Αντικείμενο του μαθήματος αποτελούν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις των ειδησεογραφικών συνεντεύξεων. Οι βασικοί κανόνες διαχείρισης του δικαιώματος λόγου: η ανάληψη συνεισφορών και η παραγωγή λόγου ειδησεογραφικής συνέντευξης. Η εναλλαγή συνεισφορών στην ειδησεογραφική συνέντευξη: βασικά προκαταρκτικά σημεία. Οι ερωτήσεις του συνεντευκτή-Οι προλογισμένες ερωτήσεις και η διαδραστική τους κατασκευή. Οι απαντήσεις ως μια από κοινού κατασκευή.: Παρά πολλά μπορεί κανείς να μελετήσει, το ένα είναι πολιτικής θέσης, το άλλο είναι μη πολιτικής θέσης. Θα δούμε μόνο την αρχή, δηλαδή μια ερώτηση και μια απάντηση. Σχετικά με τους τίτλους, που είναι το πρώτο θέμα, ρε βασιλιάς. Εμείς θα πάρουμε, για παράδειγμα, μια εκπομπή ηθήσεων, ένα τηλεοπτικό δημιουργείο και θα βλέπουμε τους τίτλους των ηθήσεων κάτω και θα τους αναλύνουμε. Δύο πράγματα μπορεί να κάνει κανείς, είναι να κάνει μια μελέτη περίπτωσης, να πάρει ένα καναλήν, έτσι και να μελετήσει για ένα ρυθμό ημερών, ας πούμε μια εβδομάδα ή και δύο εβδομάδες, να μελετήσει τους τίτλους, ώστε να καταλήξει στο προφίλ, το προσωπικό των τίτλων για όλα τα είδη των ηθήσεων από τις πολιτικές θέσεις μέχρι τις πολιτικές. Αυτό που κυρίως προτείνω, όμως, είναι μια σχετική εξέταση. Όλα, από όλα τα κανάλια. Α, δύο ή τρία. Αν κάνεις από όλα τα κανάλια, είναι ακόμα καλύτερα. Αλλά, πρόσεξε, αν πάρεις δύο ή τρία καναλιά, προτείνω να ψάξεις να βρεις τις κοινές ειδήσεις. Είναι καλύτερα. Δηλαδή, να βρεις το διαφορετικό τρόπο με το οποίο δύο ή τρία καναλιά παρουσιάζουν, δηλωδοτούν την ίδια είδη σε εκείνη, στη δυτική ευθύκονα, είναι πιο χρήσιμο να την βρει κανείς να την περιγράψει, παρά να έχει, ας πούμε, ένα σύνολο τίτλου στο ένα κανάλι και να μην νοιάζουν μεταξύ του. Όλες οι ειδήσεις δεν είναι κοινές, αλλά σίγουρα στις 15-20 ειδήσεις, 5-6 θα είναι κοινές. Και επίσης, το έχω πει αρκετές φορές, δεν είναι μόνο ένας τίτλος. Μπορείς, στη διάρκεια ενός ρεπορτάζ, να πες και δεύτερος και τρίτος και έβλεπος. Καλό είναι να τους έχει, κανείς ασχέτουσα, αν χρειαστεί να τους συμβεί με κάτι άλλο ή όχι, για να έχουμε μια στελική εικόνα. Κοίταξε, στο ρεπορτάζ είναι λίγο πιο δύσκολο με τόσους μεγαλών ειλικού. Ενώ οι τίτλοι είναι φρασούλες και μικράς φορτάσεις και μπορείς πολύ εύκολα, όμως δεν είναι χρήσιμο, αν τις βάλεις στις στήλες για να φαίνονται αμέσως πρώτη μέρα. Ξέρω, παίρνεις τη δευτέρα, μια δευτέρα, έτσι. Παίρνεις τρία κανάλια, επιλέγεις τους κοινούς τίτλους, τους βάζεις στις τρεις στήλες, με το μάτι αμέσως φαίνονται οι διαφορές στη διατύπωση. Τώρα, το όν μπορεί να το συγκρίνει κανείς επίσης, λιγότερες έστω ιδήσεις, μπορείς να πάρεις, ξέρω εγώ, δυο-τρεις κοινές ιδήσεις. Το όν είναι μια μικρή παράγραμμα, δεν είναι πολύ μεγάλο κείμενο. Το ρεπορτάζ τώρα ξαντάται, μπορεί να είναι και ένα μεγάλο κείμενο και θα έλεγα για λιγότερο αριθμό ημερώνας του. Θα μπορούσες να πάρεις, ξέρω εγώ, πέντε ρεπορτάζ και πέντε από ένα άλλο κανάλι που να αναφέρονται σε κοινά θέματα. Δηλαδή, όσο μεγαλώνει το υλικό, τόσο λιγότερες περιπτώσεις ζητάω. Οι τίτλοι είναι πολύ λίγο πραγματικά εκεί. Δηλαδή, μπορεί κανείς με μεγάλη ευκολία να μελετήσεις τους έτους μιας βομάδας τύλων καναλιών. Στο όν θα έλεγα για δύο καναλιών, στο ρεπορτάζ θα έλεγα για πέντε περιπτώσεις. Ξαντάται τώρα, λοιπόν, στο μεγάλο ρεπορτάζ, έτσι, γιατί μπορεί να είναι ένα ρεπορτάζ πολύ μικρό. Άλλα συνδρήσεις είναι αυτά που πάρετε. Ναι. Πέντε μέρες συνήθως εργάσιμες. Ναι, νομίζω ότι είναι καλά. Επίσης, αν δείτε ότι δεν έχετε πολλές κοινές ειδήσεις, δεν ανάγκη οι μέρες να είναι διαδοχικές. Πάτε σε μια εβδομή, όπδοη. Δηλαδή, με ενδιαφέρει, αυτές οι πέντε μέρες μπορεί να είναι διάσπαρτες μέρες σε έναν δεκαπενθήμερο, αλλά να έχει πέντε-έξι κοινές ειδήσεις, παρά να πάρει τέτοια καλά τις πέντε ενσυρά μέρες και να μην έχεις πολλές κοινές ειδήσεις. Οπότε, χρειάζεται έτσι λίγο να παρακολουθήσεις κανείς την επικαιρότητα και να κρατήσεις το υλικό που χρειάζεται. Επίσης, αν τα έχει κανείς στα βίντεο, είναι πάρα πολύ εύκολο. Μετά, όποτε θέλει, να καθίσει, να τα δει με προσοχή, να άκουμε λιτοφωνίες στους τύπλους, που είναι πολύ εύκολο πράγμα. Πολλοί ή τρία? Δύο ή τρία. Ναι, νομίζω ότι είναι καλά. Τρία. Και μάλιστα, τι τρία. Ένα κρατικό, το οποίο το ξέρουμε από τη Φιλιογραφία, ότι συνήθως η γλώσσα του είναι κάπως πιο επίσημη, πιο τυπική και λοιπά. Ένα μεγάλο ιδιωτικό, όποιο να είναι. Και ένα πιο λαϊκό, αν κανείς μπορεί να πει ότι κάποιοι από τα κανάλια των Εθνικού Βελληνικούς είναι πιο λαϊκά. Είχαμε το Star παλιότερα, τώρα το Star πια δεν είναι τέτοιο κανάλι. Γιατί το ε, αν μπορεί να θεωρηθεί, είναι ένα τέτοιο κανάλι, το οποίο δεν το παρακολουθώ σχετικά με τηλεόραση. Δεν είναι, όχι, όχι, όχι. Ο λόγος είναι ότι αυτές οι τρεις ποικιλίες δίνουν και ενδιαφέροντα συγκεκριτικά αποτελέσματα ως προς τον τρόπο που γράφονται και οι τίτλοι και τα όντια και τα reportage. Δηλαδή ένα πιο σοβαρό ήχο, σε ένα λιγάκι πιο χαλαρό, με την έννοια στοιχεία προφορικότητας, συνομιλιακού ήχους κλπ. Και τα lifestyle κανάλια έχουν φόμι, πιο χαλαρή γλώσσα. Είχα δείξει, θυμίζω ότι είχα δείξει, στο όν, όταν μιλήσαμε για το όν, τρεις στήλες. Αν ήσασταν θα τις θυμάστε, όπου είχαμε ένα κρατικό, νέτο νομίζω ήταν, παλιό, 49 εκδηλυκό, Μέτερ και Σταρνθμαν. Καλά, είχαμε μια γιαλία αποπροσώδευση. Είχαμε και τους τίτλους και τα όντια. Αν έχετε, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Ο στόχος είναι, στα βρύση όμως, λίγο δύσκολο να βρεις. Αυτό το υλικό είναι από διατριβή που σας έδειξα. Η κοπέλα έχει καθίσει, όταν δούλευε με το υλικό της και θα είχε κρατήσει τα βίντεο αυτά και μετά τα μετέραψε. Αν μπορείτε να βρείτε, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Ας είναι και πρισσινά, εξάλλου δεν αλλάζουν τα πράγματα, μήνα σε μήνα από εβδομάδες από εβδομάδους. Ούτως άλλως, όποτε και να κάνεις τη σύγκριση και πέρις και προπέρις να κάνεις τη σύγκριση, πάλι διαφορές θα υπάρχουν. Δεν αλλάζουν θεματικά τα πράγματα από χρονιά σε χρονιά. Από δεκαετία σε δεκαετία αλλάζουν, από χρονιά σε χρονιά αλλάζουν. Λένε. Μα το υπέρανε, λοιπόν, ότι η κοπέλα συμμετάζει με το υπέρανε και με το υπέρανε. Αν θέλεις να το κάνεις πιο περίπλοκο και, δεν ξέρω, μπορεί μέσα σε 10-12 σελίδες να μπλήσει και για το ένα και για το άλλο. Τίτλοι και όλοι, ναι. Γιατί? Γιατί είναι γραπτός λόγος και το ένα και το άλλο. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι είναι, πώς είναι, ας πούμε, σε μια γραπτή ειδηση, ο τίτλος και το lead, με αυτή την έννοια. Αλλά στο reportage, αν είναι ζωνταμένοι και απρόβλεπτα στοιχεία, έχεις προφορικό λόγο και το πράγμα αλλάζει. Οπότε καλό είναι να μην, εκτός αν θέλεις να μελητήσεις ένα κανάλι, αν θέλετε μάλλον να μελητήσετε ένα κανάλι και κάνετε μια μελέτη περίπτωσης και πάρετε ολόκληρη την ύμηση με το reportage μαζί. Επιλεκτικά έτσι, από έναν αριθμό ημερών και με μια κατανομή, ξέρω εγώ, μια πολιτική, μια οικονομική, μια αχλητική, μια πολιτική, για να έχετε μια κάπως το προφύλλας του ενός καναλιού. Όχι, δεν μπορεί να γίνει μετασκριπτικά. Η σύγκριση μετά θα αφορά μόνο μικρογλωσικά, χαρακτηριστικά. Δεν θα ήθελα να σας βάλω σε τόσο ειδική ανάλυση που δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει εύκολα και σε τόσο μικρές έκτασες της εργασίας. Εκεί θα πρέπει να έχει κανένας φουτούλι πετσότουρας λοιπόν, όχι να απομονώσουμε μόνο πέντε ρεποτάσεις. Άρα, πολύ αχλητικά ερώτηση. Παρακαλώ για τις ειδικές ειδικές ειδικές. Είχα τρεις εβδομάδες. Για ποιες ειδικές? Α, τα ειδικές. Τρεις εβδομάδες και έχω σάβαν και κυριακή δευτέρα και πιθανή. Ε, κοίταξε, ναι. Τις μέρες που έχει, κάθε μέρα έχει, αλλά η κυριακή δευτέρα λόγω των πρωταθλημάτων και λοιπά, έχουν πάντα παισόδρο υλικό. Τις τετάρτες, νομίζω, έχει κάποια ευρωπαϊκά κλίματα, κλίπελα, τέτοια πράγματα. Μπορεί όμως να έχει και σε άλλες μέρες. Μπορεί να επαναλαμβάνονται κάποια βίντεο ή να έχει αποδιοθυνείς αγώνες. Ε, να γίνει συγκεκριτικά αυτό, δεξιλείο καναλιών. Ε, κοίταξε, ναι, ούτως ή άλλως θα γίνει συγκεκριτικά, γιατί οι αγώνες είναι συγκεκριμένοι. Δηλαδή, δεν μπορεί τη Δευτέρα, το ένα κανάλι να δείξει, ξέρω εγώ, τι να δείξει, στους αγώνες της Κυριακής. Θα δείξει άλλους αγώνες. Αλλά όλα αυτά δεν υπάρχουν διαφορές. Διαφορές σε τι? Ε, ξέρω να εξάσουν τις μεταβάσεις ή να γίνονται στάσεις ειδικά. Διαφορές σίγουρα θα υπάρχουν, ως προς τη γλώσσα, ως προς τους πικάζ, ως προς το σχολείευμα. Αυτό θέλουμε και εμείς, γιατί ειδικά τα ξένα μάτια θα έχουν σίγουρα το ίδιο βίντεο, γιατί το πήραν από διεθνή πρατώρια. Δεν πήγε το κανάλι στην Αγγλία να τραβήξει βίντεο σε ένα συγκεκριμένο αγώνα. Οπότε οι εικόνες θα είναι λίγο πολύ ίδιες. Αλλά θα διαφέρει ο υποματιμός τους, ο σχολεαρμός τους. Και αυτό είναι το βίντεο. Και τη μετάβαση στα δηλυντικά, όταν στον Αντένελ, και το λεξιλό ή κάτι άλλο. Το ίδιο αναφέρος με ένα πραγματικά. Αντάξει, η μετάβαση έχει ένα ενδιαφέρον. Παντάζομαι ότι είναι κάπως πιο παιγνειώτης, ονομιλιακής στα ιδιωτικά, λίγο πιο σοβαρής στα κρατικά. Κυρίως, όπως, μας ενδιαφέρει το ίδιο το reportage. Δηλαδή, αυτός είναι ο ιδιαίτερος λόγος, λεξιλόγιο, μεταφορές. Ή λόγος που συνεργάζεται η εικόνα με το λόγο. Αυτά είναι τα πιο διάφορα στοιχεία, αν λύτης κάνεις αυτό το κομμάτι. Τώρα, αν έχει άλλα στοιχεία, δηλαδή υπάρχουν και τελετήρια, τα οποία έχουν συνεντεύξεις από προπονητές, κλπ. Να σκρίνεις όμια πράγματα. Δηλαδή, εγώ θέλω σου πρώτα να σκρίνεις μόνο φάσεις αγών. Εκεί σίγουρα θα πεις κάτι εκτινάστηκε. Για να πάμε να δούμε πρώτα δύο βιντεάκια, τα οποία είναι και παλιότερα. Ένα, όπως είπα, από πολιτική συνέντευξη, είναι 1989. Θα δούμε μόνο την πρώτη ερώτηση και την πρώτη απάντηση για την πολύ μεγάλο το βίντεο. Και στην αρχή μιας άλλης συνέντευξης που είναι με έναν ειδοποιομημί πολιτικό πρόσωπο. Δεύτερη μέρα σήμερα της προεκλογικής συζήτησης από τη τηλεόραση, με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Χθες δώθηκε ο λόγος και η οθόνη στον κ. Λεωνίδα Κίρκο, γραμματέα του Συνασπισμού της ΑΕΣΤΑΙΑς και της ΠΡΟΔΕΙΑ. Αύριο την ίδια ώρα θα έχουμε εδώ τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνο Μισουτάκη. Το λόγο όμως τώρα τον έχουν οι συνάδελφοι. Κύριε Ζούλα, σήμερα