: Και προχωρούμε τώρα στην επόμενη ανακοίνωση, πάλι σχετικά με την Πέλλα. Ο κύριος Νεκτάριος Ουλακάκης θα μιλήσει για τις στερακώτες ως τεκμήρια για τις ανατολικές δημιουργίες. Χαίρετε. Οι ανατολικές έδρες στην Πέλλα, από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έως και σήμερα, έχουν προσφέρει πολυάρθμα στοιχεία για ιερά και ελλακρίες δοτύτων στην Πορεχή. Το πλούσιο αρχαιολογικό υλικό και οι πολυάρθμιες μελέτες κ. Μαρίας Λιλυμπάκη Ακαμάτη για τα θέματα αυτά έχουν φωτίσει πολλαφλώς πολλές πτυχές της θρησκευτικής ζωής της πρωτεύσας του Μακεδονικού κράτους. Οι ανατολικές έδρες στην Πέλλα αντιπροσωπεύονται κυρίως από την ισχυρότερη παρουσία κατά την αιωνιστική υποχή της μητέρας των Θεών Κυβέλης, το ιερό της οποίας εντοπίστηκε βορειώς στις αγοράσεις της πόλης και στο οποίο συλλατρευόταν μαζί με την Αφροδίκη. Πολλοί άρθμα ιδόλοι της θεάς έχουν εντοπιστεί σε διάφορους ανωστοκοπικούς τομείς της πόλης. Εκτός από τη μητέρα των Θεών μας είναι γνωστή η λατρεία του συντρόφου της Άδη αλλά και του Άμπολου. Το 1989 ο Παύλος Χρυσοστόμος στο πλαίσιο μελέτης του για τη Συρία Θεά Ατάρακαπλη στη Δυτική Μακεδονία επισήμανε για πρώτη φορά την παρουσία τριών πύλων ιδόλιων της θεάς από την περιοχή νότια της αγοράς από τις παλαιές ανασκαφές της Πέλλας. Η παρούσα ανακοίνωση συμπληρώνει με νεότερο αρχαιολογικό λιούκο από την αγορά της πόλης, τις πληροφορίες και την παρουσία της θεότητας αυτής την περιοχή κατά την ύστερη ελληνιστική εποχή και αποχαριστά ολοκληρωμένο τον εικονογραφικό της τύπο με τον οποίο αποκονίστηκε στη χοροπλαστική, γνωστό μέχρι σήμερα μόνο από αναθυματικά ανάγκηφα της Δυτικής Μακεδονίας. Η ανασκαφική έρευνα στην αγορά της Πέλλας, που ξεκίνησε από το 1988 και συνεχίζει δεδιάκοπα σήμερα από τον ομοδημοκατολουτή Ιωάννια Καμάτη, έχει προσφέρει σαφή δεδομένα για την οργάνωση και κρίση των χώρων σε κάθε εφτέρικα του συγκροτήματος. Στο νότιο τμήμα της ανατολικής στοάστη της αγοράς ήταν συγκεντρωμένα τα εργαστήρια και καταστήματα κοροπλαστικής και κερανικής. Δύο αποσπασματικά σωζόμενα ειδόλια και ένα τρίτο που σώσεται σχεδόν ακέραιο και αποκονίζουν μια γυναική αμορφή καθιστεί πάνω σε θαλάσσιο κήτος, προέρχονται από τρεις διαφορετικούς χώρους και αντιπροσωπεύουν ένα σπάνιο στην κοροπλαστική παραγωγή της Πέλλας, αλλά και ευρύτερα της Μακεδονίας, εικονογραφικό τύπο μιας θεότητας, για την οποία θα υποστηρίξουμε ότι αποτελεί την εξελινισμένη απόβοση κατά την ελληνιστική εποχή της Συρίας Θεάς. Τα ειδόλια 81 1883, 22 219 και 362 αποδίδουν τον ίδιο εικονογραφικό τύπο, τα οποία προέρχονται όμως από την ίδια μήτρα. Βρέθηκαν κατά τα 1881, 1982 και 2006. Το τριμματικά σωζόμενο Ιππιδόλιο 1883 προέρχεται από