: Πανασιολογιώτατε, κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Σας καλωσορίζουμε στην απόψινή μας εκδήλωση. Απόψε έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στη βιβλιοθήκη μας τον κύριο Γιάννη Μοσχόπουλο, διοικηγόρο και ιστορικό, ο οποίος θα μας μιλήσει για να μιλήσουμε για να μιλήσουμε θα μας μιλήσει για τους ιστορικούς ταθμούς για τον Βρουμπλούκι, Καμπανία, από τον 14ο αιώνα έως το 1830. Την εκδήλωση τη διοργανώνουν ο κοινού η Εταιρεία Μελετών Ιστορίας Πολιτισμού Ομοίου Μαθίας, οι Φίλοι του Βυζαντινού Μουσείου Βέριας, ο Διοικηγορικός Σύλλογος και η Δημόσια Βιβλιοθήκη. Η διάλεξη πραγματοποιείται με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του συγγραφέα το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ο κ. Μοσχόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρια Ιμαθίας όπου ζει, σπούδασε νομικά και εργάζεται ως δικηγόρος. Παράλληλα με την επαγγελματική δραστηριότητά του, από πολύ νέος ασχολήθηκε με τα κοινά, ιδρυτής και μέλος πολιτιστικών συλλόγων, Δημοτικός Σύμβουλος Αλεξάνδριας, Νομαριαϊκός Σύμβουλος Ιμαθίας. Ασχολείται συστηματικά με την έρευνα της ιστορίας, της τοπογραφίας και της λογογραφίας του Ρουμπλουκιού. Έχει δημοσίευσει άλθρα σε εφημερίδες, πήρε μέρος σε ημερίδες, συνέδρια, ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Από το γραπτό του έργου ενδεικτικά αναφέρουμε Ρουμπλουκι, ιστορία και τοπογραφία, αρχαία χρόνη Ρωμαιοκρατία. Ρουμπλουκιώτικα σημειώματα από το 1980 έως το 1988 και το δεύτερο τόμο Ρουμπλουκιώτικα σημειώματα από το 1989 μέχρι το 1995. Η καμπανία Ρουμπλούκη στα Βυζαντινά χρόνια και το Ρουμπλούκη καμπανία κατά την πρόημη και μέση Ορθομανοκρατία. Ο λόγος είναι ο κύριος Μοσπόπουλος, σας ευχαριστώ πολύ για την παρουσία σας εδώ. Ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ. Σας καλησπαιρίζω, έδεσημολογιώτατε, πατέρα Πορφύριε, μέλη της Εταιρείας Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Νομού Ιμαθίας, φίλοι του Βυζαντινού Μουσείου Βέρειας, μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Βέρειας. Σας ευχαριστώ για την σημερινή εκδήλωση και την πρόσκληση σας να μιλήσω για τους ιστορικούς σταθμούς του Ρομλοκιού. Και ευχαριστώ πάρα πολύ τη δημόσια βιβλιοθήκη Βέρειας, η οποία μας φιλοξενεί σήμερα σε αυτήν την αίθουσα. Η παιδινή περιοχή της Καμπανίας κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους ανήκει στο θέμα της Βέρειας. Είναι πράγματι συμπλονιστικό ότι το θέμα Βέρειας από τον 10ο αιώνα που ιδρύθηκε είχε απότατο όριο τον ποταμό Βαρδάριο, τον Αξιό. Αυτό το όριο διατηρήθηκε ως όριο της Επισκοπής Καμπανίας. Η Επισκοπή Καμπανίας, μάλλον η Γεωγραφική Έννοια Καμπανία, δεν είχε σαφής οριοθετικές γραμμές. Ήταν λοιπόν ο κάμπος ανατολικά της Βέρειας που έφτανε μέχρι τον Αξιό και οι κάτοικοι της Καμπανίας για πρώτη φορά γνώρισαν τους Τούρκους ως Σελτζούπους Τούρκους. Ήταν το πρώτο φίλο το οποίο είχε έρθει εδώ. Αυτοί λοιπόν αυτοαποκαλούνταν Ρουμ επειδή ήταν αυτοί οι οποίοι κατέκτησαν τις Βυζαντινές περιοχές στη Μικρά Ασία. Και αυτοί κάποτε ανέπτυξαν επιγραμμίες και επιμιξίες με Βυζαντινούς ύπους οπότε πολλά μέλη τους εκχριστιανίστηκαν και ορισμένοι από αυτούς σύναμψαν συμμαχίες και αποκαταστάθηκαν γεωργικά στην περιοχή αυτή. Έτσι στο χάρτη αυτό αναφέρονται κάποια ζευγηλατία ή δίκαια, δίκαια ήταν δικαιώματα επιτισχής στα οποία υπήρχαν διάφοροι βυζαντινοί αρχοντές οι οποίοι παράλληλα με τα ονόματά τους Αλέξιος Παλαιολόγος λεγόταν Αλέξιος Σουλτάνος Παλαιολόγος. Αυτά αναφέρονται σε ένα χρυσόβουλο του Ανδρόνικου του Δεύτερου που έλεγε ότι τα κτήματα τα δικά του και το μακαρί του πεθυρού του του Σουλτάνου τα οποία τα κατείχε η οικογένειά του από 80 έτη ελεύθερα υποχρεώσων με αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Ο Παχημέρης λέει ότι ο Σουλτάνος Καϊκαϊβούς ο Δεύτερος, η λεγόμενη Καγκαούζη μετά προέκυψαν από αυτούς καθώς και ο Γρηγοράς λένε ότι ο Καγκαούς είχε έρθει μαζί με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τον αδερφό του το Μελίκ ή Μελίκ. Ο Μελίκ αυτός ήταν ένας από τους οποίους ονομάστηκε η περιοχή της Μελίκης με το γνωστό της όνομα. Αυτοί λοιπόν βαφτίστηκαν, ασπάστηκαν τις ρωμαϊκές συνήθειες και τήραν αυτά τα κτήματα και αναφέραν ότι ήταν σουμπασίδες, πρωνιάροι δηλαδή, στη Βέρια και εκεί τους συναντάνε σε διάφορα βυζαντινά έγγραφα με διάφορα ονόματα όπως είναι τα δίκαια του Αστραπήρη Μελίκ στη Μελίκη, τα δίκαια του χωριού Νησί και Ρέσινη, η πρόνοια του Αλέξιου Σουλτάνου του Παλαιολόγου και διάφορα άλλα. Έτσι λοιπόν για πρώτη φορά η περιοχή γνώρισε τους Τούρκους ως οικιστές και ως σύμμαχους. Αργότερα όμως τα επόμενα χρόνια μετά του 1330 άρχισε και τους γνώρισε ως αντίπαλους, καταρχήν ως μισθοφόρους σύμμαχους των αντιμαχόμενων μερίδων κατά τους πολέμους του 1341 μεταξύ του Ανδρόνικου και του Κατακοζινού. Στη συνέχεια αφού οι Οθωμανοί πλέον Τούρκοι εδραιώθηκαν σε ευρωπαϊκά εδάφη μετά την κατάκτηση της Χαλήπολης, κατακτούσαν τη μία μετά την άλλη της πόλης της Μακεδονίας. Ένας μοναχός άφησε μια γλαφυρή εικόνα της εποχής της Οθωμανικής εισβολής, όπως τα πουλιά του παραδείσου οι Ισμαηλίτες εξαπλώθηκαν πάνω από τη γη και δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να σκοτώνουν ή να σκλαβώνουν τους ντόπιους. Η χώρα ερήμωσε από άνδρες, από κοπάδια και από καρπούς. Δεν υπήρχε ηγεμόνας ούτε ηγέτης. Δεν υπήρχε λυτρωτής ή σωτήρας ανάμεσα στον λαό. Τα πάντα χάνονταν μπροστά από το φόβο των Ισμαηλιτών. Ακόμη και οι γενναίες καρδιές των Ηρώων έγιναν αδύναμες καρδιές γυναικών, δίκαια οι ζωντανοί ζήλευαν τους νεκρούς. Ο Μουρά το πρώτος καταλάμβανε εδάφη, διόρυζε Οθωμανούς διοικητές και εφάρμοζε το παιδομάζωμα για τα γεννητσαρικά τους στρατεύματα. Επαρχιακές πόλεις και χωριά υποτάσσονταν χωρίς αντίσταση στους Οθωμανικούς νόμους και στη φορολογία. Τότε λοιπόν κατακτήθηκε και η παιδινή αυτή περιοχή. Είχαν κατακτήσει πρώτα τα γεννητσά και εκεί είχε φτάσει ο περίφημος Γαζί Ευρενός Μπέι, ο οποίος ήταν γιος εξισλαμισμένου χριστιανού. Αυτός λοιπόν σύμφωνα με μία παράδοση του είπε ο Μουράτ, ο οποίος εικονίζεται σε αυτή τη φωτογραφία, ότι αν πάρεις το άλογό σου από μια αυγή στην άλλη αυγή ως η γη περπατήσεις, αυτήν θα σου την αφιερώσουν. Το έκανε λοιπόν και όταν έκανε το κύκλο από τα γεννητσά γύρω γύρω από τη λίμνη έφτασε μέχρι την Κουλακιά, οπότε εκεί λάγησε ο πετινός, εκεί πέταξε το τοπούζι, το σύμβολό του δηλαδή, και είπε δεν πρόλαβε δηλαδή να πάει μέχρι τη Θεσσαλονίκη και όλη αυτή η περιοχή ήταν το τιμάριό του. Για να μη φορολογηθεί όμως το μετέτρεψε σε Βακούφη, το αφιέρωσε για αγαθοέργους, σκοπούς και από τότε τα μέλη της οικογένειας του Γαζίε Βρενός ήταν υπεύθυνα για να εισπράττουν την ιστηρά τον αυτοκρατορικό φόρο, τον οποίο μόνο απέδειδαν στον Σουλτάνο, ενώ όλοι οι άλλοι φόροι, τα κτήματά τους ήταν απαλλαγμένα. Τότε λοιπόν, είτε από τους Σετζούκους είτε από τους Οθωμανούς Τούρκους, η περιοχή ονομάστηκε Ρομλιότοπος, δηλαδή ο τόπος που έχει Ρομιούς. Σύμφωνα με όλους τους ειδικούς είναι μια κυτίδα ελληνοφωνίας. Το Ρομλούκι λοιπόν ξεκινούσε από την παιδιάδα έξω από τα τείχη της Βέρειας, ήταν όλος αυτός ο κάμπος, μέχρι τον ποταμό Καράσμακ ή Λουδία και σε επόμενη φάση σε ευρύτερα όρια έφτανε όπως είπαμε μέχρι τον Βαρδάρη, μέχρι τον Αξιό. Αντίθετα, όρια προς νότου είχε τα υψώματα του Βερμίου και προς βορά είχε τις όχθες της λίμνης του Λουδία. Όλη αυτή η περιοχή παραγορήθηκε σε σπαχίδες, σε ιππείς δηλαδή, Τούρκους