδή τον στίχο που λέει «εν μέρι εθνικός και εν μέρι χριστιανίζων». Αυτό είναι το κύριο θέμα μας. Όλα όσα θα ακουστούν θα έχουν ως στόχο να γίνει κατανοητή αυτή η σχέση του εθνικού, δηλαδή του μη χριστιανού, με έναν νέο χριστιανίζοντα. Πριν σας διαβάσω καν το πείμε, θα ήθελα για κάθε ενδεχόμενο και προς αποφυγή παρεξηγήσεων δυο-τρεις θα έλεγα διευκρινιστικές παρατηρήσεις. Η πρώτη. Το κείμενο αυτό που θα ακούσετε είναι δομημένο ως ομιλία και συνομιλία με το ακροατήριό του, δηλαδή με εσάς. Δεν αποτελεί επιστημονική ανακοίνωση. Βασίζεται στα ίδια τα καβαφικά ποιήματα και στην πλούσια υπάρχουσα βιβλιογραφία, χωρίς ωστόσο συστηματικές υποσημειώσεις και παραπομπές σ' ό,τι αντλείται από την βιβλιογραφία, ακόμη και επιλέξει. Οι δικές μου παρατηρήσεις είναι ελάχιστες και το μόνο που διεκδικώ σαν πραγματικά δικό μου είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιώ τα δανεικά μου. Αυτό είναι η πρώτη παρατήρηση. Η δεύτερη έχει σχέση με αυτά που θα ακουστούν στην ομιλία μου, αλλά και με όσα γράφονται στο ποίημα, τι είναι οι εθνικοί, τι είναι οι χριστιανοί και τι είναι οι Έλληνες. Αυτό θέλει μια ιδιαίτερη προσοχή, γιατί έχουν υπάρξει πάρα πολλές παρεξηγήσεις και σε μελέτες και μάλιστα σε μελέτες πολύ θα έλεγα δυνατές. Σχετικά λοιπόν με το θέμα αυτό. Μετά τις κατακτήσεις του μεγάλου Αλεξάνδρου, η εθνική πολιτισμική διάκριση Έλληνες-Βάρβαροι πάβει βαθμιαίως να ισχύει στο μέτρο που η ατική γλώσσα της εποχής εξαπλώνεται και γίνεται η κοινή γλώσσα Ελλήνων και Βαρβάρων. Στους ελληνιστικούς και κατόπιν ρωμαϊκούς χρόνους το κοινό αίσθημα της συνεχείας της ελληνικής παιδείας ως οικουμενικής πρόσληψης του κόσμου, ανεξαρτήτως γεωγραφικών ορίων και η επίδρασή της στην κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων δημιουργούν στους υπηκώους των μακεδονικών βασιλείων τη μόνιμη και γενική επιθυμία και ανάγκη να ελληνίζουν. Να θέλουν δηλαδή να προσαρμοστούν στον ελληνικό τρόπο ζωής με μέσον την ελληνική γλώσσα και παιδεία στο πλαίσιο της πολιτικής για την αφομείωση των βαρβαρικών πληθυσμών που εισήγαγε και εθέσπισε ο Μέγας Αλέξανδρος. Λογίζονται πλέον ως Έλληνες όλοι οι ελληνίζοντες, όσοι δηλαδή δίπλα στις διάφορες ντοπιολαλιές της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου, της Ιρίας, της Παλαιστίνης μιλούν, ξέρουν λιγότερο ή περισσότερο καλά τα ελληνικά. Όλοι αυτοί που είτε μιμούνται είτε θέλουν να ζουν και να μιλούν σαν Έλληνες λέγονται πλέον Έλληνες. Αυτοί οι ελληνίζοντες, αυτοί είναι οι Έλληνες. Έτσι το όνομα Έλληνες πολύ γρήγορα πάβει να χρησιμοποιείται ως όνομα εθνικό και καταλήγει να δηλώνει όλους τους ελληνόγλωσους κοινωνούς ελληνικής παιδείας ανεξάρτητα από την εθνική κατεγωγή τους. Αυτοί είναι οι Έλληνες που διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη. Αυτοί είναι τα έθνη, η εθνική και οι Έλληνες που διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη. Και αυτοί οι Έλληνες και αυτός ο ελληνισμός είναι οι Έλληνες και ο ελληνισμός στην πίεση του καβάφι, δηλαδή οι ελληνίζονται στο σύνολό τους και η κοινή πολιτισμική παράδοση την οποία αυτοί δημιούργησαν και ανέπτυξαν έξω κυρίως από την αρχαία Ελλάδα, στη Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στην Παλαιστίνη. Πρέπει να θυμίσω σε όλους μας και να το θυμάμαι και εγώ ίδιος για να μην παρασύρουμε ότι η ρωμή της Τρουκοκρατίας το 1821, ό,τι προηγήθηκε και ό,τι ακολούθησε, δεν υπάρχει στον καβάφι. Όταν ο καβάφις λέει Έλληνες δεν εννοεί τους Έλληνες τους μετά το Βυζάντιο. Έλληνες είναι οι Έλληνες, αυτοί που σας είπα, της Μικράς Ασίας, της Ελλάδος βέβαια, ό,τι είχε απομείνει στο λεγόμενο Μακεδονικό βασίλειο, γιατί η ελλαδική χώρα, η σημερινή ανήκε στο Μακεδονικό βασίλειο, στη Συρία, στην Παλαιστίνη κλπ. Αυτοί είναι οι Έλληνες στον καβάφι. Για να συνονιηθούμε, γι' αυτό λέω, να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση. Όσα αφορά τους Χριστιανούς, πρέπει να σας πω ότι αυτά είναι στον καβάφι, οι Ελληνίζοντες, αλλά μετά, στα χρόνια του χριστιανισμού, του φανατικού χριστιανισμού, στους αιώνες που ακολούθησαν, όταν πλέον αυτοί οι Ελληνίζοντες γίνανε χριστιανοί και έχανε μείνει άλλοι, οι οποίοι εξακολούθησαν να θεωρούν ότι είναι Έλληνες, τότε Έλληνες, στα χρόνια αυτά, από τον 5ο αιώνα και έπειτα, ήτανε πλέον όλοι οι μη Χριστιανοί, ακόμη και αλλοθρησκοί. Έχουμε, παραδείγματος χάρη, τον γνωστό στίχο από το ακριτικό τραγούδι, εν δέκα του δωδέκα του αιώνα, για το διγενή, το οποίο στίχος μας λέει, η μάνα του ήταν Χριστιανή και ο κύρις του ήταν Έλλην, δηλαδή μη Χριστιανός και εν προκειμένου Μουσουλβάνος, για να μπορούμε να ξέρουμε πού βαδίζουμε. Μ' άλλα λόγια, για να τελειώσουμε αυτή την δεύτερη παρατήρηση, εθνικοί Έλληνες είναι στα προχριστιανικά και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, οι μη Εβραίοι. Από τον 4ο-5ο αιώνα και μετά, μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, Έλληνες είναι οι μη Χριστιανοί. Οι Έλληνες πολίτες του αστικού εθνικού κράτους, ανεξάρτητου κράτους, μετά το 1830, δεν είναι στην παρέα αυτήν. Για να συνονιουργηθούμε, να ξέρουμε. Τώρα, όσα αφορά τους Χριστιανούς και τον Χριστιανισμό, στο συγκεκριμένο πείμμα που μελετάμε, αλλά και σε όλη την καβαθική πείηση, και θα μπορούσα να πω, αν και χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις αυτό, σχεδόν στο σύνολο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όταν λέμε Χριστιανισμός, δεν εννοούμε το θρησκευτικό δόγμα. Εννοούμε το πολιτιστικό γεγονός, τη χριστιανική κοσμοαντήληψη ως τρόπο ζωής, ως πολιτική, πρακτική διαχείριση της εκάστοτε κοινωνικής ηθικής, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική στάση του κάθε πιστού, έναντι του Θεού. Ό,τι ενδιαφέρει είναι η κοινωνική διάσταση, η πολιτισμική παράδοση, και όχι η αιώνια μοναδική αλήθεια της θρησκείας. Ο χριστιανισμός μόνο ως κοινωνική διάσταση επιτρέπει αναθεωρήσεις και σκέψεις. Ως θρησκεία όχι, ως θρησκεία είναι η αλήθεια. Κατά συνέπεια ο καβαθικός χριστιανός και ο χριστιανίζων είναι αυτός που ζει ή που προσπαθεί να ζει σύμφωνα με τη διαμορφωμένη χριστιανική παράδοση, αυτός που έχει μια βιωματική εμπειρία της εθιμικής, της αισθητικής, της ιστορικής διάστασης της θρησκείας και όχι ο πιστός που αγωνιά για τη δογματική ορθότητα της πίστης του ή για τη μεταθανάτιο σωτηρία της ψυχής του. Μια τρίτη και τελευταία προκαταρκτική παρατήρηση. Στις ανθρωπιστικές κοινωνικές επιστήμες, σε αντίθεση προς τις φυσικές και τις θετικές, η σύμπτωση του υποκειμένου και του αντικειμένου της έρευνας καθιστά αδύνατη όπως ξέρουμε όλη την απόλυτη αντικειμενικότητα. Που σημαίνει ότι και η παρουσίαση του καβαφικού ποιήματος που ακολουθεί δεν διεκδικεί παρά μια αντικειμενικότητα διαβαθμισμένη, σχετική, τόσο μάλλον που το συγκεκριμένο πείημα αναφέρεται σε ένα διαμορφωμένο από την ιστορία πρόβλημα, το οποίο αν και προεώνιο δεν φαίνεται να έχει ακόμη βρει μόνιμη, σταθερά και γενικά αποδεκτή λύση. Δηλαδή Ελληνισμός, Χριστιανισμός τι σχέσεις έχουν. Άρα ένα πρόβλημα πάντα επίκερο. Γι' αυτό πρέπει να υπενθυμίσω πράγματα που τα ξέρουμε όλοι, αλλά καμιά φορά τα ξεχνάμε, ότι σε σχέση με τα προβλήματα των ανθρωπιστικών επιστημών και της λογοτεχνίας, μπορεί μεν να αποτελεί το κάθε τι ή κάθε γνώμη δικαίωμα προσωπικό, αλλά το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης δεν συνεπάγεται την αλήθεια, ούτε βέβαια το δικαίωμα να διαχειριζόμαστε την αλήθεια. Άλλο το ατομικό δικαίωμα της γνώμης μας, της ελεύθερης γνώμης μας και άλλο να πιστεύουμε ότι η γνώμη δική μας είναι η αλήθεια, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο η αλήθεια και η διαχείρισή της και άλλο η ελευθερία της γνώμης. Η αλήθεια και η διαχείρισή της δεν αποτελεί ατομικό δικαίωμα. Τώρα θα σας διαβάσω πλέον το ποίημα, γιατί πλέον είναι καιρός να μπούμε στο ποίημα. Τα επικίνδυνα. Ήπον Μυρτίας, σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρια επί βασιλείας Αυγούστου Κόνσταντος και Αυγούστου Κωνσταντιού. Εν μέρη εθνικός και εν μέρη χριστιανίζων. Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σαν δηλός. Το σώμα μου στις ιδονές θα δώσω, στις απολαύσεις στις ονειρεμένες, στις τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες, στις λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς κανέναν φόβο. Γιατί όταν θέλω και θα έχω θέληση, δυναμωμένος ως θα' με με θεωρία και μελέτη, στις κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου σαν πριν ασκητικό. Λοιπόν, η εποχή επί βασιλείας Αυγούς του Κώσταντος και Αυγούς του Κωνσταντίου. Ξέρουμε από την ιστορία ότι είναι η δεκαετία 340-350. Ποια είναι τα ιστορικά συμφραζόμενα, νομίζω ότι πολύ γρήγορα μπορούμε να τα θυμηθούμε, ρωμαϊκή αυτοκρατορία, εποχή παρακμής, στρατιωτική αναρχία, αλλεπάλληλες συγκρούσεις της φατριών για την εξουσία και μεταξύ των φατριαζόντων ένας ο οποίος θα γίνει μέγας και άγιος, ο Κωνσταντίνος. Επεκράτησε, χάρης κυρίως, ένα όραμα που είδε σε μια γέφυρα έξω από τη Ρώμη, στη Μιλβία γέφυρα, όπως είναι γνωστό, όπου είδε το Χριστόγραμμα. Ξέρετε το Χριστόγραμμα, είναι το χ με το ρ επάνω. Είδε το Χριστόγραμμα και από κάτω μια επίγραφή που στα ελληνικά μεταφράστηκε εν τούτο νίκα. Μα σας πω ότι όλα αυτά γινόντουσαν στα λατινικά την εποχή του Κωνσταντίνου. Έτσι να μην το ξεχνάμε κι αυτό. Λοιπόν, εν τούτο νίκα. Χάρης αυτό το όραμα ο Κωνσταντίνος μεταξύ των φατριαζόντων κατάφερε και εδρεώθηκε στον θρόνο της Αυτοκρατορίας. Αυτά γινόντουσαν το 312. Ένα χρόνο μετά ο χριστιανισμός έγινε με το διάταγμα των Μεδιολάνων νόμιμη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. 11-12 χρόνια μετά η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και κάποια στιγμή ο Μέγας και Άγιος Κωνσταντίνος πέθανε το 437. Άφησε τρεις γιους. Ο Κωνσταντίνος ο δεύτερος, ο Κόνστας και ο Κωνσταντιος. Αυτούς τους τρεις γιους, αυτοί μετά το θάνατο του πατέρα τους και την φυσική εξόντωση των μελών της οικογενείας που μπορούσαν να διεκδικήσουν τον θρόνο με εξαίρεση δύο νήπια τα οποία διέφυγαν. Ήτανε οι δύο αδελφοί και εξάδελφοί των παιδιών αυτών. Ο Γάλλος και ο κατόπιν αυτοκράτορι ο Ιουλιανός. Αυτοί ξέφυγαν και οι τρεις αυτοί γιοι ο Κωνσταντίνος, ο Κόνστας και ο Κωνσταντιος μοιράστηκαν τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας και άλλοι λοσκοτώθηκαν για τη μοιρασιά σε ένα εμφύλιο μεταξύ τους. Πρώτα ο Κωνσταντίνος το 340, μετά ο Κόνστας το 350. Άφησαν μόνο του τον Κωνσταντιού ο οποίος ήταν διώκτης των εθνικών και φανατικός Αριανός και ο οποίος βασίλεψε στη συνέχεια. Άρα σε ό,τι μας αφορά επιβασιλείας αυγούς του Κόνσταντου και αυγούς του Κωνσταντιού είναι από ότι πέθανε ο πρώτος και πριν πεθάνει ο δεύτερος και πριν μείνει μόνος του ο τρίτος. Άρα δηλαδή μεταξύ 340 και 350. Αυτό για το ιστορικό κομμάτι, τα ιστορικά συμφραζόμενα. Ένα πνευματικό κλίμα της εποχής, πολύ σύντομα. Το πνευματικό κλίμα στα μισά, στο πρώτο μισό του τέταρτου αιώνα παρουσιάζεται περίπου με τα εξής χαρακτηριστικά. Η ελληνική παιδεία με κύριο φιλοσοφικό φορέα τους νεοπλατωνιστές είναι γενικευμένη τόσο μεταξύ των Ελλήνων όσο και μεταξύ των όσων Χριστιανών κάνουν σπουδές. Έχουν όλοι κοινή γλώσσα τα ελληνικά αλλά Χριστιανοί και Έλληνες έχουν παράλληλες διδασκαλίες και παράλληλους τρόπους ζωής που δημιουργούν μερικές φορές εντάσεις μεταξύ τους. Δεν θα φτάσουμε όπως στον επόμενο αιώνα σε διόγμους αλλά υπάρχουν εντάσεις. Μεταξύ των Χριστιανών επικρατεί επίσης ένας αιρετικός αναβρασμός λόγω του Αριανισμού, λόγω του Αρίου, μεταξύ Αριανών και Ορθοδόξων οι οποίοι σκοτώθηκαν επανειλημμένους και στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρια. Οι πολύ Έλληνες και μαζί τους οι λίγοι Χριστιανοί παρακολουθούν τα μαθήματα των μετά των πλωτίνων νεοπλατωνικών φιλοσόθων και την εποχή ακριβώς που ο Μυρτίας κάνει τις σπουδές του ή συνεχίζει τις σπουδές του στην Αλεξάνδρια δηλαδή 340-350 ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο κατόπιν αυτοκράτος και αποστάτης Ιουλιανός είναι συμμαθητές στην Αθήνα στα μαθήματα ενός νεοπλατωνιστή σοφιστή ένας Αρμένιος που πιθανώς να ήταν και Χριστιανός και τον οποίον μας έχει διαφυλάξει η ιστορία με το όνομα Προερέσιος. Όλα αυτά τα ξέρουμε χάρις τον επιπλέον συμμαθητή των τριών του Γρηγορίου, του Βασιλείου και του Ιουλιανού ένας Έλληνας αυτός δεν ήταν ούτε Χριστιανός, δεν χριστιανίζων, ήταν Έλληνας Έλληνας του Ευνάπιου ο οποίος έχει γράψει ένα πολύ σπουδαίο έργο για φιλοσόφων και σοφιστών χάρις το οποίο ξέρουμε με πολλές λεπτομέρειες το τι συνέβαινε στους πνευματικούς κύκλους των χρόνων αυτών του πρώτου μισού και του τετάρτου αιώνα εν πάση περιπτώσει όλου του τετάρτου αιώνα στην Αθήνα. Αυτά από τη μεριά των Ελλήνων, δηλαδή των εθνικών, έτσι να εννοούμε των Ελλήνων των εθνικών. Από τη μεριά των Χριστιανών τώρα ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στην Καπαδοκία και ο Μέγας και Άγιος Αθανάσιος στην Αλεξάνδρια γράφουν περί της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Το θέμα ήταν πολύ σημαντικό, την ουσία του Θεού λένε οι τρεις ιεράρχες δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε αλλά μπορούμε να καταλάβουμε το Θεό από τις ενεργιές του, δηλαδή από αυτά που έχουμε γύρω μας που είναι όλα έργα και ενέργειες του Θεού. Και καταγγέλουνε με όλα τους τα συγγράμματα σχεδόν κάθε φορά καταγγέλουνε τον Άριο που δίδασκε ότι ο Ιησούς είναι διακριτό δημιούργημα, κτιστό δημιούργημα του Θεού και επομένως καθότι ποιηθής όπως έλεγε δεν μπορεί να είναι ομοούσιος το πατρί. Φασαρίες, κακό και πάρα πολλά, διάφορες παραλλαγές του Αριανισμού έως το 325 οπότε ο Κωνσταντίνος συγκαλεί στη Νίκια δίπλα από την Κωνσταντινούπολη την πρώτη Σύνοδο η οποία βάζει τα πράγματα στη θέση τους όσο τα έβαλε και αντέταξε στο Αριανισμό το δεύτερο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, το θυμίζω και εις έναν Κύριον Ιησού Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον μονογενή τον εκ του Πατρός γεννηθέντα ουπηθέντα. Αυτή ήταν η διαφορά ουπηθέντα και το δεύτερο και το κυριότερο ομοούσιον το πατρί γιατί υπήρχαν διάφορες παραλλαγές του Αριανισμού οι οποίες λέγανε ότι δεν είναι ομοούσιος είναι ετερούσιος, είναι ανώμιος ή είναι ομοιούσιος και όχι ομοούσιος. Θεολογικές συζητήσεις τις οποίες βέβαια δεν μπορείτε να εξετάσουμε τώρα. Σε ό,τι αφορά τη θρησκευτική πρακτική δηλαδή αυτό που γινόταν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Στην Αλεξάνδρια των μέσων του 4ου αιώνα το ελληνίζει ως πρακτική, ως καθημερινή συμπεριφορά. Θεωρείται από τους χριστιανούς ανεπίτρεπτη παρέκληση προς την ειδωλολατρία. Θεωρείται και είναι μεγάλη αμαρτία. Ένα αιώνα αργότερα η αμαρτία αυτή θα είναι και πολιτικά διώξιμη, πολιτικά κολάσιμη. Θα έχει κυρώσεις. Αυτά για το ελληνίζιν εκ μέρους των χριστιανών. Για τους Έλληνες, δηλαδή πάντα τους εθνικούς, το λέω διότι υπάρχουν μεγάλες και σπουδαίες μελέτες για τον Καβάθη. Ίσως οφείλεται στο ότι πολλές φορές μεταφράζουν το «Γρέτσι, Γκρέκ, Γκρίξ» από τα ξένα, όπου όλα είναι Γκρέκ και όλα είναι Γκρέτσι και μιλάνε για Έλληνες και τα μπερδεύουν. Γιατί να μιλάμε για Έλληνες είναι μια υπόθεση που έχει ένα υποκείμενο που μπορεί να είναι του 5ου αιώνα προ Χριστού, του 10ου αιώνα μετά Χριστό, του 15ου αιώνα μετά Χριστό, του 20ου αιώνα μετά Χριστό, όλοι αυτοί Έλληνες είναι. Αλλά δεν είναι οι Έλληνες για τους οποίους θέλουμε να μιλήσουμε εδώ. Λέμε λοιπόν ότι το 425 κατά κάποιον τρόπο μπαίνει σε ένα πλαίσιο το θέμα του Αριανισμού, αν και Άριανοι και Ορθόδοξοι του συμβόλου της Νικαίας τσακώνονται μέχρι το τέλος περίπου του αιώνα. Αυτό είναι το πλαίσιο, το ιστορικό και το πνευματικό. Μέσα σε αυτό το χώρο ο Μυρτίας έχει πάει στην Αλεξάνδρια να κάνει σπουδές. Πρέπει να σας πω ότι 50 χρόνια αργότερα οι φανατικοί Χριστιανοί σκοτώσαν στην Αλεξάνδρια την υπατεία, έτσι. Όχι πολύ μακριά, 40 χρόνια μετά. Λοιπόν, τώρα στο ποίημα. Θα το παρακολουθείτε πίσω το ποίημα και το πρώτο συχείο θα προσπαθήσω να δώσω τη δομή του. Εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι να μελετήσω από όλες τις μεριές το ποίημα, αλλά ό,τι θα λέω θα συσχετίζεται κάποια στιγμή και θα ολοκληρωθεί στο τέλος, στο τέλος των ομιλιών με την σχέση Ελληνισμού-Χριστιανισμού. Εν μέρη εθνικός και εν μέρη χριστιανίζων. Αυτό είναι το θέμα μας. Στο ποίημα αυτό έχουμε δύο περσόνες. Σύμφωνα με την προσφάτως εισηγμένη από την Κατερίνα Κωστίου ορολογία και λογοτεχνική θεωρία, δύο προσωπία του ποιητή. Αυτά τα δύο προσωπία είναι αυτά που δίνουν τη μορφή του στο ποίημα αυτό. Ποια είναι ο Σύρος Πουδαστής Μυρτίας και ένας ανώνυμος σχολιαστής του. Ένας ανώνυμος παρουσιαστής του και σχολιαστής του. Αυτά τα δύο προσωπία με τον λόγο τους ορίζουν στο ποίημα δυο σαφώς ξεχωριστά μέρη. Ένα πρώτο εισαγωγικό τετράστιχο με το οποίο παρουσιάζεται ο Μυρτίας, η καταγωγή του, η εποχή του, οι ιδιότητές του και προαναγγέλλεται η προφορική κατόπιν εν είδη μονολόγου δήλωσή του. Λέω προφορική διότι η πρώτη λέξη είναι είπε. Άρα λοιπόν πρόκειται για μια ομιλία η οποία ακολουθεί εντός εισαγωγικών. Υποθέτω, μπορούμε να υποθέσουμε λόγω της υφής του κειμένου ότι με κάποιον κάπως υπερηφάνος και κάπως στον φοδός θα λέγαμε, ο Μυρτίας, εγώ δεν φοβούμαι και τα λοιπά, μπροστά σε κάποιο κοινό, ας πούμε μια συντροφιά φίλων του και γνωστών του στην Αλεξάνδρια, ο Μιλή λέει αυτά που λέει αλλά βέβαια δεν μπορούσε να τα λέει στη γλώσσα αυτή τον 4ο αιώνα, όλο και κάποιες διαφορές θα είχε, ναι είναι κοινιατική, είναι κοινιατική αλλά δεν είναι και νεοελληνική που βλέπουμε εδώ στο ποίημα αυτό. Άρα λοιπόν στο δεύτερο αυτό εν δεκάστοιχο