Ο Διονύσης Σαββόπουλος στη Λέσχη Ανάγνωσης του Καταστήματος Κράτησης Τρικάλων /

: Υπόσχεσαι, κύριέ μου, εγώ είμαι εδώ. Και εμείς χαιρόμαστε πάρα πολύ που σας έχουμε σήμερα μαζί μας. Είναι μεγάλη μας τιμή και χαρά. Θα ήθελα πριν ξεκινήσουμε να σας συστήσω κάποιους ανθρώπους οι οποίοι στηρίζουν αυτή τη δράση, η Λέση Ανάγνωσης του Καταστήμιου της Κράτης Τρικάλων. Πρόκειται για τον...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Kalambaka Library 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=sq54vKlgOAs&list=PLCfgdRAJLsJKyz9gMvyXmxtv9D4srLiYr
Απομαγνητοφώνηση
: Υπόσχεσαι, κύριέ μου, εγώ είμαι εδώ. Και εμείς χαιρόμαστε πάρα πολύ που σας έχουμε σήμερα μαζί μας. Είναι μεγάλη μας τιμή και χαρά. Θα ήθελα πριν ξεκινήσουμε να σας συστήσω κάποιους ανθρώπους οι οποίοι στηρίζουν αυτή τη δράση, η Λέση Ανάγνωσης του Καταστήμιου της Κράτης Τρικάλων. Πρόκειται για τον αντιπρόεδρο του Καταστήμιου της Κράτης Τρικάλων, τον Ιησού Χριστό. Η Διευθύντρια της Βιβλιοθήκης Καλαμπάκης, κ. Θεόκη Κατσιαμάνη. Φυσικά, κ. Στομάς Καχάμις, ο οποίος είναι Διευθυντής του Καταστήμιου της Κράτης. Η κ. Μαρία Μουτσάκη, Διευθύντρια του Σχολείου Δεύτερης Ετοικερίας. Καθώς και την κ. Μαρία Καλαμίδα από την Κοινωνική Υπερησία του Καταστήμιου της Κράτης Τρικάλων. Ευχαριστούμε πάρα πολύ, για ακόμη μια φορά. Είστε ένας σπουδαίος δημιουργός. Και είναι μεγάλη μας χαρά που βρίσκετε σήμερα μαζί μας. Θα δώσω τον λόγο στους πρωταγωνιστές αυτής της δράσης, την ομάδα της Λέσης Ανάγνωσης, που έχουν ετοιμάσει πολύ όμορφα πράγματα για εσάς σήμερα. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ για τα καλά σας. Θα κάνω ό,τι μπορώ. Το καταδύναμοι που λένε. Ρωτήστε, πείτε μου κάτι. Είναι ανάμεσα στα παιδιά και ο ανηψιστός μου? Εδώ είμαστε. Με συγχωρείτε, έχω να τον δω έναν χρόνο. Δεν κάνεις πουλάκι μου. Αλλά πες μου δύο λόγια. Θα σου πω μια έκπληξη. Θα το ξεκινήσω. Ξέρετε, είναι το ομορφό παιδό Σόι. Θα ξεκαταλείψει το τοπίο. Με συγχωρείτε, παιδιά. Αλλά είδα, έχω να τον δω πολύ καιρό. Τα φιλιά μου. Και από τη Θεία και από όλους. Συγχωρείτε. Ποια είναι η θέση σας? Ποια είναι η θέση σας? Ποια είναι η θέση σας? Ποια είναι η θέση σας? Ποια είναι η θέση σας? Ποια είναι η θέση σας? Ποια είναι η θέση σας, παιδιά? Δέσα φορά. Παρεσμέ сейчас χαρίστηκα. Καλώς γ αυτοί οι δεδομένοιพαιδιά θα tabii μ Τα κα pals, μ개... suis. για εμάς είναι ο ιστορικός της Ελλάδας, για τη γενιά μας. Χαίρομαι πάρα πολύ και ελπίζω να σας ξαναδούμε. Θα σας ευχαριστώ πάλι πολύ, θα σας ευχαριστώ τελικά. Συγγνώμη εσείς. Κυρία Μουτσάρ. Κυρία Καλοπούπλε. Είμαι η Μαρία Μελήσα με το τηλέφωνο. Σας καλωσορίζουμε. Με μία ένπληξη, με όλο το τάρος, θα ακούσουμε ένα τραγούδι το οποίο δημιουργεί και ρήμη σας, γιατί τη μουσική την έχετε γράψει εσείς, τους στίχους λίγο εσές και λίγο εμείς. Λοιπόν είναι ένα καλώς όρισμα. Καλησπέρα. Τι ώρα? Παρακαλώ. Μαγαλώ. Μαγαλώ. Καλύτερο από το δικό μου το κάνατε. Μ' άρεσε πολύ αυτό. Μα, μα, ούτε... Ναι, ναι, ναι. Ωραίο, καλύτερο από το δικό μου. Μ' άρεσε που λέτε ο πόνος ο αληθινός είναι αυτός που βγάζει φως από το σκοτάδι. Πάρα πολύ ωραίο. Λοιπόν, όπως βλέπετε, νομίζω ότι αυτό που βλέπετε δεν είναι μια εικόνα ενός κατατήματος κατάστασης. Δεν ξέρω αν βλέπετε το χώρο. Ποιο είναι το χώρο? Είναι ένα βολικόρο, σωπειοθήκη. Κάνουμε γενικά κάποια πράγματα έτσι για να ανεβάσουμε τη βιώτα ζωής και τη διαμονή των αυτόπων μέσα εδώ. Και όλο αυτό βέβαια φτιάχτηκε και με την προσωπική, έτσι, κούρασε και δουλειά των ευρωπαϊκών δουλεύων για τον ευρωπαϊκό κόσμο. Μουσική. Και μπράβο που σας. Έχω ήδη, είχα πληροφορηθεί ήδη τη δουλειά που κάνετε. Συγχαρητήρια. Έχω με καλή δύναμη στα παιδιά και σε εσάς επίσης. Εύγε που λέγαμε παλιά. Εύγε. Λοιπόν, να σας πούμε ότι για εμάς η συνάντηση μαζί σας δεν είναι απλώς η ώρα, γιατί για δυο βιωμοκρομάδες, μετά πάλι