τον χώρο 7, η Ουρά του Κίτους από τον χώρο 12 και το πιο ολοκληρωμένο παράδειγμα του τύπου από τον χώρο 13. Βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφή της αγοράς, το οποίο χρονογείται στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Το πιο ολοκληρωμένο παράδειγμα του τύπου έχει ύψος 27 εκατοστά και βλάθος 15 εκατοστά περίπου. Η γυναικεία μορφή κάθεται λοξά πάνω στο θαλάσσιο Κίτους με κατέθεση προς τα αριστερά. Είναι τειμένη με πολύ τυχοποδύρια, χειτώνα και υμάτιο. Το υμάτιο απλώνεται προς τα πλάγια από το δεξιό χέρι στη χειρονιμένη της ανακάλυψης, σχηματίζοντας επάλιλες πτυχώσεις. Το αριστερό χέρι στηρίζεται στον προστινό μέρος του Κίτους. Η κεφαλή του θαλάσσιου Κίτους είναι γοημιώτης, αλλά η αλλαγενία απόδοση της αποκλεί την τάθεση του με δελφίνι. Στο πίσω μέρος του επάλιλες συμμικρικές βαθύνσεις δηλώνουν τα λέπτια του Κίτους. Η ουρά του Ιδωλίου 063-62 δεν σώθηκε, ωστόσο η ουρά του Κίτους 22-19 και η συζόμηνη ουρά στο άλλο Κίτος 1883, βεβαιών για τη μορφή της. Έχει τραπεζιώσιμο σχήμα και αποδέται με εκτενοτές αβλακώσεις. Η μορφή του Κίτους στον Ιδωλίον της Πέλλας, πάνω στο οποίο κάθεται η γυναικεία μορφή, δεν είναι συνηθισμένη και στην ουσία πρόκειται για μεγάλο ψάρι. Κάτω από τα σκέλη της μορφής τοποθετείται ένα ψάρι με κατέθεση προς τα δεξιά. Ο τρόπος απεικόνισης του μπορεί να είναι απλά συμβατικός για τη συμπλήρωση της παράστασης και με σκοπό την απόδοση ενός συμβόλου που σχετίζεται με τη θεότητα που παρεστάται. Ωστόσο θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε και ένα είδος ψαριού του γλυκού νερού, τον Κυπρίνο Γριβάδη, λατινιστή Κυπρίνος Κάρτιο. Το είδος αυτό που συναντάται στις λίμνες και τα ποτάμια ήταν γνωστό στην Αρχιότητα και αναφέρεται από τον Αριστοτέλη. Η απεικόνιση του σχετίζεται τόσο με τη θεότητα που παρεστάται, καθώς στην Αρχιότητα ήταν αφιερωμένος στην Κύπρα Αφροδίτη λόγω της γονιμότητάς του, αλλά και με το ιδάτινο περιβάλλον των λιμνών και των ποταμών της Πέλας και ευρύτερα της Μακεδονίας. Κάτω από το ψάρι η παράσταση ορίζεται με μια κυματοειδή απόληξη της βάσης, η οποία πιθανόν υποδηλώνει τη θάλασσα και το περιβάλλον που εξελίσσεται η παράσταση. Η παρουσία της δηλώνει την ιδιότητα της θεότητας που παρεστάται ως προστάτας των θαλασσών και των ναυτικών. Η αναγνώριση της γυναικίας μορφής των τριών ιδεολίων με θεότητα προκύπτει από τον οικονογραφικό τύπο της μορφής, η οποία κάθεται πάνω σε θαλάσσιο κύτος, αλλά και από την απόδοση του δεξιού χερίου της χειρονομίας της ανακάλυψης, η οποία από την έρευνα σχετίζεται κυρίως με διάφορες θεότητες, παράδειγμα η Ήρα, η Αφροδίτη ή η Αθηνά κλπ. Αλλά αποδίδεται και σε θυμητές γυναικίες μορφές, συνήθως