η δήλωση του Μυρτία είναι μεταγραμμένη, κάποιος την μετέγραψε αρχικά, άγνωστος ποιος, ίσως κάποιος από τη συντροφιά του την μετέγραψε και κατόπιν αυτή η δήλωση από αντιγραφή σε αντιγραφή μέσα από τους αιώνας, ομαλωποιήθηκε σε μία γλώσσα σαν την σημερινή και έχουμε μία άμεση καλλιεργημένη δημιωτική από το οποίο αντίγραφο πλέον μετααντιγράφεται επιλέξει και εντός εισαγωγικών που εγγυώνται την ακρίβεια των λεγωμένων και της αντιγραφής. Το δεκαπεντάστιχο που προκύπτει, γιατί υπάρχει ένα δεκαπεντάστιχο, το οποίο προκύπτει, επιγράφεται τα επικίνδυνα και προφανώς είναι ένας τίτλος που αποτελεί σχόλιο και κρίση υποκειμενική κάποιου από τους αντιγραφείς της δηλώσεως του Μυρτία. Ένας κάποιος αντιγραφέας, καθώς έγραφε, παρουσίασε τον Μυρτία και έγραψε μετά τα επικίνδυνα, δηλαδή ένα είδος σχόλιο. Και γίνεται έτσι προφανές ότι ο σχολιαστής αυτός δεν μπορεί να έχει εκφέρει την κρίση του, επικίνδυνα, παρά μόνον εκ των ιστέρων. Και εν γνώση των προθέσεων του Μυρτία δεν θα μπορούσε να πει είναι επικίνδυνα χωρίς να ξέρει ποια είναι αυτά τα επικίνδυνα. Έτσι λοιπόν έχουμε αυτήν την χειροπιαστή πλέον απόδειξη ότι ο σχολιαστής της δηλώσεως του Μυρτία ενεργεί εκ των ιστέρων. Και ακόμη ότι για να μπορεί με βεβαιότητα να αποφαίνεται αυτός ο σχολιαστής ότι ο Μυρτίας είναι ενμέρι εθνικός και ενμέρι χριστιανίζων, πρέπει ο ίδιος να ξέρει πώς πρέπει να είναι ένας καθόλα χριστιανός και πώς πρέπει να είναι ένας καθόλα Έλληνας, ένας καθόλα εθνικός. Με τον ίδιο τους πάντα λόγο ο Μυρτίας και ο ανώνυμος σχολιαστής του ορίζουν δύο σταθερές ημερομηνίες. Η πρώτη είναι μια κάποια μέρα της δεκαετίας 340-350 όταν ο Μυρτίας έκανε την προγραμματική δήλωσή του σχετικά με το πώς σκέφτεται να ζήσει. Και η δεύτερη είναι η μέρα που τα λεγόμενα του Μυρτία μαζί με το σχόλιο του σχολιαστή του κρίθηκαν τόσο ενδιαφέροντα ώστε να αξίζουν να διασωθούν και να αναπαραχθούν. Ποια είναι αυτή η δεύτερη ημερομηνία, την γνωρίζουμε από εξωτερικές πηγές αλλά βέβαιες εξωτερικές πηγές δεδομένου ότι είναι του ίδιου του Καβάφη, ότι αυτή η δεύτερη ημερομηνία είναι μια μέρα του 1911 όταν ο ποιητής αποφάσισε να τυπώσει και να εκδώσει τα επικίνδυνα. Δηλαδή όχι μόνο τη δήλωση του Μυρτία αλλά το 15άστιχο με τη δήλωση του Μυρτία και τα συνοδά σχόλια και τις παρατηρήσεις του ανώνυμου αντιγραφέα και σχολιαστή αλλά αποφάσισε αυτό να το εκδώσει και να το τυπώσει ως πλέον ενιαίο κείμενο και όχι ως διπλή, ως δύο τμήματα όπως είχε αρχικά ειδωθεί. Και αυτό που έκανε ο ποιητής δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που κάνανε και όλη η ενδιάμεση αντιγραφής μεταξύ του 4ου και του 20ου αιώνα. Δηλαδή σκέψεις, καταστάσεις, σχόλια που καταγράφονται στη δήλωση του Μυρτία και εξακολουθούν να θεωρούνται ότι είναι σοβαρά και ότι προβληματίζουν αυτούς που θα τα διαβάσουν και γι' αυτό αξίζει να αντιγραφούν και να εκδοθούν, να τυπωθούν και να εκδοθούν. Στο πείημα αυτό, εκτός από τα δύο αυτά προσωπία, τον Μυρτία και τον σχολιαστή του, ενεργό ρόλο έχει και ένα ακόμη εξωτερικό πρόσωπο. Είναι απόναπο το πείημα, αλλά είναι απαραίτητο για να ολοκληρωθεί αυτό το πείημα. Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο? Ο εκάστοτε αναγνώστης, ο καθένας από μας, ο οποίος με τη σειρά του ορίζει μια τρίτη ημερομηνία, κυλιόμενη αυτή. Την εκάστοτε ημερομηνία, όταν ο αναγνώστης αυτός διαβάζει ή ξαναδιαβάζει τα επικίνδυνα. Και συγκεκριμένα την 29η Απριλίου του 2023, που εμείς διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τα επικίνδυνα. Και αυτός ο αναγνώστης δεν είναι απλώς και μόνο ένα εφέ φιλολογικό που λέει κάποιος φιλόλογος, είναι αναγκαίος. Γιατί είναι αναγκαίος? Γιατί όχι μόνο χωρίς αυτόν ποιος θα ήταν ποτέ δυνατό να ενδιαφέρεται ακόμη για το τι έλεγε ένας νεαρός ήρος σπουδαστής στα μέσα του 4ου αιώνα. Αλλά κυρίως γιατί καλείται να σκεφτεί αυτός ο αναγνώστης αν ο τρόπος ζωής που εθεωρείτο δυνατός το 340-350 από το Μυρτία και επικίνδυνος από τον σχολιαστή των λόγων του λίγο αργότερα, ως ακόμη και το 1911 πρέπει να σκεφτεί, αν εξακολουθεί και στη δική του εποχή και ίσως και στα χρόνια που έρχονται να θεωρείται και σε τι βαθμό δυνατός ή και επικίνδυνος. Όταν διαβάζουμε αυτό το ποίημα ο αναγνώστης του, λέω, είναι αναγκαίος γιατί εάν το διαβάζουμε και λέμε εντάξει το διαβάσαμε, κάναμε σκία πάνω του και φύγαμε, δεν έχει νόημα, αλλά αν το διαβάζουμε τότε πρέπει ο αναγνώστης να πει αυτό που ο Μυρτίας θεωρούσε δυνατό και ο σχολιαστής του επικίνδυνο ισχύει για μένα, εάν δεν το κάνουμε αυτό καλύτερα να σταματήσει εδώ η ομιλία και να πάμε για καφέ, διότι αυτός είναι ο Καβάφης. Ερχόμαστε τώρα στον Μυρτία. Ο νέος αυτός, ελληνίζων σύρος πουδαστής, αν και πρόσωπο φανταστικό με όνομα σημαδιακό που ανακαλεί αμέσως στο νου το ιερό φυτό, τη Μυρτιά δηλαδή, της παφίας Αφροδίτης, σύμβολο ομορφιάς και νεότητας, παρουσιάζεται όσο πιο αποστασιωποιημένα γίνεται σε τέσσερες στίχους εντός παρενθέσεων σε λόγια γλώσσα λειξιαρχικής πράξης και τοποθετείται στην ιστορική πραγματικότητα της Αλεξάνδριας του 340-350 και όπως η εποχή μεταβατική από τον Μπαγανισμό στον Χριστιανισμό και η πόλη η ίδια κέντρο πνευματικό και θρησκευτικό κατεξοχή να αμφιρέπων μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού, έτσι και ο Μυρτίας ως παιδί της εποχής και της πόλης χαρακτηρίζεται κατηγορικά ως εν μέρει εθνικός και εν μέρει Χριστιανίζων. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός αυτός και η ιδιότητα αυτή για τον Μυρτία που έχει έρθει από τη Συρία να σπουδάσει στην Αλεξάνδρια, ναι μην μπορούν να θεωρηθούν ως κάτι το ενδεχόμενο, αλλά στους συμμαθητές του και γενικότερα στον περιγειρό του, ένας νέος σπουδαστής Χριστιανίζων πρέπει μάλλον την εποχή αυτή να φαινόταν ως κάτι το περίεργο. Και αυτό όχι μόνο γιατί το όνομά του δεν ήταν χριστιανικό, ούτε γιατί οι σπουδές στα μέσα του τέταρτου αιώνα νοούνται μόνο οι ελληνικές, αλλά και γιατί η Συρία την ίδια εποχή είναι κέντρο χριστιανικό εφάμυλο της Αλεξανδρίας. Οπότε για έναν ενδεχόμενο ενδιαφερόμενο για τον Χριστιανισμό, για έναν Χριστιανό ή και Χριστιανίζοντα, δεν θα υπήρχαν λόγοι να φύγει από την πατρίδα του να πάει στην Αλεξάνδρια, η Συρία το να την πρέπει. Χειρίως όμως, αυτό είναι το κυριότερο, γιατί οι Χριστιανοί και οι Χριστιανίζοντες της εποχής αυτής, μόνον κατεξέρεση έχουν τις σπουδές σε μεγάλη υπόληψη. Άρα λοιπόν ο Μυρτίας είναι από τη Συρία στην Αλεξάνδρια διότι έχει τις σπουδές σε μεγάλη υπόληψη και γι' αυτό πήγε να τη συνεχίσει και γι' αυτό νομίζω ότι ο περιγυρός του και οι συμμαθητές του θα τον έβλεπαν λίγο περίεργα. Πρέπει λοιπόν ο Μυρτίας στο περιβάλλον του να γίνεται αποδεκτός μάλλον ως Έλληνας, ως Ελληνίζων εθνικός και για να έχει πάει και ο ίδιος στην Αλεξάνδρια σπουδές, το ίδιο πρέπει να αισθάνεται σε τελευταία ανάλυση και ο ίδιος, τουλάχιστον εν μέρη, εν μεγάλο μέρη. Ας δούμε τώρα τον σχολιαστή, αυτόν που είπε επικίνδυνα. Υπόθηκε ήδη πιο πάνω ότι η κρίση περί επικίνδυνων σκέψεων και πράξεων δεν μπορεί παρά να έχει διατυπωθεί εκ των ιστέρων και εν γνώση των προθέσεων του Μυρτία. Το ότι ο ανώνυμος σχολιαστής του Μυρτία παρουσιάζεται να έχει κάποια χρονική απόσταση από τα γεγονότα, από τη δήλωση, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τη διατύπωση της χρονολόγησης επί Βασιλείας Αυγούς του Κόνσταντος και Αυγούς του Κωνσταντίου. Μια τέτοια διατύπωση τοποθετεί την εν λόγω Βασιλείας σε εποχή λιγότερο ή περισσότερο μακρινή, όχι σύγχρονη εν πάση περιπτώση, που σημαίνει ότι η αρχικά προφορική δήλωση του Μυρτία δεν μπορεί παρά να παραδίδεται γραπτός και επομένως από κάποιον σωζόμενο αντιγραφό της. Επίσης την αντιγράφει και τη σχολιάζει και ο σχολιαστής του Μυρτία και κατόπιν μέσα απ' τους αιώνες υπικύλει η αντιγραφή. Δεν έχουμε δηλαδή μαγνητοφωνημένη την δήλωση του Μυρτία. Έχουμε μόνο γραπτά της αντίγραφα. Ο σχολιαστής αυτός παρουσιάζεται να είναι σε θέση να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται και ως εθνικός και ως χριστιανός. Σκεπτόμενος ως χριστιανός έναντι των εθνικών και ως εθνικός έναντι των χριστιανών, δηλαδή σκεπτόμενος ως χριστιανός όταν αναλογίζεται τις τολμηρές ερωτικές επιθυμίες του Μυρτία. Και ως εθνικός όταν αναρωτιέται για τις χριστιανικές περιασκετικού πνεύματος προθέσεις του, καταλήγει στην τελική του κρίση και αποφαίνεται. Επικίνδυνα, επικίνδυνα πράγματα και για τον Μυρτία και για όσους ζουν ή προτίθενται να ζήσουν όπως ο Μυρτίας. Στην κρίση του αυτή συμβάλλει και ο τρόπος με τον οποίον βλέπει να εκφράζεται ο Μυρτίας στη δήλωσή του. Ένας τόνος καθησιολογίας, η επιρμένη στάση του και η υποτίμηση των παθών. Εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σαν δειλός λέει, η απόλυτη βεβαιότητα για το μέλλον. Θα έχω θέληση, θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου. Είναι