στη Λέκκα και το Κορντάου, καθημερινά, ερήμηξα ασφάλεια, κάναμε ένα ταξίδι με καράβι, με καράβι και εστασπορία, από τις Μπουαλίδες, από τις Βουαλίδες, από τις Βουαλίδες, από τις Βουαλίδες, από τις Βουάκτου 60 και τον νέο κλίμα, μέχρι τη Φουρτουνιασμένη από κλίμας. Ξεκινήσαμε από τον Ήλια, ξεκινήσαμε συνοδοξά, από τον Ήλια Ήλια Ιγέ, από το κλείο, και καταλήξαμε στο πάντα επί καιρό να στραφίσουμε τη χώρα. Πέρασαμε όλα τα τραγούδια, σας στείλαμε αυτά που έχουμε δημιουργηθεί. Κάποια παιδιά έγραψαν κάποια πράγματα πάνω σε μετά και θα μας επιτρέψετε να σας αποστείλουμε έναν δραστηριωτικό φάγγελο με σκέψεις εχωροπρώπων που τα άκουσαν. Τι συζητήσαμε για τη δραστηριωτική φάγγελο? Πολύ ευχαρίστως, πολύ ευχαρίστως. Ας πούμε, σαν τι σκέψεις κάνατε, μπορώ να τις ακούσω. Τέλος, τέλος. Πολύ ευχαριστώ. Ποιος είναι ο Σιλίας, που είναι και ο πιο παλιός που έχουμε έτσι, με γυναικτήρια, έτσι να τα ομολογήσουμε. Είμαι ο Σιλίας. Εγώ μέσα από τα Βάρκα της Κακτιάνης, σε αυτό το στόχο, παρακολουθώ και είμαι πολύ συνηνιντάνος. Ξέρετε γιατί? Θα σας παρακολουθώ από το 1974, όταν ήμουν τυπητής. Από το 1974, έχω την εντύπωση ότι το 1977 είχα τα έρθει στην Πάνδιον. Το 1977 είχα τα έρθει στην Πάνδιον. Ήμουν από αυτούς τους Αθαρνείς πρώτα. Το 1977 είχα τα έρθει στην Πάνδιον. Ήμουν από αυτούς τους Αθαρνείς πρώτα. Ήμουν από αυτούς τους Αθαρνείς πρώτα. Ναι, το άκουσα. Εσείς ήσασταν πληκτριτής πιανούτιμιματός. Ναι, ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Ήμουνα πληκτριτής τότε. Έχω να κάνω μια ερώτηση που δεν την κάνω μόνο εγώ. Έχω ακούσει πάρα πολλά πράγματα. Ευχαριστώ πολύ. Ξέρω ότι έχω διαδικαστήσει και όλα αυτά τα πράγματα. Ο Σαββόπουλος λένε, μέχρι το περίπτωπο, ο παγ. 12 του 1980, ήταν πολύ διαφορετικός από τον Σαββόπουλο που είναι σήμερα. Δηλαδή, από το 1983 και μετά, μετά το 41 και έξω, ισχυρίζονται πολύ. Και αυτό φαίνεται. Υπάρχει μια διαφορετική. Θέλω να σας ρωτήσω το εξίσιο. Αυτό που άλλαξε είναι οι εποχές, λίγο σαν μου. Μα κοιτάξτε, οι εποχές οπωσδήποτε αλλάξαμε, αλλά και εγώ έχω αλλάξει. Όπως ξέρουμε όλοι μας, μόνο είναι οι νεκροί και τα ντουβάρια δεν αλλάζουν. Όλοι οι άλλοι αλλάζουν. Εγώ με γάμωσα σε μια εποχή, στη δεκαετία του 60, όπου, εάν δεν είχες πιστωπιτικό κοινωνικών φρονιμάτων, δεν μπορούσες να έχεις ούτε γιότα Άδρυα, γιότα ΦΙ, ας πούμε. Είναι αδιωριστής. Εκείνο, λοιπόν, τον καιρό, και εγώ και οι φίλοι μου συμμαχίσαμε με την τότε αριστερά για να επιταχύνουμε τις εξελίξεις προς τον εγδημοκρατισμό. Αλλά κάποια στιγμή, εκεί μετά και η Χούντα, ήρθαν τα πράγματα τα πάνω κάτω. Εάν, δηλαδή, κάποτε, εάν ήσουν αριστερός, δεν έβαζες ούτε άδεια από την κοινή του, από τη μεταφορήτηση και μετά, εάν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβαζες ούτε εγκόμενα. Δηλαδή, είχε αναποδοσδυρήσει και η εξουσία. Οπότε, έπηγα τις αποστάσεις μου. Κοιτάξτε, χρειάζεται κάποιος χρόνος για να καταλάβει κανείς ότι είναι άλλο πράγμα το έκπλημα για δικαιοσύνη και άλλο πράγμα η εκμετάλλευση του εκπήματος για δικαιοσύνη. Βέβαια και έχω αλλάξει. Αλλά, πρέπει να πω, είναι ότι και νέος που ήμουνα, και μεσήλικας, και γέρος που ήμουνα, πάντα μιλούσα με ανοιχτή καρδιά. Ό,τι έλεγα σε κάθε εποχή, το πίστευα. Έτσι έλεγα. Και αφού είμαι καλλιτέχνης, έπρεπε να το εκφράσω, απ' το που αισθάνομαι. Δηλαδή, ήμουνα ειλικρινής και είναι αυτό το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι υπερήφανος στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν σας κανεί η απάντησή μου. Είμαι πολύ περήφανος και ειλικρινής. Μου είναι υπερήφανος και ειλικρινής. Καλό, εσάς, συνεχίζω, συνεχίζω. Ναι, νομίζω ότι το έχετε πει και μουσικά αυτό. Και εμείς που αριστερήσαμε πιο τελικά ήταν το λάθος, η αίσθηση του ζωή μου. Αλήθεια, όμως, ο Πάρος, έτσι. Μπράβο, εσύ είσαι και Άριστα. Βέβαια, βέβαια. Είμαι καλή πληματήρια, λίγο