νύμφες. Στην κοροπλαστική, η χειρονομία της ανακάλυψης εμφανίζεται πολύ συχνά κατ' αντιμελιστική εποχή σε ιδόλια Αφροδίτης, γυμνής ή μη γυμνής, όρθιας ή καθιστής, κάποτε πάνω στο τελφίνι, στα οποία η θεά μπορεί να ανασχώνει τη μάτια όσο με το αριστοριό χέρι ή τον δεξί. Με τον ίδιο τρόπο κρατούν όμως τη μάτια όσο τους κυνηρίδες που κάθονται πάνω σε τρίτονα. Πολυάρχη μας αποδός του θέματος αυτού σώσοντας την κοροπλαστική και την κληπτική και τα καλύτερα παραδείγματα ενήκου στον δεύτερο αιώνα προς τού. Στην κοροπλαστική της Πέλλας η χειρονομία της ανακάλυψης συναντάται σε ιδόλια όρθιο ή καθιστών, ημίγυμνων ή διμμένων γυναικίων μορφών από το ανατολικό νοκροταφείο, τις οικίες, το θεσμοφόρειο και την αγορά, τα οποία συνήθως ερμηνεύονται ως αποικονίες της Αφροδίτης. Το Κίτος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 17ου αιώνα π.Χ. Οι άντρες είναι οι αναβάτες ως τις αρχές του 5ου αιώνα ενώ στη συνέχεια γυναικείες μορφές. Από τον 6ο αιώνα το Κίτος απεικονίζεται με μυτερό ρήγχος που μοιάζει με ψάρι κυρίως στην Βλήτη και τα νησιά. Από τις αρχές του 5ου αιώνα εμφανίζεται ο κλασικός τύπος του Κίτος με μυτερό ρήγχος, σώμα φιδού με πτερίγια και ουρά ψαριού. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. και στα ελληνιστικά χρόνια παράλληλα με αυτόν τον τύπος αναβάται ένα Κίτος με μυτερό ρήγχος και κυματιστό σώμα. Το Κίτος στο οποίο κάθεται γυναική μορφή έχει μυτερό ρήγχος και ουρά ψαριού με λέπια και αποτελεί εξέλιξη στην ίστερη ελληνιστική εποχή του κλασικού τύπου. Στην κοροπλαστική της ελληνιστικής εποχής δεν απαντάται το θέμα της γυναικίας θεϊκής μορφής πάνω σε Κίτος σε αντίθεση με την ανάγλυφη κεραμική ή τα ανάγλυφα πλακίδια όπου η ρίδα συνήθως υπάρχει Κίτος. Με βάση την κατηγοριοποίηση της Υφυγένιας Σαχανά, τα ειδόλια της Πέλασσας είναι είπως τις αυτοτελείς απλές παραστάσεις θαλάσσιου φιάσου χωρίς συγκεκριμένο μυθολογικό θέμα. Η ταύτιση όμως της θεότητας που υπερστάται τα τρία ειδόλια δεν είναι εύκολη δεδομένα του εικονογραφικού τύπου που αντιπροσωπεύουν και των ιδιωτήτων που αυτός προβάλλει. Παράλληλα, η θεότητα που σχετίζεται με τη θάλασσα θα πρέπει να εγκονίζεται καθώς αυτή αποκολλείται πάνω στο θαλάσσιο πλάσμα. Γενικά από τις πολλές θεότητες που σχετίζονται με τη θάλασσα, γυναικείες θεές που αναμελωδούνται συνήθως από τους μελητές πάνω σε θαλάσσια πλάσματα είναι οι Νηρίδες και μια εξαρτώνει η Αρντιτρίτη, καθώς και η Αφροδίτη. Από τις παραπάνω οι Αφροδίτες σχετίζεται επιπλέον με τη χειρονομία της ανακάλυψης. Οι Νηρίδες κάθε πάνω σε δελφίνι ή σε υπόκαμπο στη θηλυπτική ήδη από την πλαστική εποχή. Στην κοροπλαστική της ελληνικής εποχής, απεικονίζεται συχνά πάνω σε δελφίνι, σε υπόκαμπο ή σε τρίτονα, όχι όμως σε θαλάσσιο κύτος όσο μας είναι δοστό. Αντίθετα, Νηρίδα πάνω σε κύτος απεικονίζεται στην ανάγλυφη και με λαμπαφή κερανική και σε ανάγλυφα πλακίδια, ενώ το πρώτο παράδειγμα Νηρίδας στη ράχη κύτου συναντάται σε μηλιακό ανάγλυφο του 470-460 π.