ιππείς. Παράλληλα, το βυζαντινό αρχοντολόι της περιοχής της Βέρειας, για να διατηρήσει τα κτήματά του, εντάχθηκαν και αυτοί στο οθωμανικό στρατιωτικό σύστημα. Ήταν λοιπόν οι λεγόμενοι χριστιανοί σπαχίδες. Διατήρησαν την περιοχή τους, αλλά έχασαν όλα τους τα προνόμια. Από το 1430, όταν κατακτήθηκε η Θεσσαλονίκη, ένας κλάδος μετά του Μουράτ II, έφυγε και πήγε προς τα Γιάννενα. Και όταν έφτασαν έξω τα τείχη των Ιωαννίνων, οι Οθωμανοί τους είπαν ότι ώσπερ διακομίσαμε τη Θεσσαλονίκη και χαλάσαμε τις εκκλησίες και ερημόσαμε και αφανίσαμε τα πάντα, ούτω θέλαμε χαλάσει και εσάς και τα πράγματά σας και το κρίμα να το γυρεύει ο Θεός από εσάς. Οπότε οι κάτοικοι των Ιωαννίνων άνοιξαν τις πύλες και δέχθηκαν να υποταχθούν. Όμως, όταν ξεκίνησε μια αντιπροσωπία των Ιωαννητών για να πάει να δει τον Σουλθάνο και να του παραδώσει επίσημα το κλειδί της πόλης, αυτή η τελετή, από ότι λέει μια παράδοση που την κατέγραψε ο Στρούκ, έγινε σε ένα χωριό της Καμπανίας, στα όρια του ποταμού Αλιάκμονα, και δεν είναι άλλο παρά το χωριό Κλειδί όπου εκεί παραδόθηκε το κλειδί της πόλης των Ιωαννίνων. Όταν έγινε η άλωση της πόλης, οι κάτοικοι εδώ θρύνισαν την άλωση και υπάρχει ένα τραγούδι δημοτικό από τον Κριτζάνη, που λέει χαμωμπηλιά χαμωρωδιά χαμήλω στα κλονάρια σου, χαμήλω στα κλονάρια σου να ανέβω στην πορφίτσα σου, να δω την πόλη πως χαλνάει, τα κάστρα πως γκρεμίζονται, τα κάστρα πως γκρεμίζονται και ζερβοκαλαμίζονται. Βέβαια τότε οι Οθωμανοί δεν αυτό αποκαλούνταν Τούρκοι. Την έννοια Τούρκος την έδιναν οι Δυτικοί και ήταν όρος υποτιμητικός, εννοούσε τον άξεστο Οθωμανό από τα βάθη της Ανατολίας. Οι ίδιοι όμως οι Οθωμανοί αυτό αποκαλούνταν Οσμανλίδες, απόγονοι δηλαδή της γενιάς του Οσμάντου. Η Ελένη Καρά, η οποία έχει κάνει μια πολύ σημαντική έρευνα για την περιοχή, λέει ότι η περιοχή δεν κατακτήθηκε βία, αλλά παραδόθηκε και ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός παρέμεινε στις αισθείες του. Σε αυτό συνεχωρεί και το γεγονός ότι οι εκκλησίες των Γωριών εντάχθηκαν σε καθιστώς Βακουφιού. Έτσι λοιπόν το Ρουμλούκι ανήκει στο σαντζάκι της Σημαία, γιατί όλα αντιμετωπίζονταν με στρατιωτικούς όρους της Θεσσαλονίκης και το μισό Ρουμλούκι ήταν στον Γκαζά της Βέρειας και το όριο ήταν τότε συνήθως ήταν ποταμή. Ένας κλάδος του Αλιάκμου, δηλαδή, προφανώς στη γραμμή ανάμεσα από νησί Ρέσσινη, Βρυσάκη και Αλεξάνδρια, έβγαινε προς τα πάνω, οπότε χώριζε τον Γκαζά της Βέρειας μέχρι εκεί, ενώ από εκεί και πέρα ήταν ο Καζάς Σελανίκ, της Θεσσαλονίκης δηλαδή, ο οποίος διαιρούσε το Ρουμλούκι σε δυο κομμάτια. Θρησκευτικά, βέβαια, το Ρουμλούκι ήταν χωρισμένο σε τέσσερις επισκοπές, που ήταν οι της Καμπανίας που έφτανε τότε μέχρι, επίσης, μέχρι την Αλεξάνδρια περίπου, στη συνέχεια ήταν επισκοπή Δρογοβητίας, ακολούθως ήταν η επισκοπή Βέρειας και νότια του Αλιάκμουνα ήταν η επισκοπή Κίτρους. Περί το 1600, πιο μπροστά το 1599, η επισκοπή Δρογοβητίας αφομιώθηκε και συνενώθηκε το μεγαλύτερο κομμάτι της με την Καμπανία και τα υπόλοιπα χωριά που ήταν πιο κοντά από στη Βέρεια πήγανε στην επισκοπή Βέρειας και μετά το Ρουμλούκι διαιρούνταν σε τρεις επισκοπές και έφτανε μέχρι το Σταυρό. Στη Βέρεια ο διοικητής ουσιαστικά ήταν ο Σούπασης μαζί με τον Καδή. Το αναφέρω ιδιαίτερα γιατί οι πράξεις του Καδή όπως καταπορούνταν στις επώδεικες σώθηκαν και από αυτούς μεταφράστηκε γύρω το 12% και από αυτούς μπορούμε σήμερα να αντλούμε τρομερά στοιχεία που είναι ανοιχτά παράθυρα προς το παρελθόν. Από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε πολλά στοιχεία μερικά από τα οποία από το πλήρες έγγραφο θα σας διαβάσω αργότερα. Οι στρατιωτικοί αξιωματικοί του Γαζίευρ ενός και των άλλων στρατιωτικών που κατέκτησαν