: breasts! Γεια σας παιδιά! Και μαντεύω και τη σκέπτεστε. Λέτε, τι ήλθε τώρα να κάνει αυτή εδώ η κυρία. Λοιπόν, με λένε Ιωάννα Κυρίτσι Τζιώτη. Και αυτό το κόλπο, να μαντεύω τις σκέψεις των παιδιών, μου το έμαθε μία μάγισσα από τα παραμύθια μου. Ναι, γιατί αυτή είναι η δουλειά μου. Γράφω παραμύθια. Παραμύθια με μάγισσες, μάγους, καργαρίες, λιοντάρια, υπότες, βασιλιάδες, βασιλοπούλες. Σήμερα, λοιπόν, έφερα μαζί μου να σας γνωρίσω έναν από τους παραμυθένιους ήρωές μου. Αυτόν εδώ. Για να τον γνωρίσουμε, πρέπει να κάνουμε μαζί ένα μεγάλο ταξίδι. Πώς θα το κάνουμε? Ανεβασμένοι πάνω στον δράκο. Λοιπόν, σκαρφαλώστε και βολευτείτε όπου θέλετε. Στο αυτί του, στη νουρά του, στη άχη του. Γιατί το ταξίδι μας αρχίζει αμέσως. Δράκος Καλοκάρδιος. Τα πολύ παλιά χρόνια, μέσα στα μεγάλα σκοτεινά δάση, λένε ότι κρυβόντουσαν παρέες δράκων. Δράκοι άγριοι και κακοί, ορμώντας σε πόλεις και χωριά, έκαναν μεγάλες ζημιές. Δεν δίσταζαν να φάνε ολόκληρα κοπάδια από αρνάκια, κοτέτσια με κότες, μοσχάρια και γελάδες. Με όλα αυτά που έκαναν, τρόμαζαν τους ανθρώπους. Υπήρχε όμως και ένας δράκος, πολύ διαφορετικός. Επειδή η ουρά του, στην άκρη της, σχημάτισε μια καρδιά, τον έλεγαν Δρακοκάρδιο. Σ' αυτόν δεν άρεσαν καθόλου οι ζημιές και οι φασαρίες. Ζούσε μόνο σε μια σπηλιά, κοντά σε ένα χωριό και περνούσε τον καιρό του, ζωγραφίζοντας και τραγουχτώντας. «Δρακοκάρδιο στο όνομα μου μια καρδιά έχω στην ώρα μου, στην κάκια είχα αλλεργία στη ζωγραφική λατρεία». Τραγουδούσε με τη βαριά του τη φωνή, καθώς βουτώντας την τεράστια ουρά του σε πελόριες λακούβες με μπογιά, έφτιαχνε στα δέντρα και στη σπηλιά του πολύχρωμες καρδούλες. Μια μέρα, τρία παιδιά που έπεσαν στο δάσος, άκουσαν το τραγούδι του, έψαξαν τριγύρω και έτσι τον ανακάλυψαν. Φοβισμένα, σκαρβαλώνοντας ένα δέντρο, για να σωθούν, κούρλωσαν τα μάτια σαν τον είδα να πλησιάζει. «Απίστευτο, διάκος που ζωγραφίζει και τραγουδάει», ψιθύρισαν, όταν ξαφνικά το αίμα τους πάχωσε. Ο Δρακοκάρδιος, παίρνοντας τα μυρωδιά, πλησίαστηκε στην κρυψώνα τους, μ' ανοιχτό το πελόριο στόμα του. Όμως, αντί να τα κάνει μια χαψιά όπως περίμεναν, απλά τα κοίταξε και χαμογέλασε. «Παιδιό, μη με φοβάστε, είμαι ο Δράκος Δρακοκάρδιος», τους συστήθηκε ευγενικά. Από τότε, πολύ συχνά, χωρίς κανένας άλλος να το ξέρει, τα παιδιά, ερχόντουσταν στη σπηλιά του, τα φώνασε με το όνομά τους, τα άφηνε να τον βοηθάνε στο ανακάτεμα των χρωμάτων και χάρισε από μια καρδιά στο καθένα. Όσο