: [♪ Μουσική εις το κεφάλι της ΕΚΑΘΑΙΚΑΙΚΟΣΟΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣ� [♪ Μουσική εις το κεφάλι της ΕΚΑΘΑΙΚΑΙΚΟΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗ� Σαμαρτσοπάνου και για την επόμενη μισή ώρα έχω σκοπό να σας ξεναγήσω σε τέσσερις ιστορίες που έχουν στόχο να σώσουν τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Αγαπητές φίλες και φίλοι, πριν από λίγες μέρες ολοκλήρωσα το κύκλο του Πηλωτικού Εργαστηρίου με τίτλο «Ας γνωριστούμε καλύτερα με τις ιστορίες». Το εργαστήριο αυτό πραγματοποιήθηκε με τη δύναμη της τεχνολογίας και στόχος του ήταν να δοκιμάσουμε την ψηφιακή πλατφόρμα του Ευρωπαϊκού Έργου στο AllGlobalJet.net και να προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε τις ψηφιακές δεξιότητες των παιδιών και μέσα από την συνεργατική γραφή να τα ωθήσουμε προς τον πολυπρογραμματισμό. Όμως, επειδή εγώ δεν είμαι δασκάλα και δεν έχω κανονική τάξη, σκέφτηκα να δημιουργήσω το δικό μου ψηφιακό σχολείο, την Τσιπούπολη. Έψαξα από εδώ, έψαξα από εκεί, τελικά μαθητές βρήκα. Ας είναι καλά οι φίλοι και οι γονείς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου και έτσι το ψηφιακό μου σχολείο απέκτησε 17 μαθητές ηλικίας 7 έως 13 ετών. Το θέμα της εργασίας μας ήταν πώς να σώσουμε τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Και τα παιδιά μας χωρίστηκαν σε ομάδες των τριών μελών, κυρίως, και ανέλαβαν να συγγράψουν μια ιστορία. Άλλος έγραψε ένα μέρος της ιστορίας την αρχή, άλλος τη μέση και άλλος το τέλος. Τα παιδιά μας λοιπόν διέπρεψαν με τις ιστορίες τους και έτσι σκέφτηκα μην αφήσω αυτές τις ιστορίες να πάνε χαμένες στο ράφι, στο ψηφιακό μου συρτάρι, στο ψηφιακό μου ιστολόγιο. Σκέφτηκα λοιπόν να τις μοιραστώ μαζί σας και να σας προτρέψω και να σας αποδείξω κιόλας, ότι αν θελήσετε με τους φίλους σας να σχολητείτε κι εσείς με τη γραφή, σίγουρα μπορείτε να δημιουργήσετε υπέροχα πράγματα. Βοηθός λοιπόν στην αποψινή μου προσπάθεια να σας εμφυσίσω το μικρόδιο της συγγραφής, είναι η Αντιδήμαρχος Παιδείας και Πολιτισμού, η κυρία Μαρία Παπαγεωργίου, που όταν της τηλεφώνησα και της είπα την πρόθεση μου, μου πρότεινε το δήμο όχι μόνο για μια φορά, για όσες φορές θέλω. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι έχω εισβάλλει πάρα πολλές φορές σε σχολεία, σε σπίτια μέσα από αυτή την οθόνη, απόψε η αλήθεια είναι ότι έχω αρκετό τρακ. Βλέπετε το πρόβλημά μου είναι ότι δεν μπορώ να βλέπω τα πρόσωπά σας όπως άλλες φορές και να παίρνω θάρρος, ευελπιστώ βέβαια στο μέλλον με την κυρία την Αντιδήμαρχο να σκαφιστούμε και να τράσουμε ανάλογα και να μπορώ να έχω τη δική σας αλληλεπίδραση. Πάμε λοιπόν για να ξεκινήσουμε και να γνωριστείτε κι εσείς καλύτερα με τις ιστορίες των