αυτή την περιοχή πήραν τις έφορες γιές καταρχήν του Κάμπου ως τιμάρια και είχαν υποχρέωση να κατοικούν στο χωριό που πέρανε ως τιμάριο, από το οποίο εισέπραγαν τους φόρους, ήταν η πηγή σωδήματός τους και συγκέπτουν την δεκάτη την οποία απέδειδαν στον Σουλτάνο και ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τον Σουλτάνο κάθε φορά που τους καλούσε σε εκστρατεία μαζί με έναν αριθμό στρατιωτών ανάλογα με την αξία και την έκταση του τιμαρίου τους. Έτσι λοιπόν εδώ υπήρχαν χάσια που είχαν αξίας πάνω από 100.000 πιάστρα, ζεαμέτια 20.000 πιάστρα και απλά τιμάρια κάτω των 20.000 πιάστρων. Οι σπαχίδες είχαν την απλή νομή του κτήματος και η ψηλή κυριότητα, η ιδιοκτησία ας το πούμε, έτσι πιο φοντρά, ανήκει στο Οθωμανικό κράτος. Γι' αυτό έχουμε ένα έγγραφο που όταν ο σπαχής του χωριού Σκυλίτσι πέθανε κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας που είχε ακολουθήσει τον Σουλτάνο στην Ιεμένη, χύρισε εδώ πέρα το τιμάριο και κάποιος άλλος έκανε έντιση και ζητούσε να πάρει αυτός επειδή ανδραγκάθησε σε κάποια μάχη. Μία από τις πρώτες υποχρεώσεις των υπόδουλων ήταν το παιδομάζωμα, το Ντευσυρμέ. Ξεκινούσαν ένα απόσπασμα, έχετε δει το έθιμο όπως γίνεται στην Νάουσα, κάπως έτσι γινόταν και εδώ. Ένας συνταγματάρης του Γεννητσάρου ξεκινούσε, περιέτρεχε όλα τα χωριά της Ρουμέλης και τότε Ρουμέλη ήταν οι βαλκανικές περιοχές του πρώην Βυζαντίου, οπότε περιέτρεχαν στους Σέρβους, σε Έλληνες, Αρμανίδες, Βουλγάρους και όταν έφταναν σε κάθε χριστιανικό χωριό, εμφανιζόταν ο ιερέας του χωριού με τους καταλόγους των παιδιών και των κατοίκων και έβλεπαν ποια παιδιά είναι σε ηλικία που έπρεπε να πάρουν, γιατί έπαιρναν τα μικρά παιδιά ως ειτς ογλάν, τα οποία τα έπαιρναν και τα εκπαίδευαν για υπηρεσίες στο παλάτι και υπήρχαν και αυτοί που πήγαιναν για γεννήτσαρο, για γεννήτσαροι, οι οποίοι ήταν από 15 χρονών και πάνω, μέχρι 18-19. Εάν τυχόν ο πατέρας οποιοδήποτε παιδιού αρνούνταν, τον σφάζαν επί τόπου, οπότε αφού πέραν τα παιδιά, αποχωρίζονταν και τα παιδιά αναδύο περπατούσαν στους δρόμους, οι χωριοί γύρισαν στα σπίτια τους για να κλάψουν, αλλά ήδη τα παιδιά κάναν από τι λένε όνειρα, γιατί ήξεραν ότι οι γεννήτσαροι αποκτούσαν τιμές, αξιώματα και πλούτη. Γι' αυτό στο Ρομλούκι υπάρχουν διάφορες συνήθειες από τότε, όπως το να παίρνουν ψυχοπέδια και παρέδιδαν τότε ως δικά τους παιδιά τα ψυχοπέδια για να μην δώσουν τα παιδιά που είχαν οδυσμούς αίματος. Επίσης υπάρχει συνήθεια που φωνώσανε στα μικρά αγόρια φουστάνια ή πορυτσίστικα ρούχα τα οποία τα άφηναν μακριά μαλλιά και σε συνεργασία μαζί του έλεγαν ότι αυτό είναι κορίτσι και ότι το δήλωναν ως κορίτσι. Και η κλασική βέβαια αντίδρασή τους ήταν το να φεύγουν στα βουνά όπως θα πούμε αργότερα. Οι ερωτικές συνάφιες των κατακτητών με ελληνίδες ήταν σύνηθες φαινόμενο αλλά η ελληνική κοινωνία τα απέτρυπε και τους καρπούς αντίχον μια γυναίκα έμεινε έγκυος από Θωμανό το παιδί το έλεγαν Τουρκανάκατο ότι ανακατεύτηκε το αίμα του με Τούρκο. Έχουμε έγγραφο λοιπόν από το Μικρογούζι το μακροχώριο όπου εκ των κατοίκων του χωρίου ο Μικρογούζι Χαλίλ Μπέις αφού προσήχαγε ενώπιον του ερωτικείου την από το χωριό αυτό καταγούμενη Μάρω Θηγατέρα Μάνου υγερή αντίον της αγωγή λέγοντας ότι αυτή τη χάνει έγκυος από κλεψιγαμία και ζητάει να εξεταστεί αυτή και όταν ρωτήθηκε η Μάρω απάντησε ότι πράγματι κατοικεί εντός του τσιφλικού του τσιφλικά του χωριού Μεχμέ Τσελεπίγιου του Φαζουλάκου ο οποίος χρησιμοποιώντας βία την παρέσθερη στην οικία του και ασέργησε από αυτής και ήδη τη χάνει έγκυος πέντε μηνών. Οπότε καταγορήθηκε αυτή η πράξη για να της πάρει το παιδί μετά. Όμως υπήρχαν και οι κυροεθελήσεις της εσλαμισμίας όπως μας λένε πολλά δημοτικά τραγούδια του