θα κάνετε εσείς την πρώτη ερώτηση. Ακούστε λίγο στην ερώτηση τώρα. Κύριε Παπανδρέου, σήμερα είναι μια, θα την έλεγα, σημανιακή ημέρα. Έχουμε 19 Οκτωβρίου και θα πρέπει να υπενθυμίσω στους τηλετέντες ότι πριν από οκτώ χρόνια ακριβώς ορκυζόσασταν για πρώτη φορά ο διπουλός της χώρας. Από τότε η κατάσταση έχει αλλάξει μέχρι σήμερα και σήμερα υγείστε ενός κόμματος στο οποίο υπέστη πρόσφατα μια ηλιογητήτητα παραμένει μεγάλο αλλά σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, ενδεχομένως πριν τον ειδικό σας, είναι μάλλον απίθανο να κερδίσει τις εκλογές και μάλιστα με αυτοδυναμία. Θα ακολουθήσω το παράδειγμα του συναδεύου κ. Γιάννη Φάτση και θα θέσω ένα κεντρικό θέμα, δεν ξέρω αν είναι το αποκλειστικό ή όχι, είναι η περίπτωση που δεν θα έχουνε αυτοδυναμία στις εκλογές της 5ης Μαυρίου σε συνδυασμό με την χθεσινή δήλωση που επανέλαβε και σε εμάς ο κ. Ρανίδας Κίκος ότι σε μια πιθανή κυβερνητική συνεργασία μεταξύ συνασπισμού και πασοκ ο συνασπισμός δεν θα δεχόταν να μετέχεται στην κυβέρνηση. Σε μια τέτοια περίπτωση κ. Ποπανδρέου θα ήθελα να ήξερα εάν είστε διατεθειμένος να επαναλάβετε αυτό που έκανατε τον Ιούνιο, να αρετηθείτε της κοθεκογείας για να δώσετε μια κυβερνητική διέξοδο, διότι σε αυτή την περίπτωση θα συμφωνήσετε μαζί μου, εάν στην περίπτωση κατά την οποία επιτεχθεί ο στόχος του συνασπισμού που είναι κατάληση της αυτοδυναμίας, τότε αρχίζουν τα προβλήματα. Δύο και 46. Πόσο μίλησε αυτός που κάνει την εισαγωγή, μισό λεπτό, άρα μια ερώτηση δύο λεπτά και. Πόσο φαίνεται? Κι ακόμα δεν τελείωσε. Όχι τελείωσε τώρα, κλείς διάπαντηση. Θα δούμε μετά την απάντηση. Μακροσκελέστατη, κουραστική ενδεκομένως, σε ένα πνεύμα πολύ διαφορετικό από τη σήμερα. Σήμερα είμαστε πολύ πιο σύντομες, ευθύβολες και πιο επιθετικές. Είναι υπερβολικά ευγενικός, έτσι. Θα ήθελα να ήξερα τυχόν και λοιπά και λοιπά όλες αυτές οι ειδικές εκφράσεις. Δεν θα είχα τη τηλεόραση. Είναι όμως ευγενικός, αλλά δεν λέει και λίγο όμορφα. Είναι απίθανο να κερδίσετε. Λεκτικά είναι ευγενικός. Λεκτικά είναι βιτριολική, θα έλεγα, η ερώτηση. Να δούμε τι απαντάει ο Ποβαδέρας, να δούμε μια απάντηση. Και ήθελα να μου πείτε αν απαντάει. Γιατί, όπως θα δούμε, είναι πιο εύκολο να... Μαλόν είναι πανεύκολο να οριώσει για τη θύμη ερώτηση. Είναι όμως δύσκολο να πεις πότε τελειώνει μια απάντηση και αν είναι απάντηση. Κρατήστε λίγο μια διάκριση που δεν λέγεται και πολύ καθαρά, ίσως, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο που θα σας στείλω. Τη διάκριση ανάμεσα σε απάντηση και απόκριση. Στα αγγλικά, answer και response. Αυτό που θεωρούμε κανονική απάντηση περιοχωμένου, με ρωτάς κάτι τι ώρα είναι να σου απαντάω, 12, είναι η απάντηση, το answer. Το response σημαίνει, μπορεί να είναι οτιδήποτε εκτός από κανονική απάντηση. Μπορεί να σου πω εγώ, αμάν, μωρέ, δεν έχω ρολόι μου. Απόκριση είναι, αυτό δεν είναι απάντηση, ή οτιδήποτε άλλο. Ή τι θες στην ώρα, βέβαια, ξέρω, μπορώ να πω οτιδήποτε, αυτό είναι απάντηση. Αντιστοίχως, πάρα πολλές φορές, οι απαντήσεις, οι αναδράσεις, πώς να το πει κανείς, μπορεί να είναι ολοκληρωμένες απαντήσεις, μπορεί να είναι μέρη απαντήσεις, μπορεί να είναι πετυχιαίες, μπορεί να είναι μη απαντήσεις, και σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι και αντερωτήσεις. Δεν αυτό που με ρωτάτε, ξέρω εγώ, είναι απαράδεικτη η ερώτηση σε διαφορά τέτοια. Αλλά αυτό είναι αντικανονικό. Για να δούμε λίγο την απάντηση και θα περάσουμε και στο άλλο παράδειγμα. Η ερώτησή σας ουσιαστικά είναι πολύ μεγάλη. Κανείται ένα τεράστιο φάσμα θεμάτων. Και θα με επιτρέψετε να απαντήσω σε ουρισμένα, τουλάχιστον, από αυτά τα οποία μου θέσατε. Πρώτα απ' όλα, ευχαριστώ που με υπενθυμίζετε την ημέρα που αργίστηκα από την προβόρυση. Πιστεύω ότι ο ελληνικός λαός θα μου δώσει ξανά αυτή την ευκαιρία για να ολοκληρώσω εγώ και το κίνημα που εκπροσωπώ το έργο της Αναγέννησης και Αλλαγής, το οποίο ξεκινήσαμε μαζί από το 1974. Δεύτερο, θα μου επιτρέψετε να μη δεχθώ ότι το Πασόκλη πέστη ήταν, ύστερα από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας. Και είναι σπάνιο φαινόμενο να έχουμε οκτώ σε εναντά χρόνια, τετραετίες στην Αλλάδα, με την ίδια κυβέρνηση, το ίδιο κίνημα, το ίδιο κόμμα, στην εξουσία. Ύστερα από τουλάχιστον ένα χρόνο δύρων και τέραγα χαμηλού επιπέδου επιθέσεων, από μια μεγάλη μερίδα του τύπου, από θέματα υγείας, σκανδάμων, ό,τι θέλετε, γεγονός είναι ότι αυτό το κίνημα θα κράτησε περίπου 40% των μυζηφοφόρων. Και πρέπει να υπενθυμίσω ότι δεν υπάρχουν πολλά σωσιεριστικά κόμματα στην Ευρώπη, που έχουν το 40%. Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις τις οποίες προέβη ο κύριος Κίρκος, θα ήθελα να πω ότι δυστυχώς, αλλά δεν είναι φέρεγγιος. Προεκλογικά, αδέλεγαν, ο Συνασπισμός διακήρυσε παντού και δυνατά, ότι δεν είναι πρόκειτο να συνεργαστούν με την Δεξιά, με τη Νέα Δημοκρατία. Και όμως το έκανε. Διακήρυσαν ότι η απάληψη του ΣΥΝΕΝΑ ήταν πρώτος και μεγάος στόχος. Και όμως όταν τους δώθηκε η ευκαιρία, δεν το έκανε. Κατά συνέπεια, το τι λένε προεκλογικά, δεν σημαίνει τίποτε για το τι θα κάνουν μετεκλογικά. Είναι εύκολα. Οι θέσεις του ΑΣΟΚ, οι θέσεις οι δικές του, είναι ότι για τη χώρα μας υπάρχουν δύο χωρίες εκ συγχρονισμού, δύο ξεχωριστή δρόμου. Ο ένας είναι ο δρόμος που ταυτίζεται με τη συντήρηση, κανέναν χωρά αντίδραση, και θα έλεγα ότι χαρακτηριστικό μπορείς να κάνω κριτική, προσωπική ασφαλώς, χαρακτηρίζεται κυρίως από την πολιτική της κυρία Στάτσου, την οποία μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδεχθεί ως υπόδειγμα. Η άλλη είναι η πορεία η ανανοτική, προοδευτική, δημοκρατική, με ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Κατάλαβες λίγο την ερώτηση μέσω της απάντησης, αλλά αν ηττήθηκε ή όχι αυτό είναι ένα ερώτημα και αν θα συνεργαστεί με κάποιο άλλο κόμμα, και αυτά είναι τα δύο ερωτήματα, αλλά και θα παληθεί για να διευκολύνει το σχηματισμό του κυβέρνησης. Ναι, αυτά είναι τα ερωτήματα. Να δούμε και το δεύτερο παράδειγμα και αν προχωρήσουμε λίγο στη θεωρία, γιατί έχουμε να πούμε αρκετά πράγματα. Ο δεύτερος καλεσμένος είναι ένας γνωστός οδοποιός. Αυτή η σχέση πέρασε από τα μύρια κύματα με κριτική πολύ σκληρή, η οποία εγώ θα την μεταφέρω από το λεξί για να έχω τη δική σας αντίδραση. Ήρθαν ότι ο ωραίος του ελληνικού σινεμά συναντήθηκε με την πριγκίτισα της την αστείας Λάτσι, αυτής της μεγάλης οικονομικά δύναμης του παγκοσμίου χώρου και διέρνωσαν, υποψιάστηκαν, ότι μπορεί να υπήρχε συμφέρον σε αυτή τη σχέση. Ξέρεις, 30 λεπτερόλεπτα, περίπου 35 πολύ πιο σύντομη ερώτηση. Στην Πελάδα να εχάλαβανε ένα βήμα. Όχι, ξέρετε ποιος είναι ο Κούρκου Λώστον, όχι. Πολύ γνωστός οδοποιός, κλιματογράφος, διευθυντής του ευθυνικού θεάτρου που ήταν παντρεμένος με την κόρη του Λάτσι, του γνωστού εφοβληστή. Εγώ νομίζω ότι είναι πολύ γνωστός εσάς. Εμπάρξτε, ούτως, η φιμολογία ήταν εκείνο το διάστημα έντονη, είχαν πολλά και πολλή διαφορά ηλικίας, ήταν πολύ νεότεροι του η κόρη Λάτσι και απαντάει σε αυτή τη φιμολογία, την οποία του μεταφέρει με την ερώτηση του ο Κατζινικολάου. Αν ήταν ένας γάμος συμφέροντος, δηλαδή, ή όχι. Ουσιαστικά αυτή είναι η ερώτηση. Στο χώρο που το έχω κάνει το ένα βήμα, δύο δεν ξέρω αν έχω κάνει. Έναν σίγουρο, σίγουρο έχω κάνει ένα. Ξέρεις ανθρώπους που να έχουν κάνει ένα βήμα και να μην προσπάθησαν πάρα πολύ άλλο να τους κατεβάσουν αυτό το βήμα από αυτό το ένα σκαλί, από αυτά τα δύο σκαλιά, να τους κατεβάσουν κάτω, γιατί δεν πρέπει κανένα να μεταίνει κανένα σκαλί. Αυτό συμβαίνει. Σας ενόχισε ο τρόπος να τον οδηγεί ο υποδέντης του κεφάλου. Αυτό φτάνει. Νομίζω ότι είναι πολύ πιο απλά τα πράγματα από την πρώτη περίπτωση. Η απάντηση δίνεται, αλλά δίνεται με ένα προλόγισμα, το οποίο συνήθως χαρακτηρίζει τις ερωτήσεις παρά τις απαντήσεις. Αυτά που λέει, δηλαδή, στην αρχή για σκαλοπάτια, είναι το επαγγελματικό σκαλοπάτι που έχει κάνει και που προκαλεί το φτωφθόνο κάποιου. Κάνει μια γεννήκεψη ότι όλοι όσοι στην Ελλάδα, από δεν ξέρω, προοδεύουν αμέσως, εφίστανται την επίθεση κάποιων μικρόψυχων και κλπ. Κι εκεί μέσα εντάσσει και τον εαυτό και ουσιαστικά απαντάει ανηδικά, ότι δεν υπήρχε αλόγη συμφέροντος. Ήταν μια σχέση που πρέπει να ξεροηθεί για προσωπικά χαρακτηριστικά, για το συνέστημά του και για τίποτα άλλο. Ήταν δύο παραδείγματα από μια συνέντευξη πολιτική, για την οποία κυρίως μιλάνε, αλλά και μια συνέντευξη του τύπου του βιογραφικού, όπως είπαμε, συχνά συμβαίνει με μεγαλωσμένους διασημότητες από τον χώρο των τεχνών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αντιπαλότητας της επιχειρηματολογίας, αν και αυτή η ερώτηση η είχε, που έχουν πολιτικές συνέντευξες. Ας τότε τώρα, στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, από που βλέπουμε την ανάλυψη της ιδιωσογραφικής συνέντευξης, για να δούμε τα κυριότερα σημεία και να κλείσουμε. Η ανάλυψη συνεισφορών, θυμίζω ότι η λέξη συνεισφορά αποδίδει το τέρν, δηλαδή τη σειρά με την οποία παίρνει το λόγο ένας συνομιλητής και ο άλλος, στην προτιμένη περίπτωση ο συνεντευκτής και ο συνεντευξιαζόμενος. Ανάλυψη σημαίνει το δικαίωμα του λόγου, το ότι παίρνουμε το δικαίωμα του λόγου και υποβάλλω την ερώτηση, στην άλλη περίπτωση δίνω την απάντηση για τον καλεσμένο. Η παραγωγή λόγου είναι μια φράση που την χρησιμοποιούν οι δυο συγγραφίες για ποιο λόγο, για να αντιδιαστήλουν την συνέντευξη με τη συνομιλία. Θα δούμε ακριβώς τη διαφορά ανάμεσα στα δύο. Μα το πω λίγο απλούστερα. Όταν καθημερινά συνομιλώνουμε, ο ένας ρωτάει και ο άλλος ρωτάει, αυτό το πράγμα γίνεται συνέχεια. Όχι, βέβαια. Είναι αντιστραφή αυτό και αυτός που απάντησε προτίση για να απαντήσει ο άλλος, ούτε αυτό είναι η κανονική ρωτή μιας καθημερινής συνομιλίας. Αυτό όμως είναι το κανονικό στη συνέντευξη. Κρατήστε το αυτό ως βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο. Θα το δούμε ούτως και παρακάτω. Αυτή είναι τα περιεχόμενα του κεφαλαίου χονδρικά. Μια εισαγωγή και μετά δύο μεγάλα κομμάτια με πολλά παραδείγματα. Το ένα αφορά τις ερωτήσεις και το άλλο αφορά τις απαντήσεις. Από εδώ, αυτό είναι μια ιστορική αναφορά στην αρχή του κεφαλαίου, όπου το σκάνδαλο με τον Νίξον, το Watergate, φαντάζομαι ότι κάτι σας λέει σαν περίπτωση. Ένα από τα πολιτικά