Norma & Self. A relationship of conflict & assimilation | Maria Kariki | TEDxUniversityoftheAegean /

: Καλημέρα σας. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι σήμερα εδώ, κοντά σας, σε αυτή τη μεγάλη και σπουδαία γιορτή της γνώσης και της ανταλλαγής ιδεών και εμπειριών. Και είναι και μια πρόκληση για μένα να προσπαθήσω μαζί με εσάς να διερευνήσω και να ανακαλύψω ξανά αυτή τη στιγμή που βρίσκομαι σήμε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:TEDx UniversityoftheAegean
Μορφή:Video
Είδος:Μαρτυρίες/Συνεντεύξεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: TEDx UniversityoftheAegean 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=hSz-zb1UDkw&list=PLgnZtHGIfu7vgVKTueu0Jt0H0MnQW8qg7
Απομαγνητοφώνηση
: Καλημέρα σας. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι σήμερα εδώ, κοντά σας, σε αυτή τη μεγάλη και σπουδαία γιορτή της γνώσης και της ανταλλαγής ιδεών και εμπειριών. Και είναι και μια πρόκληση για μένα να προσπαθήσω μαζί με εσάς να διερευνήσω και να ανακαλύψω ξανά αυτή τη στιγμή που βρίσκομαι σήμερα εδώ, κοντά σας. Και είναι και μια πρόκληση για μένα να προσπαθήσω μαζί με εσάς να διερευνήσω και να ανακαλύψω ξανά μία έννοια τόσο πολυσύνθετη και πολυεπίπεδη όπως είναι η νόρμα. Και πιο συγκεκριμένα η κοινωνική νόρμα μαζί. Και πώς αυτή η έννοια, η υπερένεια συνδέεται με μία άλλη μεγάλη έννοια, τον εαυτό. Πριν ξεκινήσουμε όμως και καταλήξουμε σε έναν ορισμό για την κοινωνική νόρμα, θα ήθελα να θέσουμε ως αφετηρία κάποιες ερωτήσεις. Κάποιες ερωτήσεις πολύ σημαντικές που αν δεν τις έχουμε πει εμείς, ο καθένας από εμάς, σίγουρα θα τις έχουμε ακούσει από τους αγαπημένους μας ανθρώπους, τους γνωστούς μας, γιατί είναι μία φράση που την ακούμε συχνά και υποδηλώνει πόσο βαθιά μπορεί να μπει η κοινωνική νόρμα μέσα μας και να μας επηρέσει. Ποια είναι αυτή η ερώτηση? Τι θα πει ο κόσμος, τι θα πούν οι άλλοι, τι θα πούν οι σημαντικοί άλλοι για εμάς. Είναι μια αγωνία που μας διαπερνάει σε κάθε δύσκολη στιγμή στη ζωή μας. Τι θα πούν οι γονείς μου όταν το μάθουν, τι θα πούν ο σύντροφός μας, τα παιδιά μου όταν το μάθουν, η γειτονιά μου, ο καθηγητής μου, αν δεν περάσω σπανελλήνης πως θα τον απογοητεύσω άραγε. Τι θα πει λοιπόν ο κόσμος, μια αγωνία που μας διαπερνάει και δηλώνει ότι θέλουμε, μας επηρεάζει η γνώμη των άλλων που έχουν σημασία για εμάς. Προστά σε δυλήματα και σε συγκρούσεις που συναντάμε στη ζωή μας, μας βγαίνει πολύ αφθόρμητα τι πρέπει να κάνω, ποιο είναι το σωστό. Ακόμα και σε ένα γραφείο ψυχολόγου αν πάμε και προσπαθούμε να συζητήσουμε με τους ανθρώπους περισσότερο τα θέλω μας και τις ανάγκες μας ακούμε αυτές ερωτήσεις. Ναι, αλλά τι πρέπει να κάνω, ποιο είναι το σωστό, τι περιμένουν οι άλλοι από