συγχωρώ. Είστε ειλικοί. Ήθελα να σας ρωτήσω πως ο εξής. Όταν ακούσαμε την Έλσα, Έλσα, σε φοβάμαι και λοιπά, και εδώ ο φίλος ο Ηλίας μας είπε για την εμποδική συμποχή, όταν έγινε και κάτι, την ελληνική στρατιωτική εναστηνωμία, νομίζω ότι το έχετε πει ο ίδιος. Ότι η Έλσα είναι η εσάς, δηλαδή. Όχι, ε? Όχι, όχι. Όχι, δεν είναι. Τώρα, γιατί το είπα, Έλσα, ε? Και είναι αρκετά περίεργο, γιατί... Στα τραγούδια μου, όταν αναφέρεται ένα γυναικείο όνομα, είναι υπαρκτό. Εκτός από αυτό. Δεν υπάρχει καμία Έλσα. Αλλά το όνομα έρχεται σαν να μου κάνει έτσι σαν... σαν στρατόπεδο της ναζιστικής Γερμανίας. Δηλαδή, σαν μία γυναίκα που τη φοβάμαι. Αυτό θέλω να πω. Α, κατάλαβα. Το τραγούδι μου μιλάει για έναν... για έναν δέος, που αισθανόμαστε εμείς οι άνδρες, απέναντι στη γυναίκα. Γιατί, στην εποχή που τουλάχιστον μεγαλώσαμε εμείς, και ειδικά εγώ, μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ήμασταν αγόρια. Και μετά, όταν έκανα οικογένεια, τα παιδιά μου ήμασταν πάλι αγόρια. Και μετά, παντρευτήκανε... Τα εγγόνια μου είναι πάλι αγόρια. Εγώ τελείωσα... τις εγκύπηλες σπουδές μου σε σχολείο Αρένων. Γιατί τότε έτσι ήταν τα σχολεία Αρένων. Οπότε, η γυναίκα, στα μάτια μας, στα μάτια μου, ήταν ένας άλλος κόσμος. Μου δημιουργήθηκε έτσι απορία, φόβο. Φόβο, επειδή είναι το άγγροστο. Με αυτήν την έννοια, φόβο. Ναι, μιλάει για τη γυναίκα αυτό το τραγούδι. Και ενώ μιλάει για τη γυναίκα, ταυτόχρονα είναι σαν να μιλάει και για την έμπνευση, για τη μούσα. Δεν είναι εύκολο να εξηγώ τα τραγούδια μου. Όχι, όχι. Αλλά μέσα κάνουμε τη συζήτηση να λέμε λέξεις στον άνθρωπο. Δεν είναι εύκολο πάντως να εξηγεί κανείς τους τύπους του και τη μουσική του. Γιατί δεν ξέρει και ο ίδιος τι ακριβώς είναι αυτό. Όταν γράφεις, δεν ξέρεις τι είναι αυτό. Δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι αυτό. Όταν γράφεις, αναβίονται από μέσα σου πολύ εαυτοί. Μέσα μας δεν είμαστε μόνο αυτό που νομίζουμε. Είμαστε και ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν τα ξέρουμε. Εμείς που γράφουμε, βλέπουμε ότι γράφοντας αναβίονται από μέσα μας διάφοροι εαυτοί. Καλοί, κακοί. Αντίογον μια παρέθυση, ο Τσογεύσκη θαύμαζε πολύ τον Τίκενς. Κάποτε σε αντίδηκαν οι δυο άνθρωποι. Όλος θαυμασμός ο Τσογεύσκη λέει, καλά λέει, είστε καταπληκτικός. Πώς αποδίδετε, έχετε τόσο ζωντανά την αθώητητα των παιδιών, την καλοσύνη των κοριτσιών και των καλών ανθρώπων, ενώ από τα άλλα μέρη, πολύ παραστατικά, μας δίνετε βολοφόνους, κουταλευτές, διωθαρωμένους ανθρώπους. Πώς το καταφέρετε τόσο ζωντανά και τα γράφετε. Ε, λέει, ο Τίκενς, κοιτάξτε, λέει, όταν, λέει, θα έπρεπε να περιγράψω έναν χαρακτήρα διωθαρωμένο ή επικίνδυνο, θα ανασύρουν από μέσα μου τον κακό μου εαυτό και του διάφορου. Ε, όταν πρέπει να περιγράψω την αθωότητα ενός παιδιού, ενός καλού ανθρώπου, ανασύρουν από μέσα μου τι καλό έχω και το φτιάχνουν. Το λέει, έχω δύο εαυτούς. Και του λέει, δω στον Γεύσκη, μόνο. Το φτιάσατε? Έχουμε πολλούς εαυτούς μέσα μας. Έχουμε μέσα μας και σπουδαίους εαυτούς, ικανούς για πολύ ωραία πράγματα, για πολύ κακά πράγματα επίσης. Μέσα μας κρύβεται ένας μικρός δολοφόνος, ένας μικρός απατεγόνας, ένας πολλά, πολλά, διάφορα. Έχει ενδιαφέρον να μπορείς να το κουλαντρίσεις αυτό το πράγμα και να το ισορροπείς. Αυτοί προσπάθησαν να ισορροπήσουν αυτά και να πάρουν τη θέση τους του καθένα. Δηλαδή, γράφοντας ένα τραγούδι, μπορούμε να είμαστε κακοί. Μπορούμε να είμαστε κακοί. Να λέμε άσχημα πράγματα, δηλαδή. Δεν επιτρέπεται να τα κάνουμε. Αυτή είναι η μεγάλη δύναμη. Είναι άλλο να το εκφράσω. Είναι, πώς να σας πω, όπως το να τρέχει κανείς σαν παλαγός με 100 χιλιόμετρα είναι εγκληματικό. Εάν όμως τρέχεις σε πίστα, αν τρέχεις στο ορισμένο μέρος, όπου επιτρέπεται να τρέχεις με μεγάλη τακύπτα, εκεί είναι εντάξει. Επομένως, η τέχνη είναι χώρος του απολύτου. Μπορείς να λες