μαθητών μας. Προφανώς δεν θα μπορέσετε να δείτε τα μέλη των ομάδων των παιδιών αλλά μαζί θα κάνουμε κάτι ακόμα πιο σπουδαίο. Θα δούμε τις σκέψεις τους και για να μη μου απογοητευτείτε στολήθηκα, δήθηκα έτσι έβαλα τα καλά μου γιατί όταν προσπαθώ να κάνω κάτι που έχει σχέση με την παιδική λογοτεχνία προσπαθώ πάντα να φοράω την καλύτερη μου διάθεση και μέσα και έξω. Έτσι λοιπόν παραστώλησα και τη μικρή μου σοφίτα, τη μικρή μου τσιπούπολη, με όλα αυτά τα πολλά μικρά αλλά τεράστια σημασίας συναισθηματικής αξίας από την κείμενά μου και θα προσπαθήσω να σπάσω την ψυχρή οθόνη και να σας αγκαλιάσω ζεστά με τις τριφερές ιστορίες των παιδιών των ομάδων του οργαστηρίου. Έτσι λοιπόν διάλεξα για πόψε τις ιστορίες των μικρών μου παιδιών ηλικίας 7 έως 10 ετών. Τα παιχνίδια, τα ξωτικά, τα χάσκι και τα ελατάκια θα σας πούν πως παρόλο που μοιάζει δύσκολο και ίσως και ακατόρθωτο να γνωριστούν και να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν παιδιά από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Μέσα σε τρεις βδομάδες εμείς αποδείξαμε το αντίθετο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την ομάδα των εξωτικών. Η 8χρονη Άννα Μαρκέλλα, η 8χρονη Ευαγγελία και η 7χρονη Μαγδαλίνη μας δίνουν τη δική τους εκδοχή με την ομάδα των εξωτικών για το πως μπορούμε να σώσουμε τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Πάμε λοιπόν. Ομάδα εξωτικών. Πολλά και έναν καιρό, στο Ροβανιέμι το μακρινό, ζούσαν δύο εξωτικά, η Σάρα και η Φορούζ. Τα εξωτικά ήταν έξυπνα και πολύ εργατικά, αφού συνεχώς κατασκεύαζαν και μοίραζαν τα δώρα των παιδιών με τον Άη Βασίλη. Κάποια μέρα όμως, με αρρώστιες και ολόκληρο χαμό, ο κορωνοϊός, ο βασιλιάς των ιών, διέλυσε το χωρό των εξωτικών. Από τα 2000 εξωτικά, κόλλησε το ένα. Μετά από δύο μέρες, κόλλησαν κι άλλα τέσσερα εξωτικά. Περνούσαν οι μέρες, μέχρι που και ο Άη Βασίλης αρρώστησε. Τα μόνα εξωτικά που δεν είχαν αρρωστήσει ήταν η Σάρα και η Φορούζ. Τότε έβαλαν στόχο να βρουν το αντίδοτο για αυτόν τον υπερόπτειο, ώστε να γίνουν καλά οι φίλοι τους κι ο Άη Βασίλης. Ψάχνανε παντού. Πρώτα έψαξαν στο σκοτεινό δάσος, πέρα από το χωριό του Άη Βασίλη. Εκεί είχε πολύ κρύο και χιόνι. Η Σάρα είπε στη Φορούζ, κάνει πολύ κρύο, έπρεπε να είχαμε φέρει τις κουφάκια μας. Ας πάμε στην τρύπα αυτού του δέντρου να ζεσταθούμε, είπε η Φορούζ. Μπήκαν στην κουβάλα του δέντρου και τότε είδαν μία μυστική πόρτα. Την άνοιξαν και βρέθηκαν στο σπίτι του Μάκη Λαγουδάκη. Γεια σας κύριε Μάκη, μήπως ξέρετε πώς θα βρούμε το αντίδοτο για τον κορωνοϊό, είπε η Σάρα. Ξέρω, αλλά για να σας δώσω την απάντηση, πρέπει να απαντήσετε σε ένα ένιγμα, είπε ο Μάκης Λαγουδάκης. Το ένιγμα είναι, παίζεις μαζί μου, με ντύνεις, με στολίζεις, μα αν με