λοιπόν αυτός έφτιαχνε δρακοκαρδιές, τρεις άλλοι δράκοι έκαναν κάτι τρομερό. Κάποιο βράδυ, ορμώντας σε μια πολιτεία, άρπαξαν την κόρη του βασιλιά. Στη στιγμή, τα δάση γέμισαν από στρατιώτες, που έψαχναν τους δράκους και τη βασιλοπούλα. Τυχαία, έπεσαν πάνω στον δρακοκάρδιο, την ώρα που μάζευε λουλούδια για να φτιάξει καινούριες μπογιές. Πριν καταλάβει τι συμβαίνει, είχαν χυμήξει κατά πάνω του και τον έδεσαν. Σουρνοντάς τον απ' το λαιμό, τον έριξαν στη φυλακή. «Αν δε μαρτυρήσεις ας την αυγή, που έχεις κρύψει την κόρη μου, θα σου κόψω το κεφάλι», ταναπήλυσε ο βασιλιάς, θυμωμένος πολύ. Τι να μαρτυρήσει όμως ο καημένος ο δράκος, αυτός δεν ήξερε τίποτα. Την νύχτα την πέρασε λυπημένος και ολομόναχος, πίσω απ' τα κάγκελα της φυλακής. Το επόμενο πρωί τον έφεραν δεμένο στη μέση της πλατείας, που ήταν γεμάτη από κόσμο. Και ενώ όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσατη διαταγή του βασιλιά, αναπάντεχα έγινε κάτι που κανένας δεν το περίμενε. Τρία παιδάκια ξετρίπωσαν μέσα από τον κόσμο και χωρίς να φοβηθούν πήγαν κοντά του. Με ένα πίδι μαχό σκαρφάλωσαν από τη ράφη στο κεφάλι του και εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, έδωσαν στο δρακοκάρδιο ένα φιλί στο μάγουλο. Λίγα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του, φτιάχνοντας μια λιμνούλα στη μέση της πλατείας. Κάνετε λάθος, φώναξε ένα γόρι, κάνοντας κούνια στο πελώριο αυτή του δράκου. Αυτός δεν είναι ο δράκος που κλέψε τη βασιλοπούλα, αυτός είναι ο δράκος δρακοκάρδιος, εμείς τον ξέρουμε, δεν έχει πειράξει ποτέ το άνθρωπο και όλη μέρα ζωγραφίζει και τραγουδάει. Άφωνος έμεινε ο βασιλιάς και ο κόσμος όλος από αυτά που άκουγαν. Τι απίστευτο! Δράκος που ζωγραφίζει και τραγουδάει! Σιγά σιγά όμως ξεθάρεψαν και τον πλησίασαν για να δουν πώς είναι ένας δράκος από κοντά. Τα παιδιά ανέβηκαν πάνω του, αλλά έκαναν τσουλίθρα στην πλάτη του και αναχοροπητούσαν πάνω στην τεράστια κοιλιά του. Του άρεσε πολύ το δρακοκάρι του που δεν τον φοβόντουσαν οι άνθρωποι. Αλλά απ' τα τόσα χοροπηδικτά δεν άντεξε. Γαργαλήθηκε και άρχισε να γελάει δυνατά. Τόσο δυνατά που τα γέλια του ακούστηκαν πέρα μακριά, μέχρι τη σπηλιά των τριών δράκων που είχαν κλέψει τη βασιλοπούλα. Μα τι γίνεται εκεί κάτω! Ενοχλήθηκαν εκεί και βγήκαν έξω να δουν τι συμβαίνει. Δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν ένα βήμα. Έπεσαν πάνω σε χίλιους στρατιώτες του βασιλιά που ακόμα έψαγναν στο δάσος για να βρουν τη