Αντώνης Μανιτάκης, Ομ. Καθ. Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ: Όπως αναφέρετε στο τίτλο της συγκυσσής μου, αντικείμενό της είναι ο βασικός μέτωχος. Θεωρώ την υπόθεση αυτή, στο σύνολό της, στην πορεία της, πάρα πολύ σημαντική. Πολύ σημαντική όχι μόνο για λόγους νομολογιακούς, αλλά κυρίως σημαντική γιατί έχει σχέση με το πολιτικό σύστημα. Και είναι αντιπροσωπευτική της πορείας που ακολούθησε η χώρα μας την τελευταία δεκαετία. Είναι αντιπροσωπευτική των παλινοδιών που γνώρισε το Συμβούλιο της Επικρατείας, των νομοθετικών ανθρώπων που γνώρισε με τις αλληπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις και την έσια, ευτυχώς, εξέλιξη που είχε με την απόφαση του Δικαστηριού των Ευρωπαϊκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πόθεση αυτή αγγίζει συνταγματικές τυχές, πολύ σημαντικές, για μας συνταγματολόγους τουλάχιστον, δικαστικές τυχές, όπως σας είπα, που συνδέονται με το πολιτικό σύστημα, αλλά και με τη διάκριση νομοθετικής και αναθερωτικής εξουσίας, σχέσης συντάγματος και ενωσιακού δικαίου, σχέσης ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με τον έλεγχο της συμβατότητας στην ίδια υπόθεση. Αυτά τα ολίγα θα κοιτάξω να σας πω στον χρόνο που με αναλογεί, αναγκαστικά σχηματικά και επιγραμματικά. Καταλαβαίνετε ότι η επιλογή του θέματος αυτού οφείλεται όχι μόνο στο ότι έχω αναμοιχθεί για το ζήτημα με προσωπικές θέσεις, αλλά και γιατί συνδέεται με τον τιμόμενο σήμερα κλεκτό συνάδελφο και Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και είναι ένα ελάχιστο δείγμα, ένα από τα πιο αντιπροσυπευτικά της ιστορικής σημασίας συμβολής της νομολογίας του Δικαστηρίου στη διαδικασία της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού δικαιηκού χώρου με σεβασμό στις συνταγματικές ιδιαιτερότητες και ταυτότητες των χωρών της Ευρώπης. Θα μου επιτρέψει να κάνω ένα σύντομο ιστορικό, να περιγράψω λίγο το ιστορικό, τα νομικά και πολιτικά περιστατικά της υπόθεσης, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι και οι παλαιότεροι ίσως τα έχουν ξεχάσει. Η υπόθεση δικαστικά ξεκίνησε το 2002 με αρκετές μανουλτίες ακυρώσεως στις αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, αιτήσεις που κατατέθηκαν από τεχνικές εταιρίες, πολύ γνωστούς στην κοινή γνώμη συμβασιούχους του Τημοσίου, ιεργολάβους έργων και τελείωσε το 2011, η διάρκεια της δεκαετής. Επίδικο αντικείμενο, μια συνταγματική διάταξη. Η διάταξη του άρθρου 14, πράγμα 9, κύριος Εψηλον, του Συντάγματος, στις αναθεώρησεις του 2001, η οποία καθιέρωσε ένα ασυμβίβαστο μεταξύ επιχειρηματικών ιδιωτήτων. Και συγκεκριμένα, το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του ιδιοκτήτη βασικού μετόχου ανοτάτων στελέχους επιχειρήσεων μέσω μαζικής ενημέρωσης, με την αντίστοιχη ιδιότητα βασικού μετόχου ιδιοκτήτη, διοικητικούς σελέχους επιχείρησης, προμηθευτεί εργολάβου έργων υπηρεσιών του δημοσίου. Σκοπός της επίμαχης συνταγματικής διάταξης είναι διασφάλιση της διαφάνειας στο εδικτυσιακό καθεστό στο μέσο μαζικής ενημέρωσης και γενικότερα στην οικονομική λειτουργία του κράτους, προς αποτροπή του κινδύνου αθέμητης επιρροής από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη διαδικασία αναθέσεως των δημοσιών έργων, προμοιθειών και υπηρεσιών και έμεσα της απόκτησης προνομιακής θέσης αθέμητης επιρροής στην πολιτική διαδικασία, στον πολιτικό μας σύστημα. Με όρους πολιτικούς, η συνταγματική καθιέρωση του ασυμβιβάστου απέβλεπε στην πάταξη μιας αθέμητης διαπλοκής, ήταν