Ρομλοκιού. Όσα κάστρα κι αν πάτησα κι αν πήγας αντισχύραστο καλέ δεν απάντησα κι ο Μεμέταγας περνάει καλέ και τη λόιασε, ρίχνει μύλου και την γρούη δεν το δέχτηκε, ρίχνει και τον αλαβό να χαμογέλασε, τρία παλληκάργα στείχαν στη γιαρέση με καλιμέλα σταυρομάνα, την τασιούλα να μας δώσει στο Μεμέταγα, δεν τη δίνω είναι Τούρκος και αρτένεται και η τασιούλα αποκρίνεται από τον αργαλιό, σώπα μάνα σκύλα μάνα εγώ τον αγαπώ. Επίσης σε κάθε περίοδο στρατιωτικών επεμβάσεων και επιδρομών εδώ στην περιοχή πέρναν εκτός από το γενιτσαρισμό που γινόταν στα αγόρια πέρναν και μικρές κοπέλες προκειμένου να επανδρώνουν και τα χαρέμια των διαφόρων πλούσιων μπαίδων. Γι' αυτό ως αντίδραση στο Ρουμλούκι συναντιέται η συνήθεια πολλές ηλικιωμένες να κάνουν στο μέτωπο το σχήμα τατουάς του σταυρού ώστε να είναι αποτροπαϊκό για τους Μισουλμάνους να τις βλέπουν σε ερωτική συνάντηση μαζί τους. Τούρκοι δεν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ρουμλουκιού, εγκαταστάθηκαν στη Βέρεια. Και αυτό έγινε γιατί. Γιατί από τους πρώτους αιώνες πολλοί όσοι είχαν προβλήματα με την τουρκική διοίκηση και αρμούνταν να δεχθούν αυτόν τον καινούριο τρόπο ζωής έφευγαν στα βουνά. Έπαιρναν όλες τις οικογένειές τους και πήγαιναν επάνω. Επάνω η ζωή ήταν πάρα πολύ δύσκολη διότι πλέον δεν είχαν φοράφια και έπρεπε να ζήσουν με την κτηνοτροφία. Με την κτηνοτροφία είναι πολύ κοντά το κλέψιμο της ζωοκλωπής. Με την κλωπή εθίζονταν στο να γίνονται κλέφτες και φυσικά όλα τα πλούσια ελέητα στον γάμο. Κάτω ήταν τα πλούσια κοπάδια, τα κονάκια, οι πέιδες και τα λοιπά, οπότε έπρεπε κάτω να χτυπήσουν και άρχισαν να αισθάνονταν ασφαλείς. Οπότε χτίζαν οχυρά σαν φρούρια κονάκια και εκεί προστατεύονταν οι ίδιοι. Οι ίδιοι βέβαιοι οι Μουσουλμάνοι προτιμούσαν την προστασία των τυχών της Βέρειας ή της Θεσσαλονίκης ανάλογα σε ποια περιοχή του Πολυνδρού, ανάλογα σε ποια περιοχή ήταν πιο κοντά. Βέβαια οι νεότεροι ερευνικές και ιστορικοί λένε ότι δεν έφυγαν τότε πολύ μεγάλους αριθμός κατοίκων διότι η πάξοτο μάνα συνέβαλε στην ανάπτυξη της περιοχής κατά τα πρώτα έτη μετά την κατάκτηση. Έτσι η Γκαράι υποστηρίζει ότι η ευθυμονική κατάκτηση δεν οδήγησε σε ερήμωση της περιοχής, αντίθετα ο πρώτος Οθωμανικός αιώνες ήταν περίοδος πληθυσμιακής ανάπτυξης μετά τις επιδημίες και τις πολυμμικές αναστατώσεις των προηγούμενων βυζαντινών δεκαετιών. Για να αντιδράσουν στο αίσθημα ανασφάλειας που προκαλούσαν στους Οθωμανούς, τη Μαριούχος, οι συχνές επιδρομές των Ελλήνων κλεφτών, αναγκάστηκαν οι Τουρκοί να οργανώσουν μια αστυνομία. Για αυτήν την αστυνομία την ανέθεσαν επίσης σε Έλληνες, δηλαδή προσετοιρίζονταν μία ομάδα κλεφτών ονομαστών και αυτούς τους μίσθωναν την αρματολική ομάδα με τον χρόνο και τους ανέθεταν αυτοί να επιτηρούν τα χωριά και να αποτρέπουν τις επιθέσεις των κλεφτών. Αυτούς τους έκανε το δικαίωμα να φέρουν όπλα, άρματα και γι' αυτό τους αποκαλούσαν αρματολούς. Οι αρματολοί λοιπόν ήταν Έλληνες σωματάρχες οι οποίοι μισθώνονταν από την Τουρκική Διοίκηση με απόφαση των Αγιάν, δηλαδή της ελίτη των εύκολων Μισουλμάνων της περιοχής της Βέρειας και είχαν αυτή τη δουλειά. Παρά τις αντιθέσεις, η πολιτισμική συνάθεια και η καθημερινότητα της συμβίωσης των δύο λαών ως κυρίαργος και ως υποτακτικός έφερε και μία όσμοση μεταξύ των δύο πληθυσμών. Στους Τούρκους άρεσαν οι παλιστικοί αγώνες τους οποίους υιοθέτησαν και οι Έλληνες και μάλιστα ακόμη οι Ζουρνάδες στο Ρουμπλούκι παίζουν τον μουσικό σκοπό γκιουρέση που ήταν ο σκοπός στον οποίο έπαιζαν όταν πάλευαν αυτοί οι παλιστές που λαδώνουν το σώμα τους κτλ. Επίσης υπάρχει το επίθετο ματράκας στην κορυφή το οποίο προέρχεται από ένα είδος πόλο που παίζαν οι Ουθωμανοί το ματράκ. Οι Βυζαντινοί είχαν ως