ότι σκέφτεσαι εκεί, τι αισθάνεσαι. Δεν μπορείς όλους να το κάνεις. Δεν επιτρέπεται. Αυτό το ξέρετε εσείς καλύτερα από εμένα. Απέχει η ζωή όλων. Αυτό που συζητήσαμε, κύριε Σαγώπου, είναι από το στήφωμο του Ρωτήου Μυστηφόρτου. Όχι, μάχη μου. Όλο αυτό ότως συζητήσαμε, όταν εγκαθίσαμε το Μυστηφόρτ τοπίο, κάνω χειράση σας από την αυλή του Θεού, στο βυθό του Εωσφόρτ. Ε, βέβαια. Το Μυστηφόρτ τοπίο μιλάει για εντός ο πράγματος. Εκεί που επίσης αναρωτήθηκα μαρκετάκια και αφηθήκαμε τη συζητήση, είναι ο Παλιάτσος Κολληστής. Γιατί ο Παλιάτσος και γιατί ο Κολληστής. Εμείς είχαμε μια δικαίωμα στην πλήθεια. Είπε ο καθένας αυτό που πίστευε. Μάρισα, μάρισε, το που είπε ο Παλιάτσος, ότι ο Παλιάτσος δεν έχει τίποτα να πάσει. Και ότι ο Κολληστής είναι αυτός που... ο κυνηγημένος, έτσι λέγεται, ο ναυστάχων έστω από τον Παλιάτσος. Αυτός που βλέπει τα πράγματα από απόσφαση. Ωστόσο, γιατί ο Παλιάτσος είναι αυτός που... βλέπει πραγματικά την ουσία των πραγμάτων και ζητάει βοήθεια Κολληστή. Ναι, δηλαδή, αυτό είναι ένα τραγούδι του Τίλαν, δεν είναι δικό του. Το τραγούδι αυτό είναι μετάφραση από εκεί. Ο Παλιάτσος Κολληστής. Έτσι το λέει και εκείνος. Νομίζω ότι ο Κολληστής είναι ο παράνομος που είναι έναν δύο της εξουσίας, έτσι. Και που είναι και γενναίος ο Κολληστής. Είναι γενναίοι, που βοηθάει το λαό, όπως ο Ρομπέντοντα Σόντλαιλει. Και αυτός έχει σταματήσει. Δεν ενδιαφέρεται πια για το τι κάνει ο κόσμος. Έχει αποσιθεί, εντελώς, και πάει να τον ξεκουλήσει ποιος. Ένας κλόουν. Ο κλόουν είναι ο καλλιτέχνης, είναι η τέχνη. Ο καλλιτέχνης πάει να σμπρώξει τον ανθρώπινο. Τον αντάρτη. Να φροντίσει τον λαό. Και ο αντάρτης λέει, άσε μας ήσυχους. Για μένα, αυτοί έχουν τελειώσει πια. Με αποτέλεσμα την καταστροφή. Γιατί, μετά, στο τέλος του τραγούδι, είναι η ελίτ, που είναι πάνω στη σκοπιά του κάστρου. Βλέπουν κάτω. Και τρέχουν να σωθούν γυναικόπαιδα. Συνεγάνε σκυλιά και στρατιώτες. Είναι πολύ απεσιόδοξο τραγούδι. Πολύ. Όπως και το άλλο, που αυτά τα δύο συνήθως τα λέω μαζί. Το άγγελος-εξάγγελος. Είναι και αυτό του Τίλαν. Δύο τραγούδια του Τίλαν έχω μεταφράσει αυτό. Και το άγγελος-εξάγγελος. Όπου ο εξάγγελος... έρχεται να τους φέρει το μήνυμα και αν του πει την αλήθεια λέει ξέματα. Για να τους ευχαριστήσει. Ναι. Και αυτοί ευχαριστούνται με αυτά που ακούνε και τον έχουνε στα όπα-όπα. Και όταν αυτός πια έχει μπαθιάσει και αποφασίζει να πει την αλήθεια δεν τον θέλουνε καθόλου. Τον διώχνουνε. Είναι ωραία τραγούδια. Ωραία αλλά σκοτεινά. Χαίρομαι που την πέτυχα τη μετάβαση και μάλιστα αυτά τα δυο τραγούδια έχουνε μπει πια στο ελληνικό ρεπερτόριο. Αλλά είναι διάφορα. Είναι πια μέρος του ελληνικού τραγουδιού. Είναι επιτυχία αυτό. Πήραμε κάτι απ' έξω δηλαδή και το απομειώσαμε τελώς. Αυτό είναι χαρακτηριστικό, ξέρετε, της Ελλάδας στην ιστορία μας. Είμαστε μια μεγάλη μεταμορφωτική μηχανή. Παίρνουμε πράγματα απ' έξω και τα... Και πολλές φορές, όχι πάντα βέβαια, καταφέρνουμε και τα... Και δημιουργικά τα κάνουμε να είναι κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό. Το αρφάδιτο, δεν είναι το ελληνικό. Το πήραμε από τους Φίνικες. Τη γραφή δεν την ανακαλύψαμε εμείς. Την είχανε οι Αιγύπτιοι. Αλλά την είχανε για να γράφουν πόσο σιτάρι έχει η αποθήκη, ποια είναι η μερομηνία, ποιος ήταν ο βασιλιάς. Εμείς πήραμε αυτή τη γραφή και κάναμε τον Ισκύλο, την Ορέστια. Ο Καραγκιός δεν είναι δικός μας, είναι απ' την Ανατολή. Εμείς όμως φτιάξαμε ένα θέατρο σκοιών που κάνει σάκυρα. Και σε αυτό το στίχο περάσαμε αρκετή τη δύο ώρα. Ο καθένας ονειρεύεται από τον Καραγκιός, από τον Ιωφόλου. Τελικά, μπορεί και να μην κάνει κάτι για να αλλάξει το πράγμα. Ίσως βολευόμαστε και μέσα στο όνειρο καμιά φορά. Καμιά φορά φοβόνονται να ζήσουν ή όλη την πραγματικότητα. Ναι. Ξέρετε, υπάρχει μια ωραία σκηνή... Ναι, μη συγχωρείτε. Α, ναι, αυτό. Υπάρχει