ο όρος τότε της μόδας στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Διαπλοκής μεταξύ αθέμητης, το τονίζω, μεταξύ πολιτικής, οικονομικής και μηδιακής εξουσίας. Η συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση συνάντησε μια ευρύτατη κοινοβουλευτική πλαιοψηφία. Ευρύτατη. Επιδίωξη αυτή που ανέχρισε προηγουμένως απόλυτα θεμητή, συνταγματικά ανεκτή και πάντως συμβατή, όχι αντίθετη, ως προς το σκοπό της με το κοινοτικό δίκιο. Δεν είναι πασιάρα, όπως αποδείχθηκε εκ των ιστέρων και διαπιστώθηκε από το σκοπό της, αλλά από τον τρόπο που δημιουργήθηκε από τις διαδικασίες, από τα μέσα που καθιέρωσε για να πετύχει το σκοπό αυτό. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη αποφασίστηκε σχεδόν ομόφωνα από την πολιτική εξουσία, η οποία ενεργώντας ως αναθερωτική εξουσία και εννοημοποιημένη διαδικαστικά από μια βρήτη πλειοψηφία, όπως σας είπα, έκρινε, πρόκειται για πολιτική κρίση, ότι η συνταγματική κατοχύουρης απαγόρευσης θα προσέδιδε στην ρύθμιση αυτή παγιότητα, σταθερότητα και κύρος στον έλεγχο της διαπλοκής. Η συνταγματική τυποποίηση της διάταξης που σας ανέφερα, γιατί η διάταξη έχει και άλλες διατάξεις πολύ σημαντικές, δηλαδή ως προς το βασικό μέτροχο και σασβίβασσες ιδιότητες, έγινε είναι αλήθεια και πρέπει να το πω, παρά τις επιφυλάξεις του ισυγητή και συντάκτη της υπόθεσης, Βαγγέλη του Βενιζέλου. Υπό την πίεση και την κατακραυγή της κοινής γνώμης, που φούντωνε από τη χρυσοφόρα κρωματικά σκανδαλολογία των μέσων βαζικής ενημέρωσης και τον πάταγο που είχαν προκαλέσει τα σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, που ήταν τότε και είναι ακόμη δυστυχώς ατέλειωτα. Πρώτο σχολιασμός προσωπικός. Πιστεύω πως η καταφυγή στο Σύνταγμα ήταν μοιραία. Ήταν απατηλή και αναποτελεσματική. Η πολιτική εξουσία μάται αναζήτησε στο Σύνταγμα καταφύγιο και άλωθιο. Θεώρησε τη Συνταγματική αναθεώρηση το κατάλληλο μέσο προκειμένου να παλλαγεί η ίδια από την καταγορία της πολιτικής συγκάλυψης ή συνενοχής, αλλά και για να αντικειολογήσει τη δική της αδυναμία ή αβουλεία να αντιμετωπίσει πολιτικά και θεσμικά μέσω κυρίως του ανεξάρτητων αρχών, όπως ήταν το Εθνικό Συμβούλιο της Τελεόρασης, μια νοστιρή κατάσταση που υποσκάπτει τα θεμέλια του πολιτεύματος και δυσφημεί και την ίδια την πολιτική εξουσία. Το καταφύγιο του Συντάγματος και η χρησιμοποίηση της διαδικασίας θεώρησης ως μέσο για την απόσταση πολιτικών ευθυνών και για τη μετάθεσή του στο Σύνταγμα ή για την αναβολή του προβλήματος με την έντεχνη διαφυγή προς τα μπρος, τοφού ήταν αυόν εγαλικά, δια της αναθεωρήσεως αποδείχθηκε εξ αποτελέσματος, όπως σας είπα προηγουμένως, μάταιος και απατηλές. Όχι μόνο γιατί δεν επετεύθηκαν οι σκοποί της ρύθμισης, όχι μόνο γιατί δεν επήλθαν τα προσδοκόμενα αποτελέσματα, αφού η Συνταγματική ρύθμιση έμεινε τελικά στην πράξη ανενεργή και ουσιαστικά ανεφάρμοστη είχα χρόνια μετά ή πάντως ερμηνεύτηκε με τρόπο που ανερούσε το διακηρυγμένο στο ίδιο το Σύνταγμα νόημά της, τέσσερα μόνο χρόνια μετά την καθιαρωσή της, αλλά διότι άφησε την διαπλοκή ανεγιύτη. Είναι χαρακτηριστικό της παλινδρόμησης πολιτικής εξουσίας ότι λίγο χρόνο μόνο μετά την υιοθέτηση του πρώτου εκτελεστικού νόμου του 3021 του 2002, η πολιτική εξουσία αναγκάστηκε να τροποποιήσει διαδοχικά λόγω της φοδρής αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Επιτρόπιτου Ενταγωνισμού αρχικά με το νόμο 3310 του 2005 και συνέχεια με το νόμο 3414 του 2005 μέσα σε ένα χρόνο δύο φορές, ύστερα από διαβουλεύσεις