όλα αυτά σημάδια που μπορεί να δημιουργούν στο σχολιαστή του, καθώς αντιγράφει τα λόγια του, μια διάθεση ιρωνική απέναντι στον Μυρτία. Μια ιρωνική διάθεση που επιτείνει τόσο η απόσταση που τον χωρίζει από την εποχή του Μυρτία, όσο πιθανώς και η διαφορά ηλικίας του από τον νέο σύρο σπουδαστή. Οπωσδήποτε ειδωμένη από αυτή την οπτική γωνία, η πρώτη λέξη με την οποίαν παρουσιάζεται ο Μυρτίας, είπε, αποκτά ιδιαίτερο βάρος. Είπε ο Μυρτίας, έτσι διατείνεται αυτός λέει ο παρουσιαστής του, όχι εγώ, ούτε κανείς άλλος. Και επίσης τα εισαγωγικά μέσα στα οποία περικλεί τη δήλωση του Μυρτία ο αντιγραφέας της, δεν εγγυώνται μόνο την ακρίβεια των λεγωμένων αλλά και την σχολιάζουν. Δηλαδή, έτσι ακριβώς γι' αυτό το βάζω σε εισαγωγικά, έτσι ακριβώς τα λέει ο Μυρτίας και όχι αλλιώς. Το τι σκέφτομαι για όσα λέει εγώ που τα αντιγράφω ή όποιος άλλος είναι άλλη υπόθεση. Έχει την αίσθηση κανείς ότι αυτός ο σχολιαστής φοβάται να επαναλάβει φράσεις του τύπου «τες λάχνες του αίματος μορμές» όπως κάποιος που δεν θέλει ή ντρέπεται να πει μια κακιά λέξη, μια πρόστιχη λέξη. Έχει κανείς αυτή την εντύπωση ότι δεν του πάει να το πει και γι' αυτό λέει «επικίνδυνα». Ακόμη και οι δίπλο επαναλαμβανόμενες βεβαιότητες του Μυρτία μπορούν και αυτές στο μυαλό του σχολιαστή να χρωματιστούν ιρωνικά. Μήπως εν τέλει ο νέος σπουδαστής βεβαιώνει και ξαναβεβαιώνει πως δεν έχει κανένα φόβο και πως έχει εμπιστοσύνη στα όπλα του τη θεωρία και τη μελέτη γιατί προσπαθεί να πιστέψει και ο ίδιος την επιτυχία του προγράμματός του. Κι αν πάλι ο Μυρτίας παρά τις όποιες μέσα του αμφιβολίες σκέφτεται πάντοτε ο σχολιαστής λέει απολύτως σοβαρά όσα εμένα μου φαίνονται ιρωνικά, μήπως κι εγώ ο αντιγραφέας και σχολιαστής του κρίνω τα όσα λέει «επικίνδυνα» γιατί τα θεωρώ δυνατά, γιατί αν τα θεωρούσα αδύνατα γιατί να τα κρίνω επικίνδυνα. Αυτές είναι όλες οι σκέψεις που περνάνε από τον μυαλό αυτού του αντιγραφέα και σχολιαστή. Πάμε τώρα στην ίδια τη δήλωση, αυτή εντός εισαγωγικών. Τι λέει ο Μυρτίας. Το κύριο χαρακτηριστικό του λόγου του Μυρτία είναι η βεβαιότητά του για τη δύναμη, τη γενναιότητα και τη θέληση που του εγγυώνται λέει οι ελληνικές θεωρητικές του σπουδές, θεωρία και μελέτη. Ξέρει πως ο τρόπος ζωής που προγραμματίζει δεν είναι δεδομένος άμεσα και εύκολα εφαρμόσυμος. Για αυτό λέει φοβάμαι, δε φοβάμαι, γιατί όταν λες δε φοβάμαι σημαίνει ότι κάτι τρέχει και δε φοβάσαι. Μπορεί να μη φοβάσαι χωρίς λόγο. Δεν αγνοεί λοιπόν τις αντιθέσεις και τους κινδύνους που εγγυμονεί η ζωή αυτή, αλλά έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στις γερές ελληνικές σπουδές του που έχει ήδη κάνει και συνεχίζει να κάνει στην Αλεξάνδρια. Από αυτές αντλεί το θάρρος και την αποφασιστικότητα με την οποία ρίχνεται στη ζωή. Σε αυτές και μόνο σε αυτές στηρίζεται για να νιώθει βέβαιος για τον εαυτόν του και να τολμά να δηλώνει σε μέλλοντα διαρκή πως θα ζήσει τη ζωή του ή τουλάχιστον τα νιάτα του στην Αλεξάνδρια περνώντας καταβούληση. Από περιόδους ή στιγμές ακολασίας στον ασκητισμό. Όταν θέλω και θα έχω θέληση δυναμωμένος σωστά με θεωρία και μελέτη θα ξαναβρίσκω, όχι θα ξαναβρώ, θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου σαν πριν ασκητικό. Αυτές είναι στη γνώμη και στην αντίληψη του Μυρτία οι δυνατότητες που του δίνουν οι ελληνικές τους σπουδές. Θεωρία και μελέτη. Κρίνοντας κανείς από τις τολμηρές αυτές φράσεις που εκστομίζει δημοσίως και μεγαλοφόνος στις ειδονές θα δώσω το σώμα μου, στις απολαύσεις, στις ονειρωμένες κτλ φαίνεται ότι οι λάγνες ορμές και οι ονειρεμένες απολαύσεις δεν του ήταν άγνωρες. Κάτι περισσότερο, αυτός ο μέλλον διαρκής που χρησιμοποιεί ο Μυρτίας στο λόγο του δείχνει ότι στο μυαλό του αυτό το πέρασμα από την ενίδωνη ζωή των Ελλήνων στον χριστιανικό ασκητισμό δεν είναι κάτι το συγκυριακό αλλά προγραμματίζεται ως μονυμότερος τρόπος ζωής. Σύμφωνα λοιπόν με τη δήλωσή του, η ζωή του Μυρτία προαναγγέλλεται ως μία διαρκής εναλλαγή περιόδων ελληνικού ιδονισμού και χριστιανικού ασκητισμού. Γίνεται έτσι προφανές ότι αυτό το προγραμματιζόμενο συνεχές πέρασμα από την ενίδωνη ζωή στον ασκητισμό και από τον ασκητισμό στην ενίδωνη ζωή δεν βιώνεται ενωχικά. Ως μία συνεχής διαμάχη μεταξύ καλού και κακού. Και επομένως δεν δημιουργεί στον Μυρτία κανένα ηθικό πρόβλημα. Έτσι λέει η δήλωσή του. Για τον Μυρτία το όλο θέμα είναι πρακτικής φύσιος και καθόλου επιλύψιμο. Ενέχει κάποιους κινδύνους αλλά καμία ντροπή. Ο Μυρτίας θέλει, το λέει και ο ίδιος ο Καβάφης αυτό δια στόματος κοντινού του προσώπου, πράγματα επικίνδυνα όχι καταδικάσιμα. Αυτή είναι η κουβέντα του Καβάφη. Αν ωστόσο είναι κάτι στη δήλωση του Μυρτία για το οποίο θα απορούσε κανείς είναι ότι ο νεαρός σπουδαστής δεν φαίνεται πουθενά να αναρωτιέται αν ο τρόπος ζωής που επαγγέλεται είναι καταρχήν δυνατός, εφαρμόσυμος. Για αυτό είναι δυνατός. Αλλά δεν αναρωτιέται γι' αυτό, το θεωρεί δεδομένο. Μπορεί ένα ασκητικό πνεύμα να κατοικεί σε ένα φιλίδωνο σώμα? Μπορεί πράγματι με όπλα τη μελέτη και τη θεωρία να ξαναβρίσκει και μετά από πόσο καιρό το ασκητικό του πνεύμα ή θα τον μπορεί ανεξάρτητα από το πόσο μακρά θα είναι η περίοδος της λαγνίας και επομένως της αποχής από τη μελέτη. Το ερώτημα αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί τον Μυρτία καθόλου. Τουλάχιστον συνείδητα. Είναι γιατί είναι νέος και νομίζει πως όλα του είναι κατορθωτά? Είναι γιατί έχει ήδη δοκιμάσει πριν κάνει τις δηλώσεις του και τα έχει καταφέρει? Το μόνο που βεβαιώνει σχετικά είναι πως αισθάνεται δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη. Πως τον ελληνικό ιδονισμό τον συγκρατούν ή καλύτερα τον αναστέλουν κατά διαλήματα οι ελληνικές σπουδές του. Οπωσδήποτε, αν όχι τίποτα άλλο, η βεβαιότητα που του εμπνέουν οι ελληνικές σπουδές φανερώνει ότι ως προς τον πνευματικό και συνειδησιακό του ορίζοντα ο Μυρτίας είναι καθόλα Έλληνας, εθνικός και καθόλου χριστιανός αφού παρά της περιασκητικού πνεύματος προθέσεις του δεν του περνάει καν από το μυαλό το χριστιανικό όπλοστάσιο απέναντι στην ερωτική επιθυμία. Η προσευχή, η άσκηση και βέβαια πολύ περισσότερο η μετάνοια και η συγχώρηση. Ο Μυρτίας δεν φαίνεται να ξέρει τι είναι αυτό που οι χριστιανοί ζουν ως πειρασμό και αμαρτία, ως φόβο θανάτου και ελπίδα με τα θανάτια σωτηρίας. Ο Μυρτίας δεν έχει μεταφυσικές αγωνίες. Ο Μυρτίας χριστιανίζει απλώς και μόνο επειδή έχει έστω κατά περιόδους προθέσεις ασκητισμού και γιατί ίσως βαθιά μέσα του κρυφοφοβάται και αυτός τα ελληνικά ερωτικά πάθη και τις επιπτώσεις τους. Τις επιπτώσεις τους στο σώμα του αν όχι και στην ψυχή του όπως οι χριστιανοί ή όπως αυτός ο ελληνίζων εβραίος ο Ιάνθης στην Αλεξάνδρια και αυτός διχασμένος ανάμεσα στον ωραίο και σκληρόν ελληνισμό και τον αυστηρό και ιερό Ιουδαϊσμό. Ότι ο Μυρτίας εν μέρει εθνικός και εν μέρει χριστιανίζων έχουμε έναν ελληνίζοντα εβραίο διχασμένο ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό και στον Ελληνισμό. Ακούστε πώς σκέφτεται ο Ιάνθης στην Αλεξάνδρια γόνους οικογενείας της Συναγωγής. Το έχετε το πεί με αυτό των εβραίων 50 μετά Χριστών. Είναι γραμμένο στο κείμενό σας. Των εβραίων 50 μετά Χριστών. Ζωγράφος και ποιητής, δρομεύς και δισκοβόλος, σαν ενδυμίον εύμορφος ο Ιάνθης Αντωνίου από οικογένεια φίλιν της Συναγωγής. Οι τιμιότερες μου μέρες είναι εκείνες που την αισθητική αναζήτηση να αφήνω, εγκαταλείπω τον ωραίο και σκληρόν Ελληνισμό, με την κυρίαρχη προσήλωση σε τέλια καμωμένα και εφθαρτά άσπρα μέλη και γένομαι αυτός που θα ήθελα πάντα να μένω, των εβραίων, των ιερών εβραίων ο Ιός. Ένθερμιλίαν, η δήλωσής του, πάντα να μένω των εβραίων, των ιερών εβραίων. Όμως δεν έμενε τι ούτως διόλου. Ο ιδονισμός και η τέχνη της Αλεξανδρίας, αφοσιωμένο τους παιδί, τον είχαν. Αν επανέρχομαι πάλι στα επικίνδυνα του Μυρτία υποθέσουμε για μια στιγμή πως στη σχέση λάγνες του αίματος ορμές, πνεύμα ασκητικός, ο Μυρτίας έστω και ως ενμέρι χριστιανός έχει στιγμές κάποια στιγμή της ζωής του όπου τη ζει ενωχικά, δηλαδή λέει τι πάω να κάνω, τι κάνω. Εάν το υποθέσουμε αυτό έστω και για μια στιγμή, όπως θα μπορούσε να πιστεύει ο σχολιαστής του που ενδεχομένως είναι χριστιανός και αυτό κρίνει τη ζωή του επικίνδυνη, τότε η ζωή του Μυρτία, είτε μπορεί να το φανταστεί ο ίδιος είτε όχι, προαναγγέλεται ως μια διαρκής δοκιμασία, μια πραγματική μάχη ανάμεσα στον ασκητισμό και την ερωτική επιθυμία. Γιατί η χριστιανική ενοχή της αμαρτίας από τη μια μεριά και η ελληνική θεωρία και μελέτη από την άλλη, αντιστρατευόμενες η μια την άλλη, δημιουργούν μοιραία στη συνείδηση του ανθρώπου και του Μυρτία, σύγκρουση και διχασμό ανάμεσα σε δύο αντιθετικές αντιλήψεις και πρακτικές της ζωής, αφήνοντας στο τέλος ανυπεράσπιστα και το σώμα και το πνεύμα. Οπότε προκύπτει το ερώτημα για πόσο καιρό μπορεί η ζωή να αντέξει ένα τέτοιο συνεχή πόλεμο. Μένει το ερώτημα προς τι οι ενήδη κηρύγματος προγραμματικές δηλώσεις. Αυτή η δήλωση του Μυρτία έχει ένα χαρακτήρα κηρύγματος. Λέει εγώ θα κάνω αυτό, αυτή είναι η ζωή μου. Προς τι οι ενήδη κηρύγματος προγραμματικές δηλώσεις. Αν πράγματι ο Μυρτίας δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη όπως βεβαιώνει δεν φοβάται τα πάθη του και αφού δεν σκοπεύει να προσπαθήσει να αλλάξει ζωή όπως ίσως θα επιχειρούσε ένας χριστιανός. Γιατί έχει ανάγκη στις σκρίστιμες στιγμές όπως λέει να ξαναβρίσκει το πνεύμα του σαν πριν ασκητικό. Σε τι έγινε η κρισιμότητα των στιγμών και ποια η σχέση των στιγμών αυτών με τα ασκητικά διαλύματα. Πώς όσο αυτά τα διαλύματα διαρκούν αξιοποιεί ο Μυρτίας τη θεωρία και μελέτη των σπουδών του. Άλλωστε και τη δήλωσή του σχετικά με τις τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες και τις απολαύσεις της ονειρεμένες στη διάρκεια ενός τέτοιου ασκητικού διαλύματος πρέπει να την έκανε και γιατί μόνον τότε προφανώς θα του ήταν δυνατόν αλλά και για να αποδείξει τη θέλησή του και την αφοβία του. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι δεδομένη πάντα η ίδια σε όλα τα Καβάφικα ποιήματα. Η απάντηση αυτή είναι ο ελληνικός ιδονισμός στην υπηρεσία της τέχνης. Αυτή είναι η απάντηση του Καβάφη. Η ερωτική ιδονή υμνείται χωρίς καμιά επιφύλαξη για τους κινδύνους που ελοχεύουν. Υμνείται ως μέσον για την κατάκτηση της τέχνης. Ως γενήτρια των έντονων ερωτικών εμπειριών που θα δώσουν αργότερα το ποίημα και το έργο της τέχνης. Από αυτά τα πολλά Καβάφικα ποιήματα θα σας διαβάσω ένα μόνο. Το πιο ίσως χαρακτηριστικό ή που το νομίζω εγώ χαρακτηριστικό με τίτλο «Πέρασμα» γραμμένο το 1914 και δημοσιευμένο το 1917. Είναι η ζωή που ζει όπως την είχε φανταστεί σαν ήταν μαθητής ένα αισθητικό παιδί. Ένα παιδί εδώ απλό χωρίς ελληνικές σπουδές. Ένα παιδί απλό που ακούγεται θα έλεγε κανείς να συνομιλεί άμεσα και σχεδόν με το ίδιο λεξιλόγιο με το αλεξανδρινό πρόγραμμα ζωής του Μυρτία φανερώνοντας κατά κάποιον τρόπο έτσι τις κρυφές σκέψεις του το πώς δηλαδή και το γιατί των προθέσεων του. Ακούστε το «Πέρασμα». «Εκείνα που δειλά φαντάσθη μαθητής είναι ανοιχτά, φανερωμένα εμπρός του και γυρνά και ξενιχτά και παρασύρεται. Κιος είναι για την τέχνη μας σωστό το αίμα του και νούριο και ζεστό η ιδονή το χαίρεται. Το σώμα του νικά έκνομη ερωτική μέθη και τα νεανικά μέλη ενδίδουνε σε αυτήν. Κι έτσι ένα παιδί απλό γίνεται άξιο να το δούμε και απ' τον υψηλό της ποιήσεως κόσμου μια στιγμή περνά κι αυτό το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και ζεστό». Αυτή είναι η κρυφή σκέψη του Μυρτία. Ο υψηλός της ποιήσεως κόσμος. Υ' κεφαλαίων, Π' κεφαλαίων, Κ' κεφαλαίων από τον Καβάφ. Έτσι έχει γραφτεί από τον ίδιο. Για αυτό έχει πάει ο Μυρτίας στην Αλεξάνδρια, στον κόσμο αυτόν τον έχουνε τάξει οι ελληνικές σπουδές του. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο Μυρτίας ζώντας στο σώμα του και στο πνεύμα του την επικίνδυνη αντίθεση ελληνισμού χριστιανού ως ενμέρι εθνικός και ενμέρι χριστιανίζων είναι το αντίτιμο της τέχνης που είναι έτοιμος να πληρώσει. Γιατί ο Μυρτίας θέλει να της είναι αφοσιωμένο παιδί. Για αυτό λέει πως δεν φοβάται. Γιατί η τέχνη που φοβάται δεν είναι τέχνη. Γιατί η τέχνη απαιτεί θυσίες. Γιατί η στοίχη του είναι από το αίμα του παιδιά. Και αυτές είναι οι κρίσιμες στιγμές στις οποίες ο Μυρτίας δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη θα μπορεί όπως λέει να ξαναβρίσκει το πνεύμα του ασκητικό. Κάθε φορά δηλαδή που θα χρειάζεται να το επιστρατεύει στην προοπτική της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η καβαφική λύση της αντίθεσης ελληνισμού χριστιανισμού βρίσκεται στην τέχνη, στην καλλιτεχνική δημιουργία. Μια λύση βέβαια κατεξοχήν ελληνική. Αδύνατη για όποιον θα έβλεπε τη ζωή του από σκοπιά χριστιανική. Ταλείως. Η πιο χαρακτηριστική ίσως και οπωσδήποτε απολύτως καθαρή έκφραση της συνειδητοποιημένης αυτής διαδικασίας από την ερωτική εμπειρία στην ποιητική μορφή είναι, νομίζω, μεταξύ πολλών άλλων, το πείημα νόησης που γράφτηκε το 1915 και δημοσιεύτηκε το 1918. Νόησης. Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ιδονικός μου βίος. Πώς βλέπω τώρα καθαρά των νόημάτων, τι μεταμέλιες περητές, τι μάταιες. Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε. Μέσα στον έκλειτο της νεότητός μου βίω, μορφώνονταν βουλές της ποιησιός μου. Σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή. Γι' αυτό και οι μεταμέλιες σταθερές ποτέ δεν ήσαν. Και οι αποφάσεις μου να κρατηθώ, να αλλάξω, διαρκούσαν δυο εβδομάδες το πολύ. Η ερωτική, ιδονική στιγμή, ωστόσο, για να φτάσει να αποκτήσει μορφή της τέχνης, πρέπει να είναι τόσο αληθινή και τόσο έντονη, ώστε να έχει χαρακτεί στη μνήμη, στη μνήμη του σώματος, να έχει χαρακτεί ανεξίτηλα, έτσι που και χρόνια μετά, με το που θα ξανάρχεται κάθε φορά στο νου, να αισθανόμαστε να μας διαπερνά ένα ρήγος. Το ρήγος που αισθανθήκαμε όταν αυτή η στιγμή πρωτοβιώθηκε. Ό,τι δηλαδή ενεργοποιεί τη μνήμη στη διαδικασία της μετατροπής του βιώματος σε τέχνη, είναι η ένταση και η αλήθεια της ερωτικής εμπειρίας, δηλαδή η αυθεντικότητά της, η γνησιότητά της, η αίσθηση του ανεπανάληπτου που την καθαγιάζει και όχι η διάρκειά της, η σταθερότητά της, που με το πέρασμα του χρόνου φθείρει και την ένταση και την αυθεντικότητα. Αυτή είναι η καβαθική μνήμη του σώματος. Η καβαθική μνήμη δεν λειτουργεί νοσταλγικά. Δεν δημιουργεί το συνέστημα ενός ονειρεμένου χαμένου παρελθόντος. Η καβαθική μνήμη είναι αναπλαστική, αναστατική θα λέγαμε. Μπορεί δηλαδή να επαναφέρει στο παρόν το έντονα βιωμένο παρελθόν, έτσι που μια αλυσμόνητα κάποτε βιωμένη ερωτική στιγμή, ξαναζωντανεμένη μετά από καιρό, να συνεπέρνει τη σκέψη και τη φαντασία και να εκφράζεται με τη μορφή ποιήματος. Έντονα βιωμένη ερωτική εμπειρία χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη. Μνήμη ζίδρος, αναπλαστική, οικονοποιητική, με παρεσθήσεις και οπτασίες από εξαίσιας ερωτικές στιγμές, που ξεπηδούν μέσα από τα χρόνια και αναβιώνουν την ιερή εκείνη στιγμή που χαράκτηκε για πάντα στο σώμα και στο μυαλό η Ιδονή, ή τα Ινδάλματά της, η μυστική της Μέθη. Αυτή είναι η ποιητική μνήμη της Ιδονής. Ο Καβάφης την Ιμνή, χαρά και μύρο της ζωής την ονομάζει. Έτσι μια ιδιαίτερα σπουδαία, μια ιδιαίτερα έντονη στιγμή της προσωπικής ζωής αποκτά μορφή τέχνης. Έτσι το προσωπικό βίωμα αποκτά γενικότερη ισχύ και εγγράφεται στη συνείδηση του άλλου. Έτσι το πρόσκαιρο της στιγμής μετατρέπεται σε αιωνιότητα γιατί εν τέλει στο παρόν και στο μέλλον ζει κάθε φορά μόνον ό,τι από το παρελθόν δεν έχει ξεχαστεί. Εξαιρετική η ελληνική ευχή να ζήσετε, να την θυμόσαστε, να ζήσετε, να τον θυμόσαστε. Και όμως τα καβαφικά ζωντανέματα της μνήμης με το που γίνονται ποιήματα, και όπως τα καβαφικά ζωντανέματα της μνήμης με το που γίνονται ποιήματα μνημιώνουν στη συνείδηση του αναγνώστη την ένταση και την αλήθεια μιας βιωμένης προσωπικής εμπειρίας καθιστώντας στην κοινόκτήμα. Έτσι και σε επίπεδο κοινωνικό πλέον τα μνήματα των τάφων και τα μνημεία της τέχνης αποθονατίζουν ξεχωριστούς ανθρώπους, σημαδιακές κοινές εμπειρίες, θα μας χρειαστεί αυτό, σημαδιακές κοινές εμπειρίες και μοναδικά γεγονότα στη μνήμη της κοινωνίας. Έτσι λειτουργεί η ελληνική μνήμη σε επίπεδο προσωπικό και σε επίπεδο κοινωνικό μνήμη μήτρα της τέχνης και της κοινωνίας. Το ίδιο και ο Μυρτίας, την ελπίδα καταξίωσης και αθανασίας που ούτε καν φαντάζεται πως θα μπορούσε να βρει στον χριστιανισμό επικαλούμενος όπως ολιστεί στο σταυρό τη μνήμη του Θεού, μπορεί να προσδοκά πως θα αντιβρύ στην ελληνική τέχνη που του προσφέρει όχι την αθανασία στον ουρανό, αλλά την ελπίδα αθανασίας στη γη, στη μνήμη των ανθρώπων, την αθανασία έτσι όπως την εννοεί ο ελληνισμός. Αυτές τις επιθυμίες, αυτές τις σκέψεις, αυτές τις προσδοκίες φανερώνουν άμεσα ή έμεσα οι προγραμματικές δηλώσεις του Μυρτία στα μέσα του 4ου αιώνα την εποχή των σπουδών του στην Αλεξάνδρια. Στο τέλος ενός ένδοξου, ανυπέρβλητου κόσμου και στην αρχή ενός άλλου διαφορετικού, προβληματικού, που ακόμη δεν είχε σπουδαία επιτεύγματα να αντιτάξει στον παλιό κόσμο. Κι αυτούς τους φόβους εκφράζισε κατοπινούς χριστιανικούς πιαχρόνους ο ανώνυμος σχολιαστής των λόγων του, καθώς βέβαια και ο ίδιος ο ποιητής όταν αποφασίζει το 1911 να δημοσιεύσει το ποιημά του. Και εδώ έρχεται πλέον το τελευταίο πρόσωπο, το αναγκαίο, ο αναγκαίος αναγνώστης. Γιατί ξέρουμε όλοι καλά πως ο σκληρός ελληνισμός, πως τα πάθη του έρωτα και τα επικίνδυνα που προξενούν οι λάγνες του αίματος ορμές από τον 4ο αιώνα ως σήμερα δεν έχουν και πολύ αλλάξει. Ο κριτικός αναγνώστης του 2023 και ιδίως μάλιστα ο ελληνόφωνος χριστιανός καλείται να σκεφτεί τη στάση του Μυρτία απέναντι στη ζωή, απέναντι στα γράμματα και τις σπουδές, απέναντι στον έρωτα, απέναντι στην τέχνη, απέναντι στις αντιθέσεις μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού. Να σκεφτεί και να σταθεί απέναντί του. Επιδοκιμαστικός, αποδοκιμαστικός, αδιάφορος, ιρωνικός, αμφίθυμος, όπως νομίζει, αλλά αφού το έχει σκεφτεί. Από τη μεριά μου, επειδή τώρα ή για την ώρα οι δηλώσεις θρησκευτικών και ιδεολογικών φρονημάτων δεν είναι υποχρεωτικές και προκειμένου να μπορέσει να στηριχθεί μια όσο το δυνατόν πιο έγκυρη γνώμη, κατήρτισα και σχολίασα διαβραχέων ένα πίνακα που παρουσιάζει άκρως σχηματοποιημένες τις θεμελιακές αντιθέσεις μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού, όπως αυτές αναφαίνονται άμεσα ή έμμεσα διαβάζοντας τα επικίνδυνα. Ο πίνακας αυτός τον οποίον σας έχω φωτοτυπήσει θα αποτελέσει το αντικείμενο της ομιλίας στις 16 Μαΐου και ο καθένας μπροστά στον πίνακα αυτό μπορεί να τοποθετηθεί κατά το δοκούν και κατά περίπτωση ή στο αριστερό ή στο δεξιό ή στο αναμεταξύ μέρος του πίνακα. Θα το σκεφτούμε όλοι μαζί, εγώ ό,τι έχω σκεφτεί το έχω γραμμένο και αν μου κάνετε την τιμή να ξανάρθετε θα σας το πω στις 16 Μαΐου. Και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με ακούγατε τόση ώρα χωρίς να κάνετε καμία φασάρα. Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον Χριστού Παπάζογλου για αυτή τη διάλεξη. Ήταν εξαιρετικός όπως ήμουν βέβαιος ότι θα είναι. Και τώρα ο λόγος στην αίθουσα για σχόλια, ερωτήσεις, παρατηρήσεις, αντιρήσεις ή ό,τι άλλο. Παρακαλώ, ο κύριος Μπουροδίμος. Καλησπέρα σας, εδώ είναι. Να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για αυτήν την υπεροχή διάλεξη. Πραγματικά θέσατε το πλαίσιο της συζήτησης και προτείνατε εξαιρετικές ερμηνείες. Ωστόσο, μου κάνει μεγάλη εντύπωση, ενώ το θέμα σας είναι εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων, ότι δεν συσχετίσατε αυτό το πείμμα με τον Μύρη. Με το πείμμα του Μύρη. Γιατί? Πρώτα πρώτα ακούστε τον υπότιτλο. Αλεξάνδρια 340 μ.Χ. Η ίδια ακριβώς εποχή που αρχικά πολύ ωραία αναπτύξατε. Ο Μύρης είναι εθνικός... Συγγνώμη, εν μέρει είναι εθνικός, εν μέρει είναι χριστιανίζων. Ναι. Το κοίταζα, γιατί μια φίλη μου πρότεινε να το διαβάσω πάλι. Ο Μύρης είχε τέλεια αίσθηση του Ελληνικού. Ο Μύρης είχε τέλεια αίσθηση του Ελληνικού ρυθμού. Ο Μύρης ήταν χριστιανός. Μας ζούσε απολύτως σαν και μας. Από όλους μας πιο έκδοτος στις Ιδονές. Ο αφηγητής που επισκέπτεται το σπίτι του Μύρη, μένει στον προφάλαμο, είναι εθνικός. Μας λέει ότι όταν έκαναν σπονδές στον Ποσειδώνα, ο Μύρης υποψηθήρησε «τι εξαιρέσει εμού». Και ο ίδιος ο ασθενικός, ενώ επισκέπτεται το σπίτι, λέει «ξένος εγώ, ξένος πολύ» και τρόμαξε και έφυγε γρήγορα για να μην διαλυθεί η θύμηση. Με τη μνήμη και εσείς καταλήξατε. Θέλω να πω, είναι εντυπωσιακό πως το πήμα του Μύρη πιάνει ακριβώς αυτό το θέμα. Και τώρα το δύσκολο. Τι λείπει από αυτόν τον κατάλογο, τον εξαιρετικό. Το πίνακα, εννοείται. Ναι. Και γιατί σας το λέω. Τι είναι αυτό που επιτρέπει στον Μυρτία να κινείται μεταξύ των δύο, να είναι και εθνικός και χριστιανίζων. Λέει «δυναμωμένος με θεωρία για μελέτη». Άρα θεωρεί ότι η ελληνική παιδεία του επιτρέπει να ελέγχει τα πάθη του. Αυτό είναι που λείπει κατά δυνάμα από τον κατάλογο. Αντίθετα, στην υπέροχη αντίστοιξη που φέρατε στο πήμα των Εβραίων η θρησκεία αυτή έχει αποκρύψει από τον ίδιο αυτή την κίνηση. Ενώ ο ίδιος λέει ότι ήταν αφοσιωμένο παιδί, ο ίδιος λέει στον εαυτό του ότι εγώ θα ήθελα να... Δηλαδή η θρησκεία, θα σας παραπέμπω και λίγο στο μίμησις του Auerbach, η θρησκεία αυτή κρύβει, δεν αποκαλύπτει, είναι αποκεκαλυμμένη, ενώ η ελληνική φωτίζει. Ωραία, η παρατήρηση λοιπόν είναι ότι από τον κατάλογο αυτό λείπει η δυνατότητα ελέγχου των παθών που υπόσχεται ο ίδιος στον εαυτό του. Σε ό,τι αφορά τον Μίρη, έχετε απόλυτο δίκαιο, αλλά δεν είναι το μόνο πήμα που συμπεριφέρεται κανείς ως ενμέρι και ενμέρι. Είναι πάρα πολλά. Τον Μίρη δεν τον συνσχέτησα για δύο λόγους. Πρώτον, διότι θα έπρεπε να το πω ως οπότε ο Μίρης είναι, όπως ξέρετε, πολύ μεγάλο και επομένως θα δημιουργούσε ίσως προβλήματα αυτά, αλλά ήμουνα σχεδόν βέβαιος ότι ο Μίρης θα ερχόταν στη συζήτηση οπωσδήποτε. Έχετε απόλυτο δίκαιο, όχι μόνο γιατί είναι του 440, όχι μόνο γιατί οι συμπεριφορές είναι ενμέρι και ενμέρι, αλλά προσέχτε υπάρχει μια διαφορά. Ο Μίρης κηδεύεται χριστιανικά. Ο Μυρτίας δεν κηδεύεται. Ο Μυρτίας έχει ένα διαχρονικό πρόβλημα. Με τον Μίρη, έχετε απόλυτα δίκαιο για όλα, θα πρόσθετα μόνον ότι το μέλλον είναι η χριστιανική κηδεία. Στον Μυρτία το μέλλον είναι αδειόρατο, δεν φαίνεται. Είναι ένας λόγος για τον οποίο ίσως δεν ανέφερα το Μίρη. Διότι το πρόβλημα του ελληνισμού και του χριστιανισμού δεν είναι πρόβλημα του 4ου αιώνα. Είναι ένα πρόβλημα και γι' αυτό έκανα όλη αυτή την ανάλυση. Δεν θα υπήρχε λόγος να την κάνω. Είναι για να φανεί ότι είναι διαχρονικό πρόβλημα, το πρόβλημα που τέθηκε όταν ένας κόσμος έφυγε και ένας κόσμος καινούριος ερχότανε. Αυτό το πρόβλημα τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο που ζω πολλά χρόνια, δεν είναι λοιμμένο. Μην νομίζετε πως είναι λοιμμένο. Γι' αυτό θεωρώ ότι τα επικίνδυνα λόγω του τίτλου του προσφέρεται για αυτού του είδους την ανάλυση. Ο Μύρης δεν θέτει θέματα κινδύνου. Θέματα βεβαιωτήτων θέτει και από τη μια μεριά και από την άλλη. Όσον αφορά τον πίνακα. Στον πίνακα λέω υπάρχει το αριστερό μέρος, υπάρχει το δεξιό μέρος και υπάρχει και το αναμεταξύ. Ελπίζω ότι την επόμενη φορά θα φανεί αυτό που είπατε. Δηλαδή ότι τι είναι εκείνο που επιτρέπει στις ελληνικές σπουδές να περνάς κατά περιόδους από τη μία κατάσταση στην άλλη. Θα σας πω προκαταβολικώς, αλλά νομίζω πως το ξέρετε όλοι. Όχι, μία φράση μόνο. Η πρώτη μεγάλη και ίσως και τελευταία προσπάθεια για να λυθεί το θέμα που θέσατε είναι του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Γρηγορίου Νίσης, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, των τριών ιεραρχών. Νομίζω πως την άλλη φορά θα έχουμε τη δυνατότητα να πούμε επ' αυτού πολλά. Νομίζω πως απαντώ, δεν είναι? Βεβαίως. Άλλη ερώτηση, παρατήρηση, σχόλιο. Ναι. Η κυρία ιατρού. Η κυρία ιατρού. Δινή Καβαφίστρια. Καβαφίστρια. Δήμητρα. Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Μιχαΐλα. Θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για την ανάγνωση που κάνατε σε αυτό το ποίημα. Δεν το είχα διαβάσει έτσι. Και γι' αυτό σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ειδικά για τις δυο φωνές που υπάρχουν μέσα στο ποίημα. Και προσθέσατε και μια τρίτη. Τον αντιγραφέα. Μήπως μπορούμε να προσθέσουμε και μια τέταρτη φωνή? Τον Καβάφι που αυτός ίσως μας έχει δώσει τον τίτλο «Επικίνδυνα». Ο Καβάφις δεν χρειάζεται να τον προσθέσουμε. Είναι πανταχού παρόν από την αρχή έως το τέλος. Όμως, τον τίτλο «Επικίνδυνα», εάν πούμε ότι ο τίτλος «Επικίνδυνα» τίθεται ως σχόλιο του ποίηματος το 1911, δηλαδή από τον Καβάφι, χάνουμε τη διαχρονία. Δηλαδή, εάν δεχτούμε, δηλαδή βασίζομαι πού, ότι το ποίημα είναι εντός εισαγωγικών πρώτον. Είναι δήλωση προφορική, είπεν. Άρα, λοιπόν, δεν έχουμε μαγνητοφωνημένη τη δήλωση, άρα κάποιος την αντέγραψε. Του φάνηκε ότι είναι κάτι το σημαντικό αυτό που υπόθηκε. Φαίνεται ότι το ποίημα είναι σημαντικό. Αυτό που υπόθηκε, φαίνεται ότι το πρόβλημα που ασχολούσε κάθε φορά τον κόσμο γύρω του και από αντιγραφή σε αντιγραφή ομαλωποιήθηκε η γλώσσα, έφτασε σε αυτή τη μορφή. Τη βρίσκει κάποιος, την αντιγράφει άλλη μια φορά και τη βρίσκει και ο Καβάφις, ο οποίος τι κάνει. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους οι οποίοι αντιγράφανε τη δήλωση, αυτός αντέγραψε και το σχόλιο και το παρουσίασε σαν ένα ενιαίο πλέον κείμενο. Γι' αυτό νομίζω ότι το επικίνδυνα πιο πολύ ταιριάζει σε κάποιον αντιγραφέα καθοδών, ο οποίος πλέον ως Χριστιανός, πιο πολύ ως Χριστιανός έλεγε, μα τώρα στεσλάγνες του αίματος ορμές, μόνο που το έλεγε αυτό ανατρίχιαζε, φοβότανε μέσα του. Και όταν το άκουγε αυτό είπε επικίνδυνα πράγματα αυτά, επικίνδυνες πράξεις. Έτσι νομίζω, αλλά αυτό που λέτε, όλο το πήμα είναι του Καβάφια, έτσι για να συνονιούμαστε, δεν είναι κάποιος που… απλώς μιλάω για τη δομή του και γιατί επέμεινα στη δομή του. Για να φανεί ότι το πρόβλημα είναι διαχρονικό, για να μπορέσουμε να συζητήσουμε την άλλη φορά. Γιατί αν το πρόβλημα ήταν ελειμμένος και τελείωνε τον τέταρτο αιώνα ή τον δέκατο τέταρτο, που θα μας αποσχολούσε. Λέω, έτσι είμαι. Όχι, συμφωνώ από όλα τα μαζί σας. Ξαφνικά, όταν διαβάζατε το κομμάτι μέσα στα εισαγωγικά, στο μυαλό μου ερχόταν ένα κομμάτι από πάπυρο, που ίσως έχει σωθεί και κάποιος το έχει αντιγράψει και μετά σώθηκε ο πάπυρος και κάποιος έχει μεταγράψει τον πάπυρο. Και πραγματικά, μου έδωσε αυτή την αίσθηση της εποχής. Και γι' αυτό σας ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί με έκανε να διαβάσω αυτό που πήμε τελείως διαφορετικά. Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ο φίλος, το ονομάσα σαν… Αναδείς. Πανταζής. Ευχαριστώ και εγώ για την προσφορά αυτή που ακούσαμε. Είχα και εγώ την ίδια απορία σε σχέση με τον Μίρη, ότι είναι το ίδιο μοτύβο, αλλά την ώρα που το συζητάγαμε και σε σχέση με όλα τα πείμματα που διαλέξατε, αυτό που νομίζω ότι λείπει στον Μίρη είναι αυτός ο χώρος που δημιουργείται σε όλα τα πείμματα που έχετε διαλέξει, που είναι ο χώρος της τέχνης. Ηδονή μνήμη τέχνη. Νομίζω ότι στον Μίρη ο χώρος της τέχνης, όπως το γράφει και στο πείμμα του ο χώρος, όπως αισθητοποιείται για τον Καβάφη τελικά ο χώρος, σε αυτά τα πείμματα υπάρχει και είναι η τέχνη. Και τελικά ίσως τα επικίνδυνα για τον ακροατή του τώρα, έχει την απάντηση ότι τελικά η θεωρία και η μελέτη, όταν οδηγείται στη τέχνη, είναι πιο επικίνδυνη. Ο Μίρης δεν συμφωνώ ότι δεν έχει σχέση με την τέχνη, διότι όπως είπε και ο φίλος μας από εκεί, έχει πολύ μεγάλη αίσθηση του ελληνικού ρύθμου. Τέλεια. Άρα δεν νομίζω πως είναι εκτός. Κι αυτός μέσα εκεί είναι. Μέσα στον ελληνισμό είναι κι αυτός. Όχι, λέω ότι αναφέρει ξεκάθαρα τον στόχο του σε σχέση με την τέχνη. Α, ότι δεν είναι τόσο καθαρό όπως είναι το πέρασμα. Όχι ότι δεν υπάρχει. Αυτό λέω ότι το προσδιορίζει. Τα ποιήματα αυτά, το πέρασμα και η νόηση, είναι ποιήματα που μιλάνε, δεν έχει να αναλύσουμε τίποτα. Θέλεις να είσαι παιδί στον υψηλό της ποιήσεως κόσμο με κεφαλαία, αυτός είναι ο δρόμος. Δεν υπάρχει. Δηλαδή δεν θέλω εδώ να κάνω ούτε μαθήματα, ούτε να πω ότι αυτός είναι ο δρόμος. Δεν θέλω ποτέ για την κόρη μου, για το γιο μου παραδειγματος χάρη. Αλλά όμως αυτός είναι ο Καβάφης. Έτσι λέει ο Καβάφης και λέγοντας έτσι δεν μας ενδιαφέρει τι λέει ο Καβάφης σε τελευταία ανάλυση από αυτόν. Μας ενδιαφέρει ότι θέτει θέματα αντιθέσεων μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού που δεν είναι λοιμμένα. Μην νομίζετε πως είναι λοιμμένα. Δεν είναι λοιμμένα αυτά τα θέματα. Και γι' αυτό είπα την άλλη φορά, αυτή τη φορά το θέμα ήταν τα επικίνδυνα εν μέρει εθνικός και εν μέρει χριστιανίζων. Τη δεύτερη φορά θα είναι εν μέρει εθνικός και εν μέρει χριστιανίζων οι δύσκολες σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Οι δύσκολες αντιθετικές σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανού. Υπόσχεσαι. Γεια σας. Πολύ να τον μπακάκι λέγουμε. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ. Πρώτη φορά πρόσεξα τη λέξη «ξανά», στη λέξη «ξαναβρίσκω». Μπορούμε εντεχομένως να μιλήσουμε για μια χρονικότητα απόφασης. Δηλαδή βρίσκω σαν το ασκητικό να είναι κάτι που το έχει πιο σίγουρο και το θα δώσω. Δηλαδή σαν να ακούω ξαφνικά εντεχομένως το στιγμό «εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι πλέον σαν δειλός». Αυτό αν υπάρχει. Κάτι τέτοιο. Και το δεύτερο, το πέρασμα ο Σύρος στην Αλεξάνδρια σε σχέση με το ασκητικό. Η Αλεξάνδρια είναι μόνο ως Αλεξάνδρια ή και η Αίγυπτος ως ο τόπος που συνδέεται με τους ασκητές. Ο τόπος που συνδέεται με τους ασκητές είναι κυρίως η Παλαιστίνη, δεν είναι η Αλεξάνδρια. Κυρίως είναι η Παλαιστίνη. Α, η Αίγυπτος, ναι. Νομίζω ότι η Αλεξάνδρια είναι ως κέντρο ελληνισμού και χριστιανισμού. Διότι είναι μια πόλη, όπως είπα, αμφιρέπουσα μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού. Δηλαδή εντάσσεται στο πνεύμα του εν μέρη εθνικός και εν μέρη χριστιανίζων. Τώρα, ο ασκητισμός την εποχή αυτή δεν είναι ακόμη στο φόρτε του. Ο ασκητισμός παρουσιάζεται με δύναμη κινήματος μετά τον Κωνσταντίνιο χριστιανισμό. Δηλαδή από τη στιγμή που ο χριστιανισμός γίνεται εξουσία και ως εξουσία πλέον διευθύνει την κοινωνία, τότε οι χριστιανοί οι οποίοι μέχρι τότε ζούσαν με τους όρους που όλοι ξέρουμε, είπανε τι κατάσταση είναι αυτή, γι' αυτό εμείς είμαστε χριστιανοί. Για να έχουμε εδώ αυτόν να μας κάνει αυτά που κάνει, γιατί ο Κωνσταντίνιος χριστιανισμός είναι εξουσία πλέον. Δεν είναι τρόπος ζωής, είναι τρόπος διοίκησης της αυτοκρατορίας. Άρα εξουσία. Σε ό,τι αφορά το «ξαναβρώ και ξαναβρίσκω», εγώ στο «ξαναβρίσκω» όπως καταλάβατε είδα την πρόθεση ενός προγράμματος ζωής. Κάθε φορά που θα το θέλω, οι ελληνικές μου σπουδές θα μου επιτρέπουν να κάνω ένα διάλειμμα στην ενίδωνη ζωή μου, να κάνω ένα διάλειμμα και να ξαναβρίσκω το πνεύμα μου σαν πριν ασκητικό. Απόδειξη αυτή την ώρα που κάνω τη δήλωσή μου. Αυτή είναι η απόδειξη. Σας δείχνω την αφοβία μου και το ότι πράγματι έχω διαλείμματα που οι λάγνες του αίματός μου ορμές κατακάθονται μάς περιπτώσει και μπορώ και σας μιλάω και σας λέω αυτά που σας λέω. Και μάλιστα από ό,τι καταλαβαίνω, καθώς με προσέχεται λέει ο Μυρτίας, καθώς τα λέω, βλέπω και έναν ο οποίος εδώ τα μεταγράφει, άρα κάτι λέω, κάτι σας αφορά από αυτά που λέω. Έτσι το σκέφτομαι, το ξαναβρίσκω. Τώρα, η αντίθεση με το θα δώσω το σώμα μου και θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου, δεν είχα σκεφτεί να τα αντιθέσω. Καλά κάνεις πολύ να και μου τα λες. Αλλά το θα δώσω το πνεύμα μου, το θα δώσω το σώμα μου, αναφέρεται σε στιγμιές. Δηλαδή σε αυθεντικές, ιερές, ανεπανάληπτε στιγμές. Το θα ξαναβρίσκω, τώρα που μου το λες το σκέφτομαι, δεν το είχα σκεφτεί, ίσως είναι μια διαδικασία που θέλει και μια προετοιμασία άλλη. Εκτός δηλαδή από την προγραμματική πρόθεση, κάθε φορά που θα συμβαίνει αυτό, εγώ θα ξαναβρίσκω. Αυτό είναι το ένα, αυτό είναι το σίγουρο, είναι το βέβαιο. Το άλλο τώρα, θα δώσω το σώμα μου, θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου, μια αντίθεση δηλαδή μεταξύ σώματος και πνεύματος, όπου το πνεύμα είναι σε μέλλοντα διαρκή και το σώμα σε μέλλοντα στιγμιέων. Δεν το είχα σκεφτεί, καλά κάνεις και το λες και θέλει μια σκέψη. Η πρώτη μου αντίδραση είναι αυτή που σου είπα. Να συμπληρώσω κάτι, μια ερώτηση στις κύριες τα Μπακάκια. Αυτή η λέξη ασκητικό, πρέπει να την εννοήσουμε γενικά ως μια ζωή λιτότητας, αυτοσυγκράτησης, αποχείς από τα πάθη και λοιπά ή μπορούμε να τη συνδέσουμε πιο συγκεκριμένα με τον χριστιανικό ασκητισμό, με το κίνημα του χριστιανικού ασκητισμού. Τέθηκε το ερώτημα. Δεν νομίζω εγώ πως είναι τέτοιο θέμα και για τον λόγο που είπα ότι ο ασκητισμός δεν είναι ακόμη κίνημα. Το κίνημα γίνεται στο τέλος του τέταρτου αιώνα, αρχές του πέμπτου αιώνα, τέλος τέταρτου, δεν είναι δηλαδή. Και έπειτα μιλάμε για την Αλεξάνδρια, επιμένει ο Καβάφης εντέλει για να μη λέμε πλέον ο αντιγραφέας και τα λοιπά. Ο Καβάφης επιμένει στην Αλεξάνδρια. Θα μπορούσε να το βάλει στην Κωνσταντινούπολη, επί Αυγούστου Κώσταντος και Αυγούστου Κωνσταντιού. Θα μπορούσε να το βάλει στη Συρία, όπου ήταν η παρτίδα του, δηλαδή όπου και να το βάζετε το πρόβλημα θα υπήρχε. Αλλά για να το βάλει στην Αλεξάνδρια εκείνο νομίζω που κυρίως βαραίνει είναι ο χαρακτήρας της Αλεξάνδριας, ο οποίος δεν είναι βέβαια μόνο σε αυτό το πήμα, είναι σε όλα τα Καβάφη κάποιοι. Και γι' αυτό θεωρώ ότι ο χαρακτήρας της Αλεξάνδριας δεν είναι ο ασκητικός παράγον που τον καθορίζει, αλλά είναι αυτό το ανάμεσα. Άρα η λέξη ασκητικό εκεί καταλήψει. Δεν έχει σχέση με το μοναχισμό. Κατά τη δική μου εκτίμηση δεν έχει σχέση με το μοναχισμό. Εξάλλου, σε ένα πήμα, αν το ξαναδιαβάσω αυτό, να σκεφτώ ότι το ασκητικό δεν είναι μόνο μια αποχή από τις λάγνες του αίματος ορμές και ότι είναι μοναχισμός, θα πήγαινε λίγο πολύ για τον Μυρτία. Ο Μυρτίας δεν του περνάει από το μυαλό, δηλαδή αυτά που λέει, δεν του περνάει από το μυαλό, ούτε ο πειρασμός που θα ήταν η αντίδραση ενός χριστιανού, ούτε το όπλο στάσιο του χριστιανισμού, δηλαδή να κάνει προσευχή, να πάει να εξομολογηθεί. Δεν του περνάει από το μυαλό τέτοιο. Πολλοί περισσότερο, λοιπόν, νομίζω, πες, δεν του περνάει από το μυαλό να πάει στην έρημο να μονάσει. Δεν νομίζω. Άλλη ερώτηση, παρατήρηση. Παρακαλώ. Ναι, γεια σας. Νίκος Χαλαγκάσερ ομάζομαι. Είχα τη χαρά να έχω εδώ Χρήστο Παπάζογλου, καθηγητή στο Παρίσι. Και τον ευχαριστώ και για τη σημερινή ομιλία. Μου θύμισε πολλά που είχα ακούσει τότε. Μια μικρή παρατήρηση που προκύπτει από την πολύ ωραία σκηνοθεσία που μας παρουσιάσατε για τις φωνές που μπαίνουν στο ποίημα. Και σκέφτηκα, όταν μετά απαντήσατε στην κυρία ιατρού, ότι είπατε τα επικίνδυνα πράγματα και σκέφτηκα μήπως ήταν τα επικίνδυνα λόγια. Το σκέφτηκα ενώ άκουγα την ανάλυσή σας. Μήπως, δηλαδή, ο σχολιασμός του τίτλου αφορά το παράθεμα, τα λόγια μέσα στα εισαγωγικά, μήπως αυτά περιγράφονται ως επικίνδυνα λόγια. Νομίζω πως είπα, λόγια και πράξεις. Οι επικίνδυνες σκέψεις και πράξεις, οι επικίνδυνα λόγια και πράξεις. Οπωσδήποτε, ναι. Εκείνο που κρίνει ο σχολιαστής δεν είναι στο κρεβάτι του Μυρτία, δεν ξέρει τι κάνει ο Μυρτίας, αυτά που λέει ο Μυρτίας ξέρει μόνο. Και αυτά κρίνει. Άρα, βέβαια, τη δήλωση. Αλλά