Διάλεξη 4: Συνεχίζουμε με το τρίτο κεφάλαιο που αφορά τα βλέφαρα, τον κόγχο και την δακρυική συσκευή. Για τη λειτουρία των βλεφάρων ο φοιτητής πρέπει να ελέγχει και να περιγράφει την προστατευτική συμβολή των βλεφάρων στη μηχανική προάσπιση και ύγρανση τους κερατοϊδούς. Πρέπει να περιγράφει τα ανατομικά στοιχεία των βλεφάρων, επίπεφικος, ταρσός, αναλεκτήρας μυς, δέρμα, δακρυική αδένες κλπ. Και να ονομάζει τα δύο κρανιακά ανεύρα που είναι υπεύθυνα τα βλέφαρα. Οι βασικές λειτουργίες των βλεφάρων είναι η μηχανική προάσπιση του Βολβού, η συμμετοχή στην επίστρωση της δακρυικής τυβάδας με τον βλεφαρισμό, η ελάτωση της επιφανειακής στάσης του δακρυικού φίλμ και η συμμετοχή στους βλεφάρους. Τα βασικά ανατομικά στοιχεία των βλεφάρων διακρίνονται σε δύο στυβάδες. Μια πρόστια και μία οπίστια που χωρίζονται από το κονχικό διάφραγμα. Στο πρόστιο πέταλο βρίσκουμε το δέρμα. Το δεύτερο βλέφαρο βλέφαρο δεύτερο βλέφαρο δεύτερο βλέφαρο. Και στο κονχικό διάφραγμα. Στο πρόστιο πέταλο βρίσκουμε το δέρμα και τον κυκλοτερή σφιγκτήρα μή των βλεφάρων. Ενώ στο οπίστιο πέταλο βρίσκουμε τον ταρσό που είναι η απόληξη, το ανελκτήρο σμιός του βλεφάρου και τον επιφυκότητα. Μες στα βλέφαρα υπάρχουν αδένες. Στην άκρη τους οι αδένες του μολ και του τσαϊς. Το άνω και το κάτω βλεφάρου. Οι αδένες του μαϊμπόμιους. Στα βλέφαρα εδράζονται και μυές. Οι οποίοι είναι ο ανελκτήρας του άνω βλεφάρου. Δύο μυς συμπαθητικής νεύρωσης. Ο μυς του Μύλλαρ. Και ο κατασπαστήρας του κάτω βλεφάρου. Και τέλος ο σφιγκτήρας των βλεφάρων. Ποια νεύρα κινούν τα βλέφαρα. Για την διάνοιξή τους συμμετέχει η τρίτη κρανιακή συζυγεία, το κοινωνικητικό νεύρο, που νευρώνει τον ανελκτήρα του άνω βλεφάρου. Ενώ το συμπαθητικό νευρικό σύστημα νευρώνει το μυς του Μύλλαρ, ο οποίος συσπάται σε καταστάσεις διέγερσης του συμπαθητικού. Για τη σύγκληση των βλεφάρων συμβάλλει η έβδομη κρανιακή συζυγεία, το προσωπικό νεύρο, που νευρώνει τον σφιγκήρα των βλεφάρων. Ο φοιτητής πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώνει παθολογικές καταστάσεις της θέσης των βλεφάρων. Να διαπιστώνει τυχόν λαγόφθαλμο, πτώση του βλεφάρου, εντρόπιο ή εκτρόπιο και να ονομάζει την αιτιολογία τους. Πρέπει να περιγράφει τις πιθανές επιπλοκές από τον κερατοειδή και να περιγράφει τρόπους αντιμετώπισής τους και να εξηγεί πόσο απαραίτητη είναι η ταχεία αντιμετώπιση της βλεφαρόπτωσης στα παιδιά. Διαταρχής της θέσης και λειτουργίας των βλεφάρων είναι ο λαγόφθαλμος. Η ατελής δηλαδή σύγκληση του βλεφάρου, η οποία οφείλεται σε πάρεση του νεύρου που νευρώνει τον σφιγκτήρα και που είναι το προσωπικό. Αλληλεία ταραχή είναι η βλεφαρόπτωση, είναι ακριβώς το αντίθετο, η οποία μπορεί να έχει πολλαπλές αιτιολογίες. Το εκτρόπιο, δηλαδή η στροφή του βλεφαρικού χείλους προς τα έξω και το εντρόπιο, η παθολογική στροφή του βλεφάρου προς τον βολβό. Παιδιά που γεννιούνται για διάφορους λόγους με συγγενή βλεφαρόπτωση πρέπει να χειρουγούνται γρήγορα, εφόσον η βλεφαρόπτωση καλύπτει το κορυκό πεδίο και αυτό προς αποφυγή αμβλιοπίας σε αυτά τα παιδάκια, το βολβό που δεν προσλαμβάνει η εικόνα και δεν αναπτύσσεται η οπτική οδός. Τέτοιοι της βλεφαρόπτωσης μπορεί να είναι μειογενή, όπως μια ασθένεια, νευρογενή, όπως πάρεση του τρίτου νεύρου και σύνδρομο Χόρνερ, μηχανική από δερματοχάλαση βλεφαροχάλαση όγκους και από νευρωτική από απόσπαση της πρόσφυσης του ανελκτήρος μοιός στον Ταρσό. Ο φοιτητής πρέπει να μπορεί να περιγράφει τις οφθαλμικές βλάβες από τον οφθαλμικό έρπητα ζωστήρα, τις πιθανές επιπλοκές και τους τρόπους αντιμετώπισης του και να διευκρινίζει τη σχέση της οφθαλμικής εντόπισης του ζωστήρα και του σημείου έδρασης του υιού που είναι το γάγγλιο του γκάσαρ. Ο βοιτητής επίσης πρέπει να αναγνωρίζει παθήσεις των αδένων των βλεφάρων, να αναγνωρίζει την κριθή σαν φλεγμονή των θυλάκων των βλεφαρίδων και να περιγράφει τη θεραπεία της που είναι αντιβιωτική αλυφή, ζεστές κομπρέσες ή και αφαίρες των βλεφαρίδων ή να διεπιστώνει με τη φυσική εξέταση το χαλάζιο και να το αποδίδει σε φλεγμονή των αδένων του βλεφάρου, των αδένων του μαϊμπόμιου και να προτείνει την χειρουργική θεραπεία και αντιμετώπιση του. Παθήσεις του κόγχου περιλαμβάνουν συνειθαίστερα τον εξώφθαλμο. Αυτός μπορεί να γίνει αντιληπτός με εξώφθαλμομέτρηση αλλά ακόμη και με επισκόπιση σε εφαπτόμενη σχέση με τους βολβούς είτε από πάνω είτε από κάτω. Κυριότερα αίτια είναι φλεγμονές του κόγχου, όγκοι του κόγχου, φλεβική στάση στο συραγγόδικόλπο και η ενδοκρινική οφθαλμοπάθεια. Πρέπει ο φοιτητής να μπορεί να κάνει διαφορική διάγνωση της φλεγμονόδουσης εξεργασίας και να προστρέχει αν χρειάζεται σε αξιονική ή μαγνητική τομογραφία για περιττέρω διάγνωση. Οι φλεγμονές του κόγχου περιλαμβάνουν φλεγμονές του προ- ή του οπιστοδιαφραγματικού τμήματος του κόγχου. Η προδιαφραγματική κηταρίτιδα χαρακτηρίζεται από είδημα των λεφάρων και πτώση, ενώ η κονχική ή η οπιστοδιαφραγματική επιπλέον και από περιορισμό της κινητικότητας του βιβολβού και κακουχεία. Είναι μια εξαιρετικά σοβαρή κατάσταση, χρειζει πάντα εισαγωγής σε νοσοκομείο και ενδοφλεύεια αντιβιωτική αγωγή. Οι λειτουργίες των δακρύων είναι η θρέψη και οξυγόνωση των εξώτερων στιβάδων του κερατοειδούς, ο οποίος είναι ανάγκηος ιστος, η εξασφάλιση λίας πρόστιας διαθλαστικής επιφάνειας του οφθαλμού και η χημική και μηχανική προάσπιση της επιφάνειας του οφθαλμού με τον ενζυματικό καθαρισμό και την έκπληση μικροσομπατιδίων που βρίσκονται πάνω σε αυτόν. Μια κατάσταση που βασανίζει πολλά άτομα, ιδίως μεγάλης ηλικίας, είναι το σύνδρομο του ξηρού οφθαλμού. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μια ποσοτική ελάτωση της έκρησης των δακρύων από τον δακρυικό αδένα ή σε διαταραχή της ποιότητας των δακρύων, δηλαδή ελάτωσης της περιεκτικότητας τους σε βλένη ή λιποειδή, κάτι που δημιουργεί μια ανεπαρκή δακρυική στιβάδα να ανταποκριθεί στην αποστολή της. Το αντίθετο είναι η δακρύρια, η οποία είναι ευξημένη παραγωγή των δακρύων, αντανακλαστικά σε τοπικό ερεθισμό, όπως σε τραυματισμό του επιπεφυκότος και κυρίως του κερατοειδούς. Η δακρύρια πρέπει να διακρίνεται από την επιφορά, που είναι η μη αποχέτευση των δακρύων και όχι η υπερβολική παραγωγή τους, και η οποία μπορεί να οφείλεται σε διαταραχές στο μηχανισμό αποχέτευσης δηλαδή στην δακρυική συσκευή. Η αποχέτευση των δακρύων μπορεί να είναι συγγενής, να οφείλεται δηλαδή σε μη διάνοιξη του ρινοδακρυικού πόρου, χαρακτηρίζεται στα παιδάκια από βλενόδιες εκκρίσεις επιφορά, αποκαθίσταται αυτόματα μετά από εννέα μήνες περίπου και αντιμετωπίζεται με μαλάξεις των δακρυικών σημείων των βλεφάρων και του δακρυικού ασκού και με αντιβιωτικά κολύρια. Εάν τα μέσα αυτά αποτύχουν, τότε προχωρούμε σε καθητριασμό του ρινοδακρυικού πόρου. Φλεγμονή του δακρυικού ασκού είναι η δακρυοκυστήτηδα. Αυτή μπορεί να είναι η νεοξία, η χρονία. Η οξία έχει ταχία εξέλιξη, χαρακτηρίζεται από είδημα και ερηθρότητα των βλεφάρων, έντονη ευαισθησία κατά την ψηλάφυση και αντιμετωπίζεται με από του στόματος αντιβίωση. Η χρόνια χαρακτηρίζεται από χρόνια επιφορά, βλενοποιώδες εκκρίσεις, συχνές επιπεφυκίτητες, κόκκινο μάτι, σύστηχα με την απόφραξη και η τελική της λύση γίνεται με αναστόμοση του ασκού με τον ρηνικό βλενογόνο, επέμβαση που ονομάζεται ασκορινοστομία. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και σας παραπέμπω στις ηλεκτρονικές παραπομπές για αυτό το κεφάλαιο για εμβάθυνση των αντικειμένων. |