μένα. Και τι πρέπει να κάνω για να νιώσω αποδεκτός από τις ομάδες που με διαφέρουν. Απ' την άλλη βέβαια αναρωτιόμαστε και τις επιπτώσεις που θα έχουμε αν δεν κάνω αυτό που περιμένουν οι άλλοι από μένα. Άρα λοιπόν με βάση αυτές ερωτήσεις μπορούμε να προσδιορίσουμε σιγά σιγά τι είναι η νόρμα. Σαν λέξη καταρχήν σημαίνει κανόνας. Σημαίνει ένα πρότυπο, ένα παράδειγμα, ένα υπόδειγμα. Οι κοινωνικές νόρμες δεν είναι τίποτα παραπάνω από τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις που έχει μια κοινωνία από τα μέλη της για το πώς πρέπει να αντιδράσουμε, να αφερθούμε, να συμπεριφερθούμε σε μια κοινωνική περίσταση, σε έναν κοινωνικό ρόλο, σε κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση. Έτσι αμέσως αμέσως καταλαβαίνετε ότι δημιουργείται μια νοητή γραμμή που κάνει τον εξής διαχωρισμό. Από εδώ υπάρχουν οι αποδεκτές κοινωνικά συμπεριφορές και από εδώ οι μη αποδεκτές κοινωνικά συμπεριφορές. Κρατήστε το αυτό για να το σχολιάσουμε λίγο παρακάτω. Η νούρμη, σωστόσο, που μπορεί να είναι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι όταν κάποιος μας χαιρετήσει προσδοκάται, αναμένεται να το χαιρετήσουμε πίσω. Αν κάποιος έρθει να μας κάνει μια χειραψία, αναμένεται να την ανταποδώσουμε. Αν κάποιος από μας πάει για μια συνέντευξη, για μια θέση εργασίας που τον ενδιαφέρει, αναμένεται να μην πάμε με τις φόρμες ή με τις πιτζάμες, αναμένεται να φορέσουμε κάτι πιο τυπικό. Όλα αυτά είναι κοινωνικές νόρμες. Όπως καταλαβαίνετε, ωστόσο, δεν είναι πανωμοιότυπες όλες τις κοινωνίες. Οι κοινωνίες μεταξύ τους διαφοροποιούνται ως προς το περιεχόμενο της κοινωνικής νόρμας. Άλλες είναι περισσότερο αυστηρές, άλλες λιγότερο αυστηρές. Από πού επηρεάζεται όμως, εξαρτάται από τον πολιτισμό, από την εκάστοτε κοινωνική και ιστορική συγκυρία στην οποία βρίσκεται ο λαός, εξαρτάται από τα ήθη, έθιμα, τις παραδόσεις, τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα που κουβαλάει κάθε προηγούμενη γενιά. Εξαρτάται επίσης, όπως καταλαβαίνετε, από το κυρίαρχο θρησκευτικό ιδεόδες. Όλα αυτά επηρεάζουν το περιεχόμενο της κοινωνικής νόρμας που συναντάμε. Επίσης, οι κοινωνικές νόρμες δεν είναι άκαμπτες, αλλάζουν σε βάθος χρόνου. Παράδειγμα, στην ελληνική κοινωνία, αν και όχι μόνο, πριν από 50-60 χρόνια ήταν πολύ διαδεδομένη και γνωστή η φράση «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο». Τι σημαίνει άρα γι' αυτό, αν έχουμε ακούσματα, βιώματα από γιαγιάδες και προγιαγιάδες, ότι όπου υπήρχε μια διαφωνία εδώ οικογενειακά ή μια ανυπακοή, το ξύλο θεωρούνταν ένα κοινωνικά αποδεκτό μέσο για να ανουθετηθεί η σύντροφος, οι σύζυγους ή τα παιδιά. 