Χ. Οι αφητροί της, σύζυγος του Ποσιτώνα και κόρη επίσης του Νιρέα, συντροφεύτουν το σύζυγό τους συχνά σε μυθολογικά θέματα ή παρουσιάζονται ως ισότιμη θεότα όρθια σε γερατική στάση απέναντί του, κρατώντας άλλο το στεφάνι και άλλο το ψάρι. Σπανιώτερα εικονίζεται ως ενσάρκος του υγρού στοιχείου. Αν και στην αγιογραφία επικοινωνίζονται συχνά πάνω σε δελφίνι και ψιδωτά πάνω σε υπόκαμπο, στην κοροπουλαστική δεν αναγνωρίζεται τους μελετητές παραστάσεις της πάνω σε δελφίνια ή σε θαλάσσια πλάσματα. Η θέα που συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλη με τη θάλασσα είναι βέβαια η Αιφροδίτη. Οι σχέσεις με τη θάλασσα είναι γνωστή και η γέννηση της από τη θάλασσα αποτελεί αγαπητό θέμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Η Αιφροδίτη λετρευόταν σε παραθαλάσια ιέρα, ήταν μπροστά των θεάτων θαλασσών, των λιμινών, των λιμανιών, της ναυσηπλογίας ή των ναυτικών. Η Αιφροδίτη πάνω σε θαλάσσιο πλάσμα αναγνωρίζεται από τους μελετές τέχνης. Ήδη από τον 5ο αιώνα προχωστούμε πολλά παραδείγματα στην αγιογραφία, την λιπτική, την μεταλλοτεχνία, την ομισματική και την κοροπλαστική της κλασσικής και νησικής αποκείς. Στις αποδόσεις του θέματος στην κοροπλαστική, η θεά παρεστά είναι τόσο αντιόμενη καθισμένη πάνω σε ένα δελφίνι και είναι γυμνή ή μη γυμνή με μόνο το ημάτιό της, που κάποιες φορές το κρατά στο εικονογραφικό σχήμα της ανακάλυψης. Η λατρεία της Αιφροδίτης ως προστάθητας των θαλασσών είναι γνωστή στη Μακεδονία. Η λατρεία της θεάς με την ιδιότητα αυτή έχει υποστηριχθεί και στην Πέλλα, ενώ επιπλέον έχουμε και την πατρίδα του Προυτάκου ότι η Πέλλα ήταν ένα συμμετικότατο λιμάνι από το τέλος του 4ου αιώνα Π.Χ. Με βάστα παραπάνω, το τύπο δηλαδή της γυναικής μορφής καθιστής σε θαλάσσιο κύτως, τη χειρονομία της ανακάλυψης και το ψάρι κάτω από αυτήν, η αναγνώριση στα τρία ιδόρια από την αγορά της Αιφροδίτης είναι μια υπόθεση πιθανή. Ωστόσο προβληματικό, ή τουλάχιστον όχι περφανώς σε μια τέτοια τάφτιση, είναι το γεγονός ότι η αναγνωριζόμενη ως Αιφροδίτη γυναική μορφή κάθεται συνήθως σε δελφίνι και όχι σε θαλάσσιο κύτως. Επιπλέον, σχεδόν πάντα επικονίζεται είτε γυμνή είτε ημιγυμνή με το ημάτιό της να καλύπτει τα πόδια της ή μέρος του σώματός της ή να ναιμίζει πίσω ή πλάι απ' την πλάτη της. Ακόμα και σε περιπτώσεις που είναι τιμένη με χιτόνα και ημάτιο, η γυμνότητά της προβάλλεται δειλά, όπως την πλαστική λύκη θόρπου την Πέλλα, στην οποία ο