αγκαλιάσεις, θα με χάσεις. Το βρήκα, είναι ο χιονάνθρωπος, είπε η Σάρα. Μα εσύ είσαι πολύ έξυπνη, εκεί λοιπόν θα βρείτε το αντίδοτο, είπε ο Λαγουδάκης και εξαφανίστηκε σε ένα σύννεφο καπνού. Μα τι εννοεί, πως θα το βρούμε, καλά δεν κατάλαβες, θα ρωτήσουμε τον χιονάνθρωπο τον Φρόστι, είπε η Σάρα. Μετά από λίγο, έφτασαν στον Φρόστι. Μήπως μπορείς να μας πεις, που θα βρούμε το αντίδοτο για τον κορωνοϊό, ρώτησε η Φουρούζ. Ευχαρίστως, αλλά θέλω για τα άλλαγματα κασκόλ σας, τα μαζεύω για να τα δώσω στα φτωχά χιοναντροπάκια που κρυώνουν, είπε ο Φρόστι. Τα ξωτικά του έδωσαν τα κασκόλ και εκείνος είπε, κόκκινο σαν τη φωτιά, κοίτα πως λαμποκοπά, τα Χριστούγεννα φυτρώνει και στο χιόνι δεν κρυώνει. Το βρήκα, είναι τα κόκκινα λουλούδια των Χριστουγέννων, είπε η Φουρούζ. Μπράβο, το βρήκες, τώρα πρέπει να τα βρείτε και να τα βράσετε για να φτιάξετε το μαγικό αντίδοτο του κορωνοϊού. Πάμε γρήγορα, είπαν τα ξωτικά. Σε λίγο έφτασαν έξω από το σπίτι του Μπισκοτούλη. Είχε ένα τεράστιο κήπο γεμάτο με κατακόκκινα λουλούδια Χριστουγέννων. Όλοι όμως ήξεραν ότι δεν άφηνε ποτέ κανέναν και για κανέναν λόγο να τα κόψει. Και τώρα τι θα κάνουμε, αναρωτήθηκαν τα ξωτικά. Και σαφνικά ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Μπισκοτούλης. Τι θέλετε εδώ πάλι εξωτικά? Κύριε Μπισκοτούλη, μη θυμώνετε μαζί μας. Θα θέλαμε να σας ζητήσουμε τέσσερα από τα κόκκινα λουλούδια, είπε η Σάρα. Αν μας αφήσεις να πάρουμε τέσσερα έστω από τα λουλούδια σου, μπορείς να μας ζητήσεις ό,τι θες για αντάλλαγμα, είπε η Φορούς. Εντάξει, θα σας δώσω, αλλά μόνο τέσσερα, όχι παραπάνω και θέλω ως αντάλλαγμα τα παλτό σας, ή έστω ένα από τα δύο, γιατί κρυώνω κι εγώ. Η Σάρα και η Φορούς όμως είχαν μαζί τους ένα χριστουγεννιάτικο δώρο για τον κύριο Μπισκοτούλη, που ήταν ένα ολοκένωργιο χρυσό παλτό. Και έτσι του το έδωσαν και πήραν τα τέσσερα λουλούδια. Τα δύο ξωτικά, αφού πήραν ό,τι χρειάζονταν για να φτιάξουν το αντίδοτο, έπρεπε να σκεφτούν πού θα πάνε για να το φτιάξουν. Μετά από πολλή σκέψη, θεώρησαν ότι το πιο σωστό είναι να το φτιάξουν εκεί που ξεκίνησε ο κορωνοϊός. Και έτσι κίνησαν για την Κίνα. Εκεί, αφού το δημιούργησαν, το άφησαν να εξαπλωθεί όπως ακριβώς και ο Υιός. Και αυτό, με γρήγορο ρυθμό, παίρνουσε από χώρα σε χώρα, από άνθρωπο σε άνθρωπο και τους έκανε όλους καλά. Σύτομα λοιπόν έφτασε και στο Ροβανιέμη, όπου έκανε καλά και τα ξωτικά που είχαν αρρωστήσει με τον Άι Βασίλη. Αφού γύρισαν και η Σάρα και οι φορούς το Ροβανιέμη, όλοι μαζί αποτελείωσαν τις ετοιμασίες το δώρο. Και την ημέρα των Χριστουγέννων, μαζί με τον Άι Βασίλη μοίρασαν τα δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Όπου πλέον γιόρταζαν τα Χριστούγεννα υγιεί και ευτυχισμένο. Στην ιστορία της ομάδας των