με την Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμβατότητα των διατάξεων του επιτελεστικού τους συντάγματους νόμου με τους κανόνες της κοινωνικής ενόμισταξης και παράλληλα για να τηρηθούν οι επιταγές του ελληνικού συντάγματος. Οι νόμοι που σας προανέφερα έδωσαν μια νομοθετική ερμηνεία των επίμαχων συνταγματικών διατάξεων αντίθετη και πάντως ρυζικά διαφορετική από εκείνη του πρώτου νόμου, του νόμου 2002, και βέβαια διαφορετική επινερμηνία που είχε δώσει ένα χρόνο νωρίτερα το 4ο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατίας. Ο νομοθέτης πάντως είχε το δικαίωμα ως νομοθετική εξουσία να ερμηνεύσει το σύνταγμα και να αποδώσει μέσω του εκτελεστικού νόμου το νόημο που αυτός έκρινε ότι ήταν το αληθές. Αναφέρω μόνο ότι ο νόμος 2414 του 2005 καθιέρωσε ασυμβίβαστα μόνο μετά από τη συντρομή οριστικής δικαστικής απόφασης με ισχύ διδικασμένου εξαιτίας ενεργητικής διαφθοράς κατά την έννοια μιας σχετικής οδηγίας. Ήταν εντελώς διαφορετική δηλαδή η νομοθεσία από αυτό που έβγαινε τουλάχιστον πριν αφάτσει από την ανάγωνωση της συνταγματικής διάταξης. Ποιο είναι το θεσμικά οξύμωρο για το πολιτικό μας σύστημα και για το δικαστικό σύστημα. Ενώ το νόημα των συνταγματικών διατάξεων είχε καθιερωθεί νομοθετικά με τον εκτελεστικό νόμο τον τελευταίο του 2005, η δικαστική νομολογική αντιδικία, η οποία είχε καθαρά ακαδημαϊκό και θεωρητικό χαρακτήρα, συνεχίστηκε. Και ευτυχώς που συνεχίστηκε, γιατί ξεκαθάρισε ένα σωρό θεωρητικά και νομικά ζητήματα. Εν τω μεταξύ, ας μου επιτραπεί λίγο να κάνω αυτό το πικρό σχόλιο, το κύρος του συντάγματος και η αξιοπιστία της πολιτικής εξουσίας και των θεσμών είχαν τρωθεί ανεπανόρθωτα. Η κανονιστική αξία του συντάγματος καταρακώθηκε, με τους νόμους ενώ, η τυπική του δύναμη και του ταυξημένου κύρου του ταπεινώθηκαν, η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης απαξιώθηκε, η πολιτική εξουσία είχασε ένα μέρος της πολιτικής της αξιοπιστίας. Και το κυριότερο, όταν πανταναμβάνω, η διαπλοκή, αυτό που υποτίθεται ήθελε να θύξει και να αντιμετωπίσει, έμεινε ανέπαφη. Και μάλιστα, φαίνεται ότι αποθρασύνθηκε. Η ανεξάρτητη αρχή του Εθνικού Συμβουλίου Τελειώρεσης, η οποία είχε δημιουργηθεί για να εξασφαλίσει τη διαφάνεια στο διεκτοσιακό καθεστώς, την πολυφωνία, την απαγόρευση της συγκέντρωσης, τους ίσους όρους του ανταγωνισμού, αποδυναμώθηκε και τελικά αφοπλίστηκε. Ποιο για μένα το μυραιό λάθος, και αφού τελειώνω το πρώτο μέρος της εξουσίας, στο δεύτερο θα περάσω στα καθαρά νομικά δικαστικά. Το μυραιό για μένα πολιτικά τραγικό λάθος της αναθερωτικής πλειοψηφίας οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός ότι υποτίμησε ή μάλλον αναγνώησε την ουσιαστική διαφορά του νόμου και της αναθερωτικής εξουσίας, του συντάγματος και του νόμου. Η πιο σημαντική, η πιο κέρα διαφορά μεταξύ τους δεν είναι όπως διδάσκεται, κατά κόρων λέγεται και επαναλαμβάνεται, η αυξημένη τυπική δύναμη του συντάγματος εναντί του νόμου. Η τυπική υπεροχή του πρώτου απέναντι στο δεύτερο. Υπάρχει, βεβαίως υπάρχει, αλλά δεν είναι αυτή η ουσιαστική διαφορά. Η διαφορά τους έγινε στο διαφορετικό ουσιαστικό περιεχόμενό τους, στη ρυθμιστική διαφορά. Το σύνταγμα με τη σύνθετη σημασία του, τυπική και ουσιαστική, ρυθμίζει τα θεμελιώδη μόνο, τα ουσιώδη του πολιτιακού βίου, τα μακροπρόθεσμα, την οργάνωση και τις λειτουργίες του κράτους και του πολιτεύματος, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, ή για να μιλήσω από μια καθαρός, κανονιστική