χιτόνας αφήνει ακάτω και τον αριστερό μαστό και το βαρχένα του αντίστοιχου χεριού. Τα ειδόλια από την αγορά πιστεύουμε ότι αντιπροσωπεύουν ένα σπάνιο εικονογραφικό τύπο μιας άλλης θεότας, της Ανατολικής Συρίας θεάς Ατάργατης. Η θεά Ατάργατη ή Δερκετό, γνωστής της ως Συρία θεά, είχε αρχαιότατη και σημαντική λατρεία στη Συρία, όπου ταυτιζόταν την Ίρα, την Αφροδίκη, η Συρία, την Αστάρτη. Παραδείκτης ήταν ο Δίας Άνθος και ο Άβωνης. Σημαντικό κέντρο λατρείας της ήταν η Βανδίκη ή η Εράπολη στη Βόρεια Συρία. Η λατρεία της, που σύμφωνα με την περιγραφή του Λουκιανού, ήταν συνδεδεμένη με παράθυρες παραλίμιες ή παραπατόμιες ή παραπαοτάμιες περιοχές, μεταφέρθηκε κατά την Ελληνιστική εποχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, στα νησιά του Αιγαίου, στην Αίγυπτο, στη Νότια Ελλάδα, στη Μακεδονία, στη Χράκη και αργότερα στη Σιτιλία και στη Ρώμη. Κάτω την αυτοκρατορική εποχή, η λατρεία της εξεπλώθηκε σε διαδικές πάσεις στη πλήση, καθώς οι ρωμαϊκές λεγεώνες προσαρτούσαν τις ανατολικές επαρχίες και οι σύριοι δούλοι έφθαναν στις αγορές της Ρώμης. Η θεά και οι άλλες συριακές θεότες δεν είχε πουθενά καθολική λατρεία, ούτε έγινε πλήρως αποτεχτή, αλλά λατρευόταν τοπικά από θυάσους, συλλόγους απειρονοί στη λατρεία της, όπως συνέβαινε και με άλλες εισυγμένες λατρείας. Από δούλους, ψαράς και εμπόρους, κοντά σε λίμνες ή στη θάλασσα και θεωρούταν προστά του θάτους. Είχε οργιαστική λατρεία παρόμενη με αυτή της μητέρας των θεών, όχι ως προς την πίστη της λατρείας, αλλά ως προς την οργάνωση και την λατρευτική πρακτική με πινήμα του τελετουρικού την προσφορά εχθείως. Οι ψάροι πιθανόν προσφορώνταν σε ειδικές μυστηριακές θελετές και οι ιερείς και οι μύστες που τα έδραβαν πίστευαν ότι έφεραν τη θάλασσα μέσα τους και αναγεννιόταν. Η Συρία Θεά παριστάνεται είτε επειρβοστεφής με χυτό νεκλημάτιο, είτε όρθια πάνω σε θαλάσσιο κύτος οι ψάροι ή καθεστή με πλάγιο τρόπο πάνω σε ψάρι ή θαλάσσιο κύτος. Οι φιλολογικές πηγές Διόγορος, Λουκιανός και άλλες και οι αποικονίσεις σε ενωμίσματα αναφέρουν παραστάσεις θεάς με μορφή ήουρα ψαριού και γυναικείο κεφάλαιο. Το ψάρι αποτολούσε το σύμβολό της. Σύμφωνα με τον Εράτο Στένη ο αστερισμός των ηθείων συμβόλησε τη μεγάλη θεά των Συριών δερκετό. Εκτός από το ψάρι, η Ιερά της Ζώτης θεόταν το Λεοντάρι και το Περιστέρι. Σύμβολά της ήταν επίσης το Σκύπτερο, ο Ιάταρτος, το Πιδάλιο, τα Στάχια, το Κέρας, η Θιάλη, ο Θύρβος, ο Μηνίσκος και οι Ακτήρες του Κεφάλαιου. Ήταν θεά της δολυμώτας τον ανθρώπινη του ζωικού βασιλείου αλλά και θεά του θανάτου, ενώ ανήκηκε και στις θεότες που δεύονται αναθέσεις απελευθέρωσης δούλων. Κατά τη διάρκεια διάδροσης της λατρείας σε διάφορες προεχές υιοθέτησε στοιχεία από την οικονογραφία άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, της Σύρρας, της Δήμητρας, της Μητράς των Στεών κλπ. Στη Μακεδονία η εισαγωγή της λατρείας της Συρίας εισαστοποθήτως τον 3ο αιώνα π.