λέει, αν αυτή η δήλωση γίνει πράξη, τότε τα πράγματα αρχίζουν και δυσκολεύουν. Αυτό είναι τα επικίνδυνα. Γιατί αν ήταν μόνο λόγια, τώρα ξέρετε πόσος κόσμος μιλάει για τις λάγνες του αίματ, όπου λέει ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρόν καλάθι. Εδώ πρόκειται για ένα πρόβλημα, έτσι θα ήθελα να το δούμε. Εξάλλου, νομίζω πως αυτή είναι και η καβαφική πρόθεση. Να το δούμε σαν πρόβλημα διαχρονικό. Το πρόβλημα, προσέχτε να δείτε, ο ελληνισμός ως πλέον ανεξάρτητο κράτος. Και όχι ως ελληνισμός του 4ου αιώνα ή του Μεσαίωνα ή της Αρχίας Αθήνας, ως πρόβλημα του ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Οι Έλληνες πλέον ως πολίτες εμείς του ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Δεν έχουμε λύσει σήμερα τις διαφορές μας ανάμεσα στον Παρθενώνα και στην Αγιά Σοφιά. Δεν τις έχουμε λύσει. Εδώ υπάρχουν, όπως θα δούμε καθοδόν κατά τη διάρκεια των ομιλιών αυτών, άνθρωποι πολύ σοβαροί μεγάλης εκτιμήσεως, οι οποίοι θεωρούν ότι αυτός ο διχασμός ανάμεσα στον χριστιανισμό και τον ελληνισμό, ανάμεσα στον Παρθενώνα και στην Αγιά Σοφία, μας στέρησε από τη σκέψη μας. Δηλαδή το ερώτημα που τίθεται και του οποίου σήμερα βάλαμε μια βάση για να ξεκινήσουμε από κάτι που διαχρονικά ο Καβάφης έθεσε, δεν είναι ένα απλό πρόβλημα. Θεωρώ και γι' αυτό κιόλας θεώρησα ότι είναι μια καλή ευκαιρία με την επέτειο του θανάτου, του βιολογικού του θανάτου και της γεννήσεώς του να μιλήσουμε γι' αυτό γιατί είναι ένα θέμα που τουλάχιστον τους ελληνόφωνους χριστιανούς εμάς μας απασχολεί πολύ περισσότερο από ότι ενδεχομένως έναν Εγκλέζο, έναν Ιταλό, έναν Γάλο. Και εκείνους τους απασχολεί, εξάλλου θα έχουμε την ευκαιρία σε μια από αυτές τις ομίλες να σας δείξω πώς το σκέφτεται ένας Γάλος αυτό το θέμα. Ήταν περιθώριο για μία-δύο ρωτήσεις ακόμα. Κυρία Λακαφώση. Σας ευχαριστώ και εγώ για την τόσο γοητευτική και τόσο πλούσια παρουσία σας. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ύστερα από όλες αυτές τις απαντήσεις σας έχω τον εξής προβληματισμό. Θεωρία και μελέτη εννοούμε τη μελέτη των ελληνικών. Της ελληνικές σπουδές. Της ελληνικές σπουδές. Ασκητικό βίο, ασκητικό πνεύμα. Δεν εννοούμε το ασκητικό, αλλά εννοούμε το καθαρό, το αγνό. Την αποχή από τα πάθη. Την αποχή από τα πάθη. Πώς μπορούμε να το συνδέσουμε όμως αυτό με το χριστιανισμό. Μιλάμε για τον Μυρτία τώρα. Δηλαδή ο Μυρτίας ήρθε στην Αλεξάνδρια, σπούδαζε ελληνικά και πήρε αυτή τη στάση ζωής. Δεν μπορώ να δω στα λόγια του, εάν δεν θεωρήσουμε το ασκητικό ως ασκητικό, όπως ρώτησε ο κ. Βουλάκης, δεν μπορώ να βρω το χριστιανίζον μέρος του. Πού να το εντοπίσουμε. Να το εντοπίσουμε στο γεγονός ότι φοβάται. Γιατί φοβάται. Λέει εγώ δεν θα φοβούμαι. Αλλά προσέξτε να δείτε. Το γεγονός που λέει εγώ δεν φοβάμαι, σημαίνει ότι υπάρχει κάτι που ενδέχεται να τον φοβίζει. Σωστά. Αλλά γιατί ως χριστιανό και όχι ως ελληνιστή, έλληνα, ελληνίζοντα. Γιατί ζει σε μια πόλη όπου γύρω του υπάρχουν αυτοί οι φανατικοί, ήδη φανατικοί. Στην Αλεξάνδρια ο χριστιανισμός έχει ένα φανατισμό πριν φτάσει στο θεοδόσιο. Δηλαδή πριν φτάσει στην εξουσία. Είναι ένας φανατισμός του περίγυρου και εναντί των εθνικών. Παράδειγμα ότι έφτασαν να σκοτώνουν κόσμο. Αλλά και μεταξύ τους με τους Αριανούς, η Ορθόδοξη του συμβόλου της πίστεως και της Ορθοδοξίας. Ο Μυρτίας ζει σε αυτό το περιβάλλον. Και σε αυτό το περιβάλλον υπάρχουν οι άνθρωποι, οι οποίοι όταν ακούνε αυτά που λέει, κουμπώνονται. Τι είναι αυτός που ήρθε εδώ πέρα. Φανταστείτε έναν χριστιανό σήμερα. Πάρετε έναν χριστιανό, όχι της ζωής ή κάποιας εκκλησιαστικής. Έναν χριστιανό που θα πάρει αυτό το ποίημα και θα διαβάσει, μπορεί να διαβάσει με δυνατή φωνή τις λάγνες του αίματος ορμές, ένας σημερινός χριστιανός. Μπορεί? Σας ρωτάω, ένας χριστιανός σημερινός και όχι της ζωής. Όχι της ζωής. Κάποιος εκκλησιαστικής ομάδας. Ένας απλός χριστιανός που νομίζει πως έχει μια σχέση με τον Θεό, με τον Χριστό, με την Παναγία. Ότι, εν πάση περιπτώσει, πιστεύει ότι κάτι βρίσκεται μια παρηγοριά εκεί. Δεν μπορεί να το διαβάσει με δυνατή φωνή αυτό. Γι' αυτό για μια στιγμή έχω την αίσθηση ότι σαν αντρέπεται να το ξανά επαναλάβει αυτός ο σχολιαστής αυτό. Με αυτή την έννοια. Βέβαια το ασκητικό από ό,τι κατάλαβα και δεν το είχα σκεφτεί μπορεί να έχει πολλές σημασίες. Εγώ έτσι όπως το αντιμετώπισα ήταν λάγνης του αίματος ορμές, ασκητικό. Επίσης το σαν πριν είναι ένα άλλο ερώτημα. Για το να πάει να μονάσει στην έρημο αυτό το αποκλείω. Αυτό θεωρώ ότι το αποκλείω. Τώρα ότι το ασκητικό είναι το καθαρό όπως λέτε το αγνό και τα λοιπά αυτό δεν μπορώ να το αποκλείσω αλλά μέσα στα συμφραζόμενα δεν μπορώ να το δω και όλα. Απλώς σκεφτόμουν πώς θα το συνδυάσουμε το δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη. Το περιεχόμενο αυτής της θεωρίας και της μελέτης. Η θεωρία και η μελέτη είναι ελληνικές σπουδές. Ελληνικές σπουδές σημαίνει έντονη στιγμή κοινωνική ή προσωπική χαραγμένη στη μνήμη. Είτε είναι ερωτική είτε όπως θα δούμε είναι στην τρίτη διάλεξη το κοινό βίωμα του εκκλησίας. Είτε είναι λοιπόν προσωπική είτε είναι κοινωνική έντονα χαραγμένη στη μνήμη στιγμή μιας ζωής. Τόσο έντονα που όταν ξανάρχεται αυτή η στιγμή στο μυαλό μας στη φαντασία μας την ξαναζούμε. Δεν λέμε τι ωραία που ήταν τότε δεν είναι δηλαδή νοσταλγία. Δεν είναι κάτι που λέμε να το ξαναζούσα. Το ξαναζείς. Είναι τόσο έντονα χαραγμένη που σε πιάνει ένα ρήγος όταν το σκέφτεσαι. Είναι σαν να το ξαναζείς. Με αυτήν την έννοια λοιπόν. Μνήμη δηλαδή στιγμή έντονα χαραγμένη η οποία κάποια στιγμή ξαναπερνάει μέσα από τη μνήμη και μέσα από τη μνήμη επειδή είναι έντονα χαραγμένη μπορεί και γίνεται έργο τέχνης. Δηλαδή κοινωνικοποιείται. Με αυτήν την έννοια το λέω. Τώρα από ό,τι καταλαβαίνω πρέπει να ξαναδιαβάσω να ξαναδω το ασκητικό. Αυτό που ρωτάει η κυρία Λακαφώση, νομίζω λέει το εξής. Ο ελληνισμός του Μυρδία τεκμηριώνεται. Ο χριστιανισμός, γι' αυτό είπα ότι δεν και ο ίδιος πρέπει να σκέφτεται. Εγώ πιστεύω τεκμηριώνεται, το έχει ξανακάνει αυτό Μυρδίας. Αν το ασκητικό το θεωρείς ότι είναι η χριστιανική πλευρά, το έχει ξανακάνει. Σαν πριν, δεν η πρώτη φορά. Το έχει ξανακάνει. Λάθος, δεν δηλώνει ο παρουσιαστής του ότι επηρεάζεται από τον περίγυρό του. Έλκεται. Και ο ίδιος, εγώ σας είπα ότι για να έχει πάει για σπουδές στην Αλεξάνδρια, οι χριστιανοί δεν πάνε για σπουδές. Την εποχή αυτή, οι χριστιανοί, με εξέρεση τώρα 10-20-50 ανθρώπους, δηλαδή αυτή η μεγάλη ομάδα των πατέρων της Εκκλησίας, αλλά οι πατέρες της Εκκλησίας πώς είναι, 20-30, δεν ξέρω αν είναι περισσότερο. Να ρωτήσω κάτι, εγώ επιτρέπετε. Έχουμε στην αίθουσα τον Μανώλη Παποτσάκη, κορυφαίο γνώστη της Συριακής Γραμματείας Διεθνός. Θέλω, Μανώλη, συνήθιζαν Σύροι να πηγαίνουν την εποχή χριστιανοί στην Αλεξάνδρια αυτή την περίοδο. Για σπουδές. Για σπουδές. Πιο μετά. Δηλαδή την περίοδο που κοβητιάζουμε, όχι. Όταν λέτε πιο μετά πότε. Ίσως... Ίσως των... Ίσως των... αρχές έκτου αιών. Με αρχές έκτου αιών έχουνε κλείσει οι σπουδές. Με αρχές έκτου αιών έχουνε κλείσει οι σπουδές παντού. Έχουνε κλείσει οι σχολές της Έκκλησης Αιουστινιανός όλες τις σπουδές. Υπάρχει μια σχέση τέλος πάντων με... Συρόφων οι χριστιανοί δεν πηγαίνουν τότε. Αυτό είναι βέβαιο, οι χριστιανοί, γιατί να πάνε στην Ανεξάναι. Δεν πάνε για... Οι Έλληνες πάνε. Υπάρχει αυτό το γνωστό πήμα... της αντιπαραθέσεως του Πτωλεμαίου και του Σελευκίδη. Όπου ο Πτωλεμαίος λέει ότι αυτός είναι στην πόλη που έχει τα πάντα. Και ο άλλος είναι ένας τριφυλός τύπος ο οποίος δεν μας ενδιαφέρει. Και ότι το κύριο είναι αυτό, αυτό είναι Λαγίδης. Δηλαδή είναι ακόμη, δεν είναι ρωμαϊκή αυτοκρατορία ακόμη, είναι πτωλεμαίοι. Δηλαδή νωρίτερα. Δηλαδή στην Αλεξάνδρια. Η Αλεξάνδρια είναι ένα κέντρο στο οποίο όλοι οι ελληνίζοντες περάσαν από εκεί. Δεν νομίζω. Δηλαδή τι να πω, δεν ξέρω. Πάω στην περίοδο αυτή δεν πάνε, λες εσύ. Ναι, δεν θα το έλεγα. Μάλιστα. Λοιπόν, ελπίζω να σας... Η Κατερίνα θέλω να μας πει. Α, δεν είδα το χέρι σας. Η Κατερίνα Εικοστίου. Μόλις έβγαλε τώρα ένα βιβλίο με τα λογοτεχνική θεωρία το προσωπείο. Πώς εφαρμόζεται στα ποιήματα του ΚΑΒΑΕΣ. Εξαιρετικό. Νομίζω ότι δεν είναι ερώτηση ή ελπίζω ότι δεν είναι ερώτηση αυτό. Είναι να μας μιλήσεις. Είναι πρόσκληση. Μια άλλη φορά. Απόψη είναι δική σας, Βλαδιακή Παπά Ζούγλο. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ήταν έξοχο. Και μόνο που ξεσήκωσε τόσες απορίες αυτό δείχνει την επιτυχία. Ευχαριστούμε. Παρακαλώ. Ευχαριστώ εγώ πολύ. Λοιπόν, νομίζω ότι σας έχει ανοίξει επαρκώς η όρεξη για να είστε εδώ όλοι και περισσότεροι στις 16 Μαΐου. Το πίνακα αυτό, το πινακάκι αυτό είναι πολύ μικρούλι. Αλλά έχει πολύ συζήτηση πάνω εδώ. Λοιπόν, ευχαριστούμε τον κ. Παπά Ζούγλο και όλους εσάς. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ. |