: Οι Καβάρας είχαν καθοδένωτοι σε χωριά το πατέρα μου, όταν έφυγαν οι Τούρκοι λέγουν ο πατέρας μου, ο Τούρκος, εδώ λέει να βάφουμε ή καζάνια ή όπλα, να το σηκώψουμε και μετρήσαμε τα βήματα και έχουν το καθοδένωτοι εκεί. Ξέρουν πόσα βήματα θα πάμε και πόσα βήματα θα γυρίσουμε εκεί. Έχει χαμένο πράγμα, δεν ξέρουν τα πτήρα να είναι. Γιατί τον αγαπούσε πάρα πολύ το πατέρας, λόγω της γλώσσας του πατέρα μου. Ναι, εσύ δεν είσαι Έλληνας τόσο καλά. Δεν γνωρίζει καλά ελληνικά ο πατέρας. Παρόλα που ήξερε γράμματα, δεν γνωρίζει ελληνικά ο πατέρας. Με το ίδιος ο πατέρας μου πριν πεθάει από εδώ. Μου λέει, έλα, έλα, έλα. Ακόμα το καλασίδι είναι και πάει. Του Ιππικού ήταν έξω, ο Ιππικός, του Ιππικού, και ακούσε μια τρουκάλα. Πήρε και όταν οι Τούρκοι, ξέραμε ότι είναι Χριστιανός, δεν είδαν τη τρουκάλα με τίποτα. Παρατύχει. Με απόξυ που ο Ιππικός πάει, τύχει και γύρισε, αλλά τρεβάθηκε. Γιατί δεν πήρε και η τρουκάλα. Που μόνο που μιλούσε με και το πατέρα μου, γιατί ξέραμε τα Τούρκοι καλά. Όλο το νερό, με το νερό, ένας κύριος, όμορφος, αυτοκράτησε τα μάτια του. Μου είπαν, εσύ δεν είσαι κανένας να πάρεις νερό όταν είσαι ένας τρόπος. Τώρα έλεγα εγώ, σαν παιδί του, δε θα πει. Δε νομίζω. Μου έλεγε, ναι, δεν μου γούμπε. Μου έλεγε, ναι, δεν μου γούμπε. Μου έλεγε, ναι, δεν μου γούμπε. Μου έλεγε, ναι, μην γηκάει. Μου έλεγε, τι να κάνω παιδί μου, πλένω τα χέρια μου, πλένω τα ατσιάδο του. Είχα με τον Ζαχαριάδη τον Νίκο απέναντι, ακριβώς απέναντι, όπως είναι η Ακαχίη και κακόταν, στον Ιρακλή. Είχα με τον Φωμάτον αδερφό του, καλός τόπος θέστης του Ιρακλέως. Με αυτός μαζί μεγάλωσα και όλα. Διότι μπροστά εκεί, στο ντουβαράκι, ήμουν μουρειές. Μια ημουρία ήταν προς το σπίτι μου, σας λέω, και η άλλη να είναι η Μακάδα. Με βένανε από τη μέση. Είχα να μη χιόμουν και πάω προς το δωμό, με βένανε από τη μέση και παιδερική. Κι όπως ήμουν με χάη, είμαι μεγανούλη μου. Λέγανε και με χάη. Έγινε ένα φόντι έτσι. Υποδηματοποιός. Έγινε ένας καλός θεσμίτης και από εκεί πήρας σύμβαση. Κι όταν ζήτησα ένα παιδάκι 12 χρονών, την αγόμασή του. Και με έδειξε τη βουλιά μου όλη και έγινε ένας καλός μάστορας. Και για να μείνει εκεί πήγαινε η γιαγιά μου κάθε βδομάδα και άφηνε 10 ραχμανιστίκους να του δίνει κατζίλι εκεί. Ξέρετε τι καλή δουλειά είναι να κάνεις το επάνω, όχι το πλητσακάρι κομμάτι. Το επάνω, το παίρνεις κομμάτια κομμάτια να το συναρμολογείς και να βρέσεις ένα ωραίο φόντι, ένα ωραίο καπούτσι. Να φανταστείτε, δε θα πιστεύετε. Μέχρι την Αλίκη που η Ζουκλάκη της έκαναν μπότες. Λέει, θέλω να βγάλει μπότες. Μπότες αλλά να είναι πάνω από το γόνατο. Και της έκαναν ένα ωραίο φόντι, πάνω από το γόνατο και το έκανα εγώ με τα χέρια του. Λοιπόν, σε ευχαριστώ, Ζουκλάκη, στον Άγιο. |