βασιλοπούλα. Αμέσως τους έπιασαν, ελευθέρωσαν τη βασιλοπούλα και τους έφεραν μπροστά στο βασιλιά. Να τους πάρε τα μέσο στα κεφάλια, διέταξε αυτός ακόμα πιο θυμωμένος. Τον άκουσε ο δράκος Δρακοκάρδιος τον βασιλιά και ράγισε η τριφερή καρδιά του. Λυπήθηκε τους αδελφούς του. Για να τους γλιτώσει λοιπόν, παρακάλεσε τον βασιλιά να αλλάξει την απόφασή του και να τους τιμωρήσει κάπως διαφορετικά. Πώς, του πρότεινε να τους βάλει να ρουφάνε νερό από τις λίμνες και τα ποτάμια και να το ξεφυσάνε πάνω από τα χωράφια για να τα ποτίζουν. Ο βασιλιάς, αφού το σκέφτηκε πρώτα καλά καλά, συμφώνησε και τους ελευθέρωσε. Έτσι με τον καιρό, οι τρεις άγριοι δράκοι έγιναν όχι μόνο χρήσιμοι αλλά και ύμεροι. Ζώντας κοντά στον καλό τράκο, έμαθαν και αυτοί σιγά σιγά να ζωγραφίζουν. Τραγουδώντας, στόληζαν με διάφορα σχήματα και χρώματα τα δάση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον ουρανό. Δουλεύοντας όλοι μαζί, ο ένας πλάει στον άλλον, έκαναν την πλάση ολόκληρη να φαίνεται πιο χρωματιστή, πιο φωτεινή, πιο όμορφη. Το ίδιο όμορφη με την καλή καρδιά του φίλου μας του δράκου που όλοι τον αγαπούσαν. Μάλιστα, τον φώναζαν πια, όχι δράκο δρακοκάρδιο, μα δράκο καλοκάρδιο. Πιστεύω παιδιά, να περάσατε ωραία στο ταξίδι με τον δράκο. Αλλά πως γίνεται να γίνει ταξίδι χωρίς να έχουμε μια βαλίτσα. Νάτη λοιπόν η βαλίτσα, την έχουμε εδώ. Είναι δικιά σου αυτή η βαλίτσα, δράκο δρακοκάρδιο. Για έλα να την ανοίξουμε να δούμε τι κουβάλησες μαζί σου. Να την ανοίξω λίγο σιγά, γιατί ξέρω εγώ, δράκοι είναι για δράκους μιλάμε. Ένας ωραίο πράγμα το έχει εδώ μέσα. Είναι δικό σου αυτό. Α, δεν νομίζω, αυτό νομίζω ότι το φορούσε ο βασιλιάς. Ε, μήπως είναι δικό σου αυτό. Αυτό εδώ πέρα. Όχι ε, είναι των στρατιωτών. Μήπως είναι δικό σου τούτο εδώ. Ε, όχι βέβαια, ένα στέμα με λουλουδάκια. Αυτό είναι της Βασιλοπούλας σίγουρα. Κι εδώ τι έχουμε. Α, αυτές είναι δικές σου ζωγραφιές. Ποια νόημα είναι? Α, είναι των παιδιών. Τι όμορφα που τις έχουν ζωγραφίσει. Μπράβο, δρακοκάρδιο, πολύ ωραία τους έδειξες να ζωγραφίζουν. Για να δω τι άλλο έχει εδώ μέσα. Βλέπω, βλέπω, βλέπω, ακούω. Αυτό είναι δικό σου. Γιατί σε σένα έμαθα ότι άρεσε η μουσική μέσα στο παραμύθι. Κι αυτό εδώ πέρα. Αυτά εδώ τα δύο τρομερά νύχια. Ποια είναι, δικά σου? Όχι. Α, είναι των άλλων των δράκων που πήραν τη Βασιλοπούλα. Μάλιστα. Κι αυτό εδώ πέρα. Τι είναι αυτό, καλέ, που μοιάζει με τεράστιο ταψί. Α, είναι η παλέτα που ζωγράφισες και αυτό είναι το πινέλο