50-60 χρόνια μετά, ευτυχώς, δεν είναι καθόλου κοινωνικά αποδεκτό, καθόλου κοινωνικά ανεκτό να σκούμε καμία μορφή βίας είτε σε άνθρωπο είτε σε ζώο. Και είναι και κάτι που ούτως ή άλλως έχει θεσμοθετηθεί νομικά. Παρόλο που, δυστυχώς, το κοινωνικό φαινόμενο της κακοποίησης μεταλήπης, το ομολογούμε, εξακολουθεί και υπάρχει. Άρα, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι η κοινωνική νόρμα είναι κάτι ζωντανό, αλλάζει από γενιά σε γενιά. Και πώς μεταδίδεται από τα γνωστά σε όλους μας μέσα κοινωνικοποίησης, μέσα από την οικογένεια καταρχήν, από το σχολείο, από τις ομάδες των συνομιλήκων, από την κοινότητα την ευρύτερη, από τις ομάδες στις οποίες μπαίνουμε μεγαλώνοντας, αλλά και από την γλώσσα μας, από τον επικοινωνιακό λόγο που χρησιμοποιούμε, περνάνε μηνύματα, κοινωνικές νόρμες περνάνε. Και, επίσης, από κάθε καθημερινή κοινωνική συναλλαγή που έχουμε. Ποια είναι όμως η λουτουργικότητά της, γιατί σαν κοινωνικό φαινόμενο υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Άρα, λοιπόν, κάποιο όφελος πρέπει να έχει κοινωνική νόρμα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι, όταν πρωτακούμε αυτή τη λέξη, μας δημιουργείται μια αρνητική εντύπωση. Είμαστε λίγο προκατειλημένοι αρνητικά απέναντι σε αυτή τη λέξη. Ας δούμε, όμως, μήπως υπάρχει και κάποια λειτουργικότητα, κάποια χρησιμότητα. Μπορούμε να σκεφτούμε δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι το ότι ο άνθρωπος, απ' τη στιγμή που γεννιέται, έχει να αντιμετωπίσει εκεί, έξω, μία κοινωνική πραγματικότητα. Τι είναι η κοινωνική πραγματικότητα, είναι οτιδήποτε συντελείται έξω από εμάς. Κάθε κοινωνική μας ελεπίδραση, κάθε κοινωνική σχέση, κάθε κοινωνικό δρώμενο που συντελείται και διαδραματίζεται γύρω μας είναι η κοινωνική πραγματικότητα. Ένα σύνολο από ιδεολογίες, αξίες, αρχές, νοήματα, ερμηνείες, σχέσεις, πρακτικές, που όπως καταλαβαίνετε, χρειαζόμαστε έναν μπούσουλα για να τις κατανοήσουμε. Διαφορετικά θα μας ήταν τόσο αχανές όλο αυτό. Ποιος είναι αυτός ο μπούσουλας, είναι οι κοινωνικές νόρμες. Στην ουσία μας εξυπηρετούν, είπα αυτή την έννοια. Το γεγονός ότι εγώ καταλαβαίνω ότι όταν κάποιος μου σηκώνει το χέρι, είναι καλό αυτό, θέλει να με χαιρετήσει. Αλλά όταν δω κάποιον να έχετε κατά πάνω με ένα μαχαίρι, δεν είναι καλό αυτό. Είναι αυτονόητο για εμάς τώρα, αλλά με έχουν βοηθήσει τα μηνύματα σε όλη μου τη διαδρομή, να τα διαχωρήσω αυτά, να τους αποδώσω ήδη κάποια νοήματα και ερμηνείες. Άρα λοιπόν χρειαζόμαστε την κοινωνική νόρμα. Καταρχήν για να αναγνωρίσουμε την κοινωνική πληροφορία εκεί έξω, να την αποκωδικοποιήσω, να την επεξεργαστώ. Χρειάζομαι να την κατηγοριοποιήσω. Είναι επικίνδυνη, είναι ευχάριστη εμπειρία. Έχω ανάγκη να τη λογίσω αυτό που βλέπω να γίνεται και έξω, στη συνέχεια να το ερμηνεύσω και να το αφομοιώσω. Και όταν αυτό γίνει για κάποιες άλφας