παιχνιδιών. Οι δεκάχρονοι συγγραφείς από την Αντική, Γιώργος και Ερμιόνη, στενοχωριόνται που τα παιχνίδια του Άγιο Βασίλη θα μείνουν στα ράφια. Έτσι τα παιχνίδια ξεσηκώνονται και αναλαμβάνουν να βρουν τη λύση, ώστε να πείσουν τον Άγιο Βασίλη για να μοιράσει τα δώρα. Τα παιχνίδια. Φέτος στη Φιλανδία στο χωριό του Άγιου Βασίλη, εκεί όπου άλλη χρονιά τα παιχνίδια προετοιμάζονταν να μοιραστούν σε κάθε σπίτι, τα φώτα είναι σβιστά, οι μηχανές κλειστές, τα γράμματα μικρών και μεγάλων δείχνουν αδιάβαστα. Ο Άγιος Βασίλης λόγου κορονοϊού φοβάται να ταξιδέψει για να μοιράσει στα παιδιά όλου του κόσμου τα παιχνίδια που ζήτησαν και αυτά που περιμένουν να δώσουν χαρά σε κάθε σπίτι, τρόμαξαν ότι θα έμεναν στα ράφια. Οι στεναχώρια τους ήταν τόσο μεγάλοι που πίστευαν ότι θα παλιώσουν χωρίς να τα χαρεί κανένα παιδί. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά και δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι θα καταστραφούν τα Χριστούγεννα. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν έναν αντιπρόσωπο να συνομιλήσει με τον Άγιο Βασίλη και τα ξωτικά του για να βρουν μια λύση ώστε να σωθούν τα Χριστούγεννα. Ποιος όμως θα μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή? Τα παιχνίδια δεν μπορούσαν να βρουν κάτι ή κάποιον ικανό. Γι' αυτό συναποφάσισαν να φτιάξουν κάτι ειδικά για αυτόν τον σκοπό. Μετά από πολλή σκέψη ένα παιχνίδι φώναξε να φτιάξουμε ένα ρομπότ που να μπορεί να γίνεται ό,τι θέλει. Όλοι συμφώνησαν με την ιδέα αυτή, οπότε τώρα το μόνο που έλειπε ήταν να βρουν το αντίδοτο για τον κορωνοϊό. Τότε θυμήθηκαν ότι στον πλανήτη Δία υπάρχει ένα χημικό που φτιαχνόταν από την υπερβολική ζέστη. Όμως αν πήγαιναν εκεί να ζητήσουν το αντίδοτο θα έπρεπε να τους δώσουν νερό επειδή δεν έχει καθόλου νερό. Κατάλαβαν πως για να διασχίσουν το διάστημα θα χρειαζόντως αν ένα διαστημόπλιο. Μα τα παιχνίδια δεν ήξεραν πως να το φτιάξουν οπότε σκέφτηκαν μία από τις λειτουργίες του ρομπότ να είναι η μετατροπή του σε διαστημόπλιο. Αυτό που έμενε να αποφασιστεί ήταν το ποιος θα πατούσε το κουμπί για να μετατραπεί το ρομπότ σε διαστημόπλιο και έτσι επέλεξαν έναν εφευρέτη ο οποίος το πάτησε αμέσως. Όλοι περίμεναν με αγωνία να γυρίσει το ρομπότ με το αντίδοτο. Ο εφευρέτης παρακολουθούσε κάθε στιγμή που βρισκόταν το ρομπότ και ενημέρονε και τους υπόλοιπους. Όσο αργούσε όμως όλοι ενησυχούσαν μήπως δεν προλάβαιναν τα Χριστούγεννα. Το αντίδοτο ήταν η τελευταία ελπίδα. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να πείσουν τον Άγιο Βασίλη να μοιράσει τα παιχνίδια. Λίγο πριν απογοητευτούν είδαν το ρομπότ να γυρνάει με το αντίδοτο στα χέρια. Έτρεξαν αμέσως τον Άγιο Βασίλη ο οποίος ενεργοποίησε το εργοστάσιο και έβαλε όλες του τις δυνάμεις ώστε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Μετά λοιπόν από την ιστορία των παιχνιδιών, σειρά έχει μια άλλη πολύ γλυκιά ιστορία με ήρωα τον Φιντέλ, έναν αδέσποτο σκύλο από τις τρεις δεκάχρονες συγγραφείς της ομάδας των Ελλάτων. Η Κάτια Μιχαέλλα από τα Γιαννητσά και η Μάρσια με τη Ζένια από την Αττική μας μιλούν για την αληθινή αγάπη του τετράποδου ήρωα προς τους ανθρώπους και μας δίνουν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία. Φίλες και φίλοι, ο Φιντέλ σώζε τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας σκύλος που τον έλαγα Φιντέλ. Ήταν αδέσποτος, όχι από πάντα όμως, πριν μερικούς μήνες είχε ιδιοκτήτες, όμως τον άφησαν γιατί φοβήθηκαν ότι ο σκύλος θα μπορούσε να τους κολλήσει κορωνοϊό. Ο Φιντέλ από τότε ήταν μόνος του και όποιον έβλεπε να περνάει πήγαινε και τον κοιτούσε, αλλά οι άνθρωποι δεν του έδιναν σημασία. Τότε αποφάσισε να βρει λύση για να φύγει αυτός ο ιός βρίσκοντας το εμπόδιο. Όμως έπρεπε να περιμένει να έρθει η παραμονή πρωτοχρονιάς για να ζητήσει βοήθεια από τον Άγιο Βασίλη. Οι μέρες περνούσαν και ο Φιντέλ περίμενε και περίμενε μέχρι που ήρθε εκείνη ημέρα η παραμονή πρωτοχρονιάς. Την παραμονή καθώς ο Φιντέλ έψαχνε τον Άγιο Βασίλη εμφανίστηκε ένα πλάσμα που μόνο σε εικόνες παραμυθιών μπορούσε κάποιος να δει, ένα ξωτικό. Μετά από αρκετή ώρα ο Φιντέλ και το ξωτικό γνωρίστηκαν και μίλησαν για τους σκοπούς τους. Ο Φιντέλ είπε τον δικό του και το ξωτικό του είπε πως ο δικός του σκοπός ήταν να φτάσει κάποτε στο χωριό του Άγιο Βασίλη επειδή είχε χαθεί. Οι δυο φίλοι αποφάσισαν πως ο ένας θα βοηθήσει τον άλλον. Ο Φιντέλ υποσχέθηκε στον φίλο του ότι θα σκαρφιστεί μια ιδέα για να φτάσουν ως το εργαστήρι του Άγιο Βασίλη και το ξωτικό υποσχέθηκε πως θα μοιραστεί με το Φιντέλ μυστικά για να περάσει κάποιος το πέπλο που καλύπτει το χωριό του Άγιο Βασίλη. Απ' την άλλη στο χωριό του Άγιο Βασίλη επικρατούσε πανικός. Ο ίδιος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει έναν εχθρό, τον Κορονοϊό. Μετά από πολλές προσπάθειες ο Κορονοϊός νίκησε τον Άγιο Βασίλη ο οποίος τελικά αρρώστησε. Εν τω μεταξύ το ξωτικό με μαγικά λόγια άνοιξε μια τρύπα στο πέπλο και αφού πέρασαν και οι δύο ο Φιντέλ είπε στο ξωτικό να μπει κάτω από το μανδύα που είχε και τους έκανε αόρατους. Με αυτόν τον τρόπο έφτασαν στο εργαστήρι του Άγιο Βασίλη χωρίς να τους δει κανένας ούτε ο ίδιος ο Κορονοϊός. Πήγαν στον Άγιο Βασίλη που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και εκείνος τους ψιθύρισε το μυστικό του. Πήγαινε στην κυρία Βασίλη να σου δώσει μια μαγική σκόνη που όποιος τη μυρίζει δεν κινδυνεύει από τον Κορονοϊό. Όταν την πάρεις φύσηξε την και θα σκορπιστεί σε όλον τον κόσμο. Εντάξει αλλά που θα βρω