σκοπιά, της θεμελιώδης αρχές, αλλά μόνο της θεμελιώδης που διέπνουν την οργάνωση και τη λειτουργία μιας αιώνομης τάξης. Και πρέπει να αρκείται σε αυτά. Αν θέλει να παραμείνει το σύνταγμα και η αναθεωρητική εξουσία, έξω και πέρα, και πάνω από τις εφήμερες και συγκυριακές αντιδικίες και καταστάσεις. Γι' αυτό το σύνταγμα πρέπει να νοείται, πριν απ' όλα και πάν' απ' όλα, ως ένα σύνολο θεμελιωδών αρχών και κανόνων, ως ένα σύστημα γενικών αρχών και να έχει μια λειτή, αόριστη αναγκαστικά, και ευτυχώς πρέπει να είναι αόριστη, διατύπωση. Πιστεύω ότι αυτή την ουσία διαφορά αγνόησε ή υποτίμησε έναν θεωρητικός νομοθέτης και αυτή την απρονομισία πληρώσαμε και δικιαστικά και πολιτικά. Και έρχομαι τώρα στο δεύτερο μέρος, στο τι ουσιαστικά θα περιεσθώ μόνος αυτό, μου είναι αδύνατο να πω ότι είναι ένας δικαστικός δικαστικός δικαστικός, ή ουσιαστικά θα περιεσθώ μόνος αυτό, μου είναι αδύνατο να περιγράψω όλη την πορεία την ομολογική από την απόφαση του τμήματος μέχρι την απόφαση Ολομέλειας και την παραπομπή, θα περιεσθώ αναγκαστικά στην τελευταία απόφαση Βουλή της Επικρατίας, μετά την απάντηση στο προδικαστικό της ερώτημα του Δικαστηριού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απλώς θέλω να αναφέρω ότι δικαστικά η υπόθεση ξεκίνησε μια απόφαση του τμήματος την 32-42 του 2004, η οποία χαρακτηρίστηκε εν μέρει δικαίως. Ήταν μια απόφαση εθνοκεντρική, διεπνέωτο πράγματα από ένα νομισθό, διεπνέωτο πράγματα από έναν νομισθοσυνταγματικό πατριωτισμό, μονιστική και συγκροσιακή συλληψή της. Πιστεύω ότι το αμάρτημα του δικονομικού που διέπραξε είναι το ότι θεώρησε ότι δεν συντρέχει σύμπτωση πεδίων εφαρμογής ανάμεσα στην συνταγματική, στην εθνική ρύθμιση και στην κοινοτική οδηγία. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατίας ανέτρεψε εντελώς αυτή τη θέση του τμήματος και με την απόφαση 3670 έθεσε προδικαστικό ερώτημα στο Συμβουλίο της Επικρατίας, θεωρώντας πρώτον ότι προφανώς συντρέχει και συνέτρεχε, δεν νομίζω ότι υπήρχε θέμα, συνέτρεχε σύμπτωση πεδίων εφαρμογής, τουλάχιστον ως προς εκείνες οι ιδικότερες διατάξεις της απαγόρευσης του αμάχητου τεκμηρίου και της απόλυτης γενικής απαγόρευσης της ιδιότητας του ιδιοκτήτη μετόχου, διευθύνοντας Συμβούλου μέσω μαζικής ενημέρωσης και εργαλάβων δημοσιοενέργων. Και έδωσε βέβαια ένα τέλος χωρίς να θύξει και τότε στην απόφαση για την υλομέλεια του Συμβούλου της Επικρατίας στο ζήτημα της υπεροχής του κοινοτικού δικαιού και άνοιγη του Συντάγματος. Η απόφαση 3470 του 1971, του 2011, έκλεισε αισίως και επιτυχώς με μια δικαιοδοτική κρίση τύπου καδί, την πολύ κροτη υπόθεση βασικός μέτοχος, με διαδίκους μηχανικοί κατά ακτορ και ελακτορ κατά μηχανικής. Δεν θα αναφέρω τα όνοματα των βασικών μετόχων για να μην παρεξηγηθώ. Έκλεισε και τυπικά η δικαστικά μια υπόθεση που πολιτικά όμως και θεσμικά είχε κλείσει πριν από 6 χρόνια. Πράγμα που δείχνει ότι συχνά στον τόπο μας οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και οι θεσμικές αντιπαραθήσεις είναι σκιαμαχίες ή καθυστερημένες ιδεολυπτικές, χωρίς θεσμική ουσία και αποτέλεσμα, συγκρούσεις. Το κρίσιμο ζήτημα στην υπόθεση του βασικού μετόχου και τον ασίωμα που καθαιρώνονταν ως προς φορείς σύννεψης και δημοσίως συμβάσεων ήταν τα ασυβίβαστα όπως είχαν τεθεί στη συνταγματική διάταξη. Και άρα το ζήτημα, το κρίσιμο που υποθετικά έμπαινε, που δεν τέθηκε όμως τελικά και ευτυχώς και καλά έκανε και δεν έβαλε ούτε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε το Συμβούλιο της