συμπεριφορές, οποιαδήποτε επόμενη παρόμοια εμπειρία θα μπορώ και να την προβλέψω. Άρα αυτός είναι ο πρώτος λόγος που οικιοποιούμαστε από πολύ νωρίς, άσχετα αν μετά τη δρούμε ή όχι, αλλά από πολύ νωρίς οικιοποιούμαστε τις κοινωνικές νόρμες. Ο δεύτερος λόγος είναι η πολύ βαθιά ανθρώπινη ψυχική ανάγκη που έχει να κάνει με την αποδοχή. Έχουμε ανάγκη να νιώσουμε αποδεκτοί, έχουμε ανάγκη να νιώσουμε ότι μπορούμε να εισπράξουμε μια θετική κουβέντα από τους άλλους, ότι θα πάρουμε μια αναγνώριση, μια επιδοκιμασία, μια επιβράβευση. Έχω την ανάγκη να αισθανθώ ότι ανήκω κάπου, ότι υπάρχω μέσα σε κάποιες ομάδες και νιώθω άνετα, ταιριάζω με αυτές τις ομάδες, με αυτούς τους ανθρώπους. Άρα λοιπόν, να ένας δεύτερος λόγος που η νόρμα μας εξυπηρετεί. Όπως εμείς αν θέλουμε να πετύχουμε κάποιους προσωπικούς στόχους, την αξιοποιούμε επίσης την κοινωνική νόρμα. Άρα καταλαβαίνετε ότι είναι σημαντικό για τη διατήρηση της θετικής αυτο-εικόνας που έχουμε, της αυτοεκτίμησης μας, της αυτοπεποίθησης μας, όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τους άλλους ανθρώπους στη σχέση μας. Το σημαντικό είναι και αναρωτιόμαστε αν μπορεί, απαντώντας λίγο και στους επιφλακτικούς ανθρώπους απέναντι στην νόρμα, αν μπορεί άραγε ποτέ η κοινωνική νόρμα να γίνει επικίνδυνη. Η αλήθεια είναι ότι για να είμαστε ειλικρινείς, ναι, μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Πριν απ' αυτό όμως, πριν απαντήσουμε σε αυτό το πολύ σημαντικό ερώτημα, δεν είναι καθόλου εύκολο, όπως νομίζουν κάποιοι, να τις εντοπίσουμε έτσι απλά, να τις αποβάλουμε το σύστημά μας και να δηλώσουμε ότι είμαστε ο εαυτός μας. Δεν είναι μια τόσο απλουστευτική διαδικασία. Γιατί? Γιατί στην αρχή είναι η φωνή της μαμάς και του μπαμπά, που μας λένε μην το κάνεις αυτό, αυτό είναι κακό, αυτό είναι λάθος, πρόσηχε, κίνδυνος. Όλες αυτές οι φωνές εσωτερικοποιούνται. Γίνονται οι δικές μας φωνές. Δεν υπάρχει μαμά και ο μπαμπάς, η θεία, ο θεός, ο παππούς, η γιαγιά. Γίνονται εσωτερικές μας φωνές, γίνονται εσωτερικές επιταγές, που στη συνέχεια περνάνε στα κριτήρια που έχουμε μέσα μας και όπως καταλαβαίνετε τα κριτήρια που έχουμε εντός μας είναι το κέντρο μας, ο πυρήνας, με βάση τον οποίο λειτουργούμε στα πάντα. Στο ερώτημα, λοιπόν, αν είναι εύκολο ή όχι να προβλέψουμε, να εντοπίσουμε τις νόρμες, θα απαντούσαμε δεν είναι εύκολο, γιατί οι νόρμες δεν είναι πάντα προφανείς. Πού βρίσκονται? Βρίσκονται στα πρέπει μας, βρίσκονται στους ρόλους, στην ηθική που έχουμε διαμορφώσει, βρίσκονται στις ιδεολογίες που ασπαζόμαστε, στις αξιολογήσεις, στις συγκρίσεις που κάνουμε μεταξύ μας, στις επιλογές μας, στις αποφάσεις που παίρνουμε, στις αξίες που υιοθετούμε, βρίσκονται στις ανάγκες μας και εκεί αναρωτιόμαστε, θα το πούμε και λίγο