σου. Α, τι ωραία που ανακάτωβες τα χρώματα και ζωγράφισες καρτούλες παντού. Για να δω τι άλλο έχει παρατάτο. Κι ένα μικρό μολυβάκι. Σίγουρο και με αυτό θα έφτιαξες ζωγραφιές. Κι αυτό εδώ πέρα τι είναι. Καλέ, γιατί χοροπηδάς. Δικό σου είναι, το κατάλαβα. Αφού έχεις ένα απ' έξω και τα παιδιά. Λοιπόν, θα το ανοίξω. Τι είναι αυτό. Είναι ένα βιβλίο που γράφει συνταγές για χρώματα. Δράκος Καλοκάρδιος. Και εδώ η μυστική συνταγή τι είναι αυτό. Βρίσκω τα χρώματα στη φύση. Αυτό είναι το μυστικό σου, Δράκε Δρακοκάρδιε. Για να δούμε λοιπόν. Α, έτσι φτιάχνεις το κόκκινο. Παίρνεις ένα λιβάδι παπαρούνες. 1.000 ρόδια. 1.530 φύλλα. 300 κόκκινα μήλα. Και έτσι γίνεται το κόκκινο. Και εδώ το πράσινο τι γράφεις. 2.000 φύλλα. 3.000 γρασίδι. 4.000 πράσινα μήλα. 5.000 δέντρα. Τι όμορφο βιβλίο. Και το μπλε. Αχ, το μπλε βουτούσε στον πινέλο σου στον ουρανό. Στα σύννεφα. Και έκοβες και μπλε για σεμί. Και το κίτρινο. Το κίτρινο. Έκανες μια χράπ. Έβασες το πινέλο σου στον ήλιο. Πήγαινες σε ένα λεμονόδαςος και έκοβες λεμόνια. Έκοβες μαργαρίτες και χιλιάδες μπανάνες για να φτιάξεις το κίτρινο. Και το άσπρο. Ε, το άσπρο. Βουτούσες στην ουρά σου στο χιόνι. Και μετά όπου την ακουμπούσες γινόντουσαν λευκές καρδούλες. Και στις άσπρες μαργαρίτες. Ε, και έπαιρνες και λίγο χρώμα από τα άσπρα προβατάκια. Δακοκαρδία σε ευχαριστώ για όλα αυτά τα πράγματα που μου έδειξες μέσα στη βαλίτσα σου. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφα. Είσαι χαρούμενος που θα τα δουν τα παιδιά. Σε βλέπω που χαμογελάς και το ξέρω ότι είσαι πολύ χαρούμενος. Πολλοί θα ήθελα, παιδιά, να είχα ένα τεράγαστιο χαρτί. Και να φτιάχναμε μια μεγάλη καρδιά, σαν κι αυτοί που ήταν στην ουρά του Δάκου. Όμως εμείς δεν γίνεται να το κάνουμε αυτό, γιατί έχουμε μικρά χαρτιά και τώρα μάλιστα δεν έχουμε και πολλά υλικά στο σπίτι μας. Εγώ θα σας δείξω να φτιάξουμε κάτι που μπορείτε να το κάνετε δώρος τους φίλους σας, αλλά να το κρατήσετε και για τον εαυτό σας, για τα βιβλία που αγαπάτε. Λοιπόν, έχουμε ένα απλό χαρτί. Κάνω ένα χαρτί από αυτά το α4 που έχετε στο σπίτι. Άσπρο ή κόκκινο, εγώ τώρα έχω ένα κόκκινο. Και πρώτη δουλειά που κάνω είναι να το χαράξω στη μέση, και να το φτιάξω να είναι τρίγωνο. Από εκεί που ήταν τετράγωνο, το έφτιαξα τρίγωνο. Όσο πιο καλά πατήσω εδώ τις ακμές, τόσο πιο καλά θα γίνει αυτό που θέλω να κάνω. Τώρα, παίρνω τη μία γωνία αυτήν και την βάζω εκεί. Ωραία. Παίρνω και την άλλη γωνία αυτήν και την βάζω