μια ωραία σκηνή στον Καραγκιόζη. Εγώ αγαπώ πολύ τον Καραγκιόζη. Όταν ήμουν παιδί, έπαιζα, έπαιζα το σεντόνι. Το κάρφωνα σε δύο δέντρα και με κυνηγούσε η συγχωρημένη η μητέρα μου. Φόρνοζα τα παιδιά και έπαιζα ένα θέατρο. Έχω συνεργαστεί πολλά χρόνια με τον αξέχαστο Ευγένιος Παθάρη. Και τον μοιρετούσα. Πήγαινα από πίσω και έβλεπα τι κάνει. Ποιος... χοινούσε τις φιγούρες και έκαμε όλες τις φωνές. Άλλαζε με μεγάλη ταχύτητα τις φωνές του. Ήταν απόλαυση να τον ακούσω. Και μάλιστα, άναζε και θυμάμαι και τη στάση του σώματός του. Δηλαδή, μιλούσε... και ήταν μετά η Βεζελοπούλα, η οποία όχι μόνο έλεγε μαύρη πέτσα κουλιώταν ολόχορες ο Ευγένιος. Μαύρη πέτσα κουλιώταν σαν κορίτσι, δηλαδή. Αλλά να σας πω, έναν ωραίο που έκανε έκανε τον Καραγκιός να κοιμάται, δηλαδή, και να ολυρέρεται. Και για να δείξει ότι είναι όνειρο, Έβαζε μια πράσινη ζελατίνα μπροστά στο φως για να γίνει πράσινη. Και δύθεν ονειρεύεται. Και δύθεν μες στο όνειρο έρχεται ο Χατζιαβάτης και του λέει «έλα Καραγιόζη, σου έθερα να φας μακαρόνια». Συγγνώμη. Και λέει ο Καραγιόζης «κρύα είναι ή ζεστά» «Κρύα είναι» του λέει. «Φύγε, δεν το θέλω, δεν το θέλω». «Μρε Φάτα που είσαι νηστικός και φεινάς, δεν το θέλω» σου λέει. «Φύγε» και με το «φύγε» ξυπνάει. Αντικρίζει και τραβάει την πράσινη ζελατίνα ο Σπαθάκης. Αντικρίζει ο Καραγιόζης την παγερή πραγματικότητα του Ρωματίου, κλείνει τα μάτια και λέει «Χατζιαβάτη, φέρτα, φέρτα». Ναι, είναι πολύ ωραίο. Λες αυτό που λέει, πότε θα έρθουν «Καλύτερες μέρες» μέχρι την Ελλάδα. Δεν σε ακούω παιδιά, αν θέλετε πιο κοντά. Πότε θα έρθουν για την Ελλάδα μας «Καλύτερες μέρες» Το ένσχε τόσο, είναι το ένσχε τόσο, το «Καλημέρα» σ' αυτό το τόσο. Ναι, ναι. Ναι, ξέρετε, είναι σπουδαίο βέβαια αυτό το «πότε» που ρωτάτε. Αλλά την περισσότερη σημασία έχει το να πιστεύουμε ότι θα έρθουν «Καλύτερες μέρες». Δηλαδή, και στο τραγούδι αυτό «Καλύτερες μέρες» θα ακούν. Σε αυτό αναφέρεστε. Και σε ένα άλλο που λέει «Το χειμώνα τούτο», «Αμα τον πηδήσαμε» «Πότε θα έρθει αυτός ο χειμώνας» Σημασία είναι το πιστεύουμε ότι θα ακούν. Τώρα, πότε? Θα δείξει. Θα κάνουμε υπομονή. Βέβαια, δεν είναι εύκολο να το λέω αυτό σε εσάς που είστε έτοιμοι στη καιρό. Αλλά ελπίζω, φαντάζομαι ότι κάποια ζωή θα υπάρχει και μέσα στον περιορισμένο χώρο. Το λέω αυτό, γιατί έχω μια νεκρή πύρα φυλακισμένη. Κάποτε, στην Κούντα, με κλείσανε μέσα. Και μάλιστα έχω περάσει και μασανιστήρια. Καλοπορήθηκα, το 67, μιλάω, έτσι. Νέο παιδί, ήμουνα άντρα. Και μετά με πετάξανε σε ένα τσιμεμπένιο καιλί από μόνος. Και να σου πω, δύο μέτρα, επί ενάμισα, που δεν έμπαινε φως, όχι λάβος, υπήρχε ένας φτεγγίτης. Έχει έναν φτεγγίτης και είναι εκεί πάνω μέσα. Και βλέπω, από το φτεγγίτη, βλέπω έξω, στο παράθυρο του αξιοβατικού υπηρεσίας, κρεμότανε μία λάμπα, στρόγγυλη, ένα φωτιστικό, να σαν αυτό, που είναι πίσω στη βιβλιοθήκη. Αλλά είχε μία πράσινη απόχρωση. Ήταν η ίδια λάμπα, που είχαμε στο σαλόνι του πατρικού μας σπιτιού. Δεν ξέρετε πώς μου φάνηκε. Μου φάνηκε σαν το φως εκείνο από το πατρικό μου σπίτι, να έρθε και να με βρει και μέσα στη φυλλακή. Είναι περίεργο, είναι σαν μια παρηγοριά από αυτό το πράγμα. Είναι σαν να χαλάρωσα. Και επειδή δεν περνούσε ο καιρός εκεί πέρα μέσα, έγραφα με το μυαλό μου τραγούδια. Αυτά εδώ, κι αν βγω από αυτή τη φυλλακή, που λέει το άλλο, η θεία μάνα μου, το χατζιδάκι μου, το δωράκι μου, τα όλα εκεί πέρα μέσα θα μου κάνει. Και δεν ξέρετε πόσο ευχαρισκήθηκα, που κατάφερα, γιατί σκέφτηκα ότι, ρε παιδί μου, αφού και μέσα στον ζόρφο και μέσα στο σκοτάδι, και ακουγόντουσαν οι κραβίες από αυτό το μυαλό μου, μια κόλαση. Αφού πέσει σε αυτή την κόλαση, εγώ καταφέρνω και γράφω κομμάτια, δεν μπορεί να μην υπάρχει ελπίδα, δεν μπορεί να μην υπάρχει μια πεποίθηση και δεν μπορεί να μην υπάρχει τίποτα. Δύσκολα. Δύσκολα. Πάει, ποιος θέλει να τις ρωτήσει πέρα