μουσικό όργανο ένα ξύλινο πνευστό το οποίο στη συνέχεια όταν χάθηκε υιοθέτησαν το Ζουρνά το σωμανικό το οποίο είναι το εθνικό τους όργανο. Πολλά μουσικά δάνεια υπήρχαν μεταξύ των κατοίκων ενώ το τραγούδι της Μαρίας που στην Άωσα λέγεται Αλόνια στην Χαλάστρα λέγεται Τζαρούδα είναι επίσης ένας Ουθωμανικός σκοπός. Εδώ είναι η σκηνή που καταγράφονται τα παιδάκια στο παιδομάζομα, εδώ είναι η εκπαίδευσή τους, ένας Οθωμανός, η σύλλεψη γυναικός και οι κλέφτες που αναχωρούν στα βουνά. Το 1458 πέρασε από το Ρομλούκι μια πολυάριθμη ομάδα κατοίκων της Ετολίας, αυτοί ήταν βλαχόφωνοι και οι Τούρκοι τους ονόμαζαν Σκούρτα. Επίθετο αυτοί ήρθαν και επειδή είχε αδειάσει με την κατάκτηση η Θεσσαλονίκη αποτέλεσαν περίπου το μισό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης, οι Σκούρτα. Μετά όμως από τα πρώτα χρόνια που πέρασαν εκεί, πολλοί βγήκαν από τα τείχη της πόλης και έμεναν στη γύρω περιοχή. Εμείς στο Ρομλούκι υπάρχει το επίθετο σκορτόπουλος σε πολλά χωριά της περιοχής Επισκοπή, Μέση, Κουλούρα. Περί το 1470 πέρασε ένας Βενετσιανός εχμάλωτος ο Αντζολέλω μαζί με τον Μωάμεθ II και αυτός περιγράφει για πρώτη φορά την περιοχή και λέει ότι όταν ερχόταν από τον Πλαταμόνα και όταν πέρασαν το Κίτρος μπήκαν στην Πεδιάδα και περιγράφει την περιοχή πριν από τον Βαρδάριο, που οι Τούρκοι είχαν φροντίσει να φέρουν από τη Μικρά Ασία εκλεκτά άλογα για αναπαραγωγή, διότι η Πεδιάδα είχε πολύ καλό χώρτο και ήταν κατάλληλη στην εκτροφή αλόγων. Ένα πολύ σημαντικό γεγονός για την ιστορία της περιοχής και της Μακεδονίας ήταν τα τέλη του 15ου αιώνα που αφήχθησαν στη Θεσσαλονίκη αλεπάλληλα κύματα Εβραίων και από την Ισπανία και από την Ιταλία και οι Σεφαραδίτες, οι Ισπανοεβραίοι, ενώ από την κεντρική Ευρώπη ήρθαν οι Ασκεναζοί Εβραίοι, οι οποίοι ήταν φορείς της Εφαντουργίας στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, δημιουργήθηκε αμέσως γύρω από τις πόλεις της Θεσσαλονίκης Κετυφέρειας, δηλαδή από τον Κάμπο, ένας τροφοδοτικός κύκλος πρώτων ηλών για να κινηθούν τα εργαστήρια αυτών των πόλεων. Δημιουργήθηκε η ανάγκη εμπορικματοποίηση ενός μικρού μέρους της παραγωγής, σιτυρών και βεβαίως του μαλλιού, το οποίο περίσσευε από την ανάγκη αυτοκατανάλωσης και την επιτόπια κατανάλωση. Γι' αυτό λοιπόν δημιουργήθηκαν πληθώρα εβραϊκών οικοτεχνιών και εργαστηρίων από έμπερες τεχνίτες στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στη Βέρεια, η οποία συνέβαλε στην ανάταξη της οικονομίας της περιοχής, η οποία εξασφάλιζε πρώτες ύλες για την αιραιουργία και την βαμβακουργία. Πρόσθετα όμως εργαστήρια απορροφούσαν πρώτες ύλες για τη βυρσοδεψία, τη μεταξουργία, το πάστομα των ψαριών από τη Λίνη, την κυροπλαστική, ενώ από βαμβακερές κλωστές υφέρονταν διάφορα πανικά. Η Βέρεια ήταν θαυμαστή για τους μακραμάδες της. Τα Μάλινα ήταν το μοναδικό αδιάβροχο τότε και μετά την ανακάλυψη της Αμερικής και τους στόλους τους οποίους είχαν οι δυτικές πόλεις, είχαν ανάγκη από την επάνδροση των ναυτικών. Φτεινό αδιάβροχο ύφασμα ήταν το Μαλί, άρα ζητούσαν επηγόντως Μαλί. Άρα οι δικοί μας εδώ οι κθηνοτρόφοι, οι οποίοι ναι μεν καλοκαίριαζαν στα βουνά αλλά ξυχυμόνιαζαν στα χημαδιά κάτω στον κάμπο, πουλούσαν αυτό το Μαλί στις βιοτεχνίες των Εβραίων και παράλληλα με τα ρούχα των γενιτσάρων τα οποία ήταν υποχρεωμένη να κάνουν, απέφερε και κάποιο κέρδος. Γι' αυτό τότε αρκετοί από τους κατοίκους που είχαν φύγει στα βουνά, άρχισαν να επανέρχονται σαν δεύτερο κύμα προς τα παιδινά, γιατί εκεί είχαν πλέον δουλειά και μπορούσαν να επιζήσουν καλύτερα. Λοιπόν, αυτός είναι ο Σουλμάν ο πρώτος μεγαλοκρεπής. Αυτός οργάνωσε καλύτερα τα αρματολικά σώματα και εδώ στην περιοχή, ενώ στη δική του εποχή έχουμε μια πρώτη καταγραφή των