αργότερα, είναι αμυγώς οι ανάγκες μας ή είναι λίγο κοινωνικά κατασκευασμένες ανάγκες. Βρίσκονται στις σκέψεις μας, στα συναισθήματά μας, στις συμπεριφορές μας, στις αντιλήψεις μας, στις πεπιθύσεις μας, στις στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που κουβαλάμε κι ας λέμε ότι δεν κουβαλάμε, στις τάσεις μας απέναντι στον εαυτό μας, στον ίδιο, στους άλλους και στον κόσμο γενικότερα εκεί έξω. Ωστόσο, παρόλο που είναι πολύ βαθιά ριζωμένες οι κοινωνικές νόρμες μέσα μας, είναι καλό να έχουμε και την υπενθύμηση ότι μπορούν να γίνουν επικίνδυνες. Γίνονται επικίνδυνες όταν, όπως σε πολλά πράγματα, επικρατεί ο φανατισμός, η απολυτότητα, ο δογοματισμός, μία φορεστική στάση. Γίνονται επικίνδυνες οι κοινωνικές νόρμες όταν με αυταρχισμό και με μία καυστική κριτική θέλουμε να επιβάλλουμε τις νόρμες στους άλλους ανθρώπους, που ίσως για τους δικούς τους προσωπικούς λόγους δεν θέλουν να τις ακολουθήσουν, δεν θέλουν να τις υιοθετήσουν. Όταν απουσιάζει παιδεία ή κριτική σκέψη, όταν απουσιάζει αμφισβήτηση, τότε ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας, που εισπράττει αυτή την επιβλητική στάση από μας και την κριτική στάση από μας, νιώθει μόνος, φοβισμένος, νιώθει ότι είναι ο παράξενος, νιώθει ότι είναι ο ιδιότροπος, νιώθει άγχος, νιώθει περιθωριοποιμένος, νιώθει στιγματισμένος, αιτικετοποιημένος. Όταν έχουμε καταφέρει σε αυτόν τον άνθρωπο απέναντί μας να του δημιουργήσουμε ενοχή και ντροπή για αυτό που δεν είναι ή που δεν θέλει να κάνει, όταν του έχουμε δημιουργήσει συμπλέγματα κατωτερότητας, όταν του έχουμε πλήξει την αυτοεκτίμησή του, τον αυτοσεβασμό του και την αίσθηση της αυτοαξίας του, τότε ναι, κοινωνική νόρμα δυστυχώς γίνεται μια μορφή άσκησης κοινωνικής εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου. Γίνεται μια κατάχρεση λοιπόν της κοινωνικής νόρμας, ασκούμε πίεση, καταπιέζουμε τον άλλο άνθρωπο. Δεν σεβόμαστε τη μοναδικότητα με αυτόν τον τρόπο, τη διαφορετικότητα, δεν σεβόμαστε την αντισυμβατικότητα, την εκεντρικότητα, το κοινωνικά αποκλίνον. Όταν λοιπόν κάνουμε έναν άνθρωπο να αισθανθεί όλα αυτά που σας περιέγραψα, τότε είμαστε κακοί φορείς της κοινωνικής νόρμας, είμαστε καταπιεστές. Υπό αυτό το πρίσμα δημιουργείται έτσι και μια δυστική συλλογιστική. Δηλαδή τι? Η λογική άσπρο-μαύρο. Ότι είναι σωστό για μας, είναι καλό. Το θέλουμε, το πιβραβεύουμε. Ότι αποκλίνει από αυτό, το λέμε λάθος. Το βαφτίζουμε λάθος. Ότι είναι φυσιολογικό, σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, πάρα πολύ καλά. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι φυσιολογικό, δεν είναι κακό. Το βαφτίζουμε παθολογικό. Σε μια ιδεατή κοινωνία θα ήταν ωραίο να μπορούσε και το δικό μου και το δικό σου και το δικό του να είναι εξίσου, ισότιμα κοινωνικά αποδεκτό. Προχωρώντας σιγά-σιγά, θα ήθελα να αγγίξουμε μια άλλη έννοια, μια άλλη υπερένεια όπως είπαμε στην αρχή, που είναι ο εαυτός. Ο εαυτός δεν είναι εύκολο να δώσουμε ένα συμπαγή και καθολικά αποδεκτό ορισμό, γιατί όπως καταλαβαίνει υπάρχουν πάρα πολλές προσεγγίσεις. Ωστόσο υπάρχουν κάποια κοινά παραδεκτά σημεία. Που είναι ποια? Ο εαυτός μας είναι μια άλλη οντότητα που χαρακτηρίζεται από ελεύθερη βούληση, χαρακτηρίζεται από κριτική ικανότητα, από μια συνειδητότητα, από τη δυνατότητα αναστοχασμού, από τη δυνατότητα να αυτοπαρατηρούμαστε. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζωντανό όν που έχει αυτό το προνόμιο, αυτό το πλεονέκτημα. Μπορούμε να βγούμε έξω από τον εαυτό μας και να τον παρατηρήσουμε, να τον αξιολογήσουμε. Είμαστε δηλαδή ταυτόχρονα και το δρόνι υποκείμενο και ο αξιολογητής, ο παρατηρετής του εαυτού μας. Μπορούμε να τον κρίνουμε, να τον περτιώσουμε, να τον καταδικάσουμε, να τον κάνουμε να αισθανθεί περηφάνεια για αυτό που είναι, να τον κάνουμε να αισθανθεί ντροπή. Αυτό είναι ένα σημαντικό προνόμιο. Η πρώτη ερώτηση που μας έχετε στο μυαλό όταν ακούμε τη λέξη αυτός, είναι μια ερώτηση που την κουβαλάμε σ' όλοι μας σχεδόν τη ζωή και είναι καλό αυτό γιατί σημαίνει ότι αναζητάμε συνεχώς και επιδιώκουμε την αυτοβελτίωση και την αυτοπραγμάτοσή μας. Η ερώτηση είναι ποιος είμαι. Ποιος είμαι. Αν όμως βάλουμε σ' αυτή την ερώτηση ως παρανομαστή την κοινωνική νόρμα, θα αλλάξουμε λίγο την ερώτηση και θα την κάνουμε ως εξής. Κατά πόσο είμαι εγώ, η αυθεντική έκφραση του εαυτού μου και κατά πόσο είμαι οι άλλοι. Κατά πόσο είμαι αυτό που με έχουν κάνει οι άλλοι να γίνω. Κατά πόσο είμαι οι προβολές τους, τα αποθυμένα τους, οι δικές τους αξίες, οι δικοί τους φόβοι, οι δικές τους αγωνίες, οι δικές τους προτεραιότητες. Άρα λοιπόν βλέπετε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που λίγο μας ταρακουνάει. Είμαι τελικά αυτό που έχω γίνει, που θέλω να γίνω, είμαι αυτό που εν δυνάμη θα μπορούσα να γίνω. Ποιος είμαι. Αμέσως, αμέσως μας δημιουργείται μια διαπίστοση ότι είμαστε μια δυσυπόστατη φύση. Από τη μία μεριά έχουμε την ατομική μας ταυτότητα και από την άλλη την κοινωνική μας ταυτότητα. Η ατομική μας ταυτότητα είναι τα ψυχικά μας χαρακτηριστικά, οι ψυχικές μας προδιαθέσεις, η διοσυγκρασία μας. Αυτό που μας κάνει όλους μοναδικούς. Από την άλλη κοινωνική μας ταυτότητα είναι όλα αυτά που έχουμε πει μέχρι στιγμής. Είναι οι σχέσεις μας, είναι οι ρόλοι μας, είναι η ηθική μας, είναι οι αξίες, είναι οι νόρμες μας, είναι οι ομάδες αναφορές μας. Αυτές λοιπόν οι δύο ταυτότητες βρίσκονται συνεχώς σε μία κινητική δυναμική αλληλεπίδραση. Το ένα επηρεάζει το άλλο και πάλι από την αρχή. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε κάθε φορά τι είναι επικρατέστερο, αλλά ωστόσο είναι σημαντικό να παιδημίζουμε στον εαυτό μας ότι είμαστε αυτές οι δύο ταυτότητες κυρίως και όχι μόνο, γιατί υπάρχουν και άλλες συλλογικές ταυτότητες. Ωστόσο αυτές οι δύο ταυτότητες άλλοτε βρίσκονται σε μία σύγκρουση και άλλοτε σε μία συγχώνες, άλλοτε σε μία ισορροπία. Και ξανά πάλι από την αρχή. Ο εαυτός μας, όπως καταλαβαίνετε σε αυτό το σημείο, τελικά μάλλον είναι ένα προϊόν κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Γιατί από τη στιγμή που γεννιόμαστε, είμαστε μέσα σε σχέσεις. Κάποιος μας πρωτοπαίνει αγκαλιά, κάποιος μας θυλάζει, μεγαλώνουμε οι πρώτες μας λέξεις, οι πρώτες μας εμπειρίες, όλα όσα γινόμαστε βρίσκονται μέσα σε ένα πλέγμα σχέσεων. Δεν μπορούμε λένε οι θεωρητικοί να διαμορφώσουμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να γίνουμε το μάξιμο από το δυνατοτήτω μας έξω από το κοινωνικό πλαίσιο. Η δημιουργία του εαυτού δεν γίνεται εκ του μηδενός, γιατί όπως καταλαβαίνετε παρακολουθώντας αυτό το συλλογισμό, οι νόρμες υπάρχουν πριν από μας, προϋπάρχουν, μας υπερβαίνουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε παθητικοί δέκτες, έτσι, γιατί όταν εαυτός θα διαμορφωθεί, μπορεί να γυρίσει πίσω στην κοινωνία και να την τροποποιήσει με το δικό του τρόπο, με τη δράση του, με τη στάση του, με την κοσμοθεωρία του, με την καινούργια του ιδεολογία που θα διαμορφώσει απέναντι στον κόσμο, τον εαυτό του και τους άλλους. Άρα βλέπετε πώς το ένα εξεκολουθεί και επηρεάζει το άλλο. Και γι' αυτό άλλωστε και οι νόρμες, όπως είπαμε, από γενιά σε γενιά αλλάζουν. Αλλά η σκητάλη που παίρνουμε, ο κόσμος αυτός του νοήματος, είναι ήδη δομημένος, ήδη προεμινερμηνευμένος. Όπως λέει και ο Φουκώ, για να μπορέσουμε λίγο να δούμε αυτή τη σχέση πιο βαθιά ανάμεσα στον εαυτό και την κοινωνία, που στην ουσία είναι οι κοινωνικές νόρμες, δεν μπορούμε να πούμε από τη μία, γιατί θα ήταν άδικο να πούμε ότι αυτό που είμαστε είναι ένα στεγνό αποτέλεσμα της νόρμας. Δεν μπορούμε να το πούμε. Απ' την άλλη όμως δεν μπορούμε να πούμε και ότι ο άνθρωπος μπορεί παντελώς να αγνοήσει τη νόρμα. Ούτε αυτό μπορούμε να το πούμε. Τι γίνεται λοιπόν, τι μπορεί να σκεφτούμε παρακάτω για να πλησιάσουμε στην πιο αυθεντική έκφραση του εαυτού μας. Και πράγματι κάποια στιγμή στη ζωή μας να αποτινάξουμε ότι δεν μας ταιριάζει πια, ότι δεν θέλουμε πια να κουβαλάμε. Άρα λοιπόν ξαναλλάζουμε την ερώτηση και την κάνουμε ως εξής. Ποιος επιλέγω τελικά να είμαι? Ποιος επιλέγετε να είστε πιο συνειδητά, πιο συμμετοχικά, πιο ενεργά, να έχετε πλήρη επίγνωση αυτού που είστε. Αυτό που είμαι μου αρέσει. Αυτό που λέω, γιατί το είπα τώρα, αυτό που κάνω, γιατί το κάνω, το θέλω πραγματικά. Αυτό