σκάνδαλα που συγκλώνασαν στην Αμερική. Εδώ είναι καλεσμένος ως υπουργός του Νίξον. Αυτός εδώ, ο οποίος τα ακούει. Αυτό που έχουμε αρκάρει με πράσινο είναι μια σειρά από κατηγορίες οι οποίες αποδίδουν στην κυβέρνηση Νίξου και για τις οποίες καλύτερα τώρα να δώσει μια εξήγηση. Επειδή όμως δεν υπάρχει ερώτηση, ρωτάει αυτός, υπάρχει καμιά ερώτηση μέσα σε όλα αυτά. Αυτό βρήκε ένα ερώτηση. Η ερώτηση, η δική μου είναι, που θα την απαντήσουμε στη συνέχεια και γι' αυτό βέβαια βάζουνε αυτό το εισαγωγικό της συγγραφής. Η ερώτηση έχει πάντα τη μορφή ερωτηματικής πρότασης ή μπορείς να ρωτήσεις και αλλιώτικα ή αντίστροφα. Μπορείς να έχεις μια ερώτηση που δεν είναι ερώτηση. Όπως η ρητορική, για παράδειγμα. Αυτό, η απάντηση είναι ναι, βέβαιος, έτσι είναι. Μπορούμε να έχουμε ερωτηματική μορφή που να μην είναι ερώτηση και ανάποδα να έχουμε μη ερωτηματική πρόταση που όμως στην πραγματικότητα να είναι ερώτημα. Άλλο πράγμα λοιπόν η γραμματική της μορφή και άλλο πράγμα η γλωσσική πράξη. Για αυτόν τον λόγο βάζεις το παράδειγμα εδώ, βάζουμε παράδειγμα της συγγραφής. Μερικές βασικές διαπιστώσεις. Όπως είπα και προηγουμένως, αν συγκρίνει κανείς την καθημερινή συζήτηση με την συνέντευξη, η πρώτη βασική διαφορά είναι αυτή. Ότι ενώ στην καθημερινή κουβέντα μπορεί να μην έχουμε και καμιά ερώτηση, καμιά απάντηση, δεν μπορούμε να έχουμε συνέντευξη αν δεν έχουμε ερώτηση-απάντηση. Το σχήμα λοιπόν αυτό ερώτηση-απάντηση. Και σημειώστε κάτι που δεν θα το δείτε στη διαφάνειες, το έχω πει και μια άλλη φορά, αλλά ίσως δεν προσέχτηκε όσο θα πρέπει, δεν έμεινε. Η ερώτηση ομοείται και στη διαφάνειες. Είναι δικαίωμα, όχι απλώς τυπικό δικαίωμα, δηλαδή συνδεδεμένο με το ρόλο του μησογράφου συνεντευτή, αλλά είναι και δύναμη. Όπως λέτε σε κάποια διαφάνεια, τα παραδείγματα το δίνουν, η δύναμη της ερώτησης δεν είναι ερώτηση τι καιρό κάνει ή αν είσαι ευχηγισμένος ή οτιδήποτε, είναι ερώτηση ανακριτικού τύπου, αυτό είναι το βασικό. Ειδικά στην πολιτική συνέντευξη, η δύναμη επωμένως, η δύναμη πάνω στην πληροφορία, η δύναμη στην δημοσία σφαίρα, στην ενημέρωση του δημοσιογράφου, έγινε στο ότι έχει αυτό το αποκλειστικό δικαίωμα, που κανένας άλλος δεν το έχει. Εκείνη τη στιγμή στο στούντιο δέκα να είναι οι καλεσμένοι, μόνο αυτός μπορεί να ερωτήσει. Η ερώτηση λοιπόν απορρέει και επειδή η φύση της ερώτησης είναι τέτοια, είναι μεευτική από τη φύση της ερώτησης. Θέλει να βγάλει στην εκφάνεια μια πληροφόρεια ή επιβεβαίωση. Αυτά τα δύο πράγματα. Τι λέτε, συμφωνείτε με? Ότι πρέπει να εκφράζει απλώς ένα φιλοπερίεργο άνθρωπο και όχι να είναι πιεστικοί και να θεωρείται κατευθυνόμενοι ή πολιτικά προκατηλημένοι. Εγώ διαφωνώ. Γιατί εσύ θα μου σε δώσεις και το λόγο που θέλει το κοινό. Ναι, που θέλει να μάθει κάτι. Θέλει να μάθει, είναι περίεργο το κοινό να μάθει, όχι ότι... Εγώ διαφωνώ, θέλω γιατί πρέπει να είναι πιεστικός. Εγώ θα έλεγα ότι ισχύουν και τα δύο. Δηλαδή, σε άλλες περιπτώσεις, το κοινό πραγματικά θέλει να μάθει. Εσύ όλο τι ρωτάς, κάθε τάση σε έναν πολιτικό, τι θα ρωτούσες? Προσωπικό σε έναν πολιτικό, τι θα ρωτούσες. Όχι για την προσωπική του ζωή, ε? Ε, κρατάνε όμως πολλές του στιγμές. Οι στιγμές είναι αντικανονικές. Δεν τις μετράμε. Εμείς μιλάμε τώρα για μια συζήτηση πολιτική, η οποία είναι καθαρά πολιτική. Έτσι, όλα τα ερωτήματα έχουν να κάνουν με επιλογές, με αποφάσεις, με πολιτικές ανοσχόμητος, κλπ. Σε αυτή την περίπτωση, άλλοτε ρωτάει από άγνοια και θέλει να μάθει, οπότε είναι μια καθαρά πληροφοριακή ερώτηση. Άλλες, όμως, φορές, δηλαδή, όταν φαίνεται ότι είναι πιο επιθετική ερώτηση, εκεί από πίσω κρύβεται μια άποψη. Όπως στην περίπτωση της πρώτης ερώτησης που γίνεται στον Παπανδρέο, ο δημοσιογράφος, ο οποίος είναι ένας γνωστός δημοσιογράφος τεθνέμιες, είναι, ας πούμε, αντιπολίτευση στην παράτευση του Παπανδρέου, οπότε η απάντησή του είναι μέσα σε μια συγκεκριμένη οπτική, είναι αντιπολιτευτική, παρά το ότι είναι ευγενικά διατυπωμένη, έτσι. Αυτό, όμως, δεν του αφήνει το τελείωμα. Δηλαδή, αισθάνομαι ότι, ενώ δεν θα έπρεπε να απολογείτε, για ποιον λόγο έρχασε, για ποιον λόγο μπήκε. Πώς θα έπρεπε να ρωτήσει κάτι της μόνης σου. Να μην, κατά χέρι είπα, είναι απειλήθανο να νικήσεις. Δεν το ξέρει. Ναι. Το βάζει… Το πως σου στάνει. Το πως σου στάνει… Έχασε μεγάλο προσώστο γι' αυτό το λέει. Ναι. Αν έχανε μια δυομονάτης, φαντάζομαι, δεν θα το έλεγε. Αν και πάλι, ενατροπές μπορούν να γίνουν. Δηλαδή, όταν σε ακούγει κάποιος, θα λες στον άλλο να πείθανε να εκρήσετε, λίγο τον κατευθύνεις. Ναι. Κοίταξε, αυτό… Ναι. Ναι, και αυτό έχει να κάνει και με την προσωπικότητα του κάθε νημοσογράφου. Δεν μπορείς να του πεις να είσαι πιο ευγενικός, θα πει να είσαι πιο ευγενικός. Δεν ζηγίζεται η ευγένειας μια έρωτηση. Υπάρχει όμως κάτι άλλο, το οποίο θα το δείτε στο βιβλίο, ότι με τα χρόνια, με τις δέκα αιτίες, οι νημοσογράφοι και στην Αμερική και στην Αγγλία, γιατί το ελληνικό είναι από εκεί, έχουν γίνει πιο επιθετικοί. Σχετίζεται αυτό γενικότερα. Οπότε, αυτό περιμένει κανείς να το διαπιστώσει και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Η εξήγηση μας ξεπερνά. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να το σχετίσεις κανείς και με άλλους παράγοντες, ιστορικούς, πολιτιστικούς, κλπ., που δεν μας αφορούν σε συγκεκριμένη πραγματικότητα. Κατά τα άλλα, εγώ νομίζω ότι δεν μπορείς να βάλεις πρέπει, που να αποκλείουν τις πιο επιθετικές σας ερωτήσεις και να πεις μόνο πληροφοριακές, μόνο ουδέτερες, μόνο... Επίσης, να πείτε και κάτι άλλο. Η κρατική τηλεόραση είναι αυτή η οποία ανέβασε τον πυρετό των ερωτήσεων και επέβαλε τις πιο επιθετικές ερωτήσεις. Η κρατική τηλεόραση ήταν, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην ουσία πιο ευγενική. Και μάλιστα έχω πει στο πρώτο κεφάλαιο, αν θυμάστε, ότι σε παλιότερες δεκαετίες ήταν σε τέτοιου μαθήμα ευγενικές ερωτήσεις, που ήταν, όχι από αρνημενόμενες, ήταν ερωτήσεις πρωτοκόλου, δηλαδή, πώς να τις χαρακτήρησω, άρσαν και άδικες ερωτήσεις, δεν έβγαζαν τίποτα. Δεν έβγαζαν τίποτα, ούτε στριμόχουναν καθόλου, γιατί ο πολιτικός που καλεί τα σκίψουσια και έχει φύνη. Δηλαδή, δεν είναι τόσο κακό να τους ζητήσεις τον λόγο για μια απόφαση, έτσι δεν είναι. Δεν είναι, δηλαδή, να λέμε, άχω κανένας ο πολιτικός που στριμόχουνε από την ερώτηση, από τη στιγμή που δέχεται να πάρει, εκτίφεται, είναι πρόσωπο εξουσιασίας, οι αποφάσεις αυτού και της κυβέρνησης που επηρεάζουν ζωές και λοιπά, γιατί να μην έχει δικαίωμα η δημοσιογράφωνα, να κάνει και μια πιο δεικτική ερώτηση. Θέλω να πω πώς, γιατί δεν είναι μόνο ο πολιτικός που ασχολεί τη δημοσιογραφία, έχει και ο δημοσιογράφος, γιατί αρχή της δημοσιογραφίας είναι πρωτοβόλων και ασχολεί κρετικοί στην εκάστομαι πολιτική εξουσία και εγώ διαφωνώ. Και κρίνεται για, και για τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου. Ναι και θεωρώ ότι μόνο στην περίπτωση όπου εκπαιμούνται διάφορες δικαστικές αποφάσεις και υπάρχουν κάποιες υποθέσεις τις οποίες θα τις λύσουν στα δικαστήρια, μόνο τότε ο δημοσιογράφος θα πρέπει να είναι πολιτικός και να θέτει ερωτήσεις και να προσπαθήσει να μπορεί να στυριφάνει κάποια πράγματα, χωρίς ουσιαστικά να φέρνει τη θέση των δικαστήριων να αποδώσει ευθύνες μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις. Σε άλλες όμως σαφώς πρέπει να κάνει κάτι ως κριτική και ανάλογες ερωτήσεις. Εξάλλου η απόψή μου είναι ότι είναι θέμα παράδειγμας δημοσιογραφικής, προσωπικότητας του συνειδευτή. Της διοντολογίας βέβαια, να μην είναι προσβλητικές, προσωπικότητας ερωτήσεις ή να μην είναι η περίπτωση που είχαμε δει την προηγούμενη φορά μιας πολύς ενουσιακής και αγιανούς συμπεριφοράς και του ενός και του άλλου που κατελήγησε απότομα σταμάτημα της συνομιλίας. Αυτά τα προϋποθέτω. Εντάξει, νομίζω ότι η συζήτηση έβαλε τα πλαίσια μιας ευορρυπτής προσέγγισης που θα μπορούσε να έχει κανείς για το πόσο επιτρέπεται να είναι ευθείας βολής σκληρές ερωτήσεις. Το σχήμα λοιπόν αυτό ερώτηση απάντηση ακριβώς επειδή, όπως είπα, είναι αποπιστυχό δικαιώματο του δημοσιογράφου συνειδευτή που βάλει και του καλισμένου να απαντάει μόνο είναι η ρακοκοββαλιά της συνέντευξης. Τώρα, ήθελα να προσέξετε τις επόμενες διαφάνειες μια πολύ έξυπνη παρακείρηση που κάνω στο βιβλίο ιδίως συγγραφής. Αυτό το πράγμα, δηλαδή το ερώτηση απάντηση, ερώτηση απάντηση είναι σημαντικό από τρεις πλευρές. Ας τις δούμε. Το πρώτο είναι ότι αυτό που είπα για τον υπότιπλο της πρώτης διαφάνειας, το γεγονός ότι έχουμε αυτό το σχήμα αμέσως βοηθάει το κοινό μας, το ακροατήριο, να καταλάβουμε ότι οι συμμετέχοντες παράγουν, αυτή είναι η έκφραση που χρησιμοποιούν, να έχουν λόγο οι δισογραφτοί συνέντεξες. Στα ελληνικά δεν ακούγεται πολύ καλά, αλλά νομίζω καταλαβαίνεις εύκολα τι σημαίνει η φράση αυτή. Είναι ένα ιδιαίτερο είδος λόγου που δεν μπορεί να τον περδέψει κανείς με άλλα περιβάλλοντα. Είναι άλλο πράγμα, επειδή μίλησαμε για ανακριτικού τελικού, άλλο πράγμα η ανάκριση ενός υπόκτου από έναν εξωματικό της αστυνομίας, άλλο πράγμα ανακριτικές νοτίστα, το δικαστή προς τον υπόδειγμα και ούτω κάτι εξής. Το πρώτο λοιπόν είναι αυτό, επίσης να πάρουμε υπόψη μας και αυτό εδώ που λέγεται στη συνέχεια, ότι και φάνηκε τη συζήτηση πίσω από το ερώτηση-απάντηση που φαίνεται ένα πάρα πολύ απλό σχηματάκι. Ρωτάει κάποιος από τα ένας, αν δεν είναι τόσο απλό όμως το πράγμα, βρίσκεται, λένε, ένα σύνθετο και διαμυθυσκευτούμενο υπόστρωμα συμβάσεων. Πού φαίνεται αυτό, φαίνεται αυτό που συζητούσαμε και προηγουμένως, στην καταλληλότητα μιας ερώτησης, στο πόσο το περιεχόμενο ή ο βαθμός επιθετικότητας της αρμόζει στην ανάπτυξη ενός θέματος και αν η απάντηση είναι αυτή που έπρεπε να είναι, αν είναι η πρέπειουσα ή δεν είναι. Δεν είναι δεδομένο δηλαδή ότι οποιαδήποτε ερώτηση είναι καλή και οποιαδήποτε απάντηση είναι καλή. Απριόδου δεν ισχύει αυτό το πράγμα. Κάθε ερώτηση είναι διακύβευμα και κάθε απάντηση επίσης είναι διακύβευμα. Κρατήστε και αυτή την παράγραφο, η οποία λέει το εξής. Τι λέει ο Παπαναδραίος στην αρχή, η ερώτηση που μου κάνετε είναι μακροσκέλλειες. Τι κάνει, αξιολογεί την ερώτηση. Είναι ένα μετασχόλιο αυτό το πράγμα μου, δηλαδή πάρα πολλές φορές οι καλεσμένοι αλλά και οι δημοσιογράφοι του πλευρά τους σχολιάζουν