χωριών το 1530 στα Ταπούτα Χρή. Εδώ λοιπόν στο Καζά Σελαλίκ καταγράφηκαν τα χωριά Τσουλαχάρ, Καγιαλί, Κλειδί, Κορφί, Κιούλεκη που είναι η Χαλάστρα, Λάπρα Κορσού, Πλατή, Γιούντ Κιωή που είναι η Γιούντσίδα, τα Κύμηνα. Στο Δέ Καζά Καραφεριέ καταγράφηκαν τα χωριά Αλαγκαπόρη που είναι η Κυδωνιά Πρασινάδα, Άμμος, Μπαλατίτσε τα Παλατίτσια, Μπάρπες, Φούρκα, ένα χωριό μέσα στη Λίμνη ή Σκυλίτσι ή Σταυρός, Κάλιανη, Κάτω Κόντε, Καβάσλα, Κολούρα, Κούτλες, Λιμπάνοβα, Λόντζανος που είναι το Λιβάδι Πιερίας, Λουτρός, Μαυραγγέλη, Μελίκ, Μήλοβα, Μεγάλη Γέφρυνα, Νιχόρνηση, Νόβα Καστρί το Νιόκαστρο, Πισκοπή, Ραψωμανίκ, Ρέσαν, Σάδινε, Τρίχλιο, Μάλλον η Τρελοφιά, Τριχόβιστε το Καμποχόρη και Γεράκη. Αυτά είναι μια από τις πιο παλιές καταγραφές. Το που προκαλεί εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχει βέβαια ο Γιδάς, υπάρχει όμως ένα στη θέση του, σε ένα χάρτη, από το Ταπούταχρη, το χωριό Κάτω Κόντε, που κάλεσε έκπληξη, γιατί είναι ακριβώς δίπλα τον Νιχόρη και από το Ρέσαν, οπότε ανέτρεξα και στους χάρτες της Καρά δεν υπήρχε, δεν υπάρχει Γιδάς. Όμως από τη μετάφραση που μου έκανε από τα παλαιόαραβοτουρκικά ο Νιαζί Καραν, ο οποίος δουλεύει αυτά τα αρχεία για την Εταιρεία Μακιοδονικών Σπουδών, μου είπε ότι αυτό είναι ο χωριό του Κίτρους. Στους χάρτες λοιπόν της Ελένης Καρά, που τους έχει αναεκατονταειτίες 1550, 1650, 1750, δίπλα από το Κίτρος υπάρχουν δύο χωριά, πάνω γούδα, κάτω γούδα. Στον δεύτερο χάρτη της Καρά περί του 1650 το κάτω γούδα λείπει. Πιθανόν είναι το κάτω γκότε που συναντάμε, δηλαδή να κατέβηκαν οι κάτοικοι από το χωριό της Πιερίας, να κατέβηκαν στη θέση του σημερινού Γιδά. Πριν το χάρτη του 1750 δεν υπάρχει ούτε η επάνω ούτε η κάτω γούδα στη Πιερία στο Κίτρος και προφανώς υπάρχει μόνο το κάτω γκότε. Έτσι λοιπόν στον Γκαζά της Καραφεριέ της Βέρειας υπήρχαν και άλλα βακουθηκά χωριά που ανήκαν στον Σουλεϊμάν το μεγαλόπρεπί, όπως τα χωριά Λουτρός και Σταυρός, αλλά το σημαντικότερο βακούφι της περιοχής που ανήκε στον Σουλεϊμάν ήταν τα χωριά Βονταλάρη, Ατάφτιστο, Βούλτιστα, Πολυβάδη, το ελευθεροχώριο Κοπανός, Νάουσας, Νεόκαστρο, Νησέλη, Μελήκη, Πρόδρομου, Σφήνιστα και τα χωριά αυτά που καταγράφηκαν αρχικά ως ιδιοκτησία του Σουλτάνου Σουλεϊμάν ήταν η μεγαλύτερη συστάδα τους νότια από την όχθη του Αλιάκμουνα. Αυτά αργότερα τα χάρισε στην αγαπημένη του κόρη τη μηχριμά Σουλτάνο. Οπότε οι κάτοικοι απέδιδαν σε αυτήν το φόρο της δεκάτης, στο μεγάλο της Ιμαρέτη, το οποίο χτίστηκε στο σκούταρι από τον Έλληνα μημάρ ελληνικής καταγωγής από την Καπαδουκία Μημάρ Σινάν, οπότε όλοι οι φόροι από τα μελικοχώρια πήγαιναν για τη συντήρηση αυτού του Ιμαρέτη. Βέβαια η ύπεθρος της Βέριας ήταν γεμάτη από χωριά, από Βακουφοχώρια του Ευραινός ΠΕΙ, Βακουφοχώρια της μηχριμάς Σουλτάνος και απλά χωριά και ατάφτιστα χωριά. Υπάρχουν πάρα πολλά χωριά για τα οποία δεν έχουν βρει ακόμη το ποια είναι. Άρκαλ γεροπίγαδο, κρύο νερό, χρυσορέκι για κάποιον κύριο που με ρώτησε πριν, αναβαταριά, λόγγος, μαυρογιάνι, τα οποία δεν μπορέσαμε να τα ταυτίσουμε ακόμη. Αυτό που έγινε αυτή την εποχή του Σουλεϊμάν ήταν επίσης ότι μέχρι τότε οι μονές του Αγίου Όρους που είχαν αποκτήσει με τη Διαθήκη του Θεόδου Λουσαραντινού πολλά σημαντικά κτήματα και είχε γίνει μια δίκη βυζαντινή τότε και δόθηκαν αυτά τα κτήματα λόγω της δωρεάς που είχε κάνει ο Σαραντινός, μέχρι το 1560 διατηρούνταν. Στη συνέχεια όμως οι Τούρκοι δημιούργησαν μια διαφορετική κατηγορία ιδιοκτησίας γης που ήτανε η κατηγορία κρατικής γης. Αυτή λοιπόν το Τουρκικό κράτος κράτησε την ψηλή κυριότητα, τη δένω μη την έδινε σε όποιον πλήρωνε την αξία του ή αν ήταν μη Μουσουλμάνους και στους δε Μουσουλμάνους την έδινε με παρακόρηση όπως είπαμε για