Επικρατίας στην απόφαση αυτή, ήταν η υπεροχή, όχι, του κοινωντικού δικαίου απέναντι στο Σύνταγμα. Το κρίσιμο ζήτημα της υπεροχής του κοινωντικού δικαίου και άντρου Συντάγματος, που είχε προκαλέσει ένταση στη δικαστική και δικαστικά αντιπαράθεση και πάθη, τελικά παρακάφθηκε ή παραμερίστηκε. Δεν συγκαλίφθηκε, δεν κουλώθηκε, αλλά θεωρήθηκε ως μικρύσιμο. Ένα ζήτημα χωρίς αντικείμενο. Τελικά, εκείνο που εκατελήθηκε ένα αφυριμένο θεωρητικό σχήμα, που μας οθεί, μας ξαναγκάζει να βλέπουμε τη σχέση κοινωνικού δικαίου και εθνικού δικαίου μέσα από αυτή την αναπαράσταση, που είναι απλώς μια λογική αναπαράσταση. Την ιεριαρχική αναπαράσταση των δομών του δικαίου. Λοιπόν, θέλουμε σαν τέτοια η αναπαράσταση αυτή να ισχύει για όλες τις άνοιμες τάξεις, για τη σχέση όλων των ανοιμών τάξων, για τη σχέση διεθνούς και εθνικού δικαίου και εθνικού δικαίου και εσωτερικού δικαίου, για τη σχέση ευρωπαϊκού δικαίου και εθνικού δικαίου. Το σχήμα αυτό της ιεριαρχίας, νομίζω ότι έχει εξαντλήσει, σ' ό,τι αφορά την πρόσληψη αυτού του ζητήματος, την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, εξαντλήσει αυτό που μπορέχει να δώσει. Δεν προσφέρει τίποτε. Οδηγεί σε λογικά και νομικά αδιέξοδα. Και αυτό αποδείχτηκε από την εξέλιξη της απόφασης για το βασικό μέτωχο. Έρχομαι τώρα στα τρία, τέσσερα, τρία, κατά τη γνώμη, τις μεγάλες νομολογικές εισφορές της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αποτυπώθηκαν στην απόφαση, την τελική, την οριστική που έδωσε το Ξέδρος του Συμβούλου της Επικρατίας το 2011. Ποια είναι η νομολογιακή και ερμηνευτική σημασία του ουσιαστικού διαλόγου που οικοδομηθεί μεταξύ ΔΕΚ και Συμβουλίου της Επικρατίας. Πρώτη συνεισφορά. Επανταναμβάνω, διαβάζω την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατίας την 3470 και 3471 του 2011 και αυτή αποτελεί την πηγή τον συλλογισμό που θα ακολουθήσουν. Γιατί σε αυτήν, εμπεριέχεται, έχουν εσωματωθεί ήδη, οι ερμηνείες του Συμβουλίου της Επικρατίας. Αυτή η ήδη, οι ερμηνείες, οι συστάσεις, οι ερμηνευτικές συστάσεις που έκανε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Συμβούλιο της Επικρατίας. Πρώτη, λοιπόν, συνεισφορά. Η καθιέρωση με τρόπο πανηγυρικό, εμφαντικό και συνταγματικά τεκμεριωμένο της ερμηνευτικής τεχνικής ή της ερμηνευτικής μεθόδου της εναρμονισμένης με το κοινωνικό δίκαιο ερμηνείας του συντάγματος. Η θεωρία το έχει αντιμετωπίσει, το έχει προτείνει, έχουν γίνει αναφορές σε αρκετές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατίας, αλλά αυτή τη φορά πια ομόφανα με ένα τρόπο πανηγυρικό, συστηματικό καθιερώνεται η υποχρέωση αυτή της εναρμονισμένης με το κοινωνικό δίκαιο ερμηνείας του συντάγματος. Η νομιμοποιητική θεμελίωση της ερμηνευτικής αυτής μεθόδου, γιατί πρόκειται για ερμηνευτική μεθόδο, βασίστηκε και βασίζεται στο Άρθρο 28 του συντάγματος, όπως το είχε πει και ο Βαγγέλης και ο Βενιζέλος σε όλη τη σηγή που είχε κάνει στη Βουλή, και στην ερμηνευτική δήλωση που τέθηκε κάτω από το Άρθρο 28, με την αναθεώρηση του 2001, που λέει ότι το Άρθρο 28, δηλαδή αυτή η μεταβίβαση των ερμοδιωτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί ιστοδυναικές, δικό μου είναι το δυνακές, σε μέλιο της συμμετοχής Ελλάδος στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι, η εφαρμογή των νόμων και η εφαρμογή του συντάγματος, τα πρέπει κάθε φορά να ερμηνεύονται, όταν έχουμε υπώνια σύγκρουσης, ή αντιπαράδειγμα ερμηνεύονται σύμφωνα, όχι σε συμφωνία, σε εναρμόνιση με το κοινοτικό δίκιο. Το