το πώς ρωτάνε και τον τρόπο που απαντάνε οι καλεσμένοι, αλλά και οι καλεσμένοι κάποιες φορές σχολιάζουν τις ερωτήσεις ή και τις δικές τους απαντήσεις. Επομένως έχουν συνείδηση και ήδη, αυτό ήθελα να κρατήσουμε, αυτού του συστήματος ή του γυναιαστικού ζεύγου, όπως το χαρακτήρησα με στο πρώτο κεφάλαιο, του ρωτάω-απαντάω και των περιορισμών, αν θέλετε, που οριοθετούν αφενός τις ερωτήσεις και αφενός τις απαντήσεις. Επίσης, εμείς τα ακροατήρια που παρακολουθούμε την συνέντευξη, εξαιτίας του ότι αυτή τη μορφή και δεν είναι ένας ατέλειο τους μονόλογος, δεν είναι μια αφήγηση ή δεν είναι ένα κουβεντολόι τσομπολιστικό, μπορούμε αμέσως να καταλάβουμε αυτά τα δύο πράγματα. Ότι δεν είναι κάτι που το βλέπουμε σε άλλες εκκλουμπές, δεν είναι κουβεντούλα, αλλά είναι μια πάρα πολύ σοβαρή έκθεση, πώς λέμε, έκθεση στον ίδιο με αυτήν την έννοια, δηλαδή διακύρωση της προσωπικής αξιοπρέπειας του δημιουργικού προσώπου ενός πολιτικού και επίσης, και αυτό είναι σημαντικό, μπορεί να καταλάβει αμέσως, και πείτε μου πώς μπορεί να το καταλάβει αυτό ο τηλεφεατής, ότι μια συνέντευξη εκτρέπεται σε κάτι άλλο. Πάει μια συνέντευξη και είναι κοκορομαχία ή είναι, ξέρω εγώ, ένας ατέλειος μονόλογος που κάποτε πρέπει να σταματήσει και λοιπά. Όταν πάει σε προσωπικό, η ερώτηση ή η απάντηση, ή και τα δύο. Και η ερώτηση, και η απάντηση. Μπορείς, επίσης, αρέσει η ερώτηση του μησογράφου να το δείξεις σαν μηγουσιωγράφον ή το αντίδητο μπορείς να δείξεις στον συνεργαζόμενο για την προσωπική του ζωή. Άρα λοιπόν, το περιεχόμενο της ερώτησης και το περιεχόμενο της απάντησης είναι ένα κριτήριο που μας δείχνει πότε βρισκόμαστε μέσα στα πλαίσια μιας κανονικής συνέντευξης που αφορά το μεγάλο κοινό, τα μεγάλα ανθρώπιμα και κλπ. Και πότε εκτρέπεται σε μια προσωπική συζήτηση, η οποία δεν μας ενδιαφέρει. Όσο και αν είναι γαργαλιστική ή από άλλες απόψεις ενδιαφέρουσα. Σε ποιες άλλες περιπτώσεις θα λέγατε ότι έχουμε εκτροπή. Και λες ότι αυτό το πράγμα δεν είναι συνέντευξη, είναι κάτι άλλο. Δεν βλέπω τώρα συνέντευξη. Βλέπω κατάκριση του δικαιώματος του μεσογράφου να ρωτάει ή κατάκριση του δικαιώματος του καλεσμένου να απαντήσει. Οι μακροσκελείς ερωτήσεις και απαντήσεις δεν είναι μιας μορφής κατάκρισης που είδαμε. Βλέπετε, η Άννα είπε ότι δεν κατάλαβα τι ρώτησε. Το ότι δεν κατάλαβε οφείλονται εν μέρει και στο ότι ήταν μια πάρα πολύ μακροσκελής και είχε υπόερωτήσεις η ερώτηση. Φαντάζομαι ότι ένας μέσος τηλεθεατής έχει την ίδια εμπόρια. Είναι οι περισσότεροι αγωνιούν να παρακολουθήσουν τον ύμα της σκέψης των ερωτών, για να δουν τελικά τι θέλει να δουν. Ένα πράγμα θέλει να δει δύο, τρία, ποιο είναι πιο σημαντικό από αυτά που θέλει να βρεις και το κατέξεις. Το ίδιο βέβαια μπορεί να ισχύσει και στην περίπτωση του συνεργασμού με τον οποίος μπορεί να το παρακάνει. Στην απάντηση του Παπανδρεού βλέπω τέτοια στοιχεία. Είδατε, στοιχεία παρέγβασης, στοιχεία πλατιασμού. Τι είδους επιχείρημα είναι το ότι είναι λίγα τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη την εποχή εκείνη και επομένως εμείς και αν χάσαμε το 40% είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αυτό είναι το θέμα. Βλέπεις στην Ελλάδα και έχασες κάποια ποσοστά. Δεν έχεις να μετρυθείς να συγκριθείς με το κόμμα του ΣΥΤΑΛΙΑ ή της Ισπανίας. Θέλω να πω ότι υπάρχουν πολλών ειδών απαντήσεις οι οποίες πλαρτειάζουν, ξεφεύγουν, χρησιμοποιούν επιχειρήματα τα οποία είναι ευλογωφανή αλλά δεν απαντούν ή δεν στηρίζουν καλά το ναι συμφωνόμαστο που λες, όχι διαφωνόμαστο που λες ή οτιδήποτε άλλο. Σε αυτές περιπτώσεις νομίζω ότι έχουμε, αν όχι εκφυλισμού, έχουμε μια παρεκτροπή από μια αναμενόμενη καλώς εκτιμησόμενη δησογραφική συνέντευξη και αυτό πράγμα που πρέπει να είναι ευθύν και των δύο. Αυτό που λέγεται στην κάτω παραγγραφούλα με τα πράσινα είναι ότι είναι τόσο χαρακτηριστικό αυτό το παιχνίδι, το παρεδόσερό της απάντησης που ακόμη και ανοίγεις στο ραδιόχρονο κάποια στιγμή, ανοίγεις τη τηλεόραση και απλώς ακούς. Είσαι στην κουζίνα, μαγειρεύεις κάτι και ακούς. Δεν καταλαβαίνεις αμέσως ότι πρόκειται για συνέντευξη. Αμέσως το καταλαβαίνει. Είναι τόσο χαρακτηριστικός ο τρόπος ερώτησης και απάντησης που αναγνωρίζεται πάρα πολύ εύκολα. Ίσως στις άλλες περιπτώσεις εκπομπών να μην μπορούσαν να το διακρίνεις αμέσως. Είπαμε τρεις, από τρεις πλευρές είναι σημαντικό αυτό το πάρεδο σε ερώτηση απάντηση. Είναι ότι η ασυμμετρία. Αυτό συνδέσθεται με αυτό που είπα για τη μεευτική δύναμη της ερώτησης. Ο δημοσιογράφος είναι σε πλεονεκτική θέση γιατί δεν έχει να απολύφθει για τίποτε. Εσύ δεν είναι? Δεν έχει απολύτως καμία. Ούτε καν να απαντήσει στο γιατί με ερωτάτε αυτό. Η ερώτησή σας είναι προκατηλημένη. Ούτε σε αυτό έχει καμία υπογρέωση να δώσει απάντηση να δικαιολογηθείς, δεν είναι? Δεν έχει. Ο μένος είχε το απειρόγλυτο με μία έννοια. Ο κοινήγον αγορά τον κρίνει, μπορείς να συγκρίνεις με άλλα κανάλια και να μην θέλεις να τον ξαναδείς. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ο ίδιος του έχει απόλυτη εξουσία πάνω στο τι θα ρωτήσει. Εκεί είναι η διασυμμετρία ενώ ο καλεσμένος και κυρίως ο πολιτικός, όχι τόσο εμπειρογνώμονας ή κάποιοι άλλοι που δεν είναι πολιτικά πρόσωπα, είναι διαρκώς στο στόχαστρο να ρωτήσουν που μπορεί να τους φέρνουν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση, να πρέπει να πω όλοι οι θέσεις, κλπ. Το δεύτερο και το τρίτο είναι αυτό. Ότι δηλαδή, ακριβώς επειδή έχει τη μορφή που έχει η συνομιλία στη συνέντευξη, μπορεί ο τηλεθεατής να την αντιδιαστήλει, όχι μόνο από την καθημερινή κουβέντα, αλλά και από οποιαδήποτε άλλη μορφή συνομιλίας στην τηλεόραση, η οποία δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά, ότι δεν θέλουμε να είναι μια ιβιωτική συνομιλία. Δεν μας ενδιαφέρει στην πολιτική συνέντευξη να ακούσουμε αν πήγε για μπεκάτσι στο Σαββατοκύριακο ο Καλεσμένος ή αν θα πάει εκδρομή στη Ζαγοροχωρία, δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Οπότε δεν περιμένουμε να το ακούσουμε. Και επίσης δεν θέλουμε να ακούσουμε προσωπικά εσχόλια για δημόσια. Δηλαδή θέλουμε να ακούσουμε την άποψή του ως πολιτικού προσώπου, ως δημόσου προσώπου. Όχι ως ένας προσώπου που σε ένα καφενείο λέει το κόντο του και το μαντρί του. Δεν μας ενδιαφέρει αυτό το πράγμα. Το σύστημα λοιπόν ερώτησης απάντησης κρατάει τις βασικές θεσμικές απαιτήσεις. Έτσι το λένε οι συγγραφείς. Και αναγκάζουν τους καλεσμένους να παίζουν το ρόλο του δημόσου προσώπου, του ελεγχόμενου δημόσου προσώπου, του υπεύθυνου δημόσου προσώπου, του υπάνου. Αυτά τα τρία στοιχεία είναι ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο δεν πρέπει να καταγνώσει κανείς το ρωτάει και το απαντάει. Αν αντιδιαστήλουμε είπαμε κάποια πράγματα για να τα συνατοπίσουμε λίγο καλύτερα. Αν αντιδιαστήλουμε την καθημερινή άκρη συνομιλία με τη συνέντευξη, το πρώτο που πρέπει να πει κανείς είναι ότι στην καθημερινή συνομιλία το τι θα συζητήσουμε δεν το συμφωνούμε. Το συμφωνούμε που τα πρέπει. Σε βρίσκω στον δρόμο και μπορούμε να συζητήσουμε οτιδήποτε. Μπορούμε και να έχουμε συμφωνίες. Είναι καλό αυτό το αγγλυπτικό. Θέλω να το μιλήσουμε. Α, ναι. Δεν λες όμως τι. Ε, είναι γνωστό. Και θα μιλήσουμε όλοι σε αυτό. Και μπορεί να το ξαναλύσεις και μετά να πας σε κάτι άλλο. Να επιστρέψεις σε αυτό και πότε δεν θα υπάρχει μια ατζέντα. Ξέρω. Ναι, άλλο αυτό. Αλλά δεν υπάρχει μια ατζέντα όπως τη συνέντευξη που να απαγορεύει να πω άλλα θέματα. Ούτε με το ρολόι λες μισή ώρα θα συζητήσω αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Αυτό σημαίνει ότι και τα θέματα μπορεί να είναι αναπρόβλεπτα και η επιτέλειξη τους είναι αναπρόβλεπτα και λοιπά. Ένα. Και δεύτερο, στην καθημερινή συνομιλία οι δυο που συνομιλούν, οι περισσότεροι είναι ελεύθεροι να επιχειρούν πιο κολλές συμβολές στο υποσυζήτηση θέμα που σημαίνει δεν εξαρτώνται από ερωτήσεις, δεν απαντάνε στις ερωτήσεις. Μπορούν να σου πω τον ιερό τους, μπορούν να σου πω αντιρίσεις, μπορούν να σου πω γνώμεις για διάφορα πράγματα, μπορούν να σου δώσουν πληροφορίες. Ένα πλήθος από συνησφορές έπνει στην περίπτωση αυτή. Και βέβαια, μπορεί όποτε θέλει ο καθένας, αυτή επίσης είναι διατύπωση των συγγραφέων, να εγγενιάσει, λέει, μια νέα γραμμή εφόδου, δηλαδή μια νέα γραμμή επιχειρηματολογίας. Εκεί που είναι ξαφνικά η συζήτηση χαλαρή και λοιπά, ξαφνικά προκύπτει ένα θέμα, σας έχει τύχει αυτό, έτσι, που τους φέτεξε σύμπρους τους δυο συνομιλητές. Διαφωνούν κάτω και ανεβαίνει η θερμοκρισία της αθηνικά λίπτα, πάλι μπορεί να κατέβει. Ξέρω, εντάξει λοιπόν, τα είπαμε, διαφωνούμε, ας το ξεχαράσουμε, να κάνουμε άλλα πράγματα. Δηλαδή, έχουμε απρόβλεπτες αλλαγές στη συνομιλία, οι κανόνες είναι πολύ πιο χαλαροί από ό,τι είναι στη συνέντευξη. Αντίθετα από τη καθημερινή συνομιλία, να εδώ είναι η διάκριση αυτή που είπα στην αρχή, ανάμεσα σε απάντηση και απόκριση. Το λιγότερο που έχουν υποχρέωση να κάνουν είναι να αποκρυφθούν. Δηλαδή, δεν μπορεί ο ιδμισογράφος να ρωτήσει και ο άλλος να αρχίσει να ξύλεται. Και απαντήσει μετά από 10 λεπτα. Δεν χρειάζεται αυτό. Πρέπει να απαντήσουν δημόσως. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Δεν είναι υποχρεωτικό στην συνομιλία. Δεν μπορεί να αφαιρεθεί ο άλλος και να συνεχίσει αυτός που περιμένει η απάντηση. Και να έχει ανοχή και να του πει «ε, που ταξιδέψεις εγώ ρε ανθρωπέτριο, πες κάτι». Αυτό δεν μπορεί να γίνει στην συνεδεύξη. Δηλαδή, υπάρχουν κανόνες, όχι απλώς καλής λογής του ερώτηση-απάντηση, αλλά και μέσα σε έναν χρόνο σφικτό θέλει για κανείς. Δεν υπάρχουν περιθώρια για «οφ, άσε με να σκεφτώ λιγάκι τώρα, τι θα απαντήσω». Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες. Αυτό σημαίνει το λιγότερο, αλλά το λιγότερο δεν είναι πολύ, το λιγότερο είναι το λάγιστο. Πρέπει πολύ περισσότερα πράγματα να πει από το να αποκριθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Το σχήμα λοιπόν είναι αυτό όσο και αφαίρεται πάρα πολύ απλοϊκό, αλλά εγώ θα ήθελα να κρατήσουμε αυτήν εδώ τη διατύπωση δυο πολύ γνωστών στην ανάλυση συνομιλίας μελετητών, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει όχι για την συνέντευξη μόνο, αλλά γενικά για τη συνομιλία, τον όρο αυτό. Προκατανομή του τύπου της συνησφοράς. Θέλετε, είναι φυαλόκηση. Δηλαδή, είτε έχουμε καθημερινή συνομιλία, είτε έχουμε συνέντευξη, είτε έχουμε δάσκαλο και μαθητή, γιατρό και ασθενή, δικαστή και υπόδομο και υπά, έχουμε συνησφορές, δηλαδή έχουμε ερώτηση, απάντηση ή άρνηση, αντίρρηση, ή οτιδήποτε, έπαιλνο, αποδοχή, εφαίνω, όλες αυτές τις πράξεις που μπορεί να παρατηρήσει κανείς σε μια συνομιλία, οι οποίες όμως είναι προκατανοημένες, δηλαδή συνδέονται με ένα ρόλο, με έναν τρόπο αρκετά αυστηρό, θέλετε κανείς, και μάλιστα στη συνέντευξη, πολύ αυστηρό. Χρήσιμες είναι αυτές οι δυο διαφάνειες που ακολουθούν αυτή και οι επόμενοι, οι οποίοι λένε, λένε τι δεν μπορεί ή τι δεν πρέπει να κάνει ο δημοσιογράφος, ότι πρέπει, τι δεν πρέπει, όπως και ο καλυσμένος. Κάτι που δεν είναι απαγορευμένο στη διαθημερινή συνάγκη, στην ομιλία. Προσέξτε λοιπόν εδώ, αν οι συνεντευτές περιορίζονται να υποβάλουν ερωτήσεις, τότε δεν μπορούν να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα, δεν μπορούν να εκφράσουν απόψεις. Το κάνουν? Οι δημοσιογράφοι, εννοώ. Ρητάω μες, έτσι, του τύπου, εγώ πιστεύω ότι, ξέρω, το ΤΑΔ ακόμα κάνει λάθος σε αυτή την επιλογή, διάφορα τέτοια πράγματα. Ρητάω, δεν ομιλίζω, αλλά βλέπω στον τρόπο κάποιες φιλίες μου. Ναι, η πρώτη ερώτηση είναι κατά τη θέα να το κάνω ρητά. Αν, δηλαδή, είναι φορείς κομματικών απόψων, κομματικά αφαιρέφοντα. Αυτό, μάλλον, το ακουφεύγουν, έτσι δεν είναι, ε? Διαφορεύεται, όχι, διαφορέζει. Μάλλον, του δημοσιογράφου, τώρα, δεν έχει ένας μόνος. Για πες. Ένας μόνος? Όχι, ένας. Μι λέμε και ονόματα. Ένας είναι προστάρις που λέμε. Ναι, το κάνουν. Αυτό δεν έχει ζημιά για τον προφίλ του ως επαγγελματία. Ναι. Δεν είναι, δηλαδή, ένα ιδιωσιαμένο χαρτίο με την έννοια ότι αυτός που θα πάει και σέρει περίπου τι ερωτήσεις θα δεθεί. Και αν είναι και προετοιμασμένος τι απαντήσεις θα δει. Ενώ, αν είσαι πιο, ας το πούμε, διπλωμάτης, είσαι πιο απρόβλεπτος και άρα είσαι και έννοιγμα για τον καλυμμένο. Μερικοί όμως δεν τους ενοχεί καλά. Ναι, πιθανόν. Και πιθανόν να έχουν κάνει και καριέρα, κόντας φταίρεφωνα πολιτικά. Πάντως, η θεωρία και η εμπειρία, απ' τον αγγλικοστακτονικό κόσμο, αυτό λέει ότι δεν είναι σωστό, δεν είναι πρέπον. Ακριβώς γιατί επιβάλλεται από τον ρόλο του όσο ένας που ρωτάει για να μάθει, έστω για να του εμβεβαιώσουν μια άποψη, δεν πρέπει να εκφράζεται τα άποψη. Τώρα, υπόρρητα, δεν μπορεί να το αποκλείσει κανείς αυτό, γιατί, όπως είπαμε, μουσιογράφοι είναι και πολιτικά πρόσωπα οι ίδιοι, δουλεύουν σε συγκεκριμένα κανάλια, σε εφημερίδες, είναι γνωστοί πολλών, αν όχι όλων, οι πολιτικοί ταυτότε και εγώ. Ή, καλώς πάντων, οι προτιμήσεις γενικότερα. Δεν μπορούν να διαφωνούν. Διαφωνούν? Τι λες? Διαφωνούν οι δημοσιογράφοι συχνά, ενώ οι ερωτώνες, έτσι, οι συνεντευτές, λέει κάτι ο κατασμένος και λέει, όχι, διαφωνώ, δεν είναι έτσι, όπως τα λέτε. Αντί της διαφωνής θα πρέπει να κάνει μια άλλη ερώτηση, να πει κάτι άλλο. Δεν διαφωνούν ή δεν πρέπει να διαφωνούν, ή και τα δύο. Εδώ λέει ότι δεν πρέπει, δεν είναι σωστό, αλλά ισχύει αυτόν. Εκφράζουν, αντίθετη άποψη πάνω σε μια άποψη που... Αλλά όχι τόσο έτονα και το πάνω τόσο έτονα. Εσύ πιστεύεις ότι δεν πρέπει να διαφωνούν? Ότι η διαφωνία πρέπει να είναι μεταξύ των καλεσμένων, όχι μεταξύ δημοσιογράφου και καλεσμένου. Έτσι δεν είναι? Γιατί δεν είναι στην ίδια μεριά, είναι απέναντι, όταν το κατάει. Έχει μια λογική. Επίσης, δεν μπορούν να αντιπαρατήθενται, που είναι περίπου το ίδιο πράγμα, δεν μπορούν να επικρίνουν και αυτό παρόμοιο, δηλαδή να αξιολογούν τις θέσεις των καλεσμένων. Αυτό που είπες ότι περίπου κάνει ο Ζούας αυτήν την περίοδος. Επίσης, κάτι που φαίνεται λίγο αθώ, και να συμφωνούν δεν πρέπει, λένε. Κακό είναι? Άλλα τι λες? Ή να κουνάει το κεφάλι, ξέρω εγώ, καταφαλικά, ναι, έχετε δίκιο. Ή πως είναι το ίδιο και αυτό με το να διαφωνείς? Πιστεύω ότι πάλι εκφράζεις γνώμη, επομένως δεν πρέπει να συμβαίνει. Αν εσείς ο Ζούας σου έχει μία ανοιχτή, δεν έχει λογορία, δεν συμφωνεί όλοι. Δηλαδή, ή θα εκφράζει να μου σύσου, ή να είναι η σύσουρη. Αν είναι το ίδιο με το να διαφωνείς, είναι εξίσου προκατάληψη. Αν είναι μία ανοιχτή, δεν είναι μόνο ανοιχτή, μόνο συμφωνείς. Θα ρίχνει το κεφάλι. Το μόνο σκοτός του σπουδαράκου είναι να βάζει συνεδριφάνει κάποιες πληροφορίες. Ή και γνώμες, όχι μόνο πληροφορές, και απόψεις. Και, ναι, και τις απόψεις του σπουδαράκου. Αλλά το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να βάζει συνεδριφάνει κάποια πληροφορία, το κοινό. Το κοινό μετά θα έχουμε στη σύγχρονη. Στην αρχή, με την πληροφορία δεν μπορείς να συμφωνήσεις. Με γνώμη θα συμφωνήσεις. Οπότε, στην περίπτωση που σου δίνει μια πληροφορία, δεν έχει καν ανοίγμα να πεις συμφωνωϊού. Το θέμα είναι τι γίνεται με τις γνώμεις που διατυπώνονται. Και, λοιπόν, όπως δεν μπορείς να διαφωνήσεις έτσι και δεν μπορείς, δηλαδή δεν είναι σωστό να συμφωνήσεις. Μπορεί να συμφωνήσει ένας άλλος συνομιλητής του ερωτωμένου. Επίσης, κάτι παρόμοιο, δεν μπορείς να την υποστήριξεις με πληροφορίες επιχειρήματα, δεν μπορείς να την υπερασπιστείς. Επομένως, έχει ευθύνες και ο ερωτώμενος, ο δημοσιογράφος. Εντάξει, έχει τη δύναμη να ρωτάει, έχει τη δύναμη να κάνει όσο… είναι κουσιολογημένος από τις συμβάσεις της αυτής της μορφής συνομιλίας να κάνει όσο πιο σκληρές ερωτήσεις μπορεί, αλλά δεν μπορεί να πάει στην απέναντι όχι. Δεν μπορεί να γίνει συνομιλητής του καλεσμένου. Είναι πολύ βάση από αυτά. Πρέπει να κρατείται σε αυτόν τον ρόλο του ισορροπιστή και να φρενάρει συνέχεια τις διαφέσεις του, να συμφωνήσει, να διαφωνήσει. Δεν είναι και όσο εύκολο, όπως είπες είναι μερικοί οι οποίοι αμπριόρι είναι προκατελημμένοι ή πολιτικά μαρκαρισμένοι. Τώρα, ο άλλος τι δεν μπορεί, δεν πρέπει να κάνει, ο καλεσμένος δηλαδή, δεν μπορεί να ρωτήσει. Ρωτάει ναι. Λέω ρωτάνε, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι καλεσμένοι ρωτάνε. Ή ρωτάνε πάνω σε μια άλλη ερώτηση. Γιατί τα ξεπευθείας να ρωτήσουν είναι απίθανο. Ή λεω που πήρει, α, τι εννοείται με την ερώτηση αυτή, ξέρω εγώ κάτι τέτοιο, ναι. Ε, ξέρω αυτό ίσως δεν είναι και τόσο κακό, αλλά... Βιαγιάλια, κάτι θέλεις? Ε, θέλω ότι κανονικά δεν πρέπει να ρωτάνε, αν και καμή φορά παρατηρείται σε ίσως είδο ιρωνικά πλαίσια, σε πολιτικές συνεδέξεις που γυρνάνε στον δημοσιογράφο και λένε, πείτε μας εσείς τη γνώμη σας. Αυτό ερώτηση είναι. Κι κανείς τους ρωτάνε. Αυτό ερώτηση είναι. Δεν είναι μορφή ερώτησης, αλλά είναι ερώτηση, όταν ζητάς από κάποιον τη γνώμη σου. Γιατί δεν μας λες εσύ. Ναι. Ή πες μου. Υπόδειξη, εντολή. Εσείς και αυτοί θα κάνατε, θα κάνατε. Αλλά κανονικά δεν πρέπει να το κάνουμε, γιατί είναι εκεί για κάποιο λόγο. Για να πούμε αυτοί τι θα κάνανε, όχι για να ρωτήσουν ο δημοσιογράφος. Δεν μας απασχολείται τι θα έκανε ο δημοσιογράφος. Είναι συνηθισμένο αυτό? Κανονικά δεν το έκανα, τι λέτε. Μάλλον όχι, δεν είναι συνηθισμένο, τώρα βλέπετε, μπράβο. Επίσης, δεν μπορούν να κάνουν αυτό, δεν μπορούν να κάνουν αυτό, κλικάνε. Δηλαδή, χωρίς να συζητηθεί σχόλια σε προηγούμενες παρατηρήσεις άλλων συνομιλητών ή του ιβίου. Η κατανομή του δικαιώματος του λόγου, δηλαδή ποιος θα μιλήσει, είναι αποκριστό δικαιώματος του συνειδευτή, του συνειδευτή. Και κανένας άλλος. Επίσης, δεν μπορούν να αλλάξουν θέμα. Δηλαδή, συζητείτε κάτι, δεν μπορούν να πούνε ξαθηνικά, φτάνει μωρό, όσο είπαμε, τώρα ας πάμε σε ένα άλλο. Δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν αυτό. Αλλά ήθελος θα κάνει πάλι ο δημοσιογράφος. Και βεβαίως δεν πρέπει, μάλλον, να εκτρέψουν τη συζήτηση σε επικρίσεις, δηλαδή σε μια μορφή συνησφοράς, η οποία δεν ευνοεί το διάλογο. Δεν ευνοεί τη συνέχεια της συζήτησης, αλλά τη ρήξη μόνο. Είτε εναντίον του συνεδευτή, τι είναι αυτά που λες, τι ερώτηση είναι αυτή, είσαι εξωτερικό προκαλυμμένος μαζί μου, είτε ούτε τέτοιο, είτε εναντίον του καναλιού. Μπορεί να πούνε, εντάξει, τι περιμένει κανείς από το κανάλι σας, γιατί και διάφορα ταινία, αν λέγεται αυτό. Και αυτό, νομίζω, δεν είναι πολύ συνεισμένο. Άρα, λοιπόν, βλέπουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουν να κινούνται και οι συνεδευτές και οι συνεδευτές και οι ερώμενοι, οι πρώτοι να κρατιώνεται στο ρόλο του ερωτώντος και τους φτάνει, φτάνει αυτή η ευθυσία που έχουν, οι δεύτεροι να μην μπαίνουν στα χωράφια του συνεδευτή. Επίσης, και αυτό είναι σημαντικό, και είχαμε παίρνει και κάποια σχόλια, να μην πούμε ξανά τα ονόματα, δημοσιογράφων οι οποίοι αρέσκονται να κάνουν χμού, ναι, και να σε μπερδεύουν, νομίζεις ότι συμφωνούν με αυτά που λέει ο μιλητής, ο τρέχων ο μιλητής, αλλά κανονικά δεν πρέπει. Και μ' άρεσε πολύ αυτή η συγγραφή σε ό,τι αφορά τα ερωτοσυκσονικά δομένα και είναι απαγορευτικό εντελώς το να κουνάς καταφατικά το κυφάλι, το να κάνεις αυτά τα εκφέρεις, αυτά τα μόρια απόκρισης, το μ, το ν, το ο, το πράγμα, τίποτα αυτά, τα οποία άλλοτε δεν έχουν συμφωνία και είπαμε η συμφωνία δεν επιτρέπεται ή η έκπληξη και η έκπληξη είναι αξιολόγηση, πάλι δεν επιτρέπεται. Αυτά δεν τα κάνεις εσύ για να μας δείξεις ότι σου προσέχει, όχι που όλα θα συμφωνήσουν. Σωστό είναι αυτό που λες και το έχω πει και άλλη φορά, ότι και στην καθημερινή συνομιλία εσύ μιλάς και εγώ κουνάω το κεφάλι ή είναι πολλά πράγματα, είναι το βλέμμα. Τα μάτια μέσα στα μάτια που λένε δείχνει ότι σε παρακολουθώ, βλέπω ότι συμφωνώ, λίγο να φύγει το βλέμμα, αυτός ήρθε και σαν δάσκαλος στη ζωή τους και βλέπω τους μαθητές να παίζουν με τα κινητά ή να κοιτάνε στο παράθυρο, ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει το να μην είσαι πάρα πολύ φίλος, δηλαδή το κοινό. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι μυμικές εκφράσεις του πρόσωπου, επιδοκιμασίας, αποδοκιμασίες και λοιπά, το μμ και λοιπά αυτό, το ναι, που δεν σημαίνει ναι συμφωνώ αλλά ναι συνέχισε, σε ακούω. Ναι, όλα αυτά και μάλιστα έχουν μελετηθεί πολλοί από την ανάλυση των μιλίας, είναι, πάει ένας όρος στα αγγλικά, τον έχω ξαναπεί, back-channeling. Είναι δηλαδή αυτά που κρατάνε ανοιχτό το κανάλι της επικοινωνίας, από κάτω να μην σταματήσει η επικοινωνία, γιατί είτε το βλέμμα φύγει έξω, είτε είσαι ανέκφραστος τελείως και ο άλλος λέει τώρα καταλαβαίνει αυτά που του λέω δεν καταλαβαίνει, γιατί κι αυτό είναι ένα πρόβλημα, ένα άδειο βλέμμα. Ή ξέρω εγώ το να μην λες τίποτε, ούτε ναι, ούτε ναι, τίποτε, τίποτε, δημιουργεί σαν μηχανία σε κάποιον που μιλάει, ναι ή όχι. Σοχητήχε, ε! Βάσα μου! Όχι, ναι! Τι, το κάνεις σε άλλους ή το υφίστασαι? Το φαντάστηκα, όπως είπα. Α, το φαντάστηκα. Μα όλοι όμως έχουμε εμπειρία τέτοιου πράγματος. Είτε είμαστε ομιλητές, είτε είμαστε εμπρός. Λοιπόν, αυτό, αυστηρά μιλώντας, καλό είναι να αποφεύγετε από το... ή τουλάχιστον να μη γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο σε ακούω με το συμφωνώ. Αυτό είναι βασικό. Δηλαδή μη δίνετε η εντύπωση, είτε με τις εκφράσεις, είτε με το βλέμμα, είτε με αυτά τα μόρια λόγου, ότι είμαι με το μέρος σου. Εγκρίνω αυτά που λες. Αυτό δεν πρέπει να γίνεται. Πρέπει μόνο να φαίνεται ότι... τον δείχνει η κάμερα, γιατί αν δεν το δείχνει η κάμερα μας είναι αδιάφορο. Το θέμα είναι αν η κάμερα εστιάζει στον κοροατή του ομιλούντος, που είναι ο δημοσιογράφος ή οι άλλοι συνδετημόνες εις το τραπέζι, εάν τον παρακολουθούν ή όχι. Γιατί έχουμε και αυτό το ομοιονέκτημα στην καθημερινή συνομιλία. Βλέπουμε, είμαστε εγώ και εσύ, στο κανάλι, είναι αυτός που δείχνει η κάμερα. Δηλαδή, αν μπορούμε να χορεύουμε, μπορεί να κάνουμε κολοτούμπες, αν δεν τους παίρνουμε χαπτάκι μας είναι αδιάφορο. Το θέμα είναι τι βλέπουμε εμείς, τι πρόσωπα βλέπουμε. Η θέση των συγγραφέντων είναι ότι σποραδικά εμφανίζονται τέτοιες παρεκκλήσεις, σχοπλέ σε το Αμερικάνικο και το Αγγλικό, επειδή είπαμε ότι λίγο πολύ και σε εμάς αυτά ισχύουν. Και αυτή η διαφάνεια είναι χρήσιμη, είναι απόρεια των προηγουμένων όλα αυτά τα πράγματα. Πριν πάμε να δούμε τις ερωτήσεις. Το πρώτο είναι ότι, αν οι καλεσμένοι δεν μπορούν να εισαγάβουν θέμα φυσικά, οι συνεδρευτές θα εισαγάβουν και το πρώτο θέμα, αλλά και οποιαδήποτε αλλαγή στην πορεία. Και θα βάλουν και το πλαίσιο, δεν είναι μόνο το θέμα. Είδατε ότι ο Ζούλας την πρώτη ερώτηση θέτει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αντιπολιτευτικό. Θα μπορούσε να είναι, μια άλλη φορά είχαμε δει, αν θυμάστε την Τρέμη στα 93, που κάνει και αυτή μια ερώτηση στον Παγανδρέου, αλλά δεν είναι αντιπολιτευτικό το πλαίσιο, είναι συμπολιτευτικό. Είναι πιο γλυκιά η ερώτηση, δεν τον φαίνεται τόσο δύσκολη, πιο εύκολα απαντάει. Μόνος δεν είναι μόνο το θέμα, είναι το πλαίσιο. Τι μπορεί να θυμούν με το πλαίσιο. Το δεύτερο είναι ότι αρμοδιότητα και ειδικαίωμα του συνεντεπτή είναι να καθορίσει ποιος θα μιλήσει μετά. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την διάταξη που σε ένα τραπέζι αν είναι πολλοί, αν είναι πρόσωπο του πρώτου, δεύτερου, ψε δύναμη τελευταίου κόμματος, αλλά και πως μέσα σε μια διαδρομή συζήτησης αυτό μπορεί να ανατραπεί, να δοθεί ο λόγος περισσότερες φορές σε κάποιον, κατά λάθος ή αποσκοπιμότητα, ή να εμπλαγεί και το κοινό που υπάρχει στο σύντρο ή το καθεξέσιο. Για όλα αυτά είναι υπεύθυνος ο συνεντεπτής. Και βεβαίως, κάτι που το είδαμε και στο προηγούμενο μάθημα, σήμερα το πρωί έβλεπα σε ένα κανάλι, μην πω τώρα όνομα δημοσιογράφου, είναι πολύ γνωστός και το κανάλι, ήταν ένα σχαλισμός ο οποίος είχε κάνει πέρα βάση χρόνου και χτυπιότανε ο δημοσιογράφος, το όνομα διέκοψε, ότι δεν έχουμε άλλο χρόνο και επιτέλους σταματήστε να μας επικρίνετε τους δημοσιογράφους, ότι δεν σας δίνουμε το δικαίωμα και τον χρόνο να μιλήσετε και πάω, ουφ, αμάγε, πάω, έφυγε, έφυγε, επομένως η πρωτοβουλία να γίνει αλλαγή θέματος και κυρίως πότε και πώς θα κλείσεις την ένταψη, επίσης είναι δικαιώμα και αρμοδιότητα του συνεδρεκτή. Για τον ανακριτικό τύπο της ερώτησης ήδη έχουμε καμία συζήτηση, οπότε το προσπαρνάω. Α, και αυτή η παρατήρηση εδώ είναι χρήσιμη. Δηλαδή, ποιο πράγμα, αν τον αφήσεις στο πολιτικό να μιλάει και δεν του κάνεις ερωτήσεις, ποια θα ήταν η συνέπεια, δηλαδή, να μιλήσει απλώς πολύ ή και κάτι ακόμη, και κάτι άλλο. Θα ήταν κάτι που θα ήθελα να ακούσει το κοινό, θα ήταν ένα είδος προεκλογικής ομιλίας, να μιλήσει και κάτι άλλο, αυτό θέλει να ακούσει. Νομίζω ότι χάνεσαι σε έναν συνεχή μονόλογο και αφήνεις βασικά τον πολιτικό να λέει γιατί θέλει και μπορεί να μην απαντάει σε ουσιαστικά ερωτήματα, τα οποία θα ήθελε να μάθει το κοινό, για τα οποία θα ήθελε να μάθει το κοινό απαντήσεις. Και εδώ τον ρωτάς και δεν είναι τελειομοσκέψου να μην τον περιορίσεις και να ερωτήσεις. Αυτό λέει και εδώ ότι είναι και ένα μέσο περιορισμού των πολιτικών αλλά και άλλων πεπειραμένων συνεδευξιαζομένων που μπορεί να είναι εξόλου συνδικαλιστές, να είναι δημόσια πρόσωπα άλλου είδους, αξιωματούχοι, οι οποίοι αν αφαιθούν, αυτοί είναι συνηθισμένοι να μιλάνονται. Συνήθως η πολιτική ρητορική στηρίζεται σε μακρούς λόγους στην Βουλή, σε προεκλογικές στιγμές εδώ και εκεί. Επομένως ο κίνδυνος είναι να μεταδώσουν ένα προκατασκευασμένο μήνυμα, δηλαδή να πάνε και να μπουν στο κεφάλι τους ένα κονταμό λόγου και να τον εκφέρουν. Πιθανόν, γιατί νομίζουν ότι έτσι θα κρατήσουν τον κοινό τους ή θα αυξήσουν τους ψήφους κλπ. Αλλά αυτό πράγμα δεν είναι ο στόχος μιας ούτε ενός δημοκρατικού διαλόγου, ούτε της καλής λειτουργίας του πολιτέγματος, της δημόνιας ασφαίρας. Άρα οι ερωτήσεις είναι πολλαπλά κρίσιμες. Βάζουνε μέσα σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια, όχι χρόνου μόνο, αλλά δεν επιτρέπουν στον πολιτικό να είναι ασίδωτος στο λόγο, να είναι ένας ποταμός και να λέει ό,τι θέλει και όπως θέλει, ανεξελίπτου. Από αυτή την άμμο σου πω ένας πολύ χρήσιμος περιορισμός. Και το τελευταίο είναι τι γίνεται όχι με τους έμπειρους, αλλά με τους άπειρους. Πολλές φορές ένας καλυσμένος πάει για πρώτη φορά, όλοι έχουν κάποια πρώτη φορά, οι ξεωμένοι έχουν εμπειρία πολύ μεγάλη. Τι γίνεται με αυτός, οι ερωτήσεις τους βοηθάνε να οριμάσουν σαν καλυσμένοι ή όχι. Θα πρέπει να τους βοηθάνε. Δεν πρέπει να τους βοηθάνε γιατί θα τους κατευθύνουν. Φυσικά. Επομένως ερωτήσεις και για τους άπειρους, όχι μόνο για τους έμπειρους. Και αυτό είναι πάλι ευθύνη του συντεπτή, του δημοσιογράφου, ο οποίος πρέπει με τις ερωτήσεις, όχι μόνο να τον βοηθήσει, αλλά και να τον πυροδοτήσει να πει ενδιαφέροντα πράγματα. Να μην χάσει τα λόγια του, να μην λέει ανούσια πράγματα. Δηλαδή πρέπει να είναι ερωτήσεις και κατευθυντικές και να του δίνουν ευκαιρίες να δείξει σαν καινούργιο πρόσωπο, ας πούμε, στη δημόσια σφαία την ταυτότητά του, τις απόψεις του, τη δύναμη του σωλόγου και του καθετσής. Χρήσιμες ερωτήσεις και για τους άπειρους. Χρήσιμες ερωτήσεις και μετά θα κάνουμε διάλειμμα γιατί είναι ένα συμπαγιές στιγμή. Είμαι πάρα πολύ χρήσιμο. Ξεκινάω με αυτό που είπα και προηγουμένους. Δηλαδή αυτό που είδαμε στην αρχή-αρχή, που ρωτάει ο καλεσμένος, που είναι η ερώτηση σε όλα αυτά. Οπωσδήποτε πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε ερώτηση ως γραμματική μορφή, που έχει εισαγωγή ερωτηματικό στο τέλος ή που έχει μια ερωτηματική αντωνυμία στην αρχή. Ή γενικός μορφή ερώτησης. Ολικής άγνοιας, μερικής άγνοιας, διαδεκτική και λοιπά. Γραμματική μορφή λοιπόν της ερώτησης και ερώτηση ως πράξη. Δηλαδή μια διατύπωση η οποία περιμένει απάντηση, η οποία μπορεί να μην έχει ερωτηματικό. Ξαναλέω για πολλοστή φορά ότι οι ερωτήσεις ως πράξη, σημειώστε ότι αυτό είναι βασικό, ως γλωσσικές πράξεις είναι δύο πράγματα. Οι ερωτήσεις είναι ετήσεις. Requests, στη θεωρία. Στην αγγλική, ας πούμε, δύο πράγματα. Είναι ετήσεις για πληροφορίες, για παροχή πληροφοριών, για εκμέσεις πληροφοριών και ερωτήσεις για επιβεβαίωση. Αυτές, λοιπόν, οι ετήσεις που αντιπροσωπεύονται από διάφορες εκφράσεις, προτάσεις, δίνει πάντα ερωτήσεις. Και νομίζω ότι το είδαμε και έχω και παραδείγματα να δείξω. Για να δείξω ένα. Ένα μικρούλι. Κύριε, ηστάει με τον Σπηλιωτόπουλο. Δέστε λίγο την πρώτη συνεισφορά της δημοσιογράφου εδώ. Καλησπέρα κύριε Σπηλιωτόπουλο, ευχαριστώ. Εσείς καταθέσετε τη ΝΔΙ για το άσυλο ή άλλοι τσακώθηκαν άγρια από τι είδαμε. Κραίξτε, είναι λογικό. Υπάρχει ερωτήση με ερωτηματική μορφή. Και όμως όμως απαντάει. Το εκλαμβάνει ως ερώτηση έτσι και συνεχίζει και ξεκινάει μάλλον την απάντηση. Αυτό βέβαια είναι πάρα κύριε. Λέω αυτό βέβαια κύριε είναι πολύ συχνοφαινόμενο. Βέβαια είναι πολύ συχνοφαινόμενο. Για αυτό δεν πρέπει να ταυτίζουμε την ερώτηση με την ερωτηματική πρόταση. Αλλά δεν είναι ερωτηματικό να είναι ερωτηματικό. Όχι, δεν είναι θέμα ερωτηματικών και στην καθημερινή συνομιλία. Δηλαδή σου πετάω εγώ μια πληροφορία και περιμένω να την επιβεβαιώσεις και δεν έχει μορφή ερώτησης. Αυτό το πράγμα είναι αρκετό. Εγώ νομίζω ότι είναι άλλο πράγμα η ερώτηση. Για να ξέρουμε δηλαδή με τι έχουμε να κάνουμε και τι πρέπει να προσέχει αυτό θα πούμε τώρα. Τι πρέπει να προσέχει ο δημοσιογράφος όταν ρωτάει και ο καλεσμένος όταν δέχεται την ερώτηση. Το πρώτο λοιπόν είναι επίσης, ας κρατήσουμε λίγο και αυτό που λέγεται εδώ κάτω, ότι η ερώτηση μπορεί, μάλλον καλύτερα η ερώτηση ως τέρνενο, ως συνυσφορά, ως αυτό που λέει ο συνεντευτής για να προκαλέσει απάντηση, μπορεί να είναι ή μια ερώτηση με ερωτηματικό, ή μια δήλωση όπως στην περίπτωση της. Στο παράδειγμα που είδαμε μόλις τώρα. Αυτά τα προσπερινάω, επειδή στην πραγματικότητα, εδώ θέλω να μιλούμε, τι πρέπει να προσέχει κανείς, είτε ρωτάει είτε περιμένουν από αυτό να απαντήσει, για να μην παρανοείς, ας πούμε, τι του ζητιέται. Το πρώτο είναι η γραμματική μορφή, θα δούμε και παρακάτω και σε αυτές τις συμμορφές, θα θυμηθούμε λίγο πολύ πράγματα, τα πιο πολλά όχι όλα, γνωστά και από τους σχολιών, το δεύτερο είναι το περιεχόμενο της ερώτησης, όχι μόνο η μορφή, και το ευρύτερο πλαίσιο του θέματος στο οποίο συζητείτε, είναι σε ανάπτυξη. Αυτό, προσέξτε λίγο, δώστε ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτή τη διάκριση. Αν προσέξουμε αυτά τα τρία πράγματα, τότε θα καταλάβουμε, αν πρόκειται για μια πραγματική ερώτηση, για μια θεμητή, δηλαδή κανονική μέσα στα πλαίσια της συνέντευξης, και καλόπιστη, όχι δηλαδή κακοπροέρετη και πολύ εκθετική, ή αν πρόκειται όχι για ερώτηση, αλλά για έναν ισχυρισμό. Όπως παραγωγώ, σε χάρη, σε μια αριτορική ερώτηση, όπου δε ρωτάς, ισχυρίζεσαι. Τότε είναι μια ψευδοερώτηση εκείνη. Χρήσιμη πληροφορία, με λέτη σαν δείγμα, 600 εκφωνημάτων συνεντελκτών, δηλαδή 600, ας πούμε, ερωτήσεις, turns, το 85% μέσα έχει ερώτηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το 15% δεν προκαλεί απάντηση, αλλά δεν έχει την τυπική μορφή μιας