μέσα. Με λένε Ιπποκράτη από την Σαριανή. Λοιπόν, θέλω να τις ρωτήσω. Περάσατε τόσα βασανιστήρια, λέτε, ή ακούγατε, και λέτε στο στίχο, δεν θέλω να τους καιρετήσω, το που το βρω. Εκεί λιγάκι εμένα μου φάνηκε λίγο... φαντάστηκανε τον εαυτό μου, ότι δεν θέλω να τους καιρετήσω ειδικά τότε, με τις συνθήκες αυτές που λέτε εσείς. Μου φάνηκε κάπως αυτό να ρωτήσω. Εσείς πώς και... Παλά λες, και εγώ φεύγοντας δεν τον χαιρέτησα, αλλά όταν έγραφα το τραγούδι, ήμουνα πάρα πολύ καλός και έγραφα... ο καλός μου εαυτός είπε αυτό το πράγμα. Γιατί ωραίο δεν είναι... Κοίταξε, ο Μαντέλα, όταν βγήκε μετά από το ψιχογραφό, ήταν πάντα. Και βγαίνοντας από τη φυλακή, είπε στον εαυτό του, πρέπει όλα αυτά με τα ξεχάσεις, να τα συγχωρήσεις, γιατί αν δεν τα ξεχάσεις, τότε τη φυλακή θα την κουβαλάς και σε όλη σου τη ζωή. Σίγουρα. Ευχαριστώ αυτό. Το ότι είμαστε εδώ μέσα, είναι αυτό. Ναι, μπράβο. Ευχαριστώ πολύ. Και μάλιστα, στην αρχή, το τραγούδι δεν λεγόταν η δημοσθένους λέξη, αλλά λεγόταν εμπατήριο για μετέωρο φυλακισμένο. Για φυλακισμένο κετάει. Και έγινε επιτυχία το τραγούδι. Ξέρω. Ξέρω, ξέρω. Πριν από κάποια χρόνια, πολύ νεότεροι τότε, ζούσα στην Αθήνα, και είπα να παρακολουθήσω το Έθνες Φεστιβάλ, το Women. Τότε είχατε έρθει να τα αγοδίσετε γιατί να ήταν το 2002, κάπου εκεί, 2003. Και λέω, ως αγόγνος, γιατί? Μου λέει το Ιωάννα, ως αγόγνος, αν είναι κάτι έτσι, είμαι ως αγόγνος. Άρχισα να σκέφτομαι, τότε συνειδητοποίησα. Αυτό που συνειδητοποίησα τότε, προσπάθησα τώρα να το περάσω σε αυτές τις συμμορφήσεις, πώς από το νέο κύμα σιγά-σιγά είναι πολύ ωραίο τρόπο προς το Άχθο Λεμέντες του σήμερα, το rock, και μέσα από αυτό, πόσο όμορφο βρήκε το καλαματιανό, το τσάμικο, το οποίο είναι εξαιρετικό, είναι καλύτερο, το λαϊκό, το ρεβέτικο, το μακεδονίτικο, το ζοναράζικο, αυτό το πάντεμα, είναι κάτι πρωτοπικό, πρωτόγνωρο, μοναδικό. Όλα αυτά μαζί, θα κάνατε ένα με ένα πρώτο που δεν είναι τόσο δύσκολο. Δηλαδή, εμένα ξαναπαρτευαγή... Ναι, αυτό το να παντρέψεις μεταξύ τους πράγματα αντίθετα και διαφορετικά, είναι κάτι που το έχει ανάγκη η ίδια η ζωή. Και στην ουχία, αυτό θα πεις συνθέτης. Συνθέτης θα πει κάποιος που συνδελειάζει μεταξύ τους πράγματα ανώνια, πολλές φορές και αντίθετα μεταξύ τους. Σύνθεση. Ή αν θέλουν να χρησιμοποιήσουν μια πολιτική λέξη, συνένεση. Για να μπορέσει να προχωρήσει κάτι. Και εγώ όπως και εσείς και όλοι έχουμε επηρεαστεί από διαφορετικές μουσικές. Δεν είναι όπως στα πολύ παλιά χρόνια που κάποιος ζούσε σε έναν τόπο και άκουγε τη μουσική του χωριού του. Σε όλους τους δεν έχει τίποτα άλλο. Τι ξέρει. Εμείς όμως μεγαλώσαμε με ραντζόφωνα, μετά με τηλεοράσεις, οπότε εκεί παίζανε αυτά. Άκουγα λαϊκά, άκουγα την εκκλησία, την κυριακή, άκουγα η κλασική μουσική. Όλα αυτά είναι κομμάτια της ψυχής μου. Όπως και στον καθένα μας. Και το έχουμε ανάγκη να ενωθούμε. Και πράγματι, θυμάμαι όλα αυτά τα χρόνια, σαν μέσα μου να υπήρχε ένας κρυμμένος τεχνίκης και να τα συντέριαζε αυτά. Και στο τέλος γίνονται ένα. Όπως είπατε, δηλαδή, ξεκινάει καμιός πιο απλά και βάζει και άλλους μουσικούς εαυτούς δίπλα. Και γενικά το ελληνικό τραγούδι, το κύριο σώμα του ελληνικού τραγουδιού, είναι σύνθεση διαφορετικών ακουσμάτων. Ο Έλληνας αυτό που λαχταράει 200 χρόνια τώρα, γιατί έχουμε την επέθειο, είναι σαν να είμαστε μοντέρνοι χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας. Είναι δύσκολο, αλλά αξίζει τον κο. Πάντως, αυτά που κατάφεραν συνθέτες σαν τον Χατζιδάκη ή σαν τον Βασίλη Τσιτσάνη ή σαν τον Μάρκο Βανδακάρη ή σαν τον Μίκη Προδωράκη, αυτό το συγκαιρασμό, που κατάφεραν στον δικό τους τομέα ευθύνης, δεν το κατάφεραν ακόμη οι Έλληνες πολιτικοί. Ε, θα μου πείτε 200 χρόνια ένευμα, θα δείξει. Είμαστε οι Έλληνες. Συνεχίζουμε. Διόνιση, συγκρατούμε εδώ, είναι πολλά νέα παιδιά. Ναι. Λογίζουμε τους καινούριους καλλιτέχνες. Θες