γεγονός ότι η ερμηνευτική αυτή μέθοδος φέρνει σε νοηματική επικοινωνία το σύνταγμα με μια πηγή κατώτερης ισχύωσης στην εσωτερική συνταγματική τάξη, δεν δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, κανένα απολύτως πρόβλημα σε σχέση με αυτά που είπα για την αρχαία και για τη σημασία της. Διότι η ερμηνεία αφορά νοήματα, δεν αφορά την ισχύ ενός κανόνα δικαίου. Δες, η ερμηνεία συνδέεται με το κανονιστικό περιεχόμενο μιας διάταξης και δεν επηρέαζεται από τη βαθμίδα της ταιπικής ισχύους του. Η δικαστική ερμηνεία του συντάγματος πλάθει ερμηνευτικά κανόνες δικαίου, νόρμο, συνταγματικής ουσίας και συνταγματικής περιοχής, που έχουν κύρος αν δεν έχουν ισχύ συνταγματική. Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενεραμονισμένη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία του συντάγματος, διαπλάστηκε ένας σύνθετος κανόνας δικαίου από την ερμηνευτική γωνιμοποίηση συντάγματος και θεμελιωδών αρχών και νοσιακού δικαίου. Η διαπλαστική εξουσία του δικαστή, στην προκειμένη περίπτωση, θα ανεργεί και ως δικαστή συνταγματικότητας και ως δικαστής κοινοτικός. Είναι διευρυμένη, αφού ενεργεί ταυτόχρονα και ως συνταγματικός και ως κοινοτικός δικαστής. Οι σκοποί εδώ της Ένωσης βρίσκονται σε αρμονική σύζευξη μεταξύ τους νοηματική. Άρα, δεν βλέπω γιατί θα πρέπει, εκ προημείου, να υποθέτουμε ότι είναι δυνατόν να έχουμε αντιπαράθεση εξορισμού λόγω της διαφορετικής τυπικής θεραρχίας, έχουμε εξορισμού αντιπαράθεση μεταξύ σκοπών του συντάγματος και σκοπών του κοινοτικού δικαίου. Είναι δυνατόν, όταν υπάρχει, να βρούμε μια λύση, όταν ανακύψει και αν ανακύψει. Με τον τρόπο αυτό και η νομολογία και οι νομολογικοί κανόνες του ΔΕΚ, που διαπλάθονται και αναπλάθουν τα νοήματα του κοινοτικού δικαίου, στο μέτρο που προχωρά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, σύμφωνα και με την ερμηνευτική μέθοδο που προείπα, μπορούν να ενσωματωθούν κάτω από ρισμένες ερμηνευτικές και δικονομικές προϋποθέσεις μέσω, να εσωματωθούν στο σύνταγμα, μέσω της εναρμονισμένης ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου με το σύνταγμα. Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε από τον δικαστή Φυλού της Επικρατίας, στην υπόθεση βασικού μετώχου, ενώ ο δικαστής ασκούσε έλεγχο της συνταγματικότητας στον νόμο, και όχι έλεγχο συμβατότητας. Δεν μπορώ να επεκτεθώ για ποιο λόγο έγινε αυτό. Κατηγνώμη, όμως, θα μπορούσε να ανακύψει τέτοια ερμηνευτική ερμηνευτική σύνταγμα, και κατά τον έλεγχο της συμβατότητας, με την αντίστροφη φορά αυτή τη φορά, την εναρμονισμένη με το σύνταγμα ερμηνεία και εφαρμογή, σε συγκεκριμένη περίπτωση, του κοινοτικού δικαίου, εφόσον αυτό φυσικά βασίζεται και εναρμονίζεται με την ομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντως, θα πρέπει να το ευχαριστούμε. Πάντως, θα πρέπει να τονίσουμε ότι με αυτόν τον μέθοδο αυτή, δεν αναρμονίζω τυπικές διατάξεις, αλλά νοήματα, κανονιστικά νοήματα, νόρμο, που πλάθονται από τη δικαστική νομολογία. Διαδικασία που δείχνει πόσο σημαντική και καθοριστική είναι η δικαιοπλαστική εξουσία του δικαστή, όταν ενεργεί ως δικαστής της συνταγματικότητας, και ταυτόχρονα ως δικαστής, ως κοινοτικός δικαστής. Έρχομαι στο δεύτερο νομολογιακό δίδαγμα της Απόφαση 3471 του 2011, που είναι η λογική πρωτεραιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των όμων έναντι του ελέγχου της ευατώτητας. Αυτό αφορά, φυσικά, τον δικό μας, παρεμπίστοντα και στην κεκριμένη έλεγχο της συνταγματικότητας των όμων. Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, και ξεκινώ από την απόφαση που σας ανέφερα, οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την απόφαση του ΔΕΚ, το Συμβούλιο της Επικρατίας θα αναγκάστηκε να ανατρέψει, και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, έχω πέντε λεπτά ακόμα, να ανατρέψει την πραγματική του απόφαση σχετικά με την ερμηνεία συνταγματικής διάταξης, αλλάζοντας άρδην τον νόημα από τη συνταγματικότητα. Σχετικά με την ερμηνεία συνταγματικής διάταξης, αλλάζοντας άρδην το νόημα που της είχε αποδώσει η Ολομέλεια πάλι, το Συμβούλιο της Επικρατίας, όταν παρέπεψε την υπόθεση. Διότι, ερμηνεύοντας τη συνταγματική διάταξη σύμφωνα με το Ενωσιακό Δίκιο, αποφάνθηκε ότι παρέχεται στον κοινό νομοθέτη, εδρύκε τη ευχέρη να καθορίσει αυτός κατά την εκτίμησή του τους πλών πρόσφορους όρους για τη συνδρομή του ασυβιβάστου και ότι δεν επέβαλε το Σύνταγμα ένα και μόνο τρόπο περιορισμού και ότι δεν επαγόρευε κάθε είδους επιρροή, αλλά μόνο την αθέμητη επιρροή και μόνο εκείνη που ήταν αποδεδειγμένα, παράνονη και θεμητή. Η ερμηνεία αυτή του Συμβουλίου της Επικρατίας ήταν εντελώς αλληλήθητη από αυτή που είχε δώσει όταν παρέπεψε την υπόθεση στο Δικαστήριο. Έτσι αναγκάστηκε το Συμβούλιο της Επικρατίας μετά την απόβαση του ΔΕΚ και αυτό θα πρέπει να το υπογραμμίσουμε, να αλλάξει, ερμηνεύοντας υπό το φως του ευρωπαϊκού δικαίου, να αλλάξει την ερμηνεία που είχε δώσει στο προηγουμένως το ίδιο. Φυσικά, τη ολογώντας με το σκεπτικό αυτό που σας είπα προηγουμένως. Και έπλασε έναν νέο κανόνα συνταγματικό αυτή τη φορά αναφοράς με βάση τον οποίον έλεξε τη συνταγματικότητα του νόμου του 2002, τον οποίον και έκρινε αντισυνταγματικό. Αλλάζοντας την ερμηνεία, έκρινε το ίδιο το νόμο αντισυνταγματικό. Άρα, προκειμένου να ελέγξει το ισχυρό ή ανίσχυρο μιας νομοθετικής διάταξης, έπλασε ένα νομολογιακό κανόνα συνταγματικό, ερμηνεύοντας υπό το φως του ευρωπαϊκού δικαίου. Και ένα τρίτο. Και τελειώνω αυτό. Το πλέον, για μένα, η πιο σημαντική σφορά στην ελληνική, τουλάχιστον και την ελληνική νομολογία του δικαστηρίου στην απόβαση αυτή και στη συνέχεια του Συμβούλης Επικρατίας, είναι η ανανοημένη χρήση της αρχής αναλογικότητας. Επικαλέστηκε την αρχή το Συμβούλης Επικρατίας το Συμβούλης Επικρατίας, τόσο για την αληθή ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης, για την ανέβρεση της αληθούς ερμηνείας της συνταγματικής διάταξης, ώστε να αποκλείσει από το νόημά της το ερμηνευτικό εδεχόμενο του αμάχητου τεκμηρίου, όσο και το εδεχόμενο να καθιερώνει η ίδια συνταγματική διάταξη, το ασυβίβαστο, εκ μόνου του γεγονότος, ότι συντρέχει τυπικά στον σωρισμένο πρόσωπο του ανεξάρτητα, αν αυτά, αποδεδειγμένα, είχαν διαπλωκεί, αθέμητοι και παράνομοι. Αυτό δείχνει ότι τελικά, και αυτό λέει το Συμβούλης Επικρατίας, έπασχε ο νόμος και όχι το Σύνταγμα. Η επίκλυση πάντως αρχής αναλογικότητας έγινε για να αποκλειστεί μια αντίθετη από αυτή που είχε υιοθετηθεί ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης πριν από λίγο. Για να αποκλειστεί το ερμηνευτικό εδεχόμενο να αποδοθεί στο Σύνταγμα το νόημα που επέβαλε ένα γενικό και απόλυτο και αφυρημένο ασυβίβαστο, καθώς και να μάχει το τεκμήρι ως προς τη συνδρομή ασυβιβάστων, ερμηνεύοντας αυτή τη φορά την αρχή της αναλογικότητας. Θέλω εδώ να τονίσω ότι η αναλογικότητα δεν είναι κανόνας δικαίου. Δεν είναι γενική αρχή δικαίου, όπως λέγεται. Είναι ερμηνευτικός οδηγός, ο Μτσόπουλος και δίκιο. Ως ερμηνευτική αρχή και άρα είναι