ερώτησης. Έχουμε μια πολύ χρήσιμη πληροφορία, και επίσης αυτό το ποσοστό, λίγο πολύ, είναι ίδιο και στην Αμερική και στην Αγγλία. Άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι και σε εμάς είναι λίγο πολύ το ίδιο. Τώρα εδώ έχουμε την κατάταξη, αυτά είναι πολύ χρήσιμα. Και μέσα από παράδειγμα την κατάταξη των ειδών, των μορφών ερώτησης, που προκαλούν ανάλογες, ή αναμένουν να προκαλέσουν ανάλογες απαντήσεις. Άρα μπορούμε να έχουμε και ερωτήσεις στις λεγόμενες μερικείς άγνοιες, οι WH-questions, τι, πότε, που και όλα αυτά. Εδώ τι ρωτάει, το βελάκι μας ενδιαφέρει, ποια είναι άρα μερικείς άγνοιες. Δεν μπορώ να πατήσω ναι ή όχι, ή ολικής απαντήτωμεναι ή όχι θυμίζω. Ποια είναι η γενική εντυπωσία, και απαντάει ή ήταν θετική. Έτσι, μια απλό παραδειγματάκι. Μπορούμε να έχουμε βέβαια και ερωτήσεις ολικής άγνοιες. Ποια είναι οι πιο χρήσιμες, ποιες βγάζουν πιο πολύ λαμβό. Μερικείς άγνοιες. Όχι ότι δεν χρειάζονται και αυτές, γιατί πολλές φορές η ερώτηση είναι το ναι ή όχι για πολύ χρήσιμα ζητήματα. Εντυπωσιακά σπάνιες όμως. Πολύ πιθανόν, γιατί σίγουρα δεν μπορεί να είναι πολλές συνδυαίες μετά την άλλη, δεν μπορεί συνέχεια να είναι η απάντηση ναι, όχι, ναι, όχι, δεν γίνεται αυτό. Ουσιαστικά το ναι και το όχι είναι αυτό που λέγαμε απόκρισης σε ερώτηση επιβεβαίωσης, σε έτηση επιβεβαίωσης. Συνέβη ή δεν συνέβη. Ναι, όχι. Το πιστεύετε ή δεν το πιστεύετε. Ναι, όχι. Στην άλλη περίπτωση έχουμε έτηση για πληροφορία. Αλλά αυτά πάνε σε βγαράκι. Δηλαδή αν έχεις έτηση για πληροφορία, το πιο πιθανό είναι να είναι μια ερώτηση μερικής άγνοιας. Αν έχεις έτηση για επιβεβαίωση, να είναι μια ερώτηση ολικής άγνοιας. Ήταν σκεμμένο να μη σας καλέσουν, ρωτάει. Θα μπορούσε να απαντήσει αλλιότικα, δηλαδή να μην δώσει μια απάντηση ή όχι. Βέβαια λέει πολλά, αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι που με τράει. Δεν νομίζω ότι ήταν άργο. Θα μπορούσε βέβαια να μπει και άλλα πράγματα, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να απαντήσει με ένα νέο ή με όχι. Αυτό είναι ολικής άγνοιας. Μπορούμε να έχουμε διασεκτικές ιδέες, και δεν είναι τίποτα άλλο παρά ολικής άγνοιας διπλές. Αυτό ή εκείνο. Και η απάντηση κάτω, βλέπετε εδώ, νομίζω ότι θα ήταν. Δηλαδή, απαντάει στο ένα από τα δύο σκέλη. Οι ερωτήσεις προσθήκης, όπως τις λέμε στα ελληνικά, τις ξέρετε, time questions, οριστική έγκληση συνερωτηματικότεμαχιου. Τώρα, στα αγγλικά είναι λίγο διαφορετικά από τις στα ελληνικά. Είναι λίγο πιο ευέλικτες, πιο έσπλαστες. Με ένα ρήμα, έναν βοηθητικό κλπ. Λοιπόν, εδώ έχουμε μια περίπτωση που χρειάζεται, επιβεβαίως από τη μεριά ημί, επιβεβαίως από τη μεριά του ερωτωμένου. Κάτι αντίστοιχο είναι και αυτό το παράδειγμα. Α, αυτό είναι χρήσιμο. Αυτό ίσως δεν το σκέφτεται κανείς με την πρώτη. Προσέξτε λίγο αυτό. Αυτό το βιβλίο που λέγεται «Θεραπευτικός Λόγος» στα αγγλικά, είναι ένα βιβλίο το οποίο εκμεταλλεύτηκε συνομιλίες γιατρού ασθενούς. Ο γιατρός είναι ο Φέντσελ. Ο Λαμπόφι είναι ο μελετής του λόγου και της συνομιλίας. Αυτοί λοιπόν μελετώντας συνομιλίες γιατρού ασθενούς, κατέληξαν στο ότι τα συμβάντα για τα οποία συζητάνε, είναι τριών ειδών. Αυτόν θέλετε κρατήστε το γιατί δεν το λέει. Η διαφάνεια δεν μπορεί κανείς να το φανταστεί. Τα A events, τα συμβάντα α, τα B events, συμβάντα β και A-B events. Δηλαδή τι? Τα γεγονότα, τα συμβάντα που ξέρει ο ερωτών, ο συναντευκτής, ο ένας συνομιλητής είναι τα A events και δεν ξέρει ο άλλος. Αυτά που ξέρουν και οι δύο είναι τα A-B. Ο άλλος συνομιλητής, ο ερωτόμενος είναι τα B events. Εδώ, αυτό που μας ενδιαφέρει όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι τι ξέρει ο δημοσιογράφος, γιατί δεν θέλει οτιθεί ο δημοσιογράφος, θέλει οτιθεί ο καλεσμένος του. Επομένως τα B events μας ενδιαφέρουν. Και τι είναι τα B events, τι είναι αυτό που δεν μπορεί να ξέρει το μη παρατηρήσιμο ο δημοσιογράφος, είναι συναισθήματα, στάσεις, προθέσεις. Επομένως, οι ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με το μη παρατηρήσιμο της ψυχικής σφαίρας, με το νου και λοιπά των καλεσμένων, αφορούν συμβάντα B. Και άρα, είναι μια χωριστή από άλλους περιεχομένους, είναι μια χωριστή κατηγορία υλικού, για την οποία θα μπορούσε να θέσει ερωτήσεις ο δημοσιογράφος. Και θα μπορούσε να ζητήσει εμπεδεβαίωση γι' αυτά. Δέστε το παράδειγμα το 6 εδώ, λέει ο δημοσιογράφος. Λοιπόν, με δύο λόγια. Το μετανιώνω είναι εδώ, δεν είναι μια λόγα, δεν μπορείς να το παρατηρήσεις αυτό το πράγμα, δεν είναι ότι κάποιος ψηφίστηκε ή οτιδήποτε. Λοιπόν, γι' αυτό το πράγμα έχει δικαίωμα να ρωτήσει και είναι μια χωριστή, έτσι, περίπτωση. Ερώτηση. Συνηθίζεται να υποβάλλονται ερωτήσεις για σκέψεις, συναισθήματα, που πρέπει να έχουν μυαλόγια στα εις το δημοσιογράφο του ουκανισμένου. Είναι καλό, είναι χρήσιμο, γιατί πάει λίγο προς την προσωπική σφέρο, όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι. Αλλά η ερώτηση, για να πάμε πίσω λίγο εδώ, δεν είναι προσωπική μετάνοια για να τελειώσεις προσωπικό θέμα, μετάνοια σου που χώρεσες με τη γυναίκα σου ή οτιδήποτε. Είναι, μετανιώσατε για ό,τι έχει συμβεί στο Μπράινκτον, αυτή τη εβδομάδα, στο Εργατικό Κόμμα. Δηλαδή, έχει να κάνει με ένα θέμα πολιτικό, καθαρά με. Και είναι χρήσιμο στα ερωτητικές φορές. Εγώ θα λέω ότι είναι και αγαπητός στην Ελλάδα. Δηλαδή, το έχω από ένα άλλο υλικό παρατηρήσει, ότι πάρα πολλές, όχι μόνο ερωτήσεις, αλλά και απόψεις δημοσιογράφων, ας πούμε σε κύριε Άρθρα, έχουν να κάνουν με ηκασίες για το τι σκέφτεται η κυβέρνηση, τι ελπίζει η κυβέρνηση, αν μετάνιωσε η κυβέρνηση, δηλαδή για πράγματα που λένε παρατηρήσεις, και έχουν να κάνουν την ψυχική σφαίρα με την νοητική σφαίρα. Εγώ αγαπήσω αυτά τα πράγματα. Εγώ πιστεύω ότι είναι και αναπόφευκτο από τη στιγμή που άλλος εκφράζει απόψεις, σίγουρα θα διαφέρονται και τα συναισθήματα του πάνω. Θα δίαφερονται πάνω, όχι θα φέρονται καθαρά. Όχι, σίγουρα δεν είναι κάτι που μπορεί να το απαγορέψει κανείς, απλώς είναι θέμα προκτήλησης ή θέματα παράδοσης. Σίγουρα δεν είναι πάρα πολύ συνηθισμένο, δεν είναι ο κανόνες, αλλά σίγουρα τα B-events, όπως είπαμε, τα συμβάνε τα β, δηλαδή αυτά που ξέρει, για τα οποία μπορεί να μιλήσει μόνο ο καλεσμένος, είναι ένα αντικείμενο, ένα θέμα ερώτησης. Κάτι ανάλογο είναι και αυτό, γιατί και η κασία, η πρόβλεψη, το τι θα κάνουμε, τι θα κάνει η κυβέρνηση, και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν είναι γνωστό, δεν είναι παρατηρήσεις, που επομένως μπορεί να πει κανείς ότι μοιάζει λιγάκι με την κατηγορία των συμβάντων β. Μια άλλη περίπτωση είναι στην ερώτηση να παρουσιάσει συνοπτικά τη βασική ιδέα και το συμπέρασμα προηγούμενων δηλώσεων του συνεργασιαζόμενου, όπως βλέπετε στα βελάκια εδώ κάτω, επομένως υποστηρίζεται ότι η υπολοιπή κλπ. κάνει μια σύνοψη. Αυτό γίνεται και για την οικονομία της συζήτησης, αν κρατάει πολύ ώρα ή για κάποιον ο οποίος δεν παρακολουθείς από την αρχή αλλά άνοιξε την τηλεόραση κάπου στη μέση, ώστε να μπορεί να έχει μια εικόνα που την προηγήθηκε. Τέλος, το έχουμε πει και στο πρώτο μέρος του μαθήματος αυτό, η ερώτηση ανεβάζει τον τόνο της φωνής προς τα πάνω, σε αντίθεση με την απόφαση που το κατεβάζει. Θα πάμε, ξέρω ότι σ' αυτόν τον κεριακό, στη Καλγερική. Ανεβαίνει τότε. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, μπορούμε να διακρίνουμε την γλωσσική πράξη, ας το πούμε έτσι, ακριβώς από τον ανωδικό εκτονισμό και από τίποτε περισσότερο, ακόμη και όταν, όπως στο παράδειγμα εδώ, στο βελάκι, πολυκομματικές. Δεν είναι πλήτηση πρόθεση, αλλά και μόνο που ανεβαίνει ο τόνος της φωνής καταλαβαίνει ο άλλος και απαντάει όχι, πολύ πολύ υποψήφι, άρα καταλαβαίνει και πρόκειται για ερώτηση. Από την μελέτη αυτών των 600 φωνημάτων των συνεντευτών, βλέπουμε αυτήν την κατανομή, η οποία είναι πάρα πολύ χρήσιμη και πολύ διαφωτιστική, χειεστάλεγα κι αντικείμενο σύγκριση με τα δικά μας εδομένα. Εδώ έχουμε το σύνολο, 304 συσφορές από Βρετανία και 256 από Είπαν, ένας αριθμός που δεν έχει πολύ μεγάλη διαφορά. Και εδώ βλέπουμε τις κατηγορίες που είδαμε, ερωτήσεις, είπαμε 85% έτσι, οι γραμματικές, καθαρά γραμματικές ερωτήσεις είναι σε αυτόν τον σωστό, πολύ παρόμοιο, τα ερωτηματικά τεμάχια που είναι μάλλον τα questions και αυτές πρέπει να αθεριστούν εδώ, ουσιαστικά αυτές οι δύο πρωτεστήλες είναι οι ερωτήσεις που έχουνε ερωτηματική μορφή, γραμματική ερωτηματική μορφή. Εδώ πάμε στην περίπτωση που είπαμε, των ερωτήσεων οι οποίες έχουν να κάνουνε με συμβάντα β, δηλώσης τρίτης πλευράς, η τάνδα λένε αυτό, όχι ερώτηση, πρόκληση, για να απαντήσει ο καλεσμένος στη δήλωση της τρίτης πλευράς. Δεν είδαμε παράδειγμα αλλά και αυτό είναι ένα μικρό ποσοστό, οι δηλώσεις της πρώτης πλευράς, δηλαδή της πλευράς του καλεσμένου, την οποίαν καλύτερ δήλωσε αυτή, να την επιβεβαιώσει ή όχι ο καλεσμένος. Ας κάνουμε εδώ ένα λελήματάκι, έτσι, για να αλοκαιρώσουμε λίγο το κομμάτι των ερωτήσεων και να πούμε για τις απαντήσεις και να έχουμε λελή ακόμη πράγματα να πούμε. Εδώ υπάρχουν παραδείγματα αυτού του ειδούς, δηλαδή μιας προησαγωγικής πρότασης, η οποία μετά καταλήγησε ερώτηση. Αυτό που είπα προηγουμένου σε αυτή τη διαφάνεια, ότι στην άτοπη συνομιλία μπορεί να αντιδράσει ένα πάσα στιγμή ο συνομιλητής μας, να μας διακόψει, να εκφέρει αντίρρηση κλπ., μας συμβαίνει καθημερινά αυτό. Δηλαδή βγάζεις δυο συλλαβές και ο άνθρωπος είναι έτοιμος να συναντηκρούς, καταλαβαίνει που το πας. Αυτό όμως δεν είναι ικανονικό. Αυτό που ήθελα να μείνει είναι το εξής. Και στις απαντήσεις όπως θα δούμε αλλά και στις ερωτήσεις είναι πολύ σημαντική συνεργασία. Γι' αυτό μιλάμε συγγραφή για συνεργατική κατασκευή λέμε, κανονικαιοδία, μόρφωση, ό,τι θέλετε. Και τις ερώτησες και τις απάντησες. Περιμένουν δηλαδή και ο ερωτόμενος, ο καλεσμένος, να έχει συνέστηση αυτού του πράγματος και να έχει υπομονή να μην παρεμβληθεί, να μην χάσει την υπομονή του και ούτω καθεξής. Γι' αυτό μιλάνε για συνεργασία με τον συνεργαστή στην προσπάθεια να φτάσει σε μια ερώτηση. Αυτό το φαινομενικά οπλαστικό πράγμα δεν είναι καθόλου κοπιαστικό, είναι σύμβαση. Πρέπει δηλαδή να περιμένω να μου γίνει η ερώτηση ή να διατυπωθεί ένα εκφώνημα που να ισοδυναμεί με ερώτηση πάνω στο οποίο εγώ θα απαντήσω και εγώ ο καλεσμένος. Εδώ αυτά θα