εδώ. Έχω φτιάξει λοιπόν ένα πράγμα σαν ρόμποτ. Σας το δείχνω για να το δείτε. Ανοίγω τώρα αυτά τα δύο φύλλα που είναι σαν αυτιά. Και κρατώντας τη μία άκρη εδώ, την φέρνω εκεί και το τσακίζω. Παίρνω και την άλλη άκρη από εδώ και την τσακίζω. Εντάξει, το είδατε? Είναι έτσι, το γυρνάω έτσι. Τώρα αυτά τα δύο εδώ μικρά τριγωνάκια, τα γυρίζω άλλη μία φορά προς τα μέσα. Και αυτό άλλη μία φορά προς τα μέσα. Παίρνω τώρα το ένα από εδώ φυλλαράκι. Το βλέπετε? Έχει γίνει αυτό. Παίρνω αυτό το ένα, το βάζω πάνω... και έχω φτιάξει ένα, μία σαν τσεπούλα. Παίρνω τώρα ένα μολυβάκι, ένα μαρκαδόρο. Έρχομαι από αυτήν την πλευρά, όχι από την πίσω που είναι η τσέπη, από αυτήν την πρόσμερεια... και κάνω μία τελίτσα. Και... Ωραία, παίρνω το ψαλιδάκι μου. Εσείς ξέρω ότι θα το κάνετε πιο ωραίο. Εγώ τώρα δεν κάθομαι και πολύ καλά, ίσια, στο τραπέζι. Έφτιαξα λοιπόν μία μικρή καρδούλα. Παίρνω τις κυρομπογιές μου ή τους μαρκαδόρους μου σε ό,τι χρώμα μου αρέσει... και μέσα φτιάχνω καρδούλες... κυκλάκια, αστεράκια, ό,τι θέλουμε... και έφτιαξα έναν σελιδοδίκτη, που μπορώ να τον βάλω στο βιβλίο μου... και να διαλέξω κιόλας ποια ζωγραφιά από το βιβλίο μου αρέσει. Να το βάλω εδώ. Και να έχω ένα όμορφο σελιδοδίκτη για το βιβλίο μου. Μπορείτε να φτιάξετε όπως θέλετε. Έτσι με βούλες, με άσπρο χαρτί, με λουλουδάκια, με πράσινο χαρτί, με φύλλα, με καρδούλες και βουλίτσες. Ό,τι εσάς σας αρέσει. Εσένα δράκες άρεσε η καρδούλα αυτή μικρούλα. Μικρή σου φάνηκε, αλλά εμείς αυτή μπορούμε να φτιάξουμε. Τελειώσαμε, παιδιά. Ε, τι, γιατί κάνεις έτσι, γιατί κατεβάζεις τα μούτρα, τι θέλεις να μου πεις. Α, δεν τελειώσαμε, λες. Έχουμε και το δικό σου τραγούδι. Ε, τότε να πούμε στα παιδιά να το ακούσουν, να σηκωθούν επάνω και να χοροπηδήσουν όσο μπορούν περισσότερο. Εγώ μην περιμένεις να χοροπηδήσω πολύ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, ίσα ίσα, θα σηκωθώ και θα σε κρατήσω, αλλά πιο πολύ εσύ θα χορέψεις και όχι εγώ. Νάτο, να το ακούγεις, να το ακούς. Ε, τότε να πούμε στα παιδιά να το ακούσουν, να σηκωθούν επάνω και να χοροπηδήσουν όσο μπορούν περισσότερο. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Ε, τι με τραβολόγας τώρα να σηκωθώ κι εγώ. Στο όνομα του σαν καρδιά είναι η ουρατουμένη μανία, ζωγραφίζει θάλασσες που μ' αστολίζει. Στο όνομα του σαν καρδιά είναι η ουρατουμένη μανία, ζωγραφίζει θάλασσες που μ' αστολίζει. Αυτή ήταν η ιστορία του δράκου καλοκάρδιου, παιδιά. Σας ευχαριστώ. |