που δεν θέλω να κάνω, όντως δεν θέλω να το κάνω, είναι πείσμα, αντίδραση. Ο μόνος δρόμος και ο μόνος τρόπος για να το καταφέρουμε αυτό είναι μέσω μιας γνωστικής διαργασίας που λέγεται αναστοχασμός. Ο αναστοχασμός είναι ένας εσωτερικός διάλογος που κάνουμε και έχει μια σπουδαία κριτική ικανότητα, λοιπόν, το μυαλό μας να μπορεί να αναθεωρεί, να μπορεί να ξανασκεφτεί, να γυρίσει πίσω στη διαδρομή του εαυτός και να πει, αυτό το απέκτησα έτσι, δεν το θέλω πια, δεν είμαι οφελή, αντί να μου χρησιμεύει με βαρένει. Άρα, λοιπόν, μπορώ μέσα από τον αναστοχασμό, που είναι μια γνωστική επανάσταση στην ουσία, μια γνωστική διαμαρτυρία, πρώτα απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό και μετά σε όλους τους άλλους, μπορώ λοιπόν να αναθεωρήσω, να αναδιαμορφώσω, να ανακατασκευάσω τον εαυτό μου, να αμφισβητήσω, μπορώ να αφυπνιστώ. Με όλα αυτά μπορώ να αλλάξω το νόημα που είχα μέχρι στιγμής μέσα μου, αλλά και απέναντι στον κόσμο, να δώσω νέα νόηματα, άρα και να δώσω νέες ερμηνείες. Όταν θα γίνει αυτό το κλικ θα μπορώ να είμαι φορέας μιας αλλαγής, καταρχήν εγώ ο ίδιος. Άρα λοιπόν καταλαβαίνετε ότι είναι πολύ σημαντικό να επενθυμίζουμε στη διαδρομή της ζωής μας την επιλογή που έχουμε κάθε φορά. Γιατί σημαίνει ότι έχουμε και το δικαίωμα και την ελευθερία, αλλά και την ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας, να φτάσουμε στο σημείο που να είμαστε πραγματικά καλά και ικανοποιμένοι με τον εαυτό μας. Κλείνοντας σιγά σιγά σε αυτό το πολύ σημαντικό για μένα ερώτημα θα ήθελα να σας δείξω μία απάντηση που είχε δώσει κάποτε ένας από τους πατέρες της ψυχολογίας ο William James και ταιριάζει με τη συγκεκριμένη ερώτηση. Που είναι ποια? Στο ερώτημα ποιος επιλέγω να είμαι τελικά θα μπορούσαμε να πούμε το εξής. Ο αναζητητής του πιο αληθινού, του πιο δυνατού και του βαθύτερου εαυτού πρέπει να κάνει μια πολύ προσεκτική επανάληψη της λίστας του και να επιλέξει αυτόν τον εαυτό για τον οποίο στοιχηματίζει τη σωτηρία του. Παραφράζοντάς το αν μου επιτρέπετε θα έλεγα ότι όποιος από εμάς εδώ μέσα και όχι μόνο θα ήθελε να βρει έναν εαυτό για τον οποίο νιώθει τόσο σίγουρος, τόσο ικανοποιημένος, τόσο περήφανος θα τον προέτρεπα να επιλέξει εκείνη την πτυχή του εαυτού του για την οποία θα τολμούσε να στοιχηματίσει ακόμα και τη σωτηρία της ψυχής του. Άρα στο ερώτημα κλείνοντας fit in ή stand out θα μπορούσα ταπεινά και μόνο να πω απλά να είμαστε ο εαυτός μας. Σε κάθε περίσταση, σε κάθε συγκυρία, σε κάθε δίλημα να είμαστε απλά ο εαυτός μας. Τί πιο τολμηρό από αυτό άλλωστε. Να είμαστε η αλήθειά μας. Γιατί αν δεν την βρούμε εμείς, αργά ή γρήγορα φοβάμαι ότι θα μας βρει εκείνη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την προσευχή σας. Ευχαριστώ.