Χ. από Μακεδόνες και εξεγενισμένους σύριους εμπόρους δούλους και αγέτες ιερείς. Η προημότερη μαρτυρία για τη λατρεία της προέρχεται από τη Βέρεια. Στη δυτική Μακεδονία η λατρεία της Συρίας εισαστοποθήτως τεκνηρώνεται σε αναθηματικά ανάγλυφα από την Εανήκη και την εξοχή Ορδέας. Ένα τμήμα αναγκλήφου ελληνιστικής και ρωμαικής εποχής από την Εανήκη υπαριστάει να κάθεται πάνω σε κοίτωση ψάρι. Σε έναν αναθηματικό ανάγλυφο από την εξοχή Ορδέας του 2ου-3ου ε.Χ. η θεά παρεσθάνεται όρθια κρατώντας στο δεξί χέρι στάκια. Καθώς όμως δεν μας σώζεται το κάτω μέρος του, δεν αποκλείται η πιθανότητα να στεκόταν πάνω σε θαλάσσιο κοίτωση ψάρι. Σε έναν άλλον αναθηματικό ανάγλυφο, επίσα την ίδια περιοχή της ύστερης ρωμαικής εποχής, παρεστάται καθεσμένοι πλάγια πάνω σε κοίτωση ψάρι προς τα δεξιά. Η θεά φοράχει τόνα κι ημάτια και ακουμπά με το αυστρό της χέρι του τυράκι του ψαριού. Στην Έδεσα, σε μια επειγραφή του 2ου ε.Χ., μια σύρια δούλη αφιερώνται στην θεά παρθένου προφανώς στη Συρία θεά. Στην Πέλλα, όπως αναφέρθηκε, είχαν βρεθεί τρία θράσματα ειδωλίων της Συρίας θεάς, τα οποία προέρχονται από την περιοχή νότια της αγοράς και παρεστάνουν την θεά καθεσμένη με πλάγιο τρόπο και στη ζώμη με το αριστρό της χέρι πάνω σε ψάρι, οικονογραφικός τύπος γνωστός από τα αναθηματικά ανάγλυφα που είδαμε από την Ηλίμη της Νεορδέας. Τα ειδώλια αυτά προέρχονται πιθανόντα από τα εργαστήρια και καταστήματα της αγοράς και όχι από κάποιον ιερό θεάς. Η χρονολόγηση τους πριν της αρχής του 1ου αιώνα προχωριστού, αποδεικνύει ότι στη Μακεδονία η θεά εικονίζεται με τον οικονογραφικό τύπο της καθυστής σε θαλάσσιο ορκείτος ή ψάρι ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια. Σύμφωνα με τον Παύλο Χρυσοστόμου, ο οποίος ταύτησε πρώτο στα ειδώλια αυτά, η Συρία θεά είχε πιθανόν κάποιον ιερό στη χώρα της Πέλλας κοντά στη λίμνη Λουδία, καθώς στη θέση Άγιος Νικόλος Γενιτσών ή στην ευρύτερη περιοχή, όπως με πληροφόρησε χθες, βρέχε απαρθοδοτική επίγραφη με ανάθεση στη Συρία θεά παρθένον Γεργιάτισσα, τον αρχόν του τρίτου αιώνα μετά Χριστόν, και χάλκινο ειδώλιο του Δία Άδωδου ή Δία της Ηλιοπόλος. Το ιερό μάλλον λειτουργούσε από τους ελληνιστικούς χρόνους. Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα ειδώλια από την αγορά της Πέλλας αντιπροσωπεύουν έναν εικονογραφικό τύπο μοναδικό, ο οποίος είναι πιθανόν ότι αποτελεί προϊόντων τοπικών ποροκλαστικών εργαστηρίων. Θεωρούμε πολύ πιθανόν ότι θα πρέπει να εμπνευθεί ως η εξεγενισμένη στη Μακεδονία απόδοση της Συρίας θεάς. Αντλεί την έμπνευσή του από τα θαλάσσια συμπλέγματα γυναικείων θεωτήτων που υπέμπνουν θαλάσσια όντα, όπως οι νηρίδες και οι ατροδίτη, οι οποίες υπέμπνουν ανακοίτη ή δελφίνια. Παράλληλα υιοθετεί τη χειρονομία της ανακάλυψης του ηματίου γνωστού οικονογραφικού σχήμα σε πολλές θεότητες όπως αναφέρει και παραπάνω. Ωστόσο στη Ιπέλα αυτό αποδέται μόνο σε γυναικείες μορφές που αναγνωρίζονται ως ατροδίτη ή συνήθως, η λατρεία της οποίας θα πρέπει να σχετιζόταν και με την προστασία των ναυτικών και των θαλασσών. Για τους λόγους αυτούς πιστεύουμε ότι υιοθετεί αυτό το οικονογραφικό σχήμα από μια ανάλογη θεότητα που προσωτέπει τη θάλασσα. Η χειρονομία της ανακάλυψης αποτελεί στη γύρω εξελινισμού της οικονογραφικής της απότισης και ταφτιστίσης με την αφροδίτη. Μια θεότητα που αποικονίζεται η χειρονομία αυτή. Η ταφτισία αυτή μαρτυρείται και από τους υπηρεμότων ονομάτων των δύο θεών στη Δήλο και σε άλλες περιοχές. Η υιοθέτηση επομένως της χειρονομίας της ανακάλυψης στα ειδόλια της Συρίας Θεάς στην Πέλλα θα πρέπει να αποδοθεί στην υιοθέτηση στοιχείων του οικονογραφικού τύπου της αφροδίτης για να θεωρθεί ως προσπάθεια εξελινισμού μιας Συριακής θεότητας στο ελληνικό πάνθορ. Η αναγνώριση της Συρίας Θεάς στα ειδόλια από τα εργαστήρια της Ανατολικής Στ. Αγοράς επιβεβαιώνει την παρουσία της στην Πέλλα και μας προσφέρει ολοκληρωμένο την οικονογραφικό τύπο με τον οποίο απεικονίστηκε στην κοροπλαστική. Προφανώς τα πείλη να προέρχονται των εργαστήρων απευθυνόταν σε λάτες της θεάς τα οποία είτε θα τα ανέθεθαν στο γερό της είτε θα αποτελούσαν μέρος της χεικιακής λατρείας είτε λατρείας κάποιου σου λόγου. Αν ο παραπάνως τύπος που αποδίδουν τα ειδόλια αλλά και τα ανάγκληβα από την αιάνη και την εξοχή εμπνέεται ή αντιγράφει κάποιο έργο της μεγάλης πλαστικής δεν μπορούμε βέβαια να τον γνωρίζουμε. Ωστόσο η ύπαρξη του τύπου σε διαφορετικά είδη καλλιτεκνικής έκφρασης είναι σχετικό στοιχείο για μια τέτοια υπόθεση. Τελειώνοντας βέβαια θα θέλα να εκφράσω θερμόνου ευχαριστίες και από τη θέση αυτή στον ομότιμο καφελιτή Ιωάννια Καμάτη για την παραχώρηση της παρουσίας των ιτολιών και την εγγέννη υποστήριξη σε κάθε βήμα της μελέτης, την επίτιμη διευθύντρια αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολυσμού Δόθενου Μαρία Λιμπάκια Καμάτη, τον αρχαιωρό βέβαια Πάλλο Χρυσοστόμου για τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις του και τις συζητήσεις που είχαμε, την εφορία αρχαιοτήτων Πέλλας για τις πολλές διευκολύσεις, καθώς και πολλούς φίλους αρχαιολόγους, η γνώμη των οποίων βοήθησε στην διαμόρφωση της ερευνημίας των ιτολιών και στην εγγέννη συζήτηση. Σας ευχαριστώ για την περιοχή. |