την κυρία Βασίλη. Στην κορυφή του ψηλού βουνού. Εντάξει ευχαριστώ. Όταν έφτασε στην κορυφή του βουνού είδε την κυρία Βασίλη και της είπε. Ο Άη Βασίλης μου είπε να έρθω να μου δώσεις μία σκόνη. Ορίστε πάρτι. Ο Φιντέλ τη φύσηξε και σκορπίστηκε. Μετά από λίγες μέρες ο Φιντέλ βρισκόταν με τους δικούς του. Και το ξωτικό έμεινε για πάντα στο σπίτι του Άη Βασίλη. Μετά την ιστορία των Ελλάτων σειρά έχει η ιστορία των Χάσκη. Οι οχτά χρόνες Αγγελίνα, Έλενα και Σοφία από το Αγρίνιο με προπονήτρια την πρώην δασκάλα τους και νύν εψυχότριά τους κυρία Ελένη Μάτζιου μας δίνουν μία ιστορία που ξέρει να μιλά στις καρδιές των ανθρώπων. Ας δούμε λοιπόν πώς η ομάδα των Χάσκη κατάφερε να σώσει τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Πολύ μακριά εκεί στο φόρειο Πόλο ζει ο Άη Βασίλης με ταξοτικά του. Όλοι γνωρίζουμε ότι ταξοτικά είναι η βοηθή του στο εργαστήρι. Εκεί φτιάχνονται τα δώρα που φέρνει σε όλα τα παιδιά του κόσμου τα Χριστούγεννα. Φέτος όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όλοι είναι στεμαχωρημένοι αφού σε όλο το κόσμο η φετινή χρονιά δεν θυμίζει σε τίποτα τις προηγούμενες. Υπάρχει ένας τρομερός ιός που ακούει στο όνομα κορωνοϊός και έχει κρατήσει όλα τα παιδιά μέσα στο σπίτι μακριά από τους φίλους τους. Ο Άη Βασίλης με την ομάδα του σκέφτονται πως μπορούν να σώσουν τα Χριστούγεννα από τον Ήπουλο Υιό και να γίνουν οι γιορτές μαγικές όπως ήταν πάντοτε. Δεν έμοιαζε απλό. Ο Άη Βασίλης και τα ξωτικά του δεν μπορούσαν να βρουν λύση μόνοι τους ούτε μπορούσαν να συγκεντρώσουν τους ιχωριανούς με σκοπό να συζητήσουν αφού αυτός ο ιός δεν άφηνε να συγκεντρώνονται οι άνθρωποι στον ίδιο χώρο. Ο Άγιος είχε χάσει τον ύπνο του από τη στεναχώρια του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Μόνο κάτι μαγικό θα έσωζε τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Σαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Το νεραϊδοχωριό. Εκεί που κατοικούσαν οι μεραϊδες του Βορρά. Πώς θα πάω όμως μέχρι εκεί? Αναλογίστηκε. Δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία. Αν με πιάσουν οι ενωέροι τροχονόμοι θα μου πάρουν μέχρι και το έλκυθρο. Μονολόγησε. Ενώ σκεφτόταν πετάγεται αμέσως από το κρεβάτι του αρπάζει την τουντούκα του, ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει προς το νεραϊδοχωριό. Νεραϊδούλες μου καλές, ξυπνήστε, βοηθήστε μου. Πρέπει να σώσουμε τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Όλα τα παιδιά του κόσμου πρέπει να πάρουν τα δώρα τους. Ξαφνικά όλα τα φώτα άναψαν από τα νεραϊδένια σπιτάκια και οι μικρές νεράιδες πιάσανε δουλειά. Οι μέρες όμως περνούσαν και ο Άη Βασίλης δεν είχε νέα από το νεραϊδοχωριό. Καθόνταν στην κουνιστή πολυθρόνα του δίπλα στο τζάκι του σπιτιού