: Τέτοιο που είναι το θέμα μας, πιστεύω ότι δεν θα πήχε και με καλύτερος τρόπος να ξεκινήσουμε, και ειδικά μετά από αυτήν την πολύ όμορφη εισαγωγή, με μια μαντινάδα, η οποία λέει λοιπόν, «Τα αθρόπωνους και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα αθροπονούς και ο λαός μας, τα σύνο Argh vault Οι γλωσσολόγοι ορίζουν ως διάλεκτο γλωσσικές ποικιλίες που μιλούν σε μεγάλη γεωγραφική έκταση ή έχουν σημαντική διαφοροποίηση από την κοινή ελληνική. Τέτοιου τύπου είναι τα κυπριακά ή τα ποντιακά. Ως ιδιώματα, πάλι, ορίζουμε μικρότερες έκτασης ποικιλίες, όπως τα δοδοδικανησιακά ή τα κυκλαδικά ιδιώματα. Κατά συνέπεια, και για τους σκοπούς της σημερινής μας παρουσίασης, θα ήταν αρκετά ασφαλές να ορίσουμε τα κριτικά ως διάλεκτο, η οποία μπορεί με τη σειρά της να έχει τοπικά ιδιώματα, όπως ανατολική, συζητική κρήτης, σφακίον, μεσαράς κ.ο.κ. Περνώντας σε κάποια από τα φωνητικά και φωνολογικά χαρτιστιστικά της διαλέκτου, και στο σημείο αυτό οφείλει να ομολογήσω ότι και εγώ κατά την έρεπνα για την παρουσίαση αυτή έμαθα πολλά πράγματα, είναι ιδιαίτερα χαρτιστιστική η ιδιαίτερη προφορά, ας πούμε, που έχουμε για τα κ και χ, ιδιαίτερα μπροστά από η και ε, π.χ. γράφουμε καινούργιο κινητό, αλλά πολύ συχνά θα ακούμε τσενούργιο κινητό, ή κατ' αντίστοιχο λέμε σερούντε, και το ακόμα πιο αστείο ίσως, εκεί που λένε όχου ή άχου, εμείς λέμε άσι και όφου. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο έμαθα λοιπόν κι εγώ ότι το κ όταν ακούγεται ως τσ λέγεται τστακισμός ως φαινόμενο. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο είναι συνηθισμένο το να σκληρένουν κλειστά σύμφωνα από στα κ, κ και τ στην αρχή των λέξεων, τα οποία ακούγονται αντίστοιχα μπ, γ και τ. Εδώ ουρασλογικά έχουμε δύο φαινόμενα, αφενός έχουμε την απορρήνωση, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο χάνεται το ν, τις προηγούμενες λέξεις, και έχουμε η χειροποίηση του πρώτου γράμματος που ακολουθεί, π.χ. γράφουμε δεν πάω, αλλά λέμε δεν πάω. Ή λέμε όλο τον κόσμο, δεν το προφέρουμε έτσι, λέμε τον κόσμο, ή αντίστοιχα λέμε στην Κρήτη, έτσι ακούγεται γ. Επίσης συνηθισμένο είναι το να αλλάζουμε το τ σε θ, έτσι και το ν σε δ μπροστά από η μύφωνο, συνήθως γ, π.χ. λέμε τα σπίθια, ή τα μάτια, η λεβεδιά, που βεβιάζω. Μπήκα πολλά τέτοια παραδείγματα, απλά εδώ σας έχω κάποια από τα έτσι πιο χαρακτηριστικά ίσως. Και παρατηρώντας πολλούς φίλους όταν μιλάνε τους τελευταίους μήνες με αφορμή το θέμα αυτό, παρατρίσα επίσης ότι πολλές φορές διαβάζουμε το λ ως γ. Λέμε οικοπεγιά οικέ ή τα μαγιάτζι, πήγε στις αγιές και ονομαζόμαστε στις αγιές. Αυτό είναι πιο συνθυστητική κρήτη. Πέραν αυτόν, η διάλεκτος έχει και πολλά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ας πούμε, η αποβολή ή η σήγαση, λένε οι γλωσσολόγοι, του ν στη γενική πληθυντικού. Λέμε, ας πούμε, είτε θα πω τον ανθρώπο, εδώ στη λέξη αυτή και τα δύο ν που υπάρχουν χάνονται. Η αλήθεια είναι ότι με έχουν εμμαλώσει που δεν το διαβάζω σωστά ο μικρότερος, αλλά είναι πιστότερος στη διάλεκτο, συνειδητοποιώ με τα χρόνια. Ή, αντίστοιχα, λέμε μήλα τον κοπελιό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εδωτική ή κάτι άλλο. Εξεκολουθεί να είναι γενική απλά το τρώμε. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο διατηρείται συχνά η συλλαβική αύξηση της αρχίας ελληνικής σε παρελθοντικούς χρόνους. Πείχει λέμε ήδοκα ή ύπερνα, εφτάξαμε, εκάματε κ.ο.κ. Επίσης, διατηρούμε το δορισμό ξι αντί του σίγμα της νοελληνικής στον μέλλοντα και τον αόριστο. Πείχει θα τραγουδίξω, εστέριοξα ή θέλω να απαντήσω. Και διατηρούμε επίσης και το γένος της αρχίας ελληνικής υπολογιστωριτώσεις, πείχει λέμε η κεφαλή ή η σέρα, το οποίο βγαίνει από το χείρ, ο λύχνος, ο όφης κ.ο.κ. Η επόμενη λογική ερώτηση που μπορεί κάποιος να κάνει είναι από πότε τα παρατηρούμε όλα αυτά. Στο σημείο αυτό λοιπόν οφείλει κάποιος να αναφέρει ότι μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα δεν έχουμε γραπτές πηγές που να μας δίνουν σαφή εικόνα του τι ακριβώς ο μιλτών στην Κρήτη. Ωστόσο από τότε και ιδιαίτερα μέσα στο 18ο αιώνα έχουμε μια σημαντική λογοτεχνική παραγωγή στην κριτική διάλεκτο, με σημαντικότερο ισοσέρκο τον ερωτόκριτο του Βιτζέτζου Κορνάρου, μέρος του οποίου ακούσαμε πριν λίγο, ο οποίος αποτελεί άλλωστε και ένα από τα κυριότερα έργα της κριτικής αναγέννησης, ένα διάστημα κατά το οποίο μάλιστα η υπόλοιπη Ελλάδα βρισκότανε υπό τον ειχομανική κυριαρχία. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο παρατηρεί κανείς ότι η διάλεκτος έχει επηρεαστεί σημαντικά και από τους κατά περιόδους κατακτητές που έχουν περάσει από τον τόπο αυτό, μεταξύ των οποίων Άραβες, Ενετοί και Τούρκοι. Εδώ επιχείρησα να μαζέψω κάποια παραδείγματα λέξεων που έχουμε δανειστεί, δάνεια και αντιδάνεια. Π.χ. όταν θέλουμε να πούμε «παω για ύπνο», λέμε «παναθέσω», το οποίο βγαίνει από το αρχαίο ελληνικό τίθυμι. Ή λέμε «θα του μινήσω», δεν είναι οτι του κάνω μίνηση, αλλά «θα τον ενημερώσω». Κατά το αυτό έχουμε επίσης αρκετές επηρέσεις από τα ιταλικά, λόγω των σχεδόν τεσσάρων αιών ενετοκρατίας. Π.χ. λέμε «μακριά και αλάργο», εννοούμε «μακριάνια ταυτολογία». Ή λέμε «σούχο να μαντάτο», εννοούμε «νέο», χρησιμοποιούμε και το αντίστοιχο «χαμπέρι» στα τατουρκικά. Λέμε «να μιλήσουμε ντρέτα», εννοούμε σωστά, ίσια, ευθέως. Και επίσης συνήθως είναι να λέμε και το βασιστήρι «φιλιότσο» που βγαίνει από το ιταλικό «φίλιο». Αρκετές λέξεις έχουμε δανειστεί και από τα τουρκικά, που είναι και η γλώσσα δασκαλίας μου. Ας πούμε το «άντε» είναι μια λέξη που έχουν δανειστεί περισσότερες βαλκανικές γλώσσες, ωστόσο στα κριτικά το έχουμε και σε ρήμα. Λέμε «αντέστε» ή μετά τα χαρτιά ρωτάμε «τι καζάντια είχες», εννοούμε «τι κέρδισες» το οποίο βγαίνει από το ρήμα «καζανμάκ» αόριστος του «καζανντή». Λέμε το «καλτερίμι» η στράτα, έχουμε στο βάμμο το χωριό μου, το οποίο βγαίνει από το τουρκικό «καλτρυμ» το οποίο σημαίνει και «πεζοδρόμιο» στα τουρκικά. Ή κάποιος ο οποίος ασχολείται πολύ με ένα αντικείμενο το «χυμεράκι έγγυνα» είναι «μερακλυς» στα τουρκικά. Και τέλος λέμε μην είμαι πολύ απασχολής γιατί έχω «μουστερή» πελάτη. Αυτά είναι μόλις κάποια από αυτά. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν δεν είναι και λίγες σημαντινάδες που έχουν γραφτεί για κάποιο σεβδά. Λέξη που βγαίνει από το τουρκικό ρήμα «σεβμέκ» που σημαίνει «αγαπώ». Εδώ σας έχω κάποιες από αυτές. Λέει μια «πάντα καθίζω σας εδώ για δεν μπορώ να στέκω, φως με το γιαγγυλίκι σου και πώς θα το παλέψω». Το «γιαγγυλίκι» είναι η φωτιά. Εννοούμε το ψυχικό πάθος που βγαίνει από τη λέξη «γιαγγν» η φωτιά. Μια άλλη λοιπόν που συνάντησα κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου για το δακτωρικό λέει «μα εκείνοι οι ιδιότερες είναι καλοί, είναι και πολεμάρχοι, δεν σαϊντίζουνε ζωή και κάμουνε σαδράκι». Το «σαϊντίζουνε» βγαίνει από το «σαυμάκ» που σημαίνει «υπολογίζω». Βγάζει το γιαγγυλίκκι του που είναι το γυλέκο, σαρντίζει το γιαρά του. «Σαρντίζει» είναι τη λίγη και η γιαρά η πληγή. «Χασάνι μου ποιος σου βάρε και ανακόψω την καρδιά του». Συνειδητοποίει λοιπόν κανείς βρίσκοντας και ιστορικό υλικό με αναφορές τέτοιες ότι και οι Τουρκοκρίτες μιλούσανε την διάλεκτο όσο καλά όσο και οι χριστιανοί συντοπίτες τους. Εδώ έχουμε κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες. Και στο πλήσιο αυτό να αναφέρουμε ότι η κριτική διάλεκτος σώζεται σήμερα όχι μόνο στα ορεινά της Κρήτης, στη ρίζα όπως λέμε, αλλά και μεταξύ των κριτικής καταγωγής Ελλήνων στα μεγαλυτεραστικά κέντρα της χώρας και σε κάποιο βαθμό και στους δεύτερους και τρίτης γενιάς ανταλλαχθέντες στα δυτικά παράλληλα της Μικράς Ασίας. Στο πλήσιο αυτό θα θέλα επίσης να μοιραστώ μια μαρτυρία μου. Σε μία από τις επισκέψεις στην περιοχή αυτή πριν από μερικά χρόνια είχα συναντήσει ένα χωριό τον Κικιτζέ πάνω από την Έφεσο. Ένα παππού με τη χαρακτηριστική του μουστάκα και τη φυσιολογία που μοιάζει σαν να έχει βγει από το χωριό. Ο οποίος επιχείρησε να μου μιλήσει στα κριτικά και μάλιστα με εντυπωσίασε πολύ ευχάριστα αλλά είχε τόσο βαριά απορφορά που δυσκολευόμουν πολύ πραγματικά να το παρακολουθήσω. Οπότε του λέω μήπως να το γυρίζουμε καλύτερα στα Τουρκικά για να συνανοηθούμε και γενικά οι λέξεις που σου βιούσε εκφράσεις ήταν τόσο παλιές που είχα την αίσθηση ότι μιλάει την διάλεκτο των αρχών του αιώνα. Οπότε παρατηρεί κανείς ή τέλος πάντων εμένα με έβαλες αυτή τη σκέψη ότι η διάλεκτος έχει ισοθεί σε κάποιο βαθμό σε μια πιο αγνή μορφή στην περιοχή εκείνη, αν και βέβαια θα ήταν πιο ασφαλές να μιλήσουμε για τη διαφορετική εξέλιξη, γιατί εκεί αντίστοιχα δέχτηκε περισσότερες επιρροίες από την Τουρκική και εδώ αντίστοιχα από την Κινή Λινική. Έχοντας πει αυτά λοιπόν τα πολλά ηλίγα για το παρελθόν και το παρόν της κριτικής διαλέκτου, θα ήθελα λίγο να δούμε ποια είναι η αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού συστήματος και των θεσμών ενάντια αυτής. Εδώ λοιπόν οφείλει κάποιος να σημειώσει το θεριοτικά το εκπαιδευτικό σύστημα προάγει την επικοινωνική χρήση της γλώσσας και ενθαρρύνει την εξηγείωση με γλωσσικές ποικιλίες, δηλαδή κατά τόπους διαλέκτους και ιδιώματα. Ωστόσο στην πράξη δεν είναι ακριβώς έτσι γιατί το σύστημα προσανατολίζει αυθυρά στην ορθή χρήση της κοινής νεοελληνικής, δηλαδή θεωρεί λάθη την χρήση διαφόρων λέξεων και εκφράσεων που παραπέμπουν σε ιδιαικτικές μορφές και είναι ελάχιστα δεκτική προς αυτές και στο πλαίσιο αυτό δεν είναι σπάνιο πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί και κοινωνικοί φορείς να την αντιμετωπίζουν ως ένδειξη ημιμάθειας ή ακόμη και αμορφωσιάς. Η δική μου λοιπόν θέση και πρόταση εναντί του τέντεξ αυτού είναι ότι αυτό πρέπει να αλλάξει γιατί η διάλεκτος είναι μέρος της αυτοτητάς μας και μάλιστα όχι μόνο αναπόσπαστο αλλά και ένα από τα πιο ζωντανά και αναγνωρίσιμα για τους μη κρίτες. Οπότε στο πλαίσιο αυτό η μη ρελπτική αυτή η στάση που υπάρχει εναντί της διαλέξου θα πρέπει να αντιστραφεί και αυτή να γίνει όχι μόνο ανεκτή αλλά και ορατή. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Μπορούν να γράφονται σε αυτήν τα πρακτικά των δημοτικών συμβουλίων. Ανακοινώσεις του δήμου ή ακόμη και πινακίδες. Ας πούμε εδώ στη θεωραφία γράφει νέο χωριό. Κανείς στην υπαρχία δεν νομίζω ότι το αναφέρει έτσι. Όλοι λέμε νέο χωριό. Οπότε ενδεχομένως θα ήταν πιο πιστό να το γράφουμε όντως έτσι. Ή λέμε ξέρω εγώ η τάδε εκδήλωση θα γίνει κάθε πρόσκληση εμπρός νερός. Εμείς λέμε στον πρόνιερο. Αντιλαμβάνουμε ότι τέτοιες πρακτικές μπορεί να ξενίζουν κοινωνίες και θεσμούς που έχουν συνθήσει σε πιο συγκεντρωτικά πρότυπα. Ωστόσο τέτοιες πρακτικές που ακολουθούν δηλαδή την γλώσσα έχουν ήδη θεωρηθεί σε χώρες του μουσικικού νότου όπως η Ιταλία, η Εσπανία, η Γαλλία και αλλού. Εδώ έχουμε κάποια από τα παραδείγματα αυτά, έτσι από την Κορσική, την Ιταλία, τη Σκωτία και τη Βρετάνη. Και περνώντας λοιπόν στο τι άλλο θα μπορούσε να γίνει ανεφορικά με τη διάλεκτο, πιστεύω ότι θα πρέπει να συμφωνήσουμε με δύο φορείς σε ένα ορισμένο τρόπο κωδικοποίησης της διαλέκτου. Δηλαδή να συμφωνήσουμε στο πώς ακριβώς θα την καταγράψουμε. Ας πούμε σε σχέση με τα παραδείγματα που είπαμε πριν. Θα λέμε στον κόσμο ή θα γράφουμε στον κόσμο με γκ. Θα λέμε ξέρω εγώ στο γήπεδο και θα γράφουμε γκ ή θα λέμε στον ζήπεδο ανάλογα το τοπικό ιδίωμα. Στο πρόσωπο αυτό θα πρέπει να ενθαρρυνθεί περισσότερο η μελέτη της και να δημιουργηθεί συμπληματικό υλικό για τα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας με πηγές στη διάλεκτο. Υπάρχει ένα τέτοιο παράδειγμα, ας πούμε στην Κύπρο, παράλληλα με τα βιβλία που έρχονται από την Ελλάδα, γιατί έχουμε τα ίδια, έχουν κάποια έξτρα εχειρίδια τα οποία έχουν πηγές τόσο πεζά όσο και λογοτεχνικά κείμενα στην τοπική κυπτιακή διάλεκτο, ας πούμε που το κ το γράφουν γκ και γκ γκ. Θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει κάτι αντίστοιχο, ούτως ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη εξηγείωση του μαθητή με την διάλεκτο και να αναστραφεί αυτή η μελετητική συμπεριφορά εναντί της. Προς την κατεύθυνση αυτή βοηθά επίσης σημαντικά η προσπάθεια αρκετών να καταγράψουν μέρος της προφορικής παράδοσης και του πλούτου της διαλέκτου τα τελευταία χρόνια, με λεξικά, λευκόματα, τοπικές εκδόσεις ακόμα και ανεκτοτολογικά. Εδώ έχουμε μερικά από αυτά, γλωσσάρι, παραμύθια ακόμα και στα ρίξα τα κριτικά, αυτό είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφήνω να ομολογήσω ότι γέλασα. Και ας πούμε το «Είναι τρελή αυτή η Ρωμαίη» έχει μεταφερθεί σε «Βαρονούσιδες που ακούνε, τούτοι είναι οι Ρωμαίοι». Ενημερωτικά σε πολλά κομμάτια έχει ας πούμε από κάτω ένα κουτάκι που εξηγεί τις λέξεις σε περίπτωση που δεν είναι κοινή γνώση των αναγνωστών. Κλείνοντας λοιπόν, οφείλω να γυρίσω πίσω στην αρχή, όπου είπαμε ότι σαν θέλει κανείς όλα τα μπορεί. Ακόμη λοιπόν και το να γράφει στη διάλεκτο, στο όνομα του να τη διδηρύσει και προωθήσει. Σας ευχαριστώ. |