περάσουν λίγο γρήγορα, μπορείτε να τα δείτε και κατεβαίνει. Έχω μαρκάει το πιο σημαντικό που χρειάζεται να προσέξει κανείς. Στο παράδειγμα λοιπόν αυτό υπάρχει ένας εχθρικός πρόλογος. Είναι αυτό το σημείο εδώ με τα βελάκια. Και επειδή υπάρχει ένας αξιολογικός χαρακτηρισμός, ιδεολογικός, τον χαρακτηρίζουμε αξιστή και ο άλλος είναι έτοιμος να τον δεχθεί, να τον αρνηθεί. Γι' αυτό λένε οι συγγραφείς ότι είναι εχθρικός πρόλογος. Αυτός, ωστόσο, περιμένει να τελειώσει όλο αυτό και μετά να δώσει την απάντησή του. Παρόμοιο είναι και αυτό, ας μην μιλούμε πολύ. Το θέμα αυτό έχουμε συζητήσει, το είπαμε την προηγούμενη ώρα, ότι δηλαδή όπως ο δημοσιογράφος πρέπει να είναι προσεπτικός στα μόρια ταφατικά ότι είναι ανοιχτό το κανάλι της επικοινωνίας σαν πώς σε παρακολουθώ, κάπως έτσι πρέπει να κάνει και ο καλεσμένος. Δηλαδή να δώσει την εντύπωση ότι με υπομονή τον ακούει, τον προσέχει, όχι ότι συμφωνεί, διαφωνεί, ότι τον προσέχει μέχρι να του δοθεί το σήμα ότι τώρα να απαντήσεις. Είτε αυτό είναι ερώτηση, είτε είναι ένα εκφώνημο ισούς ότι δεν έχουμε ερώτηση. Εδώ έχουμε μια αφήγηση η οποία πρέπει και αυτή να αναγνωριστεί, να την αναγνωρίσει ο καλεσμένος ως αφήγηση και πού τελειώνει αυτή ώστε να πέσει μετά η ερώτηση. Και δεν πάμε στο θέμα μιας μακροσκελούς ερώτησης, η οποία… Α, συγγνώμη, συγγνώμη, επιστρέφω, λάθος. Στην περίπτωση αυτή βλέπετε εδώ είναι καθημερινή συνομιλία, δεν είναι συνέντευξη και αυτό το παράδειγμα και το επόμενο με την πολύ γνωστή Oprah Winfrey είναι είδος συνομιλίας που δεν είναι της πολιτικής συνέντευξης και γίνεται σύντριση ανάμεσα σε είδη συνομιλίας που μοιάζουν πιο πολύ με την καθημερινή συνομιλία και όχι με την πολιτική συνέντευξη, όπου έχουμε φαινόμενα όπως την αφήγηση, όπως έχουμε την περίπτωση της αφήγησης και αυτό το παράδειγμα προσκυλούσε ερώτησης, στο άλλο παράδειγμα, κάτι που δεν είναι κανονικό για μια συνέντευξη. Δεν έχουμε διαλείπτωση τόσο μεγάλα ποτάμια λόγου που πρέπει να κάνει μεγάλη υπομονή, πολύ υπομονή, ο Καλησμένος Γιάννα έφτασε να τον απαντήσει. Αυτό το είπα ότι όπως και οι δημοσιογράφοι έφτασαν και οι Καλησμένοι σπάνια λέει εκφέρουν αυτές τις αναγνωρίσεις, τα μόρια δηλαδή που είπαμε όταν πάει το channeling και έτσι πρέπει και αυτό λίγο πολύ έχει υποθεί συνδυατικά με την καθημερινή συνομιλία, ενώ στο πάνεδρος της καθημερινής συνομιλίας είμαστε έτοιμοι ακόμη και σε μισή ράδα να απαντήσουμε, αυτό δεν γίνεται στη συνέντευξη όπου πρέπει να έχουμε υπομονή να ακούσουμε ένα συλλογικό εκφώνημα και μετά ως Καλησμένοι να απαντήσουμε. Νομίζω ότι τα υπόλοιπα μπορείτε να τα δείτε και κατεβαίνουν για να μας μείνει λίγο χρόνος και για τις απαντήσεις, που χρειάζονται μια διαφορετική πραγμάτευση από τις ερωτήσεις. Είναι άλλο είδος ερωτικής πράξης. Τα κυριότερα θα δούμε για να μην σας κουράσω πολύ. Ο τίτλος τι λέει, ο τίτλος λέει, το οποίο είναι βασικά ο διευθύς του δικαιώματος του λόγου. Το δικαιώμα του λόγου είναι ένας όρος που τον χρησιμοποιούμε πάρα πολύ στην ανάγκη συνομιλίας, ήδη τον έχουμε πει, εξηγήσει, είναι κάτι που είναι στα χέρια του συνεντεπτή, του ερωτώντος, αυτός χειρίζεται το δικαιώμα του λόγου, να δούμε τι γίνεται ακριβώς με τους καλυσμένους ό,τι αφορά την ανάληξη του δικαιώματος του λόγου και την απάντηση που θα δώσουν όταν τους δοθεί το δικαιώμα να μιλήσουν. Ο τίτλος είναι διαφορετικός, είπα και προηγουμένως ότι όπως και στην ερώτηση έτσι και στην απάντηση πρέπει να συμπράξουν και οι δύο, αλλιότι θα υπάρχει ένας μη συντονισμός και πιθανόν και μια διακοπή της συνομιλίας, πρέπει λοιπόν να αναγνωρίσει ο καλυσμένος πότε ακριβώς ολοκληρώνονται το εκφώνημά του ή η ερώτηση του πιθανόν και τότε να ξεκινήσει την απάντηση. Αυτό λίγο πολύ το είδαμε ότι οι καλυσμένοι σπάνια δίνουν σύντομες αποκρίσεις. Κάτι δηλαδή που μπορεί να ισχύει στην εθνική συνομιλία δεν ισχύει στην πολιτική συνέντευξη. Και τί να το κάνουμε αυτό μόνο ως ανταπόδοση στις ερωτήσεις που δεν εγκλίνουν μόνο τότε, ή είναι λάκκονες θα λέγει για κανείς. Εδώ έχουμε ένα παράδειγμα με μια τέτοια απάντηση μονολετική «όχι», ή εδώ «όχι». Αυτές όμως δεν είναι ο κανόνας, είναι η εξέρεση. Εξάλλου, ποιος μπορεί να φανταστεί έναν πολιτικό, ο οποίος να προσέρχεται σε μια συνέντευξη για να δει μονολετικές απαντήσεις. Κανένας που το ίδιος θα το ήθελε και θα φανταζόταν, ούτε το εξυμόδελος, ούτε και οι μεσογράφοι. Τώρα, ερώτηση στην οποία θέλω να μου δώσετε μια απάντηση, έστω πρόχειρη. Πότε μια απάντηση είναι πλήρης, πότε μια απάντηση θεωρείται ολοκληρωμένη. Πάρουν θρητήρια για να το πούμε αυτό το πράγμα. Όταν φαντάζεις την ερώτηση. Είναι σαφές αυτό πάντα. Η ερώτηση. Η απάντηση ότι είναι δηλαδή ολοκληρωμένη απόκρισης, ας πούμε, σε μια ερώτηση. Σου ζητάνε μια πληροφορία, τι δίνεις. Σου ζητάνε μια γνώμη εκεί, τότε πότε τελειώνει η γνώμη, ιδιαίτεπως της γνώμης. Πάρουν όρια, συγκεκριμένα. Ή αναγκάζεται πολλές φορές ο μεσογράφος να το σταματήσει. Καταλάβαμε το λόγο, δεν χρειάζεται να μας πει περισσότερα. Το σταματάει το μια φορά. Δεν είναι. Θα ήθελα να γίνει σαφές αυτό, ότι ενώ η ερώτηση από τη φύση της, είτε λόγω επικονισμού, επειδή αν είναι γραπτεία και δοκιματικό. Γενικώς έχει μια μορφή, όλοι συγκεκριμένοι όπως αυτές που είδαμε, ολικής άρνησης, μερικής άρνησης, δημελής, τάκο, αισθήσεων και λοιπά. Είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις πότε τελειώνει μια ερώτηση. Οι απαντήσεις όμως επειδή είναι ένα μεγάλο εκφώνημα, μπορεί να έχει μέσα μια άφη ή μπορεί να έχει μια γνώμη, η οποία αναπτύσσεται με πάρα πολλά λόγια. Δεν έχει όρια συγκεκριμένα. Μπορεί ο άνθρωπος να μιλάει μια ώρα ρόκλι, απαντώντας σε ένα ερώτημα. Γι' αυτό αυτό που προτείνει η συγγραφή, είναι ότι πρέπει ο δημοσιογράφος να αναλύσει γραμματικά την εκτιλησσόμενη απάντηση μονάδα προς μονάδα, ή δυνατόν, ή να έχει το μυαλό του. Δηλαδή, αυτό που είπαμε, στην περίπτωση που μας δυσκόλεψε λίγο, στην περίπτωση Ζούνα-Παππα-Ανδρέου. Αυτό που πρέπει να κάνει το Παππα-Ανδρέου, είναι να βρει τα θεματικά κέντρα της ερώτησης. Να βρει για ποια πράγματα και πώς το ρωτάει, ώστε και αντίστορφα να δώσει μια απάντηση, αν θέλει βέβαια, σαφή και ακριβή και σύντομη σε αυτά τα σημεία. Εδώ βλέπουμε διάφορους τύπους απάντησης που μπορούν να κωδικοποιηθούν με ένα σχετικά εύκολο τρόπο. Για παράδειγμα, ένας τρόπος ο οποίος οριοθετεί την απάντηση, είναι η επιστροφή στους όρους της ερώτησης. Δέσε το παράδειγμα. Ίσως πρέπει να διαβάσουμε όλο το παράδειγμα, θα το κάνετε κατηδύα, θα διαβάσουμε μόνο το σημείο που μας ενδιαφέρει. Και λέει εδώ, στο πρώτο βελάκι, «Είσαι της άκουσας ότι η αστυνομία πρέπει να φοδιαστεί με όπλα, δημοσιογράφος». Δίνει μια απάντηση, η οποία στο τέλος, λέει, που επιτύφεται, είναι τόσο πολύ αυξημένη, που η αστυνομία θα πρέπει πως τίποτε να είναι ενοχλησμένη. Δηλαδή, το τέλος της απάντησης είναι, ουσιαστικά, επαναδιατύπωση της ερώτησης σε περιεχόμενο. Αυτό είναι μια ένδειξη, ότι ολοκλήρωσα την απάντησή μου, αφού κυκλικά θέλει για κανείς, με έναν τρόπο επιστρέφω στο ερώτημα, έτσι δεν είναι. Θα μπορούσε, βέβαια, αυτό να γίνει και χωρίς την επιστροφή στην αρχική ερώτηση, όπως, στο παράδειγμα, αυτό που βλέπετε. Αυτό το είδαμε και το φαντάζεται κανείς ότι δεν είναι πάντα εύκολο, για τους λόγους που είπα, να καθοριστεί το όριο της απάντησης. Οπότε, ο δημοσιογράφος, προκειμένου, είτε να τον σταματήσει, είτε να κάνει μια επόμενη ερώτηση, να ρωτήσει σε ένα άλλο πρόσωπο, θα πρέπει να αναλύσει το περιεχόμενο της απάντησης, ή δυνατών σημείων κοσιμίων. Δηλαδή, για να το γίνουμε ανάποδα, στην περίπτωση του Ζούλδα Μπαμπανδρέου, η δεύτερη ερώτηση, που πιθανόν, μάλλον, έγινε από άλλον δημοσιογράφο, θα πρέπει να στηριχθεί στην ανάλυση της απάντησης. Δηλαδή, σε τι απάντησε, αν απάντησε σε αυτά που ρώτησε ο πρώτος, έχει καλώς. Θα πρέπει να κάνει μια άλλη ερώτηση, έτσι δεν είναι, μια καινούργια ερώτηση. Αν άφησε υπόλοιπα, μπορεί η ερώτηση να αναφέρεται σε αυτά τα υπόλοιπα. Μόνο μια ανάλυση περιεχομένου της απάντησης, μπορεί να του δώσει το πράσινο φως, για να ξεκλείσει μια καινούργια ερώτηση, μια συμπληρωματική ερώτηση, μια διευκολιστική ερώτηση και το κατάστατο. Αυτό σημαίνει ανάλυση των μονάδων περιεχομένου της απάντησης του δόθητος. Που, ξαναλέω, δεν είναι πάντα εύκολο και δεν είναι πάντα εύκολο, είτε γιατί υπάρχει ένταση, είτε γιατί μιλάνε πολλοί ταυτόχρονα, και είναι φροντισμένο το κλίμα, είτε γιατί η απάντηση είναι πολύ μακροσκελής και χρειάζεται ένταση προσοκής για να το καταφέρει κανείς αυτό. Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, είναι μερικές φορές δύσκολο. Όχι πάντα, αλλά μερικές φορές είναι δύσκολο να καθοριστούν τα όρια, το τέλος δηλαδή, μιας απάντησης. Αυτή είναι μια περίπτωση πολύ εκτενούς απάντησης που βάζει σε, δεν λάθει καλύτερα για κανείς, τον δημοσιογράφο να την επιμερίσει σε υποθέματα, ας πω έτσι, και να δει αν χρειάζονται διφρυνιστικές ερωτήσεις ή αν μπορεί να περάσεις σε ένα άλλο θέμα. Να μην επιμείνουμε εδώ. Εντάξει, δεν λέγεται κάτι καινούργιο εδώ. Αυτό, να ξαναπώ ότι η εκτίληξη μιας συνομιλίας, η ομαλή, προϋποθέτει από τη μεγιά και των δύο, ειδικά στην περίπτωση των απαντήσεων, την ανάλυση από μεριάς του δημοσιογράφου των υποθεμάτων μιας απάντησης, ή την απόφαση ότι ναι, δόθηκε μια απάντηση, και δεν είναι απλώς απόκριση, δεν είναι υπεκφυγή, δεν είναι μισή απάντηση, έτσι ώστε να ξέρει τι θα μπορέσει να ρωτήσει στην επόμενη του ερώτηση. Αυτά προσπάθησα να τα συνειδηγώσω όσο δυνατόν περισσότερο. Το κεφάλαιο είναι μεγάλο, αν το δείτε σε αριθμό σελίδων, αλλά αυτά που κυρίως έπρεπε να έχουμε, νομίζω ότι τα είπαμε, οι διαπάνες σας βοηθάνε. Νομίζω και αυτές, και μόνο να δείτε, δεν χρειάζεται να διαβάσετε τις 70 πέτους του κεφάλαιου, είναι φαινομενική ασυνδρομία, δεν είναι κάτι πρέπει να πω με αυτά πέτους. Αν θέλετε κάτι να ρωτήσετε, ευχαριστούμε πολύ, δονοκληρώνουμε. Να σου ξαναλέω, αυτό είναι το πιο σημαντικό και για την ανάλυση, αν κάνετε εργασίες πάνω σε συνέντευξη τοξόους, αλλά και από πάσης πλευράς, και για την επάρκεια στο οποίο ένας δημοσιογράφος είναι εντεπτή. Αλλά θα έλεγα ακόμη και για την επίγνωση που πρέπει, ή μπορούμε να έχουμε ως τηλεφιαρτές, όταν παρακολουθούμε τέτοιες εκπομπές. Εδώ λοιπόν ολομμυρώνουμε. |