του και χάριδευε τη μακριά άσπρη γενιάδα του λυπημένος γιατί δεν μπορούσε να σώσει τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Ευθύς άνοιξε η μεγάλη ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα μια μικρή νεραϊδούλα. Άη Βασίλη βρήκα εγώ πως θα σώσω με τα Χριστούγεννα από τον κορωνοϊό. Αναφώνησε όλο χαρά με την τριφερή φωνούλα της και πέταξε κοντά του δίνοντάς του ένα μικρό κατακόκκινο πουγγί. Το πουγγί έχει μια μαγική χρυσόσκονη που έφτιαξα μόνη μου και θα εξαφανίσει τον υποχθόνιο λιό μια για πάντα. Συνέχισε με κομμένη ανάσα. Ο Άη Βασίλης πετάχτηκε από την πολυθρόνα του και τα τρανταχτά του γέλια ακούστηκαν σε όλο το χωριό. Ξεσήκωσε τα ξωτικά, ετοίμασαν το έλκυθρο και ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι τους σε όλη τη γη. Θα σκορπίσουμε τη χρυσόσκονη και θα εξαφανίσουμε τον κορωνοϊό. Όλα θα αλλάξουν και θα γίνουν όπως πριν. Φροντοχφώνασε χαρούμενος ενώ οδηγούσε το έλκυθρό του. Ο Λέμι το αρχιεξωτικό ξεκίνησε το σωτήριο σκόρπισμα της μαγικής χρυσόσκονης και ο πλανήτης άρχισε να ανασένει σαν να εξαφανίστηκε ένα μαύρο καταραμένο σύλλεφο από πάνω του. Ο κόσμος ξεχύδηκε στους δρόμους, τραγουδούσαν, αγκαλιάζονταν, δεν φοβόνταν άλλο πια. Έτσι ο Άη Βασίλης, ικανοποιημένος και ανακουφισμένος που πήγαν όλα καλά, μοίραζε ανιανόχλητο στα δόρα του στα παιδιά της Ιφυλίου και φάνηκε περισσότερο γενεόδωρος με τις φτωχές οικογένειες που φέτος υπέφεραν πιο πολύ από κάθε άλλη χρονιά. Παιδιά και αναφέρομαι σε όλα τα παιδιά και στα μικρά και στα λίγο μεγαλύτερα. Τα Χριστούγεννα είναι μαγικά και οι ιστορίες των παιδιών τα γλυκένουν ακόμη περισσότερο. Για μένα τα Χριστούγεννα έχουν σωθεί από τον κορωνοϊό εδώ και πάρα πολύ καιρό, εκεί γύρω στα τέλη του Νοέμβρη που ξεκίνησα τα μαθήματα με τους μαθητές μου στο εργαστηρί. Δεν το περίμενα ότι θα ήταν τόσο όμορφα, αλλά τελικά μπορούμε ακόμη κι αν μείνουμε στο σπίτι μας να βρούμε τρόπους δημιουργικούς να μπορέσουμε να γίνουμε φίλοι, να συνεργαστούμε, να δημιουργήσουμε, να παράξουμε ένα όμορφο αποτέλεσμα. Ευχαριστώ πάρα πολύ τους γονείς και τα παιδιά που συμμετείχαν στο εργαστήρι και μας χάρισαν αυτές τις όμορφες ιστορίες και ευχαριστώ ακόμη περισσότερο τη Μαρία Παπαγεωργίου, την κυρία αντιδήμαρχο, που μας έδωσε το βήμα να επικοινωνήσουμε τα όμορφα γραπτά των παιδιών. Εύχομαι τα φετινά Χριστούγεννα να έρθουν και να σας φέρουν λάμψη και μπόλικη μαγεία και εύχομαι να είστε γεροί και να προχωράτε όμορφα και δημιουργικά στις ζωές σας. Καλά Χριστούγεννα με υγεία και αγάπη. Και του χρόνου που ξέρετε μπορεί να διαβάσουμε ακόμα περισσότερες όμορφες ιστορίες. Είμαι η Αριάδνη Δάντε και σας λέω τη γλυκιά μου καληνύχτα από τη Σοφίτα μου. Τη μικρή Σοφίτα της Τσιμποπόλης. Καλό βράδυ. |