ένας γνώμονας στάθμισης και μέτρου ορθολογικής αποτίμησης της σχέσης ενός μέτρου απαγορευτικού σε σχέση με το σκοπό και ενόψει του σκοπού που επιδιώκει. Και στις δύο περιπτώσεις, στην προκειμένη περίπτωση τουλάχιστον, η λειτουργία της ήταν καθαρά ερμηνευτική. Πρόκειται άρα για μια σταθερά, για ένα γνώμονα στάθμισης του ορθολογικής αξιολόγησης της βαρύτητας ενός νομοθετικού μέτρου, ενόψει από το αναβάλλον του σκοπού, που επιτρέπει στο δικαστή να καθοδηγήσει την δικαιοδοτική του κρίση να την κάνει ορθολογική, ευθύβολη, ενόψει του σκοπού που επιδιώκει. Την αναγκειότητα του μέτρου σε σχέση με το σκοπό, μέτρησε στην προκειμένη περίπτωση, μήπως το μέτρο και ο περισμός ήταν υπέρμετρος. Το αν έχει η αρχή της αναλογικότητα, συνταγματική ισχύ ή νομοθετική ισχύ, είναι άνευ σημασίας. Είναι μια θεμελιώδης ερμηνευτική αρχή, που δεν έχει ανάγκη από τυπική ισχύ. Αυτό που τελικά έμεινε και επιτυχώς, μετά από τόσες νομοθετικές ανατροπές και νομολογιακές πανεδρομήσεις, είναι η τελική δικαιοδοτική κρίση του Συμβουλού της Επικρατίας και η απόφαση του Δικαστηριού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έταμαν μια πολυσύνθετη και πολύπλευρη διαφορά, με τρόπο δίκιο, σόφρονα, λελογισμένο και ισορροπημένο, κατευνάζοντας πάθη και στήρες αντιπαραθέσεις, πείθοντας ως προς την ορθότητα της κρίσης τους, τα αντιμαχόμενα και αντιδικούντα μέρη, έχοντας ως γνώμονά τους και σταθερά ερμηνευτική την τεχνική της αναλογικότητας και κυρίως πλάθοντας νέους νομολογιακούς και ερμηνευτικούς κανόνες και καθαιρώνοντας νέες ερμηνευτικές αρχές, αποδεικνύοντας ότι το δίκιο είναι ζωντερό και δημιουργείται κατά την εφαρμογή του. Είναι τελικά ερμηνεία πάνω απ' όλα. Η ήρεμη, λογική και λελογισμένη διαπραστική εξουσία της δικασίας της ενταγματικότητας και του κοινωνικού δικαστή, όπως εκδηλώθηκε και αποτυπώθηκε στην ερμηνευτική επικοινωνία που είχαν, υπήρξε εξόχως ενθαρρυντική και επικοδοματική για το εθνικό θεσμικό μας οικοδόμημα. Μια όαση στην έρημο που παρνάμε. Η σύγκριση με το αντίστοιχο οικοδόμημα της πολιτικής εξουσίας είναι δυστυχώς αποθαρρυντική. Τα δύο επίπεδα που σας παρουσίασα πιστεύω ότι το δείχνω. Η ενεργό συμμετοχή της Ελλάδος στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποδείχθηκε, μέσω τουλάχιστον της απόφασης, ότι είναι όχι απλώς αναγκαία, αλλά και εξαιρετικά ωφέλιμη. Μόνο που χρειάζεται πολύ χρόνο, πολύ κόπο, σύνθετη δουλειά για να καρποφορήσει και πάνω απ' όλα υπομονή και αντοχή για να στεριώσει. Αξιότιμη, κύριε Πρόεδρε του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση του ΔΕΚ που ανέφερα, με όλα τα χαρακτηριστικά της, έχει, φέρει τη δική σας υπογραφή, όπως και χιλιάδες άλλες αποφάσεις. Για τον τόπο, για τη δραματική κρίση που περνά, που είναι και κρίση εθνικής και πολιτικής ταυτότητας, πολύ σοβαρή, η απόφαση που εκδώσατε φώτισε ως μικρός φάρος στον ταραχώδιο οκεανό όπου βρισκόμαστε. Τιμήσατε και τιμάτε με την πολύχρονη παρουσία σας το θεσμό που υπηρετείτε και τιμάτε ταυτόχρονα και τη χώρα μας. Και τιμή αυτή που είναι τιμή με διάσταση ευρωπαϊκή, αντανακλάται και στον τόπο μας και στην πόλη μας και στο Πανεπιστήμιο. Αγαπητές συνάδελφες, αγαπητέ Βασίλη, το Πανεπιστήμιο γνωρίζω ότι σε τιμήσε με την ύψη στη τιμή που μπορεί να απονοίμησε ένα ακαδημαϊκό. Χαίρομαι που σήμερα με μεγάλη καθυστέρη στην αλήθεια μου δίνεται η ευκαιρία να σου πω ότι νιώθω χαρά και μεγάλη τιμή που συνυπήρξα με συνάδελφοι στον ίδιο τομέα και στο ίδιο τιμήμα. Σας ευχαριστώ πολύ! |