ανδρακαθείας και για στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι μη Μουσουλμάνοι λοιπόν τα μοναστήρια έπρεπε να πληρώσουν ή οι Βυζαντινοί άρχοντες όσοι τυχόν εξασφάλιζαν ακόμη κάποια περιουσιακά στοιχεία. Ορισμένες μονές πλήρωσαν και κράτησαν τις περιουσίες τους και στη Χαλκιδική, τότε όμως πρέπει να χάθηκαν οι κτίσεις τις οποίες είχαν στην περιοχή των Ουγλογιών. Παράλληλα με τους Έλληνες κλέφτες υπήρχαν και κλέφτες και ληστές Μουσουλμάνοι. Έτσι λοιπόν έχουμε μια καταγραφή του 1602 που λέει ότι οι εκτουχωρείου πρόδρομους του Καζά Βέριας καταγόμενοι ιερείς Παΐσιους και Αρνούδης στη Δανειή, όπως είχαν κανεινόπινη του δικαστηρίου τον Άραβα ονόματι Χαμπαράκι και κατέθεσαν ότι ο Άραβος αυτός μαζί με άλλα 7 ή 8 άτομα απογύμνουσαν τα χωριά. Ενέσκεψαν στο προαναφερθένιο χωριό Πρόδρομο όπου με τον σύντροφο του ονόματι Μεχμέ της έβαλε βία τη νύχτα την ώρα του δίπλου στο Μήλο, αφέρισαν δυο άλογα, έδεσαν τον ιερέα ονόματι Πέλο, τον εξαφάνισαν και ζήτησαν την απόδοση κτλ. Όσοι μάρτυρες δε κατέθεσαν υπέρ των κατοίκων του χωριό Μελίκη και οι καταγόμενοι από τον χωριό Μελίκη Νίκος Παπάς, Νίκος Σερντίνας και μολόγησαν ότι αφέρισαν και από αυτούς πρόβατα, γρόσια κλ. Όταν εξέλιπε η τάξη των βυζαντινών αριστοκρατών οι φτωχοί κολύγοι χωρικοί δεν είχαν που αλλού να προστατευθούν οπότε συσπειρώθηκαν γύρω από την εκκλησία. Η εκκλησία ήταν μοναδική τους καταφυγή όταν όλα είχαν ανατραπεί. Έτσι λοιπόν η Ορθόδοξη εκκλησία ήταν η συνέχεια της θρησκευτικής και της άλλοτες βυζαντινής διοικητικής υπόστασής τους. Και με την πνευματική προστασία της κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη συνεκτικότητα και την εθνικότητά τους. Η εκκλησία λοιπόν συνέβαλε στο να αρχίσουν να δημιουργείται η αυτοδιοίκηση. Διότι επειδή δεν ήθελαν να μπαίνουν οι Οθωμανοί μέσα στα χωριά και να αποσπούν τους φόρους με βίαιους τρόπους, ήξεραν από τους καταλόγους τι φόρους έπρεπε να πάρουν, αναλάμβανε ο ιερέας του χωριού να κάνει τις κατανομές και τις συγκεντρώσεις των φόρων, οπότε είτε τους πήγαιναν οι ίδιοι στους Τούρκους ή όταν ερχόταν απέξω από το χωριό τους έδιναν για να μην μπορούν μέσα και πειράξουν το χωριό τους. Έτσι λοιπόν οι χριστιανοί γεωκτήμονες που είχαν μεταπηδήσει στην τάξη τους παχίδων, στα επόμενα χρόνια άρχισαν να εκλείπουν διότι νέμενοι πρώτοι διατήρησαν την χριστιανικότητά τους, αλλά οι επόμενοι εντάσσονταν, άρχισαν να μιλάνε την Τουρκική οπότε μετά ήταν μονόδρομος να μπουν και να σπαστούν και τον Μουσουλμανισμό. Έτσι λοιπόν βλέπουμε σε πολλούς ναούς ότι εξέλιπαν πλέον οι χωριοί ως άρχοντες παράδειγμα τους χάρις από τον παλαιότερο το ναό του Αγίου Δημητρίου των Παλατιτσίων όπου εκεί εμφανίζονται διάφοροι άλλοι είτε μοναχοί είτε άλλοι οι οποίοι μάλλον συγκέντρωναν τα χρήματα εξ ονόματος όλων και χρηματοδοτούσαν την αγιογράφηση των ναών. Όταν λοιπόν οι Χριστιανοί είχαν κάποιο πρόβλημα το έλεγαν στον ιερέα, ο ιερέα στον επίσκοπο, ο επίσκοπος έκανε πιστολή στον Σουλτάνο, στον Πατριάρχη και εκεί κλείονταν ένα ραντεβού όπου μετά από διάφορες γενεόδορες χρηματισμούς εισερβόταν το θέμα στο διβάνι και επιλύονταν ή όχι το θέμα που ανέφεραν οι Χριστιανοί. Έτσι λοιπόν επειδή αυτές οι περιπτώσεις οι τοπικά ισχυροί Τούρκοι δεν άφηναν τέτοιες υποθέσεις να πάνε στον καρδί ή και αν πήγαιναν δεν έβρισκαν λύση, αναγκάζονταν οι Χριστιανοί να τα μεταφέρουν μέσω από την οδό που είπαμε κατευθείαν στον Σουλτάνο. Και έχουμε λοιπόν ένα έγγραφο που αναφέρεται στην Κουλούρα. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Μπέι Λέμπερι της Ρούμελης και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. Αυτοκρατορική διαταγή προς τον Βέρειας και προς τους ιεροδικαστές Θεσσαλονίκης και Βέρειας. |