να μας πεις λίγα και εσύ το τελευταίο καιρό έχεις προσθέσει, έχεις παρατηρήσει κάποιον που σου αρέσει ή έχεις διακρίνει κάποια πανέα ταλέντα, έχεις κάποια προσθέση. Θέλω για την Μπάουλα βέβαια, μπορεί να το εμιστυρευτώ, για την Μπάουλα που έχεις μια τραγουδιστικά, αλλά μήπως και ποιον άλλο. Να σας πω, ποιοί μου αρέσουν από τους νιώτερους, από τα λαϊκά, εκτός από την Μπάουλα και τον Μακαρίδη και τον Παντιλίδη, που μου αρέσουν πολύ. Μου αρέσει πολύ και ο Αδαμαντίδης, μου αρέσει αυτό που λέει «στην καρδιά…» πολύ ωραίο. Μου αρέσει ο Αργυρός, που λέει το Ζεϊπέγιβο της Αθήνας. Έτσι, δεν λέει κάπως έτσι, δεν λέει το τραγούδι, ο Ζεϊπέγιβο. Ο Αργυρός. Από αυτούς που είναι μπουρ μπουρ μπουρ μπαρέσει αυτός που λέει «Λέξη». Το λέω καλά το όνομα του. Ένας ένας δράπονος. Λέω, λες, ο Λέξης. Τι άλλο μου αρέσει. Και από τον δικό μου τομέα του έντεχνου, τον παρέσου φύβος, τον τελειμποργιάς βέβαια, ποιον λέω, ποιον κανέναν. Δεν θυμάμαι τώρα. Πάντως, δεν είμαστε σαν καλύτερα μας τώρα. Δεν γίνεται το τραγούδι. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που και θα πέσει και θα σηκωθεί, έτσι. Είναι σαν το κύμα, έχει το πάνω του και το κάτω του. Δεν είμαστε μάλλον στο κάτω του. Η χρυσή εποχή ήταν αυτή, η δεκαετία του 60. Ήταν τρομερή. Έρχονταν σαν Χριστούγεννα και κυπροφορούσανε ως νέοι δίσκοι Τσιτσάνης, Κατζιβάκης, Θεοδωράκης. Οι καλύτεροι δίσκοι. Και οι τραγουδιστές αυτοί ήταν υπέροχοι. Ο Καζαντζίδης, ο Μπιθυκότσις, ο Γαβαράς, ο Ψαδίδης, ο Παραδίδης, ο Ιωσήφ, ο Κατζιβάκης, ο Ψαδίδης, ο Μπιθυκότσις, ο Ψαδίδης, ο Μπιθυκότσις, ο Γαβαράς, ο Μπιθυκότσις, ο Μπιθυκότσις, ο Κατζιβάκης. Ο Ψαδίδης, ο Μπιθυκότσις, ο Μπιθυκότσις, ο Γαβαράς, ο Μπιθυκότσις, ο Μπιθυκότσις, ο Μπιθυκότσις, ο Γαβαράς, ο Κατζιβάκης, ο Ψαδίδης, ο Μπιθυκότσις, ο Γαβαράς, ο Μπιθυκότσις, ο Μπιθυκότσις, ο Γαβαράς, ο Μπιθυκότσις, ο Γαβαράς. Μπορείς να πας στη χοροδία, να είσαι πολύ χρήσιμος. Κάθε τραγουδιστής είναι μια οντότητα που τραγουδάει. Εάν δεν έχει προσωπικότητα, θα δείξει κάτι. Θα είναι ευχάριστη η φωνή του, αλλά δεν θα λέει και τίποτα. Αν είναι οι τραγουδιστές που αγαπάμε, μην είχανε προσωπικότητα. Αλλά κοιτάξτε, και ωραίμως είναι και ενδιαφέρον. Ωραία φωνή. Παρ' επερτόριο του, ε! Ε, δεν σας έχει ακούσει, νομίζω δεν σας έχει ακούσει, αλλά τελείωτε πιο κοντά. Για το νοτοσφαγιανάκι, ποιο είναι η αγγελία του τραγουδιστού. Ακούτε. Ε, ναι, σας άκουσα. Έχει μια ενδιαφέρον φωνή. Σαν προσωπικότητα? Σαν προσωπικότητα δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Αυτό ήθελα να ακούσει, γιατί είχα μια διαφωνία με τον Μαρή. Αυτό ήθελα να ακούσει, γιατί είχα μια διαφωνία με τον Μαρή. Αυτό ήθελα να ακούσει, γιατί είχα μια διαφωνία με τον Μαρή. Έχει κάτι τέτοιο. Κοιτάξτε, μου κάνει λίγο σαν καμάκι από τη Ρόδο. Σας ευχαριστώ πολύ. Αλλά ό,τι έχει, ό,τι έχει φωνή, έχει φωνή. Και έχει την προσωπικότητά του, δεν λέω ότι δεν έχει. Δεν μου πάει απλώς. Κάποιος άλλος μέλος θα ήθελα να φέρει κάτι. Να πει κάτι. Να εκφράσει σκέψεις, συναισθήματα. Παίρνουμε το βιβλίο. Παίρνουμε το βιβλίο. Καλησπέρα κ. Ρίστο. Καλησπέρα κ. Ρίστο. Μεγάλη μου τιμή που μιλάω μαζί σας. Ρίστο, ήθελα να σας ρωτήσω εσείς τι μουσική ακούτε. Διάφορες μουσικές. Οι μουσικές που μου αρέσουν από τραγούδια, τώρα πια μου αρέσει να έχουν περιοριστεί τα ενδιαφέροντά μου. Ακούω ρεπετικά. Μου αρέσουν πολύ. Ακούω επίσης παλιά ελαφρά. Δανάη, Μπέμπο, αυτά τα τραγούδια του ΑΤΙΚ. Τραγούδια του Γιαννίδη. Ακούω την κλασική μουσική. Και τι άλλο ακούω. Ακούω τα μεγάλα ξένα συγκροτήματα, τα οποία περάσανε χρόνια, αλλά είναι κλασική η μουσική τους. Το συγκρότημα διπίδους, και ο... ο Frank Zappa από την Αμερική, Gillan βέβαια, αν και έχω πολλά χρόνια να ακούσω καλλιδικό του. Αλλά σαν νιάτα μου είχα ακούσει πολύ. George Brassens από τη Γαλλία, τον άκουγα πάρα πολύ όταν ήμουν έθνους. Εγώ είμαι παλιός, έχω μεγαλώσει με τον Ραζναβούρ, με τον... Νάτκιν Κόλν. Αυτά που μας είπατε είναι λίγο φραγγολευαντίνικα. Ναι. Γιατί το λέτε αυτό. Γιατί... είναι δικό σας στίχος αυτός. Σαν φραγγολευαντίνη. Α, σαν φραγγολευαντίνη. Μπράβο. Α, για αυτό το λέτε. Ακριβώς. Ενώ όταν ακούσουμε τον Καζατζίδη και τον Αμανέ, αυτό λέτε όταν το μέσα μας κόβεται σαν... Ναι, αλλά... Ωραία. Πάντα πρέπει να πω τώρα... πρέπει να πω ότι τώρα πια, ότι περνούσα μια ορισμένη περίοδο, που είχα γίνει πολύ... φιλοοριένταλ, πολύ αντιδρικός. Α, ναι. Ναι, και... και ήμουνα... μικρή νύση ήμουνα, αλλά τώρα πια δεν τα βλέπω έτσι στα πράγματα. Το τραγούδι μιλάει λίγο απαξιωτικά για τη γενιά του 30. Δηλαδή... για αυτούς, για το Σεφέρι, για το... Όχι, είχα άδικο. Κάνω μια μεγάλη προσπάθεια. Διότι μετά τη μικρασιατική καταστροφή, να τώρα... βαίνουν ως το 22, 100 χρόνια από την καταστροφή. Τελείως... αλλιώς σκέφτονται οι Έλληνες μετά το 22, και αλλιώς σκέφτονταν πριν, από το 21. Μέχρι το 22 υπήρχε η μεγάλη ιδέα. Μετά κατέρευσε η μεγάλη ιδέα. Και σαν να βαγεί... όλος ο κόσμος, ο δικός μας, από την Ανατολική Ρωμιλία, από τον Πόντο, από την Μικρά Ασία, ανοίγηκαν πάνω σε μια σχεδία. Αυτή η σχεδία είναι η Ελλάδα, το έλεγε ο Σεφέρις. Αφού έγιναν έτσι στα πράγματα, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να ζήσουμε και να βρούμε έναν νόημο. Αυτό προσπάθησε να κάνει η γενιά του 30. Και αν δεν είναι μία ζωή, καθόλου άσχημα δεν θα πήγαινε. Είχαμε δύο νόμπελα από την γενιά. Και μας επηρέασε όλος. Οι πιο παραγωγικές, οι πιο δημιουργικές γενιές στην ιστορία της νεότερης Ελλάδος είναι η γενιά του 30 και, ευθυρουμένον των αναλογιών, η γενιά του 60, στην οποία ανανήκω. Αλλά μικρότερη σημασίας. Είμουνα νεότερος. Πότε ήμουνα αλλαζόν και σνόμπανα από τους δασκάλους του ΨΕΤΕΡΙ και αυτούς. Τώρα δεν φτώχνω αυτό το τραγούδι. Αλλά που είναι οι νικρινές, το αφήνω να υπάρχουν. Κύριε Σαββόφουλε, εγώ θέλω να κάνω ακροδέκτηση. Να πω, ποιοι άνθρωποι είστε, και να συνεχίσετε να προσφέρετε. Γιατί εμείς, εγώ τουλάχιστον, νιώθω ότι είστε ο γιόνιος. Δηλαδή, σαν να λέμε, αγαπάμε οι γιόνιοι. Έτσι το νιώθω εγώ. Έτσι μεγαλώσαμε. Έτσι σας αγαπήσαμε. Και, μακάρι να συνεχίσετε, να είστε αλλαζόνας και να προσφέρετε τέτοια πράγματα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Μη σε ευχαριστούμε. Σας ευχαριστούμε. Σας ευχαριστούμε. Να είμαστε καλά να τα πούμε όλοι. Διονύση. Διονύση Τζόννης. Ναι. Έχει δείξει καμία θαυτοπρογραμμά, έχεις τίποτα εμφάνιση στις χιλώρες, μέχρι τον χρόνο, σε δούμε πουθενά. Ε, τώρα κοίταξε, έχω το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Θέλει να γιορτάσει, να συμμετάσσει και αυτός στον εορτασμό της Επιτίνης για τα 200 χρόνια. Και μου ανέθεσε, σαλονικιός είμαι κι εγώ, να τους ετοιμάσω σε μια συναυλία. Και πράγματι, τώρα στις 18 Δεκέμβρη, θα ανέβω επάνω με τη θεία σου, να κάνω και τις πρόβες. Ξέρεις, αλλά πρέπει κανείς να προσέχει. Τώρα φοβάμαι να πάω ως αεροπλάνο. Θα πάμε με αυτοκίνητο. Θα πάμε με αυτοκίνητο και θα φοράμε μάσκες, γιατί στην πρόβα μέσα είναι χοροδεία, όλα τα φοβάται, όργανα του παίζουν. Είναι... Ε, όλα τα πράγματα θα πάνε καλά. Δεν μπορούσα να πω όχι, τώρα, σε αυτήν την πρόσκληση. Θα το κάνουμε. Κάτι άλλο, όχι, δεν έχω. Αλλά, κοιτάξτε, Γιόργη, επειδή μέσα σε αυτήν την αναβροχιά, πρέπει κανείς να παρουσιάσει δυσκολίες να εξασφαλίσει τα έξοδά του, έκανα διαφήνιση. Είχα καφέ λουμίδι και κυκλοκολλήκο, σπότ διαφημιστικό, με τον θείο σου να πει καφέ παπαγάλος. Αλλά, φοβόμουνα μήπως γίνω ρεζίτι. Αλλά όχι, μου λένε ότι είναι πάρα πολύ ωραίο. Και ταιριαστό, έτσι. Ε, υγεία, ναι, έχουμε υγεία. Και τα άλλα φτιάχνουν. Και τα άλλα φτιάχνουν, θα φτιάξουν. Δηλαδή αυτό το πράγμα, κάποια στιγμή θα τελειώσει. Όσο δύσκολο και να είναι, θα τελειώσει. Και το λέω για όλα τα πράγματα, όχι μόνο για την επιβινία.